Σάββατο 6 Αυγούστου 2011
1826.—Μάχη τού Χαϊδαρίου
Τρίτη 26 Ιουλίου 2011
Η Μάχη στα Δερβενάκια
Στις αρχές Ιουλίου του 1822, ένας νέος κίνδυνος ανεφάνη για την Επανάσταση, με την κάθοδο στην Πελοπόννησο ισχυρής τουρκικής δύναμης υπό τον ικανότατο Μαχμούτ Πασά, γνωστότερο ως Δράμαλη. Ο Σουλτάνος, σε πλεονεκτική θέση μετά την εξολόθρευση του Αλή Πασά, είχε στρέψει την προσοχή του στους επαναστατημένους Έλληνες.
Χωρίς να συναντήσει την παραμικρή αντίσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, ο Δράμαλης με 25.000 άνδρες προέλασε ταχύτατα και στις 6 Ιουλίου στρατοπέδευσε στην Κόρινθο. Βασικός του στόχος ήταν η ανακατάληψη της Τριπολιτσάς και η κατάπνιξη της Επανάστασης στον Μοριά με τη βοήθεια του στόλου, που θα κατέπλεε στον Αργολικό Κόλπο.
Παρακούοντας τους τοπικούς τούρκους ηγέτες, οι οποίοι τον συμβούλευσαν να κάνει ορμητήριό του την Κόρινθο κι έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, ο Δράμαλης διέταξε τον στρατό του να προελάσει προς το Ναύπλιο για να λύσει την πολιορκία του.
Αφού κατέλαβε τον Ακροκόρινθο, έφθασε ανενόχλητος στο Άργος και στρατοπέδευσε έξω από την πόλη στις 12 Ιουλίου. Οι επαναστάτες πιάστηκαν στον ύπνο και δεν μπόρεσαν να υπερασπίσουν τα μεταξύ Κορίνθου και Άργους στενά, από τα οποία διήλθε η τουρκική στρατιά.
Μόλις μαθεύτηκε ότι ο Δράμαλης με τον στρατό του πλησιάζει στο Άργος, επικράτησε μεγάλη σύγχυση στους Έλληνες, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πληροφορήθηκαν τη λύση της πολιορκίας του Ναυπλίου. Κυβέρνηση και βουλευτές αναχώρησαν πανικόβλητοι από το Άργος για τους Μύλους και από εκεί στα πλοία.
Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011
ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Σε μιά αναμέτρηση λοιπόν και αντιπαράταξη θυσιαστικά δύο θρησκειών και δυό κόσμων οι Ορθόδοξοι Έλληνες κληρικοί και μάλιστα οι αρχιερείς όχι μόνο δεν αντέδρασαν ούτε χλεύασαν τον αγώνα, αλλ’ όπως είναι φυσικό και αυτονόητο. υπήρξαν οι φυσικοί ταγοί και ηγέτες, τού αγωνιζομένου λαού.
Πραγματικοί μπροστάρηδες, πού, σαν άλλοι Μωυσείς ανέλαβαν να οδηγήσουν το λαό από τη σκλαβιά στην ελευθερία με κάθε προσωπική τους θυσία.
Το ράσο όλων των κληρικών, από τού ασημότερου καλόγερου μέχρι του πολιουσεβάσμιου και άγιου Πατριάρχη, μεταβλήθηκε σε φλάμπουρο, πού ηλέκτριζε και πύρωνε τα πνεύματα των αγωνιζομένων Ελλήνων.
Η συμμετοχή των κληρικών, και μάλιστα των αρχιερέων, ήταν τόσο φυσική και τόσο αυτονόητη και απαραίτητη, ώστε όχι μόνο να συμπαρίστανται σε κάθε αγωνιστική προσπάθεια αλλά να θεωρούνται «εκ των ων ούκ άνευ», μιά και οι Έλληνες δεν επιχειρούσαν τίποτε, εάν προηγουμένως δεν έβλεπαν τούς ρασοφόρους να τούς ευλογούν, με τούς σταυρούς και τα ιερά τους άμφια, και να τούς οδηγούν στο καθήκον.
Ενδεικτικό του πόσο πολύ υπολόγιζαν όλοι οι Έλληνες (διοικούντες και λαός) τότε την παρουσία των αρχιερέων στις πολεμικές συρράξεις είναι και ένα έγγραφο τής προσωρινής Ελληνικής κυβερνήσεως κατά το Μάϊο του 1825, με το οποίο, μπροστά στον κίνδυνο τής προελάσεως του Ιμπραήμ, έδωσε εντολή στους αρχιερείς, πού βρισκόταν στο Μωριά: Κομάνων Αγαθάγγελο, Παροναξίας Ιερόθεο, Φαρσάλων Γεράσιμο, Τριπόλεως Δανιήλ και Ρέοντος και Πραστού Διονύσιο, «να κινηθώσι όσον τάχος» για να περιέρχονται τις επαρχίες Άργους, Τριπολιτζάς, Βοστίτζης (Αιγίου), Πατρών, Λεονταρίου και Μεσσήνης και να κηρύσσουν το τής εθνεγερσίας σάλπισμα, προτρέποντας τούς χριστιανούς σε γενική εξέγερση κατά του τυράννου κατακτητού «διά να συντρέξουν εις την ταχείαν ξεκίνησιν των στρατευμάτων».
Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011
4 ΙΟΥΛΙΟΥ 1822, Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΕΤΑ
.
.
.
1822.—Μάχη τού Πέτα. Ο πασσάς τής Άρτης Ισμαήλ Πλιάσας, ορμά μέ 8.000 Τουρκαλβανούς εναντίον τών είς τό Πέτα ευρισκομένων Ελλήνων καί Φιλελλήνων(600 τακτικοί και 1.500 άτακτοι), οί οποίοι αποκρούουν θαρραλέως τάς τουρκικάς επιθέσεις καί προκαλούν μεγάλην φθοράν είς τόν εχθρόν. Αλλά δέχονται ταυτοχρόνως επίθεσιν έκ τών νώτων, ή οποία κλονίζει τήν παράταξίν των καί προκαλεί σύγχυσιν। Οι Έλληνες, νομίζοντες ότι πρόκειται περί προδοσίας, αναζητούν διέξοδον διά νά φύγουν, ό δέ Μάρκος Μπότσαρης, διά νά συγκρατήση τούς φεύγοντας, διατάσσει τούς περί αυτόν νά τούς πυροβολούν. Οι Φιλέλληνες υπό τόν Δάνια, τόν Στρατηγό Κάρολο Νόρμαν, τόν Ταρέλλα, καθώς καί οί Επτανήσιοι υπό τόν Πανάν, μάχονται απεγνωσμένως. Οι Τουρκαλβανοί αποκόπτουν τάς κεφαλάς τών φονευομένων αρχηγών καί τάς περιφέρουν ώς τρόπαια. Ο Γερμανός Ντάϊς, μολονότι είχε απομείνει μόνος, εξακολουθεί νά βάλλη ακατάπαυστα μέ τό κανόνι του. Ο Πολωνός Μερζιέφσκυ καί 11 σύντροφοί του, έξ άλλου, ωχυρώθησαν είς τήν εκκλησείαν τού χωρίου, όπου, μή έχοντες πολεμεφόδια, εξακοντίζουν πέτρες κατά τών εχθρών, έως ότου πίπτουν όλοι. Οι Τουρκαλβανοί εφόρτωσαν τάς κεφαλάς τών φονευμένων είς ημιόνους καί υπεχρέωσαν τούς συλληφθέντας ελαχίστους αιχμαλώτους νά τάς μεταφέρουν είς Άρταν, όπου όλοι κατεκρεουργήθησαν υπό τού πλήθους. Εκ των Φιλελλήνων εφονεύθησαν είς τήν μάχην τού Πέτα 36 Γερμανοί, 13 Πολωνοί, 13 Ιταλοί, 5 Γάλλοι, 3 Ελβετοί, 2 Δανοί κλπ. Πολλοί τούτων, καίτοι έφερον ανωτέρους βαθμούς είς τήν πατρίδα των, υπηρέτησαν ώς υπαξιωματικοί ή απλοί στρατιώται. Συνολικές Απώλειες: 300 Έλληνες, 100 φιλέλληνες και 1.000 τούρκοι νεκροί. Είς τήν μάχην τού Πέτα παρευρίσκετο καί ό Αλ. Μαυροκορδάτος, όστις, συντετριμμένος διά τήν απροσδόκητον ήτταν, απεχώρησε ακολούθως είς Μεσολόγγι.
Πηγή.
.
Κυριακή 3 Ιουλίου 2011
ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ’21 – ΒΟΥΡΒΑΧΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ
.
Ο ήρωας συνταγματάρχης Διονύσιος Βούρβαχης, ήταν από την γενιά των εκπατρισθέντων Βουρβάχων μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη.
Ο Διονύσιος γεννήθηκε στο πλοίο τους, που τους μετέφερε στην φιλόξενο γη της ελεύθερης Κεφαλλονιάς. Ο πατέρας του Σωτήριος, Σφακιανός πλοιοκτήτης, διέπλεε με το ιστιοφόρο του την Μεσόγειο και είχε γνωρισθεί με τον πεθερό του αδελφού του Ναπολέοντα. Ο Σωτήριος μετέφερε μήνυμα από την Μασσαλία στην Αίγυπτο για τον Ναπολέοντα, που τον προειδοποιούσε να γυρίσει πίσω, γιατί του ετοίμαζαν αντεπανάσταση.
Ο Ναπολέων εκτίμησε τη βοήθεια του Σωτηρίου Βούρβαχη και έδωσε στην οικογένεια του τη Γαλλική υπηκοότητα. Ο Διονύσιος φοίτησε στην σχολή αξιωματικών της Γαλλίας και έφθασε γρήγορα μέχρι τον βαθμό του Συνταγματάρχη. Πολέμησε στο πλευρό του Ναπολέοντα από την Ισπανία μέχρι την Πολωνία και τραυματίσθηκε τρεις φορές. Βοήθησε τον Βοναπάρτη να γυρίσει πίσω από την εξορία του και να κάνει τις εκατό τελευταίες μέρες πριν το Βατερλό. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα τον αποστράτευσαν. Ακολούθως ο ήρωας ήλθε στην Ελλάδα, συγκρότησε δικό του σώμα από περίπου 800 άνδρες, πολέμησε εναντίων του Κιουταχή όπου στη μάχη στο Καματερό Αττικής σκοτώθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1827. Ο Κιουταχής(Ρεσίτ πασάς) έστειλε το κεφάλι του και το ξίφος του στο σουλτάνο, για να του δείξει ότι νικάει Γάλλους στρατηγούς. Ο γιος του Κάρολος θα γίνει ένας από τους ικανότερους Γάλλους αξιωματικούς. Προς τιμήν του ήρωα ο δήμος Καματερού τελεί αθλητικούς αγώνες με την ονομασία Βουρβάχεια. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει στα απομνημονεύματα του:
«Είχ’ έρθει και ένας αξιωματικός από την Γαλλία, γενναίος άντρας και καλός άνθρωπος τον έλεγαν Μπούρμπαχη…….ήταν κολονέλος εις την Γαλλίαν. Αφού άκουσε για την λευτεριά της πατρίδας του, ήρθε να αγωνισθεί απαθείς πατριωτικώς πήγε ναύρη τους συγγενείς και τους πατριώτες του ηύρε και τον κόντε Μεταξά και τους συντρόφους του. Τον οδηγούν και πληρώνει εξ ιδίων του και συνάζει χίλιους ανθρώπους….. και σκοτώθηκε ο αγαθός Μπούρμπαχης κι άλλοι δυο συνάδελφοι του φιλλέληνες»।
Πηγή.
.
.
Η καταστροφή των Ψαρών
|
Οι Τουρκοαιγύπτιοι έδιδαν πρωταρχική σημασία στις κατά θάλασσα επιχειρήσεις, γιατί αν δεν καταστρεφόταν ο ελληνικός στόλος και δεν εξουδετερώνονταν οι ναυτικές βάσεις των Ελλήνων, δεν θα ήταν δυνατό να ευδοκιμήσουν οι κατά ξηρά προσπάθειές τους. Αποφασίσθηκε, λοιπόν, ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον περιβόητο Χουσεΐν να προσβάλλει την Κάσο και ο τουρκικός υπό τον Χοσρέφ Πασά τα Ψαρά.
Τα Ψαρά, ένα μικρό νησί στα βορειοδυτικά της Χίου, είχε σπουδαία θαλασσινή παράδοση και ήταν η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας, μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες, με ονομαστούς πυρπολητές, όπως ο Παπανικολής, ο Κανάρης και ο Πιπίνος. Ο Χοσρέφ είχε εντολή από τον σουλτάνο να εξαφανίσει από προσώπου γης τα Ψαρά, που τόσα προβλήματα δημιουργούσαν στον δυσκίνητο τουρκικό στόλο.
Το πρωί της 20ης Ιουνίου ο τουρκικός στόλος απέπλευσε από το Σίγρι Μυτιλήνης με προορισμό τα Ψαρά. Απετελείτο από 176 πλοία (πολεμικά και φορτηγά) και 12 χιλιάδες άνδρες (τούρκους και τουρκαλβανούς). Η τουρκική αρμάδα έφθασε στον αβαθή ορμίσκο Κάναλος, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, το απόγευμα της ίδιας μέρας. Τη στιγμή εκείνη, άρχισε μία εκ των πλέον δραματικών δοκιμασιών του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Έπειτα από ισχυρό κανιοβολισμό, οι Τούρκοι πέτυχαν την απόβαση των αγημάτων τους.
Οι κάτοικοι του νησιού ανέρχονταν σε 30.000, οι 7.000 ντόπιοι και οι υπόλοιποι πρόσφυγες από τη Χίο και τις ακτές της Μικράς Ασίας. Το υπερασπίζονταν 1.300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι και 1027 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.
Οι μαχητές των Ψαρών υπέπεσαν σε ένα σοβαρό λάθος, καθώς αποφάσισαν να περιορισθεί ο αγώνας στην άμυνα της νήσου. Έτσι, έθεσαν σε απραξία τον στόλο και δεν χρησιμοποίησαν καθόλου τα πυρπολικά. Μάλιστα, αφαίρεσαν τα πηδάλια των πλοίων. Ακόμη, διασκόρπισαν τις δυνάμεις τους στην ξηρά και δεν έδιωξαν τα γυναικόπαιδα.
Οι αποβιβασθέντες Τούρκοι του Χοσρέφ κατέβαλαν με σχετική ευκολία τους αμυνομένους και μέσα σε δύο μέρες είχαν καταλάβει το νησί. Επακολούθησε η φοβερή καταστροφή. Το πλήθος έσπευσε να σωθεί στα λίγα πλοία, από τα οποία δεν είχαν αφαιρεθεί τα πηδάλια. Λίγοι τα κατέφεραν, καθώς ο στόλος του Χοσρέφ είχε περικυκλώσει το νησί.
Μόνη εστία αντίστασης παρέμεινε το Παλαιόκαστρο, η οχυρή θέση που δεσπόζει της Χώρας. Οι υπερασπιστές του, ανάμεσά τους και πολλά γυναικόπαιδα, αμύνθηκαν σθεναρά εναντίον 6.000 Τούρκων που τους πολιορκούσαν. Όταν η αμυντική γραμμή τους έσπασε και το φρούριο πλημμύρισε από Τούρκους, ο Αντώνιος Βρατσάνος έβαλε φωτιά στην πυριταδοποθήκη για να μην πέσουν στα χέρια των εισβολέων.
Η καταστροφή και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε τρομερή. Από τους 30.000 κατοίκους του νησιού, οι 18.000 θανατώθηκαν ή πωλήθηκαν ως σκλάβοι. Την εικόνα της καταστροφής δίνει με τον πιο παραστατικό τρόπο ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός στο περίφημο επίγραμμά του:
«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πούχαν μείνει στην έρημη γη»
Από τα περίπου 100 πλοία των Ψαριανών, μόνο 16 διασώθηκαν, καθώς και 7 πυρπολικά με τον Κανάρη. Όσοι από τους κατοίκους των Ψαρών γλίτωσαν από το γιαταγάνι των Οθωμανών εγκαταστάθηκαν στη Μονεμβασιά και μετά την απελευθέρωση στην Αρχαία Ερέτρια, που πήρε την ονομασία Νέα Ψαρά.
Η Καταστροφή των Ψαρών υπήρξε δεινό πλήγμα για την Επανάσταση. Χάθηκε μία από τις σημαντικές βάσεις του ελληνικού ναυτικού, ενώ διέτρεξαν άμεσο κίνδυνο οι υπόλοιποι. Η άμεση κινητοποίηση και η αντίδραση των υπόλοιπων δυνάμεων της μαχόμενης Ελλάδας έσωσε την κατάσταση.
Προσπάθεια ανακατάληψης
|
Οι ναυτικές μοίρες των δύο ναυάρχων συναντήθηκαν στο ακρωτήρι Λιμνιονάρι των Ψαρών τα ξημερώματα της 3ης Ιουλίου 1824. Σε σύσκεψη, που ακολούθησε, αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί άμεση απόβαση στο νησί. Το ελληνικό αποβατικό σώμα αριθμούσε 1500 άνδρες, ενώ τα Ψαρά υπερασπίζονταν 600 Τουρκαλβανοί. Οι Έλληνες κατέβαλαν δια περιπάτου τους υπερασπιστές του νησιού, οι περισσότεροι από τους οποίους κατέφυγαν στα τουρκικά πλοία, που ναυλοχούσαν στο λιμάνι των Ψαρών. Γύρω στους 150 δεν μπόρεσαν να φθάσουν στα πλοία και ταμπουρώθηκαν στα σπίτια των Ψαρών, προσπαθώντας να αποκρούσουν τους επιτιθέμενους Έλληνες, που είχαν καταλάβει όλες τις οχυρωματικές θέσεις, μεταξύ αυτών και το Παλαιόκαστρο.
Τα πληρώματα των 25 εχθρικών πλοίων, προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά όταν πληροφορήθηκαν από τους πανικόβλητους τουρκαλβανούς, ότι οι έλληνες ήταν κύριοι σχεδόν όλου του νησιού, έλυσαν τους κάβους και προσπάθησαν να διαφύγουν στην Λέσβο. Ο Μιαούλης τους κατεδίωξε και στ' ανοιχτά της Χίου συνήφθη ναυμαχία, που κράτησε σχεδόν 5 ώρες, με νικηφόρο αποτέλεσμα για τους έλληνες. Μόνο 5 από τα 20 τουρκικά σκάφη έφθασαν σώα στον προορισμό τους, ενώ σύμφωνα με τις αναφορές του Μιαούλη οι απώλειές τους ξεπέρασαν τους 1000 άνδρες. Οι έλληνες είχαν μόνο ένα νεκρό και έξι τραυματίες.
Μετά τη νικηφόρα ναυμαχία, ο Μιαούλης και τα πλοία του επέστρεψαν στα Ψαρά. Αντί, όμως, οι ελληνικές δυνάμεις να φροντίσουν να διώξουν τους λίγους τουρκαλβανούς που παρέμειναν οχυρωμένοι στα σπίτια και να γίνουν κύριοι του νησιού, άρχισαν το πλιάτσικο. Ναύτες και πλοίαρχοι επιδόθηκαν σε αρπαγή κανονιών, τροφίμων και εμπορευμάτων, όσων είχαν απομείνει στο νησί, για να τα μεταφέρουν ο καθένας στα πλοία του. Τα περισσότερα κανόνια ήταν λάφυρα των Οθωμανών από την καταστροφή του ψαριανού στόλου, ενώ τα τρόφιμα και τα εμπορεύματα τα είχαν αρπάξει οι τουρκαλβανοί από τα σπίτια πλουσίων Ψαριανών, μετά το Ολοκαύτωμα.
Η διαταγή του ναυάρχου Μιαούλη να θεωρηθούν τα κανόνια περιουσία του ελληνικού κράτους δεν εκτελέσθηκε ποτέ. Η διαμάχη για τη μοιρασιά της λείας παρέλυσε την πειθαρχία του στόλου. Με επιστολή του στους προκρίτους της Ύδρας, στις 6 Ιουλίου, ο Μιαούλης διεκτραγωδούσε την κατάσταση: «…Σας αφήνω να στοχασθήτε οποία ακαταστασία, ασυμφωνία και ιδιοτέλεια βασιλεύει εις τον στόλο μας και αν εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένου του στόλου εμπορούμεν να βάλωμεν βάσιν και να ελπίζομεν εις αυτόν…».
Προφητική διαπίστωση, που θα επαληθευθεί μια μέρα αργότερα. Στις 7 Ιουλίου, η γολέτα του Τομπάζη, που έπλεε μεταξύ Χίου και Ψαρών, ειδοποίησε ότι μοίρα του οθωμανικού στόλου κατευθυνόταν προς τα Ψαρά. Ο Μιαούλης διέταξε τον στόλο να τεθεί σε πολεμική ετοιμότητα. Από τα 51 ελληνικά πλοία μόνο τα 14 πειθάρχησαν. Ο τουρκικός στόλος κατόρθωσε να επιβιβάσει ενισχύσεις στο νησί, που ενώθηκαν με τους ολίγους πολιορκούμενους τουρκαλβανούς. Στις 10 Ιουλίου 1824 ο Μιαούλης βλέποντας την κακή κατάσταση του στόλου έλυσε την πολιορκία και εγκατέλειψε την περιοχή με τα πλοία του. Κατέφυγε στο Σούνιο, όπου περίμενε διαταγές από την Ύδρα, ενώ τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία κατευθύνθηκαν προς το Κάβο-Ντόρο.
Έτσι, η εκστρατεία του ελληνικού στόλου για την ανακατάληψη των Ψαρών δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, εκτός από την καταστροφή της τουρκικής ναυτικής μοίρας. Το νησί θα παραμείνει υπό οθωμανική κυριαρχία ως το 1912, οπότε θα ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Πηγή.
http://www।sansimera.gr/articles/156
Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011
Η καταστροφή των Ψαρών
Το Μάρτιο του 1824 συνήφθη μεταξύ των δύο ανδρών συμφωνία, με την οποία ο Μεχμέτ Αλή δεχόταν να συμπράξει, υπό τον όρο να του παραχωρηθεί η Κρήτη, η Κύπρος και να διορισθεί ο θετός γιος του, Ιμπραήμ, διοικητής της Πελοποννήσου.
Την ίδια ώρα, οι ελληνικές δυνάμεις, ευρισκόμενες στη δίνη του Εμφυλίου Πολέμου, είχαν φθαρεί και αποσυντονισθεί.
Οι Τουρκοαιγύπτιοι έδιδαν πρωταρχική σημασία στις κατά θάλασσα επιχειρήσεις, γιατί αν δεν καταστρεφόταν ο ελληνικός στόλος και δεν εξουδετερώνονταν οι ναυτικές βάσεις των Ελλήνων, δεν θα ήταν δυνατό να ευδοκιμήσουν οι κατά ξηρά προσπάθειές τους. Αποφασίσθηκε, λοιπόν, ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον περιβόητο Χουσεΐν να προσβάλλει την Κάσο και ο τουρκικός υπό τον Χοσρέφ Πασά τα Ψαρά.
Τα Ψαρά, ένα μικρό νησί στα βορειοδυτικά της Χίου, είχε σπουδαία θαλασσινή παράδοση και ήταν η τρίτη ναυτική δύναμη της Ελλάδας, μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες, με ονομαστούς πυρπολητές, όπως ο Παπανικολής, ο Κανάρης και ο Πιπίνος. Ο Χοσρέφ είχε εντολή από τον σουλτάνο να εξαφανίσει από προσώπου γης τα Ψαρά, που τόσα προβλήματα δημιουργούσαν στον δυσκίνητο τουρκικό στόλο.
Κυριακή 12 Ιουνίου 2011
Ρήγας Βελεστινλής (Φεραίος) 1757 – 1798
|
Ο νεαρός Ρήγας εγκατέλειψε το Βελεστίνο πολύ νωρίς, αφού πρώτα πήρε την βασική του μόρφωση. Το 1785 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε τις σπουδές του κι εντάχθηκε στο περιβάλλον των Φαναριωτών, ενώ το 1788 εγκαταστάθηκε στη Βλαχία ως διοικητικός υπάλληλος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν διακρίθηκε ως λόγιος και συγγραφέας. Το 1790 και το 1796 ταξίδεψε στη Βιέννη για να τυπώσει τα βιβλία του, μεταξύ αυτών το «Σχολείο των ντελικάτων εραστών», το «Φυσικής Απάνθισμα», ο «Ηθικός Τρίποδας» και ο «Ανάχαρσις».
Ως κορυφαίο έργο του, πάντως, θεωρείται η «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας» που περιείχε:
- τον Θούριο, γνωστό επαναστατικό άσμα
- μια επαναστατική προκήρυξη
- τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου
σύμφωνα με τα πρότυπα των Γάλλων
Διαφωτιστών
- το Σύνταγμα του Ρήγα
Το πολιτικό όραμα του Ρήγα συνίστατο στη δημιουργία μιας πολυεθνικής βαλκανικής επικράτειας που θα ήταν απαλλαγμένη από τις αγκυλώσεις της οθωμανικής πολιτικής και στην οποία οι Έλληνες θα είχαν κυρίαρχη θέση. Για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου προσπάθησε να εξεγείρει όλους τους υπόδουλους στους Οθωμανούς λαούς της Βαλκανικής εναντίον του κοινού τυράννου.
Επεδίωξε, μάλιστα, να συναντήσει τον Μεγάλο Ναπολέοντα για να ζητήσει τη βοήθειά του. Συνελήφθη, όμως, στις 19 Δεκεμβρίου του 1797 από τους Αυστριακούς στην Τεργέστη και παραδόθηκε στους Τούρκους, οι οποίοι τον σκότωσαν δια στραγγαλισμού στις 12 Ιουνίου του 1798 στο Βελιγράδι।
Πηγή
Σάββατο 11 Ιουνίου 2011
Ανδρέας Βώκος, ο επονομαζόμενος Μιαούλης (1769–1835)
Ναύαρχος του ελληνικού στόλου κατά την Επανάσταση του 1821. Ο τόπος της γέννησής του δεν είναι επακριβώς γνωστός. Ορισμένοι βιογράφοι του υποστηρίζουν ότι γεννήθηκεστις 20 Μαΐου 1769 στα Φύλλα της Εύβοιας, απ’ όπου η οικογένεια του μετοίκησε στην Ύδρα, ενώ άλλοι στο νησί του Αργοσαρωνικού.
Το πραγματικό του επίθετο ήταν Βώκος ή Μπώκος. Για το παρωνύμιο Μιαούλης υπάρχουν δύο εκδοχές: Η μία ότι του τo κόλλησαν οι ναύτες του, όταν τους έδινε τη διαταγή «Μία ούλοι!» για να κωπηλατούν συγχρόνως. Η δεύτερη, από ένα τουρκικό μπρίκι που αγόρασε, με την ονομασία «Μιαούλ». Ο Μιαούλης ήταν σχεδόν αγράμματος, σύμφωνα με τον ιστορικό Καρλ Μέντελσον -Μπαρτόλντι, εν τούτοις υπερείχε σε ευφυΐα και ναυτική τέχνη. Είχε ανεπτυγμένη την αίσθηση του καθήκοντος μέχρι υπερβολής, που πολλές φορές έφθανε στα όρια της σκληρότητας για τους υφισταμένους του.
Από τα εφηβικά του χρόνια, ο Ανδρέας Μιαούλης ασχολήθηκε με τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Για την ακρίβεια, ήταν ένας από τους πιο ονομαστούς κουρσάρους της Ανατολικής Μεσογείου. Έκανε σεβαστή περιουσία κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, όταν έσπαγε τον ναυτικό αποκλεισμό των Άγγλων υπό τον ναύαρχο Νέλσον και ανεφοδίαζε τις ισπανικές πόλεις. Το 1816 ο Ανδρέας Μιαούλης παρέδωσε τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις στο γιο του Δημήτριο και ο ίδιος ασχολήθηκε με το εμπόριο.
Κατά την κήρυξη της Επανάστασης στην Ύδρα, στις 28 Απριλίου 1821, ο Μιαούλης υπέγραψε μαζί με άλλους πλοιοκτήτες έγγραφο, με το οποίο διέθεταν τα πλοία τους, αλλά και θα αναλάμβαναν τις δαπάνες για τις ναυτικές επιχειρήσεις του Αγώνα. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου αναλαμβάνει ναύαρχος του υδραϊκού στόλου και στις 28 Σεπτεμβρίου έρχεται αντιμέτωπος για πρώτη φορά με τουρκική ναυτική μοίρα στην Πύλο. Το Φεβρουάριο του 1822 καταστρέφει μία τουρκική φρεγάτα και προξενεί ζημιές σε άλλα πλοία στο λιμάνι της Πάτρας. Τον Οκτώβριο του 1823 ο Μιαούλης, επικεφαλής του ελληνικού στόλου, νικά τους Τούρκους στο Αρτεμίσιο και τους Ωρεούς.
Μετά την καταστροφή των Ψαρών (20 – 22 Ιουνίου 1824), σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην εξουδετέρωση της τουρκικής δύναμης, που είχε παραμείνει στο νησί και στην ανακατάληψή του, στις 3 Ιουλίου. Στις 29 Αυγούστου 1824, ο Μιαούλης, επικεφαλής του ενωμένου ελληνικού στόλου, καταναυμαχεί τον τουρκοαιγυπτιακό στον Γέροντα. Οι απώλειες του εχθρού ανέρχονται σε 27 πλοία, ανάμεσά τους και η επιβλητική φρεγάτα «Ασία».
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου το 1826 τα ελληνικά πλοία υπό τις διαταγές του βοηθούν με την παροχή εφοδίων τους πολιορκουμένους. Τις παραμονές της Εξόδου, ο Μιαούλης αποτυγχάνει να διασπάσει επανειλημμένως τον αποκλεισμό της πόλης και διαμηνύει στους κατοίκους ότι δεν είναι δυνατή καμιά βοήθεια από τη θάλασσα.
Το 1827, με απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης, η αρχηγία του στόλου ανατίθεται στον Λόρδο Κόχραν και ο Μιαούλης υποβιβάζεται σε πλοίαρχο. Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας αναλαμβάνει Κυβερνήτης της Ελλάδας, αναθέτει στο Ανδρέα Μιαούλη την αρχηγία του Στόλου του Αιγαίου. Η συνεργασία Μιαούλη – Καποδίστρια κράτησε ως τον Αύγουστο του 1829, όταν οι δύο άνδρες ήλθαν σε σύγκρουση για την πολιτική του Καποδίστρια απέναντι στους υδραίους πλοιοκτήτες, που ζητούσαν προνομιακή μεταχείριση σε αντάλλαγμα της συμβολής τους στον Αγώνα.
Ο Μιαούλης, ηγέτης πλέον της αντικαποδιστριακής παράταξης, οξύνει την κατάσταση και ο Καποδίστριας διατάσσει τον αποκλεισμό της Ύδρας από τα πλοία του εθνικού στόλου που ναυλοχούν στον Πόρο. Ο Μιαούλης μαθαίνει το σχέδιο και καταλαμβάνει τη φρεγάτα «Ελλάς». Την 1η Αυγούστου 1831 ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ επιχειρεί να καταστείλει την εξέγερση και ο Μιαούλης διατάσσει την πυρπόληση των πλοίων του στόλου. Η ανατίναξη της φρεγάτας «Ελλάς» και της κορβέτας «Ύδρα» προκαλούν την πανελλήνια κατακραυγή.
Μετά την εκλογή του Όθωνα, ο Μιαούλης με τον Κίτσο Τζαβέλα και τον Δημήτριο Πλαπούτα ορίστηκαν μέλη της επιτροπής, που πήγε στο Μόναχο για να προσφέρει το στέμμα στον πρώτο βασιλιά της Ελλάδας. Επί Όθωνος, ο Μιαούλης αναλαμβάνει αρχηγός του Ναυτικού Διευθυντηρίου με τον βαθμό του ναυάρχου, ενώ το 1834 διορίζεται Σύμβουλος Επικρατείας και γενικός επιθεωρητής του Στόλου.
Ο Ανδρέας Μιαούλης πέθανε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 1835. Ετάφη στον Πειραιά, στη δεξιά ακτή του λιμανιού, που ονομάστηκε Ακτή Μιαούλη. Αργότερα, έγινε ανακομιδή των οστών του σε τάφο στην είσοδο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: «Ανδρέας Μιαούλης 1769 – 1835: Από την υπόδουλη ώς την ελεύθερη Ελλάδα» της Αννίτας Πρασσά και της Κωνσταντίνας Αδαμοπούλου – Παύλου. («Εστία»). «Ανδρέας Μιαούλης: Έπος και τραγωδία» του Δημήτρη Σταμέλου. («Εστία»). [Σαν σήμερα]
Πηγή.
Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011
Το ολοκαύτωμα της Κάσου
πηγή
Τρίτη 7 Ιουνίου 2011
1821.—Μάχη τού Δραγατσανίου .
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, επιθυμών ν’ αναπτερώση τό φρόνημα τών στρατιωτών του, έπειτα από διαφόρους προδοσίας καί λιποταξίας πού είχον σημειωθή, συνεκέντρωσε τάς δυνάμεις του είς τό Δραγατσάνι, μέ την βεβαιότητα ότι θά ηδύνατο νά νικήση τούς εκεί ευρισκομένους Τούρκους। Αλλά τά σώματα έφθασαν καταπεπονημένα, λόγω της επί ημέρας πιπτούσης συνεχώς βροχής, επί πλέον δέ ο Καραβιάς, παρά τάς αντιθέτους διαταγάς τοϋ Υψηλάντη, εβιάσθη να επιτεθή μέ τό ιππικόν του κατά τών Τούρκων, συμπαρασύρας καί τούς υπό τόν Ν। Υψηλάντην Ιερολοχίτας. Οι Τούρκοι, λαβόντες, έν τώ μεταξύ, ενισχύσεις, αντεπετέθησαν μέ ορμήν, καί, αφού διέλυσαν τό σώμα τού Καραβιά, περιεκύκλωσαν τόν Ιερόν Λόχον. Οι Ιερολοχίται παρέμειναν ακλόνητοι είς τάς θέσεις των καί επολέμησαν μέ απαράμιλλον γενναιότητα, έπεσαν δέ οί πλείστοί έξ αυτών. Τριάντα επτά, οίτινες συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, ωδηγήθησαν είς τό Βουκουρέστι, όπου απεκεφαλίσθησαν. Μετά τών Ιερολοχιτών εφονεύθη καί ο Ελβετός φιλέλλην Μπουρντιέ.
Πηγή
.
Σάββατο 4 Ιουνίου 2011
Κωνσταντίνος Κανάρης 1795 – 1877
Ο Κωνσταντής έμεινε ορφανός από μικρός και ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα με το επίθετο Κανάρης. Δούλεψε ως μούτσος στο μπρίκι του θείου του Δημήτρη Βουρέκα, που μετέφερε Σουλιώτες από την Πάργα στη Λευκάδα και έμαθε τα μυστικά της θάλασσας. Μετά τον θάνατο του θείου, ανέλαβε καπετάνιος του πλοίου του, με το οποίο πραγματοποίησε πολλά εμπορικά ταξίδια στη Μεσόγειο. Σε ηλικία 22 ετών παντρεύτηκε τη Δέσποινα Μανιάτη, κόρη γνωστής ναυτικής οικογένειας των Ψαρών, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά. Ο Κανάρης δεν φαίνεται να είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, αλλά όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ήταν από τους πρώτους που έλαβαν μέρος στον Αγώνα. Κατατάχθηκε ως απλός ναύτης στον ψαριανό στολίσκο, που συγκρότησε ο φίλος του Νικολής Αποστόλης. Από τις πρώτες επιχειρήσεις άρχισε να εξειδικεύεται στα πυρπολικά και να γίνεται ο φόβος και ο τρόμος του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε τα στενά όρια του ελληνικού χώρου και έγραψαν γι' αυτόν ο λόρδος Βύρων, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ενώ ο άγγλος ιστορικός Γκόρντον σημείωνε «είναι ο πιο έξοχος εκπρόσωπος του ηρωισμού, που η Ελλάδα όλων των εποχών μπορεί να υπερηφανεύεται». Ο Κανάρης κέρδισε την εκτίμηση και των συναγωνιστών του και για τη σωφροσύνη του χαρακτήρα του. Γι' αυτό ανήλθε και στα υψηλότερα αξιώματα της Πολιτείας μετά την απελευθέρωση. Το 1827 αντιπροσώπευσε τα Ψαρά στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και ήταν ένας από τους πιο θερμούς υποστηρικτές του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος τον χρησιμοποίησε για την καταστολή των διαφόρων ανταρσιών στη Μάνη και την Ύδρα. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση και εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου.
Μετά την έξωση του Όθωνα, ορίστηκε μέλος της τριανδρίας Βούλγαρη, Κανάρη, Ρούφου και το 1863 πήγε στη Δανία ως ένας από τους αντιπροσώπους του Έθνους για να προσφέρει το στέμμα στον βασιλιά Γεώργιο Α'. Στη συνέχεια ανέλαβε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ρούφου και δύο φορές πρωθυπουργός (5 Μαρτίου 1864 - 16 Απριλίου 1864, 27 Ιουλίου 1864 - 2 Μαρτίου 1865). Κατόπιν αποσύρθηκε της πολιτικής και ιδιώτευσε στο σπίτι του στην Κυψέλη (Κυψέλης 56), όπου καθημερινά δεχόταν φίλους και θαυμαστές του. Στις 26 Μαΐου 1877, σε ηλικία 82 ετών, επανήλθε στην πολιτική και ανέλαβε πρωθυπουργός στην οικουμενική κυβέρνηση που σχηματίστηκε για να αντιμετωπίσει τις ενδεχόμενες συνέπειες από τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο. Ο «ναύαρχος», όπως τον αποκαλούσε ο λαός, πέθανε επί των επάλξεων της πολιτικής στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 και κηδεύτηκε με μεγαλοπρέπεια στο Α' Νεκροταφείο. Οι κυριότερες πολεμικές ενέργειες του Κανάρη στην Επανάσταση του '21:
Τα παιδιά του Κωνσταντίνου Κανάρη:
|
Παρασκευή 27 Μαΐου 2011
Ήπειρος: Τριήμερες εκδηλώσεις για το Ολοκαύτωμα του Σουλίου από 27 έως 29 Μαΐου
Τριήμερες εκδηλώσεις για το Ολοκαύτωμα του Σουλίου θα πραγματοποιηθούν από 27 μέχρι 29 Μαΐου από την Περιφέρεια Ηπείρου και το Δήμο Σουλίου.
Την Παρασκευή 27 Μαΐου (7.30 μ.μ.) θα πραγματοποιηθεί ο Δρόμος Θυσίας, ενώ στις 9.30 μ.μ. στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων στο Καρκαμίσι, προβλέπεται παρουσία του φωνητικού συνόλου «Ψαλτικός χορός» του τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιόνιου Πανεπιστημίου και έκθεση Ζωγραφικής από τα σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του Δήμου Σουλίου.
Το Σάββατο, ώρα 11.30 π.μ. θα γίνει συνάντηση χορευτικών τμημάτων, μπροστά από το Δημαρχείο Σουλίου στην Παραμυθιά και στις 20.30 θα παρουσιαστούν παραδοσιακοί χοροί στο Σχολείο «Βούλγαρη» με συγκροτήματα από τους Δήμους Ανατολικής Μάνης, Αποκορώνου Χανίων και Σουλίου.
Την Κυριακή οι εκδηλώσεις θα κορυφωθούν στον Ιστορικό χώρο του Σουλίου. Θα τελεστούν διαδοχικά: 7.00 π.μ. Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, 10.15 π.μ. Δοξολογία, Χαιρετισμού, Εκφώνηση πανηγυρικού της ημέρας, Αναπαράσταση της Ανατίναξης του Κουγκίου, Επιμνημόσυνη Δέηση, Κατάθεση Στεφάνων, παραδοσιακοί εθνικοί χοροί.
[Πρωϊνός Λόγος]
Πηγή
ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ’21 – ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
ΤΑ ΠΥΡΠΟΛΙΚΑ ΤΟΥ 1821
ΑΡΧΙΚΩΣ πρέπει να υπογραμμίσωμεν ότι, ως προς την έμπνευσιν της χρησιμοποιήσεως και της κατασκευής των θρυλικών πυρπολικών, υφίσταται ζωηρά διάστασις απόψεων μεταξύ των ασχοληθέντων με τον κατά θάλασσαν αγώνα των τριών ναυτικών νήσων συγγραφέων. Η διαφωνία δε αύτη περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνον ως προς το πρόσωπον, το οποίον το πρώτον είχε την ιδέαν της χρησιμοποιήσεως και της κατασκευής πυρπολικών.
Πρόκειται, πλέον συγκεκριμένως, επί του ζητήματος εάν την ιδέαν της κατασκευής και της χρησιμοποιήσεως είχεν ο εκ Πάργας καταγόμενος Ιωάννης Δημολίτσας ή Πατατούκος, ο Ψαριανός Καλαφάτης, ή εάν αύτη ανήκεν εις τον Ρώσον ναυτικόν Ivan Afenachief. Οι πλείστοι των συγγραφέων αναγνωρίζουν τον Έλληνα Ιωάννην Δημολίτσαν ή Πατατούκον, ως έχοντα το πρώτον την ιδέαν της κατασκευής πυρπολικών, τα οποία σημειωθήτω εβελτιώθησαν σημαντικώτατα από της πρώτης χρήσεως αυτών υπό του Παπανικολή.
«Άρχοντες, έχω και εγώ πλοίον και περί εμού κανείς δεν ομιλεί• εγώ θα έβγω εις την εκστρατείαν και το πλοίον θα το κάμω μπουρλότο (πυρπολικόν) και θα το διευθύνω μόνος».
«Το μετατραπέν εις πυρπολικόν πλοίον του Καλαφάτη», συνεχίζει ο Σπανός, «ηδυνήθη να πυρπολήση τουρκικόν δίκροτον εις τον λιμένα της Ερεσσού και η πρώτη αύτη, υπό του Παπανικολή, επιτυχία εγένετο αφορμή να διαδοθή η κατασκευή και η χρησιμοποίησις εις ευρείαν κλίμακα εναντίον του τουρκικού στόλου». Ούτω λοιπόν, κατά τον Σπανόν, «την αφορμήν της χρησιμοποιήσεως πυρπολικών έδωσεν ο Ψαριανός Γεώργιος Καλαφάτης, αλλά την βελτίωσιν αυτών επέτυχεν ο Ιωάννης Δημολίτσας ή Πατατούκος», τον οποίον οι Ψαριανοί, αποθανόντα κατά τον μήνα Μάρτιον του 1823 «εκήδευσαν μεγαλοπρεπώς ως σωτήρα της Ελλάδος... και τον ανεκήρυξαν δημότην Ψαρών τιμής ένεκεν». Σημειούμεν ενταύθα ότι η εύφλεκτος ύλη του πυρπολικού του Καλαφάτη συνίστατο εκ ρεικίων και άνθρακος, ενώ το βελτιωμένον πυρπολικόν του Πατατούκου, ως εφλέκτους ύλας εχρησιμοποίει πίσσαν, νάφθην, θείον, ρητινώδη ξυλείαν και πυρίτιδα.
Παρασκευή 20 Μαΐου 2011
Η Μάχη στο Μανιάκι
|
Στις απελευθερωμένες περιοχές κυβερνούσε το «Εκτελεστικό» υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη, ενώ οι αρκετοί οπλαρχηγοί (Κολοκοτρώνης κ.ά.) βρίσκονταν στις φυλακές, θύματα της εμφύλιας διαμάχης. Ο Παπαφλέσσας, που ασκούσε καθήκοντα Υπουργού Στρατιωτικών, διείδε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Επανάσταση και παρότι πολιτικός φίλος του Κουντουριώτη και αντίπαλος του Κολοκοτρώνη, εισηγήθηκε την απελευθέρωση των φυλακισμένων οπλαρχηγών. Συν τοις άλλοις, συναντούσε απροθυμία να συγκροτήσει ένα επαρκές στράτευμα για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ.
Στα μέσα Μαΐου αποφάσισε να αναλάβει δράση και να αντιπαρατεθεί ο ίδιος με τον εχθρό, σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει τους Έλληνες. Είχε όμως και πολιτικά κίνητρα το σχέδιό του. Ήλπιζε ότι με μια νίκη κατά του Ιμπραήμ θα αποκτούσε δύναμη για να ανατρέψει την κυβέρνηση Κουντουριώτη και να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Με λίγους άνδρες αναχώρησε από το Ναύπλιο και αφού διέσχισε την Πελοπόννησο κατέλαβε την ανατολική πλευρά του όρους Μάλα στο Μανιάκι της Μεσσηνία, μία ορεινή περιοχή που «βλέπει» όλη την περιοχή μέχρι το Νεόκαστρο και από όπου θα είχε καλύτερη εποπτεία των κινήσεων του εχθρού.
Ο Ιμπραήμ με τις υπηρεσίες πληροφοριών που διέθετε εντόπισε εύκολα τις θέσεις των ανδρών του Παπαφλέσσα και κινήθηκε εναντίον του με 6.000 πεζούς και ιππείς. Ο Παπαφλέσσας μόλις και μπόρεσε να παρατάξει 1.300 άνδρες, αν και σύμφωνα με τις υποσχέσεις των οπλαρχηγών η ελληνική δύναμη θα έπρεπε να αγγίζει τους 10.000 άνδρες. Κατασκεύασε πρόχειρα προχώματα και παρέταξε τους άνδρες τους σε άμυνα τριών σειρών. Κάποιοι από τους οπλαρχηγούς του πρότειναν να δώσουν αλλού τη μάχη, επειδή η περιοχή ήταν ακατάλληλη και ότι τα ταμπούρια που είχαν κατασκευάσει θα ήταν εύκολη υπόθεση για το αιγυπτιακό ιππικό. Ο Παπαφλέσας επέμεινε να δώσει τη μάχη στο Μανιάκι, υπολογίζοντας στις ενισχύσεις που περίμενε.
Με τη θέα των ορδών του Ιμπραήμ στις 19 Μαΐου 1825, αρκετοί από τους Έλληνες καταλήφθηκαν από φόβο και αρνήθηκαν να πολεμήσουν. «Είχε μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν» γράφει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος (Φώτιου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου: «Βίος Παπαφλέσσα», 1868). Σχεδόν αμέσως άρχισαν οι διαρροές. Το σύνθημα της αποχώρησε έδωσε ο μανιάτης οπλαρχηγός Σταυριανός Καπετανάκης με δέκα άνδρες και στη συνέχεια η φυγή γενικεύτηκε. Το ελληνικό στρατόπεδο δεν αριθμούσε πάνω από 600 άνδρες.
Η μάχη άρχισε το πρωί της 20ης Μαΐου 1825 και κράτησε περίπου οκτώ ώρες. Για τους πεπειραμένους Αιγύπτιους και τους Γάλλους αξιωματικούς τους δεν ήταν δύσκολο να κάμψουν την αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων, παρότι πολέμησαν με υπέρμετρη γενναιότητα. Εισέβαλαν στα ταμπούρια τους και τους σκότωσαν σχεδόν όλους, ανάμεσά τους και τον Παπαφλέσσα. Ήταν μια άνιση μάχη από όλες τις πλευρές και έφερε στη μνήμη πολλών τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη θυσία των 300 του Λεωνίδα. Οι ενισχύσεις έφθασαν σχεδόν κατόπιν εορτής. Οι 1.300 άνδρες του Δημητράκη Πλαπούτα μόλις που πρόλαβαν να ρίξουν μερικές τουφεκιές, ενώ ο αδελφός του Παπαφλέσσα, Νικήτας Φλέσσας, με 700 άνδρες προτίμησε να αποσυρθεί μόλις έμαθε την καταστροφή.
Μετά τη μάχη, ο Ιμπραήμ αναζήτησε τον νεκρό Παπαφλέσσα. Του έφεραν ένα ακέφαλο πτώμα. Διέταξε να βρεθεί και η κεφαλή του και αφού στερέωσαν όρθιο σε ένα κορμό δέντρου το σώμα του, του πρόσδεσαν και το κεφάλι, ώστε να παρέχει την εντύπωση ζωντανού ανθρώπου. Τότε ο Ιμπραήμ, κατά τον Φωτάκο, τον κοίταξε άφωνος για λίγο, έκαμε μια χειρονομία σεβασμού και θαυμασμού και είπε: «Πράγματι αυτός ήτο ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν».
Μετά τη νίκη του στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ ολοκλήρωσε την κατάληψη της Μεσσηνίας με την πυρπόληση της Καλαμάτας και στη συνέχεια στράφηκε κατά της Τριπολιτσάς, την οποία κατέλαβε στις 11 Ιουνίου 1825. Εν τω μεταξύ, από τις 17 Μαΐου ο Κολοκοτρώνης είχε αποφυλακιστεί και διοριστεί αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων। Ως στρατηγική αντιμετώπισης του Ιμπραήμ επέλεξε τον κλεφτοπόλεμο, την ανύψωση του ηθικού του πληθυσμού και την καταπολέμηση του «προσκυνήματος» τύπου Νενέκου।
Πηγή
«Όπως μαθαίνω, ακούτε και ακολουθάτε τις συμβουλές του Περραιβού, ο οποίος σας απατά, δεν ξέρετε ότι αυτός με ΚΑΠΟΙΟΝ (!!!) Ρήγα…»
Ο φιλικός Χριστόφορος Περραιβός (1773-1863) στο βιβλίο του «Ιστορία του Σουλίου και Πάργας» (Έκδοση 1857) γράφει για την δράση του μητροπολίτη Ιωαννίνων Ιερόθεου, που δρούσε σαν εκτελεστικό όργανο του Τούρκου Πασά των Ιωαννίνων, παρακινώντας τους κατοίκους της Πάργας να στραφούν «εναντίων των κακούργων Σουλιωτών, εχθρών του Αλή Πασά και του Σουλτάνου».
Οι Παργινοί δεν πειθάρχησαν στις ιερές νουθεσίες του προδότη ιερωμένου, ο οποίος έγραψε επιστολή προς τον επίσκοπο Παραμυθιάς και τον συμβουλεύει να πειθαρχήσουν οι πιστοί «που έχασαν το νου τους με το να βοηθούν τους Σουλιώτες… να μη δίνετε καμία βοήθεια στους Σουλιώτες, να μην τους δέχεστε στον τόπον σας… Και όποιος δέχεται τέτοιους κακούργους, πέφτει και αυτός στην ίδια οργή του υψηλού δοβλετίου και στο τέλος αφανίζεται από του προσώπου της γης… Όπως μαθαίνω, ακούτε και ακολουθάτε τις συμβουλές του Περραιβού, ο οποίος σας απατά, δεν ξέρετε ότι αυτός με κάποιον Ρήγα [Φεραίο] και άλλους μερικούς… σκοπεύουν να κάνουν επανάσταση κατά του κραταιού σουλτάνου… Αλλά ο μεγαλοδύναμος Θεός τους παίδευσε κατά τις πράξεις τους με το θάνατο που τους έπρεπε…
Αν θέλετε σωτηρία, ζητείστε το γρηγορότερο τη χάρη και τη σκέπη του υψηλοτάτου Βεζίρη [Αλή Πασά]… Θέλω προσπέσει στα γόνατα του να τον παρακαλέσω να συγχωρήσει τα περασμένα σφάλματά σας… Αν όμως μείνετε αμετανόητοι… τότε ο θεός μέλλει να σας παιδεύσει για την παρακοή σας, και το κρίμα των φαμελιών σας ας είναι στο λαιμό σας, και σε αυτόν και στον άλλον κόσμο». 5 Ιουλίου 1801 Ιωάννινα Ιερόθεος Μητροπολίτης Ιωαννίνων
Όταν υπήρχε ελεύθερο Ελληνικό κράτος, το Πατριαρχείο, με την 1323/794/16.3.1882 εγκύκλιό του προς τους επισκόπους εκκλησιών Γαλατά και Καταστένου, δίνει εντολή κατά την περιφορά του επιταφίου να αναγνώσουν με ευλάβεια, όπως συνηθίζεται, μεγαλόφωνα και καθαρά και με τον αρμόζοντα σεβασμό και ευταξία την ευχή: «Κύριε προσευχόμαστε και σε παρακαλούμε, το μεγαλειότατο, κραταιότατο, γαληνότατο και ευσπλαχνικότατο βασιλιά μας Σουλτάν Αβδούλ Χαμίτ Χαν Εφένδη να τον προστατεύσεις στη σκιά των πτερύγων σου και ενίσχυσε αυτόν σε κάθε έργο του… φύλακα άγγελο σε αυτόν στείλε από το άγιο κατοικητήριό σου. Χάρισε σε αυτόν υγεία αμετάβλητη, μακροβιότητα ειρηνική και ήρεμη,,, Αμήν» (μέγας πρωτοσύγκελος Αθανάσιος).
Εκτός του ύμνου αυτού, η αγία του Χριστού εκκλησία είχε «πολυχρόνιον» και ύμνους υπέρ του Σουλτάνου.
«Πολυχρόνιον να κάνει, ο κύριος ο Θεός το μεγαλειότατο και κραταιότατο βασιλιά μας Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Χαν, συ Θεέ μας Κύριε, φύλαξε αυτόν εις πολλά έτη, εις πολλά έτη, εις πολλά έτη». Πολυχρονισμός του Πατριαρχείου, που μελοποιήθηκε από τον Αδάμ Άκρατο.
Ήταν γραμμένο και στην τουρκική γλώσσα. Κυκλοφορούσε επίσης στην τουρκική γλώσσα και ύμνος του Σουλτάνου, που τον είχε μελοποιήσει ο Αχ. Α. Διαμαντάρας και τραγουδούσαν τα Ελληνόπουλα στα σχολεία. Χαίρε κοινή ελληνοχριστιανική παράδοση.
Έτσι πολεμούσε το ιερατείο τους Τούρκους. Αν ακούγαμε τον ανώτερο κλήρο θα ήμασταν ακόμη σκλάβοι των Τούρκων και θα είχαμε αφανιστεί.
Από το βιβλίο «ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», εκδόσεις Δίον, σελ। 316, 317, 318, του Στρατηγού και συγγραφέως κυρίου Γεράσιμου Καλογεράκη.
Πηγή
Σάββατο 14 Μαΐου 2011
12-13 Μαΐου 1821: Η μάχη στο Βαλτέτσι
Ο οπλαρχηγός Αναγνωσταράς στην μάχη στο Βαλτέτσι. |
Τρίτη 10 Μαΐου 2011
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΠΟΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Διαχρονικό μήνυμα Κολοκοτρώνη προς επίδοξους κατακτητές
Όταν ο Ιμπραήμ με τον κεχαγιά του έστειλεν εις την Μεσσηνίαν διαταγήν να προσκυνήσουν, διότι άλλως, καθώς ηπείλει, «θ’ ακολουθήση φωτιά και τσεκούρι», ο Κολοκοτρώνης απήντησεν, «όχι από μέρος του, από μέρος του λαού της Μεσσηνίας» :
«Αυτό, όπου μας φοβερίζεις, να μας κόψης και κάψης τα καρποφόρα δένδρα μας, δεν είναι της πολεμικής έργον˙ διατί τα άψυχα δένδρα δεν εναντιώνονται εις κανένα· μόνον οι άνθρωποι, όπου εναντιώνονται έχουνε στρατεύματα και σκλαβώνουν· και έτσι είναι το δίκαιον του πολέμου˙ με τους ανθρώπους και όχι με τα άψυχα δένδρα˙ όχι τα κλαριά να μας κόψης, όχι τα δένδρα, όχι τα σπίτια, που μας έκαψες, μόνον πέτρα επάνω στην πέτρα να μη μείνη, εμείς δεν προσκυνούμεν· τι τα δένδρα μας αν τα κόψης και τα κάψης, την γην δεν θέλει την σηκώσης. Και η ίδια η γη, που τα έθρεψε, αυτή η ίδια η γη θα μένη δική μας και τα ματακάνει. Μόνον ένας Έλληνας να μείνη, πάντα πολεμούμε και μην ελπίζης, πως την γην μας θα την κάμης δική σου, βγάλτο από το νου σου».
«Απομνημονεύματα» Γεώργιος Τερτσέτης
Πηγή