Σχετικά με τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών
«Γραμματική, λοιπόν, συντακτικό, ετυμολογία, τυπικό, φθογγολογικό, σχήματα λόγου, προσωδία και μέτρα, κανόνες, εξαιρέσεις κανόνων, σημείωση, υποσημείωση, παράγραφος, υπνολαλιά, υπνοπαιδεία. Και το ροχαλητό αστραπόβροντο στις σπηλιές.
Εδώ είναι η έρημος και ο άνυδρος τόπος που μας καλεί να λογαριάζουμε ότι θα μένουν θρυλικά τα λόγια του Μαβίλη:
"Με γενικές απόλυτες και ισόκωλα
αντί να πάμε ομπρός πάμε πισόκωλα"
Μ' ένα λόγο, ο μαθητής "προακτέος", μόριο "αποφατικό", γενική "επισκόπηση". Και παρα λίγο ο πρωκτοφαντασματοσκόπος του Φάουστ.
Αυτή ήταν η διδακτική του Εξαρχόπουλου για τα Αρχαία Ελληνικά, και για το τυπικό τους. Σχετικά με την ουσία τώρα, όλη η προσοχή έπεφτε στο περιδιαγραμμάτου.
Με βάση το ερβαρτιανό πρότυπο της εθνικής ηθικής διαπαιδαγώγησης, όπως μας έλεγαν στο στρατό, ο μαθητής λάβαινε τέτοια ζάλα και φορτία ηθικότητας, ώστε βγαίνοντας από το σχολείο παραπατούσε στο δρόμο με το βάδισμα ενός κατάφρακτου Κουταλιανού.
Κορφολογιόνταν όλες οι ηθικές ουσίες του κλασικού κόσμου και η λοκάντα σέρβιρε στο μαθητή νόστιμα κρεατοσφαιρίδια και σκουληκίδες. Κεφτέδες δηλαδή και μακαρόνια, που λέγανε οι λογιότατοι την εποχή της Βαβυλωνίας του Δημήτρη Βυζάντιου.
Ηθική διδασκαλία, λοιπόν, εντολές δέκα, και εκατό και διακόσιες, οὐ και μή μωσαϊκά ατελεύτητα, παραινέσεις εις νέους και συμβουλές προς Δημόνικον, χιλιάδες πρέπει φανταχτερά σαν φολιδωτά ερπετά, προτροπές και νουθεσίες, διαθήκες παλαιές νέες μελλοντικές, το χρέος το οφείλειν το καθήκον, η ηθική προσωπικότητα, το ηθικό φέγγος, το ηθικό «γάρμπος». Πολλές αρβύλες και στιβάνια στα Σφακιά και στο Σέλινο.
Σ εκείνα τα δίσεχτα χρόνια της σιωπής και της φοβέρας ο Βάρναλης υπερέτησε δάσκαλος στη χώρα. Στη σχολή Εξαρχόπουλου όμως έπαιζε το ρόλο της αλογόμυγας. Τον ίδιο ρόλο, δηλαδή, του οίστρου και του μώμου που έπαιζε ο Σωκράτης στους αθηναίους. Γι ̓ αυτό άλλωστε έγραψε και την Αληθινή απολογία του Σωκράτη.
Το αποτέλεσμα από όλη ετούτη την ηθική σταυροφορία ήταν να γίνουνται οι μαθητές πιστόνια και μπιέλες μηχανής, και πλαστικά στρατιωτάκια στις αλάνες.
Η υποκρισία, ο σκεπασμένος περίγελως, η δυσπιστία, η ανασφάλεια, το ψέμα, η συμπεριφορά του κλόουν λάβαιναν θέση στην οργάνωση μιας προσωπικότητας από καουτσούκ και νάυλον. Εκεί που κάτω από σωστές συνθήκες έπρεπε να αναδυθεί ένας στιβαρός άνθρωπος. Κάτω από την επίδραση δηλαδή της φυσικής γνώσης, του άγριου ρεαλισμού, και της πολύμοχθης αρετής , που περικλείνουν τα αρχαία κείμενα μέσα στην αστραφτερή σιωπή τους.
Το άλλο ερώτημα, σχετικά με τούτη τη στάση της σχολής Εξαρχόπουλου απέναντι στη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών, είναι γιατί εκράτησε ο τύπος, και χάθηκε η ουσία. Η απόκριση είναι απλή και δίπλα μας.
Ενίκησε ο τύπος και νικήθηκε η ουσία, γιατί ο τύπος προσφέρεται στο αβασάνιστο και στο εύκολο. Η ουσία αξιώνει τα βαριά, και αντιμετριέται με τα δύσκολα. Και το φυσικό του ανθρώπου είναι να τον φέρνει στην ευκολία και στο ευχάριστο, και να τον ξεμακραίνει από το τραχύ και την δυσχέρεια.
Στην πραγματικότητα πρόκειται η ίδια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα λόγια και στα έργα. Οι περισσότεροι λένε, αλλά ελάχιστοι κάνουν. Και ασφαλώς είναι άλλο πράγμα, να κατεβείς και να πεις, θα γίνω ευεργέτης της ανθρωπότητας, και άλλο να πράξεις και να ζήσεις έτσι, που μια μέρα να περάσει το όνομά σου στο κιούριο, στο φέρμιο, στο αϊνστάνιο, και στα άλλα χημικά στοιχεία.
Μ’ ένα λόγο και για να το ειπώ απλά. Την επιθετική μετοχή και τα τελικά απαρέμφατα είναι εύκολο να τα μάθεις. Και σαν τα μάθεις είναι ευκολότερο να κάνεις επίδειξη με δαύτα σε κείνους που δεν τα ξέρουν.
Φοράς, σα να λέμε, τη στολάρα με τη φούντα και το λοφίο, γίνεσαι δηλαδή ο κύριος καθηγητής η αυθεντία τα ράσα του παπά, και ύστερα από το πόστο ενός γελοίου κορδακιζόμενου μπορείς πια να κοκορεύεσαι και να λεονταρίζεις. Κι ο κοσμάκης από κάτου, οι ξύπνιοι σε κάνουνε χάζι. Και τα χαϊβάνια θαυμάζουν: βρε τι Σολομώντας ειν ̓ ετούτος!
Μαθαίνεται λοιπόν η επιθετική μετοχή και το τελικό απαρέμφατο. Τη φράση όμως του Πλάτωνα, «η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου», το στίχο του Ομήρου «πεθαίνουμε και χανόμαστε μια για πάντα σαν τα φύλλα των δέντρων», ή το φοβερό δίλεκτο του Αισχύλου «θα μάθεις σαν πάθεις», είναι δύσκολο να τα κατανοήσει κανείς. Και παρά πέρα, είναι πολύ δυσκολότερο να τα υιοθετήσει κανείς, να τα καταλύσει σαν άρτο, και να τα κάνει τρόπο ζωής. Modus vivendi, που λένε.
Γιατί οι φράσεις αυτές είναι το νερό το μαύρο, και το κόκκινο, και το φαρμακερό της κυπριακής παραλογής. Είναι σα να ξύνεις με τα νύχια σου το μάρμαρο και ν ̓ αγωνίζεσαι να χαράξεις πάνω του αρχαϊκή τη μορφή σου.
Γιατί ο Πλάτων και ο Όμηρος και ο Αισχύλος σ ̓ αυτή τους τη θεώρηση, και δεν υπάρχει άλλη να τους κοιτάξεις αν δε γελάς και αν δε γελιέσαι, σου ζητούν πράγματα αληθινά και πολύ τίμια. Σου ζητούν να κηρύξεις τη ζωή σου σε συναγερμό επ ̓ άπειρον.
Αξιώνουν να κοντοπερπατείς ολοζωής στις πλαγιές του Βεζούβιου. Και θέλουν μέρα νύχτα να σφυρίζει στ ̓ αυτιά σου εκείνο το ξιφήρες «φύλακες γρηγορείτε!» Καθώς στέκεις φρουρός στη μεγάλη πύλη της πόλης. Ή στη μικρή.
Η κατανόηση των κλασικών κειμένων αξιώνει μια ολόκληρη ζωή με άκρα ευαισθησία, και βούληση, και ανθρωπιά. Και πάλι ναι, και πάλι όχι, και πάλι να μη φτάνει.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Εξαρχόπουλος και το συνάφι του εισηγήθηκαν τη φορμαλιστή και όχι τη ρεαλιστική τακτική στη μέθοδο διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών. Από ανηθικότητα, και από ανανδρία.
Αυτό τους ήταν το εύκολο και το προσβατό. Το βολικό στη φαυλότητα, και το ομόλογο στην υποκρισία τους.
Και αυτός είναι ο λόγος, που η αντίθετη σχολή, ο Αλέξανδρος Δελμούζος και τα παλικάρια του, όπως λέμε ο Ρήγας και οι πνιγμένοι του σύντροφοι, δε βρήκαν οπαδούς και ακόλουθους στη δουλειά τους. Γιατί πέρα από την επίσημη καταδίωξη του κράτους, ετούτοι οι γνήσιοι έλληνες «ζητήσανε τα δύσκολα και τα ανεκτίμητα Εύγε».
Συνοψίζω το ζητούμενο και τη λύση του στην παραβολή του ποιητή: Η σχολή Εξαρχόπουλου και ο όχλος της είναι οι αρωματισμένοι Σιδώνιοι του Καβάφη, που κοκορίζουν και κακαρίζουν, καθώς μιλούν για την τέχνη που λησμόνησε τη ζωή. Η πορεία Δελμούζου• Γληνού είναι ο Αισχύλος. Περπατάει βλοσυρός στο Μαραθώνα, ταυροκοιτάει μπροστά του και πίσω του, και στοχάζεται για την τέχνη την ώρα που δουλεύει για τη ζωή.
Το τρίτο, για να μην τα φορτώσει κανείς όλα στον Εξαρχόπουλο, όπως οι Εβραίοι στον αρχαίο τράγο τις αμαρτίες τους, είναι πως παράλληλα με την κακή διδακτική των παιδαγωγών ήταν κακή και η διδασκαλία των φιλολόγων.
Εδώ έχουν τη θέση τους οι Κοντοί, οι Μιστριώτες, οι Καλιτσουνάκες και Πεζόπουλοι, και οι άλλοι λογιότατοι. Είναι όλοι εκείνοι που το άδειο κρανίο τους το ζωγράφισες αιώνια ο Σολωμός στο "Διάλογο".
Το κακό με τους κλασικούς φιλολόγους δεν είναι ότι στα Αρχαία Ελληνικά έβλεπαν λέξεις μόνο. Το μεγάλο κρίμα ήταν πως απόκοψαν τελείως το αντικείμενο που δίδασκαν από τη ζωή.
Δεν μπορείς να σπέρνεις ρήματα και να ζητάς να θερίσεις στάχυα. Δε μπορείς να πας στον κρεοπώλη και να του ειπείς, δός μου ένα κιλό κρέας από «μήλο». Γιατί που να το ξέρει ο άνθρωπος ότι το αρνί στ ̓ αρχαία το λέγανε "μήλο".»
«Τα Αρχαία Ελληνικά τα αντιπαθούν όλοι οι έλληνες. Αν κάνει κανείς μια δημοσκόπηση σήμερα, το αποτέλεσμα που θα του δοθεί θα το βρει πελώριο. Στους εκατό θα ανακαλύψει πως οι ενενήντα τόσοι τα Αρχαία Ελληνικά δε θέλουν ούτε να τ ̓ ακούσουν.
Και το χειρότερο είναι πως την ίδια αποστροφή την αισθάνεται και η πλειονότητα των φιλολόγων που διδάσκει το μάθημα στα σχολεία.
Σήμερα όταν μιλήσεις σε κάποιονε για τα Αρχαία Ελληνικά, αμέσως θα τον χτυπήσει ναυτία. Ένα πνευματικό ανακάτωμα παραγουλιάζει ολόκληρη την υπόστασή του.
Μονόπτωτα ρήματα, ετερόπτωτοι διορισμοί, τρίπτωτες προθέσεις, βαρείες, οξείες, ερωτηματικές, εγκλιτικά και εγκλίσεις, παραγωγή και έτυμα, προληπτικό κατηγορούμενο. Είναι μια στοίβα τσάνταλα που ξεχειλίζουν το ψυχοσωματικό μας και χύνουνται σαν ερευγμοί, κρυάδες, νυστάλα, χασμήματα, και όλα τα ουά του ιουδαϊκού όχλου*.
Οι σχετικές μνήμες από τη σχολική εμπειρία ανακαλούν στους ενήλικους πλήξη νεότητας, ψυχικά τραύματα, κατακάθια νευρωτικά, έλλειψη αέρα, δυσχέρεια ύπαρξης.
«Κύρος ανεβαίνει, Κύρος κατεβαίνει, και γαμώ τους έλληνες και όλους τους δασκάλους». Έτσι άκουσα να καταριέται κάποτε κάποιος τα εφηβικά του χρόνια. Την αθωότητα, δηλαδή, και την πιο τρυφερή ώρα της ηλικίας του.
Βέβαια για τα φορτία όλου αυτού του κακού ο τελευταίος που ευθύνεται είναι οι έλληνες και τα κείμενά τους. Στο θρυλικό «τις πταίει» του Τρικούπη η απόκριση είναι: οι δάσκαλοι φταίνε• οι δάσκαλοι και οι διδακτικοί. Ο βασιλιάς τα φταίει!** που φώναξε ο Λαέρτης στον Άμλετ.
Και κύρια φταίνε οι δάσκαλοι των δασκάλων. Εννοώ τους πανεπιστημιακούς που τόσο μοχθήσανε για να μάθουν τους δασκάλους να δασκαλίζουν. Να πιθηκίζουν δηλαδή στις έδρες και στις τάξεις. Να ψιττακίζουν το «Καλημέρα» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Να γρυλίζουν και να σουσουνίζουν, πάντα τους σχολαστικοί και ομπρελοφόροι. Από πού, και γιατί τόση δυστυχία στη χώρα!
Η ακολουθία πράξης όλου αυτού του κακού μεταφράζεται στην εικόνα μιας πραγματικότητας πολύ μίζερης. Η δυστυχία από το σχολείο απλώθηκε στην κοινωνία μας. Όπως είναι φυσικό.
Η τελευταία συνέπεια του πράγματος δηλαδή, η πιο επώδυνη και η πιο κολαστική, είναι πως η σύγχρονη Ελλάδα λογαριάζεται ο ουραγός και το μπαίγνιο των εθνών σε όλες τις σφαίρες και σε όλες τις συμπεριφορές.
Το αποτέλεσμα το καταμετράς από την κατάσταση της εθνικής οικονομίας ως τα ποδόσφαιρα, και από την επιστημονική έρευνα ως τις σκουπιδοφόρες ακτές της πανάρχαιης ελληνικής θάλασσας. Εκεί που ο ποιητής Ρίλκε έλεγε κάποτε das uralte griechische Meer***, και έσκυβε την κεφαλή με κατάνυξη.
Γιατί τάχα. Και οι Ιταλοί στην γειτονική μας χερσόνησο κατοικούν το Λάτιο και την αρχαία Καμπανία, όπως κι εμείς κατοικούμε την αρχαία Ήλιδα και το Ληλάντιο πεδίο. Γιατί οι Ιταλοί σήμερα μετριούνται στους εφτά ανεπτυγμένους λαούς του κόσμου, κι εμείς καταντήσαμε να γίνουμε οι κατσίβελοι της Ευρώπης;
Βέβαια το φαινόμενο είναι σύνθετο και έχει πολλές αιτίες. Ωστόσο ο θεμελιωτής λόγος εντοπίζεται στον εγκληματικό τρόπο, που μέσα από την παιδεία μεταβιβάζεται στις νέες γενεές η κλασική παράδοση.
Να μη μας το ειπούν, γιατί το γνωρίζουμε, πως εμείς δεν έχουμε Μ.Α.Ν και A.E.G και Bosh. Δεν έχουμε I.B.M και Gross, και Fiat, και General Motors Corporation και Scotch Whisky.
Έχουμε μια παράδοση μεγάλη σαν τον Ειρηνικό και σαν τη Σιβηρία. Έχουμε τέτοιο τον ήλιο και τη θάλασσα, που αν γνωρίζαμε να τα βοσκήσουμε και να τα αρμέγουμε, η μικρή μας χώρα, τούτο το πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο που έλεγε ο Σεφέρης, θα ήταν εφτά φορές Ελβετία. Και μάλιστα μια Ελβετία χωρίς τα οικονομικά λύματα και όλα τα κλοπιμαία του αιώνα που συσσωρεύουνται εκεί από κλέφτες τύπου Σάχη, και Μάρκος, και Τσαουσέσκου. Όμως άλλα...
Η προειδοποίηση του παλαιού Οδυσσέα, να μη σφάξουν οι ναύτες τα γελάδια του Ήλιου****, ούτε από τους συντρόφους του καιρού του, ούτε από μας σήμερα λογαριάζεται. Όχι μόνο τον ήλιο μας σφάζουμε, αλλά και τη θάλασσα μαστιγώνουμε και τον αέρα τον φτύνουμε στο πρόσωπο. Έγινε καυσαέριο πια.
Θέλω να ειπώ πως ο ταξιτζής που κλέβει με το δεκαπλάσιο τον τουρίστα από το Ελληνικό ως το Σύνταγμα, διαφημίζει την ελληνική παιδεία του. Και πως οι χώροι καθαριότητας στα εστιατόρια που ζωντανεύουν τους σταύλους του παλιού Αυγεία, ζωγραφίζουν την παιδεία των ελλήνων. Ρωτάς, τι σχέση έχει ο τουρισμός με τα Αρχαία Ελληνικά. Μα την ίδια ακριβώς που είχε το θέατρο του Διονύσου στην αρχαία Αθήνα με την ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Για μας το κλίμα, η θάλασσα, και ο ήλιος είναι πρώτες ύλες πρώτης αξίας. Πολύ πιο πολύτιμες από το πετρέλαιο της Νιγηρίας με τα πλούσια οκτάνια, και από το ουράνιο του Καναδά με την πυκνή σχάση.
Τη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών και των άλλων φιλολογικών μαθημάτων, την εισηγήθηκε πρώτος και τη θεσμοθέτησε επιστημονικά ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος. Η γραμμή που χάραξε εκείνος στα περισσότερα σημεία της ακολουθιέται και σήμερα.
Γενικότερα και πλατύτερα, ο Εξαρχόπουλος είναι ο θεμελιωτής της Παιδαγωγικής στην Ελλάδα. Υπήρξε επιστήμονας ακουστός, ακάματος εργάτης, ερευνητής πολύπλευρος, θεωρητικός και πρακτικός ταλαντούχος και το υπόδειγμα του τεχνοκράτη.
Αυτός έφερε την Παιδαγωγική από την Ευρώπη στον τόπο μας. Και την καθιέρωσε στην εκπαίδευση με τρόπο επιβλητικό και κυρίαρχο. Στα 1930, λίγο μετά την εποχή του Πάγκαλου που ̓ταν μακριές οι φούστες, ο Εξαρχόπουλος ήταν η αυθεντία και το φόβητρο στους δασκάλους και στα δασκαλεία. Έμπαινε στο Υπουργείο Παιδείας και ήταν ικανός να χτυπήσει τη μαγκούρα του μπροστά στο Γεώργιο Παπανδρέου, υπουργό τότε του Βενιζέλου. Φοβέριζε, πρόσταζε, νομοθετούσε, έδειχνε.
Όμως, από την άλλη πλευρά του ανθρώπου, τη σκοτεινή, ο Εξαρχόπουλος, υπήρξε το ακαταγώνιστο κακούργημα. Ο σχολαστικός διοικητικός, και ο υπερφίαλος μέσα του σχημάτισαν ένα τέρας, όμοιο με τον τρικέφαλο Γηρυόνη που περιγράφει ο Δάντης στην Κόλαση*****.
Στην ιστορία της Παιδαγωγικής, και γενικότερα του Καποδιστριακού, το πέρασμα του Εξαρχόπουλου θα λογαριάζεται κάποτε στίγμα, και όνειδος, και δοχείο πάσης λύμης.
Θα μείνει για να μολογιέται μια καταγραφή του Σεφέρη στις Μέρες του 1943: «Ο Εξαρχόπουλος και οι άλλοι γλωσσαμύντορες• τσιμπούρια και μύγες του απόπατου»******.
Ο Εξαρχόπουλος στάθηκε η μαύρη αντίδραση και ο κακός δαίμονας απέναντι στη φωτισμένη κίνηση της ανθρωπιστικής παιδαγωγικής, που κύρια κέντρα της υπήρξαν τα πνεύματα του Τριανταφυλλίδη, του Δελμούζου, και του Γληνού.
Αυτός υπήρξε ουσιαστικά ο φονέας του Ιωάννη Συκουτρή, που γκρεμίστηκε από τον Ακροκόρινθο στα 1937. Του λαμπρότερου ίσως φιλολόγου μετά τον Κοραή. Και του ακόμη λαμπρότερου δάσκαλου.
Κάτω από τις οδηγίες και το ραβδί του το Αθήνησι εξελίχτηκε σε εθνικό κέντρο παραγωγής δασκάλων σχολαστικών και πνευματοκτόνων. Έγινε το καβειρικό χαλκείο της πνευματικής παραχάραξης και της ηθικής δεισιδαιμονίας που και τότε και σήμερα μας δένουν και μας δέρνουν.
Και αν ρωτήσεις πια ήταν η πληρωμή για την κακουργία! Μα φυσικά, η αναμενόμενη.
Σήμερα το όνομα του Εξαρχόπουλου το διαβάζει γραμμένο με επίχρυσα γράμματα στην επίσημη αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου. Ακαρτέρει όμως, και βλέπεις. Γιατί ο αδέκαστος χρόνος δεν είπε ακόμη την τελευταία λέξη.
Στον καιρό μας τους αρχαίους προδότες τους λένε φοροφυγάδες και παραοικονομικούς. Και τους αρχαίους μήδους τους λένε κιβδηλοποιούς, υποκριτές, οσφυοκάμπτες, κυνοκέφαλους. Και είναι γνωστό πως ο Εφιάλτης και οι μήδοι διαβαίνουν στο τέλος. Ωστόσο εκείνο που μένει είναι το επίγραμμα του Σιμωνίδη για το Μεγιστία και τους λακεδαιμόνιους στην αρχαία πέτρα.
(σ.σ.: "Τούτο είναι το μνήμα του ξακουστού Μεγιστία,
που τον σκότωσαν οι Μήδοι
τότε που διάβηκαν τον Σπερχειό ποταμό.
Ήτανε μάντης• ήξερε ότι έρχονταν οι Μοίρες του θανάτου,
κι όμως δεν θέλησε να εγκαταλείψει τους αρχηγούς της Σπάρτης."
Ποιο είναι το λάθος της διδακτικής των Αρχαίων Ελληνικών που εισηγήθηκε ο Εξαρχόπουλος, και εφαρμόστηκε δυόμισυ γενεές στα σχολεία της χώρας μας;
Για να το ειπώ στη γλώσσα της παιδαγωγικής: το λάθος της σχολής Εξαρχόπουλου είναι ότι υιοθέτησε το διδακτικό φορμαλισμό σε ζημία και παραγκώνιση του διδακτικού υλισμού.
Αυτό σημαίνει πως το βάρος της προσπάθειας έπεσε στη μορφή της αρχαίας γλώσσας και παραθεωρήθηκε η σημασία των περιεχομένων που έχουν τα κείμενα.
Έτσι η σπουδή των Αρχαίων Ελληνικών κατάντησε να σημαίνει γνώση της γλώσσας στην οποία είναι γραμμένα τα κείμενα, και στην καλύτερη περίπτωση μια τυπική ακαδημαϊκή ιστόρηση των γεγονότων και των πραγμάτων.
Και για τις ουσίες, για τα νοήματα, για τις αξίες, για το πλάσμα ζωής δηλαδή που σπαρταρά και γιορτάζει μέσα στην κλασική λογοτεχνία μας, πέρα βρέχει.
Κοντολογής, την παράσταση της διδασκαλίας την έκλεψε ο ξυλότυπος της οικοδομής. Η προσοχή του μαθητή εγκλωβίστηκε στην εξωτερική μορφή, στην ορατή εικόνα, στο δείγμα επιφάνειας του κλασικού κόσμου. Και αμελήθηκε το ένυλο σάρκωμα.
Σα να ̓χουμε απέναντί μας τον Αϊνστάιν και τον Αλ Καπόνε, που δεν αποκλείεται μια μέρα του Σικάγου να ταξίδεψαν άγνωστοι με το ίδιο τραίνο. Τους κοιτάμε και βρίσκουμε.
Ετούτος τι ατημέλητος γεροντάκος. Κουρασμένος, τριμμένο σακάκι, ματάκια που λησμονήθηκαν, η γραβάτα του κρέμεται στο λαιμό σφεντόνα του Δαβίδ. Και λησμόνησε να φορέσει την κάλτσα στο αριστερό του ποδάρι.
Αλλά ο άλλος; Τι τζέντλεμαν. Κουστούμι παραγγελιά στα Παρίσια, γυαλισμένο υπόδημα, δαχτυλίδι με περικεφαλαία στην πέτρα, και το μαλλί του λάδι στο μουσαμά. Άρχοντας με αγωγή κι από καταγωγή.
Ενώ ο πρώτος, όσο τον παρατηρείς, τόσο τον παρομοιάζεις με το ζητιάνο του Αντρέα Συγγρού, που πήγε κάποτε να τον ελεήσει στην οδό Σταδίου, και τον προφτάξανε την τελευταία στιγμή:
- Τι κάνεις άνθρωπε; Είναι ο Παπαδιαμάντης!
Δημήτρης Λιαντίνης – Τα Ελληνικά (1992).
__________________________________
* Πρβλ, Μάρκου ΙΕ’, 29: «οὐά, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν».
** Πρβλ. τα λόγια του Λαέρτη στη Β’ σκηνή της Ε’ πράξης του Άμλετ: The king, the king’s to blame.
*** "Η πανάρχαιη ελληνίδα θάλασσα".
**** Ομήρου α 8-9 και μ 301.
***** Δάντη, Κόλαση 17, 1
****** Σεφέρη Γ., Μέρες Δ’, Εκδ. Ίκαρος 1977, σ. 283. Η καταγραφή στο Ημερολόγιο είναι στις 21/2/1943 στο Κάιρο.
Αντικ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου