Θρακικός ΑντίκΤυπος (ένθετο του 24grammata.com)
γράφει ο Γιάννης Χ. Κουριαννίδης
Έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από το 1992, όταν η Διακομματική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων ανακοίνωσε το πόρισμά της για τη Θράκη. Ήταν πράγματι μία πρωτοπόρος και μοναδική, δυστυχώς, μέχρι σήμερα, πρωτοβουλία του πολιτικού κόσμου της χώρας μας, που φιλοδοξούσε να αντιμετωπίσει, οργανωμένα και συγκροτημένα τα προβλήματα της ακριτικής αυτής περιοχής της πατρίδας μας.
Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά στο εν λόγω Πόρισμα, «απαιτείται όλοι οι Έλληνες, οι πολιτικοί φορείς, το εθνικό κοινοβούλιο, να ενστερνιστούμε τη θέση ότι η ανάπτυξη των κρίσιμων παραμεθορίων περιοχών της χώρας και ιδιαίτερα αυτών που βρίσκονται στο ανατολικό μας σύνορο, αποτελεί όρο εθνικής επιβίωσης».
20 χρόνια μετά, πιστεύω ότι αυτό το έχουν αντιληφθεί σίγουρα όλοι οι Έλληνες, αλλά αμφιβάλλω πολύ ότι συνέβη το ίδιο για τους πολιτικούς φορείς και το εθνικό κοινοβούλιο!
Την εποχή που η Επιτροπή συνέτασσε το Πόρισμα, η ανθρωπότητα βίωνε τις συνέπειες από την κατάρρευση του πρώην ανατολικού κόσμου, την αυτοκατάργηση των κομμουνιστικών καθεστώτων, που άνοιγε άλλες προοπτικές για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Η διάψευση των ελπίδων των εθνών ήρθε με τραγικό τρόπο, κυρίως μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και τα τραγικά επακόλουθά της στην ευρύτερη γειτονιά μας.
Έκτοτε, το παζλ συμπληρώνεται κομμάτι – κομμάτι, συνήθως με μεθόδους βίαιες, που στόχο έχουν όχι μόνο την εκμετάλλευση, από τη μοναδική εναπομείνασα προς το παρόν υπερδύναμη, των ενεργειακών αποθεμάτων της περιοχής, πετρελαίου και φυσικού αερίου κυρίως, αλλά και την αποθάρρυνση του ρωσικού παράγοντα από το να εξαπλώσει την επιρροή του σ᾽ αυτήν. Αυτό επιχειρείται είτε με στρατιωτικές επεμβάσεις, σε κράτη με καθεστώτα πόρρω απέχοντα από τα πρότυπα της δυτικής αστικής δημοκρατίας είτε με την στήριξη κυβερνήσεων φιλικά προσκείμενων στις Η.Π.Α. σε χώρες με κοινοβουλευτικά πολιτεύματα.
Μέσα στο σκηνικό αυτό, οι ελλαδικές κυβερνήσεις έμοιαζαν να έχουν περιοριστεί στο ρόλο των απλών θεατών των γεγονότων. Όλα τα μεγάλα λόγια περί οικονομικής διεισδύσεως στη Βαλκανική, περί της εκμεταλλεύσεως του ανοίγματος και πάλι των πανάρχαιων δρόμων του εμπορίου και του πολιτισμού της Χερσονήσου του Αίμου και του Ευξείνου Πόντου, έμειναν απλώς λόγια. Το εθνικό κέντρο φάνηκε ανίκανο να εκμεταλλευτεί στις γεωπολιτικές συγκυρίες και, ακόμη χειρότερα, χρησιμοποίησε καιροσκοπικά και τυχοδιωκτικά αυτές, όποτε υπήρξαν κάποιες προσπάθειες αξιοποιήσεώς των.
Το ελληνικό κράτος άφησε να απαξιωθούν τα πλεονεκτήματά του έναντι των λοιπών ευρωπαίων εταίρων του, και κυρίως:
1. Το γεγονός της γειτνιάσεώς του με τις περιοχές αυτές και
2. Την ύπαρξη πολυαρίθμων ομογενειακών πληθυσμών, που αποτελούσαν έναν διαχρονικό παράγοντα στηρίξεως ενός οργανωμένου εθνικού σχεδιασμού για οικονομική και πολιτική εξάπλωση της ελληνικής επιρροής στην περιοχή.
Δυστυχώς, τα μεγάλα αυτά πλεονεκτήματα δεν αξιοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα ακόμη και έθνη, όπως το τουρκικό, που η ιστορική τους σχέση με τους λαούς των περιοχών αυτών σημαδεύτηκε από μακροχρόνιες πολεμικές αναμετρήσεις, γενοκτονίες και πολιτισμικά εγκλήματα, να έχουν αποκτήσει σήμερα στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της πατρίδας μας σε περιοχές που έχουν ακόμη ανεξίτηλα τα ίχνη της πνευματικής και πολιτισμικής προσφοράς του Ελληνισμού.
Πληρώνοντας τις συνέπειες της ελλαδικής αβελτηρίας, η Θράκη μας βυθίζεται στην υπανάπτυξη, βιώνοντας δραματικά ένα νέο κύμα φυγής των νέων Ελλήνων προς αναζήτηση εργασίας σε ξένες χώρες και έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει την τουρκική διεισδυτικότητα και προκλητικότητα, που συντονίζεται από τον δούρειο ίππο της Άγκυρας στην περιοχή, δηλαδή το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής.
Από το Πόρισμα της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής, ελάχιστα πραγματοποιήθηκαν. Αρκούν, όμως, λ.χ. το πανεπιστημιακό νοσοκομείο Αλεξανδρουπόλεως (με τα μύρια λειτουργικά προβλήματά του), η επέκταση του αερολιμένα Αλεξανδρουπόλεως (χωρίς, όμως, τις απαραίτητες αεροπορικές συνδέσεις!), η ανάπτυξη του Κτηματολογίου σε αρκετές περιοχές της Θράκης, για να πεί κανείς ότι το ελληνικό κράτος έκανε το χρέος του προς την ακριτική αυτή έπαλξη της πατρίδας μας;
Στον τομέα της αξιοποιήσεως του πλουσιωτάτου ορυκτού πλούτου της Θράκης, του μοναδικού οικοσυστήματός της, των εύφορων εδαφών της με την πλειστάκις ανακοινωθείσα αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, της εγκαταστάσεως «αυστηρά επιλεγμένων, μικρών και ευέλικτων μονάδων υψηλής έντασης τεχνολογίας και παραγωγής εξειδικευμένων προϊόντων», καθώς και πολλών άλλων μεγαλόπνοων σχεδιασμών που είχαν ανακοινωθεί, δεν έγινε το παραμικρό.
Αντιθέτως, υπήρξαν ζωτικοί τομείς στους οποίους σημειώθηκε δραματική οπισθοχώρηση προς βλάβη των οικονομικών και κατ᾽ επέκτασιν των εθνικών μας συμφερόντων. Η «ενίσχυση των προσπαθειών για μετεγκατάσταση πληθυσμών, με άμεση προτεραιότητα ομογενών, που θα διεύρυναν το παραγωγικό δυναμικό στην περιοχή», όχι μόνο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, αλλά, αντιθέτως, όπου επιχειρήθηκε, έγινε με στρεβλό τρόπο (λ.χ. εγκατάσταση αστικών πληθυσμών σε αγροτικές περιοχές) και οδήγησε στα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή στη φυγή των ομογενών από τη Θράκη και την εγκατάστασή τους στα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως Αθηνών και Θεσσαλονίκης, αλλά και στο εξωτερικό!
Φυσικά, το πιο μεγαλόπνοο σχέδιο δεν είναι άλλο από τον πολυδιαφημισμένο πετρελαϊκό αγωγό Πύργου (Μπουργκάς) – Αλεξανδρουπόλεως, που όσες φορές εξαγγέλθηκε άλλες τόσες αναβλήθηκε η κατασκευή του. Και ενώ όλα έδειχναν επιτέλους, μετά από πολλά χρόνια, ότι έβαιναν σε ένα αίσιο τέλος, είχαμε στην αρχή την προεκλογική «βόμβα» του σήμερα απελθόντος πρωθυπουργού κ. Γ. Παπανδρέου για την επαναδιαπραγμάτευση των όρων κατασκευής του αγωγού, τα συνεχή προσκόμματα της Βουλγαρίας με την αιτιολογία των «περιβαλλοντικών επιπτώσεων» και τις απειλές της Ρωσίας για την αποχώρησή της από την κοινοπραξία, για να φτάσουμε σήμερα, παρά την πρόσφατη έγκριση της περιβαλλοντολογικής μελέτης από πλευράς Βουλγαρίας, να είναι το έργο «βαλτωμένο» εξαιτίας των πολιτικών σκοπιμοτήτων και της εξυπηρετήσεως των συμφερόντων των ΗΠΑ και της προσπάθειας απομονώσεως της Ρωσίας στα ηπειρωτικά ενδότερα. Σκοτεινό είναι και το σκηνικό της κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου (του περίφημου South Stream), για τον οποίο ακούγεται ακόμη και η εκ νέου χάραξή του, μέσω Σερβίας, αφήνοντας έτσι έξω από τη σκακιέρα της ενέργειας τη χώρα μας.
Αν δει κανείς έναν πολιτικό χάρτη της Θράκης, θα δει τις πρωτεύουσες των νομών Ξάνθης και Ροδόπης να είναι τοποθετημένες στο κέντρο των περιφερειών τους, σε μία στενή λωρίδα γης, αρκετά μακρυά από τη θάλασσα, με δυσκολοδιάβατα βουνά πίσω τους και με έναν πλούσιο κάμπο μπροστά τους. Η χωροθέτηση αυτή δεν δικαιολογεί την ιστορική ανάπτυξη των πόλεων της Ξάνθης και της Κομοτηνής, παρά το ότι βρίσκονται πάνω στον ιστορικό δρόμο της οδού Εγνατία. Αν όμως δει κάποιος έναν γεωφυσικό χάρτη της περιοχής, όπου τα κρατικά όρια είναι δυσδιάκριτα, αν δει πίσω από τις πόλεις αυτές τις διόδους και τα περάσματα των ορεινών όγκων, που συνδέουν τις πόλεις αυτές με την ενδοχώρα της Χερσονήσου του Αίμου, με τις μεγάλες πεδινές εκτάσεις της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Κοιλάδας των Ρόδων, τότε αντιλαμβάνεται την αιτία της οικονομικής και πολιτισμικής αναπτύξεως αυτών των πόλεων. Με το κλείσιμο των συνόρων του ανατολικού κόσμου, αυτή η σύνδεση διερράγη. Εδώ και 22 έτη δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την επανασύνδεση αυτή. Οι αρχαίοι δρόμοι του εμπορίου και του πολιτισμού άνοιγαν και πάλι για το ελληνικό εμπορικό δαιμόνιο και την ελληνική πολιτισμική διείσδυση. Δυστυχώς, οι ελλαδικές κυβερνήσεις αποδείχθηκαν ανίκανες να αντιληφθούν και να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών. Μία ιστορική ευκαιρία δείχνει να χάνεται οριστικά και μαζί της δείχνει να γκρεμίζεται η οργανική σύνδεση του Ελληνισμού με τις περιοχές αυτές. Έχοντας τη δυνατότητα αξιοποιήσεως του ελληνικού στοιχείου που αποτελούσε, ούτως ή άλλως, μία διαχρονική αναπτυξιακή παράμετρο για τα ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή, οι ελλαδικές κυβερνήσεις, περιχαρακωμένες στη νοοτροπία του αθηνοκεντρισμού, προτίμησαν να ενεργήσουν με τα πρότυπα και τα κριτήρια της σύγχρονης επιχειρηματικότητας, που δεν βλέπει ανθρώπους αλλά αριθμούς, πίνακες και χρηματιστηριακές αξίες. Σύντομα η οργανική σχέση του Ελληνισμού με την περιοχή μετατράπηκε σε σχέση απλής οικονομικής εξάρτησης, σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον, όπου οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και απρόβλεπτες. Βιώνοντας την οικονομική κρίση των ημερών μας, οι ελλαδικές «επενδύσεις» στη Χερσόνησο του Αίμου και στις Παρευξείνιες χώρες απλώς βάζουν λουκέτο και διασφαλίζουν τα κεφάλαιά τους στις ελβετικές ή άλλες «παραδείσιες» τράπεζες.
Η Θράκη, αφημένη από τα κέντρα εξουσίας στη μοίρα της, θα βιώσει τον οικονομικό μαρασμό, χωρίς προοπτική αναπτύξεως στο άμεσο μέλλον. Οι κάθετοι οδικοί άξονες που ανοίχθηκαν ή ανοίγονται για την οδική σύνδεση με την Βουλγαρία, λειτουργούν ήδη ως μέσο διοχετεύσεως των ελληνικών χρημάτων στις φθηνές αγορές της γειτονικής χώρας και στα πάμφθηνα τουριστικά χειμρινά και θερινά θέρετρά της. Η αντίστροφη κατεύθυνση υλοποιείται μόνο για ένα θερινό δίμηνο, όταν κάποιοι Βούλγαροι που διαθέτουν την πολυτέλεια να κάνουν «ακριβές» διακοπές, έρχονται μέχρι τη Θάσο και τη Χαλκιδική. Κι αυτό κάποιοι το θεωρούν ανάπτυξη και υπερηφανεύονται για τα επιτεύγματά τους!
Φυσικά, το μεγάλο πρόβλημα της Θράκης μας ήταν και παραμένει η απροκάλυπτη πλέον τουρκική εθνοδιαλυτική δραστηριότητα, μέσω του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής, όπως προαναφέραμε.
Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα εδώ, είναι ο στόχος τον οποίο έχει θέσει η Τουρκία για τη Θράκη. Αυτός δεν είναι άλλος από τη συνδιοίκηση στην περιοχή σε πρώτη φάση και η αυτονομία της σε ένα δεύτερο στάδιο.
Δύο είναι οι βασικοί (και παράλληλοι) πυλώνες της, έτσι όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα: ο πολιτικός έλεγχος του μουσουλμανικού πληθυσμού, και η ομογενοποίησή του, δηλαδή ο εκτουρκισμός του. Όταν αυτοί οι δύο στόχοι θα έχουν επιτευχθεί οριστικά, τότε η γειτονική μας χώρα θα διαθέτει στο εσωτερικό της πατρίδας μας μια στρατηγική μειονότητα, ένα εργαλείο πίεσης που θα το χρησιμοποιεί κατά το δοκούν και σύμφωνα με ό,τι η εκάστοτε συγκυρία της επιτρέπει.
Δυστυχώς απέναντι σε έναν αντίπαλο όπως είναι η Τουρκία οι επιδόσεις του ελλαδικού κράτους είναι περιορισμένες, για να το πούμε ευγενικά. Στην καλύτερη περίπτωση τρέχουμε πίσω από τα γεγονότα ή τις πρωτοβουλίες της άλλης πλευράς, αγωνιζόμενοι να διασώσουμε ό,τι μπορεί να σωθεί, κατά κανόνα σε επίπεδο εντυπώσεων.
Η απόλυτη στήριξη όλων των ανθελληνικών ενεργειών στον χώρο της Θράκης μας από το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, έκανε ακόμη και αυτόν τον αντιπρόεδρο της απελθούσης κυβερνήσεως, Θ. Πάγκαλο, να χαρακτηρίσει ως λάθος την ίδρυση του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή. Αναλυτικά ανέφερε: «Το προξενείο της Κομοτηνής δεν έπρεπε να υπάρχει, δεν υπήρχε κανένας λόγος. Θεωρώ ότι είναι μεγάλο σφάλμα της ελληνικής πολιτείας ότι επετράπη η ίδρυσή του. Δεν χρειάζεται προξενείο μίας ξένης χώρας, για να εφαρμοστεί μία Συνθήκη που αφορά Έλληνες πολίτες».
Αρκούν, όμως, τα λόγια; Η Θράκη ανήκει στον κρατικό κορμό της Ελλάδος, ενός κυρίαρχου (θέλω να πιστεύω, ακόμη!) κράτους, το οποίο έχει υπογράψει συμβάσεις και οφείλει να διαφυλάξει παντί τρόπω την ασφάλεια των Ελλήνων κατοίκων της, χριστιανών και μουσουλμάνων. Αυτό πρέπει να το κάνει σαφές προς κάθε κατεύθυνση, με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο. Στο ζοφερό μέλλον που προδιαγράφεται για την πατρίδα μας, δεν χωρούν εκπτώσεις και στα εθνικά μας θέματα…
ΠΗΓΗ
γράφει ο Γιάννης Χ. Κουριαννίδης
Έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από το 1992, όταν η Διακομματική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων ανακοίνωσε το πόρισμά της για τη Θράκη. Ήταν πράγματι μία πρωτοπόρος και μοναδική, δυστυχώς, μέχρι σήμερα, πρωτοβουλία του πολιτικού κόσμου της χώρας μας, που φιλοδοξούσε να αντιμετωπίσει, οργανωμένα και συγκροτημένα τα προβλήματα της ακριτικής αυτής περιοχής της πατρίδας μας.
Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά στο εν λόγω Πόρισμα, «απαιτείται όλοι οι Έλληνες, οι πολιτικοί φορείς, το εθνικό κοινοβούλιο, να ενστερνιστούμε τη θέση ότι η ανάπτυξη των κρίσιμων παραμεθορίων περιοχών της χώρας και ιδιαίτερα αυτών που βρίσκονται στο ανατολικό μας σύνορο, αποτελεί όρο εθνικής επιβίωσης».
20 χρόνια μετά, πιστεύω ότι αυτό το έχουν αντιληφθεί σίγουρα όλοι οι Έλληνες, αλλά αμφιβάλλω πολύ ότι συνέβη το ίδιο για τους πολιτικούς φορείς και το εθνικό κοινοβούλιο!
Την εποχή που η Επιτροπή συνέτασσε το Πόρισμα, η ανθρωπότητα βίωνε τις συνέπειες από την κατάρρευση του πρώην ανατολικού κόσμου, την αυτοκατάργηση των κομμουνιστικών καθεστώτων, που άνοιγε άλλες προοπτικές για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Η διάψευση των ελπίδων των εθνών ήρθε με τραγικό τρόπο, κυρίως μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και τα τραγικά επακόλουθά της στην ευρύτερη γειτονιά μας.
Έκτοτε, το παζλ συμπληρώνεται κομμάτι – κομμάτι, συνήθως με μεθόδους βίαιες, που στόχο έχουν όχι μόνο την εκμετάλλευση, από τη μοναδική εναπομείνασα προς το παρόν υπερδύναμη, των ενεργειακών αποθεμάτων της περιοχής, πετρελαίου και φυσικού αερίου κυρίως, αλλά και την αποθάρρυνση του ρωσικού παράγοντα από το να εξαπλώσει την επιρροή του σ᾽ αυτήν. Αυτό επιχειρείται είτε με στρατιωτικές επεμβάσεις, σε κράτη με καθεστώτα πόρρω απέχοντα από τα πρότυπα της δυτικής αστικής δημοκρατίας είτε με την στήριξη κυβερνήσεων φιλικά προσκείμενων στις Η.Π.Α. σε χώρες με κοινοβουλευτικά πολιτεύματα.
Μέσα στο σκηνικό αυτό, οι ελλαδικές κυβερνήσεις έμοιαζαν να έχουν περιοριστεί στο ρόλο των απλών θεατών των γεγονότων. Όλα τα μεγάλα λόγια περί οικονομικής διεισδύσεως στη Βαλκανική, περί της εκμεταλλεύσεως του ανοίγματος και πάλι των πανάρχαιων δρόμων του εμπορίου και του πολιτισμού της Χερσονήσου του Αίμου και του Ευξείνου Πόντου, έμειναν απλώς λόγια. Το εθνικό κέντρο φάνηκε ανίκανο να εκμεταλλευτεί στις γεωπολιτικές συγκυρίες και, ακόμη χειρότερα, χρησιμοποίησε καιροσκοπικά και τυχοδιωκτικά αυτές, όποτε υπήρξαν κάποιες προσπάθειες αξιοποιήσεώς των.
Το ελληνικό κράτος άφησε να απαξιωθούν τα πλεονεκτήματά του έναντι των λοιπών ευρωπαίων εταίρων του, και κυρίως:
1. Το γεγονός της γειτνιάσεώς του με τις περιοχές αυτές και
2. Την ύπαρξη πολυαρίθμων ομογενειακών πληθυσμών, που αποτελούσαν έναν διαχρονικό παράγοντα στηρίξεως ενός οργανωμένου εθνικού σχεδιασμού για οικονομική και πολιτική εξάπλωση της ελληνικής επιρροής στην περιοχή.
Δυστυχώς, τα μεγάλα αυτά πλεονεκτήματα δεν αξιοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα ακόμη και έθνη, όπως το τουρκικό, που η ιστορική τους σχέση με τους λαούς των περιοχών αυτών σημαδεύτηκε από μακροχρόνιες πολεμικές αναμετρήσεις, γενοκτονίες και πολιτισμικά εγκλήματα, να έχουν αποκτήσει σήμερα στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της πατρίδας μας σε περιοχές που έχουν ακόμη ανεξίτηλα τα ίχνη της πνευματικής και πολιτισμικής προσφοράς του Ελληνισμού.
Πληρώνοντας τις συνέπειες της ελλαδικής αβελτηρίας, η Θράκη μας βυθίζεται στην υπανάπτυξη, βιώνοντας δραματικά ένα νέο κύμα φυγής των νέων Ελλήνων προς αναζήτηση εργασίας σε ξένες χώρες και έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει την τουρκική διεισδυτικότητα και προκλητικότητα, που συντονίζεται από τον δούρειο ίππο της Άγκυρας στην περιοχή, δηλαδή το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής.
Από το Πόρισμα της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής, ελάχιστα πραγματοποιήθηκαν. Αρκούν, όμως, λ.χ. το πανεπιστημιακό νοσοκομείο Αλεξανδρουπόλεως (με τα μύρια λειτουργικά προβλήματά του), η επέκταση του αερολιμένα Αλεξανδρουπόλεως (χωρίς, όμως, τις απαραίτητες αεροπορικές συνδέσεις!), η ανάπτυξη του Κτηματολογίου σε αρκετές περιοχές της Θράκης, για να πεί κανείς ότι το ελληνικό κράτος έκανε το χρέος του προς την ακριτική αυτή έπαλξη της πατρίδας μας;
Στον τομέα της αξιοποιήσεως του πλουσιωτάτου ορυκτού πλούτου της Θράκης, του μοναδικού οικοσυστήματός της, των εύφορων εδαφών της με την πλειστάκις ανακοινωθείσα αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, της εγκαταστάσεως «αυστηρά επιλεγμένων, μικρών και ευέλικτων μονάδων υψηλής έντασης τεχνολογίας και παραγωγής εξειδικευμένων προϊόντων», καθώς και πολλών άλλων μεγαλόπνοων σχεδιασμών που είχαν ανακοινωθεί, δεν έγινε το παραμικρό.
Αντιθέτως, υπήρξαν ζωτικοί τομείς στους οποίους σημειώθηκε δραματική οπισθοχώρηση προς βλάβη των οικονομικών και κατ᾽ επέκτασιν των εθνικών μας συμφερόντων. Η «ενίσχυση των προσπαθειών για μετεγκατάσταση πληθυσμών, με άμεση προτεραιότητα ομογενών, που θα διεύρυναν το παραγωγικό δυναμικό στην περιοχή», όχι μόνο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, αλλά, αντιθέτως, όπου επιχειρήθηκε, έγινε με στρεβλό τρόπο (λ.χ. εγκατάσταση αστικών πληθυσμών σε αγροτικές περιοχές) και οδήγησε στα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή στη φυγή των ομογενών από τη Θράκη και την εγκατάστασή τους στα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως Αθηνών και Θεσσαλονίκης, αλλά και στο εξωτερικό!
Φυσικά, το πιο μεγαλόπνοο σχέδιο δεν είναι άλλο από τον πολυδιαφημισμένο πετρελαϊκό αγωγό Πύργου (Μπουργκάς) – Αλεξανδρουπόλεως, που όσες φορές εξαγγέλθηκε άλλες τόσες αναβλήθηκε η κατασκευή του. Και ενώ όλα έδειχναν επιτέλους, μετά από πολλά χρόνια, ότι έβαιναν σε ένα αίσιο τέλος, είχαμε στην αρχή την προεκλογική «βόμβα» του σήμερα απελθόντος πρωθυπουργού κ. Γ. Παπανδρέου για την επαναδιαπραγμάτευση των όρων κατασκευής του αγωγού, τα συνεχή προσκόμματα της Βουλγαρίας με την αιτιολογία των «περιβαλλοντικών επιπτώσεων» και τις απειλές της Ρωσίας για την αποχώρησή της από την κοινοπραξία, για να φτάσουμε σήμερα, παρά την πρόσφατη έγκριση της περιβαλλοντολογικής μελέτης από πλευράς Βουλγαρίας, να είναι το έργο «βαλτωμένο» εξαιτίας των πολιτικών σκοπιμοτήτων και της εξυπηρετήσεως των συμφερόντων των ΗΠΑ και της προσπάθειας απομονώσεως της Ρωσίας στα ηπειρωτικά ενδότερα. Σκοτεινό είναι και το σκηνικό της κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου (του περίφημου South Stream), για τον οποίο ακούγεται ακόμη και η εκ νέου χάραξή του, μέσω Σερβίας, αφήνοντας έτσι έξω από τη σκακιέρα της ενέργειας τη χώρα μας.
Αν δει κανείς έναν πολιτικό χάρτη της Θράκης, θα δει τις πρωτεύουσες των νομών Ξάνθης και Ροδόπης να είναι τοποθετημένες στο κέντρο των περιφερειών τους, σε μία στενή λωρίδα γης, αρκετά μακρυά από τη θάλασσα, με δυσκολοδιάβατα βουνά πίσω τους και με έναν πλούσιο κάμπο μπροστά τους. Η χωροθέτηση αυτή δεν δικαιολογεί την ιστορική ανάπτυξη των πόλεων της Ξάνθης και της Κομοτηνής, παρά το ότι βρίσκονται πάνω στον ιστορικό δρόμο της οδού Εγνατία. Αν όμως δει κάποιος έναν γεωφυσικό χάρτη της περιοχής, όπου τα κρατικά όρια είναι δυσδιάκριτα, αν δει πίσω από τις πόλεις αυτές τις διόδους και τα περάσματα των ορεινών όγκων, που συνδέουν τις πόλεις αυτές με την ενδοχώρα της Χερσονήσου του Αίμου, με τις μεγάλες πεδινές εκτάσεις της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Κοιλάδας των Ρόδων, τότε αντιλαμβάνεται την αιτία της οικονομικής και πολιτισμικής αναπτύξεως αυτών των πόλεων. Με το κλείσιμο των συνόρων του ανατολικού κόσμου, αυτή η σύνδεση διερράγη. Εδώ και 22 έτη δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την επανασύνδεση αυτή. Οι αρχαίοι δρόμοι του εμπορίου και του πολιτισμού άνοιγαν και πάλι για το ελληνικό εμπορικό δαιμόνιο και την ελληνική πολιτισμική διείσδυση. Δυστυχώς, οι ελλαδικές κυβερνήσεις αποδείχθηκαν ανίκανες να αντιληφθούν και να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών. Μία ιστορική ευκαιρία δείχνει να χάνεται οριστικά και μαζί της δείχνει να γκρεμίζεται η οργανική σύνδεση του Ελληνισμού με τις περιοχές αυτές. Έχοντας τη δυνατότητα αξιοποιήσεως του ελληνικού στοιχείου που αποτελούσε, ούτως ή άλλως, μία διαχρονική αναπτυξιακή παράμετρο για τα ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή, οι ελλαδικές κυβερνήσεις, περιχαρακωμένες στη νοοτροπία του αθηνοκεντρισμού, προτίμησαν να ενεργήσουν με τα πρότυπα και τα κριτήρια της σύγχρονης επιχειρηματικότητας, που δεν βλέπει ανθρώπους αλλά αριθμούς, πίνακες και χρηματιστηριακές αξίες. Σύντομα η οργανική σχέση του Ελληνισμού με την περιοχή μετατράπηκε σε σχέση απλής οικονομικής εξάρτησης, σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον, όπου οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και απρόβλεπτες. Βιώνοντας την οικονομική κρίση των ημερών μας, οι ελλαδικές «επενδύσεις» στη Χερσόνησο του Αίμου και στις Παρευξείνιες χώρες απλώς βάζουν λουκέτο και διασφαλίζουν τα κεφάλαιά τους στις ελβετικές ή άλλες «παραδείσιες» τράπεζες.
Η Θράκη, αφημένη από τα κέντρα εξουσίας στη μοίρα της, θα βιώσει τον οικονομικό μαρασμό, χωρίς προοπτική αναπτύξεως στο άμεσο μέλλον. Οι κάθετοι οδικοί άξονες που ανοίχθηκαν ή ανοίγονται για την οδική σύνδεση με την Βουλγαρία, λειτουργούν ήδη ως μέσο διοχετεύσεως των ελληνικών χρημάτων στις φθηνές αγορές της γειτονικής χώρας και στα πάμφθηνα τουριστικά χειμρινά και θερινά θέρετρά της. Η αντίστροφη κατεύθυνση υλοποιείται μόνο για ένα θερινό δίμηνο, όταν κάποιοι Βούλγαροι που διαθέτουν την πολυτέλεια να κάνουν «ακριβές» διακοπές, έρχονται μέχρι τη Θάσο και τη Χαλκιδική. Κι αυτό κάποιοι το θεωρούν ανάπτυξη και υπερηφανεύονται για τα επιτεύγματά τους!
Φυσικά, το μεγάλο πρόβλημα της Θράκης μας ήταν και παραμένει η απροκάλυπτη πλέον τουρκική εθνοδιαλυτική δραστηριότητα, μέσω του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής, όπως προαναφέραμε.
Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα εδώ, είναι ο στόχος τον οποίο έχει θέσει η Τουρκία για τη Θράκη. Αυτός δεν είναι άλλος από τη συνδιοίκηση στην περιοχή σε πρώτη φάση και η αυτονομία της σε ένα δεύτερο στάδιο.
Δύο είναι οι βασικοί (και παράλληλοι) πυλώνες της, έτσι όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα: ο πολιτικός έλεγχος του μουσουλμανικού πληθυσμού, και η ομογενοποίησή του, δηλαδή ο εκτουρκισμός του. Όταν αυτοί οι δύο στόχοι θα έχουν επιτευχθεί οριστικά, τότε η γειτονική μας χώρα θα διαθέτει στο εσωτερικό της πατρίδας μας μια στρατηγική μειονότητα, ένα εργαλείο πίεσης που θα το χρησιμοποιεί κατά το δοκούν και σύμφωνα με ό,τι η εκάστοτε συγκυρία της επιτρέπει.
Δυστυχώς απέναντι σε έναν αντίπαλο όπως είναι η Τουρκία οι επιδόσεις του ελλαδικού κράτους είναι περιορισμένες, για να το πούμε ευγενικά. Στην καλύτερη περίπτωση τρέχουμε πίσω από τα γεγονότα ή τις πρωτοβουλίες της άλλης πλευράς, αγωνιζόμενοι να διασώσουμε ό,τι μπορεί να σωθεί, κατά κανόνα σε επίπεδο εντυπώσεων.
Η απόλυτη στήριξη όλων των ανθελληνικών ενεργειών στον χώρο της Θράκης μας από το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, έκανε ακόμη και αυτόν τον αντιπρόεδρο της απελθούσης κυβερνήσεως, Θ. Πάγκαλο, να χαρακτηρίσει ως λάθος την ίδρυση του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή. Αναλυτικά ανέφερε: «Το προξενείο της Κομοτηνής δεν έπρεπε να υπάρχει, δεν υπήρχε κανένας λόγος. Θεωρώ ότι είναι μεγάλο σφάλμα της ελληνικής πολιτείας ότι επετράπη η ίδρυσή του. Δεν χρειάζεται προξενείο μίας ξένης χώρας, για να εφαρμοστεί μία Συνθήκη που αφορά Έλληνες πολίτες».
Αρκούν, όμως, τα λόγια; Η Θράκη ανήκει στον κρατικό κορμό της Ελλάδος, ενός κυρίαρχου (θέλω να πιστεύω, ακόμη!) κράτους, το οποίο έχει υπογράψει συμβάσεις και οφείλει να διαφυλάξει παντί τρόπω την ασφάλεια των Ελλήνων κατοίκων της, χριστιανών και μουσουλμάνων. Αυτό πρέπει να το κάνει σαφές προς κάθε κατεύθυνση, με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο. Στο ζοφερό μέλλον που προδιαγράφεται για την πατρίδα μας, δεν χωρούν εκπτώσεις και στα εθνικά μας θέματα…
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου