αξιοπρεπής -ής -ές: που τον χαρακτηρίζει ο σεβασμός στους κανόνες που καθορίζουν τη σωστή συμπεριφορά, τόσο στους τύπους όσο και στην ουσία: ~ άνθρωπος. β. που ταιριάζει σε αξιοπρεπή άνθρωπο: ~ συμπεριφορά / στάση. Aξιοπρεπές ύφος.
γενναίος -α -ο : 1. που αντιμετωπίζει με θάρρος και τόλμη τον κίνδυνο συνήθ. της μάχης, τον εχθρό· ανδρείος: ~ στρατιώτης. Γενναία ψυχή. Οι γενναίοι τραβούν μπροστά. Kάνει το γενναίο, υποκρίνεται ότι · (πρβ. παλικάρι). || που δείχνει ή που απαιτεί γενναιότητα: Γενναία απόφαση / στάση / συμπεριφορά. 2. που παρέχεται με αφθονία, πλουσιοπάροχα: Γενναίο φιλοδώρημα. Γενναία δωρεά. Tο κράτος έδωσε γενναία χρηματική ενίσχυση στους σεισμοπαθείς. || Έγινε γενναίο φαγοπότι, για μεγάλο γλέντι και φαγητό. γενναίαΕΠIΡΡ: Πολέμησε ~, παλικαρίσια.
δίκαιος -η / -α -ο : 1. (για πρόσ.) που ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση όλοι να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα και να μοιράζονται τις ίδιες υποχρεώσεις: Είναι ~ στην κρίση του. ~ δικαστής / κριτής / εξεταστής. Ο Θεός είναι ~. || (ως ουσ.) ο δίκαιος. (έκφρ.) επί δικαίους και αδίκους, σε όλους γενικά είτε δικαιούνται ή αξίζουν κτ. είτε όχι. 2. για κτ. που είναι σύμφωνο με το δίκαιο, που είναι ενέργεια δίκαιου ανθρώπου: Δίκαιη κρίση / απόφαση / τιμωρία. Πρέπει να γίνει δικαιότερη κατανομή του πλούτου, ώστε να μην απολαμβάνουν οι λίγοι εις βάρος των πολλών. || Tο δίκαιο είναι να , το σωστό, το πρέπον. || για κτ. που το αξίζει κάποιος, που γίνεται ή που δίνεται κατ΄ αξίαν: ~έπαινος. Είναι δίκαιη η αναγνώριση της προσφοράς του.
ειλικρινής -ής -ές: α.(για πρόσ.) που εκφράζει ό,τι πραγματικά σκέφτεται και αισθάνεται, που λέει την αλήθεια χωρίς να κρύβει κτ.: Θα σε ρωτήσω, αλλά θέλω να είσαι ~ μαζί μου. ~ άνθρωπος / χαρακτήρας,ευθύς. || που είναι ό,τι ακριβώς δείχνει: ~ φίλος. ~ σύμμαχος. β. (για συναισθηματική εκδήλωση, λόγο, συμπεριφορά κτλ.) που εκφράζει μια πραγματική συναισθηματική κατάσταση ή σκέψη και δεν κρύβει κτ. άλλο. ANT ανειλικρινής: Ειλικρινή συναισθήματα. Ειλικρινείς διαθέσεις. ~ φιλία / αγάπη, πραγματική, ανυπόκριτη, άδολη. Ειλικρινές ενδιαφέρον, πραγματικό. ANT υποκριτικό. ~ υπόσχεση. ANT ψευδής. ~ προσπάθεια / πρόθεση / επιδίωξη / υποστήριξη / συμπαράσταση. Ειλικρινείς φιλοφρονήσεις. Ειλικρινή συλλυπητήρια / συγχαρητήρια. || για τρόπο, ύφος κτλ. που δείχνει και πείθει ότι δεν υποκρίνεται ή δεν κρύβει κτ.: Ειλικρινές βλέμμα / ύφος. ~ έκφραση. ειλικρινά & (λόγ.) ειλικρινώς ΕΠIΡΡ με τρόπο ειλικρινή, μιλώντας με ειλικρίνεια: ~, (σας λέγω), δεν ξέρω τίποτα. ~, εύχομαι να επιτύχεις.
έντιμος -η -ο : 1.(για πράξη, συμπεριφορά) που γίνεται σύμφωνα με όσα υπαγορεύει ένα υψηλό αίσθημα τιμής (ειλικρίνειας, καλής πίστης, αξιοπρέπειας): Έντιμη πράξη. Έντιμη συμφωνία / πρόταση. Έντιμα λόγια. Έντιμες διαπραγματεύσεις. || (νομ.) πρότερος* ~ βίος. 2. (για πρόσ.) που ενεργεί με τρόπο έντιμο: ~υπάλληλος / συνομιλητής / πολιτικός. 3. (συνήθ. σε επίσημες προσφωνήσεις και στον υπερθετικό βαθμό):Εντιμότατε κύριε Πρόεδρε. έντιμα & (λόγ.) εντίμως ΕΠIΡΡ σύμφωνα με τους κανόνες τιμής: Σας μιλώ εντίμως, με απόλυτη ειλικρίνεια και καλή πίστη.
υπερήφανος -η -ο: 1α. που έχει ένα αυξημένο συναίσθημα αξιοπρέπειας: ~ λαός. || που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από αξιοπρέπεια: H κυβέρνηση κράτησε εθνι κά υπερήφανη στάση. β. που έχει μια μεγαλοπρέπεια στην εμφάνιση και στη στάση: Tο άλογο είναι υπερήφανο ζώο. Yπερήφανο παράστημα. 2. που έχει ένα συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κτ. που απέκτησε ή που κατάφερε να κάνει, να δημιουργήσει: Είναι περήφανη για τα παιδιά της. (έκφρ.) κάνω κπ. περήφανο, τον ικανοποιώ, τον κάνω να αισθάνεται περηφάνια.
πηγή: http://www.greek-language.gr
http://chilonas.wordpress.com/2011/11/05/%CE%BF%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%AF/#more-165
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου