Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ"

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Η ομιλία του Κολοκοτρώνη στους Ελληνες.

Η ομιλία του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα.-----Αποτελεί την πνευματική παρακαταθήκη του Γέρου του Μωριά προς τη νέα γενιά.--- Εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.

Στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο γηραιός στρατηγός και εν ενεργεία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθήνας) για να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου (1784-1854) για τον Θουκυδίδη. Τόσο εντυπωσιάστηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές. Την πρότασή του απεδέχθη ο Γεννάδιος και λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ορίσθηκε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα.

Το γεγονός μαθεύτηκε στη μικρά τότε Αθήνα και εκτός από τους μαθητές, πλήθος ανθρώπων «διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων» συνέρρευσε στην Πνύκα το πρωί της 8ης Οκτωβρίου για να ακούσει τον ηγέτη της Επανάστασης του '21. Ξαφνικά, στον χώρο της ομιλίας εμφανίσθηκε «σμήνος χωροφυλακής», αποφασισμένο να διαλύσει τη συγκέντρωση, επειδή προφανώς, ως βασιλικότερο του βασιλέως Όθωνα, τη θεώρησε αντικαθεστωτική. Όμως, μετά τη διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη και των καθηγητών για το «αθώο της πράξεως», οι χωροφύλακες αποχώρησαν και η ομιλία έγινε κανονικά. Άλλωστε, ο Κολοκοτρώνης δεν αποτελούσε κίνδυνο για τη δυναστεία, αφού τα είχε βρει με τον Όθωνα και κατείχε μάλιστα το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας, δηλαδή του πολιτικού συμβούλου του βασιλιά. (Το Συμβούλιο της Επικρατείας εκείνης της εποχής, που ήταν πολιτικό σώμα, δεν πρέπει να συγχέεται με το σημερινό Συμβούλιο της Επικρατείας, που είναι δικαστικός σχηματισμός.)

Η oμιλία

Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη.

Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!

Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του.

Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.

Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ' η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.

Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!



[Αναδημοσίευση από sansimera.gr]



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ομιλία του Κολοκοτρώνη στους Ελληνες."

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Η μεγαλύτερη ντροπή στα χρόνια τη ελληνικής δικαιοσύνης.

Η μεγαλύτερη ντροπή στα χρόνια τη ελληνικής δικαιοσύνης ήταν η δίκη του Κολοκοτρώνη------

Φωτογραφία www.mixanitouxronou.gr Θα συνεχίσουμεσήμερα την αναφορά μας στον μεγαλύτερο ήρωα του ΄21, τον Γέρο του Μοριά και στην πρωτοφανή περιπέτεια που είχε, όταν οι βαυαροί πραιτοριανοί και οι Έλληνες πράκτορες τους, έβαλαν στόχο να μην αφήσουν ρουθούνι ζωντανό ανάμεσα στους ελευθερωτές της Ελλάδας από τον οθωμανικό ζυγό. 

Στα προηγούμενα κείμενα μας περιγράψαμε τις πρωτοφανείς συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Κολοκοτρώνης συνελήφθηκε και οδηγήθηκε, μαζί με τον εξάδελφο του Δημήτριο Πλαπούτα, στις φυλακές του Ίτς Καλέ. Σήμερα θα δούμε κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες απ’ όσα τραγικά ακολούθησαν.
Σύμφωνα με το νόμο έπρεπε μέσα σε 24 ώρες από τη σύλληψη των Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα (που πραγματοποιήθηκε εν αγνοία των Ελλήνων υπουργών) να τους φανερώσουν την αιτία που τους πιάσανε. Ωστόσο οι δύο Αρχιστράτηγοι της επανάστασης περίμεναν τρεις ολόκληρους μήνες για να τη μάθουν! 
Η αλήθεια είναι ότι η δικαιοσύνη στην πατρίδα μας αμέσως μετά την απελευθέρωση (;) στεκόταν, ταιριαστή με τη δικαιοσύνη του γερμανού νομοδιδάσκαλου Μάουρερ και του εγγλέζου «ηθικοφιλόσοφου» Μάσσων (στην πορεία του χρόνου, και οι δυο τους αποδείχθηκαν βρομεροί ανθέλληνες). Τα γεγονότα απέδειξαν ότι η πραγματική αιτία της καθυστέρησης οφειλόταν στην προσπάθεια των βαυαρών να ανακαλύψουν ή επί το ακριβέστερο να δημιουργήσουν ψευδομάρτυρας, πότε φοβερίζοντας και άλλοτε λαδώνοντας, όπως παραδέχθηκε και ο πρεσβευτής της Πρωσίας στο Ναύπλιο, Λούτζι.
Ο Μάσσων ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έβλεπε τον Κολοκοτρώνη (εκτός φυσικά από τους δεσμοφύλακες), ύστερα από τόσους μήνες που ήταν κλεισμένος στην φυλακή!
Μόλις κάθισε μαζί του άρχισε να παίζει την κωμωδία που είχε προμελετήσει. Ύστερα από τα τόσα τρομερά που παρουσιάστηκαν που τα δημιούργησαν οι βαυαροί και οι Έλληνες χαφιέδες τους, ο Κολοκοτρώνης αναρωτήθηκε ποια είναι αυτά τα φοβερά που ανακάλυψε η δοτή κυβέρνηση των βαυαρών! «Υπόσχομαι τιμίως» του είπε ο Μάσσων, «αν ομολογήσεις την αλήθεια, πως όχι μονάχα θα σε συγχωρέσει η κυβέρνησις αλλά θα σε στεφανώσει μ’ όσα αγαθά δε φαντάζεσαι».
 Όπως γράφει ο Φρανζής, «λαμπρότατα και στεφάνους εννοούσεν ο Μάσσων την προπαρασκευήν της λαιμητόμου (Γκιλοτίνα) υπό την οποίαν ήλπιζε να θέση τον Θοδωρή Κολοκοτρώνη, και άλλους».
Βλέποντας ο Μάσσων πως δεν είχε τίποτα να πετύχει από τον πεισματάρη Γέρο του Μοριά, έφυγε για να δει τί θα μπορούσε να ψαρέψει από τους άλλους φυλακισμένους, μεταξύ τους και ο Δημήτρης Πλαπούτας και άλλοι πολλοί.
 Ο Μάσσων δεν σταμάτησε ούτε στιγμή τις ανακρίσεις του, προσπαθώντας αδιάκοπα να ψάχνει για ψευδομάρτυρες κατηγορίας! Άμα λοιπόν άρχισε τις ανακρίσεις ο Μάσσων και «συνήλθε στο Ναύπλιο ένα μέρος ψευδομαρτύρων», με τα πολλά αποφασίστηκε να κριθούν ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπούτας από το εγκληματικό δικαστήριο του Ναυπλίου, φροντίζοντας η σύνθεση του δικαστηρίου να ήταν ολότελα εχθρική στους κατηγορουμένους.
 Από τους δικαστές που απαρτίζανε το δικαστήριο η αντιβασιλεία λογάριαζε ως πιο φανατικούς εχθρούς των κατηγορουμένων τους Πολυζωίδη και Τερτσέτη! Τα γεγονότα απέδειξαν ότι έπεσαν πολύ έξω, αφού βασιλιάς γι΄ αυτούς τους τεράστιους δικαστές αναδείχτηκε η συνείδηση τους!!! Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας νίκησαν τον τούρκο δυνάστη. Πολυζωίδης και Τερτσέτης νίκησαν την αδικία των ξένων που ήθελαν να μας κυβερνούν (όπως θέλουν και σήμερα) σαν δούλους ….
Με την έναρξη της δίκης Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας ζητούν εξαίρεση των δικαστών Δημήτρη Βούλγαρη και Φωκά Φραγκούλη (ο άλλος ήταν ο Δημήτρης Σούτσος), επειδή πριν αρχίσει η δίκη και οι δύο τους εξέφρασαν γνώμη καταδικαστική! Τέσσερα ήταν τα «εγκλήματα» των Κολοκοτρώνη-Πλαπούτα, όπως διαβάζουμε στη σελ 166 στο βιβλίο του Δ, Φωτιάδη «Η Δίκη του Κολοκοτρώνη»: Γύρεψαν να «καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα του Έθνους», «παρεκίνησαν εις ληστείαν διαφόρους αρχιληστές» για να παραλύσουν τη βασική εξουσία και να ετοιμάσουν εμφύλιο πόλεμο, υπόγραψαν αναφορά σε ξένη δύναμη (τη Ρωσία) όπου μ’ αυτή γύρευαν την κατάργηση της αντιβασιλείας και ότι βοήθησαν τον κόντε Ρώμα στα σχέδια του να ζητήσουν οι Έλληνες από το βασιλιά της Βαυαρίας ν΄ ανακαλέσει τους δύο αντιβασιλείς δίνοντας στον τρίτο (Άρμανσπεργκ) όλη την εξουσία.
Επρόκειτο ασφαλώς για τεράστια ψέματα, αφού όπως είναι γνωστό ο Κολοκοτρώνης, ακόμα κι όταν στυγεροί εγκληματίες «αγωνιστές», δολοφόνησαν το 1824 τον γιο του Πάνο (εξαιρετικό πολεμιστή και μεγάλη ανιδιοτελής μορφή της επανάστασης), για το καλό της πατρίδας, δεν θέλησε να εκδικηθεί τους δολοφόνους του! 
Γιατί όπως χαρακτηριστικά έλεγε, δυο φορές βαφτίστηκε στη ζωή του: την μια με λάδι για να γίνει Χριστιανός και την άλλη με αίμα για τη λευτεριά της πατρίδας! Και για το καλό της πατρίδας θυσίαζε τα πάντα ο Κολοκοτρώνης!
Ο Γέρος του Μοριά, αμέσως μετά το τέλος του αγώνα ζούσε απογοητευμένος λίγο έξω από το Ναύπλιο σε ένα ταπεινό σπιτάκι στην Πρόνοια, κοντά στην εκκλησιά του Άη Θεόδωρου που ο ίδιος έκτισε. 
Εδώ αποτραβήχτηκε ο μπροστάρης της απελευθέρωσης όταν ήρθαν οι Βαυαροί και κατάλαβε πως δεν τον γούσταραν, χωρίς να έχει καμία σχέση με όλα τα τραγικά που συνέβαιναν καθημερινά! «Ό,τι μπορούσα έκανα», γράφει στην σελίδα 196 των απομνημονευμάτων του που υπαγόρευσε στον Τερτσέτη. «Έκαμα το χρέος μου προς την πατρίδα και εγώ και όλη η φαμελιά μου. Είδα την πατρίδα μου ελεύθερη, είδα εκείνο οπού ποθούσα και εγώ και ο πατέρας μου και ο πάππος μου και όλη η γενεά μου, καθώς και όλοι οι Έλληνες. Απεφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, οπού είχα έξω από τ’ Ανάπλι. Επήγα, εκάθισα και απερνούσα τον καιρό μου καλλιεργώντας, και ευχαριστούμην να βλέπω να προοδεύουν τα μικρά φυτά οπού εφύτευα».
Οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Δημήτριος Πλαπούτας καταδικάζονται τελικά εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας!
 Την απόφαση υπογράφουν οι Δ. Βούλγαρης, Κ. Σούτσος Και Φ. Φραγκούλης. Στα «πρακτικά» της δίκης δεν θα βρεις ποτέ την απόφαση. Στο τέλος της όμως θα βρεις δύο λευκά μέρη που άφησαν οι συντάχτες για να μπουν οι υπογραφές του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη που με τη βία τους κάθισαν στις έδρες τους. «Τα λευκά αυτά μέρη του χαρτιού», γράφει ο Δ. Φωτιάδης, «είναι ίσαμε και σήμερα η μεγαλύτερη δόξα της δικαιοσύνης της πατρίδας μας».
Τελικά η θανατική ποινή με απόφαση του Όθωνα (που φοβήθηκε τη θύελλα των ταραχών και των εξεγέρσεων που θα ακολουθούσαν των εκτελέσεων – Την ίδια ανησυχία εξέφρασαν και οι πρόξενοι της Αγγλίας, Ρωσίας και Βαυαρίας, ο καθένας για τους δικούς του λόγους και όχι γιατί αγαπούσαν την Ελλάδα), μετατράπηκε σε κάθειρξη 20 ετών. Όταν το άκουσε ο Κολοκοτρώνης είπε πάλιν τον ευτράπελο λόγο του: «θα τον γελάσω τον βασιλιά, δεν θα ζήσω τόσους χρόνους …». Την άλλη μέρα τους ανέβασαν στο Παλαμήδι. Εκεί όπου για ένδεκα μήνες έζησαν ένα πραγματικό κολαστήριο! Η δίκη και η καταδίκη των δύο από τους πιο γενναίους οπλαρχηγούς του ’21 θα αποτελεί, στους αιώνες των αιώνων, μια από τις μεγαλύτερες (αν όχι τη μεγαλύτερη) ντροπές της ελληνικής δικαιοσύνης.

Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή
Επίκουρος καθηγητής στο Τ.Ε.Ι. Λάρισας
Από το Μονάγρι Λεμεσού


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η μεγαλύτερη ντροπή στα χρόνια τη ελληνικής δικαιοσύνης."

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης


1770 – 1843

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε στην Πελοπόννησο και εξ αυτού του λόγου είναι γνωστός και ως «Γέρος του Μωριά»----
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής... εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του. Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη (1747-1780) από το Λιμποβίσι Αρκαδίας και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας. Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από το 16ο αιώνα, που εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας, βρίσκεται σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους. Μονάχα από το 1762 έως το 1806, 70 Κολοκοτρωναίοι εξοντώθηκαν από τους κατακτητές.
Το 1780, ήταν 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους, ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του. Στα 17 του έγινε οπλαρχηγός του Λεονταρίου και στα 20 του νυμφεύτηκε την κόρη του τοπικού προεστού Αικατερίνη Καρούσου. Το 1806, κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού των κλεφτών από τους κατακτητές, κατόρθωσε να διασωθεί και να καταφύγει στη Ζάκυνθο, όπου κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στις αρχές του 1821 αποβιβάστηκε στη Μάνη για να λάβει μέρος στον επικείμενο Αγώνα.
Στις 23 Μαρτίου του 1823 συμμετείχε στο υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στρατιωτικό σώμα που κατέλαβε την Καλαμάτα, σηματοδοτώντας την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Αμέσως μετά έβαλε σκοπό να καταλάβει την Τριπολιτσά, το διοικητικό κέντρο των Οθωμανών στον Μωριά, γιατί αλλιώτικα δεν θα μπορούσε να επικρατήσει η επανάσταση, όπως πίστευε. Η νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821) και η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), που οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στον Κολοκοτρώνη, τον επέβαλαν ως αρχηγό του επαναστατικού στρατού της Πελοποννήσου.
Στη μάχη των Δερβενακίων (26 - 28 Ιουλίου 1822), όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη, αναδείχθηκε η στρατηγική του ιδιοφυΐα και η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον διόρισε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων. Η ίδια, όμως, κυβέρνηση θα τον φυλακίσει στην Ύδρα, κατά τη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων των ετών 1823 και 1824, όπου είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Θα τον απελευθερώσει τον Μάιο του 1825, όταν ο Ιμπραήμ απειλούσε να καταστείλει την επανάσταση και θα του αναθέσει εκ νέου την αρχιστρατηγία του Αγώνα. Μετρ του κλεφτοπολέμου και της «καμμένης γης», θα κατορθώνει να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση μέχρι τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (7 Οκτωβρίου 1827).
Μετά την απελευθέρωση συντάχθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια κι έγινε ένα από τα επιφανή στελέχη του Ρωσικού Κόμματος. Κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας διώχθηκε ως αντιβασιλικός και καταδικάσθηκε σε θάνατο τον Μάιο του 1834. Μετά την ενηλικίωσή του, ο Όθωνας του χάρισε την ποινή, τον διόρισε σύμβουλο της Επικρατείας και τον ονόμασε αντιστράτηγο.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Κολοκοτρώνης τα πέρασε στην Αθήνα με την ερωμένη του Μαργαρίτα Βελισσάρη (η σύζυγός του είχε πεθάνει το 1820), στο ιδιόκτητο σπίτι του, στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Την ίδια περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836» και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, λίγο μετά την επιστροφή στο σπίτι του από δεξίωση στα Ανάκτορα. Από τον γάμο του με την Αικατερίνη Καρούσου απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Πάνο (1798-1824), τον Γενναίο (1806- 1868), τον Κολλίνο (1810-1848) και την Ελένη, ενώ από τη σχέση του με τη Μαργαρίτα Βελισσάρη τον Παναγιωτάκη (1836-1893), τον οποίο αναγνώρισε με τη διαθήκη του.


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/809#ixzz3zE3pE5aT
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Θεόδωρος Κολοκοτρώνης"

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης



 Ο Κωνσταντίνος   Κολοκοτρώνης δεν ήταν άλλος από το πατέρα του «Γερού του Μοριά» /Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος είχε λάβει ενεργά μέρος στον αγώνα των Ελλήνων κατά των Οθωμανών κατακτητών.
Ας δούμε ποιος ήταν ο πατέρας του Θ. Κολοκοτρώνη:  
"Στο μεσοδιάστημα που μεσολάβησε ως την έναρξη της ηγεμονίας του Τζανέτμπεη Γρηγοράκη, διαδραματίστηκαν στη Μάνη σημαντικά γεγονότα. Πρώτα - πρώτα είχε αρχίσει ήδη από 1779 η εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους Τουρκαλβανούς που χωρίς καμιά διάκριση είχαν αρχίσει να εκβιάζουν και να ληστεύουν και τους Τούρκους τους ίδιους.
Για την εξόντωση τους έστειλε τότε ο Σουλτάνος το περίφημο Καπουδάν πασά Χασάν Τζελαϊδή που ήταν και Βεζύρης και τώρα Βαλεσής και Σερασκέρης της Ρούμελης με στρατό και με στόλο.
 Όταν έφθασε στο Ναύπλιο ο Χασάν πασάς έστειλε μήνυμα στους Τουρκαρβανίτες να φύγουν αμέσως από το Μοριά. Μόνο οι Τσάμηδες τον άκουσαν κι έφυγαν. Οι άλλοι, κάπου 7.000 αρνήθηκαν να υπακούσουν στη διαταγή του. Τότε ο Χασάν πασάς χωρίς ενδοιασμούς και με την ευφυΐα πού τον διέκρινε και την πολιτικότητά του, ζήτησε την συνδρομή και των Ελλήνων κλεφταρματολών της Πελοποννήσου πού έφταναν τις 5.000. Όλοι δέχτηκαν να τον βοηθήσουν και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα οι Τουρκαρβανίτες είχαν εξοντωθεί. Η σφαγή τους υπήρξε ανεπανάληπτο γεγονός και ο Χασάν πασάς με τα κεφάλια τους έστησε μέσα στη Τριπολιτσά μακάβρια πυραμίδα.
Φυσικά μετά την εξόντωση των Τουρκαρβανιτών, ο πανέξυπνος Σερασκέρης δεν χρειαζόταν πια τη «συμμαχία» με τους κλεφταρματολούς. Σκέφτηκε πως θα έπρεπε να απαλλαγεί και άπ' αυτούς. Έτσι, το 1780 κατέπλευσε στο λιμάνι του Γυθείου (Μαραθωνήσι). Είχε μαζί του μεγάλο ασκέρι και στόλο. Μανιάτμπεης ήταν ακόμη ο Μιχάλμπεης Τρουπάκης. Χωρίς να χάσει καιρό κάλεσε ο Σερασκέρης τους δυο φημισμένους αρχικλέφτες της Μάνης και του Ταΰγετου (Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και Παναγιώταρος Βενετσανάκης) να του δηλώσουν υποταγή και να τον «προσκυνήσουν».
Ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και ο Παναγιώταρος Βενετσανάκης, οι θρυλικοί κλεφταρματολοί, ήταν οχυρωμένοι με τις οικογένειές τους και τα παλικάρια τους μέσα στους πύργους τους στη Καστάνια της Μάνης. Από εκεί έκαναν εφόδους κι είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων στα σύνορα της Μάνης και στις περιοχές της Λακωνίας. Μόλις ήρθε το μήνυμα της υποταγής από το Χασάν πασά, κάλεσαν σε συναγερμό τους καπετάνιους της Δυτικής (αποσκιαδερής) Μάνης και με 150 παλικάρια τους κλείστηκαν και ταμπουρώθηκαν στους πύργους τους.
Εδώ οι υπερήφανοι κλέφτες της Μάνης, έγραψαν σελίδες άφταστου ηρωισμού. Κάπου 10.000 Τούρκοι με πυροβολικό έχοντας και τη σύμπραξη των Τουρκομπαρδουνιωτών, άρχισαν να τους πολιορκούν. Ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και ο Παναγιώταρος Βενετσανάκης αντιστάθηκαν δώδεκα μερόνυχτα. Οι ενισχύσεις όμως πού περίμεναν δεν ήρθαν γιατί είχαν κλείσει τους δρόμους οι Τούρκοι ή το πιο πιθανό γιατί ο Παναγιώταρος δεν είχε συμπάθειες ανάμεσα στους καπετάνιους της Μάνης, εξαιτίας της υπεροπτικής και ανυπότακτης συμπεριφοράς του.
 Αλλά και ο καπετάνιος της Ανατολικής (Προσηλιακής Μάνης) Τζανέτος Καπετανάκης Γρηγοράκης - ο κατοπινός Τζανέτμπεης Γρηγοράκης - αρνήθηκε να τους βοηθήσει παρ’ όλο πού είχε συγγενικό δεσμό με τον Παναγιώταρο, γιατί είχε δυσαρεστηθεί μαζί του.
 Ο Παναγιώταρος άλλωστε δεν δεχόταν διαταγές από τους Γρηγοράκηδες.
Στην απελπισμένη έξοδο πού επιχείρησαν πολεμώντας με τα γιαταγάνια στο χέρι, οι ηρωικοί κλέφτες, έγινε μεγάλος χαλασμός.
Οι εχθροί γύρω τους ήταν χιλιάδες και στο πεδίο της μάχης έπεσαν οι περισσότεροι και μαζί τους οι δύο αρχηγοί. Μεταξύ εκείνων πού σώθηκαν ήταν και η γυναίκα του Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη, που ντυμένη αντρικά και παλεύοντας με ακατάβλητο θάρρος κατάφερε να σωθεί και να σώσει από τα έξι παιδιά της, μια κόρη της και το μικρότερο γιο τηςΑυτός ο μικρός γιος πού σώθηκε από τη σφαγή στη Καστάνια ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο μεγάλος «γέρος του Μοριά».
Ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, διηγείται την επική μάχη των Πύργων στη Καστάνια με τα απλά και απέριττα λόγια του: «Ήσύχασεν η Πελοπόννησος. Τους 80 εκατέβη ο ίδιος ο Καπετάμπεης και χάλασε τον πατέρα μου και τον Παναγιώταρον Βενετσανάκην. Ήλθεν η αρμάδα εις το Μαραθονήσι τα στρατεύματα στερεάς και θαλάσσης.
 Η Καστάνιτσα αποικία, όπου ήτον ο Κολοκοτρώνης κι ο Παναγιώταρος, έξι ώρας μακράν από το Μαραθονήσι. Έρχοντας η αρμάδα, ο Παναγιώταρος, ως Μανιάτης, επροσκάλεσε βοήθεια από τους Μανιάτας, και οι Μανιάτες υποσχέθηκαν ότι πάνε βοήθεια και ο δραγουμάνος ο Μαυρογένης ως Έλλην και τεχνίτης έκαμε τον Μιχάλη Τρουπάκη Μπέη και για να τον κάμη Μπέη αλικώτησε την βοήθεια και επήρε το κάστρο. Επήγε το ασκέρι 14.000, και τους επολιόρκησε.
Μία ώρα στράτα αλάργα έστησε το ορδί. Έστειλεν ο Σερασκέρης Αλήμπεης ένα γράμμα για να προσκυνήσουν και να του δώσουν ενέχυρα ένα παιδί ο ένας και ένα ο άλλος, και να τραβήξη χέρι από δαύτους, αυτοί απεκρίθηκαν: ‘’Δεν προσκυνούμε, θέλομε πόλεμο και οποίος μείνη νικημένος ας προσκύνηση’’. Αυτός ήλπιζε από την Μάνην βοήθεια. Τους πολιόρκησαν τα Τούρκικα στρατεύματα, έβγαλαν κανόνια και βόμβαις, τους πολεμούσαν ήμερα καί νύκτα ούτε οι βόμβαις τους έκαναν φόβον ούτε τα κανόνια, όμως επολέμησαν δώδεκα ημέραις και δώδεκα νύκτες με ανδρεία και γενναιότητα.
Όταν είδαν ότι βοήθεια δεν έρχεται, απεφάσισαν να φύγουν από τους πύργους. Οι πύργοι ήτον δύο, και ο ένας ήταν του πατέρα του Παναγιώταρου και ο άλλος του πατέρα μου και του Παναγιώταρου· ο πατέρας του Παναγιώ-ταρου ήτον 80 .ετών, ως και η μητέρα του, και μην ημπορώντας να φύγουν εις το γιουρούσι, με τα άλλα γυναικόπαιδα, είπε του Παναγιώταρου και πατέρα μου· «βάλτε φωτιά στους άλλους πύργους, εγώ μένω εδώ, έμεινε μ' ένα δούλο και με την γυναίκα του και μία δούλα με σκοπόν να πολεμήση ελπίζοντας να έλθη βοήθεια από τα παιδιά του έπειτα. Ο πόλεμος του ήτον με τον δούλον, η τέχνη του μεγάλη·είχε φυτίλι να γυρίση μαζί με τους Τούρκους.
Αυτοί πού επολεμούσαν μέσα έπεσαν εις το ορδί του Σερασκέρη, με τα σπαθιά εις το χέρι, μόνον τρεις εσκοτώθησαν άνδρες, και μέρος γυναίκες, και έμειναν πολλά παιδιά σκλάβοι·και έτσι έμειναν δύο αδέλφια μου σκλάβοι, το ένα τριών χρόνων και το άλλο ενός, άλλα δύο εσκλαβώθηκαν, και έπειτα ελευθερώθηκαν.
 Όταν έκαμαν το γιουρούσι, έπιασαν τα βουνά οι Τούρκοι δια νυκτός εβασίλευε το φεγγάρι εις την μέσην νύκτα, και βασιλεύοντας το φεγγάρι εβγήκαν νύκτα μικρή και δεν έλαβαν καιρόν να φύγουν κατά την Μάνη·επήγαν εις τους λόγκους κ' επήρε ημέρα. Τον Παναγιώταρον ζωντανόν τον έπιασαν και έπειτα τον εσκότωσαν οι Μπαρδουνιώταις.
Ο πατέρας μου εσκοτώθηκε με δύο του αδέλφια, Αποστόλη και Γεώργη, ο ένας εις τον λόγκον, ο άλλος μοναχός του, διατί ελαβώθηκε' εγλύτωσεν ένας μπάρμπας μου, Αναγνώστης, ο από τους κλεισμένους τέσσαρους αδελφούς Κολοκοτρώνη. Εγώ, η μάννα μου, η αδελφή μου εγλύτωσαν με τα παλληκάρια του πατέρα μου. Εις το γιουρούσι ελαβώθηκε με σπαθί ο Κωσταντής Κολοκοτρώνης, και με προδοσία ενός Τούρκου φίλου εσκοτώθηκε, δεν εφάνη το κεφάλι του, οι φονείς του τον εσκότωσαν και τον έκρυψαν δια το βίο του.
 Όσα είχεν απάνω του, σε τρία χρόνια τον ξέθαψαν τον Κολοκοτρώνη Κωσταντή, από το μικρό δάκτυλο τον γνώρισαν οπού είχε γυρισμένο από μία σπαθιά τουρκική·τον είχαν κρύψει εις μία τρούπα της "Αρνης καί Κοτζατίνας’’ τον έθαψαν έπειτα εις την Μηλιά. Ήτον μελαψώτερος, μονοκόκκαλος, δυνατός, ογλήγορος, με ένα καθάριο άτι δεν τον έπιανες, 33 χρόνων, μέτριος, μαυρομμάτης, λιγνός·οι Αρβανίται τον είχαν τόσο τρομάξει που έκαμναν όρκον: να μην γλυτώσω από του Κολοκοτρώνη το σπαθί. 700 μπουλουκτζίδαις εσκότωσε πριν.
Ο Παναγιώταρος ήτον γίγαντας, νέος, μαύρα μαλλιά, «σόι άνθρωπος» άσπρος, 37-38 χρόνων.
 Εις την Ανδρούσαν εσκοτώθη ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, έπειτα τον εκδίκησε ο υιός του. Ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, του έκοψαν χέρι και πόδια και τον εκρέμασαν. Ο γέρων πατέρας του Παναγιώταρου επολέμαε από τον πύργον και εμαρτύρησε το φυτίλι ο δούλος που επροσκύνησε, και τον γέροντα τον έπιασαν ζωντανό. Ο Καπετάμπεης ερώταε: διατί δεν προσκυνάει: ‘’Τώρα προσκυνώ, προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται’’. Του έκοψαν χέρι και πόδια, τον κατράμισαν».
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης"

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

Ο Λόγος του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα, 8 Οκτωβρίου 1838  προς τους μαθητές του Γυμνασίου Αθηνών..---

Παιδιά μου,...

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους…………

οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.



Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ’ απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα• διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!

Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ’ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.

Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε• και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.

Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία! πηγη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ"

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Η απολογία του Κολοκοτρώνη !

  Γιατί κι αυτόν τον δικάσαμε!--

Ακόμη και τον Κολοκοτρώνη τον σύραμε στο δικαστήριο! --Σαν σήμερα το 1834 ,μαζί με τον Δημήτρη Πλαπούτα δικάστηκαν …ως συνωμότες και η κατηγορία που αντιμετώπιζαν ήταν αυτή της εσχάτης προδοσίας!!!

Η πραγματική αιτία ήταν ότι οι Άγγλοι ήθελαν να “αποδομήσουν” τον Γέρο του Μοριά που που θεωρούνταν “ρωσόφιλος”. Βρήκαν εύκολα εγχώριους “υπερπατριώτες” -έχουμε και σήμερα τέτοιους- και τον έστειλαν κατηγορούμενο, μαζί με τον Πλαπούτα!

Η απολογία του Κολοκοτρώνη όπως καταγράφεται από το ΓΕΣ και από το βιβλίο του ταξίαρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα».-

Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ--

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ.

Ορκίζομαι. (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι;

 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από πού κατάγεσαι;

 Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι;

 Εξήντα τέσσερων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα κάνεις;



Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.





ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι απολογείσαι για την κατηγορία που σου αποδίδεται;

Τον απερασμένο Ιούλη διάηκα στην Τριπολιτσά για να στεφανώσω εν’ αντρόγενο. Από κεί τράβηξα, μαζί με τη νύφη μου, για το μοναστήρι της Άγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε κάνα δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 τ’ Αυγούστου.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είχες προηγουμένως άλλες συναντήσεις με το Ρώμα;

 Δεν είχα πριν καμία συνάντηση μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι λέγατε;

 Τα συνηθισμένα όπου λένε οι άνθρωποι όταν τρώνε αντάμα ψωμί.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είχες την περιέργεια να ρωτήσεις τον Ρώμα για τα όσα διέδιδε περί Αντιβασιλείας;

 Καμία περιέργεια δεν έβαλα στο νου μου.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον άλλον καιρό τι έκανες στην Τριπολιτσά;

 Πάγαινα στο παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιάς και τι πλερώνετε τώρα; Δεν πλερώνετε τώρα λιγότερα απ’ τον καιρό της τουρκιάς;». Και τους τ’ απόδειχνα με παραδείγματα.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;

 Ναι, τον γνωρίζω. Ήρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά για να δη το Ρώμα. Σα μπατζανάκης του που είναι.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι παράγγειλες μ’ αυτόν στο γιο σου το Γενναίο στ΄ Ανάπλι;

Τίποτα. Ούτε είχα και τίποτα να του παραγγείλω.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιοι άλλοι ήταν τότε στην Τριπολιτσά;

 Ο Νικηταράς και Πλαπούτας που είχανε έρθει απ’ τα χωριά τους.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών;

 Δεν άκουσα τίποτα ούτε και μου μίλησε ποτέ κανείς για καμία τέτοια ανα-φορά.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν άκουσες τίποτα;

 Όχι.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά και Καπογιάννη;

Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δυο φορές μου ‘φυγε απ’ τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρήστο Νικολάου, τον ξέρεις;

 Ναι. Είν’ ένα ξόανο παιδαρέλι.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;

 Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήξερες πως θα πήγαινε στη Λιβαδειά;

 Όχι, δεν το ήξερα. Απ’ τον κόσμο το άκουσα πως πήγε.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν τον είχες δει προηγουμένως;

 Όχι.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Δείχνοντάς το). Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσένα;

 Ναι, είναι.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός;

 Ήταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρ’ αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Άμα ήρθε ο Βασιλιάς μας, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν άφησε ένα γράμμα του στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπετάνιους του Αιγαίου. Γι’ αυτό έκαμα κι εγώ ένα ίδιο γράμμα συστήνοντας αυτόν και το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είν’ εμποδισμένο. Τόκαμα από λεπτότητα.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα;

Τίποτις άλλο απ’ τη σύσταση. Όσο για το γράμμα που έλαβα έλεγε ν’ αγαπούμε το βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Άλλο δε θυμούμαι. Σ’ αυτό φαίνεται τι μου γράφει ο Ρώσος υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα τούγραψα κι εγώ



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε έφυγες για τελευταία φορά από δω;

Δε θυμάμαι καλά. Θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ήτανε η πρώτη φορά που ‘φυγα από όταν ήρθε ο βασιλιάς.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και γιατί έφυγες;

 Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί εγώ είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγενο και τρίτο γιατί μούγραψε ο γιος μου ο Γενναίος μην αρρωστήσω και γι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον καθαρό αέρα.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και σ’ όσους ερχόντουσαν να σε ιδούν τι τους έλεγες;

 Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Άγια-Μονή, όπου έβαλα λόγο γι’ αυτό.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;

 Τούτω δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθ’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα.



ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία.



 Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος».



Αυτά είπε ο Γέρος και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή και αγωνία.


http://www.onalert.gr/stories/i-apologia-tou-kolokotroni-giati-ki-auton-ton-dikasame
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η απολογία του Κολοκοτρώνη !"
Related Posts with Thumbnails