Ο οπλαρχηγός Αναγνωσταράς στην μάχη στο Βαλτέτσι. |
«Τούτες οι μέρες, δώδεκα - δεκατρείς του Μάη, θα δοξάζονται, ως ότου το γένος μας στέκει γιατί ήτον η ελευθερία της Πατρίδος» (Κολοκοτρώνης, «Συμβάντα της Ελληνικής φυλής»).
Η σημασία της μάχης στο Βαλτέτσι είναι μεγάλη και από στρατιωτικής και από πολιτικής απόψεως. Θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος του πολεμικού οικοδομήματος του ‘21.
Ο γέρος του Μοριά θεωρούσε αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία του αγώνα την απελευθέρωση της Πελοποννήσου, την οποία χρησιμοποιώντας ως βάση και αφετηρία, θα απελευθέρωνε τις άλλες ελληνικές περιοχές.
Η πολιορκία της Τρίπολης, υπήρξε το μεγαλοφυές από πολιτικής και στρατιωτικής άποψης, σχέδιο του Κολοκοτρώνη. Στην πόλη είχε καταφύγει ο μισός τουρκικός πληθυσμός της Πελοποννήσου. Μπορούσε να κυκλωθεί εύκολα και η αδυναμία της να τροφοδοτηθεί την καθιστούσε ευάλωτη.
Μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Καρύταινας από τους Έλληνες, το σχέδιό του αυτό βρήκε την σθεναρή αντίδραση πολλών οπλαρχηγών. Βλέποντας ότι είναι ανυποχώρητοι τους φώναξε: «Δεν πάω πουθενά. Αν θέλετε εσείς τραβάτε εγώ θα μείνω εδώ όπου και τα βουνά και τα πουλιά με γνωρίζουν και αν χαθώ είναι προτιμότερο να με φάνε αυτά». Αργότερα με μεγάλη του ευχαρίστηση είδε να έρχονται κοντά του πολλοί οπλαρχηγοί.
Το πρώτο μεγάλο στρατόπεδο, υπό μορφή κλοιού, και με αρχηγό τον Πέτρο Μαυρομιχάλη ήταν πλέον πραγματικότητα.
Από την Γορτυνία εξασφαλίζει 4.000 πολεμιστές από τους καλύτερους του τόπου. Σε ελάχιστο χρόνο οργανώνει, εφοδιάζει, πειθαρχεί, γυμνάζει, εμφυσά στο στρατό του υψηλό φρόνιμα για την πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων, η οποία ασφάλισε την λευτεριά μας.
Εξασφαλίζει τον εφοδιασμό του στρατοπέδου με τρόφιμα επιστρατεύοντας τις γυναίκες των γύρω περιοχών, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ζυμώνουν, να ψήνουν και να τροφοδοτούν το στρατόπεδο με ψωμί. Άλλες πάλι δουλεύουν στην Δημητσάνα φτιάχνοντας φυσέκια.
Διαιρεί τις δυνάμεις του σε δύο σώματα. Ένα με έδρα το Χρυσοβίτσι και άλλο με έδρα την Πιάνα. Σχεδιάζει μια μάχη που να φέρει μεταβολή στον εχθρό, να τον αδυνατίσει, πριν τον κλείσει στην Τρίπολη. Ιδανική θέση γι’ αυτό είναι το Βαλτέτσι, θέση δυνατή και κοντινή, το οποίο χρησιμοποιεί ως δόλωμα.
Στην Δημητσάνα συγκαλεί το συμβούλιο των προεστών και καπεταναίων της Γορτυνίας και αποφασίζουν να βάλουν μπροστά με κάθε θυσία αυτό το σχέδιο. Προτείνει να κάνουν κλειστά ταμπούρια στα ψηλώματα του χωριού και να οχυρωθεί μέρος του στρατού σ’ αυτά, το υπόλοιπο να φυλάει και ελεύθερο να κινείται απ’ έξω. Η γνώμη του εισακούσθηκε. Έφτιαξαν τέσσερα ταμπούρια, το Μανιάτικο με τον Ηλία και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, των Μεσσηνίων με τον Κεφάλα, Παπατσώνη και Μητροπέτροβα, το Λεονταρίτικο με τον Ηλία Φλέσσα και το τέταρτο στην εκκλησία με τους Μπουραίους, μερικούς Τριπολιτσιώτες και Μανιάτες. Στα βουνά της Απάνω Χρέπας τοποθετεί φρουρές (βάρδιες) να ειδοποιούν για τις κινήσεις των Τούρκων. Τέλος, με ένα μέτρο γενικότερης στρατηγικής σημασίας, εγκαθιστά στρατόπεδο στην Κόρινθο «στο έμπα» του Μοριά, για να εμποδίσει βοήθεια των Τούρκων.
Ο Χουρσίτ από τα Γιάννενα μόλις έμαθε τα γεγονότα, δίνει εντολή στον Κιοσέ Μεχμέτ με 8.000 διαλεχτό στρατό και τον εμπειροπόλεμο Ομέρ Βριώνη να πνίξει την επανάσταση. Ο στρατός αυτός μέσω Θερμοπυλών θα σάρωνε την άλλη Ελλάδα και περνώντας τον Ισθμό θα χτυπούσε το Μοριά. Μέχρι να ετοιμάσει τον στρατό του όμως ο Κιοσέ Μεχμέτ, έστειλε από συντομότερο δρόμο το Μουσταφάμπεη με 3.500 Αρβανίτες. Αυτό που φοβόταν ο Κολοκοτρώνης είχε τελικά συμβεί από άλλο δρόμο. Ο Μουσταφάμπεης ακάθεκτος έλυσε την πολιορκία των Πατρών, του Ακροκόρινθου και Ναυπλίου. Παντού τρόμος και ανελέητες κραυγές. Στο Άργος νεαρές κοπέλες, ρίχνονται στα πηγάδια για να σωθούν από τους βιασμούς. Τα τρομερά νέα φτάνουν στο στρατόπεδο και όλοι παγώνουν. Ο Κολοκοτρώνης διαψεύδει και διατάζει να μη μιλάει κανείς γι’ αυτό. Τρώει στο Χρυσοβίτσι, κοιμάται στην Πιάνα και ξημερώνεται στο Βαλτέτσι. Ο Μουσταφάμπεης στις 30 Απριλίου μπαίνει στην Τρίπολη, σέρνοντας πίσω του πλήθος τους σκλάβους, γυναίκες, άντρες, παιδιά και πλιάτσικα. Για πολλές μέρες κράτησε το παζάρι των δύστυχων ανθρώπων που πουλιόνταν για λίγα γρόσια. Την ίδια στιγμή σάπιζαν στα μπουντρούμια οι προεστοί και οι δεσποτάδες του Μοριά.
Ο Μουσταφάμπεης αποφασίζει να βγει να χτυπήσει με 6.500 πεζούς, 1.500 ιππείς και δύο πυροβόλα. Μαζί μ’ αυτούς έχουν και τους σεΐζηδες (βοηθούς) τους με τα απαιτούμενα της εκστρατείας, ένα πλήθος που μαζί με τα κανονικά σώματα απαριθμούσε 14.000. Βγαίνοντας χαράματα από την Τριπολιτσά έκαναν στρατήγημα. Πήραν στην αρχή άλλους δρόμους, και ύστερα ξαφνικά γύρισαν κατά το Βαλτέτσι, παραπλανώντας τις βάρδιες του Κολοκοτρώνη στην Απάνω Χρέπα. «Καλά τερτιπλής και πολεμικός», καθώς λέγει ο Κολοκοτρώνης, θέλησε να σπάσει τον κλοιό των επαναστατών και με μεγάλη δύναμη επιτίθεται κατά των Μανιατών. Οι Μανιάτες απέκρουσαν όλες τις επιθέσεις και έδωσαν την ευκαιρία στον Κολοκοτρώνη που ήταν στο Χρυσοβίτσι και τον Πλαπούτα στην Πιάνα να κυκλώσουν απ’ έξω τον εχθρό. Επί δυόμιση ώρες κρατάει άγριο τουφεκίδι. Οι Τούρκοι σημαιοφόροι πέφτουν νεκροί μπροστά στα ταμπούρια, στην προσπάθειά τους να στήσουν τα μπαϊράκια τους. Πλήθος από τα γύρω χωριά, γέροντες, γυναίκες, παιδιά έχουν πιάσει τα γύρω υψώματα μέσα σε βροντές και καπνούς και ως χορός αρχαίας τραγωδίας φωνάζουν: «Κύριε, βοήθα τους Χριστιανούς».
Ο Πλαπούτας φτάνει λαχανιασμένος μετά το μεσημέρι, επειδή οι πληροφορίες των φρουρών ήταν αντιφατικές και ρίχνεται στην μάχη. Ο Μουσταφάμπεης βρίσκεται κυκλωμένος από τρείς μεριές. Τον χτυπούν από μπροστά το μανιάτικο ταμπούρι, με τον Ηλία και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, από τις πλάτες το Λιονταρίτικο με τον Ηλία Φλέσσα, από το βορινό ο Κολοκοτρώνης και από την βορειοανατολική πλευρά ο Πλαπούτας.
Ο ήλιος αρχίζει να δύει και οι Τούρκοι δεκατισμένοι δεν έχουν κερδίσει τίποτα. Αυτή την στιγμή αρχίζουν να έρχονται από τα χωριά άντρες και γυναίκες ψυχωμένες, με φορτώματα πολλά, ψωμί, νερό, ψητά και μπαρουτόβολα. Την κρίσιμη αυτή στιγμή ο Κολοκοτρώνης αποφασίζει τόλμημα, όχι στρατηγού, μα προσωπικής παλικαριάς, το μεγαλύτερο από όσα είχε κάνει στην ζωή του. Συγκεντρώνει τα εφόδια στην δυτική πλευρά του Βαλτετσίου, θέση όπου πολεμούσε με λύσσα ο ανθός του στρατού των Τούρκων και με 60 διαλεχτά παλικάρια μαζί με τον Πλαπούτα επιχειρεί γιουρούσι πάνω στην γραμμή εφόδου των Τούρκων. Μπαίνει με επιτυχία στο Βαλτέτσι και εφοδιάζει με πολεμοφόδια και τρόφιμα τους κλεισμένους. Εμψυχώνει τους αγωνιστές και επιστρέφει με επιτυχία στην θέση του. Η μάχη κρατάει γερά όλη την νύχτα. Τα χαράματα οι Τούρκοι ρίχνονται με μανία στο ταμπούρι των Μεσσηνίων του Μητροπέτροβα. Ο παλιός γερο-κλέφτης – εβδομήντα κι απάνω – έγραψε εκεί έπος που θα δοξάζει την Μεσσηνία στους αιώνες. Ορθός πολεμούσε και για να μη χασομεράει του γέμιζαν τουφέκια και του τα έδιναν το ένα πίσω από το άλλο. Αυτός σημάδευε και έριχνε αδιάκοπα. Δεν λάθευε κανέναν.
Έχει ξημερώσει πια όταν βλέπουν πως οι Τούρκοι στέλνουν σινιάλα για υποχώρηση. Οι σκοπιές τους, ειδοποιούν πως έρχονται κι άλλοι Έλληνες προς βοήθεια από τα Βέρβενα. Πράγματι είναι ο Νικηταράς με τα παλικάρια του, μαζί και ο γιός του Κολοκοτρώνη, ο Γιάννης. Φθάνοντας στα Βέρβενα ακούν την μάχη στο Βαλτέτσι και μετά από νυχτοπορεία τραβούν ολόισα στο Βαλτέτσι. Είχαν φτάσει στην λίμνη Τάκα, όταν τους είδαν οι σκοπιές των Τούρκων. Οι Τούρκοι τρέπονται σε φυγή αφήνοντας πίσω τους νεκρούς, τραυματίες, κανόνια. Οι απώλειες των Ελλήνων είναι πολύ λίγες.
Όταν και ο τελευταίος Τούρκος χάθηκε στον ορίζοντα τα παλικάρια φορτωμένα άρματα κύκλωσαν τον αρχηγό της νίκης. Ανέβηκε σε μία πέτρα ξεσκούφωτος και οι άλλοι έβγαλαν τα φέσια τους: «Έλληνες!» είπε με βροντερή φωνή. «Τούτες οι μέρες, δώδεκα – δεκατρείς του Μάη, θα δοξάζονται στους αιώνες αιώνων, ως ότου το γένος μας στέκει γιατί ήτον η ελευθερία της πατρίδος. Είναι δόξα δική σας και του γένους, όπου με 23 ώρες αδιάκοπο πόλεμο βαστάξατε την Τουρκιά και πατήσατε τον περήφανο αγά για πάντα. Γιατί πάει αυτός και πουθενά. Δεν θα σταθεί πια. Μα πρώτα είναι δόξα του Θεού μεγάλη αυτό που γίνηκε γιατί οργίστει τον μουρτάτη για την πολλή την ανομία, το άδικο, το αίμα και την τυραννία του ραγιά. Και σήκωσε τον αδύνατο, εμάς, για να τον ταπεινώσει και να κάμει την δικαιοσύνη του. Γι’ αυτό, σας λέω, σήμερα, για να τον δοξολογήσουμε πρέπει όλοι να νηστέψουμε. Και να νηστεύουμε πάντα τέτοια μέρα. Ζήτω το Γένος!»
Οι Έλληνες μετά την μάχη στο Βαλτέτσι πήραν θάρρος. Η πίστη του Κολοκοτρώνη γίνηκε δική τους. Στο πρόσωπο του 52χρονου τότε Κολοκοτρώνη έβλεπαν πλέον τον αναμφισβήτητο πολεμικό ηγέτη της Πελοποννήσου. Όταν έφτασαν στο Χρυσοβίτσι και την Πιάνα τον άκουσαν να λέει στους καπεταναίους: «Ο Θεός υπόγραψε την ελευθερία της Ελλάδας δεν θα πάρει πίσω την υπογραφή του». Σ’ αυτό το μεγάλο συμβόλαιο πίστευαν τώρα, μ’ όλη την δύναμη της καρδιάς τους. Ένιωθαν βαθιά πως η λευτεριά τους, τόσο πιο γλυκιά κι απ’ την ζωή την ίδια, ήτανε θέλημα Κυρίου. Πριν άκουγαν «Τούρκοι έρχονται» και κοίταζαν πώς να φύγουν. Τώρα όλοι ρωτούσαν «Πού είναι οι Τούρκοι;» για να πάνε να τους χτυπήσουν।
Πηγή
http://www.metopo.gr/article.php?id=3804
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου