Η έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει την Κύπρο και τον Κυπριακό λαό σε μια περίεργη κατάσταση και ενώπιον σοβαρού διλήμματος.
Το αποικιοκρατικό καθεστώς των Βρετανών έδειχνε το πιο σκληρό του πρόσωπο με τα μέτρα που υιοθέτησε ύστερα από τα Οκτωβριανά και που διαμόρφωσαν αυτό που ονομάστηκε παλμεροκρατία, από το μετέπειτα κυβερνήτη Πάλμερ.
Στις 22 Οκτωβρίου του 1931 η αποικιοκρατική κυβέρνηση έθεσε σε ισχύ «Κανονισμούς περί αμύνης της Κύπρου». Μεταξύ άλλων:
Ο Κυβερνήτης αναλάμβανε έκτακτες εξουσίες που του έδιναν το δικαίωμα να εξορίζει Κυπρίους, να διορίζει λογοκριτές κ.λπ.
Δινόταν η εξουσία σε οποιοδήποτε όργανο της τάξεως να συλλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο.
Γίνονταν αντικείμενο αυστηρού ελέγχου οι αφίξεις και αναχωρήσεις.
Επεβλήθη λογοκρισία στις εφημερίδες, στο ταχυδρομείο και το τηλεγραφείο.
Απαγορευόταν η συνάθροιση πέραν των πέντε ατόμων και δινόταν εξουσία σε οποιοδήποτε κυβερνητικό όργανο να διαλύει συναθροίσεις.
Απαγορευόταν η έκδοση και κυκλοφορία εντύπων χωρίς γραπτή άδεια.
Πρόσθετοι κανονισμοί δημοσιεύθηκαν στις 27 Οκτωβρίου, αλλά και στη συνέχεια προς συμπλήρωση του δικτατορικού πλαισίου, το οποίο επίσης περιελάμβανε:
Απαγόρευση ανάρτησης ή εμφάνισης Ελληνικής σημαίας.
Διάλυση οργανώσεων και σωματείων, καθώς και έλεγχο στη λειτουργία άλλων
Απαγόρευση ύπαρξης και δράση πολιτικών κομμάτων
Μέσα σ’ αυτό το σκληρό δικτατορικό καθεστώς οι Κύπριοι εκαλούντο να συνδράμουν τον αγώνα της ανθρωπότητας εναντίον του χιτλεροφασισμού, αγωνιζόμενοι στο πλευρό των κατακτητών και καταπιεστών τους.
Προς την κατεύθυνση αυτή μάλιστα οι Βρετανοί επικαλούμενοι τα πατριωτικά αισθήματα των Κυπρίων απευθύνθηκαν σ’ αυτούς καλώντας τους να ενταχθούν στο υπό δημιουργία Κυπριακό Σύνταγμα το οποίο υπό Βρετανική διοίκηση θα ελάμβανε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Στο βιβλίο του «Το ΟΧΙ της Κύπρου το ’40», ο Κορνήλιος Χατζηκώστας γράφει:
Τον Οκτώβριο του 1939, δηλαδή ένα μήνα μετά την έκρηξη του πολέμου, άρχισε η συγκρότηση του Κυπριακού Συντάγματος, στο οποίο εντάχθηκε αριθμός Κυπρίων, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Η μαζική συμμετοχή τους, όμως, σ' αυτό έγινε μετά την είσοδο της Ελλάδος, της μητέρας-πατρίδας, στον πόλεμο. Τότε, οι κάτοικοι του νησιού, μετά και την παρότρυνση του Αρχιεπισκόπου Λεοντίου, συνέρρευσαν μαζικά και πύκνωσαν εθελοντικά τις τάξεις του Κυπριακού Συντάγματος, της στρατιωτικής δυνάμεως, υπό τη διοίκηση των Άγγλων, η οποία έλαβε μέρος στον πόλεμο σε διάφορα μέτωπα και στην Ελλάδα.
Το αποικιοκρατικό καθεστώς των Βρετανών έδειχνε το πιο σκληρό του πρόσωπο με τα μέτρα που υιοθέτησε ύστερα από τα Οκτωβριανά και που διαμόρφωσαν αυτό που ονομάστηκε παλμεροκρατία, από το μετέπειτα κυβερνήτη Πάλμερ.
Στις 22 Οκτωβρίου του 1931 η αποικιοκρατική κυβέρνηση έθεσε σε ισχύ «Κανονισμούς περί αμύνης της Κύπρου». Μεταξύ άλλων:
Ο Κυβερνήτης αναλάμβανε έκτακτες εξουσίες που του έδιναν το δικαίωμα να εξορίζει Κυπρίους, να διορίζει λογοκριτές κ.λπ.
Δινόταν η εξουσία σε οποιοδήποτε όργανο της τάξεως να συλλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο.
Γίνονταν αντικείμενο αυστηρού ελέγχου οι αφίξεις και αναχωρήσεις.
Επεβλήθη λογοκρισία στις εφημερίδες, στο ταχυδρομείο και το τηλεγραφείο.
Απαγορευόταν η συνάθροιση πέραν των πέντε ατόμων και δινόταν εξουσία σε οποιοδήποτε κυβερνητικό όργανο να διαλύει συναθροίσεις.
Απαγορευόταν η έκδοση και κυκλοφορία εντύπων χωρίς γραπτή άδεια.
Πρόσθετοι κανονισμοί δημοσιεύθηκαν στις 27 Οκτωβρίου, αλλά και στη συνέχεια προς συμπλήρωση του δικτατορικού πλαισίου, το οποίο επίσης περιελάμβανε:
Απαγόρευση ανάρτησης ή εμφάνισης Ελληνικής σημαίας.
Διάλυση οργανώσεων και σωματείων, καθώς και έλεγχο στη λειτουργία άλλων
Απαγόρευση ύπαρξης και δράση πολιτικών κομμάτων
Μέσα σ’ αυτό το σκληρό δικτατορικό καθεστώς οι Κύπριοι εκαλούντο να συνδράμουν τον αγώνα της ανθρωπότητας εναντίον του χιτλεροφασισμού, αγωνιζόμενοι στο πλευρό των κατακτητών και καταπιεστών τους.
Προς την κατεύθυνση αυτή μάλιστα οι Βρετανοί επικαλούμενοι τα πατριωτικά αισθήματα των Κυπρίων απευθύνθηκαν σ’ αυτούς καλώντας τους να ενταχθούν στο υπό δημιουργία Κυπριακό Σύνταγμα το οποίο υπό Βρετανική διοίκηση θα ελάμβανε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Στο βιβλίο του «Το ΟΧΙ της Κύπρου το ’40», ο Κορνήλιος Χατζηκώστας γράφει:
Τον Οκτώβριο του 1939, δηλαδή ένα μήνα μετά την έκρηξη του πολέμου, άρχισε η συγκρότηση του Κυπριακού Συντάγματος, στο οποίο εντάχθηκε αριθμός Κυπρίων, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Η μαζική συμμετοχή τους, όμως, σ' αυτό έγινε μετά την είσοδο της Ελλάδος, της μητέρας-πατρίδας, στον πόλεμο. Τότε, οι κάτοικοι του νησιού, μετά και την παρότρυνση του Αρχιεπισκόπου Λεοντίου, συνέρρευσαν μαζικά και πύκνωσαν εθελοντικά τις τάξεις του Κυπριακού Συντάγματος, της στρατιωτικής δυνάμεως, υπό τη διοίκηση των Άγγλων, η οποία έλαβε μέρος στον πόλεμο σε διάφορα μέτωπα και στην Ελλάδα.
Κύριο σύνθημα για τη συστράτευση των Κυπρίων ήταν το ελληνοπρεπέστατο, χρησιμοποιηθέν από τους Βρετανούς, γνωμικό «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης», καθώς και το εύηχο σύνθημα «πολεμώντας για την ελευθερία των λαών, πολεμάτε για τη δική σας ελευθερία».
Αυτή βεβαίως ήταν και η μεγάλη προσδοκία των Κυπρίων. Ότι δηλαδή, με τη λήξη του πολέμου, με τη νίκη κατά του Ναζισμού, θα ακολουθούσε η ελευθερία της Κύπρου, όπως άλλωστε υποσχέθηκαν και οι Βρετανοί αποικιοκράτες.
Με τη λήξη του πολέμου όμως οι Βρετανοί, αγνοώντας τις υποσχέσεις τους, απέρριψαν οποιαδήποτε συζήτηση για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, φέρνοντας στο προσκήνιο την πρόταση της για «Σύνταγμα Αυτοκυβέρνησης», με ανακοίνωση του Υπουργού επί των αποικιών στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 23 Οκτωβρίου 1946.
Η ανακοίνωση περιελάμβανε και τα εξής:
Η Κυβέρνησις της Α.Μ έθεσε προσφάτως υπό ανασκόπησιν το ζήτημα της μελλοντικής πολιτικής της εν σχέσει με την Κύπρο, προς τον σκοπόν της επιδιώξεως ευκαιριών διά την εγκαθίδρυσιν ενός περισσότερα φιλελεύθερου και προοδευτικού καθεστώτος εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της νήσου.
Προς τον σκοπόν αυτόν προτίθεμαι να καλέσω τον κυβερνήτην της Κύπρου, όστις συμφωνεί πλήρως προς την πολιτικήν αυτήν, όπως συγκαλέσει μίαν Διασκεπτικήν Συνέλευσιν εξ αντιπροσωπευτικών στοιχείων εν τη νήσω, δια να μελετήσει την διατύπωσιν προτάσεων διά συνταγματικήν μεταρρύθμισιν, συμπεριλαμβανομένης και της εγκαθιδρύσεως ενός κεντρικού Νομοθετικού. Ελπίζεται ότι το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία ενός Συμβουλίου το οποίον θα φέρει τον αντιπροσωπευτικόν Κυπριακόν λαόν εν πλήρει συσκέψει μετά της κυβερνήσεως, δια την διεξαγωγήν των τοπικών των υποθέσεων.
Η εξαγγελία των Βρετανικών προθέσεων προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις στην Κύπρο.
Με ψήφισμα της προς τον Πρωθυπουργό της Βρετανίας η Εθναρχία της Κύπρου τόνιζε ότι:
Ο Κυπριακός λαός αποκρούει κατηγορηματικώς και μετ’ αγανακτήσεως οιανδήποτε άλλην λύσιν του ζητήματος του, ήτις δεν θα του απέδιδε την εθνικήν αυτού ελευθερίαν δια της ενσωματώσεως της νήσου μετά του ελληνικού κράτους, όπερ αποτελεί την μοναδικήν αυτού αξίωσιν και πόθον.
Από την πλευρά του, το ΑΚΕΛ εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία τόνιζε:
Οι Βρετανικές αποφάσεις δεν μπορούν με κανένα τρόπο να ικανοποιούν ένα λαό που τη μοναδική οριστική λύση του προβλήματος του βλέπει μόνο την ένωση με την Ελλάδα. Η Βρετανική ενέργεια και τα Βρετανικά σχέδια δεν μπορούν παρά σκοπό τους νάχουν, μάταια πάντα, την απόσπαση της προσοχής του λαού μας από το κέντρο της εθνικοαπελευθερωτικής ενωτικής του προσήλωσης.
Ύστερα από την εξέλιξη αυτή Κυπριακή αντιπροσωπεία, υπό τον Αρχιεπίσκοπο Λεόντιο, μεταβαίνει στην Αθήνα και το Λονδίνο με στόχο την προώθηση του αιτήματος της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Η υποδοχή που επεφυλάχθη στην Αθήνα ήταν μάλλον επιφυλακτική και συγκρατημένη.
Ο Αντιπρόεδρος της Ελληνικής κυβέρνησης Στυλιανός Γονατάς ξεκαθάρισε στην αντιπροσωπεία ότι η Ελλάδα δεν θα αναλάμβανε οποιαδήποτε πρωτοβουλία λόγω της εσωτερικής κατάστασης αλλά και της εξωτερικής βοήθειας την οποία η χώρα είχε ανάγκη.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου θεωρούσε άκαιρη και επιζήμια την ανακίνηση του Κυπριακού, ενώ άλλοι ηγέτες της αντιπολίτευσης τάχθηκαν στο πλευρό των Κυπρίων.
Στο Λονδίνο η κυπριακή αντιπροσωπεία κατόρθωσε να γίνει δεκτή από τον Υπουργό Αποικιών Κρίνιτς Τζόουνς στις 7 Φεβρουαρίου 1947. Ο Βρετανός Υπουργός ξεκαθάρισε ότι:
Η Βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ήδη την πολιτική της στη Βουλή. Δεν μελετά θέμα μεταβολής του καθεστώτος της νήσου και η αξίωση για ένωση αποτελεί θέμα μεταβολής του καθεστώτος της νήσου.
Εν τω μεταξύ, στην Ελλάδα με την αλλαγή κυβέρνησης διαφοροποιείται και η στάση της χώρας σε σχέση με το Κυπριακό. Στις 27 Ιανουαρίου ο Πρωθυπουργός Μάξιμος, στις προγραμματικές του δηλώσεις ανέφερε, ανάμεσα σ’ άλλα:
Η κυβέρνηση ομιλούσα περί των εθνικών θεμάτων αποβλέπει μετά συγκινήσεως εις την μεγαλόνησον, της οποίας παραμένουν ακλόνητοι οι δεσμοί με την μητέρα Ελλάδα και της οποίας οι πόθοι ευρίσκουν βαθειάν ανταπόκρισιν εις την συνείδησιν του έθνους.
Το Κυπριακό παραμένει ζωντανό και ανακινείται συνεχώς, με αποτέλεσμα στις 28 Φεβρουαρίου η Βουλή των Ελλήνων να εγκρίνει ψήφισμα για την Κύπρο:
Η Δ’ Συνέλευσις των Ελλήνων θεωρούσα ότι εισήλθομεν εις την περίοδον της ιστορικής διαμορφώσεως του μεταπολεμικού κόσμου και ότι επέστη ο χρόνος δια την ευτυχή διευθέτησιν και του ιερού εθνικού αιτήματος της ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος, απευθύνεται προς τον ευγενή και γενναίον λαόν της Μεγάλης Βρετανίας, με τον οποίον ο Ελληνικός λαός υπήρξε πάντοτε πιστός σύντροφος εις τους καιρούς της δοκιμασίας και εκφράζει την πεποίθησιν ότι το εθνικόν τούτο αίτημα θα εύρη την πλήρη αυτού ικανοποίησιν. Η προσθήκη και της νέας αυτής φιλικής και γενναιόφρονος εκδηλώσεως της Μεγάλης Βρετανίας θα προκαλέσει την αιωνίαν ευγνωμοσύνην του ελληνικού έθνους. Η συνέλευσις εμπιστεύεται την ευτυχή έκβασιν του εθνικού τούτου θέματος εις τας φιλικάς διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και της κυβερνήσεως της φίλης και συμμάχου Μεγάλης Βρετανίας.
Στις 27 Μαρτίου φθάνει στην Κύπρο ο κυβερνήτης Λόρδος Ουίνστερ και στις 5 Απριλίου ανακοινώνει την απόφαση του να συγκαλέσει Διασκεπτική σύσκεψη.
Εφιστώ την προσοχήν σας εις μίαν δήλωσιν πολιτικής γενομένην υπό της κυβερνήσεως της Αυτού Μεγαλειότητος: Ο Υπουργός των αποικιών κατά την 11η παρελθόντος Δεκεμβρίου περί του μελλοντικού καθεστώτος της Κύπρου είπε ότι δεν πρόκειται να υπάρξει μεταβολή εις το καθεστώς της νήσου. Η δήλωσις αυτή επιβεβαιώνει την πολιτικήν διαδοχικών Βρετανικών κυβερνήσεων, η οποία είναι ότι η Κύπρος θα παραμένει υπό Βρετανικήν κυριρχίαν κοινοπολιτείας. Δεν υπάρχει αλλαγή εις την πολιτικήν αυτήν, η οποία συμβαδίζει με το πρόγραμμα αναπτύξεως περί του οποίου ομίλησα και με τον σκοπόν της εγκαθιδρύσεως φιλελευθέρου και προοδευτικού καθεστώτος εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της νήσου και της παραγωγής και της ευημερίας της.
Στις 9 Ιουλίου ο Κυβερνήτης ανακοινώνει την απόφαση του για σύγκλιση της Διασκευαστικής, μιας Συμβουλευτικής Συνέλευσης, κατά τον ίδιο, στην οποία θα καλούσε 30 άτομα τα οποία θα κληθούν να υποβάλουν προτάσεις για τη δημιουργία καταλληλότερου συνταγματικού μηχανισμού για τη μελλοντική διαχείριση των υποθέσεων της νήσου.
Οι κινήσεις των Βρετανών με επίκεντρο τη Διασκεπτική οδήγησαν στη διάσπαση της Εθναρχίας με το Συνασπισμό της ευρύτερης αριστεράς.
Η απάντηση της εθναρχίας δόθηκε στις 12 Ιουλίου μέσω διαγγέλματος του Λεοντίου.
Η κρατούσα δύναμις αντί της ενώσεως, προσφέρει αυτή εις τον κυπριακόν λαόν την μάχαιραν ίνα ούτος, με τας ιδίας του τας χείρας, σφαγιάσει το εθνικόν αυτόν δίκαιον.
Διαφορετική ήταν η θέση της παράταξης Εθνικής Συνεργασίας (αριστερά) η οποία κάλεσε τα μέλη της, που κλήθηκαν, να συμμετάσχουν στη Διασκεπτική. Απόφαση η οποία από πλευράς Εθναρχίας χαρακτηρίστηκε προδοτική.
Η τελετουργική συνεδρία της Διασκεπτικής πραγματοποιήθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1947 και οι εργασίες της από τις 7-18 του ιδίου μήνα.
Η αντιπροσωπεία της αριστεράς κατέθεσε έγγραφο στο οποίο αναφερόταν:
Το προτιθέμενον σύνταγμα δέον να προνοεί περί ενασκήσεως της μεν νομοθετικής εξουσίας υπό βουλής εξ ολοκλήρου αρεστής, εκάστης κοινότητος εκλεγούσης δια γενικής ψηφοφορίας αριθμόν Βουλευτών, ανάλογον προς τον πληθυσμόν της, με πλήρη εξουσίαν να νομοθετεί επί πάντων των ζητημάτων των αφορώντων τας εσωτερικάς υποθέσεις της νήσου, με την συνταγματικήν επιφύλαξιν της εγκρίσεως των ούτω ψηφιζομένων νομοσχεδίων υπό του εκπροσώπου του στέμματος και με τας περαιτέρω επιφυλάξεις δια νομοσχέδια επηρεάζοντας συνθήκας και συμφωνίας της Μεγάλης Βρετανίας μετ’ άλλων κρατών και δια νομοθετήματα αφορώντα την παιδείαν και τα θρησκεύματα των μειονοτήτων συμπεριλαμβανομένης και της θρησκευτικής περιουσίας, άτινα ζητήματα να αφήνεται εξ ολοκλήρου εις την κρίσιν και απόφασιν των Βουλευτών των μειονοτήτων, της δε εκτελεστικής εξουσίας υπό Υπουργικού Συμβουλίου υποστηριζομένου υπό της εκάστοτε πλειοψηφίας εν τη Βουλή, εις το οποίον να μετέχει ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων ο υποδεικνυόμενος υπό των εκπροσώπων της μειονότητος...
Στο έγγραφο περιλαμβανόταν και η προειδοποίηση ότι ήταν άσκοπο να προχωρήσουν σε λεπτομερείς αναλύσεις για το μελλοντικό Σύνταγμα εάν η Βρετανική κυβέρνηση απέρριπτε τις εισηγήσεις αυτές.
Η απάντηση της Βρετανικής Κυβέρνησης ήρθε στις 28 Ιανουαρίου 1948. Ο Υπουργός αποικιών δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα προχωρούσε σε πρόταση παραχώρησης συντάγματος στην Κύπρο, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την εισήγηση για σύνταγμα αυτοκυβέρνησης.
Επισήμως, οι Βρετανικές προτάσεις υπεβλήθησαν στα μέλη της Διασκεπτικής στις 11Μαΐου 1948. Το προτεινόμενο Σύνταγμα προνοούσε:
Τη σύσταση Νομοθετικού Σώματος από 22 αιρετά και 4 επίσημα μέλη, με Πρόεδρο που θα διοριζόταν από τον κυβερνήτη και θα προερχόταν από τα μέλη του Νομοθετικού.
Τα 18 μέλη θα εκλέγοντο από τους Ελληνοκυπρίους και τα 4 από τους Τουρκοκύπριους.
Τρία μέλη Ελληνοκύπριοι και ένα μέλος Τουρκοκύπριος θα συμμετείχαν στο Εκτελεστικό Συμβούλιο. Τα μέλη αυτά θα λειτουργούσαν ως σύμβουλοι της κυβέρνησης και θα συμμετείχαν στη διαμόρφωση κυβερνητικής πολιτικής.
Οι Βρετανικές προτάσεις απερρίφθησαν από τους αντιπροσώπους της αριστεράς επειδή δεν εγκαθίδρυαν καθεστώς πλήρους αυτοκυβέρνησης.
Η εξέλιξη αυτή, αλλά και η απουσία της Εθναρχίας και της δεξιάς μοιραία οδήγησαν τη Διασκεπτική σε ναυάγιο και στη διάλυση της στις 12 Αυγούστου 1948.
Η πολιτική του «ένωσις και μόνον ένωσις» επανήλθε και πάλι στο προσκήνιο.
Γράφει ο Φύτος Σωκράτους
Αυτή βεβαίως ήταν και η μεγάλη προσδοκία των Κυπρίων. Ότι δηλαδή, με τη λήξη του πολέμου, με τη νίκη κατά του Ναζισμού, θα ακολουθούσε η ελευθερία της Κύπρου, όπως άλλωστε υποσχέθηκαν και οι Βρετανοί αποικιοκράτες.
Με τη λήξη του πολέμου όμως οι Βρετανοί, αγνοώντας τις υποσχέσεις τους, απέρριψαν οποιαδήποτε συζήτηση για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, φέρνοντας στο προσκήνιο την πρόταση της για «Σύνταγμα Αυτοκυβέρνησης», με ανακοίνωση του Υπουργού επί των αποικιών στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 23 Οκτωβρίου 1946.
Η ανακοίνωση περιελάμβανε και τα εξής:
Η Κυβέρνησις της Α.Μ έθεσε προσφάτως υπό ανασκόπησιν το ζήτημα της μελλοντικής πολιτικής της εν σχέσει με την Κύπρο, προς τον σκοπόν της επιδιώξεως ευκαιριών διά την εγκαθίδρυσιν ενός περισσότερα φιλελεύθερου και προοδευτικού καθεστώτος εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της νήσου.
Προς τον σκοπόν αυτόν προτίθεμαι να καλέσω τον κυβερνήτην της Κύπρου, όστις συμφωνεί πλήρως προς την πολιτικήν αυτήν, όπως συγκαλέσει μίαν Διασκεπτικήν Συνέλευσιν εξ αντιπροσωπευτικών στοιχείων εν τη νήσω, δια να μελετήσει την διατύπωσιν προτάσεων διά συνταγματικήν μεταρρύθμισιν, συμπεριλαμβανομένης και της εγκαθιδρύσεως ενός κεντρικού Νομοθετικού. Ελπίζεται ότι το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία ενός Συμβουλίου το οποίον θα φέρει τον αντιπροσωπευτικόν Κυπριακόν λαόν εν πλήρει συσκέψει μετά της κυβερνήσεως, δια την διεξαγωγήν των τοπικών των υποθέσεων.
Η εξαγγελία των Βρετανικών προθέσεων προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις στην Κύπρο.
Με ψήφισμα της προς τον Πρωθυπουργό της Βρετανίας η Εθναρχία της Κύπρου τόνιζε ότι:
Ο Κυπριακός λαός αποκρούει κατηγορηματικώς και μετ’ αγανακτήσεως οιανδήποτε άλλην λύσιν του ζητήματος του, ήτις δεν θα του απέδιδε την εθνικήν αυτού ελευθερίαν δια της ενσωματώσεως της νήσου μετά του ελληνικού κράτους, όπερ αποτελεί την μοναδικήν αυτού αξίωσιν και πόθον.
Από την πλευρά του, το ΑΚΕΛ εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία τόνιζε:
Οι Βρετανικές αποφάσεις δεν μπορούν με κανένα τρόπο να ικανοποιούν ένα λαό που τη μοναδική οριστική λύση του προβλήματος του βλέπει μόνο την ένωση με την Ελλάδα. Η Βρετανική ενέργεια και τα Βρετανικά σχέδια δεν μπορούν παρά σκοπό τους νάχουν, μάταια πάντα, την απόσπαση της προσοχής του λαού μας από το κέντρο της εθνικοαπελευθερωτικής ενωτικής του προσήλωσης.
Ύστερα από την εξέλιξη αυτή Κυπριακή αντιπροσωπεία, υπό τον Αρχιεπίσκοπο Λεόντιο, μεταβαίνει στην Αθήνα και το Λονδίνο με στόχο την προώθηση του αιτήματος της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Η υποδοχή που επεφυλάχθη στην Αθήνα ήταν μάλλον επιφυλακτική και συγκρατημένη.
Ο Αντιπρόεδρος της Ελληνικής κυβέρνησης Στυλιανός Γονατάς ξεκαθάρισε στην αντιπροσωπεία ότι η Ελλάδα δεν θα αναλάμβανε οποιαδήποτε πρωτοβουλία λόγω της εσωτερικής κατάστασης αλλά και της εξωτερικής βοήθειας την οποία η χώρα είχε ανάγκη.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου θεωρούσε άκαιρη και επιζήμια την ανακίνηση του Κυπριακού, ενώ άλλοι ηγέτες της αντιπολίτευσης τάχθηκαν στο πλευρό των Κυπρίων.
Στο Λονδίνο η κυπριακή αντιπροσωπεία κατόρθωσε να γίνει δεκτή από τον Υπουργό Αποικιών Κρίνιτς Τζόουνς στις 7 Φεβρουαρίου 1947. Ο Βρετανός Υπουργός ξεκαθάρισε ότι:
Η Βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ήδη την πολιτική της στη Βουλή. Δεν μελετά θέμα μεταβολής του καθεστώτος της νήσου και η αξίωση για ένωση αποτελεί θέμα μεταβολής του καθεστώτος της νήσου.
Εν τω μεταξύ, στην Ελλάδα με την αλλαγή κυβέρνησης διαφοροποιείται και η στάση της χώρας σε σχέση με το Κυπριακό. Στις 27 Ιανουαρίου ο Πρωθυπουργός Μάξιμος, στις προγραμματικές του δηλώσεις ανέφερε, ανάμεσα σ’ άλλα:
Η κυβέρνηση ομιλούσα περί των εθνικών θεμάτων αποβλέπει μετά συγκινήσεως εις την μεγαλόνησον, της οποίας παραμένουν ακλόνητοι οι δεσμοί με την μητέρα Ελλάδα και της οποίας οι πόθοι ευρίσκουν βαθειάν ανταπόκρισιν εις την συνείδησιν του έθνους.
Το Κυπριακό παραμένει ζωντανό και ανακινείται συνεχώς, με αποτέλεσμα στις 28 Φεβρουαρίου η Βουλή των Ελλήνων να εγκρίνει ψήφισμα για την Κύπρο:
Η Δ’ Συνέλευσις των Ελλήνων θεωρούσα ότι εισήλθομεν εις την περίοδον της ιστορικής διαμορφώσεως του μεταπολεμικού κόσμου και ότι επέστη ο χρόνος δια την ευτυχή διευθέτησιν και του ιερού εθνικού αιτήματος της ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος, απευθύνεται προς τον ευγενή και γενναίον λαόν της Μεγάλης Βρετανίας, με τον οποίον ο Ελληνικός λαός υπήρξε πάντοτε πιστός σύντροφος εις τους καιρούς της δοκιμασίας και εκφράζει την πεποίθησιν ότι το εθνικόν τούτο αίτημα θα εύρη την πλήρη αυτού ικανοποίησιν. Η προσθήκη και της νέας αυτής φιλικής και γενναιόφρονος εκδηλώσεως της Μεγάλης Βρετανίας θα προκαλέσει την αιωνίαν ευγνωμοσύνην του ελληνικού έθνους. Η συνέλευσις εμπιστεύεται την ευτυχή έκβασιν του εθνικού τούτου θέματος εις τας φιλικάς διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και της κυβερνήσεως της φίλης και συμμάχου Μεγάλης Βρετανίας.
Στις 27 Μαρτίου φθάνει στην Κύπρο ο κυβερνήτης Λόρδος Ουίνστερ και στις 5 Απριλίου ανακοινώνει την απόφαση του να συγκαλέσει Διασκεπτική σύσκεψη.
Εφιστώ την προσοχήν σας εις μίαν δήλωσιν πολιτικής γενομένην υπό της κυβερνήσεως της Αυτού Μεγαλειότητος: Ο Υπουργός των αποικιών κατά την 11η παρελθόντος Δεκεμβρίου περί του μελλοντικού καθεστώτος της Κύπρου είπε ότι δεν πρόκειται να υπάρξει μεταβολή εις το καθεστώς της νήσου. Η δήλωσις αυτή επιβεβαιώνει την πολιτικήν διαδοχικών Βρετανικών κυβερνήσεων, η οποία είναι ότι η Κύπρος θα παραμένει υπό Βρετανικήν κυριρχίαν κοινοπολιτείας. Δεν υπάρχει αλλαγή εις την πολιτικήν αυτήν, η οποία συμβαδίζει με το πρόγραμμα αναπτύξεως περί του οποίου ομίλησα και με τον σκοπόν της εγκαθιδρύσεως φιλελευθέρου και προοδευτικού καθεστώτος εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της νήσου και της παραγωγής και της ευημερίας της.
Στις 9 Ιουλίου ο Κυβερνήτης ανακοινώνει την απόφαση του για σύγκλιση της Διασκευαστικής, μιας Συμβουλευτικής Συνέλευσης, κατά τον ίδιο, στην οποία θα καλούσε 30 άτομα τα οποία θα κληθούν να υποβάλουν προτάσεις για τη δημιουργία καταλληλότερου συνταγματικού μηχανισμού για τη μελλοντική διαχείριση των υποθέσεων της νήσου.
Οι κινήσεις των Βρετανών με επίκεντρο τη Διασκεπτική οδήγησαν στη διάσπαση της Εθναρχίας με το Συνασπισμό της ευρύτερης αριστεράς.
Η απάντηση της εθναρχίας δόθηκε στις 12 Ιουλίου μέσω διαγγέλματος του Λεοντίου.
Η κρατούσα δύναμις αντί της ενώσεως, προσφέρει αυτή εις τον κυπριακόν λαόν την μάχαιραν ίνα ούτος, με τας ιδίας του τας χείρας, σφαγιάσει το εθνικόν αυτόν δίκαιον.
Διαφορετική ήταν η θέση της παράταξης Εθνικής Συνεργασίας (αριστερά) η οποία κάλεσε τα μέλη της, που κλήθηκαν, να συμμετάσχουν στη Διασκεπτική. Απόφαση η οποία από πλευράς Εθναρχίας χαρακτηρίστηκε προδοτική.
Η τελετουργική συνεδρία της Διασκεπτικής πραγματοποιήθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1947 και οι εργασίες της από τις 7-18 του ιδίου μήνα.
Η αντιπροσωπεία της αριστεράς κατέθεσε έγγραφο στο οποίο αναφερόταν:
Το προτιθέμενον σύνταγμα δέον να προνοεί περί ενασκήσεως της μεν νομοθετικής εξουσίας υπό βουλής εξ ολοκλήρου αρεστής, εκάστης κοινότητος εκλεγούσης δια γενικής ψηφοφορίας αριθμόν Βουλευτών, ανάλογον προς τον πληθυσμόν της, με πλήρη εξουσίαν να νομοθετεί επί πάντων των ζητημάτων των αφορώντων τας εσωτερικάς υποθέσεις της νήσου, με την συνταγματικήν επιφύλαξιν της εγκρίσεως των ούτω ψηφιζομένων νομοσχεδίων υπό του εκπροσώπου του στέμματος και με τας περαιτέρω επιφυλάξεις δια νομοσχέδια επηρεάζοντας συνθήκας και συμφωνίας της Μεγάλης Βρετανίας μετ’ άλλων κρατών και δια νομοθετήματα αφορώντα την παιδείαν και τα θρησκεύματα των μειονοτήτων συμπεριλαμβανομένης και της θρησκευτικής περιουσίας, άτινα ζητήματα να αφήνεται εξ ολοκλήρου εις την κρίσιν και απόφασιν των Βουλευτών των μειονοτήτων, της δε εκτελεστικής εξουσίας υπό Υπουργικού Συμβουλίου υποστηριζομένου υπό της εκάστοτε πλειοψηφίας εν τη Βουλή, εις το οποίον να μετέχει ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων ο υποδεικνυόμενος υπό των εκπροσώπων της μειονότητος...
Στο έγγραφο περιλαμβανόταν και η προειδοποίηση ότι ήταν άσκοπο να προχωρήσουν σε λεπτομερείς αναλύσεις για το μελλοντικό Σύνταγμα εάν η Βρετανική κυβέρνηση απέρριπτε τις εισηγήσεις αυτές.
Η απάντηση της Βρετανικής Κυβέρνησης ήρθε στις 28 Ιανουαρίου 1948. Ο Υπουργός αποικιών δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα προχωρούσε σε πρόταση παραχώρησης συντάγματος στην Κύπρο, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την εισήγηση για σύνταγμα αυτοκυβέρνησης.
Επισήμως, οι Βρετανικές προτάσεις υπεβλήθησαν στα μέλη της Διασκεπτικής στις 11Μαΐου 1948. Το προτεινόμενο Σύνταγμα προνοούσε:
Τη σύσταση Νομοθετικού Σώματος από 22 αιρετά και 4 επίσημα μέλη, με Πρόεδρο που θα διοριζόταν από τον κυβερνήτη και θα προερχόταν από τα μέλη του Νομοθετικού.
Τα 18 μέλη θα εκλέγοντο από τους Ελληνοκυπρίους και τα 4 από τους Τουρκοκύπριους.
Τρία μέλη Ελληνοκύπριοι και ένα μέλος Τουρκοκύπριος θα συμμετείχαν στο Εκτελεστικό Συμβούλιο. Τα μέλη αυτά θα λειτουργούσαν ως σύμβουλοι της κυβέρνησης και θα συμμετείχαν στη διαμόρφωση κυβερνητικής πολιτικής.
Οι Βρετανικές προτάσεις απερρίφθησαν από τους αντιπροσώπους της αριστεράς επειδή δεν εγκαθίδρυαν καθεστώς πλήρους αυτοκυβέρνησης.
Η εξέλιξη αυτή, αλλά και η απουσία της Εθναρχίας και της δεξιάς μοιραία οδήγησαν τη Διασκεπτική σε ναυάγιο και στη διάλυση της στις 12 Αυγούστου 1948.
Η πολιτική του «ένωσις και μόνον ένωσις» επανήλθε και πάλι στο προσκήνιο.
Γράφει ο Φύτος Σωκράτους
Poli Ethnikistiko site
ΑπάντησηΔιαγραφήpoli ethnikistiko site
ΑπάντησηΔιαγραφή