Κατά τον Σεπτέμβριο του 1921, η κοινωνική κατάσταση στον Πόντο έχει εκτραχυνθεί πολύ και το ελληνικό στοιχείο έχει μπει στο στόχαστρο των νεότουρκων. Ωστόσο, υπάρχουν και οι φωνές της αντίστασης, όπως αυτή του δημοσιογράφου Νικόλαου Καπετανίδη από την Τραπεζούντα. Είναι ο εκδότης της εφημερίδας «Εποχή», που μέσα από τα πύρινα άρθρα του καταγγέλλει τις ωμότητες των Τούρκων απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό. Οι Τούρκοι θέλουν να τον βγάλουν από την μέση γιατί τους καταγγέλλει ανοιχτά και επώνυμα.
Ενώ στις πόλεις και στα χωριά γίνονται διώξεις, στα βουνά οι Πόντιοι αντάρτες συγκρούονται με τους Τσέτες (Τούρκοι άτακτοι). Την ίδια στιγμή οι αγχόνες στην Αμάσεια δεν σταματάνε να κρεμάνε πατριώτες που είτε με το ντουφέκι, είτε με την πένα ξεσηκώνουν τους Έλληνες του Πόντου για τη ένωση με την μητέρα πατρίδα.
Ο Νικόλαος συνεχίζει να φυτεύει τον σπόρο της Ελευθερίας στα σκλάβα αδέρφια του. Τα άρθρα του συγκλονίζουν και προβάλλουν κάθε τι που εξυψώνει τον Ελληνισμό. Οι Τούρκοι για να αναγκάσουν τον Καπετανίδη να σωπάσει, τον απειλούν συνέχεια ότι θα τον κρεμάσουν κι’ αυτόν σαν κοινό εγκληματία. Δεν τους φοβάται! Αυτό για το οποίο παλεύει είναι μεγαλύτερο από αυτά τα μικρά ανθρωπάκια. Πολλές φορές μονολογεί και λέει ότι δεν αισθάνεται καλά το κεφάλι του πάνω στο σώμα του, ιδίως μετά την συνάντησή του είχε με τον Τοπάλ Οσμάν, τον αρχισφαγέα του Ποντιακού Ελληνισμού, τον Μάρτιο του 1921. Γνωρίζει ότι κινδυνεύει και παρ’ ότι τον έχουν συμβουλεύσει να πάει στο βουνό με τους αντάρτες, αυτός δεν δέχεται. Πιστεύει πως είναι πιο χρήσιμος ως μάχιμος δημοσιογράφος.
Οι μέρες περνούν και οι Τούρκοι έχουν λυσσάξει μαζί του καθώς βλέπουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να σωπάσει. Συνεχώς προπαγανδίζει την ένωση με την Ελλάδα. Έτσι λοιπόν, Τούρκοι στρατιώτες εισβάλουν στα γραφεία της εφημερίδας του και τον συλλαμβάνουν. Τον μεταφέρουν στην Αμάσεια για να τον δικάσουν στο «δικαστήριο της ανεξαρτησίας» (αυτά τα δικαστήρια, δίκαζαν αποκλειστικά και μόνο Έλληνες πατριώτες). Στην άθλια φυλακή που τον ρίχνουν υπάρχουν και άλλοι 68, όλοι μορφωμένοι άνθρωποι (γιατροί, δάσκαλοι, δικηγόροι, καθηγητές, φαρμακοποιοί) που αποτελούν την κεφαλή του Ποντιακού Ελληνισμού. Όλοι τους ξέρουν πως απ’ αυτό το δικαστήριο δεν γλυτώνει κανείς.
Η ημέρα του δικαστηρίου φτάνει και πρόεδρός του είναι ο γνωστός για την σκληρότητά του Εμίν Μπέης. Αυτό το δικαστήριο δεν υπόκεινται σε κανένα νόμο. Συνήγοροι υπεράσπισης δεν υπάρχουν. Έτσι και αλλιώς δεν χρειάζονται, μιας κι’ η απόφαση είναι προειλημμένη. Επίσης, οι κατηγορούμενοι δεν έχουν δικαίωμα να απολογηθούν. Τους διατάζει να σηκωθούν όλοι μαζί και ρωτάει τα ονόματά τους, βρίζοντας και χειρονομώντας απέναντι τους. Το πλήθος τους βρίζει και αυτό, αποκαλώντας τους προδότες. Οι ψευδομάρτυρες λένε πως τους έχουν δει να μιλάνε με Έλληνες στρατιωτικούς και Ρώσους πράκτορες για να βλάψουν την Τουρκία.
Έρχεται η σειρά του Νικόλαου Καπετανίδη. Ο πρόεδρος κοιτώντας τον βλοσυρά του διαβάζει το κατηγορητήριο που λέει πως θέλει την ανεξαρτησία του Πόντου. Ο Καπετανίδης διακόπτει τον πρόεδρο και απαντάει με φυσικότητα «όχι κύριε πρόεδρε, εγώ ήθελα την απευθείας ένωση του Πόντου με την Ελλάδα». Ο Εμίν Μπέης, ο αιμοσταγής πρόεδρος, μένει άφωνος από την παλληκαρήσια απάντηση. Τον βρίζει χυδαιότατα, βγάζοντας αφρούς από το στόμα. Οι υπόλοιποι κρατούμενοι παίρνουν θάρρος. Στο δικαστήριο πια επικρατεί χάος από τις φωνές και τις σπρωξιές. Οι Τούρκοι θέλουν να δουν αυτόν τον «αυθάδη» αλλά γενναίο Έλληνα. Ο πρόεδρος διατάζει να κρεμαστούν όλοι οι κατηγορούμενοι.
Την 21η Σεπτεμβρίου του 1921 τα ικριώματα είναι έτοιμα. Συνοδευόμενοι από στρατιώτες καταφθάνουν οι κατηγορούμενοι. Έναν – έναν τους περνούν την θηλιά στον λαιμό. Φτάνει και η σειρά του Καπετανίδη. Είναι εμφανές όμως πως αυτός περιφρονεί τον θάνατο. Μέχρι την τελευταία στιγμή παραμένει ψύχραιμος. Ο δήμιος του περνάει την θηλιά στον λαιμό κι’ ο τουρκικός όχλος παραληρεί. Ένας Τούρκος διαβάζει το κατηγορητήριο μπροστά του, φωνάζοντας πως θανατώνεται με τόσο ατιμωτικό τρόπο για τους εξής λόγους: «για τα Ελληνικά φρονήματα» και «γιατί ενεργούσε μαζί με άλλους για την Δημοκρατία του Πόντου». Ο Καπετανίδης φωνάζει με όλη την δύναμη της ψυχής του: ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ.
Σ’ ένα από τα τελευταία του γράμματα είχε γράψει στους δικούς του: «Θα μάθετε από τους ολίγους που θα περισωθούν ότι μήτε το θάρρος, μήτε η ψυχραιμία μ’ εγκατέλειψαν ως την τελευταία μου στιγμή… Εν τούτοις η ψυχή μου βαρύτατα πενθεί, διότι σας αφήνω για πάντα… Τέτοιος θάνατος σαν τον δικό μου είναι ωραίος, δοξασμένος… Γι’ αυτό μη λυπηθείτε… Εσύ, μανούλα μου, εγκαρτέρησε. Ετίμησα τα στήθια σου και τ’ όνομά σου με τον θάνατό μου… Ο θάνατος είναι Τιμή για όλους μας. Θαρσείτε και καρτερείτε, μια φορά κανείς πεθαίνει».
Σημείωση: Συγκρίνετε την στάση αυτού του δημοσιογράφου σε αντιδιαστολή με τους σημερινούς που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το τομάρι τους και όχι το καλός της πατρίδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου