Ελένη Αντωνοπούλου (2007)--
Στην ελληνική γλώσσα, οι εγκυρότερες σύγχρονες μελέτες για την προφορά των αρχαίων ελληνικών είναι του Allen ([1968] 1987) και του Πετρούνια (2001β), στις οποίες στηρίζεται το κείμενο που ακολουθεί. Για περισσότερες πληροφορίες ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί τη βιβλιογραφία στο τέλος του κειμένου.
1. Πηγές
2. Αντιστοιχία γραπτού και προφορικού λόγου
3. Τα φωνήεντα
4. Τα σύμφωνα
5. Ο τόνος
6. H προφορά της αρχαίας ελληνικής στους νεότερους χρόνους
Βιβλιογραφία
1. Πηγές
Οι πληροφορίες που έχουμε για την προφορά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας προέρχονται προφανώς από τον γραπτό λόγο (εφόσον δεν υπάρχουν ούτε φυσικοί ομιλητές ούτε ηχογραφήσεις) και στηρίζονται στις εξής πηγές (βλ. Πετρούνιας 2001α):
Πληροφορίες από τους αρχαίους γραμματικούς, κυρίως της ελληνιστικής εποχής (μετά από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου) και τους Ρωμαίους
Οι αντιστοιχίες με τα γράμματα του αλφάβητου
Οι αντιστοιχίες λέξεων της ελληνικής και άλλων συγγενών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (π.χ. λατινικά, σανσκριτικά)
Ο τρόπος που αποδόθηκαν ελληνικές λέξεις σε άλλες αρχαίες γλώσσες (ή το αντίστροφο)
Η εσωτερική δομή της γλώσσας και τα μετρικά σχήματα που χρησιμοποίησε
Λεκτικά παιχνίδια και ηχομιμητικές λέξεις
Η προφορά της σημερινής ελληνικής γλώσσας.
2. Αντιστοιχία γραπτού και προφορικού λόγου
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν σύμβολα γραφής από το συλλαβικό φοινικικό σύστημα, αλλά έκαναν μια σημαντική επέμβαση: δημιούργησαν αλφαβητική («φωνημική») γραφή, αντιστοίχισαν δηλαδή κάθε σύμβολο-γράμμα με ένα φθόγγο (ήχο) (Γραφή και ελληνική γλώσσα). Εννοείται ότι με την πάροδο του χρόνου η προφορά αλλάζει αλλά η γραπτή μορφή της γλώσσας εξελίσσεται με πιο αργούς ρυθμούς. Αυτό εξηγεί γιατί οι περισσότερες από τις σημερινές γλώσσες γράφονται διαφορετικά από ό,τι προφέρονται. Σε αυτό το κείμενο εξετάζουμε την αττική διάλεκτο του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ., δηλαδή τη γλώσσα που μιλήθηκε στην Αθήνα της κλασικής περιόδου. Η αντιστοιχία γραμμάτων-ήχων είναι ακόμη πολύ μεγάλη.
3. Τα φωνήεντα
Τα φωνήεντα εμφανίζονταν σε ζεύγη μακρών και βραχέων, ανάλογα με τη διάρκεια που είχε η παραγωγή τους. Σχηματίζονταν φωνήεντα με το μπροστινό μέρος της γλώσσας (μπροστινά), με το πίσω (πίσω), με τη γλώσσα κοντά στον ουρανίσκο (κλειστά), μακριά απ' τον ουρανίσκο (ανοιχτά) ή σε μια ενδιάμεση θέση (μεσαία). Έτσι έχουμε τους εξής φθόγγους:
Ένα μακρό και ένα βραχύ [i] που είναι κλειστά και μπροστινά, π.χ. κρίνω (μακρό) και μέλι] (βραχύ).Το βραχύ είναι παρόμοιο με το άτονο νεοελληνικό [i] όπως το πρώτο φωνήεν στη λέξη μηδέν · το μακρό είναι σαν να εκτείνουμε το τονισμένο [i] στη λέξη εσύ (αλλά πιο κλειστό, όπως το φωνήεν στη γαλλική λέξη vive).
Ένα μακρό και ένα βραχύ [e] που είναι μπροστινά και μεσαία, π.χ. δοκεῖ (μακρό [e:] για το ει) και μέσον (βραχύ). Και τα δύο αυτά είναι πιο κλειστά από το νεοελληνικό [ε], αλλά το μακρό (που γράφεται με ει) είναι πιο κλειστό από το βραχύ. Το βραχύ μοιάζει με το αγγλικό φωνήεν στο pet, το μακρό με το πρώτο φωνήεν στο γερμανικό beten. Γι' αυτό ο Ξενοφών αποδίδει το περσικό parideza 'κήπος' ως παράδεισος. Πιο ανοικτό και από τα δύο αυτά είναι ένα άλλο μακρό [e] που γράφεται με η, π.χ. πλῆθος. Είναι παρόμοιο με το γαλλικό φωνήεν στο père, αλλά μακρύτερο. Γι' αυτό στα λατινικά το η μεταφέρεται ως e, ενώ το ει ως ι (π.χ. Aristides). Πριν από φωνήεντα όμως το ει είναι μεσαίο μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή, γι' αυτό μεταφέρεται στα λατινικά ως e σε τέτοιες θέσεις (π.χ. Medea, museum). Για κανένα από αυτά δεν στρογγυλεύουν τα χείλη, αντίθετα προς την επόμενη κατηγορία.
Ένα μακρό και ένα βραχύ [y]/[ü] που είναι αρχικά πίσω και εξελίσσονται νωρίς σε μπροστινά, κλειστά αλλά στρογγυλά (για την παραγωγή τους δηλαδή στρογγυλεύουν τα χείλη) π.χ. λύσω (μακρό) και λέλυκα (βραχύ). Το βραχύ είναι παρόμοιο με το γαλλικό στο lune και το μακρό με το γαλλικό στο ruse. Η στρογγυλότητα διατηρείται τουλάχιστον μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ο όρος ύψιλον (υ ψιλόν) είναι βυζαντινός και σημαίνει το αντίθετο του δίφθογγος, διαφοροποιεί δηλαδή το υ από το οι.
Ένα μακρό και ένα βραχύ [ο] που είναι πίσω και μεσαία, π.χ. πῶς (μακρό) και μόνον (βραχύ). Είναι πιο κλειστά από τo νεοελληνικό [ο], το βραχύ παρόμοιο με το γερμανικό στο Gott, το μακρό πιο ανοικτό, παρόμοιο με αυτό στο Sonne της γερμανικής. Υπήρχε και ένα κλειστό πίσω [ο] που γραφόταν με ου, π.χ. ἐλθοῦσα. Αυτό προφερόταν αρχικά παρόμοια με το αγγλικό στο saw, ή το γαλλικό στο côte, αλλά γινόταν όλο και πιο κλειστό και κατέληξε να προφέρεται όπως το νεοελληνικό τονισμένο ου ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ.
Ένα μακρό και ένα βραχύ [a] που είναι ανοικτά και μεσαία, π.χ. μάλλον (μακρό) και δράκων (βραχύ). Είναι παρόμοια με το νεοελληνικό [a], αλλά το πρώτο είναι μακρό σαν το αγγλικό στο father (αν και πολύ πιο μπροστινό). Καλύτερες προσεγγίσεις θεωρούνται το πρώτο α στο ιταλικό amare για το βραχύ και το δεύτερο α στην ίδια λέξη για το μακρό.
Στην κλασική περίοδο υπάρχουν και δίφθογγοι (βλ. παρακάτω), δηλαδή φωνήεντα που ανήκουν στην ίδια συλλαβή και για την παραγωγή τους η γλώσσα μετακινείται από τη θέση του πρώτου σε εκείνη του δεύτερου, μόνο που το δεύτερο είναι «ημίφωνο», δηλαδή μικρότερο, συντομότερο. Αυτό το ημίφωνο είναι είτε [i] (π.χ. λοιπός, μαίνομαι) είτε [u] (εὔχομαι). Παραδείγματα προφοράς τέτοιων διφθόγγων βρίσκονται σε ελληνικές λέξεις όπως σόι, ή αγγλικές όπως boy, high, house. Οι δίφθογγοι με ημίφωνο [i] μετατράπηκαν σιγά σιγά σε απλά φωνήεντα: Το [ai] έγινε πολύ ανοικτό [ε:], περίπου όπως στο αγγλικό map αλλά μακρό, το [oi] έγινε [y:]/[ü:].
4. Τα σύμφωνα
Όπως τα φωνήεντα εμφανίζονται σε δυάδες μακρών-βραχέων, έτσι και τα σύμφωνα εμφανίζονται σε τριάδες απλών άηχων - δασέων άηχων - απλών ηχηρών. Στα νεοελληνικά έχουμε δυάδες απλών άηχων: [p] (όπως) - [b] (μπορεί), [t] (τότε) - [d] (ντάλια), [k] (κάτι) - [g] (γκάφα). Στην αρχαία γλώσσα υπάρχει και από ένα δασύ άηχο που συμπληρώνει τις ομάδες αυτές: [ph], [th], [kh]. Για τα δασέα σύμφωνα εκβάλλεται αέρας από το στόμα για σύντομο διάστημα μετά την παραγωγή τους. Η προφορά τους μοιάζει επομένως με εκείνη των αντίστοιχων ήχων στις αγγλικές λέξεις που τονίζονται στη συλλαβή που αρχίζει με ένα τέτοιο σύμφωνο, π.χ. το [th] στο time, το [ph] στο appear, το [kh] στο care. Η ελάχιστη τριβή που ακούγεται μετά τα [p], [t], [k] όταν αυτοί οι φθόγγοι είναι δασείς, παράγεται από τον αέρα που περνάει ανάμεσα στις φωνητικές χορδές και όχι από κάποιο εμπόδιο που συναντά ο αέρας μέσα στη στοματική κοιλότητα. Οι αντιστοιχίες με τη γραφή είναι ως εξής:
[p] πᾶς [b] βάρος [ph] φέρω
[t] τάσις [d] δίδωμι [th] θάλαττα
[k] καλός [g] ἀγορά [kh] χαίρω
Επομένως τα γράμματα β, δ, γ στην αρχαία γλώσσα δεν συμβολίζουν άηχα τριβόμενα σύμφωνα, όπως στη νέα ελληνική, αλλά ηχηρά κλειστά (όπως τα αγγλικά baby, dear, get), γι' αυτό και το περίφημο παράδειγμα βή, βή που αναφέρεται στο βέλασμα των προβάτων στα αρχαία κείμενα θα προφερόταν [bε: bε:]: τα πρόβατα εμφανίζουν «σταθερότητα εκφοράς», δηλαδή μπέε-μπέε ακουγόταν και τότε όπως και τώρα. Ας σημειωθεί επίσης ότι η λέξη βάρβαρος μεταφέρθηκε στα λατινικά ως barbarus καιόχι ως varvarus, ο δράκων ως draco και η γραμματική ως grammatica. H μετατροπή αυτών των κλειστών συμφώνων [b d g] σε τριβόμενα συντελέστηκε κατά τους πρώτους μ.Χ. χρόνους.
Τα γράμματα φ, θ, χ στην αρχαία γλώσσα επίσης δεν συμβολίζουν άηχα τριβόμενα σύμφωνα όπως στη νεοελληνική, αλλά άηχα δασέα, γι' αυτό και η λέξη Φίλιππος μεταφέρθηκε στα λατινικά ως Philippus. Η απόδοση λατινικών λέξεων όπως Fabius με φ στην ελληνική (δηλαδή Φάβιος) δεν σημαίνει ότι το φ ήταν τριβόμενο στην αρχαία γλώσσα. Απλά η ελληνική δεν διέθετε τότε άλλον τρόπο απόδοσης του fκαι έτσι χρησιμοποίησε τον πλησιέστερο δικό της φθόγγο, το [ph]. Τα κλειστά δασέα γίνονται τριβόμενα (όπως τα φ, β, δ στα νεοελληνικά) κατά τον 1ο αι. μ.Χ. Για τον ίδιο λόγο στην αρχαία Θήρα (τη Σαντορίνη) οι επιγραφές δεν χρησιμοποιούν τα φ, θ, χ αλλά τα ΠΗ (ΠΗΟΒΟΣ = φόβος), ΤΗ (ΤΗΕΟΣ = θεός), ΚΗ (ΚΗΟΡΑ = χώρα), όπου το Η συμβολίζει τη δάσυνση. Αυτή ακριβώς η δάσυνση, δηλαδή η ανεμπόδιστη εκβολή αέρα, αντιστοιχεί σε ένα χωριστό σύμφωνο στην αρχαία γλώσσα που συμβολιζόταν αρχικά με το γράμμα Η και μεταφέρθηκε στα λατινικά σε λέξεις όπως historia (ΗΙΣΤΟΡΙΑ = ιστορία). Μετά την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 403 π.Χ., οι Αθηναίοι υιοθετούν το ιωνικό αλφάβητο και το Η συμβολίζει πλέον ένα μακρό κλειστό [e:]. Εμφανίζεται σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις, όπως στη λέξη ὅρος(ΗΟΡΟΣ), που πρέπει να διακριθεί από τη λέξη ὄρος (ΟΡΟΣ) (Χριστίδης 2005). Στη Μεγάλη Ελλάδα (Ν. Ιταλία και Σικελία) συμβολίζεται με το αριστερό μισό του Η. Προφέρεται όμως ακόμη και στα ελληνιστικά χρόνια και μέχρι τη χριστιανική εποχή. Έτσι η παλαιά γραφή ΗΕΛΛΑΣ αλλάζει ήδη στους ελληνιστικούς χρόνους και το σύμβολο εξελίσσεται σε ∟ και καταλήγει ως δασεία, δηλαδή ἙΛΛΑΣ.
Τα γράμματα ξ και ψ συμβολίζουν διπλούς φθόγγους [ks] και [ps], όπως και σήμερα. Πριν από την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 403 π.Χ., αντί των ψ, ξ έγραφαν χσ, φσ (ἔδοχσεν αντί ἔδοκσεν) παρόλο που υπάρχουν στοιχεία ότι ο πρώτος φθόγγος δεν ήταν δασύς. Εκτός από τα παραπάνω, υπάρχουν επίσης και τα εξής σύμφωνα:
Ένα (επιπλέον) τριβόμενο, που είναι συριστικό, γράφεται όπως και το σημερινό σ και ακούγεται άηχο [s] (σοφός), ή ηχηρό [z] (κόσμος). Όμως το γράμμα ζ συμβολίζει δύο φθόγγους [zd], όπως σημειώνουν οι ίδιοι οι αρχαίοι γραμματικοί (Διονύσιος Θράκας και Διονύσιος Αλικαρνασσέας). Αυτό φαίνεται και σε συνδυασμούς όπως το θύρας + δε που γράφεται θύραζε, ή το Ἀθήνας + δε που γράφεται Ἀθήναζε. Φαίνεται επίσης και από τον τρόπο που μεταφέρθηκαν στην ελληνική τα περσικά ονόματα: το Auramazda ως Ωρομάζης, το Artavazda ως Αρτάοζος (Χριστίδης 2005).
Δύο ρινικά [m] (μένω), [n] (νέος). Υπήρχε και ρινικό υπερωϊκό [ŋ], όπως προφέρουν μερικοί φυσικοί ομιλητές της ελληνικής τα άγχος, αγκαλιά, ή όπως στα αγγλικά ink, king. Αυτό συμβολίζεται με το γ όπως και σήμερα. Το ληκτικό ν αφομοιώνεται με το επόμενο σύμφωνο ή αποβάλλεται τελείως, όπως και σήμερα. Γι' αυτό και στις επιγραφές εμφανίζονται φράσεις όπως ΕΣ ΣΑΝΙΔΙ (ΕΝ ΣΑΝΙΔΙ) ή Ε ΣΤΕΛΕΙ (ΕΝ ΣΤΕΛΕΙ).
Δύο υγρά: [r] (ἄριστος), [l] (λύω). Για το γράμμα ρ ο Πλάτων λέει ότι «η γλώσσα πάλλεται πάρα πολύ». Ξέρουμε ότι προφερόταν άηχο σε ορισμένες θέσεις. Στην αρχή λέξης για παράδειγμα δασυνόταν, γι' αυτό και στη σημερινή γραφή της αρχαίας γλώσσας εμφανίζεται με δασεία ῥέει, ενώ στα λατινικά η λέξη ῥήτωρμεταφέρεται ως rhetor. Τέτοια είναι η προφορά του rσε αγγλικές λέξεις όπως try, creep, pray. Όταν ήταν διπλό δασυνόταν μόνο το πρώτο, γι' αυτό και οι βυζαντινοί γράφουν αρκτικό ρ με δασεία και εσωτερικό με ψιλή.
Στην αρχαιότατη ελληνική υπήρχε επίσης το δίγαμμα που προφερόταν σαν ένας δασύς χειλοουρανικός φθόγγος [w]. Το δίγαμμα έχει εξαφανιστεί στην αττική διάλεκτο της κλασικής περιόδου. Όταν εκλείπει, από το αρκτικό δασύ [w] μένει μόνον η δασύτητα, π.χ. ἡδύς (που σχετίζεται ετυμολογικά με το αγγλικό sweet). Το δίγαμμα είναι σημαντικό στη μετρική, π.χ. για τα ομηρικά έπη, παρόλο που είναι ήδη υπό εξαφάνιση «κατά την πορεία της επικής γλώσσας» (Chantraine 1968-1980, 1ος τόμ., 153). Στις αρχαιότερες αττικές επιγραφές εμφανίζεται και το κόππα. Συμβόλιζε ένα ουρανικό κλειστό σύμφωνο που πρέπει να αρθρωνόταν στο πίσω μέρος του ουρανίσκου.
Γράφονται, τέλος, διπλά σύμφωνα στην αρχαία ελληνική (ἄλλος) που συμβολίζουν διπλή προφορά, δηλαδή ένα μακρό φθόγγο (όπως σε σημερινές διαλέκτους της ελληνικής, όπως στα κυπριακά και γλώσσες όπως η ιταλική (π.χ. στη λέξη nonno). Τα διπλά σύμφωνα ξεχωρίζουν λέξεις μεταξύ τους, π.χ. ὄρρος σημαίνει 'γλουτός', ενώ ὄρος σημαίνει 'βουνό'.
5. Ο τόνος
Οι κύριες διαφορές στην προφορά αρχαίων και νέων ελληνικών εντοπίζονται τόσο στα φωνήεντα (διάκριση μακρών-βραχέων και διαφορετικές θέσεις παραγωγής) όσο και στα σύμφωνα (δασέα κλειστά, δάσυνση [h], διπλά σύμφωνα [ll]. Μεγάλη διαφορά υπάρχει όμως και στον τόνο, τον οποίο δεν συζητήσαμε ακόμη. Σημειώνουμε ότι στη νεοελληνική ο τόνος είναι δυναμικός, δηλαδή οι τονισμένες συλλαβές παράγονται με μεγαλύτερη ενέργεια και ο αέρας βγαίνει με μεγαλύτερη δύναμη, χωρίς όμως να αλλάζει το ύψος της φωνής. Αντίθετα, στην αρχαία γλώσσα ο βασικός τόνος ήταν μελωδικός (προσωδιακός). Αυτό σημαίνει ότι σε κάποιες συλλαβές (μέσα σε κάθε λέξη) η φωνή «ανέβαινε», ακριβώς όπως ανεβαίνει ο τόνος της φωνής όταν κάνουμε ερώτηση στη νεοελληνική. Σε διαφορετικές συλλαβές άλλων λέξεων, η φωνή πρώτα ανέβαινε και μετά κατέβαινε. Παρόμοιος προσωδιακός τόνος που χαρακτηρίζει τη λέξη, και όχι την πρόταση, ακούγεται για παράδειγμα στη νορβηγική. Αυτή την κατάσταση επιχειρεί να αποδώσει η σημερινή γραφή της αρχαίας ελληνικής με τη χρήση των τονικών σημείων. (Τόνοι και πνέυματα)
Σημαντική είναι στην αρχαία ελληνική η ποσότητα της συλλαβής και η μετρική ποικιλία. Η συλλαβή με μακρό φωνήεν είναι «βαριά», π.χ. οι πρώτες συλλαβές στα λήγω, πλῆκτρον. Στη συλλαβή με βραχύ φωνήεν η ποσότητα εξαρτάται από την κατάληξή της. Αν λήγει σε φωνήεν είναι «ελαφριά», όπως η πρώτη συλλαβή στο λέγω, για παράδειγμα. Αν όμως λήγει σε σύμφωνο είναι βαριά, όπως η πρώτη συλλαβή στο λεκτός. Σημειώνουμε ότι τόσο η ποσότητα των συλλαβών όσο και το μήκος των φωνηέντων δεν ήταν απλά θέμα διάρκειας. Η βαριά συλλαβή σπλήν διαρκούσε περισσότερο από τη συλλαβή ἤ που είναι επίσης βαριά, ενώ η ελαφριά πρώτη συλλαβή στο ὁδός διαρκούσε λιγότερο από την πρώτη του στρόφος που είναι επίσης ελαφριά.
6. H προφορά της αρχαίας ελληνικής στους νεότερους χρόνους
Οι λόγιοι της βυζαντινής περιόδου (Μάξιμος Πλανούδης 1300 μ.Χ.) επισημαίνουν πως δεν είναι δυνατόν να προφέρονταν στην αρχαιότητα με τον ίδιο τρόπο τόσο διαφορετικά σύμβολα, όπως για παράδειγμα τα απλά γράμματα ή τα δίγραφα ι, η, υ, ει, οι, υι που αντιπροσώπευαν πλέον τον ίδιο φθόγγο. Αυτή η παρατήρηση σημαίνει ότι ήδη οι Βυζαντινοί διάβαζαν τα αρχαία κείμενα όπως περίπου και εμείς σήμερα. Στα 1500 μ.Χ. όμως, όταν φιλοξενείται στη Νεακαδημία (ακαδημία φιλολόγων στη Βενετία) ο ολλανδός ανθρωπιστής Έρασμος (όπως αποδόθηκε στα ελληνικά το λατινικό Desiderius, που μεταφράζει το ολλανδικό του όνομα Geert Geerts), o ιδρυτής της Aldus Manutius έχει εντοπίσει το ηχομιμητικό βή, βή και συμπεραίνει πως διάφορα γράμματα προφέρονταν στην αρχαιότητα διαφορετικά απ' ό,τι στην εποχή του. Ο Έρασμος αναλαμβάνει λοιπόν και εκπονεί μελέτη για το θέμα αυτό που δημοσιεύεται στην Ελβετία το 1528. Στις προτάσεις του στηρίχτηκε η πρακτική που επικράτησε για την ανάγνωση των αρχαίων κειμένων στα ευρωπαϊκά σχολεία (εκτός της Ελλάδας) από τον 19ο αιώνα και μετά. Σημειώνουμε ότι σήμερα η ερασμιακή προφορά παρουσιάζει προσαρμογή στις διάφορες τοπικές γλώσσες των χωρών όπου χρησιμοποιείται, αλλά ακολουθούνται συνολικά οι εξής συμβάσεις:
Τα φ, θ, χ δεν διαβάζονται ως δασέα, αλλά ως [f, t, k]. (στην Αγγλία το θ διαβάζεται όπως και στην Ελλάδα)
Τα β, δ, γ διαβάζονται [b, d, g]
Το ζ διαβάζεται [ts], [dz] ή [z]
Τα φωνήεντα δεν διακρίνονται σε μακρά και βραχέα.
Το η διαβάζεται [e] ή [ε].
Οι δίφθογγοι διαβάζονται με φωνήεν + ημίφωνο εκτός του ου (που διαβάζεται [u]).
Oι έλληνες γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η χρήση της νεοελληνικής προφοράς στην ανάγνωση των αρχαίων κειμένων διευκολύνει τους μαθητές των ελληνικών σχολείων, αλλά ότι είναι αναγκαίο να εξηγείται το φωνητικό και το φωνολογικό σύστημα της αρχαίας ελληνικής και η εξέλιξή του. Επισημαίνουν ότι αυτό πρώτον θα συμβάλει στην κατανόηση του γραμματικού συστήματος και δεύτερον θα δώσει ακριβέστερη εικόνα της αρχαίας γλώσσας (Πετρούνιας 2001δ)
Βιβλιογραφία
ALLEN, W. S. 1965. Vox Latina: A Guide tο the Pronunciation of Classical Latin. Cambridge: Cambridge University Press.
---. [1968] 1987. Vox Graeca: A Guide to the Pronunciation of Classical Greek. 3η έκδ. Cambridge: Cambridge University Press. Ελληνική μτφρ. Μ. Καραλή & Γ. Μ. Παράσογλου με τίτλο Vox Graeca: Η προφορά της ελληνικής την κλασική εποχή (Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], 2000).
ANTONOPOULOU, E. & S. PAGONI-TETLOW. 2004. The Sounds of English: Units and Patterns. Potters Bar, Herts.: JRT Systems.
BLASS, f. 1883. Ober die Aussprache des Griechischen. 3η έκδ. Βερολίνο: Wiedmannsche Buchhandlung.
BROWNING, r. 1969. Medieval and Modern Greek. Λονδίνο: Hutchinson. 2η έκδ. 1983. Mτφρ. Δ. Σωτηρόπουλος με τίτλο Η ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα (Αθήνα: Παπαδήμας, 1972).
CHANTRAINE, p. 1968-1980. Dictionnaire étymologique de lα langue grecque. Histoire des mots. 2 τόμ. Παρίσι: Klincksieck.
COULMAS, F. 1981. Uber Schrifi. Φρανκφούρτη: Suhrkamp.
CRUTTENDEN, A. επιμ. 1994. Gimson's Introduction to the Pronunciation of English. Λονδίνο: Edward Arnold.
DEBRUNNER, α. & Α. SCHERER. 1969. Geschichte der griechischen Sprache. 2ος τόμ., Grundfragen und Grundzüge des nachklassichen Griechisch. Βερολίνο: De Gruyter. Mτφρ. Χ. Συμεωνίδης με τίτλο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, 2ος τόμ., Βασικά ζητήματα και γνωρίσματα της μετακλασικής ελληνικής (Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 1983).
INTERNATIONAL PHONETIC ASSOCIATION. [1949] 1996. The Principles of the International Phonetic Association UFA. Λονδίνο.
KOHLER, K. J. 1977. Einführung in die Phonetik des Deutschen. Grundlagen der Germanistik 20. Βερολίνο: Schmidt.
LADEFOGED, P. 2001. Vowels and Consonants: An Introduction to the Sounds of Languages. Malden MA & Οξφόρδη: Blackwell.
LAUM, B. 1928. Das alexandrinisches Akzentuationssystem unter Zugrundelegung der theoretischen Lehren der Grammatiker und mit Heranziehung der praktischen Verwendung in den Papyri. Paderborn: Schöningh. Ανατύπωση, Νέα Υόρκη & Λονδίνο: Johnson Reprint, 1968.
LUPAŞ, L. 1972. Phonologie du grec attique. Χάγη & Παρίσι: Mouton.
STOLL, H. a. 1962. Erasmisches und Reuchlinisches Griechisch? Στο Rennaissance und Humanismus in Mittel - und Osteuropa: eine Sammlung von Materialien, επιμ. G. Bockisch, 89-97. Schriften der Sektion für Altertumswissenschaft, Deutsche Akademie der Wissenschaften zu Berlin 32 (1). Βερολίνο: Akademie-Verlag.
SOMMERSTEIN, a. H. 1973. The Sound Pattern of Ancient Greek. Philological Society 23. Οξφόρδη: Blackwell.
STRAKA, G.1965. Album phonétique. Quebec: Les Presses de l'Université Laval.
TEODORSSON, s.-T. 1974. The Phonemic System of the Attic Dialect 400-340 B.C. Studia Graeca et Latina Gothoburgensia 32. Lund: Acta Universitatis Gothoburgensis.
---. 1977. The Phonology of Ptolemaic Koine. Studia Graeca et Latina Gothoburgensia 36. Lund: Acta Universitatis Gothoburgensis.
---. 1978. The Phonology of Attic in the Hellenistic Period. Studia Graeca et Latina Gothoburgensia 40. Uppsala: Acta Universitatis Gothoburgensis.
THREATTE, L. 1980. The Grammar of Attic Inscriptions. 1ος τόμ., Phonology. Βερολίνο & Νέα Υόρκη: De Gruyter.
ΠΕΤΡΟΥΝΙΑΣ, Ε. 2001α. Η προφορά της αρχαίας ελληνικής: Τεκμήρια και υποθέσεις. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 410-420.
---. 2001β. Η προφορά της κλασικής ελληνικής. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 402-409.
---. 2001γ. Εξέλιξη της προφοράς κατά την ελληνιστική εποχή. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 442-450.
---. 2001δ. Η προφορά της αρχαίας ελληνικής στους νεότερους χρόνους. Στο ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ 2001, 947-957.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Μ. [1938] 1993. Νεοελληνική γραμματική: Ιστορική εισαγωγή. 3ος τόμ. του Άπαντα. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, Α.-Φ., επιμ. 2001. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές ως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
---. 2005. Πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά. Στο Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, 108-116. Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση 1. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].