Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ

 Η στοίχιση των ονομάτων---

Οι περιπέτειες βαφτιστικών και επωνύμων αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αναπόσπαστο κομμάτι του ευρύτερου μακεδονικού ζητήματος -αλλά και των διαδικασιών εθνικής συγκρότησης στα Βαλκάνια εν γένει.-- Ακολουθώντας έναν απαράβατο κανόνα, τα ονόματα των κατοίκων -και ιδίως οι καταλήξεις τους- τροποιούνταν ανάλογα με την εκάστοτε πολιτική (εθνική) συγκυρία στην περιοχή.--

Η σερβική Μακεδονία του Μεσοπολέμου αποτελεί το πιο κλασικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας. --
Αμέσως μετά την κατάληψή της από το σερβικό στρατό το 1912-13, οι χριστιανοί κάτοικοί της υποχρεώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες να προσθέσουν την κατάληξη -ιτς στα επώνυμά τους.
Το 1915 ο βουλγαρικός στρατός καταλαμβάνει την περιοχή και οι καταλήξεις μετατρέπονται σε -ωφ και -εφ, για να ξαναγίνουν -ιτς μετά τη συμμαχική νίκη του 1918. Ανάλογη μεταβολή θα επιβληθεί και στη διάρκεια της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής (1941-44). Η τελευταία αλλαγή θα γίνει μετά την ίδρυση της ομόσπονδης ΛΔ Μακεδονίας, το 1944, όταν πολλά επώνυμα αποκτούν τις καταλήξεις -όφσκι ή -έφσκι (ενώ άλλα διατηρούν το -ωφ ή -εφ).

Στην ελληνική Μακεδονία, η ανάλογη διαδικασία υπήρξε περισσότερο σταδιακή και λιγότερο πανηγυρική, εξίσου όμως μαζική.
Η εγκατάλειψη ή τροποποίηση των "ξενικών" επιθέτων και βαφτιστικών και η υιοθέτηση αρχαιοελληνικών ήταν ήδη μια υπαρκτή διαδικασία στην ελεύθερη Ελλάδα και τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς, από τις αρχές ήδη του ΙΘ' άι.
 Πρόκειται για μια συμβολική κίνηση "επιστροφής στις ρίζες", στενά συνδεδεμένη με το ρομαντικό κλίμα της εποχής και με πρωτεργάτες κυρίως τους δασκάλους των ελληνικών σχολείων. "Κάτι ανάλογο έγινε και στον αιώνα μας, με το μεγάλωμα της Ελλάδας στα 1912 και ύστερα από την προσφυγική μετοικεσία του 1923", σημειώνει λακωνικά στο σχετικό βιβλίο του ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, "ιδίως από τους νομάρχες και σωματάρχες στους κληρωτούς της Μακεδονίας" ("Τα οικογενειακά μας ονόματα", σ.140).
 Με το Β.Δ. της 5/2/1918, αρμόδιος για "την πρόσληψιν και την διόρθωσιν επωνύμων και τας διορθώσεις εγγραφών εν τοις μητρώοις αρρένων" καθίσταται ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας -αρμοδιότητα που αργότερα θα μεταβιβαστεί στο διευθυντή της Διοικήσεως του Υπ.Εσωτ. (1922) και στο νομάρχη (1938).
Στις τοπικές τέλος εφημερίδες του 1930, συναντά κανείς ανακοινώσεις των ΤΤΤ (των ΕΛΤΑ της εποχής) που προειδοποιούν το κοινό ότι "επιστολαί με το επώνυμον των παραληπτών φέρον την κατάληξιν εις -ωφ, -βιτς κλπ εν ώ τούτοι είναι Ελληνες εγγεγραμμένοι εις τα οικεία δημοτολόγια με επώνυμα Ελληνικής καταλήξεως" δεν πρόκειται να διακινούνται.

Για τις λεπτομέρειες αυτής της ονοματολογικής κοσμογονίας, σποραδικές πληροφορίες αντλούμε από διάφορες πηγές. Η ριζικότερη μεταβολή συντελέστηκε, φυσικά, στις σλαβόφωνες περιφέρειες. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία ενός δασκάλου από την περιοχή της Φλώρινας: "Το Κούφεφ έγινε Κούφες - Κούφης, Τάντσεφ - Τάντσες - Τάντσης - Ταντσίδης. Αλλαξαν και οι ρίζες ονομάτων, όπως: το Ιβάνοφ έγινε Κωστόπουλος, Νόβακοφ - Ιωακειμίδης, Ντήμτσεφ - Δημητριάδης, Νόβατσεφ - Χρηστίδης, Γκράτσσοφ - Ιωαννίδης (του οπλαρχηγού Σίμου).
 Ο Μπόρις έγινε Παναγιώτης, Βύρων ή Περικλής, ο Στόϊτσε - Ιωάννης, ο Τράαν - Τραγιανός, ο 

Τσβέτκο - Στέφανος, η Στογιάνκα - Στυλιανή, η Στόϊα - Σοφία, η Μένκα - Μελπομένη, η Ντόστα - Θεοδότα, η Τζβέζντα - Αστέρω, η Μπόζζνα - Χριστίνα. Ανεύθυνα, αυθαίρετα, ετσιθελικά" (Παύλος Κούφης "Αλωνα Φλώρινας. Αγώνες και θυσίες", Αθήνα 1990, σ.54).

Ανάλογες είναι οι παρατηρήσεις μιας κοινωνικής ανθρωπολόγου από ένα χωριό των Σερρών: "Στον καλύτερα διατηρημένο επιτάφιο σταυρό που είδαμε και που φέρει χρονολογία 1843, είναι σκαλισμένο το όνομα Χαριτζέ, που είναι όνομα σύνηθες στην περιοχή.
Οπως προκύπτει από τα μητρώα του χωριού, το όνομα αυτό δατηρήθηκε ώς την αρχή της ελληνικής διοίκησης, οπότε και μεταγράφηκε σε Χαριζάνης. Εκτοτε, διακόπτεται η παράδοση που θέλει να ονομάζεται ο πρωτότοκος γιός με το όνομα του παππού του και το Χαριζάνης εγκαταλείφθηκε μια φορά για να γίνει Ευριπίδης και μια άλλη για να γίνει Βασίλειος" (Δώρα Λαφαζάνη "Μικτά χωριά του κάτω Στρυμόνα: εθνότητα, κοινότητα και εντοπιότητα", περ. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 63, 1997).
Η ίδια θα συνδέσει την παρουσία της Κρητικής Χωροφυλακής στην περιοχή με "το εκ πρώτης όψεως παράδοξο γεγονός, ότι από μια χρονική στιγμή και έπειτα η μακεδονική ύπαιθρος γέμισε από κρητικά επώνυμα".
Αλλαγές αυτού του είδους σημειώνονται ακόμα και σε κοινότητες που οι στατιστικές της εποχής καταγράφουν ως ελληνόφωνες πριν από το 1912. "Στην Ασσηρο", διαβάζουμε σε άλλη διατριβή, "σλαβόηχα επώνυμα που περιέχονταν στο παλιό δημοτολόγιο του 1918 είναι απόντα από το καινούριο δημοτολόγιο που άνοιξε στη δεκαετία του '50. Ακόμα και τα βαφτιστικά ονόματα γυναικών, όπως Βελίκα ή Ντόνα, μεταμορφώθηκαν σε ελληνικά ονόματα" (Anastasia Karakasidou "Fields of wheat, hills of blood", Σικάγο 1997, σ.189).
(Ελευθεροτυπία, 18/7/1998)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ"

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

ΙΤΑΛΙΚΑ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ

 ΝΑΞΙΑΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ


Προέλευση των ιταλογενών ναξιακών επωνύμων
Η ύπαρξη ιταλικής προέλευσης ναξιακών οικογενειακών ονομάτων επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες και αποδίδεται σε διάφορες αιτίες:
α) Οι φέροντες τέτοια ονόματα είναι δυνατό να είναι γόνοι οικογενειών με ρίζες από τη Δύση και ιδίως από βορειοϊταλικές πόλεις (π.χ. από τη Βενετία, τη Γένοβα, τη Μπολώνια, τη Βερώνα, το Μιλάνο κ.α.), που είτε εγκαταστάθηκαν στη Νάξο ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα, είτε μετανάστευσαν εκεί από άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές κατάτην Τουρκοκρατία, χωρίς να αποκλείεται να πρόκειται για απλές επιδράσεις στην ονοματοδοσία τους. 
Αρχικά όλοι οι Ιταλοί επήλυδες ασπάζονταν το δυτικό δόγμα, ωστόσο με την πάροδο των αιώνων, πολλοί από τους απογόνους τους προσεχώρησαν στην Ορθοδοξία.
β) Περιπτώσεις μικτών γάμων. Παρατηρείται στη μεσαιωνική Νάξο, αλλά και αργότερα το φαινόμενο της σύναψης γάμου μεταξύ ετεροδόξων. Μία από τις βασικές του αιτίες ήταν (ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες της λατινικής κυριαρχίας) η δυσχέρεια εξεύρεσης δυτικών γυναικών στο χώρο των Κυκλάδων, με σκοπό το γάμο.
Έτσι παρατηρήθηκε στο Αιγαίο το φαινόμενο της γέννησης παιδιών, που είχαν πατέρα Λατίνοκαι μητέρα Ελληνορθόδοξη, τα οποία ονομάζονταν γασμούλοι, βασμούλοι ή bastardi. Αυτοί δε θεωρούνταν ούτε ελεύθεροι, ούτε σκλάβοι, αλλά μία ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στους «Φράγκους»και τους Έλληνες.
Οι γασμούλοι είχαν γενικά τη δυνατότητα να επιλέξουν το δόγμα της αρεσκείας τους, κατά τη συνήθη όμως πρακτική στη Νάξο τα αγόρια, που προέρχονταν από μεικτό γάμο, ασπάζονταν το δόγμα του πατέρα, ενώ τα κορίτσια αυτό της μητέρας, ενώ κατάάλλη εκδοχή, οι γόνοι των μεικτών γάμων -αμφοτέρων των φύλων- στις Κυκλάδες έπαιρναν το δόγμα της μητέρας.
γ) Περιπτώσεις ντόπιων Ελληνορθοδόξων κατοίκων της Νάξου, που για διαφόρους λόγους απέκτησαν επώνυμο ή βαπτιστικό όνομα, προερχόμενο κατά κανόνα από τη βενετσιάνικη διάλεκτο: πιθανόν είτε λόγω στενών σχέσεων με κάποιο φεουδάρχη, το κύρος του οποίου στην τοπική κοινωνία μπορούσε ενδεχομένως να ασκήσει σημαντική επιρροή ως προς την ονοματοδοσία μελών της ελληνορθόδοξης πλειοψηφίας, είτε κυρίως λόγω της ευρείας διάδοσης στο λεξιλόγιο του ντόπιου πληθυσμού ιταλικών λέξεων και εισαγωγής πολλών βαπτιστικών ονομάτων βενετικής προέλευσης.
 Έτσι τα λατινικής προέλευσης Ναξιακά επώνυμα τα διακρίνουμε για λόγους μεθοδολογικούς στις εξής κατηγορίες:
1) Σε επώνυμα γνωστών δυτικών οικογενειών, μέλη των οποίων εγκαταστάθηκαν στη Νάξο κατά τους μεσαιωνικούς και μεταμεσαιωνικούς χρόνους, που σήμερα είτε διατηρούν τη ρωμαιοκαθολική τους πίστη (π.χ. Δελλα-Ρόκκας), είτε έχουν ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα (π.χ. Μπαζαίος).
2) Σε πατριδωνυμικά επώνυμα. π.χ. Βερώνης, Πρίντεζης, Δεγαΐτας.
3) Σε αυτά που προέρχονται από ιταλικά βαπτιστικά. π.χ. Ανδριέλλος, Τζαννετής, Τζουάννης, Τζαννίνης, Φραγκίσκος, Φρατζέσκος, Μαράκης, Στάης.
4) Σε αυτά που προέρχονται από παρωνύμια. π.χ. Λυμπερτάς, Τζόβενος.
5) Σε αυτά που προέρχονται από ιταλικά επαγγελματικά επώνυμα ή που προήλθαν από τίτλους και αξιώματα της εποχής του Δουκάτου του Αιγαίου και που επιβίωσαν κατά την Τουρκοκρατία. π.χ. Καστελλάνος, Κατζηλιέρης κ.α.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΙΤΑΛΙΚΑ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ"

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

ΙΤΑΛΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ

Εξαιρετικής σημασίας για τον σχηματισμό των «νότιων επωνύμων», δηλ. των επιθέτων κατοίκων της Νοτίου Ιταλίας / Μεγάλης Ελλάδος, ιδίως στην Καλαβρία, ήταν η ελληνική συνεισφορά, μετά από την μακρά επιμονή της ελληνικής γλώσσας σε αυτά τα εδάφη.

Τίποτα δεν χρειάζεται μετάφραση, αν είσαι Έλληνας,
εδώ στο Σαλέντο της Απουλίας...


Μερικά ελληνικά επίθετα που εκφράζουν προέλευση από ένα μέρος είναι πολύ συχνά. Έχουμε έτσι:

 - anò: Romanò (από Ρώμη), Serranò (από Σέρρες) - και στα ελληνικά λέμε: Βραζιλιάνος, Ιταλιάνος, Παριζιάνος, κλπ.

- eo: Cotroneo (από τον Κρότωνα / Crotone), Messineo (από την Μεσσήνη /  Messina), Romeo (από την Ρώμη / Rome) - - και στα ελληνικά λέμε: Κυπραίος, Ρωμαίος, κλπ.

- itano: Jeracitano (από την ΓέλαΓέρασα / Gerace), Locritano (από τους Λοκρούς / Locri), Militano (από την Μίλητο / Μίλατο / Μέλιτο / Μελίτη / Melito RC ή Miletus CZ), Reitano και Riggitano (από το Ρήγιο / Reggio), Tarsitano (από την ΤαρσίαΤαρσό / Tarsia), Votano (από την Βότα / Μπόβα) - - και στα ελληνικά λέμε: Μαυριτανός, Πορτορικάνος, κλπ.

- oti: Chiaravalloti, Geracioti (Γελασώτης/Γερασωτηςαπό την Γέλα / Γέρασα / Gerace), Liparoti (από τα νησιά Λιπάρες / Lipari), Squillacioti (Σκυλακιώτης), Seminaroti, κλπ- και στα ελληνικά λέμε: Καβαλιώτης, Θρακιώτης, Πειραιώτης, Χιώτης, κλπ.

- iti: Bruzzaniti (από το Bruzzano), Catanzariti (από το Catanzaro), Mammoliti (από την Μάμμολα / Mammola), Palermiti (από τον ΠάνορμοΠανορμίτης / Παλέρμο), Taverniti (από την Ταβέρνα) - και στα ελληνικά λέμε: Ροδίτης, Λευκαδίτης, κλπ.

 

Η κατάληξη - à (με περικομμένη έμφαση, στα ελληνικά) δείχνει το επάγγελμα ενός προγόνου:

Barillà (βαρελάς, κατασκευαστής βαρελιών), Cutellà (κουταλάς, κατασκευαστής κουταλιών), Lagana (λαχανάς, παραγωγός/πωλητής λαχανικών), Scutellà (σκουτελάς, κατασκευαστής σκουτιών/αγγείων), Zuccalà (τσουκαλάς, κατασκευαστής τσουκαλιών, αγγειοπλάστης), κλπ.

 

Τα επώνυμα που τελειώνουν σε -ari είναι επίσης ελληνικής προελεύσεως, αλλά ασαφή:

Cuppari, Gurnari (Γούναρης), Licari, Muccari, Scullari, Siclari (κατασκευαστής σίκλων / κάδων), Sclapari. Φαίνεται να ανήκουν σε ένα πρωτότυπο, αυτοχθόνων και Ελλήνων.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ / ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ,

ΝΟΤΙΟ ΙΤΑΛΙΑ, ΕΔΩ


Πήρε 7-8 αιώνες αυτός ο σχηματισμός των ιταλικών επωνύμων – ΠΗΓΗ: Mimmo Codispoti.

 

Ο Γερμανός γλωσσολόγος G. Rohlfs[1], βάσει του πλούσιου διαλεκτικού υλικού που είχε συλλέξει στο νότιο τμήμα της Ιταλίας, μετά από πολλά χρόνια έρευνας, ισχυρίσθηκε την άμεση καταγωγή τους από τον αποικισμό των Ελλήνων, που μετανάστευσαν στην Magna Graecia.

 

Ιδού, λοιπόν, κάποια, κατά αλφαβητική σειρά:

 

Alampi (risplendente), Amendolia (mandorlo), Amuso (grossolanorozzo), Andidero (dono in contraccambio), Anghelone (Άγγελος, κλπ. messaggero), Arcudi (Αρκουδης, κλπ. piccolo orso), Argurio (Αργυρίου, κλπ. moneta dargento), Attinà (Αθηναίος, κλπ. pettinaio), Azzarà (pescatore);

 

Bambace (Βαμβακάς, κλπ. cotone), Barillà (Βαρελάς, κλπ. bottaio), Buccafurri (Μπούκας, κλπ. bocca di forno);

 

Caccamo (grande caldaia dei pastori), Caliciuri (buon signore), Calogero (Καλόγερος, κλπ. monaco), Calanna (Καλάννος, κλπ. buona Anna), Calù (καλός, κλπ. buono), Camini (Καμίνης, κλπ. fornace), Cananzi (il prediletto), Cannatà (Κανατάς, κλπ. fabbricatore di vasi di creta), Cannavò (Κανναβός, κλπ. grigio), Cannistrà (fabbricatore di canestri), Cardìa (cuore), Caridi (Καρύδης, κλπ. noce), Cartellà (Καρτελάς, κλπ. chi fa o vende ceste), Cartolaro (funzionario addetto allufficio del catasto), Catona (tenda), Catricalà (Κατρίκαλος, κλπ. sorta di trappola per uccelli), Ceraso (ciliegia), Chiofalo (testardo), Chilà (uomo dalle grosse labbra), Chinigò (Κυνηγος, κλπ. cacciatore), Chiriaco (Κυριάκος, κλπ. del signore), Chiriatti (signor sarto), Chiricò (Κύρηκος, κλπ. clericale), Cilea (ventre), Codispoti (signore di casa), Comerci (impostadogana), Comi (Κόμης, κλπ. alto funzionario bizantino), Condò (Κοντός, κλπ. corto), Crea (carne), Crisafi (Χρυσάφης, κλπ. oro), Crisanti (fiore d'oroCrisafulli (oro), Criserà (chi fa o vende setacci), Crupi (tosato), Cundari (Lancia), Curatola (capo dei mandriani), Curìa (Κουρέας, κλπ. barbiere); Curmaci (tronco), Cutellà (chi fa cucchiai), Cuzzocrea (di carne mozza);

 

Dascola (Δάσκαλοςκλπ. maestro), Dattola (dito);

 

Facciolà (Φακιόληςκλπ. chi fa o vende fazzoletti da capo), Fagà (Φαγάςκλπ. chi mangia molto), Falcomatà (calderaio), Fallà (bosco di sugheri), Fantò (visibile), Farace (incisione), Fascì (fascio), Filastò (amuleto), Filocalo (Φιλοκαλοςκλπ. amante del bello), Floccari (chioccia), Foti (Φώτηςκλπ. luce), Fotia (Φωτιαςκλπ. fuoco), Frega (pozzo), Furnari (Φούρναρηςκλπ. fornaio);

 

Galatà (Γαλατάςκλπ. lattaio), Galipò (difficile); Gerace (sparviero);

 

Jerinò (gru);

 

Lacaria (albero di noce), Laganà (Λαγανάς, Λαχανάς, κλπ. venditore di ortaggio), Lagano (cavolo), Lanatà (chi vende pelli di animali), Lardì (lardo), Lauria (Λαυρίας, Λαυράνος, κλπ. piccoli cenobi), Leandro (Λέανδρος, κλπ. santo), Liano (Λιανός, κλπ. minutomagro), Licari (lupo), Lico (Λύκος, κλπ. lupo), Logoteta (Λοφοθέτης, κλπ. amministratore), Lojero (vecchio);

 

Macrì (Μακρής, κλπ. il lungo), Macellari (Μακελλάρης, κλπ. macellaio), Magaraci (Μαζαράκης, κλπ. grande ruscello), Malacrinò (Μελαχροινός, κλπ. bruno), Mallamace (oro), Mallamo (Μάλαμας, κλπ. oro), Mammì (levatrice), Managò (Μοναχός, κλπ. monaco), Mandaglio (piccolo chiavistello), Manglaviti (ufficiale bizantino in funzione di guardia del corpo), Manti (Μάντης, κλπ. indovino), Marafioti (luogo di finocchi), Megale (Μεγάλος, κλπ. grande), Melìa (Μέλης, Μελιας, κλπ. frassino), Melissari (Μελισσάρης, κλπ. apicultore), Melisurgo (Μελισσουργός, κλπ. produttore di mieleMessineo (Μεσσήνιος, κλπ. di Messina), Mezzòtero (il maggiore), Miraglia (ammiraglio), Mirarchi (Μοίρας, κλπ. alto grado militaregenerale), Monorchio (con un solo testicolo), Musicò (Μουσικός, κλπ. musicale);

 

Natoli (Ανατολάκης, κλπ. orientale), Nisticò (Νηστικός, κλπ. digiuno);

 

Ollìo (ghiro);

 

Pachì (Παχής, Παχύς, Πάτσης, κλπ. grasso), Palamara (Παλαμάρης, κλπ. gomena), Pangallo (Πάγκαλος, κλπ. molto buono), Papalia (Παπαλιάς, κλπ. prete Elia), Papasidero (Παπασιδέρης, κλπ. prete Isidoro), Pedace (Παιδάκης, κλπ. bambino), Pedullà (Παιδούλας, κλπ. farfalla), Pellicanò (Πελεκάνος, κλπ. picchio verde), Pennestrì (segatore), Piria (Πυριάς, κλπ. pettirosso), Piromalli (Πυρόμαλλος, κλπ. chi ha i capelli rossi), Piscopo (Επίσκοπος, κλπ. vescovo), Pitasi (Πέτασος, κλπ. cappello), Polifroni (Πολυχρόνης, κλπ. di molti anni), Politanò (Πολίτης, κλπ. della città), Politi (Πολίτης, κλπ. cittadino), Praticò (attivo), Pristerà (luogo di colombi), Privitera (prete), Prochilo (manuale), Puja (vento di terra), Puterà (chi fabbrica bicchieri);

 

Rodano (Ροδανός, κλπ. rosso), Rodinò (Ροδινός, κλπ. rosso), Rodotà (Ροδοτάς, κλπ. pieno di rose), Romanò (Ρωμανός, κλπ. romano), Romeo (Ρωμαίος, κλπ. di Roma), Rudi (Ρούδης, κλπ. melagrana);

 

Sbano (sbarbato), Scalì (Σκαλής, κλπ. gradino), Schimizzi (Σημιτζής, κλπ. brutto), Schirò (Σκύρος, κλπ. duro), Scirtò (Σκιρτός, κλπ. curvato), Scordo (Σκόρδος, κλπ. aglio), Scutellà (Σκουτελάς, κλπ. chi fa scodelle), Sgro (dai capelli ricciuti), Sindona (Σινδώνης, κλπ. lenzuolo), Sirti (Σύρτης, κλπ. tirabrace del forno), Sismo (terremoto), Sorgonà (fabbricante di grosse e alte ceste per tenervi il pane), Spanò (Σπανός, κλπ. sbarbato), Spinà (Σπίνος, κλπ. cuneo), Straticò (Στρατηγός, κλπ. capo militare);

 

Tambo (abbagliato), Trimarchi (capo di una squadra militare), Tripepi (degno di Dio), Tripodi (Τριπόδηςκλπ. treppiede), Triveri (povero);

 

Villari (membro virile);

 

Zangari (Τσαγκάρης, κλπ. calzolaio), Zema (brodo), Zerbi (Ζερβός, κλπ. mancino), Zimmaro (Ζυμάρης, κλπ. capretto), Zinghinì (parente), Zuccalà (Τσουκαλάς, κλπ. pentolaio). 

Του Γιώργου Λεκάκη

http://www.arxeion-politismou.gr/2020/11/italika-epitheta-ellinikis-proelefsis.html

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΙΤΑΛΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ "
Related Posts with Thumbnails