Ονόματα χωριών, τοπωνυμίων, ονομάτων Αρβανίτικης προέλευσης.----
Μερικά από τα ονόματα χωριών, οικισμών, τόπων κ.λ.π που ακολουθούν σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη αναφέρονται σε επώνυμα Αρβανιτών στρατιωτών ή καπεταναίων ή και σε ομώνυμα χωριά ή και τοπωνύμια, βουνά κ.λ.π. του τόπου προέλευσής τους. ----
Άλλα σύμφωνα με άλλες πηγές έχουν προέλευση αρβανίτικη και αυτό φαίνεται από την ερμηνεία της ονομασίας τους στα αλβανικά, π.χ...........
-Άρλα, χωριό της Δύμης το οποίο το 1699 λεγόταν Άρουλα. Η ονομασία του κατά τον Θωμόπουλο έχει αλβανική προέλευση και σημαίνει πολλοί αγροί μαζί. Κατ’ άλλους ήτο το όνομα μιας συζύγου αγά και κατά τους Βυζαντινούς η λέξη άρουλα σημαίνει φωκίον, πύραυνον (είδος μαγκαλιού). Ο Κ. Ν. Τριανταφύλλου δεν αποδέχεται την άποψη του Wasmer ότι η λέξη είναι σλαβική και σημαίνει αετός. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…: Υπάρχει στην Ζάκυνθο τοποθεσία Άρουλα στην περιοχή Γύρι.
-Βυθούλκα ή Μπεθούλκα, οικισμός της κοινότητας Πετροχωρίου. Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει τον ερυθροπώγωνα, τον κοκκινογένη, εδώ το όνομα του πρώτου οικιστού. Υπήρξε οικογένεια στην Ζάκυνθο το 1505, προερχόμενη από την Αχαΐα.[1] Αναφέρεται συνοικισμός Βυθούλκα στο δήμο Αθηναίων ως μεταγενέστερη προσάρτηση, οικισμός Βυθούλκα στο δήμο Δύμης και οικισμός Βυθούλκας του δήμου Στυρέων Ευβοίας.
-Γολέμι ή Γκολέμι ή Γουλέμι, χωριά: στην Τριταία όπου αποτελούσε μια ενορία με την Χιόνα και το Κουτροχώρι, Γκολέμι στη Θήβα, στην Τριφυλία, Αιτωλία, Λάρισαν, οικισμός της κοινότητας Μάνεσι και ύψωμα κοντά στο χωριό Ζουμπάτα του Παναχαϊκού και τοπωνύμιο στην Ολυμπία. Το 1534 ευρίσκεται οικογένεια Γολέμη στη Ζάκυνθο εκ χωρίου Δράκα, εξελληνισθείσα. Λέγεται ότι ήλθαν εκ Πατρών. Τον 16ο αιώνα απαντά οικογένεια Γολέμι ή Βολέμι στην Κεφαλληνία. Ο Θωμόπουλος αναφέρει ότι η λέξη Γκολέμη είναι βουλγάρικης προέλευσης και σημαίνει «μεγάλος». Ο Wasmer υποστηρίζει ότι η προέλευση του ονόματος είναι σλαβική και σημαίνει μέγας τόπος, αρνείται δε ότι είναι το όνομα του οικιστού ή κυρίου της εκτάσεως, [2] που είναι και το πιθανότερο γιατί ο Σάθας στα Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας αναφέρει σε έγγραφο της 1ης Απρίλη του 1512, την Οικογένεια του Στρατιώτη Pasha Golemi. «…Pasha Golemi che ha ducati 4, habbi ducati 5…».
-Γριζούμψας (κουρούνας) βλ. χωριό: Γουρζούμισα [3]
-Ζώγα, χωριό των Φαρών όπου το 1903 οι μισοί κάτοικοί του μιλούσαν αρβανίτικα. Σήμερα είναι οικισμός της κοινότητας Σταροχωρίου. Το όνομα το πήρε από τον πρώτο οικιστή ή κύριο της περιοχής. Ζώγ στα αλβανικά σημαίνει πτηνό.[4]
-Καγκάδης (τραγουδιστής). Υπάρχει χωριό στην Αχαΐα (517 κάτοικοι το 1981 και σε 85 μ. υψόμετρο), Καγκαδαίοι στην Καρυστία Ευβοίας (31 κάτοικοι το 1981 και υψόμετρο 80 μ.) και τοπωνύμιο Καγκάδι στην Αττική. Οικογένεια Καγκάδη υπήρχε το 1534 στην Ζάκυνθο, εγγεγραμμένη εν τη Χρυσοβίβλω εκ Κεφαλληνίας και ετέρα το 1709 σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898).
-Καλέντζης: (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση). Χωριά Καλέντζι στην Τριταία Αχαΐας, Ήπειρο, Κορινθία, Αττική (Μαραθώνας), Καλέντζι ή Μάνινα Βλυζανών-Αστακού και Εύβοια (Καλέντζι Ταμυναίων, επαρχίας Καρυστίας). Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ: «.. Το τοπωνύμιον είναι μάλλον Αλβανοτουρκικόν. Συμπεραίνεται κάθοδος από το Καλέντζι της Δωδώνης εις Αιτωλίαν, Αχαΐαν, Κορινθίαν, Αττικήν και Εύβοιαν, ως προελέχθη την εποχή της Τουρκοκρατίας, πιθανότατα την εποχή των βίαιων εξισλαμισμών της Ηπείρου (περί το 1600) αφού το Καλέντζι είναι Αλβανοτουρκικόν επωνύμιον». Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Οικογένεια Καλέντζη υπήρχε το 1555 στη Ζάκυνθο καταγόμενη από το Χλουμούτσι αλλά και χωρίον εσώζετο με την ίδια ονομασία στη Ζάκυνθο το 1516 και παραμένει ως τοπωνύμιο στην περιοχή Τραγάκι. Το χωρίον Καλέντζι καταστράφηκε τελείως από τους πειρατές. Ο Πουκεβίλλ υποθέτει ότι η ονομασία Καλέντζι είναι πιθανόν αλβανικής καταγωγής….
-Καλούσι, χωριό στους πρόποδες του Ωλονού στα Δ. του Κούμανι. Αν και υπάρχουν πολλά τοπωνύμια που η προέλευση του ονόματός τους είναι αλβανική, στο Καλούσι σύμφωνα με τον Κ. Ν. Τριανταφύλλου, δεν ομιλούσαν τα αρβανίτικα. Φέρεται να είναι έκταση ενός Καλούση αρχικά. Ο Σάθας στα Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας αναφέρει τον Petro Calossi ως επί κεφαλής των αλβανών Στρατιωτών στην Νάπολη της Ιταλίας στις 16 Μάρτη του 1504.
-Κασνέσης (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση). Ο συνοικισμός Κασνέσι ή Καζνέζι (πρώην δήμου Φαρών) που εντάχθηκε στην κοινότητα Γουρζούμισα. Στο δήμο Δύμης αναφέρονται τα Καζνεσέικα. Στα αλβανικά η λέξη σημαίνει θησαυρός και η οικογένεια Κασνέση κατήλθε από την Χειμάρα της Β. Ηπείρου. Το 1522 αναφέρεται οικογένεια αρχαία ελληνοαλβανική στην Ζάκυνθο (Λ. Ζώης: Λεξικό…). Μερικοί το αναγράφουν και ως Καρνέσι και το τοποθετούν στη θέση του σημερινού Καταρράκτη (Λόπεσι). .[5] Υπάρχει Κασνέσι Θεσπιέων στη Λιβαδειά το Μαυρονέριον και στην Καρδίτσα (βλ. δήμο Καλλιφωνίου).
-Κόκλας: χωριά στη Βοιωτία αι Πλαταιαί, στο Άργος, στην Ηλεία το Πηγάδι και Κόκλα στο δήμο Κρωπίας. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό….Υπήρχε στη Ζάκυνθο το 1513 οικογένεια Κόκλα εκ Πελοποννήσου καθώς και στο χωριό των Βαλυμών και τοποθεσία στην περιοχή Δράκα το 1748.
-Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη): χωριά Κομποθέκρα στο Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας και στο Αργοστόλι της Κεφαλληνίας (Κομποθεκράτα). Επίσης χωριό στην Αχαΐα κοντά στις Βελιτσές και το Μιχόι. Σύμφωνα με τον Κ. Ν. Σάθα υπήρξε οικογένεια ελληνοαλβανική Κομποθέκρα , συγκεκριμένα αναφέρει στα Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας και σε έγγραφο της 16ης Απριλίου του 1512, ως και αλλού, τον Ανδρέα Κομποθέκρα «…Andrea Compotechara che ha ducati 6, habi ducati 5…» Οικογένεια Κομποθέκρα υπήρχε το 1545 και 1640 στη Ζάκυνθο σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898).
-Κουρτέσης: χωριά Κουρτέσι στην Ηλεία, στην Καρδίτσα, στο Μαργαρίτι της Πρέβεζας, στον δήμο Κλεωνών της Κορινθίας. Σύμφωνα με τον Ι. Ε. Πέππα: υπάρχει χωριό Kurtaj 28 χιλιόμετρα Β. της Σκόδρας. Διαφαίνεται κίνησις εποίκων από Ήπειρον προς Ηλείαν, προς Κορινθίαν. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε στην Ζάκυνθο οικογένεια εκ Κύπρου το 1564, εκ Κρήτης το 1663 και άλλη αρχαία εκ Λεχαινών.
-Κούτσης (κουτάβης), χωριά: Κούτσι στην Κορινθία, στην Ναυπλία, στην Νεμέα, στην Ολυμπία, Κούτσιστα στο δήμο Αγράφων. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό….Υπήρχε στη Ζάκυνθο το 1510 οικογένεια Κούτση εκ Σκουληκάδων αναγεγραμμένη εν τη Χρυσοβίβλω.
-Κράλι, χωριό που ταυτίζεται με το σημερινό Αγ. Νικόλαο καθώς και με τις αρχαίες Ευρυτειές, οι οποίες ο Π. Καράμπελλας δεν δέχεται ότι βρισκόντουσαν στο Κράλι. Το 1903 σύμφωνα με τον Κορύλλο οι μισοί κάτοικοι αυτού ήσαν αλβανόφωνοι και σύμφωνα με τον Θωμόπουλο η ονομασία προήλθε από τον άλλοτε κύριο της εκτάσεως αναφέρει δε ότι η λέξη Κράλη είναι σλάβικη και σημαίνει «ηγεμόνας». Υπήρξε οικογένεια Κράλη στην Ζάκυνθο το 1781, σύμφωνα με τον Λ. Ζώη.
-Κριεκούκης (κοκκινοκέφαλος, κοκκινομάλλης), χωριά: Κριεκούκι στη Βοιωτία αι Ερυθραί, στην Αιτωλία το Καστράκι, στην Ηλεία το Πελόπιον.
-Λαλικώστα ή Λαλουκώστα, το χωριό Φαρραί της Αχαΐας. Στα αλβανικά Λάλου ή Λάλα = ο γυναικάδελφος και πάντως Λαλι(ου)κώστας είναι ο ιδρυτής.[6]
-Λάλουσι, το σημερινό χωριό Σταροχώρι, στο οποίο πριν 50 χρόνια ομιλούσαν την αλβανική. Η ονομασία του από τον τιμαριούχο (ή την οικογένεια των οικιστών) Λάλουσι.[7]
-Λόγγος, χωριό επί της οδού Πατρών – Αιγίου, που υπαγόταν στην Πάτρα αλλά μετά το 1830 υπήχθη στην Αιγιάλειαν. Στα αλβανικά Λόγγα σημαίνει χωρίον ελεύθερων γεωργών (Wasmer) .[8] Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό….Υπήρχε στη Ζάκυνθο το 1554 οικογένεια Λόγγου εκ Γαλάρου. Αναφέρεται Λογγός του δήμου Δαφνουσίων επαρχίας Λοκρίδος, Λογγός δήμου Αλιφείρας επαρχίας Ολυμπίας, Λόγγος Αχμέτ Αγά δήμου Τρικαίων νομού Τρικκάλων.
-Λόπεσης (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση), χωριά: Λιόπεσι στα Μεσόγεια (Παιανία), στα Καλάβρυτα οι Άγιοι Θεόδωροι, στην Ηλεία το Κρυονέρι, στην Πάτρα ο Καταρράκτης, στην Αργολιδοκορινθία δύο, το Λεόντειον και η Γοννούσα. (Για την ετυμολογία του Λιόπεσι Αττικής βλ. υποσημείωση εκεί όπου το ποιήμα του Μανόλη Μπλέση).
Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχαν στην Ζάκυνθο: οικογένεια Λιόπεση αλβανικής καταγωγής το 1544 και Λόπεση το 1506.
Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ (Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας και Μορέως): «…το Λιόπεσι είναι τοπωνύμιον αλβανικό και μνημονεύεται την Β΄ ενετοκρατία. Πολυπληθή τοπωνύμια μνημονεύονται από την β. Ήπειρο μέχρι την Ν. Ελλάδα. Ο δρόμος του Λιόπεσι ακολουθεί: Δίβρη-Κουρβέλεσι-Θεσπρωτία-Ηλεία-Καλάβρυτα-Κόρινθον-Πάρνηθα-Μεσόγεια-Άνδρον και Ηλεία-Αρκαδία και Μεσσηνία-Λακωνία.
α) Ο δρόμος Δίβρης-Τίρανα περνά από αυχένα, προς βορά το όρος Αλαμάνο, νοτίως το όρος Λόπεσι (2020 μ.).
β) Όρος Λόπεσι (1946) 12 χλμ. ΒΔ. του Τεπελενίου, ο αρχαίος Τόμορος.
γ) Χωριό Lopsit Martolozu 12χλμ ΒΔ. του Τεπελενίου.»
-Μαζαράκης, χωριά: Στην Αχαΐα επί του Παναχαϊκού ήσαν δύο χωριά λόγω κατολισθήσεως του ενός έγινε το άλλο έναντι του πρώτου. Το 1899 οι κάτοικοι ομιλούσαν την αλβανική και σύμφωνα με το Λεξικό του Ελευθερουδάκη το χωρίον συνωκίσθη από Μαζαρακαίους Αλβανούς. Και στην Ηλεία και τοποθεσία χωρίου Μπάστα , εκ του αλβανικού γένους των Μαζαρακαίων ή εξ οικογενείας Μαζαράκη ή οποία εστρατεύθη και πήρε το μέρος ως τιμάριον.[9] Κάτω Μαζαράκι ή Μαζαράκι Δύμης εις το οποίο κατήρχοντο οι ποιμένες εκ του Άνω Μαζαράκι του Παναχαϊκού. Μαζαράκι τσιφλίκι του Αλή πασά των Ιωαννίνων και χωρίον εις Παραμυθιάν της Ηπείρου. Υπήρξε χωριό Μάζι στα ΝΑ της Αλβανίας και Μαζαίοι (αλβ. Μαζαρακαίοι) οι οποίοι κατήλθον προς το τέλος του 14ου αιώνα υπό τον Φύλαρχον Λιώσαν. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε το 1518 οικογένεια εκ των εν τη Χρυσοβίβλω. Περί της οικογενείας αυτής αναφέρεται ότι είναι αλβανικής καταγωγής αλλά και πατριά Μαζαρακαίων μνημονεύεται και υπό των Βυζαντινών. Πρώτος εγκατασταθείς στην Ζάκυνθο ήτο κάποιος «Στρατιώτης» Μαζαράκης που αφίχθη από την Νάυπακτο το 1499. Αναφέρεται και Μαζαράκι δήμου Τανάγρας και Αυλίδος επαρχίας Θηβών.
-Μάνεσης[10] (βραδύς), χωριά: Μάνεσι στην Πάτρα, στα Καλάβρυτα, στη Ναυπλία, στη Μεσσηνία, στη Λοκρίδα.
Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε στην Ζάκυνθο οικογένεια πιθανόν εκ Κεφαλληνίας το 1502 όπου πολλοί αρματολοί το 1502 από την ήπειρο και την Πελοπόννησο μετέβησαν στην Κεφαλληνία προς φρούρησιν αυτής και έλαβαν τιμάρια. Η οικογένεια φέρεται να κατάγε6ται εκ Πατρών.
-Ματαράγκας, χωριό Ματαράγκα της επαρχίας Πατρών που ανήκε πριν το 1974 στη Ηλεία. Η ονομασία προήλθε από αλβανούς φεουδάρχες.
Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρξε στην Ζάκυνθο οικογένεια είτε εξ Αλβανίας, είτε εκ των τιμαρίων τα οποία περιήλθαν εις την σουλτανική κυριότητα, μετά την εκ της Ελλάδος αναχώρησιν των «Στρατιωτών», είτε εκ των εν τη Κάτω Ιταλία μεταναστευσάντων Ελλήνων και εκείθεν καταφυγόντων εις Κεφαλληνία και Ζάκυνθο κατά τον 15ο αιώνα. Αναφέρονται: Ματαράγκα δήμου Βουρφάδος επαρχίας Πυλίας, Ματαράγκα δήμου Δρυόπης επαρχίας Τροιζηνίας, Ματαράγκα δήμου Μακρυνείας επαρχίας Μεσολογγίου, Ματαράγκα δήμου Τιτανίου επαρχίας Καρδίτσης, Ματαραγκάτα δήμου Ομαλών νομού Κεφαλληνίας.
-Μίραλι[11], ή Μίραλη, ή Μοίραλι: χωριό στα Α. της Χαλανδρίτσης. Το Μοίρα (όπως και το Άνω και Κάτω Μοίρα που είναι άλλο χωριό του Παναχαϊκού στο βάθος της μονής Ομπλού) έχουν αλβανική ρίζα (μίρε = καλός), αλλά μάλλον πρόκειται για οικογενειακό όνομα οικιστού ή ιδιοκτήτου της εκτάσεως χωρίς να αποκλείεται αυτή η οικογένεια να ήταν ελληνική και να είχε επώνυμο Μοίρας ή Μοίραλης. Το Μοίρα κατοικείτο από αλβανόφωνους ποιμένες και το όνομά του θυμίζει τον οικιστή και τιμαριούχο. Μέχρι σήμερα λέγεται: στου Μοίρα. Εκεί και η τοποθεσία Λυκούρεσι η οποία θυμίζει, σύμφωνα με την παράδοση, την διάσωση βρέφους αρπαγέντος υπό λύκου ο οποίος κατεκρημνίσθη εκεί και έτσι δόθηκε το όνομα στην τοποθεσία.[12]Αναφέρεται και το Μιραλί δήμου Ελατείας επαρχίας Λοκρίδας.
-Μιχόϊ (Μιχοί ή Μιχή), χωριό της Δύμης επί της Μώβρης, είναι αλβανική εκφορά της λέξεως Μιχαήλ και πήρε την ονομασία του από το όνομα οικιστού ή κυρίου της εκτάσεως.[13]
-Μπαρδικώστα, χωριό επί του Παναχαϊκού (Κρυσταλλόβρυση) αναφερόταν και ως Μπαντρούσα αλλά και Μπάρδι εις Ναυπλίαν και Μαρδάκι εις Γορτυνίαν και όρος Μπάρδι εις Ήπειρον, ονομασία εκ του τιμαριούχου και οικιστού. Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει λευκός.[14]
-Μπάστας, χωριά Μπάστα στην Μεσσηνία το Πλατύ, δύο στην Ηλεία. (Ο συνοικισμός Μπάστα της κοινότητας Χελιδονίου μετονομάστηκε σε «Κρυονέρι». ΦΕΚ156/Α/8-8-1928). Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε το 1510 οικογένεια αρχαία ελληνοαλβανική.
-Μπεντένης, χωριά: Μπεντένι δύο στην Ηλεία, δύο στην Αρκαδία. (Η κοινότητα Μπεντενίου Ηλείας μετονομάστηκε σε κοινότητα Πεύκης και ο ομώνυμος οικισμός Μπεντένι σε Πεύκη.-ΦΕΚ156/Α/8-8-1928).
-Μπολιώτη, χωριό κοντά στο Κούμανι Φαρών. Από το 1955 μετονομάστηκε σε Χαραυγή. Το όνομα ίσως προέρχεται από αλβανόν οικιστή.
-Μπόρσας (πουγκής), χωριό Μπόρσι στο Καστράκι της Ηλείας. (Στο ΦΕΚ. 256/28/8/1912 είχαν αναγνωρισθεί οι συνοικισμοί Μπόρσι Ζουλιάτικα, Κόκλα, Νέα Πικέρνη και Σούβαρδον ως συνοικισμοί της κοινότητας Καπελέτον). Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια Μπόρση στην Ζάκυνθο, χωρίς να αναγράφεται ημερομηνία. Αναφέρεται Μπόρσια στο δήμο Μυκηνών.
-Μπούας[15] (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση), χωριά Μπούα στο Γύθειο, Μπούγα[16] στην Αττική και στην Αχαΐα, επί του Ερυμάνθου Η ονομασία προήλθε από το επίθετο Μπούας (αλβ.= ο υδατώδης). Υπάρχει το χωριό Λαλάζ Μπούγα στην Θεσσαλία και επίσης χωριό Μπούγα στην Άρτα και τοπονύμιο ανάμεσα στα χωριά Γερακάρη και Κούκιεσι στην Ζάκυνθο Ο αλβανός Μπούας κατείχε τον 14ο αιώνα την Ναύπακτο.[17]Αναφέρονται: Μπούγα δήμου Ανδανίας Μεσσηνίας, Μπούγα δήμου Τανάγρας Ωρωπού και Μπούγα δήμου Υσιών επαρχίας Άργους.
Υπάρχει χωριό Μπούγα στην περιοχή των γκέγκηδων στις πηγές του Μπογιάνα ποταμού (Αλβανία).
«Στο επικό ποίημα που αφιέρωσε ο Τζάνε Κορωναίος στον περίφημο Αρβανίτη στρατιώτη των αρχών του 16ου αιώνα Μερκούρη Μπούα, αναφέρονται δύο ανίψια του Αρβανίτη Δεσπότη της Άρτας Μουρίκη Μπούα Σγούρου….
Κι ο Κάρλος τ’ Αγγελόκαστρου αφέντωσε κι εμπήκεν,
Κι όπου ποτέ δεν τώριζε δικόν το εποίκεν.
Κα δύο ανεψίδια Μπούα του κύρ Μουρίκη,
Εκρύβησαν κι εφύγασι, γυρεύει δε τα βρίσκει,
………………………………………………»[18]
Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ «…υπήρξε μικροσυνοικισμός με την ονομασία Μπούγα στα δυτικά της Φενεού εκ του ονόματος της μεγάλης φυλής των Μπούα…»
Επίσης από το όμορο του Γκέρμπεσι χωριό Καρούσι κατάγονται οικογένειες με το επώνυμο Μπούσιας που ίσως να σχετίζεται με το επώνυμο Μπούας, όπως και το επίσης όμορο χωριό Μουρίκι η ονομασία του οποίου μπορεί να σχετίζεται με το όνομα Μουρίκης.
Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε το 1546 οικογένεια Μουρίκη ελληνοαλβανική εγγεγραμμένη εν τη Χρυσοβίβλω….
-Μπούζης (χειλάς), χωριά: Μπούζι στην Κορινθία, στην Μεσσηνία, στην Φθιώτιδα τα Τρίκορφα.
-Μπούκουρας (ωραίος), χωριό Μπούκουρα στην επαρχία Πατρών Ν.Δ. της Κάτω Αχαΐας, σήμερα Κρίνος. Στο Β.Δ. 2/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ως κοινότητα έχουσα υπέρ τους τριακοσίους κατοίκους και σχολείον στοιχειώδους εκπαιδεύσεως ο συνοικισμός Μπούκουρα. Η ονομασία του στα αρβανίτικα σημαίνει το ωραίον, και προήλθε από το επίθετο της οικογενείας των πρώτων οικιστών .[19] Αναφέρεται και Μπουκουρομπέχραμα δήμου Δύμης και Μπούκουρον δήμου Κοθωνίων νομού Τρικκάλων.
-Μπούμπας (μαμούνας), χωριό: Μπούμπα στην Κούμανη Πατρών. Στο Β.Δ. 4/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ο συνοικισμός Μπούμπα της κοινότητας Κούμανη, πρώην δήμου Φαρών. Η λέξη είναι βουλγάρικη και σημαίνει πεταλούδα, αλλά βρίσκεται και χωριό Μπούμπια στην Πρεμετή. Ευρέθη οικογένεια Μπούμπα στην Ζάκυνθο το 1550.[20]
-Μπράτι, το χωριό πολύλοφο από το 1956 ή Αγ. Μαρίνα πρίν. Βρίσκεται κοντά στη μονή Μαρίτσας απέναντι από το Σανταμέρι και το όνομά του είναι αλβανικό εκ των οικιστών του.[21] Ο Θωμόπουλος όμως αναφέρει ότι η λέξη Μπράτι είναι σλαβική και σημαίνει «αδελφός». Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια πατριαρχική Μπράτη στην Ζάκυνθο εκ χωρίου Κιούκεσι το 1503 και άλλαι εκ Πατρών το 1568. Εκτός από το Μπράτι του δήμου Δύμης αναφέρεται και Μπράτι δήμου Μυρτουντίων επαρχίας Ηλείας.
-Ρένεσης (ψεύτης), χωριό: Ρένεσι στην Αχαΐα το Ξηροχώρι Στο Β.Δ. 3/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ο συνοικισμός Ρένεσι ως κοινότητα έχουσα ολιγότερους των τριακοσίων κατοίκους αλλ’ έχοντας σχολείον. Με το Διάταγμα ΦΕΚ. 156/Α/8-8-1928. η κοινότητα Ρένεσι μετονομάζεται εις κοινότητα Ξηροχωρίου και ο συνοικισμός Ρένεσι της κοινότητας Λόπεσι (Κρυονέρι) μετονομάζεται σε Ανάληψη. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια στρατιωτική Ρένεση στην Ζάκυνθο εξ Αλβανίας το 1502 των Αγγέλου, Γεωργίου και Γκίνη που πήγαν εκεί από την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και την Μεθώνη για να φρουρήσουν το νησί. Αναφέρεται και το Ρένεσι δήμων Τροπαίων και Λαγκαδίων της επαρχίας Γορτυνίας.
-Σκούρας, χωριά Σκούρα (μετά το Σταυροδρόμι) στην Αχαΐα και στην Λακωνία, Σκουροχώρι στην Ηλεία.
-Σπάτας (σπάθας), χωριά: Σπάτα στην Αττική (Κρωπία), Μαραθώνα και στην Ηλεία. Σπαθία Ελληνικά και Σπάτα αρβανίτικα είναι η μεταξύ του Ελμπασάν και Βερατίου περιοχή της Τοσκαριάς.[22] (Στο ΦΕΚ. 256/28/8/1912 είχαν αναγνωρισθεί οι συνοικισμοί Σπάτα, Βάρδα και Κώμη, ως συνοικισμοί της κοινότητας Ψάρι). Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια Σπάτα στην Ζάκυνθο το 1509 αλλά και επώνυμο της οικογένειας Μπούα και άλλη οικογένεια εκ Λευκάδος το 1653. Από το 1628 αναφέρεται τοπωνύμιο Σπάθα στην περιοχή Μπανάτου.
-Τοπόλοβα[23], χωριό επί του Παναχαϊκού (Αγία Παρασκευή) στο οποίο οι κάτοικοι το 1903 ομιλούσαν την αλβανική. Φέρεται όμως από τον Wasmer το όνομα να είναι σλαβικό και να σημαίνει τόπο με λεύκες.[24] Ο Φαλμεράιερ Ιάκ. Φίλ,: Ιστορία της χερσονήσου του Μοριά κατά τον μεσαίωνα. Εκδόσεις: Μεγάλη Πορεία – Αθήνα 2002 αναφέρει ότι οι συλλαβές –οβα είναι σλαβικές (Τοπόλοβα). Με το Β.Δ. 20/9/1955 (ΦΕΚ 287/10.10.1955) «Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ.π..»…14) Ο συνοικισμός Τοπόλοβα της κοινότητας Πετρωτού, μετονομάζεται Αγία Παρασκευή.[25]
-Τόσκεσι, χωριό της Τριταίας, αλλά και Τόσκεσι στη Μεσσηνία , στο Λεοντάρι, στα Τρίκαλα στο Μπεράτι και στην Πάργα. Τόσκες είναι αλβανική φυλή.[26]
Τρεστενά ή Δρεσθενά, χωριό που βρισκόταν στα υψώματα των Βραχναιίκων επί της παλαιάς οδού Πατρών προς Δύμην. Ο Παναγιωτόπουλος αναφέρει ότι η σημερινή του ονομασία είναι Σταυρός, εκεί υπάρχει ύψωμα σταυρός και πίσω απ’ αυτόν η θέσις παλιοχώρι όπου πιθανόν να ήτο το χωριό. Για το όνομά του υπάρχουν πολλές εκδοχές: ότι έχει αλβανική ρίζα η οποία σημαίνει αμπέλι, ο Wasmer υποστηρίζει ότι είναι σλαβική και σημαίνει τόπος καλαμιών, Ο Κ. Α. Ρωμαίος (Πελοποννησιακά) ότι είναι σλαβικό. Το 1713 ήτο μία ενορία με το Τσουκαλά.[27]
Ο Φαλμεράιερ Ιάκ. Φίλ. τα Τρέστενα ή Δρέσθενα τα συνδέει με τη σλαβική λέξη τερστένα που σημαίνει καλάμι, περιοχή γεμάτη καλάμια, από το ταρστ, τάρστιτσα, ταρστένιτσα και ταρστένα.
Με το άρθρο μόνο του Β.Δ. 20/9/1955 (ΦΕΚ. 287/10.10.1955) «Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ…» …4) Οι συνοικισμοί Γκερμπεσαίϊκα και Δρεσθενά της κοινότητας Βραχναιΐκων, μετονομάζονται, ο μεν πρώτος Στεφάνη, ο δε δεύτερος Σταυρός.
Αναφέρονται: Τρεστενά δήμου Βουφαγίων επαρχίας Γορτυνίας και Τρεστενά δήμου Θυρέας επαρχίας Κυνουρίας. Επίσης αναφέρονται και τα Δρεσθενά του δήμου Κροκυλείου της επαρχίας Δωρίδος.
-Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος), χωριά Τσαπόγα: στην επαρχία Πατρών και στην Αρκαδία τα Μαλλωτά. Ο Θωμόπουλος αναφέρει ότι η λέξη Τσαπόγα είναι βουλγάρικη (Τζα – Μπόγα) και σημαίνει «για το θεό».
-Φούντης (πάτος), χωριό Φουνταίϊκα και Φουντανέϊκα Καλύβια στο δήμο Πελλάνης της Επαρχίας Λακεδαίμονος, και επώνυμο Φουντάς στο χωριό Μουρίκι και αλλού. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια Φούντη στην Ζάκυνθο που εξέλιπε καθώς και τοποθεσία Φούντα στην περιοχή χωρίου Λούκα..
-Χαϊκάλης (κάλι= άλογο), χωριά: Χαϊκάλι στην Πάτρα και στην Μεσσηνία το Αχλαδοχώρι (Αναφέρεται Χαϊκάλι στο δήμο Αιπείας και στο δήμο Πεταλιδίου της επαρχίας Πυλίας). Oι κάτοικοι του χωριού Χαϊκάλι Πατρών (Δύμης) το 1903 σύμφωνα με τον Κορύλλο (Χωρογραφία) ήσαν οι μισοί αλβανόφωνοι και έχουν κατέβει από την Σάπια βρύση του Παναχαϊκού. Το όνομά του θυμίζει τον πρώτο κύριο της περιοχής.[28] Στο Β.Δ. 2/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ως κοινότητα έχουσα υπέρ τους τριακοσίους κατοίκους και σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως ο συνοικισμός Χαϊκάλι. Υπάρχει και Χαϊκάλι στην Ναύπακτο (Παλαιόπυργον). Επίσης απαντάται οικογένεια στην Ζάκυνθο το 1522 καταγόμενη από την Πάτρα και ετέρα το 1645-1675 εκ Πατρών ως και εκ Λευκάδος το 1555.[29] Το επώνυμο Χαϊκάλης απαντάται στον υπ. αριθ’ 95 κώδικα της βιβλιοθήκης Αλεξίου Κολυβά εν φ. 2α όπου ευρίσκονται χρονικά σημειώματα των ετών 1578-1589 (Ν. Ελληνομν. τ. 13.(1916), σ. 135, 357).
Βλέπουμε λοιπόν ότι ακόμη μέχρι και σήμερα (όσα χωριά δεν μετονομάσθηκαν) να υπάρχουν στην Αχαΐα, στην Ήλιδα, στην Τριφυλία, Μεσσηνία και αλλού με ονόματα πιθανής αρβανίτικης προέλευσης. Υπάρχουν στην Ηλεία τα χωριά: Καγκάδι, Κακαρούκα, Καράτουλα, (όπως και Καράτολα στην Κυνουρία), Κόκλα, Κουρτέσι, Κριεκούκι, (όπως και στην Αιτωλία), Λυκούρεσι (όπως και στη Γορτυνία), Λιόπεσι, Μαζαράκι, Μάζι, Μουζάκι (όπως και στην Αρκαδία), Μπάστα, Μπεντένι, Μπόρσι, Σκουροχώρι, Σούλι, Σπάτα. Στην επαρχία Πατρών: Γκέρμπεσι, Καλέντζι (όπως και στην Αιτωλία), Λόπεσι, Μαζαράκι, Μάνεσι, Μπούκουρα, Μπούμπα, Ρένεσι, Σκούρα, Χαϊκάλι κ.ά. Στα Καλάβρυτα: Γκέρμπεσι, Καρούσι, Λόπεσι, Μάνεσι, κ.ά. στην Μεσσηνία: Λικούρεσι, Μάνεσι, Μπάστα κ.ά. [30]
Επίσης θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι από χάρτη της περιοχής των Γκέκηδων φαίνεται να υπάρχει χωριό Σκόδρα και λίμνη Σκόδρα (στο χωριό Γκέρμπεσι της Αχαΐας υπάρχουν οικογένειες με το επώνυμο Σκόνδρας που ίσως έχει σχέση καταγωγής με το χωριό και τη λίμνη Σκόδρα) , ως επίσης και χωριό Δίβρη στη γραμμή Jirecek (γραμμή νοητή που χωρίζει τους Γκέκηδες από τους Τόσκηδες). Θα αναφέρω βέβαια και τον Σκόνδρα Μουσταφά Πασά ο οποίος είχε εκστρατεύσει κατά της Ελλάδος και ήτο Δαλμάτης το γένος και Οθωμανός το θρήσκευμα και υιός του Ιμπραχήμ Πασά Σκόνδρα εγγονός δε του Καρά Μαχμούτ Πασά Σκόνδρα που είχε εκστρατεύσει κατά του Μαυροβουνίου όπου ηττηθείς υπ’ αυτών εφονεύθη και «οι Μαυροβούνιοι διετήρουν την κεφαλήν αυτού ως τρόπαιον νίκης»[31]. Στις 10 Αυγούστου 1846 ο Γεωργάκης Σκόνδρας κάτοικος Δίβρης (αλλά ως εικάζεται θα πρέπει να έχει καταγωγή από το Γκέρμπεσι) απευθύνεται στην Εξεταστική Επιτροπή των Στρατιωτικών Εκδουλεύσεων και του χορηγείται πιστοποιητικόν «εις ένδειξιν αληθείας των αγώνων του υπέρ της πατρίδος» και «αμοιβής των αγώνων αυτού». Είχε προηγηθεί, 20 Ιουνίου 1845, έγγραφος πιστοποίηση των αγώνων του από τους στρατηγούς: Δημήτριο Πλαπούτα και Βασίλειο Πετμεζά. Ο Γιωργάκης Σκόνδρας επικεφαλής είκοσι πέντε συγχωριανών του πολέμησε στο Πούσι, στην Πάτρα και στο Μεσολόγγι.
Αναφέρεται ότι ο βασιλιάς της Σικελίας και της Νεαπόλεως Κάρολος Α΄ αγόρασε από τον Αλβανό φύλαρχο Παύλο Γρόπα μια περιοχή που εξουσίαζε στην κοιλάδα του Άψου (ο Άψος είναι ποταμός της Αλβανίας δυτικά από το Βεράτι). Υπάρχει τοποθεσία στο χωριό Γκέρμπεσι της Αχαΐας με την ονομασία Γκρόπα [32]. Η λέξη Γ(κ)ρόπες είναι ρουμάνικη αλλά και αλβανική και σημαίνει χάσμα, κοίλος τόπος. Η ονομασία όμως δεν δόθηκε στα τοπωνύμια ή στα χωριά από την διαμόρφωση του εδάφους αλλά μάλλον από τον κύριο της έκτασης, τον φύλαρχο ή απόγονο αυτού. Οικογένεια Γρόπα υπήρχε το 1515 στην Ζάκυνθο καθώς και τοποθεσία στην περιοχή Τραγάκι και σύμφωνα με οικογενειακές παραδόσεις άλλη οικογένεια καταγόμενη εκ χωρίου πλησίον των Καλαβρύτων που ονομαζόταν άλλοτε Σωτηροπούλου και έφυγε κατά τα Ορλωφικά το 1779, προσλαβούσα το επώνυμο της καταγωγής της, σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898). Υπήρχε και το χωριό της Αχαΐας Γρόπα που ήταν ένα εκ των επτά Τσετσεβοχωρίων[33] (Αραγόζαινα, Γρόπα, Βερίνου, Μυρόβρυση, Μάγειρα, Δοκαναίϊκα και Συνανιά στα ανατολικά των Πατρών) που μετονομάστηκε σε Λάκκα, όπως έχουμε προαναφέρει. Αλλά και στην ήπειρο υπήρχε Γρόπα.
«Το χωριό Λούκοβο βρίσκεται κοντά στις ακτές του Ιονίου Πελάγους. Οι κάτοικοί του είναι άποικοι από την Δημοκόρη του Πωγωνίου που εκατοίκησαν εδώ το 1565… ευχής έργο θα ήτο να περιηγείτο τις άπασαν την Χαονίαν και ιδία τα μέρη τα έχοντα αρχαιολογικά όπως τα χωριά του Κουρβελεσίου και Βερατίου και τας Ιεράς μονάς της Αρδενούσης, Κόδρας και Κουκαμιάς…».[34] (στο χωριό Γκέρμπεσι της Αχαΐας υπάρχουν οικογένειες με το επώνυμο Κόρδας που ίσως έχει σχέση καταγωγής με τα χωριά αυτά). Και στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας (τόμος 10ος σελ. 314) αναφέρεται πρόταση από τους Μύλους Ναυπλίου με ημερομηνία 18 Μαΐου 1824 προς το Βουλευτικό για προαγωγή, μεταξύ άλλων του Κίτζου Κόρδα (του οποίου δεν αναφέρει τόπο καταγωγής) στο βαθμό της εκατονταρχίας. Στις 20 Μαΐου με προβούλευμα του εκτελεστικού που καταχωρείται στον τόμο 2 των Αρχείων, ενεκρίθη η προαγωγή, μεταξύ των άλλων, και του Κίτζου Κόρδα. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε οικογένεια Κόρδα στην Ζάκυνθο αλλά δεν αναφέρει έτος.
Επίσης στο ίδιο λεξικό αναφέρεται οικογένεια της ομώνυμης Στρατίκη που υπάρχει στον Προφήτη Ηλία, το έτος 1681 και άλλη το έτος 1720 εκ Γαργαλιάνων. Στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας (τόμος 15Γ΄ σελ. 28) αναφέρεται σε κατάσταση αποκοπής παραγωγής λαδιού, με ημερομηνία 16 Μαΐου 1822, στην Αρκαδία, το επώνυμο Στρατήκης.
Επίσης αναφέρονται οικογένειες Τζώρτζη, το 1852, Ντε Τζώρτζη το 1505 εκ Βενετίας και άλλη εκ Ταράντου και Δετζώρτζη (De Giorgio) εκ Τάραντος, ετέρα εκ Μπάρι 1594 και άλλη εκ Κύπρου 1588, εκ Κων/πόλεως το 1623 και ετέρα το 1817.
Παλαιά οικογένεια στο Γκέρμπεσι ήταν του Κατσίνα και Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε παρώνυμο στην Ζάκυνθο Κατσίνας.
Άλλη τοποθεσία στο χωριό Γκέρμπεσι είναι η Κιάφα κοντά στο βουνό Σουρμπάνι[35]. Η λέξη είναι αρβανίτικη και σημαίνει αυχένας, ρίζα βουνού.
Μία άλλη τοποθεσία στο χωριό Γκέρμπεσι λέγεται Κιούρκα [36] και θα πρέπει να συσχετιστεί με το όνομα του capo των αλβανών στρατιωτών, Chiurga Bua, τον οποίο αναφέρει ο Σάθας στα Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε οικογένεια Κιούρκα ή Κιούλκα στην Ζάκυνθο αλβανικής καταγωγής αλλά και δήμος το 1545 και οικογένεια εκ Ναυπλίου το 1581. Κάποιος Κιούλκας αναφέρεται σε δημοτικό άσμα κατά την ελληνική εθνεγερσία: Σήκω Κιούλκα και πήγαινε / σήκω Κιούλκα και φεύγα / και πάψε και τον πόλεμο κι απ’ όλα και τους σκλάβους / γιατ’ έφτασε ο Ντέρβ – Αλής με δυό με τρείς χιλιάδες. / όσο ειν’ ο Κιούλκας ζωντανός τους Τούρκους δεν φοβάται (Από Άγι Θέρο: Δημοτικά τραγούδια σελ. 55).
(Από το βιβλίο μου: Γκέρμπεσι, διαδρομή στους αιώνες).
====================================================
[1] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[2] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[3] Ο οικισμός Γουρζούμισα ανεγνωρίσθη ως ιδία κοινότητα έχουσα 300 και πλέον κατοίκους και σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως με το Β.Δ. 3/1912 (ΦΕΚ: 256/28-8-1912). Στο Κατάστιχο Τιμαρίων Β. Δ. Πελοποννήσου, 1461/1463 (βλ. Β. Παναγιωτόπουλος ως άνω) αναφέρεται ως Τιμάριο με αύξοντα αριθμό 82, αλβανόφωνο χωριό με ονομασία Grozoymista με 20 οικογένειες και Τιμαριωτικό εισόδημα 1349. Σύμφωνα με τον Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ιστορικό Λεξικό των Πατρών, αναγιγνώσκεται χωρίον στα «Πελοποννησιακά» Η΄450 και ως Γαζάμισα που χωρίς αμφιβολία είναι η Γουρζούμισα. Το 1879 είχε 834 κατοίκους, το 1889 είχε 906, το 1896 είχε 1007 και το 1907 είχε 1002 κατοίκους
[4] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[5] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[6] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[7] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[8] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[9] Τιμάριο: (timar) Επί τουρκοκρατίας, φέουδο με ετήσιο εισόδημα κάτω από είκοσι χιλιάδες άσπρα, τα οποία παραχωρούσαν στους σπαχήδες έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας. (Χαλίλ Ιναλτζίκ: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία-Εκδ. Αλεξάνδρεια) Στη Μακεδονία, Ήπειρο και Θεσσαλία τα τιμάρια λεγόντουσαν τσιφλίκια. (Γεωργίου Φίνλευ: Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα, Εκδόσεις Τολίδη – Αθήνα)
[10] Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ (Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας και Μορέως): Μάνεσι: εις την Λατινική Mane = η πρωία ή επήρε το πρωί, άρα Μάνεσης = πρωινός. Σύμφωνα με τον Δ. ΤΣΙΛΛΥΡΑ (ΑΓΙΑ ΛΑΥΡΑ κ.λ.π. ως άνω): Μάνεσι παράγεται εκ του Μάνα =συκαμινέα (κοινώς: μουριά), όπως έχει στα προηγούμενα αναφερθεί.
[11] Το Μίραλι αναφέρεται στο Νο 5 και με ημερομηνία 5/8/1733 έγγραφο Διανομής πατρικής περιουσίας , που συντάχθηκε στο Καλούσι, των Δικαιοπρακτικών εγγράφων του Αγαμ. Τσελίκα. Επίσης αναφέρεται και στο Νο 43 και με ημερομηνία 1/3/1759 έγγραφο πώλησης ελαιοδένδρων , που συντάχθηκε στη Μονή Ομπλού.
[12] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[13] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[14] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[15] Σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη «…Οι Μπουαίοι είχαν έδρα τους το Δυράχιον…μία μεγάλη περιοχή γύρω στην Σκόδρα λεγόταν από το όνομά τους Μπούαιανα…από το 1333 αρχίζει να διακλαδίζεται η φάρα των Μπουαίων με τα επωνύμια νέων γεναρχών όπως Μπούας Σπάτας, Μπούας Κούκης, Μπούας Γρίβας κ.λ., μετά δε τον 16ο αιώνα έπαψε να αναφέρεται το πατρογονικό Μπούας και οι οικογένειες αυτές συνεχίστηκαν μόνο με το πατρώνυμο ή με το όνομα του γενάρχη τους: Σπάτας, Κούκης, Γρίβας, ίσως δε, Μουρίκης, Μερκούρης κ.α. Άλλες επιφανείς φάρες της μεσαιωνικής αρβανιτιάς ήσαν οι Λιόσηδες, αρχηγοί των Μαλακασαίων και των Μαζαρακαίων, οι Ματαραγκαίοι κ.λ.π.»
Μερικά από τα ονόματα χωριών, οικισμών, τόπων κ.λ.π που ακολουθούν σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη αναφέρονται σε επώνυμα Αρβανιτών στρατιωτών ή καπεταναίων ή και σε ομώνυμα χωριά ή και τοπωνύμια, βουνά κ.λ.π. του τόπου προέλευσής τους. ----
Άλλα σύμφωνα με άλλες πηγές έχουν προέλευση αρβανίτικη και αυτό φαίνεται από την ερμηνεία της ονομασίας τους στα αλβανικά, π.χ...........
-Άρλα, χωριό της Δύμης το οποίο το 1699 λεγόταν Άρουλα. Η ονομασία του κατά τον Θωμόπουλο έχει αλβανική προέλευση και σημαίνει πολλοί αγροί μαζί. Κατ’ άλλους ήτο το όνομα μιας συζύγου αγά και κατά τους Βυζαντινούς η λέξη άρουλα σημαίνει φωκίον, πύραυνον (είδος μαγκαλιού). Ο Κ. Ν. Τριανταφύλλου δεν αποδέχεται την άποψη του Wasmer ότι η λέξη είναι σλαβική και σημαίνει αετός. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…: Υπάρχει στην Ζάκυνθο τοποθεσία Άρουλα στην περιοχή Γύρι.
-Βυθούλκα ή Μπεθούλκα, οικισμός της κοινότητας Πετροχωρίου. Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει τον ερυθροπώγωνα, τον κοκκινογένη, εδώ το όνομα του πρώτου οικιστού. Υπήρξε οικογένεια στην Ζάκυνθο το 1505, προερχόμενη από την Αχαΐα.[1] Αναφέρεται συνοικισμός Βυθούλκα στο δήμο Αθηναίων ως μεταγενέστερη προσάρτηση, οικισμός Βυθούλκα στο δήμο Δύμης και οικισμός Βυθούλκας του δήμου Στυρέων Ευβοίας.
-Γολέμι ή Γκολέμι ή Γουλέμι, χωριά: στην Τριταία όπου αποτελούσε μια ενορία με την Χιόνα και το Κουτροχώρι, Γκολέμι στη Θήβα, στην Τριφυλία, Αιτωλία, Λάρισαν, οικισμός της κοινότητας Μάνεσι και ύψωμα κοντά στο χωριό Ζουμπάτα του Παναχαϊκού και τοπωνύμιο στην Ολυμπία. Το 1534 ευρίσκεται οικογένεια Γολέμη στη Ζάκυνθο εκ χωρίου Δράκα, εξελληνισθείσα. Λέγεται ότι ήλθαν εκ Πατρών. Τον 16ο αιώνα απαντά οικογένεια Γολέμι ή Βολέμι στην Κεφαλληνία. Ο Θωμόπουλος αναφέρει ότι η λέξη Γκολέμη είναι βουλγάρικης προέλευσης και σημαίνει «μεγάλος». Ο Wasmer υποστηρίζει ότι η προέλευση του ονόματος είναι σλαβική και σημαίνει μέγας τόπος, αρνείται δε ότι είναι το όνομα του οικιστού ή κυρίου της εκτάσεως, [2] που είναι και το πιθανότερο γιατί ο Σάθας στα Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας αναφέρει σε έγγραφο της 1ης Απρίλη του 1512, την Οικογένεια του Στρατιώτη Pasha Golemi. «…Pasha Golemi che ha ducati 4, habbi ducati 5…».
-Γριζούμψας (κουρούνας) βλ. χωριό: Γουρζούμισα [3]
-Ζώγα, χωριό των Φαρών όπου το 1903 οι μισοί κάτοικοί του μιλούσαν αρβανίτικα. Σήμερα είναι οικισμός της κοινότητας Σταροχωρίου. Το όνομα το πήρε από τον πρώτο οικιστή ή κύριο της περιοχής. Ζώγ στα αλβανικά σημαίνει πτηνό.[4]
-Καγκάδης (τραγουδιστής). Υπάρχει χωριό στην Αχαΐα (517 κάτοικοι το 1981 και σε 85 μ. υψόμετρο), Καγκαδαίοι στην Καρυστία Ευβοίας (31 κάτοικοι το 1981 και υψόμετρο 80 μ.) και τοπωνύμιο Καγκάδι στην Αττική. Οικογένεια Καγκάδη υπήρχε το 1534 στην Ζάκυνθο, εγγεγραμμένη εν τη Χρυσοβίβλω εκ Κεφαλληνίας και ετέρα το 1709 σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898).
-Καλέντζης: (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση). Χωριά Καλέντζι στην Τριταία Αχαΐας, Ήπειρο, Κορινθία, Αττική (Μαραθώνας), Καλέντζι ή Μάνινα Βλυζανών-Αστακού και Εύβοια (Καλέντζι Ταμυναίων, επαρχίας Καρυστίας). Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ: «.. Το τοπωνύμιον είναι μάλλον Αλβανοτουρκικόν. Συμπεραίνεται κάθοδος από το Καλέντζι της Δωδώνης εις Αιτωλίαν, Αχαΐαν, Κορινθίαν, Αττικήν και Εύβοιαν, ως προελέχθη την εποχή της Τουρκοκρατίας, πιθανότατα την εποχή των βίαιων εξισλαμισμών της Ηπείρου (περί το 1600) αφού το Καλέντζι είναι Αλβανοτουρκικόν επωνύμιον». Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Οικογένεια Καλέντζη υπήρχε το 1555 στη Ζάκυνθο καταγόμενη από το Χλουμούτσι αλλά και χωρίον εσώζετο με την ίδια ονομασία στη Ζάκυνθο το 1516 και παραμένει ως τοπωνύμιο στην περιοχή Τραγάκι. Το χωρίον Καλέντζι καταστράφηκε τελείως από τους πειρατές. Ο Πουκεβίλλ υποθέτει ότι η ονομασία Καλέντζι είναι πιθανόν αλβανικής καταγωγής….
-Καλούσι, χωριό στους πρόποδες του Ωλονού στα Δ. του Κούμανι. Αν και υπάρχουν πολλά τοπωνύμια που η προέλευση του ονόματός τους είναι αλβανική, στο Καλούσι σύμφωνα με τον Κ. Ν. Τριανταφύλλου, δεν ομιλούσαν τα αρβανίτικα. Φέρεται να είναι έκταση ενός Καλούση αρχικά. Ο Σάθας στα Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας αναφέρει τον Petro Calossi ως επί κεφαλής των αλβανών Στρατιωτών στην Νάπολη της Ιταλίας στις 16 Μάρτη του 1504.
-Κασνέσης (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση). Ο συνοικισμός Κασνέσι ή Καζνέζι (πρώην δήμου Φαρών) που εντάχθηκε στην κοινότητα Γουρζούμισα. Στο δήμο Δύμης αναφέρονται τα Καζνεσέικα. Στα αλβανικά η λέξη σημαίνει θησαυρός και η οικογένεια Κασνέση κατήλθε από την Χειμάρα της Β. Ηπείρου. Το 1522 αναφέρεται οικογένεια αρχαία ελληνοαλβανική στην Ζάκυνθο (Λ. Ζώης: Λεξικό…). Μερικοί το αναγράφουν και ως Καρνέσι και το τοποθετούν στη θέση του σημερινού Καταρράκτη (Λόπεσι). .[5] Υπάρχει Κασνέσι Θεσπιέων στη Λιβαδειά το Μαυρονέριον και στην Καρδίτσα (βλ. δήμο Καλλιφωνίου).
-Κόκλας: χωριά στη Βοιωτία αι Πλαταιαί, στο Άργος, στην Ηλεία το Πηγάδι και Κόκλα στο δήμο Κρωπίας. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό….Υπήρχε στη Ζάκυνθο το 1513 οικογένεια Κόκλα εκ Πελοποννήσου καθώς και στο χωριό των Βαλυμών και τοποθεσία στην περιοχή Δράκα το 1748.
-Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη): χωριά Κομποθέκρα στο Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας και στο Αργοστόλι της Κεφαλληνίας (Κομποθεκράτα). Επίσης χωριό στην Αχαΐα κοντά στις Βελιτσές και το Μιχόι. Σύμφωνα με τον Κ. Ν. Σάθα υπήρξε οικογένεια ελληνοαλβανική Κομποθέκρα , συγκεκριμένα αναφέρει στα Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας και σε έγγραφο της 16ης Απριλίου του 1512, ως και αλλού, τον Ανδρέα Κομποθέκρα «…Andrea Compotechara che ha ducati 6, habi ducati 5…» Οικογένεια Κομποθέκρα υπήρχε το 1545 και 1640 στη Ζάκυνθο σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898).
-Κουρτέσης: χωριά Κουρτέσι στην Ηλεία, στην Καρδίτσα, στο Μαργαρίτι της Πρέβεζας, στον δήμο Κλεωνών της Κορινθίας. Σύμφωνα με τον Ι. Ε. Πέππα: υπάρχει χωριό Kurtaj 28 χιλιόμετρα Β. της Σκόδρας. Διαφαίνεται κίνησις εποίκων από Ήπειρον προς Ηλείαν, προς Κορινθίαν. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε στην Ζάκυνθο οικογένεια εκ Κύπρου το 1564, εκ Κρήτης το 1663 και άλλη αρχαία εκ Λεχαινών.
-Κούτσης (κουτάβης), χωριά: Κούτσι στην Κορινθία, στην Ναυπλία, στην Νεμέα, στην Ολυμπία, Κούτσιστα στο δήμο Αγράφων. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό….Υπήρχε στη Ζάκυνθο το 1510 οικογένεια Κούτση εκ Σκουληκάδων αναγεγραμμένη εν τη Χρυσοβίβλω.
-Κράλι, χωριό που ταυτίζεται με το σημερινό Αγ. Νικόλαο καθώς και με τις αρχαίες Ευρυτειές, οι οποίες ο Π. Καράμπελλας δεν δέχεται ότι βρισκόντουσαν στο Κράλι. Το 1903 σύμφωνα με τον Κορύλλο οι μισοί κάτοικοι αυτού ήσαν αλβανόφωνοι και σύμφωνα με τον Θωμόπουλο η ονομασία προήλθε από τον άλλοτε κύριο της εκτάσεως αναφέρει δε ότι η λέξη Κράλη είναι σλάβικη και σημαίνει «ηγεμόνας». Υπήρξε οικογένεια Κράλη στην Ζάκυνθο το 1781, σύμφωνα με τον Λ. Ζώη.
-Κριεκούκης (κοκκινοκέφαλος, κοκκινομάλλης), χωριά: Κριεκούκι στη Βοιωτία αι Ερυθραί, στην Αιτωλία το Καστράκι, στην Ηλεία το Πελόπιον.
-Λαλικώστα ή Λαλουκώστα, το χωριό Φαρραί της Αχαΐας. Στα αλβανικά Λάλου ή Λάλα = ο γυναικάδελφος και πάντως Λαλι(ου)κώστας είναι ο ιδρυτής.[6]
-Λάλουσι, το σημερινό χωριό Σταροχώρι, στο οποίο πριν 50 χρόνια ομιλούσαν την αλβανική. Η ονομασία του από τον τιμαριούχο (ή την οικογένεια των οικιστών) Λάλουσι.[7]
-Λόγγος, χωριό επί της οδού Πατρών – Αιγίου, που υπαγόταν στην Πάτρα αλλά μετά το 1830 υπήχθη στην Αιγιάλειαν. Στα αλβανικά Λόγγα σημαίνει χωρίον ελεύθερων γεωργών (Wasmer) .[8] Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό….Υπήρχε στη Ζάκυνθο το 1554 οικογένεια Λόγγου εκ Γαλάρου. Αναφέρεται Λογγός του δήμου Δαφνουσίων επαρχίας Λοκρίδος, Λογγός δήμου Αλιφείρας επαρχίας Ολυμπίας, Λόγγος Αχμέτ Αγά δήμου Τρικαίων νομού Τρικκάλων.
-Λόπεσης (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση), χωριά: Λιόπεσι στα Μεσόγεια (Παιανία), στα Καλάβρυτα οι Άγιοι Θεόδωροι, στην Ηλεία το Κρυονέρι, στην Πάτρα ο Καταρράκτης, στην Αργολιδοκορινθία δύο, το Λεόντειον και η Γοννούσα. (Για την ετυμολογία του Λιόπεσι Αττικής βλ. υποσημείωση εκεί όπου το ποιήμα του Μανόλη Μπλέση).
Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχαν στην Ζάκυνθο: οικογένεια Λιόπεση αλβανικής καταγωγής το 1544 και Λόπεση το 1506.
Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ (Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας και Μορέως): «…το Λιόπεσι είναι τοπωνύμιον αλβανικό και μνημονεύεται την Β΄ ενετοκρατία. Πολυπληθή τοπωνύμια μνημονεύονται από την β. Ήπειρο μέχρι την Ν. Ελλάδα. Ο δρόμος του Λιόπεσι ακολουθεί: Δίβρη-Κουρβέλεσι-Θεσπρωτία-Ηλεία-Καλάβρυτα-Κόρινθον-Πάρνηθα-Μεσόγεια-Άνδρον και Ηλεία-Αρκαδία και Μεσσηνία-Λακωνία.
α) Ο δρόμος Δίβρης-Τίρανα περνά από αυχένα, προς βορά το όρος Αλαμάνο, νοτίως το όρος Λόπεσι (2020 μ.).
β) Όρος Λόπεσι (1946) 12 χλμ. ΒΔ. του Τεπελενίου, ο αρχαίος Τόμορος.
γ) Χωριό Lopsit Martolozu 12χλμ ΒΔ. του Τεπελενίου.»
-Μαζαράκης, χωριά: Στην Αχαΐα επί του Παναχαϊκού ήσαν δύο χωριά λόγω κατολισθήσεως του ενός έγινε το άλλο έναντι του πρώτου. Το 1899 οι κάτοικοι ομιλούσαν την αλβανική και σύμφωνα με το Λεξικό του Ελευθερουδάκη το χωρίον συνωκίσθη από Μαζαρακαίους Αλβανούς. Και στην Ηλεία και τοποθεσία χωρίου Μπάστα , εκ του αλβανικού γένους των Μαζαρακαίων ή εξ οικογενείας Μαζαράκη ή οποία εστρατεύθη και πήρε το μέρος ως τιμάριον.[9] Κάτω Μαζαράκι ή Μαζαράκι Δύμης εις το οποίο κατήρχοντο οι ποιμένες εκ του Άνω Μαζαράκι του Παναχαϊκού. Μαζαράκι τσιφλίκι του Αλή πασά των Ιωαννίνων και χωρίον εις Παραμυθιάν της Ηπείρου. Υπήρξε χωριό Μάζι στα ΝΑ της Αλβανίας και Μαζαίοι (αλβ. Μαζαρακαίοι) οι οποίοι κατήλθον προς το τέλος του 14ου αιώνα υπό τον Φύλαρχον Λιώσαν. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε το 1518 οικογένεια εκ των εν τη Χρυσοβίβλω. Περί της οικογενείας αυτής αναφέρεται ότι είναι αλβανικής καταγωγής αλλά και πατριά Μαζαρακαίων μνημονεύεται και υπό των Βυζαντινών. Πρώτος εγκατασταθείς στην Ζάκυνθο ήτο κάποιος «Στρατιώτης» Μαζαράκης που αφίχθη από την Νάυπακτο το 1499. Αναφέρεται και Μαζαράκι δήμου Τανάγρας και Αυλίδος επαρχίας Θηβών.
-Μάνεσης[10] (βραδύς), χωριά: Μάνεσι στην Πάτρα, στα Καλάβρυτα, στη Ναυπλία, στη Μεσσηνία, στη Λοκρίδα.
Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε στην Ζάκυνθο οικογένεια πιθανόν εκ Κεφαλληνίας το 1502 όπου πολλοί αρματολοί το 1502 από την ήπειρο και την Πελοπόννησο μετέβησαν στην Κεφαλληνία προς φρούρησιν αυτής και έλαβαν τιμάρια. Η οικογένεια φέρεται να κατάγε6ται εκ Πατρών.
-Ματαράγκας, χωριό Ματαράγκα της επαρχίας Πατρών που ανήκε πριν το 1974 στη Ηλεία. Η ονομασία προήλθε από αλβανούς φεουδάρχες.
Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρξε στην Ζάκυνθο οικογένεια είτε εξ Αλβανίας, είτε εκ των τιμαρίων τα οποία περιήλθαν εις την σουλτανική κυριότητα, μετά την εκ της Ελλάδος αναχώρησιν των «Στρατιωτών», είτε εκ των εν τη Κάτω Ιταλία μεταναστευσάντων Ελλήνων και εκείθεν καταφυγόντων εις Κεφαλληνία και Ζάκυνθο κατά τον 15ο αιώνα. Αναφέρονται: Ματαράγκα δήμου Βουρφάδος επαρχίας Πυλίας, Ματαράγκα δήμου Δρυόπης επαρχίας Τροιζηνίας, Ματαράγκα δήμου Μακρυνείας επαρχίας Μεσολογγίου, Ματαράγκα δήμου Τιτανίου επαρχίας Καρδίτσης, Ματαραγκάτα δήμου Ομαλών νομού Κεφαλληνίας.
-Μίραλι[11], ή Μίραλη, ή Μοίραλι: χωριό στα Α. της Χαλανδρίτσης. Το Μοίρα (όπως και το Άνω και Κάτω Μοίρα που είναι άλλο χωριό του Παναχαϊκού στο βάθος της μονής Ομπλού) έχουν αλβανική ρίζα (μίρε = καλός), αλλά μάλλον πρόκειται για οικογενειακό όνομα οικιστού ή ιδιοκτήτου της εκτάσεως χωρίς να αποκλείεται αυτή η οικογένεια να ήταν ελληνική και να είχε επώνυμο Μοίρας ή Μοίραλης. Το Μοίρα κατοικείτο από αλβανόφωνους ποιμένες και το όνομά του θυμίζει τον οικιστή και τιμαριούχο. Μέχρι σήμερα λέγεται: στου Μοίρα. Εκεί και η τοποθεσία Λυκούρεσι η οποία θυμίζει, σύμφωνα με την παράδοση, την διάσωση βρέφους αρπαγέντος υπό λύκου ο οποίος κατεκρημνίσθη εκεί και έτσι δόθηκε το όνομα στην τοποθεσία.[12]Αναφέρεται και το Μιραλί δήμου Ελατείας επαρχίας Λοκρίδας.
-Μιχόϊ (Μιχοί ή Μιχή), χωριό της Δύμης επί της Μώβρης, είναι αλβανική εκφορά της λέξεως Μιχαήλ και πήρε την ονομασία του από το όνομα οικιστού ή κυρίου της εκτάσεως.[13]
-Μπαρδικώστα, χωριό επί του Παναχαϊκού (Κρυσταλλόβρυση) αναφερόταν και ως Μπαντρούσα αλλά και Μπάρδι εις Ναυπλίαν και Μαρδάκι εις Γορτυνίαν και όρος Μπάρδι εις Ήπειρον, ονομασία εκ του τιμαριούχου και οικιστού. Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει λευκός.[14]
-Μπάστας, χωριά Μπάστα στην Μεσσηνία το Πλατύ, δύο στην Ηλεία. (Ο συνοικισμός Μπάστα της κοινότητας Χελιδονίου μετονομάστηκε σε «Κρυονέρι». ΦΕΚ156/Α/8-8-1928). Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε το 1510 οικογένεια αρχαία ελληνοαλβανική.
-Μπεντένης, χωριά: Μπεντένι δύο στην Ηλεία, δύο στην Αρκαδία. (Η κοινότητα Μπεντενίου Ηλείας μετονομάστηκε σε κοινότητα Πεύκης και ο ομώνυμος οικισμός Μπεντένι σε Πεύκη.-ΦΕΚ156/Α/8-8-1928).
-Μπολιώτη, χωριό κοντά στο Κούμανι Φαρών. Από το 1955 μετονομάστηκε σε Χαραυγή. Το όνομα ίσως προέρχεται από αλβανόν οικιστή.
-Μπόρσας (πουγκής), χωριό Μπόρσι στο Καστράκι της Ηλείας. (Στο ΦΕΚ. 256/28/8/1912 είχαν αναγνωρισθεί οι συνοικισμοί Μπόρσι Ζουλιάτικα, Κόκλα, Νέα Πικέρνη και Σούβαρδον ως συνοικισμοί της κοινότητας Καπελέτον). Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια Μπόρση στην Ζάκυνθο, χωρίς να αναγράφεται ημερομηνία. Αναφέρεται Μπόρσια στο δήμο Μυκηνών.
-Μπούας[15] (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση), χωριά Μπούα στο Γύθειο, Μπούγα[16] στην Αττική και στην Αχαΐα, επί του Ερυμάνθου Η ονομασία προήλθε από το επίθετο Μπούας (αλβ.= ο υδατώδης). Υπάρχει το χωριό Λαλάζ Μπούγα στην Θεσσαλία και επίσης χωριό Μπούγα στην Άρτα και τοπονύμιο ανάμεσα στα χωριά Γερακάρη και Κούκιεσι στην Ζάκυνθο Ο αλβανός Μπούας κατείχε τον 14ο αιώνα την Ναύπακτο.[17]Αναφέρονται: Μπούγα δήμου Ανδανίας Μεσσηνίας, Μπούγα δήμου Τανάγρας Ωρωπού και Μπούγα δήμου Υσιών επαρχίας Άργους.
Υπάρχει χωριό Μπούγα στην περιοχή των γκέγκηδων στις πηγές του Μπογιάνα ποταμού (Αλβανία).
«Στο επικό ποίημα που αφιέρωσε ο Τζάνε Κορωναίος στον περίφημο Αρβανίτη στρατιώτη των αρχών του 16ου αιώνα Μερκούρη Μπούα, αναφέρονται δύο ανίψια του Αρβανίτη Δεσπότη της Άρτας Μουρίκη Μπούα Σγούρου….
Κι ο Κάρλος τ’ Αγγελόκαστρου αφέντωσε κι εμπήκεν,
Κι όπου ποτέ δεν τώριζε δικόν το εποίκεν.
Κα δύο ανεψίδια Μπούα του κύρ Μουρίκη,
Εκρύβησαν κι εφύγασι, γυρεύει δε τα βρίσκει,
………………………………………………»[18]
Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ «…υπήρξε μικροσυνοικισμός με την ονομασία Μπούγα στα δυτικά της Φενεού εκ του ονόματος της μεγάλης φυλής των Μπούα…»
Επίσης από το όμορο του Γκέρμπεσι χωριό Καρούσι κατάγονται οικογένειες με το επώνυμο Μπούσιας που ίσως να σχετίζεται με το επώνυμο Μπούας, όπως και το επίσης όμορο χωριό Μουρίκι η ονομασία του οποίου μπορεί να σχετίζεται με το όνομα Μουρίκης.
Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε το 1546 οικογένεια Μουρίκη ελληνοαλβανική εγγεγραμμένη εν τη Χρυσοβίβλω….
-Μπούζης (χειλάς), χωριά: Μπούζι στην Κορινθία, στην Μεσσηνία, στην Φθιώτιδα τα Τρίκορφα.
-Μπούκουρας (ωραίος), χωριό Μπούκουρα στην επαρχία Πατρών Ν.Δ. της Κάτω Αχαΐας, σήμερα Κρίνος. Στο Β.Δ. 2/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ως κοινότητα έχουσα υπέρ τους τριακοσίους κατοίκους και σχολείον στοιχειώδους εκπαιδεύσεως ο συνοικισμός Μπούκουρα. Η ονομασία του στα αρβανίτικα σημαίνει το ωραίον, και προήλθε από το επίθετο της οικογενείας των πρώτων οικιστών .[19] Αναφέρεται και Μπουκουρομπέχραμα δήμου Δύμης και Μπούκουρον δήμου Κοθωνίων νομού Τρικκάλων.
-Μπούμπας (μαμούνας), χωριό: Μπούμπα στην Κούμανη Πατρών. Στο Β.Δ. 4/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ο συνοικισμός Μπούμπα της κοινότητας Κούμανη, πρώην δήμου Φαρών. Η λέξη είναι βουλγάρικη και σημαίνει πεταλούδα, αλλά βρίσκεται και χωριό Μπούμπια στην Πρεμετή. Ευρέθη οικογένεια Μπούμπα στην Ζάκυνθο το 1550.[20]
-Μπράτι, το χωριό πολύλοφο από το 1956 ή Αγ. Μαρίνα πρίν. Βρίσκεται κοντά στη μονή Μαρίτσας απέναντι από το Σανταμέρι και το όνομά του είναι αλβανικό εκ των οικιστών του.[21] Ο Θωμόπουλος όμως αναφέρει ότι η λέξη Μπράτι είναι σλαβική και σημαίνει «αδελφός». Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια πατριαρχική Μπράτη στην Ζάκυνθο εκ χωρίου Κιούκεσι το 1503 και άλλαι εκ Πατρών το 1568. Εκτός από το Μπράτι του δήμου Δύμης αναφέρεται και Μπράτι δήμου Μυρτουντίων επαρχίας Ηλείας.
-Ρένεσης (ψεύτης), χωριό: Ρένεσι στην Αχαΐα το Ξηροχώρι Στο Β.Δ. 3/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ο συνοικισμός Ρένεσι ως κοινότητα έχουσα ολιγότερους των τριακοσίων κατοίκους αλλ’ έχοντας σχολείον. Με το Διάταγμα ΦΕΚ. 156/Α/8-8-1928. η κοινότητα Ρένεσι μετονομάζεται εις κοινότητα Ξηροχωρίου και ο συνοικισμός Ρένεσι της κοινότητας Λόπεσι (Κρυονέρι) μετονομάζεται σε Ανάληψη. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια στρατιωτική Ρένεση στην Ζάκυνθο εξ Αλβανίας το 1502 των Αγγέλου, Γεωργίου και Γκίνη που πήγαν εκεί από την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και την Μεθώνη για να φρουρήσουν το νησί. Αναφέρεται και το Ρένεσι δήμων Τροπαίων και Λαγκαδίων της επαρχίας Γορτυνίας.
-Σκούρας, χωριά Σκούρα (μετά το Σταυροδρόμι) στην Αχαΐα και στην Λακωνία, Σκουροχώρι στην Ηλεία.
-Σπάτας (σπάθας), χωριά: Σπάτα στην Αττική (Κρωπία), Μαραθώνα και στην Ηλεία. Σπαθία Ελληνικά και Σπάτα αρβανίτικα είναι η μεταξύ του Ελμπασάν και Βερατίου περιοχή της Τοσκαριάς.[22] (Στο ΦΕΚ. 256/28/8/1912 είχαν αναγνωρισθεί οι συνοικισμοί Σπάτα, Βάρδα και Κώμη, ως συνοικισμοί της κοινότητας Ψάρι). Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια Σπάτα στην Ζάκυνθο το 1509 αλλά και επώνυμο της οικογένειας Μπούα και άλλη οικογένεια εκ Λευκάδος το 1653. Από το 1628 αναφέρεται τοπωνύμιο Σπάθα στην περιοχή Μπανάτου.
-Τοπόλοβα[23], χωριό επί του Παναχαϊκού (Αγία Παρασκευή) στο οποίο οι κάτοικοι το 1903 ομιλούσαν την αλβανική. Φέρεται όμως από τον Wasmer το όνομα να είναι σλαβικό και να σημαίνει τόπο με λεύκες.[24] Ο Φαλμεράιερ Ιάκ. Φίλ,: Ιστορία της χερσονήσου του Μοριά κατά τον μεσαίωνα. Εκδόσεις: Μεγάλη Πορεία – Αθήνα 2002 αναφέρει ότι οι συλλαβές –οβα είναι σλαβικές (Τοπόλοβα). Με το Β.Δ. 20/9/1955 (ΦΕΚ 287/10.10.1955) «Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ.π..»…14) Ο συνοικισμός Τοπόλοβα της κοινότητας Πετρωτού, μετονομάζεται Αγία Παρασκευή.[25]
-Τόσκεσι, χωριό της Τριταίας, αλλά και Τόσκεσι στη Μεσσηνία , στο Λεοντάρι, στα Τρίκαλα στο Μπεράτι και στην Πάργα. Τόσκες είναι αλβανική φυλή.[26]
Τρεστενά ή Δρεσθενά, χωριό που βρισκόταν στα υψώματα των Βραχναιίκων επί της παλαιάς οδού Πατρών προς Δύμην. Ο Παναγιωτόπουλος αναφέρει ότι η σημερινή του ονομασία είναι Σταυρός, εκεί υπάρχει ύψωμα σταυρός και πίσω απ’ αυτόν η θέσις παλιοχώρι όπου πιθανόν να ήτο το χωριό. Για το όνομά του υπάρχουν πολλές εκδοχές: ότι έχει αλβανική ρίζα η οποία σημαίνει αμπέλι, ο Wasmer υποστηρίζει ότι είναι σλαβική και σημαίνει τόπος καλαμιών, Ο Κ. Α. Ρωμαίος (Πελοποννησιακά) ότι είναι σλαβικό. Το 1713 ήτο μία ενορία με το Τσουκαλά.[27]
Ο Φαλμεράιερ Ιάκ. Φίλ. τα Τρέστενα ή Δρέσθενα τα συνδέει με τη σλαβική λέξη τερστένα που σημαίνει καλάμι, περιοχή γεμάτη καλάμια, από το ταρστ, τάρστιτσα, ταρστένιτσα και ταρστένα.
Με το άρθρο μόνο του Β.Δ. 20/9/1955 (ΦΕΚ. 287/10.10.1955) «Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ…» …4) Οι συνοικισμοί Γκερμπεσαίϊκα και Δρεσθενά της κοινότητας Βραχναιΐκων, μετονομάζονται, ο μεν πρώτος Στεφάνη, ο δε δεύτερος Σταυρός.
Αναφέρονται: Τρεστενά δήμου Βουφαγίων επαρχίας Γορτυνίας και Τρεστενά δήμου Θυρέας επαρχίας Κυνουρίας. Επίσης αναφέρονται και τα Δρεσθενά του δήμου Κροκυλείου της επαρχίας Δωρίδος.
-Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος), χωριά Τσαπόγα: στην επαρχία Πατρών και στην Αρκαδία τα Μαλλωτά. Ο Θωμόπουλος αναφέρει ότι η λέξη Τσαπόγα είναι βουλγάρικη (Τζα – Μπόγα) και σημαίνει «για το θεό».
-Φούντης (πάτος), χωριό Φουνταίϊκα και Φουντανέϊκα Καλύβια στο δήμο Πελλάνης της Επαρχίας Λακεδαίμονος, και επώνυμο Φουντάς στο χωριό Μουρίκι και αλλού. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια Φούντη στην Ζάκυνθο που εξέλιπε καθώς και τοποθεσία Φούντα στην περιοχή χωρίου Λούκα..
-Χαϊκάλης (κάλι= άλογο), χωριά: Χαϊκάλι στην Πάτρα και στην Μεσσηνία το Αχλαδοχώρι (Αναφέρεται Χαϊκάλι στο δήμο Αιπείας και στο δήμο Πεταλιδίου της επαρχίας Πυλίας). Oι κάτοικοι του χωριού Χαϊκάλι Πατρών (Δύμης) το 1903 σύμφωνα με τον Κορύλλο (Χωρογραφία) ήσαν οι μισοί αλβανόφωνοι και έχουν κατέβει από την Σάπια βρύση του Παναχαϊκού. Το όνομά του θυμίζει τον πρώτο κύριο της περιοχής.[28] Στο Β.Δ. 2/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ως κοινότητα έχουσα υπέρ τους τριακοσίους κατοίκους και σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως ο συνοικισμός Χαϊκάλι. Υπάρχει και Χαϊκάλι στην Ναύπακτο (Παλαιόπυργον). Επίσης απαντάται οικογένεια στην Ζάκυνθο το 1522 καταγόμενη από την Πάτρα και ετέρα το 1645-1675 εκ Πατρών ως και εκ Λευκάδος το 1555.[29] Το επώνυμο Χαϊκάλης απαντάται στον υπ. αριθ’ 95 κώδικα της βιβλιοθήκης Αλεξίου Κολυβά εν φ. 2α όπου ευρίσκονται χρονικά σημειώματα των ετών 1578-1589 (Ν. Ελληνομν. τ. 13.(1916), σ. 135, 357).
Βλέπουμε λοιπόν ότι ακόμη μέχρι και σήμερα (όσα χωριά δεν μετονομάσθηκαν) να υπάρχουν στην Αχαΐα, στην Ήλιδα, στην Τριφυλία, Μεσσηνία και αλλού με ονόματα πιθανής αρβανίτικης προέλευσης. Υπάρχουν στην Ηλεία τα χωριά: Καγκάδι, Κακαρούκα, Καράτουλα, (όπως και Καράτολα στην Κυνουρία), Κόκλα, Κουρτέσι, Κριεκούκι, (όπως και στην Αιτωλία), Λυκούρεσι (όπως και στη Γορτυνία), Λιόπεσι, Μαζαράκι, Μάζι, Μουζάκι (όπως και στην Αρκαδία), Μπάστα, Μπεντένι, Μπόρσι, Σκουροχώρι, Σούλι, Σπάτα. Στην επαρχία Πατρών: Γκέρμπεσι, Καλέντζι (όπως και στην Αιτωλία), Λόπεσι, Μαζαράκι, Μάνεσι, Μπούκουρα, Μπούμπα, Ρένεσι, Σκούρα, Χαϊκάλι κ.ά. Στα Καλάβρυτα: Γκέρμπεσι, Καρούσι, Λόπεσι, Μάνεσι, κ.ά. στην Μεσσηνία: Λικούρεσι, Μάνεσι, Μπάστα κ.ά. [30]
Επίσης θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι από χάρτη της περιοχής των Γκέκηδων φαίνεται να υπάρχει χωριό Σκόδρα και λίμνη Σκόδρα (στο χωριό Γκέρμπεσι της Αχαΐας υπάρχουν οικογένειες με το επώνυμο Σκόνδρας που ίσως έχει σχέση καταγωγής με το χωριό και τη λίμνη Σκόδρα) , ως επίσης και χωριό Δίβρη στη γραμμή Jirecek (γραμμή νοητή που χωρίζει τους Γκέκηδες από τους Τόσκηδες). Θα αναφέρω βέβαια και τον Σκόνδρα Μουσταφά Πασά ο οποίος είχε εκστρατεύσει κατά της Ελλάδος και ήτο Δαλμάτης το γένος και Οθωμανός το θρήσκευμα και υιός του Ιμπραχήμ Πασά Σκόνδρα εγγονός δε του Καρά Μαχμούτ Πασά Σκόνδρα που είχε εκστρατεύσει κατά του Μαυροβουνίου όπου ηττηθείς υπ’ αυτών εφονεύθη και «οι Μαυροβούνιοι διετήρουν την κεφαλήν αυτού ως τρόπαιον νίκης»[31]. Στις 10 Αυγούστου 1846 ο Γεωργάκης Σκόνδρας κάτοικος Δίβρης (αλλά ως εικάζεται θα πρέπει να έχει καταγωγή από το Γκέρμπεσι) απευθύνεται στην Εξεταστική Επιτροπή των Στρατιωτικών Εκδουλεύσεων και του χορηγείται πιστοποιητικόν «εις ένδειξιν αληθείας των αγώνων του υπέρ της πατρίδος» και «αμοιβής των αγώνων αυτού». Είχε προηγηθεί, 20 Ιουνίου 1845, έγγραφος πιστοποίηση των αγώνων του από τους στρατηγούς: Δημήτριο Πλαπούτα και Βασίλειο Πετμεζά. Ο Γιωργάκης Σκόνδρας επικεφαλής είκοσι πέντε συγχωριανών του πολέμησε στο Πούσι, στην Πάτρα και στο Μεσολόγγι.
Αναφέρεται ότι ο βασιλιάς της Σικελίας και της Νεαπόλεως Κάρολος Α΄ αγόρασε από τον Αλβανό φύλαρχο Παύλο Γρόπα μια περιοχή που εξουσίαζε στην κοιλάδα του Άψου (ο Άψος είναι ποταμός της Αλβανίας δυτικά από το Βεράτι). Υπάρχει τοποθεσία στο χωριό Γκέρμπεσι της Αχαΐας με την ονομασία Γκρόπα [32]. Η λέξη Γ(κ)ρόπες είναι ρουμάνικη αλλά και αλβανική και σημαίνει χάσμα, κοίλος τόπος. Η ονομασία όμως δεν δόθηκε στα τοπωνύμια ή στα χωριά από την διαμόρφωση του εδάφους αλλά μάλλον από τον κύριο της έκτασης, τον φύλαρχο ή απόγονο αυτού. Οικογένεια Γρόπα υπήρχε το 1515 στην Ζάκυνθο καθώς και τοποθεσία στην περιοχή Τραγάκι και σύμφωνα με οικογενειακές παραδόσεις άλλη οικογένεια καταγόμενη εκ χωρίου πλησίον των Καλαβρύτων που ονομαζόταν άλλοτε Σωτηροπούλου και έφυγε κατά τα Ορλωφικά το 1779, προσλαβούσα το επώνυμο της καταγωγής της, σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898). Υπήρχε και το χωριό της Αχαΐας Γρόπα που ήταν ένα εκ των επτά Τσετσεβοχωρίων[33] (Αραγόζαινα, Γρόπα, Βερίνου, Μυρόβρυση, Μάγειρα, Δοκαναίϊκα και Συνανιά στα ανατολικά των Πατρών) που μετονομάστηκε σε Λάκκα, όπως έχουμε προαναφέρει. Αλλά και στην ήπειρο υπήρχε Γρόπα.
«Το χωριό Λούκοβο βρίσκεται κοντά στις ακτές του Ιονίου Πελάγους. Οι κάτοικοί του είναι άποικοι από την Δημοκόρη του Πωγωνίου που εκατοίκησαν εδώ το 1565… ευχής έργο θα ήτο να περιηγείτο τις άπασαν την Χαονίαν και ιδία τα μέρη τα έχοντα αρχαιολογικά όπως τα χωριά του Κουρβελεσίου και Βερατίου και τας Ιεράς μονάς της Αρδενούσης, Κόδρας και Κουκαμιάς…».[34] (στο χωριό Γκέρμπεσι της Αχαΐας υπάρχουν οικογένειες με το επώνυμο Κόρδας που ίσως έχει σχέση καταγωγής με τα χωριά αυτά). Και στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας (τόμος 10ος σελ. 314) αναφέρεται πρόταση από τους Μύλους Ναυπλίου με ημερομηνία 18 Μαΐου 1824 προς το Βουλευτικό για προαγωγή, μεταξύ άλλων του Κίτζου Κόρδα (του οποίου δεν αναφέρει τόπο καταγωγής) στο βαθμό της εκατονταρχίας. Στις 20 Μαΐου με προβούλευμα του εκτελεστικού που καταχωρείται στον τόμο 2 των Αρχείων, ενεκρίθη η προαγωγή, μεταξύ των άλλων, και του Κίτζου Κόρδα. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε οικογένεια Κόρδα στην Ζάκυνθο αλλά δεν αναφέρει έτος.
Επίσης στο ίδιο λεξικό αναφέρεται οικογένεια της ομώνυμης Στρατίκη που υπάρχει στον Προφήτη Ηλία, το έτος 1681 και άλλη το έτος 1720 εκ Γαργαλιάνων. Στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας (τόμος 15Γ΄ σελ. 28) αναφέρεται σε κατάσταση αποκοπής παραγωγής λαδιού, με ημερομηνία 16 Μαΐου 1822, στην Αρκαδία, το επώνυμο Στρατήκης.
Επίσης αναφέρονται οικογένειες Τζώρτζη, το 1852, Ντε Τζώρτζη το 1505 εκ Βενετίας και άλλη εκ Ταράντου και Δετζώρτζη (De Giorgio) εκ Τάραντος, ετέρα εκ Μπάρι 1594 και άλλη εκ Κύπρου 1588, εκ Κων/πόλεως το 1623 και ετέρα το 1817.
Παλαιά οικογένεια στο Γκέρμπεσι ήταν του Κατσίνα και Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε παρώνυμο στην Ζάκυνθο Κατσίνας.
Άλλη τοποθεσία στο χωριό Γκέρμπεσι είναι η Κιάφα κοντά στο βουνό Σουρμπάνι[35]. Η λέξη είναι αρβανίτικη και σημαίνει αυχένας, ρίζα βουνού.
Μία άλλη τοποθεσία στο χωριό Γκέρμπεσι λέγεται Κιούρκα [36] και θα πρέπει να συσχετιστεί με το όνομα του capo των αλβανών στρατιωτών, Chiurga Bua, τον οποίο αναφέρει ο Σάθας στα Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε οικογένεια Κιούρκα ή Κιούλκα στην Ζάκυνθο αλβανικής καταγωγής αλλά και δήμος το 1545 και οικογένεια εκ Ναυπλίου το 1581. Κάποιος Κιούλκας αναφέρεται σε δημοτικό άσμα κατά την ελληνική εθνεγερσία: Σήκω Κιούλκα και πήγαινε / σήκω Κιούλκα και φεύγα / και πάψε και τον πόλεμο κι απ’ όλα και τους σκλάβους / γιατ’ έφτασε ο Ντέρβ – Αλής με δυό με τρείς χιλιάδες. / όσο ειν’ ο Κιούλκας ζωντανός τους Τούρκους δεν φοβάται (Από Άγι Θέρο: Δημοτικά τραγούδια σελ. 55).
(Από το βιβλίο μου: Γκέρμπεσι, διαδρομή στους αιώνες).
====================================================
[1] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[2] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[3] Ο οικισμός Γουρζούμισα ανεγνωρίσθη ως ιδία κοινότητα έχουσα 300 και πλέον κατοίκους και σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως με το Β.Δ. 3/1912 (ΦΕΚ: 256/28-8-1912). Στο Κατάστιχο Τιμαρίων Β. Δ. Πελοποννήσου, 1461/1463 (βλ. Β. Παναγιωτόπουλος ως άνω) αναφέρεται ως Τιμάριο με αύξοντα αριθμό 82, αλβανόφωνο χωριό με ονομασία Grozoymista με 20 οικογένειες και Τιμαριωτικό εισόδημα 1349. Σύμφωνα με τον Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ιστορικό Λεξικό των Πατρών, αναγιγνώσκεται χωρίον στα «Πελοποννησιακά» Η΄450 και ως Γαζάμισα που χωρίς αμφιβολία είναι η Γουρζούμισα. Το 1879 είχε 834 κατοίκους, το 1889 είχε 906, το 1896 είχε 1007 και το 1907 είχε 1002 κατοίκους
[4] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[5] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[6] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[7] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[8] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[9] Τιμάριο: (timar) Επί τουρκοκρατίας, φέουδο με ετήσιο εισόδημα κάτω από είκοσι χιλιάδες άσπρα, τα οποία παραχωρούσαν στους σπαχήδες έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας. (Χαλίλ Ιναλτζίκ: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία-Εκδ. Αλεξάνδρεια) Στη Μακεδονία, Ήπειρο και Θεσσαλία τα τιμάρια λεγόντουσαν τσιφλίκια. (Γεωργίου Φίνλευ: Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα, Εκδόσεις Τολίδη – Αθήνα)
[10] Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ (Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας και Μορέως): Μάνεσι: εις την Λατινική Mane = η πρωία ή επήρε το πρωί, άρα Μάνεσης = πρωινός. Σύμφωνα με τον Δ. ΤΣΙΛΛΥΡΑ (ΑΓΙΑ ΛΑΥΡΑ κ.λ.π. ως άνω): Μάνεσι παράγεται εκ του Μάνα =συκαμινέα (κοινώς: μουριά), όπως έχει στα προηγούμενα αναφερθεί.
[11] Το Μίραλι αναφέρεται στο Νο 5 και με ημερομηνία 5/8/1733 έγγραφο Διανομής πατρικής περιουσίας , που συντάχθηκε στο Καλούσι, των Δικαιοπρακτικών εγγράφων του Αγαμ. Τσελίκα. Επίσης αναφέρεται και στο Νο 43 και με ημερομηνία 1/3/1759 έγγραφο πώλησης ελαιοδένδρων , που συντάχθηκε στη Μονή Ομπλού.
[12] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[13] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[14] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[15] Σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη «…Οι Μπουαίοι είχαν έδρα τους το Δυράχιον…μία μεγάλη περιοχή γύρω στην Σκόδρα λεγόταν από το όνομά τους Μπούαιανα…από το 1333 αρχίζει να διακλαδίζεται η φάρα των Μπουαίων με τα επωνύμια νέων γεναρχών όπως Μπούας Σπάτας, Μπούας Κούκης, Μπούας Γρίβας κ.λ., μετά δε τον 16ο αιώνα έπαψε να αναφέρεται το πατρογονικό Μπούας και οι οικογένειες αυτές συνεχίστηκαν μόνο με το πατρώνυμο ή με το όνομα του γενάρχη τους: Σπάτας, Κούκης, Γρίβας, ίσως δε, Μουρίκης, Μερκούρης κ.α. Άλλες επιφανείς φάρες της μεσαιωνικής αρβανιτιάς ήσαν οι Λιόσηδες, αρχηγοί των Μαλακασαίων και των Μαζαρακαίων, οι Ματαραγκαίοι κ.λ.π.»
[16] Το Μπούγα στη Αχαΐα αναφέρεται σε έγγραφο της 9ης Μαρτίου 1768 πώλησης αγρών: «…διο κοματηα χοράφια εις τόπον καλούμενον Μπ(ου)γα…..Ομολογία του Γιανακη Αντριοπλου δηα τα χοραφηα που μου πουλησε ις του Πουγα κοματηα δηο γροσηα 41.» (Τσελίκας: Ταδικαιοπρακτικά….66). Ομοίως αναφέρεται και στο έγγραφο 84, από 30 απριλίου 1782 αφιέρωσης αγρών, αμπέλων και οικοπέδων στο μοναστήρι της Χρυσοποδαριτίσσης από τον Σωτ. Λόντο: «…το δε στερά και τα χοραφια όλα εν τοις αυτοίς ορίοις όσα ευρίσκουνται και εις του Μπούγα δύο ζευγαριών χωράφια και τα οσπήτια….»
[17] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[18] βλ. Κ. Μπίρη ως άνω.
[19] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[20] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[21] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[22] βλ. Κ. Μπίρη ως άνω.
[23] Αναφέρεται και στα έγγραφα με αριθμό: 52, 3/9/1762 και 53, 5/10/1762 που συντάχθηκαν στην Μονή Ομπλού και αναφέρονται σε πώληση αγρών, ως και στο με αριθμό 85 που συντάχθηκε στην Πάτρα στις 20/5/1782 και αποτελεί βεβαίωση κυριότητος αγρών (Τσελίκας).
[24] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[25] Μ. Χουλιαράκη: Γεωγραφική, Διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971-Εθν. Κέντρο Ερευνών-Αθήνα 1976.
[26] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[27] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[28] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[29] Λ. Ζώη: Ιστορικό και Λαογραφικό Λεξικό Ζακύνθου.
[30] Βλ. Κ. Μπίρη ως ά.
[31] Λάμπρου Κουτσονίκα: Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως.
[32] Υπάρχει τοπωνύμιο Γκρόπα στο χωριό Μάτεσι της Ηλείας (Ι. Μ. Μαθόπουλος: Πριν ξεχαστούν. (Λαογραφικά θέματα)-Μάτεσι Ηλείας-2001).
[33] Εκ του Τσεβή που είναι υποκοριστικό της Παρασκευής.
[34] Σπύρου Στούπη :ΗΠΕΙΡΩΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΟΙ – ως άνω.
[35] Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε τοποθεσία Ζουρμπάνη στην Ζάκυνθο στην περιοχή Μαριών.
[36] Υπάρχει τοπωνύμιο Κιούρκα στο χωριό Μάτεσι της Ηλείας (Ι. Μ. Μαθόπουλος: Πριν ξεχαστούν. (Λαογραφικά θέματα)-Μάτεσι Ηλείας-2001).