Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Ναυμαχίας της Ναυπάκτου στις 7 Οκτωβρίου 1571. ..ΟΠΩΣ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ?


 Μια απο τις πιο αιματηρές συγκρούσεις κατά την διάρκεια της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου στις 7 Οκτωβρίου 1571 έλαβε χώρα στο κέντρο των αντιπάλων παρατάξεων.

Κείμενο του Ηλία Αναγνωστάκη.

Πράγματι, περι τις 13:00, η γιγάντια Τουρκική ναυαρχίδα "Sultana" πλησίασε την ναυαρχίδα των Δυτικών "La Real" με σκοπό να κάνει ρεσάλτο και να την κυριεύσει. Πάνω στο Τουρκικό σκάφος εκτός απο τον Τούρκο ναύαρχο Muezzin-zade-Ali βρισκόταν 100 τοξότες Γενίτσαροι, καθώς και άλλοι 300 με αρκεβούζια, 50 Τούρκοι ναύτες, καθώς και 210 άτυχοι Έλληνες κωπηλάτες, συνολικά 670 άνδρες.
Στη θηριώδης γαλέρα, "La Real", βρισκόταν ο ίδιος ο Don Juan, 100 ακόλουθοι του "οπλισμένοι μέχρι τα δόντια", ανάμεσα τους 38 Ισπανοί ευγενείς και ο προσωπικός του εξομολόγητης, ιερέας Francisco, 400 επίλεκτοι Ισπανοί θωρακισμένοι αρκεβουζιοφόροι απο το Σύνταγμα "Tercio di Sardinia", καθώς και πολλοί άλλοι Ιταλοί ευγενείς, καθώς και 200 κωπηλάτες, σύνολο 750 άνδρες.
Περιττό δε να ειπωθεί, οτι τα καταστρώματα και των δυο μεγαθηρίων ήταν τόσο πολύ γεμάτα απο στρατιώτες, "που δεν μπορούσες να βήξεις".
Η Τουρκική ναυαρχίδα αφού έριξε μια ομοβροντία εξ' επαφής με τα μπροστινά της πυροβόλα, κόλλησε στο Ισπανικό σκάφος και με πρόχειρες γέφυρες και γάντζους άρχισε να αποβιβάζει μάζες Γενιτσάρων πάνω στο κατάστρωμα της "La Real", που γρήγορα μετατράπηκε σε σφαγείο, αφού τα τόξα και τα αρκεβούζια ήταν πλέον άχρηστα σε εκ σύνεγγυς αγώνα, όπου τον πρώτο λόγο είχαν βαριά Ισπανικά broadsword, τουρκικά γιαταγάνια, ευέλικτα ιταλικά rapier, κεφαλοθραύστες, τσεκούρια, μαχαίρια και πιστόλια.
Περι τις 13:20, οι Γενίτσαροι είχαν "καθαρίσει" την πλώρη, και προχωρούσαν απειλητικά προς το κέντρο του σκάφους, οταν απωθήθηκαν με βαριές απώλειες απο μια θυελλώδη αντεπίθεση του Bernandino de Cardenas ο οποίος οδήγησε μια ισχυρή εφεδρεία απο την πρύμνη. Στην φοβερή σύρραξη, ο de Cardenas δέχτηκε βλήμα στο κεφάλι απο μικρό πυροβόλο καταστρώματος, και παρότι φορούσε κράνος, θα πέθαινε την επόμενη μερα.
Τα πράγματα εξελισσόταν άσχημα για τους Χριστιανούς, όταν ξαφνικά η ναυαρχίδα του Παπα, η "Capitana" υπο τον Μarc'Antonio Colonna κατέφθασε στα νώτα των Τούρκων. Η "Capitana" ήταν γεμάτη απο πάνοπλους Ιταλούς ευγενείς, εθελοντές Γάλλους ιππότες, 25 Ελβετούς φρουρούς του Πάπα, οπλισμένους με γιγάντιες αλεβάρδες, καθώς και 180 ιταλούς πεζούς.
Την ίδια στιγμή, στα αριστερά της Τουρκικής ναυαρχίδας, έπλευσε και η βαριά Ισπανική γαλέρα "La Loba" υπο τον δραστήριο Don Alvaro de Benzan, μαρκήσιο της Santa Kruz, με 200 Ισπανούς πεζούς στο κατάφορτο κατάστρωμα της.
Το τέλος των Τούρκων ήταν κοντά: Αναθαρρημένος ο Don Juan, διέταξε γενική επίθεση απο παντού. Αφηνιασμένοι οι άνδρες του, που είχαν σηκώσει ολο το βάρος της Τουρκικής επίθεσης μέχρι τώρα, έκαναν ρεσάλτο στο αντίπαλο σκάφος με "μαχαίρια, ξίφη, τσεκούρια, κοντές σάρισσες και πιστόλια" ενώ ο εκπληκτικός Δον Χουάν διχοτομούσε με το τεράστιο δυο-χειρών ξίφος του κάθε αντίπαλο που βρισκόταν μπροστά του.
Συγχρόνως, οι αρκεβουζιοφόροι και απο τα τρια Χριστιανικά σκάφη σαρώναν με απανωτές ομοβροντίες το κατάστρωμα της "Sultana" σε ολο το μήκος του, αποδεκατίζοντας το Τουρκικό πλήρωμα, που είχε πλέον τρομακτικές απώλειες, με τους επιζώντες Γενίτσαρους να οχυρώνονται στήν πρύμνη της Τουρκικής γαλέρας, πίσω απο κιβώτια με μπισκότα και βαρέλια. Ανάμεσα τους και ο καταματωμένος Τούρκος ναύαρχος, που μάχονταν σαν κοινός στρατιώτης, οπλισμένος με ενα βαρύ, σύνθετο τόξο, οι απώλειες δε, των Ελλήνων κωπηλατών της "Sultana" ήταν απερίγραπτες, αφού δεχόταν σωρηδόν βλήματα και απο τις δυο πλευρές.
Σαν να μην έφτανε η ταυτόχρονη επίθεση απο τρια μέτωπα, εκείνη την στιγμή κατέφθασε και η Βενετική ναυαρχίδα, η "Capitana lanterna" του Filippo Veniero, ο οποίος με μια εύστοχη βολή απο το γιγαντιαίο πετροβόλο του (petriere) "καθάρισε" όλη την πρύμνη απο τους εναπομείναντες Γενίτσαρους, αφήνοντας μια μάζα απο διαλυμένα σώματα.
Ήταν το τέλος. Οι μαινόμενοι Ισπανοί πεζοί όρμησαν με τσεκούρια,μαχαίρια, φαλτσέτες και κοντά ξίφη στούς Τούρκους που ζούσαν ακόμα και τους έσφαξαν όλους. Την ίδια στιγμή, ο Τούρκος ναύαρχος Muezzin zante-Ali δέχτηκε σφαίρα στο κεφάλι απο εξ επαφής βολή αρκεβουζίου, και έπεσε νεκρός. Ενας Σικελός κωπηλάτης πλησίασε το πτώμα του νεκρού Τούρκου ηγέτη και τον αποκεφάλισε, τοποθετώντας το κεφάλι του σε μια λόγχη.
Ήταν πλέον 14:00, και η πελώρια Τουρκική ναυαρχίδα έπλεε ακυβέρνητη πλέον, με ενα κατάστρωμα "γεμάτο πτώματα" ενώ έμπαζε νερά απο παντού απο τα αναρίθμητα βλήματα που είχε δεχτεί.
Ήταν η απόλυτη νίκη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ναυμαχίας της Ναυπάκτου στις 7 Οκτωβρίου 1571. ..ΟΠΩΣ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ?"

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Το άγνωστο Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης: Οι Οθωμανοί έσφαξαν χιλιάδες Ελληνες

Μια συγκλονιστική στιγμή της Ιστορίας, μια σχεδόν άγνωστη σφαγή Ελλήνων από Οθωμανούς, μας θυμίζει η Μηχανή του Χρόνου. Ο λόγος για το ματωμένο καλοκαίρι του 1821 στη Σαμοθράκη όπου για δύο μήνες οι Τούρκοι έσφαξαν χιλιάδες χριστιανούς.
Οπως αναφέρει το δημοσίευμα:
Κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1821, οι Σαμοθρακίτες ξεσηκώθηκαν και αντιστάθηκαν στον τούρκικο ζυγό. Ένα μήνα μετά, οι αντίπαλες δυνάμεις έβαψαν την αντίσταση τον νησιωτών με αίμα. Χιλιάδες σφαγιάστηκαν και εκατοντάδες ακόμη στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα.
Το 1479 η Σαμοθράκη έγινε Οθωμανική κτήση και οι κάτοικοι έζησαν υπόδουλοι για 458 συναπτά έτη. Τον Αύγουστο του 1821 το μήνυμα της Ελληνικής Επανάστασης έφτασε στο νησί. Αρκετοί Σαμοθρακίτες, μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, μόλις πληροφορήθηκαν ότι ξέσπασε η επανάσταση στην Πελοπόννησο, έπεισαν τους συντοπίτες τους να ακολουθήσουν. Συγκέντρωσαν τα λιγοστά όπλα που υπήρχαν στο νησί και άρχισαν να εξασκούνται στη σκοποβολή με τη βοήθεια ενός Σαμιώτη.
 Στις 19 Απριλίου 1821, οι κάτοικοι του ακριτικού νησιού δήλωσαν στον Τούρκο διοικητή του νησιού ότι «του λοιπού είναι Έλληνες ελεύθεροι και κατά συνέπειαν, δεν έχουσι πλέον να πληρώσι φόρους εις τον Σουλτάνον«.
Πρόγραμμα Αναπαραγωγής ΒίντεοΣτις 19 Απριλίου 1821, οι κάτοικοι του ακριτικού νησιού δήλωσαν στον Τούρκο διοικητή του νησιού ότι «του λοιπού είναι Έλληνες ελεύθεροι και κατά συνέπειαν, δεν έχουσι πλέον να πληρώσι φόρους εις τον Σουλτάνον«.
Η Οθωμανική κυβέρνηση είχε ενημερωθεί για τη στάση τους, αλλά είχε σπουδαιότερα προβλήματα να ασχοληθεί. Μέχρι το τέλος Αυγούστου η καθημερινότητα στο νησί κυλούσε ομαλά. Η εξέγερση των Σαμοθρακιτών ενάντια στην Τουρκοκρατία πνίγηκε στο αίμα.  Την 1η Σεπτεμβρίου 1821, ο Σουλτάνος έδωσε εντολή στον υποναύαρχο καπετάν Μπέη Καρά Αλή να καταστείλει την εξέγερση στο νησί. Έτσι, την «πρωτοσταυρινιά», όπως συνήθιζαν να λένε την 1η Σεπτεμβρίου οι ντόπιοι, αποβιβάστηκαν στο νησί πάνω από χίλιοι άνδρες του τουρκικού στόλου, αποφασισμένοι να εκτελέσουν την αποστολή τους.

Λεηλασίες και φωτιές

Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν καταστροφικά. Ολόκληρα χωριά λεηλατήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες. Χιλιάδες άνδρες που αντιστέκονταν, αποκεφαλίστηκαν.
Εφτακόσιοι από τους κατοίκους που είχαν καταφύγει στα βουνά, οι Οθωμανοί τους έφεραν πίσω με δόλο δίνοντάς τους την εντύπωση ότι θα τους δώσουν χάρη. Όμως στην τοποθεσία «Εφκάς» στο κάστρο της πρωτεύουσας, της Χώρας, τους δολοφόνησαν όλους. Από τη μαζική αυτή δολοφονία, επέζησαν σύμφωνα με μαρτυρίες ξένων περιηγητών και του Σαμοθρακίτη ιερέα Γ. Μανωλάκη από 25 έως 30 οικογένειες, οι οποίες ζούσαν τα επόμενα χρόνια σε άθλια κατάσταση.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι Οθωμανοί στρατιώτες άφηναν τα κεφάλια των Σαμοθρακιτών να κατρακυλούν στο αυλάκι . Το ρυάκι ονομάστηκε Εφκάς (Επτακοσίας) από τον αριθμό των σφαγιασθέντων. Τα μωρά κάτω των 2 ετών εκτελέστηκαν μαζί με τις γυναίκες που ήταν μεγαλύτερες από 40 ετών. Σύμφωνα με μαρτυρίες, από τη μαζική σφαγή επέζησαν περίπου 25 με 30 οικογένειες, οι οποίες επιβίωσαν τα επόμενα χρόνια σε άθλιες συνθήκες.
Συνολικά, τα θύματα από τις άγριες σφαγές έφτασαν τους 2.000, ενώ περίπου πεντακόσιοι Σαμοθρακίτες κατάφεραν και ξέφυγαν στη θάλασσα. Στα σκλαβοπάζαρα βρέθηκαν πάνω από 1.500 γυναικόπαιδα του νησιού, αλλά και νέοι άντρες που δεν αποκεφαλίστηκαν. Το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης διήρκησε περίπου οκτώ εβδομάδες. 
Στις 12 Νοεμβρίου 1821, ο υποναύαρχος Καρά- Αλής, υπεύθυνος και για τη σφαγή της Χίου, μπήκε στο νησί του Θρακικού πελάγους πανηγυρικά. Στους ιστούς των πλοίων του τουρκικού στόλου είχε κρεμάσει τα κομμένα κεφάλια τριάντα συλληφθέντων Σαμοθρακιτών, ως ένδειξη νίκης και υπεροχής. Μετά τη σφαγή, έμειναν στο νησί περίπου διακόσιοι Έλληνες.
Μια δεκαετία αργότερα, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’, εξέδωσε διάταγμα στο οποίο κήρυττε την απελευθέρωση όλων των Ελλήνων που είχαν αιχμαλωτιστεί κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
Τότε ήταν που επέστρεψαν στο νησί και αρκετοί κάτοικοί του. Στη μνήμη των χιλιάδων νεκρών, η 1η Σεπτεμβρίου τιμάται πλέον στο νησί ως ημέρα πένθους. Στην πλατεία του Εφκά γίνεται επιμνημόσυνη δέηση στο ηρώον, κατάθεση στεφάνων, απόδοση τιμών από τμήμα του στρατού, ενώ διατηρείται ενός λεπτού σιγή για τη μνήμη των θυμάτων.
Το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης παρέμεινε άγνωστο και η τυπική αναφορά στη θυσία των κατοίκων της στην εθνική παλιγγενεσία, αναγνωρίστηκε από την Ακαδημία των Αθηνών μόλις το 1980. Την καταστροφή της Σαμοθράκης την απεικόνισε πολύ χαρακτηριστικά ο Γάλλος Αύγουστος Βινσόν (Αuguste Vinchon) ο οποίος λίγο αργότερα ζωγράφισε ένα πίνακα με θέμα τη σφαγή της Σαμοθράκης, που βρίσκεται στο Λούβρο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Το άγνωστο Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης: Οι Οθωμανοί έσφαξαν χιλιάδες Ελληνες"

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Ο Πατριωτισμος απο τον ...Στρατηγό Μακρυγιάννη!

Μαθήματα Πατριωτισμού απο τον ...Στρατηγό Μακρυγιάννη!----
Ο Μακρυγιάννης αποτελεί μία μοναδική περίπτωση αγωνιστή και πολιτικού άνδρα στην ιστορία τής επαναστάσεως τού 1821! Με έργο μεγάλο και λόγο μεστό! Με πάθος έκφρασης. Με λόγια γε­μάτα πειθώ, θέρμη και πίστη, με τα οποία απευθύνεται σε όλους, συμπολεμιστές, άρχοντες και απλό λαό, συμ­βουλεύοντας για τις ενέργειες σε κάθε μάχη, επαινώντας κάθε σωστή πράξη και καυτηριάζοντας κάθε κακή ενέργεια.

Μετά το τέλος τού πολέ­μου, στα 1829, ο Μακρυγιάννης σε ηλικία τριάντα δύο ετών, έχοντας ήδη γίνει στρατηγός, θα μάθει γράμματα και θ’ αρχίσει να συγγράφει τα Απομνημονεύματα του. Το γιατί μας το λέει ο ίδιος με μεγάλη ταπεινοφροσύνη και πλήρη επίγνωση της αδεξιότητας του, χαρίζοντας με αυτόν τον τρόπο, όπως ο Θουκυδίδης στο έθνος του ένα «κτήμα ες αιεί». «Δεν έπρεπε να έμπω εις αυτό το έργον ένας α­γράμματος», γράφει ο Μακρυγιάννης «να βαρύνω τους τίμιους αναγνώστες και μεγάλους άντρες και σοφούς τής κοινωνίας και να τους βάλω σε βάρος, να τους κινώ την πε­ριέργεια τους και να χάνουν τις πολύτιμες στιμές εις αυτά».
Ο Μακρυγιάννης έχει μία μεγάλη ανάγκη να εκφράσει τα συναισθήματά του Διότι και στον νου και στην καρδιά και στην ψυχή του υπάρχει ένας ελληνικός κόσμος γεμάτος από ιδέες και συναισθήματα, που ψάχνει διέξοδο.
Αυτός είναι και ο λόγος που στα ώριμα του χρόνια θα θελήσει να μάθει γράμματα και να κάνει αυτό «το γράψιμο το απελέκητο», ό­πως ο ίδιος το χαρακτηρίζει.
Ο Μακρυγιάννης έχει την γνώμη πως είχαν γίνει πολλά λάθη στα πολεμικά και μεταπολεμικά χρόνια και από στρατιωτικούς και από πολιτικούς αρχηγούς.
 Γι’ αυτό και τα τονίζει, όπως τονίζει και τα μεγάλα πολεμικά κατορθώματα τού ελ­ληνικού λαού, με Θουκυδίδεια σκέψη! «Δια όλα αυτά γράφω εδώ...», επισημαίνει, «δια να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν δια την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή...
Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν». Μία συμβουλή προς τους σημερινούς ταγούς, που οι περισσότεροι φαίνεται να την έχουν ξεχάσει!

Ο σκοπός τής συγγραφής τού Μακρυγιάννη είναι πάνω από όλα λοι­πόν διδακτικός, για να μάθουν οι μεταγενέστεροι όχι μόνο από τα κατορ­θώματα των προγόνων τους, αλλά και από τα σφάλματα τους. Για τον Μακρυγιάννη, όπως για τον Θουκυδίδη, τα έργα των ανθρώπων πρέπει να χρησιμεύσουν για την παιδεία τού ελληνικού έθνους.

Από πού όμως αντλεί υλικό ο Μακρυγιάννης; Ό,τι γνωρίζει για την αρχαία ελληνική ιστορία, το πιο πιθανό είναι πως τα είχε ακούσει από μορφωμένους τής εποχής του. Από τον Όμηρο ξέρει τον Αχιλλέα. Ξέρει ακόμα λίγους στρατηγούς και λιγότερους πολιτικούς, καθώς και τα ονόματα τού Σωκράτη και του Πλάτωνα.

Κι όμως ο Μακρυγιάννης δεν έμεινε ένας απλός λαϊκός αφηγητής τών πραγμάτων. Στοχάσθηκε βαθιά πάνω στα έργα τού Θεού και των ανθρώπων, με λόγια παρόμοια με των μεγάλων αρχαίων προγόνων μας, τους οποίους όμως δεν γνώριζε, διότι ήταν αγράμματος. Γράφει για παράδειγμα κάπου ο αγνός πατριώτης: «Όσο αγαπώ την πατρίδα μου, δεν αγαπώ τίποτας! Να 'ρθει ένας να μου πει ότι θα πάγει ομπρός η πατρίδα, στέργομαι να μου βγάλει και τα δυο μάτια· ότι, αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει.
Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να 'χω, στραβός θε να είμαι, ότι σ’ αυτείνη θα ζήσω». Κι όμως, η σκέψη τού Μακρυγιάννη σε αυτό το σημείο είναι ίδια με του Θουκυδίδη, όταν ο Περικλής στον «Επιτάφιο» λέει: «ε­γώ πιστεύω πως όταν η πόλη προκόβει ως σύνολο, ωφελεί τα άτομα πε­ρισσότερο παρά όταν τα άτομα σ’ αυτήν ευτυχούν, η ίδια όμως ως σύνο­λο καταστρέφεται· γιατί όταν ένας πολίτης ευτυχεί ως άτομο, όταν κατα­στραφεί η πατρίδα του, χάνεται κι αυτός το ίδιο μαζί της, ενώ, αν κακοτυχεί μέσα σε μια πόλη που ευτυχεί, σώζεται και ο ίδιος ευκολότερα»... Δεν έχω ακούσει παρόμοια λόγια σήμερα από πολιτικούς, παρά μόνο το παρανοϊκό υπουργικό «δεν με ενδιαφέρει αν χαθούν οι Έλληνες, με ενδιαφέρει να μη χαθεί η πατρίδα!!!», το οποίο βέβαια είναι τελείως διαφορετικό, διότι πολιτεία χωρίς πολίτες είναι μια νεκρή πολιτεία.
Ο Μακρυγιάννης επίσης χρησιμοποιεί την λέξη «αρετή», με την ίδια σημασία και περιεχόμενο που της έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες, δηλαδή και την πολεμική και την πολιτική και την ηθική σημασία. Έλεγε συγκεκριμένα κάτι που σήμερα φαντάζει τόσο μακρυνό για να υπάρχει σε στόματα πολιτικών. Την πίστη στον Θεό και την αγάπη στην πατρίδα: «Εσύ, Κύριε, θ’ α­ναστήσεις τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ’ αρετή. Και με τη δύναμη Σου και τη δικαιοσύνη Σου θέλεις να ξαναζωντανέψεις τους πε­θαμένους. Και η απόφαση Σου η δίκια είναι να ματαειπωθεί Ελλάς, να λαμπρυνθεί αυτείνη και η θρησκεία τού Χριστού, και να υπάρξουν οι τί­μιοι και αγαθοί άνθρωποι, εκείνοι οπού περασπίζονται το δίκιον».
Η αγάπη όμως του Μακρυγιάννη δε γνωρίζει όρια, όταν μιλεί για τον απλό λαό, που είχε πάρει μέρος στον Αγώνα, τους αθάνατους Έλληνες, τον ευλογημένο λαό τής Ελλά­δας, όπως συνεχώς τούς χαρακτηρίζει! «Πατρίς», γράφει «να μακαρίζεις όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη από τον κατάλογον τών εθνών.
 Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα πολεμώ­ντας με τόση δύναμη Τούρκων, κι εκείνους που αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κι εκείνους οπού λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες εις τα Βασιλικά, κι ε­κείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου... Αυτείνοι σε ανάστησαν»... Σήμερα αυτούς τούς Έλληνες τους έχουν εξοστρακίσει από την ελληνική ιστορία. Γι’ αυτό ο Νίκος Γκάτσος γράφει στα «κατά Μάρκον» «στην παλιά μας την φυλλάδα (εννοεί παλιοφυλλάδα), που διαβάσαμε ξανά, τέτοιο όνομα, Ελλάδα, δεν υπάρχει πουθενά»!
Όμως σήμερα ζούμε και μία κατάσταση, που θυμίζει πολύ την μεταπελευθερωτική περίοδο. Τότε ο Μακρυγιάννης έβλεπε γύρω του τους παλιούς α­γωνιστές να γυρίζουν στους δρόμους γυμνοί και ξυπόλητοι, και τις χήρες των νεκρών τού πολέμου και τα ορφανά παιδιά τους να ζητιανεύουν. Παρόμοιες εικόνες ζούμε και σήμερα, βλέποντας Έλληνες τους οποίους οι πολιτικοί κατέστρεψαν και τους ανάγκασαν να ζουν στον δρόμο, να ψάχνουν στα σκουπίδια και να τρώνε στα συσσίτια. Όμως τότε ο Μακρυγιάννης έκανε κάτι που σήμερα είναι αδιανόητο για τα πολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς(Με εξαιρέσεις).
Αποφάσισε ο σπουδαίος αυτός Έλληνας να βοηθήσει με κάθε τρόπο τον α­πλό λαό, από τον οποίο προέρχεται και ο ίδιος και για τον οποίο νοιώθει μιαν απέραντη αγάπη. Διότι αυτό το ανώνυμο πλήθος τού ελληνικού λαού κατασπατάλησε την πε­ριουσία του και την ζωή του για τον Αγώνα χωρίς καμμία ιδιοτέλεια και έφθασε τελικά στο σημείο να δυστυχεί από την ανικανότητα ή και από την αδυναμία τών πολιτικών αρχών να τους παρασταθούν.
 Τι κάνει λοιπόν ο Μα­κρυγιάννης;
Δεν περιορίζεται μόνο σε λόγια διαμαρτυρίας, όπως πολλοί κάνουν σήμερα υποκριτικά και εκ τού ασφαλούς πολλοί πολιτικοί αλλά για να ανακουφίσει τους πονεμένους αγωνιστές και τις ορφα­νεμένες οικογένειες, στα 1835 κάνει μιαν αναφορά στην Κυβέρνηση: «Επειδήτις όσοι αγωνίστηκαν πεθαίνουν από την πείναν και την ταλαιπωρίαν, καθώς και χήρες τών σκοτωμένων και παιδιά τους, τον μιστόν ο­πού μου δίνετε διατάξετε να μου κοπεί όλος και να τον δίνετε εις τους αγωνιστάς και χήρες κι αρφανά τών σκοτωμένων.
Αποφασίζω να δικαιώσω τους αδικημένους». Μία φράση που, χωρίς να το γνωρίζει, υπήρχε στα πολιτικά κείμενα και στους επιτάφιους λόγους του 5ου και του 4ου π.Χ. αιώ­να, που συνεχώς ανέφεραν πως ένα από τα καυχήματα της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν ότι κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να βοηθεί τους αδικημένους. Ο Μακρυγιάννης, όμως, ως πραγματικός δημοκράτης αγωνιστής ο οποίος έχει επίγνωση τών δικαιωμάτων ενός λαού που πολέμησε και τυραννήθηκε, λέει προφητικά... «Από δικαιο­σύνη διψάγει η πατρίδα και ’λικρίνεια· όποιοι την κυβερνούνε, ο Θεός να τους φωτίσει και να τους οδηγήσει εις αυτό». Και γνωρίζοντας την διαχρονική κοροϊδία τών κυβερνώντων ο Μακρυγιάννης ζητεί συνεχώς να γίνουν νόμοι «στέρεοι και πατρικοί», γνωρίζοντας πως μόνο η ευνομία σώζει τους λαούς.
 Λέει συγκεκριμένα... «δεν ήθελα χρήματα και βιό, ήθελα σύνταμα για την πατρίδα μου, να κυβερνηθεί με νόμους και όχι με το έτσι θέλω», δείχνοντας με το δάκτυλο αυτούς που σήμερα ψήφισαν τον νόμο «περί ευθύνης υπουργών», αυτούς που αγνόησαν τα σκάνδαλα και αυτούς που μας οδήγησαν με τις άφρονες πράξεις τους στο ΔΝΤ.

Ο πιο σημαντικός όμως στοχασμός τού Μακρυγιάννη, είναι αυτός, με τον οποίο κλείνω τούτες τις σκέψεις και που θα έπρεπε υποχρεωτικά να τον μαθαίνουν τα ελληνόπουλα στα σχολεία, για να γίνει οδη­γός της μετέπειτα πολιτικής τους ζωής. Κάτι που πρέπει να έχουν στο μυαλό τους και οι πολιτικοί, στους οποίους δίνω ευχή για το νέο έτος να κάνουν πράξη ως τελευταία τους ευκαιρία, την απόδοση δικαιοσύνης, την τιμωρία τών πραγματικών ενόχων και να πάψουν να φροντίζουν μόνο το «εγώ» τους! «Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι.
 Όσοι αγωνιστήκαμεν αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμε ό­λοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός εγώ, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς εγώ; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φτιάσει ή χα­λάσει, να λέγει εγώ. Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε εμείς. Είμαστε εις το εμείς και όχι εις το εγώ!»...
Του Αντωνίου Α. Αντωνάκου

Καθηγητού - Κλασσικού Φιλολόγου

Ιστορικού - Συγγραφέως

Αντιπροέδρου του Συνδέσμου τών Απανταχού Λακώνων



«Ο ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ο Πατριωτισμος απο τον ...Στρατηγό Μακρυγιάννη!"

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Οθωμανικός ζυγός στην Ελλάδα - Πόσο έμεινε σε κάθε περιοχή της (φώτο)

Η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική εορτή της χώρας μας στις 15 Μαρτίου 1838, με διάταγμα του βασιλιά Όθωνα, που εκτελούσε παράλληλα και τα καθήκοντα του πρωθυπουργού εκείνη την περίοδο.
Μπορεί για εμάς η 25η Μαρτίου 1821 να σηματοδοτεί την έναρξη της επανάστασης αλλά και την αναγέννηση του ελληνικού έθνους δεν είναι όμως η ημερομηνία που απελευθερώθηκαν όλες οι περιοχές.
Σε χάρτη που επιμελήθηκε το Wedaneus παρουσιάζονται οι περιοχές αλλά οι χρονολογίες ανά περιοχή που είχε οθωμανική κατάκτηση με τις αντίστοιχες περιοχές και χρονολογίες απελευθέρωσης.
Στον χάρτη θα δείτε περιοχές που δεν υποδουλώθηκαν ποτέ και αυτές που έμειναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για περισσότερα από 500 χρόνια

https://www.pronews.gr/istoria/760918_othomanikos-zygos-stin-ellada-poso-emeine-se-kathe-periohi-tis-foto
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Οθωμανικός ζυγός στην Ελλάδα - Πόσο έμεινε σε κάθε περιοχή της (φώτο)"

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΤΟ 1821.

Μα υπήρχε αθλητισμος στην επανασταση του 1821;» Ρητορικό.--- Βεβαίως και υπήρχε.-- Όχι τυποποιημένα, «σημερινά». Αυτοσχέδια, ευκαιριακά. Πρώτη ύλη ακατέργαστη, χωρίς φτιασίδια, ατόφια, σε λόγγους και σε σχόλες.
Για να μπορεί, σαν ήρθε το λυτρωτικό μπαρούτι, να γράφει ο Μακρυγιάννης (Απομνημονεύματα) εκείνες τις άγιες αράδες: «Λέγω εις τους αναγνώστες μου, μα την πατρίδα, οι τριακόσιοι αυτήνοι δεν ήταν άνθρωποι, ήταν αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. Εν τουφέκι ρίξανε στους Τούρκους και βγάλαν’ τα σπαθιά... Και μετά τη μάχη χορός, τραγούδι και αγωνίσματα...».

«Λεβέντικος» και «λαϊκός» αθλητισμός...

Οι σοφοί χώρισαν τον αθλητισμό της (προ)επαναστατικής περιόδου σε δυο κατηγορίες: «λεβέντικη» και «λαϊκή».
Η πρώτη, των Κλεφταρματολών. Μια σταθερή έκφραση στα ορεσίβια λημέρια, με βασικό της στόχο την «καλλιέργεια» της σωματικής ρώμης, ενόψει των μαχών.
Η άλλη, ήταν του λαού. Παιδιές και αγωνίσματα, ενίοτε σε πλαίσιο αυτοσχέδιων αγώνων, κομμάτι ενός εθιμοτυπικού, που πλαισίωνε θρησκευτικές εορτές και πανηγύρια, σε εξωκκλήσιες αυλές, αλώνια ή πλατέματα, συχνότερα τις Κυριακές, την Πασχαλιά. Με (υποσυνείδητο) στόχο, πλην της ψυχαγωγίας, τη διατήρηση της εθνικής ενότητας – ταυτότητας.
Από παραδείγματα, σωρός... Σε βενετσιάνικη έκδοση του 1815 («Αρχαιολογία»), ο Ηπειρώτης καλόγερος, Γρηγόρης Παλιουρίτης περιγράφει αγώνες, ανήμερα του Άη Γιώργη, σε χωριό των Ιωαννίνων.
Ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης («Ένα πανηγύρι στα χρόνια της σκλαβιάς») καταγράφει το πανηγύρι των Αγ. Αντωνίων στην Αγιά, ο δε Κώστας Τσιαντάς («Τα αγωνίσματα των κλεφταρματωλών ως προσφορά και ως έπος στην εθνεγερσία») αυτό του Αγ. Γεωργίου στην Αράχωβα...

 Τα αγωνίσματα...
Και τ’ αγωνίσματα; Όσα δεν διέσωσε η πένα των Γάλλων περιηγητών (Didot, Pouqueville κ.λπ.), τη διέσωσε η συγκλονιστική δεξαμενή των δημοτικών μας τραγουδιών.
● ΣΗΜΑΔΙ: «Toυφέκι μου περήφανο, σπαθί μου παινεμένο και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη φυλαγμένο...». Το δημοφιλέστερο «σπορ» των Κλεφταρματολών. Ένας στόχος, σημάδεμα και βόλι, καριοφύλλι και κουμπούρα. Μαρτυρείται κι «εναλλακτικά»: πετούσε κάποιος στον αέρα ένα δακτυλίδι και ο σκοπευτής προσπαθούσε να περάσει το βόλι από μέσα!
● ΠΗΔΗΜΑ: Σε τρεις μορφές: άλμα μ’ ένα βήμα («τσμια»), δύο («τσδυο»), τρία («τστρεις»). «Εις μήκος» (πάνω από ρυάκια, θάμνους, βράχους), αλλά και σε «εις ύψος». Π.χ., πάνω από... ενωμένες πλάτες αλόγων! Πώς υπολόγιζαν την επίδοση; Πάντως, στο «Υπόμνημα των Ψαρών» του Νικόδημου, το ρεκόρ του καπετάν Μακρή στο τριπλό, υπολογίστηκε ίσο με «960 βελόνες του ραψίματος»!



● ΠΑΛΕΜΑ: Κληρονομιά αιώνων. Σταθερό θέαμα και των τοπικών γιορτών, «μπροστά στα μάτια της πανέμορφης κοπελιάς, της τσούπας», κατά την παρατήρηση του Βασίλη Βυτίναρου («Αθλητική Ηχώ», φ. 25/3/1987). Ο Βρατσάνος («Αθλητικά Χρονικά», φ. 20/4/1932) αναφέρει ότι στα Ψαρά, σε σχόλες και γιορτές, «μερικοί εγυμνώνοντο, άλειφαν το κορμί τους με λάδι και εγυμνάζοντο στην τούρκικη πάλη».
● ΛΙΘΑΡΙ: «Εκατό οργιές το πήδημα, εξήντα το λιθάρι...». Εξίσου δημοφιλές, «προγονάκι» της σφαιροβολίας. Μια πέτρα (λιθάρι) ακανόνιστου σχήματος και βάρους και... όποιος της πετάξει πιο μακριά. Παραμονές του ’21, ο Didot το «αποκάλυπτε» και σε μορφή... δισκοβολίας: «Το ρίξιμο του μαρμαρένιου δίσκου διατηρείται ακόμη σε μερικά νησιά...».



● ΔΡΟΜΟΙ: «Τρέξιμο», «πηλάλα» ή «γλάκιο» (ανάλογα τον τόπο), ποιος θα πάει γρηγορότερα ως την πηγή, το λόφο απέναντι, τον πλάτανο. Στη λαϊκή του εκδοχή, απαντάται και μετ’ εμποδίων (φυσικά για τους «λημερίτες», τεχνητά ή φυσικά για τους «πανηγυρτζήδες»), σε ανηφοριά ή αυτό: «το κυνήγι του λαγού»! Έπρεπε, λέει, να τον πιάσουν, δίχως να χρησιμοποιήσουν άλογο ή όπλα. Με τα χέρια...
● ΙΠΠΑΣΙΑ: Ο καλός αγωνιστής ήταν, εξ ορισμού, και έξοχος αναβάτης. Πέραν της ένοπλης ιππικής επιδεξιότητας, αγώνες ταχύτητας ή υπερπήδησης εμποδίων γίνονταν συνέχεια. Συν κάτι πολύ πιο σύνθετο: αναβάσεις και καταβάσεις, ενώ ο ίππος κάλπαζε, έχοντας αναπτύξει μέγιστη ταχύτητα! Ο απλός λαός το ασκούσε σπανιότερα. Αναγκαστικά. Τα άλογα τους τα ‘παιρναν οι Τούρκοι...
● ΔΟΚΙΜΙ: «Λιθάρι έχω ‘ς την πόρτα μου, δοκίμι ‘ς την αυλή μου κι όποιος το σηκώσ’ απότ’ εσάς, εκειός θελά με πάρει...». Άρση (βαρών) ογκώδους λίθου ή μαρμάρου, είτε μ’ ένα, είτε με τα δύο χέρια – ανάλογα του βάρους. «Όταν δε είναι πολύ, μέχρι του ώμου και εκείθεν προς τα οπίσω “του νώμου των”» (λεξικό Παντελίδη). Κι ενίοτε, στην πλάτη. Οι ρίζες του χάνονται στα ακριτικά χρόνια (Διγενής).
Αυτά ήταν... Κι ακόμα, ο χορός, το τόξο (περίφημη, παράδειγμα, στην Κρήτη, η αντάρτικη δράση των Χαϊνηδων σε «σαϊτα» και «δοξάρι»), το κολύμπι (νησιώτες, κύρια, Υδραίοι, Σπετσιώτες, Ψαριανοί. Κρήτες, του Αιγαίου), το σπαθί...

«Τρόπαιο», ένα... οικόσιτο αρνί!

Στους λαϊκούς αγώνες, τα έπαθλα δεν έλειπαν. Συνηθέστερα, ένα οικόσιτο αρνί. Η άλλο «σφαχτό». Μαρτυρούνται κι άλλα τρόφιμα (όλα πήγαιναν μετά στο κοινό τραπέζι). Παράδειγμα, κουλούρες.
Ο Παλιουρίτης («Αρχαιολογία») λέει: για τον πρώτο «εν αρνείον», για τον δεύτερο χέλι («έγχυλυ») για τον τρίτο «οψάριον», ενώ οι αποτυγχόντες «συριγμούς απεκόμιζον».
Στο Υπόμνημα του (Ψαριανού) Νικόδημου, πάλι, τονίζεται ότι «οι χαμένοι επλήρωναν τα έξοδα γεύματος πλουσίου», ενώ ο Μπουοντελμόντι (Κρήτη) γράφει πως «τιμούν τον νικητή μ’ ένα στεφάνι από πράσινα φύλλα ελιάς. Και τις γυναίκες (χορός) με στεφάνι καμωμένο από λουλούδια».
Έπαθλα, εν είδει κινήτρου, φαίνεται να «έπαιζαν» και στα κλεφταρματολίτικα λημέρια. Ο καπετάν Γιαννιάς, π.χ., υπόσχεται στον Καραχάλιο «μια ‘σημένια στο ζωνάρι». Πιθανόν, ίσχυε και σε εορτές. Όπως κι αυτό: ο νικητής να έπαιρνε γυναίκα του «μια όμορφη»!
Ιστορικοί και λαογράφοι, άλλωστε, καταγράφουν τους νικητές των λαϊκών αγώνων ως... περιζήτητους γαμπρούς! Στα «Τρικαλινά», μάλιστα, ο φιλόλογος – λαογράφος, Θ. Νημάς, αναφερόμενος στην περίπτωση της Χάσιας (ορεινή Δυτική Θεσσαλία), επισημαίνει πως συχνά η επιλογή του μνηστήρα γινόταν με αγώνα δρόμου -ή, σπανιότερα, πάλης- που προκήρυσσε ο ίδιος ο πατέρας της κοπέλας! Για να βρει τον πιο λεβέντη...



Οι (πρωτ)αθλητές της εποχής...

Η ρώμη (αγωνίσματα) και οι... Ρωμιοί (αθλητές)! «Μήπως οι πρωτεργάται της εθνικής μας παλιγγενεσίας δεν ήσαν όλοι αθληταί;» αναρωτιόταν το ’31 η Αθηνά Σπανούδη («Ο αθλητισμός σύγχρονη θρησκεία»). Κι έδινε το στίγμα για τους «πρωταθλητές» της εποχής. Αυτοί ήταν, οι ήρωες του ’21...
Δικά τους «πρωτοσέλιδα», κι εδώ, λογοτεχνία και παράδοση. Έστω (συχνά) με τις όμορφες υπερβολές τους...
● «Καραχάλιο παλικάρι, σήκω πέτα το λυχνάρι», καλεί το δημώδες το πρωτοπαλίκαρο τ’ Ανδρούτσου, Καπετάνιο στη Λιβαδειά. Που τον παλούκωσε κι έκαψε ο Ομέρ, Απρίλη του ’21...
● «Ο θεοσεβής αθλητής», έγραψε για τον Αθανάσιο Διάκο ο Βαλαωρίτης. Επιβεβαιώνοντας απόλυτα το λαϊκό το σώσμα: «Πρόμαχος και αθλητής, Λεωνίδου μιμητής...»
● Σε μια στροφή του ανέκδοτου «Οδός Ακροπόλεως», ο Δημήτρης Λιαντίνης (ο καθηγητής με το μυθικό εγκόσμιο «αντίο» στα μονοπάτια του Ολύμπου), γράφει: «Εδώ, στον ξύλινο Κουλέ, εκρεουργήθηκε ο πρώτος αθλητής, Οδυσσέας Ανδρούτσος». Ήταν. Ασύλληπτος στο τρέξιμο, «ωκύπους» (φτεροπόδαρος). Τόσο, που κάποτε, λέει, έβαλε στοίχημα πως θα νικούσε ένα άλογο του Αλή και το «’σκασε»! Το άλογο...



● Ένας τούτος κι ένας ο Νικηταράς (Σταματελόπουλος)... «Ο Τουρκοφάγος αθλητής του γένους νέος ακρίτας», καταπώς τραγουδήθηκε, αντάμα με αυτό: «Γεια σου και ‘σύ Νικηταρά, που ‘χεις στα πόδια σου φτερά»…

Ο Νικολαράς και «ο αράπης του Σουλτάνου»...

Κι άλλοι, πολλοί, λιγότερο γνωστοί... Απ’ τον Νικοτσαρά (Αρματωλός του Ολύμπου, για τον οποίο «διηγούνται ότι ηδύνατο να υπερπηδήσει επτά συγχρόνους ίππους στοιχηδόν τεταγμένους» - Αδρεόπουλου, «Αρματολίτικος και Κλέφτικος αθλητισμός») και τον Ζαχαριά (Μωραϊτης Πρωτοκλέφτης, για τον οποίο ο Σαράντης Καργάκος έγραψε πως ήταν τόσο γρήγορος, που, όταν έτρεχε, τα πόδια του ακουμπούσαν στα... αφτιά του!), μέχρι τους Ψαριανούς, που διέσωσε ο (Ψαριανός) πυρπολητής, Νικόδημος («Υπόμνημα της Νήσου Ψαρών»)...
Τον Κοκωσή («φαινόμενο ρώμης») και τον ξακουστό, Νικολαρά...
Κάποτε, λέει, που οι Τούρκοι είχαν όμηρους στην Πόλη κάτι Ψαριανούς, πήγε πρεσβεία να παρακαλέσει τον Σουλτάνο να τους αφήσει ελεύθερους. Μαζί και δαύτος. Γίγαντας, θεριό.
«Μόλις τον είδε ο Σουλτάνος τον εθαύμασε.
- Βάϊ, βάϊ! Νε μπεχλιβάν βαρ! Μάσσαλα! Μάσσαλα! Φτου! Φτου!
Ας τα εξηγήσωμε: Πώ, πώ, πω! Τι παλαιστής είν’ αυτός! Να μη βασκαθή! Φτου! Φτου!»
Και, μέσω του δραγουμάνου του, έστειλε στους Ψαριανούς το μήνυμα: αν ο Νικολάρας παλέψει και νικήσει τον αράπη παλαιστή του, θα τους αφήσει λεύτερους.
«Ο Νικολάρας εδέχθη πρόθυμος. Έβγαλε αφελέστατα το γελέκο, το πουκάμισό και τη φουφούλα του μέσα στο σουλτανικό διαμέρισμα και περίμενε. Καμμιά φορά ήλθε και ο Αράπης και τον ετίναξε κι αυτόν κάτω, ενώ ο Σουλτάνος κατάπληκτος και χειροκροτών, όχι μόνον απέλυσε τους ομήρους, αλλά και εφόρτωσε τους Ψαριανούς με δώρα...»



Και... «αθλήτριες»!

Και «αθλήτριες»; Σε μια ιδιότυπη περίπτωση ηρωικού «φεμινισμού», εντοπίζονται και δαύτες. 
«Και μιαν αυγή και μια λαμπρή, μια ‘πίσημη ημέρα,
βγήκαν να παίξουν τα σπαθιά, να ρίξουν το λιθάρι,
κι από το πείσμα το πολύ και από τη λεβεντιά της,
εκόπη τ’ ασημόκουμπο κι εφάνη το βυζί της»
Δεν ίσχυε παντού. Στη Μάνη, πάντως, όπου «αντιθέτως απ’ ό,τι ίσχυε εις άλλας περιοχάς της Ανατολής, ούτε κλεισμέναι εις τον γυναικωνίτην, ούτε σκλάβοι ήσαν. Διότι η απόμακρος αύτη περιοχή, διετηρήθη ελευθέρα», ο Γάλλος, Pouqueville (αρχές 19ου αι.), εντόπισε «αθλήτριες».
Τις Καλλιπάτειρες της λεφτεριάς, που στις γιορτές, ασκούνταν στο λιθάρι και το «πήδημα» και «κατά της ημέρας του θερισμού συνεκεντρούντο την εσπέραν, μετά την εργασίαν των εις τους αγρούς εις ορισμένας εξοχικάς τοποθεσίας και ηγωνίζοντο μεταξύ των εις τα όπλα, εις την ρίψιν ενός φυσικού και ακατεργάστου λίθου και εις το τριπλούν άλμα».
Κάτι τέτοιο, διηγείται, είχε δει ο ίδιος, με τα μάτια του, κοντά στην Καρδαμύλη («όμιλος γυναικών, με το πουκάμισο και τον ποδήρη χιτώνα, να αγωνίζωνται ως άνδρες εις ένα καταπράσινο λιβάδι»). Όταν, δε, εξέφρασε απορία, ένας απ’ τους πρόκριτους, ο καπετάν – Τρουπάκης, του επιβεβαίωσε πως οι Μανιάτισσες, ήταν πολύ γυμνασμένες και άσοι στο σημάδι και σχεδόν πάντα ενεργές στις ένοπλες μάχες με τους Τούρκους...



Αθλητισμός, όπου δεν πάτησαν οι Τούρκοι...

Τα ελληνικά τα χώματα που «φώναζαν» κάτω απ’ το οθωμανικό λεπίδι... Υπήρχαν, όμως, και τα άλλα. Εκεί που η εθνική συνείδηση κούρνιαζε μεν εξαντλώντας και δαύτη υπομονές (μέχρι τη μεγάλη ώρα, που...), κάτω από (άλλη) «μπότα», αλλά δίχως το βάσανο από τη μυρωδιά του αίματος και τον ανατριχιαστικό ήχο της «χατζάρας». Πιο «πολιτισμένα», πιο «ελεύθερα». Εκεί, λοιπόν –το επιτρέπαν’ οι συνθήκες- ο αθλητισμός αναπτύχθηκε αλλιώς. Όχι ως ορμέμφυτη ανάγκη, «ηρωικά», με υποσυνείδητους εθνο-πατριωτικούς σκοπούς. Αλλά, απλά, «ως σπορ». Παιχνίδι- κληρονομιά από τους κτήτορες.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση, στρέφει το μάτι στην αριστερά μεριά του χάρτη. Ιόνιο, Επτάνησα. Με επίκεντρο την Κέρκυρα. Τούρκου, εκεί, μετά την Άλωση, ποδάρι δεν επάτησε. Βενετσιάνοι, ναι. Γάλλοι, ναι. Ρώσοι, ναι. Εγγλέζοι, ναι. Τούρκοι, ποτέ.
Τα χρόνια γύρω απ’ τον ξεσηκωμό, βρίσκουν τα Ιόνια υπό την «προστασία» (από το 1815) των Εγγλέζων. Sportsmen του λόγου τους και το νησί το βίωσε, «κληρονομώντας» πράμα. «Αποκαλυπτική» μοιάζει μια σειρά επιστολών ενός στρατιώτη, ονόματι Ουήλερ για δρώμενα των ετών 1823-’24 (πρώτη δημοσίευση το 1974, στα «Κερκυραϊκά Νέα», μτφρ. Ι. Δαμασκηνού).
Σε μία εξ αυτών, δίνοντας έξοχα το πλήρες εορταστικό «πορτραίτο» που συνόδευσε τα εγκαίνια του ανακτόρου των Αγ. Μιχαήλ και Γεωργίου, στις 23 Απριλίου του 1823, γράφει: «Η μέρα πέρασε καλά και πολλά ήταν τα αγωνίσματα, δηλαδή πάλη, μποξ, τρέξιμο, άλματα και πολλά άλλα...». Μεταξύ τους και το κρίκετ. Αγώνας μεταξύ Άγγλων αξιωματικών του 32ου τάγματος.
Το (επιπλέον) σημαντικό; Είναι η πρώτη, ίσως, φορά επί (σημερινού) ελληνικού εδάφους, που καταγράφεται αθλητική δραστηριότητα υπό τη μορφή αθλοπαιδιών, με προφανές το στοιχεία της ομαδικότητας (κατά την αγγλοσαξωνική αθλητική κουλτούρα). Ήδη, βέβαια, απ’ τους προηγούμενους αγώνες, η αθλητική δράση στο νησί έχει ενσωματώσει κι άλλα «σπορ». Απ’ τις λεμβοδρομίες (αρχές Φεβρουαρίου του 1820, μαρτυρείται  αγώνας με τη συμμετοχή 12 τετράκωπων σκαφών) και τους ιππικούς, μέχρι κάποια περισσότερο... φευγάτα! Μια ιδέα;



● ΤΖΙΟΣΤΡΑ: Μεσαιωνικό ιππικό αγώνισμα, σε δύο εκδοχές. Στην πρώτη (giostra dell’ anello), οι ιππείς (cavalieri) έτρεχαν ως την άκρη του οριοθετημένου χώρου, προσπαθώντας, με τις λόγχες τους, να σηκώσουν ένα δακτυλίδι που κρεμόταν σ’ ένα κοντάρι. Στη δεύτερη (giostra della Quintana), να χτυπήσουν ένα ανδρείκελο που κρεμόταν από ξύλο.
● ΚΟΚΚΑΝΙΑ: Στην κορυφή ενός ψηλού κονταριού (ιστός) κρεμούσαν τρόφιμα, κυρίως κρέατα. Κατόπιν, άλειφαν τον ιστό (ύψους 4-5 μ.), με λιπαρή ουσία (λίπος, σαπούνι, λάδι) και οι συμμετάσχοντες άρχιζαν την αναρρίχηση. Όποιος έφθανε στην κορυφή, έπαιρνε τα δώρα.
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΤΟ 1821."

Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Στα αμέτρητα χρόνια της σκλαβιάς, είχαν προηγηθεί 123 ξεσηκωμοί κατά των Τούρκων

1453-1821: 124 επαναστάσεις ενάντια στους Οθωμανούς Τούρκους
Στα αμέτρητα χρόνια της σκλαβιάς, είχαν προηγηθεί 123 ξεσηκωμοί κατά των Τούρκων. Οι περισσότεροι, αυθόρμητοι κι απαράσκευοι. Όχι λίγοι, με προτροπή ξένων δυνάμεων, που εγκατέλειπαν στην πορεία τους ξεσηκωμένους. Πνίγηκαν όλες στο αίμα.

Ένας ταχυδρόμος έφερε το δυσάρεστο μήνυμα στην Υψηλή Πύλη, την 1η Μαρτίου του 1821: Ο υπασπιστής του τσάρου Αλέξανδρου Α’ της Ρωσίας, στρατηγός Αλέξανδρος Υψηλάντης, εδώ και πέντε μέρες, ξεσήκωσε τους Έλληνες της Μολδοβλαχίας σε επανάσταση και βοηθά και τους Βλάχους του Βλαδιμηρέσκου που επαναστάτησαν από τις 17 Ιανουαρίου. Για τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, το μήνυμα ήταν σαφές: Ο τσάρος παρασπόνδησε τη στιγμή που η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε προβλήματα και προσπαθούσε να του πάρει κι άλλα εδάφη. Το ίδιο άλλωστε είχε κάνει και η μεγάλη Αικατερίνη, καμιά τριανταριά χρόνια πριν.

Με τον Αλή πασά επαναστατημένο και τους Σουλιώτες να έχουν γυρίσει στα μέρη τους και να ξαναχτυπούν τους Τούρκους στην Ήπειρο, με τους Μολδαβούς ξεσηκωμένους στον Δούναβη και με προβλήματα στην Περσία, στη Συρία (με τους Δρούσους), στην Αραβία (με τους σεΐχηδες) και στην Αίγυπτο που έδειχνε χωριστικές τάσεις, ένα του έλειπε του Μαχμούτ: Ν’ ανοίξει μέτωπο και με τους Ρώσους. Θα περνούσε καιρός, ώσπου να μάθει πως ο τσάρος δεν είχε καμιά σχέση. Ως τότε, η ασπίδα της επανάστασης θα κρατούσε τους Τούρκους μακριά από την Πελοπόννησο. Το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας πετύχαινε στο ακέραιο.
Στις 21 Φεβρουαρίου, οι Έλληνες είχαν την πρώτη τους «ανεπίσημη» σύγκρουση με τους Τούρκους, τους οποίους εξόντωσαν στο Γαλάτσι της Μολδαβίας. Στις 23 του μήνα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε απευθυνθεί «προς το έθνος της Μολδαβίας» διαβεβαιώνοντάς τους ότι οι Έλληνες θα σταθούν στο πλευρό τους. Ήταν 24 Φεβρουαρίου του 1821, όταν, στο Ιάσιο της Μολδαβίας, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δημοσιοποίησε την προκήρυξή του με τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Ήταν η προκήρυξη της επανάστασης. Άρχιζε με την αναγγελία: «Η ώρα ήλθεν, ω Έλληνες». Και κατέληγε: «Εις τα όπλα, λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς μας προσκαλεί». Την ίδια μέρα, έγραφε στον τσάρο, ζητώντας τη βοήθειά του.

Τα νέα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη την 1η Μαρτίου, μέρα που ο Υψηλάντης άφηνε το Ιάσιο και με 2000 επαναστάτες βάδιζε δυτικά, παραγγέλλοντας στους Έλληνες ναυτικούς, στο Γαλάτσι, ν’ αναπλεύσουν τον Δούναβη και να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία. Έφτασε στο Βουκουρέστι.
Αντιδρώντας, ο σουλτάνος Μαχμούτ ετοίμαζε θρησκευτικό πόλεμο φανατίζοντας τους Τούρκους. Προγραμμάτισε γενική σφαγή των χριστιανών. Όμως, ο ανώτατος θρησκευτικός αρχηγός των Οθωμανών, Χατζή Χαλίλ εφέντης, αρνήθηκε να υπογράψει τον φετφά. Την ίδια ώρα, 49 Φαναριώτες που κατείχαν ανώτατες θέσεις, υπέγραφαν κοινή δήλωση ότι «το γένος αγνοεί την επαναστατικήν εταιρείαν». Στις 23 Μαρτίου, διαβάστηκε στις εκκλησίες αμνηστία του σουλτάνου προς τους επαναστάτες, με την προϋπόθεση ότι θα κατέθεταν τα όπλα, και αφορισμός του Αλέξανδρου Υψηλάντη από το ορθόδοξο πατριαρχείο. Ο αφορισμός υπογράφηκε με τη σκέψη ότι έτσι θα γλίτωναν οι Έλληνες της Πόλης. Όμως, από τις 24 Μαρτίου, οι Τούρκοι άρχισαν να δολοφονούν όποιον είχε ίδιο όνομα με κάποιον επαναστάτη.

Έτσι κι αλλιώς, η επανάσταση δεν μπορούσε πια ν’ ανακοπεί. Την ημέρα, που οι επαναστάτες αφορίζονταν (23 Μαρτίου), η Μεσηνιακή Σύγκλητος ανήγγειλε την επίσημη έναρξη του Αγώνα, με την «προειδοποίησιν προς τας ευρωπαϊκάς αυλάς». Ανάλογη προκήρυξη επιδιδόταν στους προξένους των ευρωπαϊκών δυνάμεων, στις 26 Μαρτίου, από το Αχαϊκό Διευθυντήριο.
Ήταν ο 124ος ξεσηκωμός. Στα αμέτρητα χρόνια της σκλαβιάς, είχαν προηγηθεί 123 ξεσηκωμοί κατά των Τούρκων. Οι περισσότεροι, αυθόρμητοι κι απαράσκευοι. Όχι λίγοι, με προτροπή ξένων δυνάμεων που εγκατέλειπαν στην πορεία τους ξεσηκωμένους. Πνίγηκαν όλες στο αίμα.
Ήταν στα 1481, μόλις 28 χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, όταν ο Κορκόδειλος Κλαδάς και οι Μανιάτες αγωνιστές επαναστάτησαν. Έφτασαν ως την Ήπειρο κι απελευθέρωσαν την περιοχή της Χιμάρας. Αβοήθητος από τη Δύση, που τον είχε ενθαρρύνει, ο Κλαδάς αιχμαλωτίστηκε, εννέα χρόνια αργότερα, και γδάρθηκε ζωντανός.

Ήταν το 1489, όταν ο τελευταίος του βυζαντινού αυτοκρατορικού οίκου Ανδρέας Παλαιολόγος σήκωσε την επαναστατική σημαία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Από το 1492, ο επαναστατικός άνεμος πήρε τη μορφή σταυροφορίας με σύμμαχο τον Κάρολο Η’ της Γαλλίας. Πέντε χιλιάδες επαναστάτες απελευθέρωσαν την Ήπειρο και μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας. Ο αγώνας είναι τόσο δυνατός (γράφει ο Κωνσταντίνος Σάθας), ώστε οι Τούρκοι «αποσύρονται εκ των παραλίων και ετοιμάζονται να εγκαταλείψωσι την Κωνσταντινούπολιν». Όμως, συνασπισμός χριστιανικών κρατών συμμαχεί κατά του Καρόλου, που αναγκάζεται να γυρίσει στη Γαλλία. Αβοήθητοι, οι Έλληνες σφάζονται ανηλεώς. Το 1496, η επανάσταση έχει σβήσει.

Νέες επαναστατικές κινήσεις, από το 1525 ως το 1533, κατέληξαν στη σφαγή των Ελλήνων:
Στη Ρόδο, του μητροπολίτη Ευθυμίου και των προυχόντων. Στην Πελοπόννησο, των επαναστατών που εγκαταλείφθηκαν στη Μεθώνη από τους ιππότες της Μάλτας. Και, το 1565, πνίγεται στο αίμα ο ξεσηκωμός στην Ήπειρο, με αιτία το παιδομάζωμα.

Η ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571 με την καταστροφή του τουρκικού στόλου, έδωσε νέες ελπίδες στους ραγιάδες. Η συμμαχία Ενετών, Ισπανών και πάπα ώθησε σε νέα επανάσταση. Οι ξεσηκωμένοι εγκαταλείφθηκαν για μια ακόμη φορά. Ακολούθησαν σφαγές στην Παρνασσίδα, στη Θεσσαλονίκη, στο Αιγαίο. Οι μητροπολίτες Πατρών και Θεσσαλονίκης κάηκαν ζωντανοί.

Νέος ξεσηκωμός στην Ακαρνανία και την Ήπειρο, το 1585: Οι αρματολοί της Βόνιτσας Θόδωρος Μπούας Γρίβας και της Ηπείρου Πούλιος, Δράκος και Μαλάμος ελευθέρωσαν Βόνιτσα, Ξηρόμερο, Άρτα και βάδισαν για τα Γιάννενα. Νικήθηκαν, όμως, και οι πολλοί σκοτώθηκαν. Ο Μπούας έφυγε στην Ιθάκη, όπου πέθανε υποκύπτοντας στις πληγές του. Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, οι κλέφτες του Γιάννη Μπουκουβάλα πήραν εκδίκηση πολεμώντας τους προγόνους του Αλή πασά.
Από το 1609 ως το 1624, ο δούκας του Νέβερ της Γαλλίας και Έλληνες συνωμότες οργάνωσαν ένα φιλόδοξο σχέδιο για να διώξουν τους Τούρκους από την Ελλάδα και δημιούργησαν τη χριστιανική στρατιά που θα ενωνόταν με τους επαναστάτες. Το σχέδιο ποτέ δεν μπήκε σ’ εφαρμογή. Όμως, στα δεκαπέντε αυτά χρόνια, οι Μανιάτες επαναστάτησαν κάμποσες φορές, ενώ ο μητροπολίτης Τρίκκης Διονύσιος ξεσήκωσε τους χωρικούς και, το 1616, εκστράτευσε στα Γιάννενα και κυρίευσε την πόλη. Νικήθηκε τελικά, αιχμαλωτίστηκε και γδάρθηκε ζωντανός. Το 1659, ξέσπασε νέα επανάσταση των Μανιατών που κράτησε ως το 1667. Τρία χρόνια αργότερα, οι Στεφανόπουλοι και άλλοι Μανιάτες έφυγαν στην Κορσική.

Αλλεπάλληλοι ξεσηκωμοί των Ελλήνων, από το 1660, υποκινήθηκαν από τους Ενετούς. Ο Μοροζίνι ναυμαχούσε και πολεμούσε τους Τούρκους, ενισχυμένος από ενθουσιώδεις Έλληνες επαναστάτες. Πεθαίνει το 1694 στο Ναύπλιο αλλ’ ο ξεσηκωμός συνεχιζόταν. Το 1699, το βασίλειο της Πελοποννήσου πέρασε στους Ενετούς. Το κράτησαν ως το 1716, οπότε το ξαναπήραν οι Τούρκοι.
Όμως, από το 1711, μια ακόμη μεγάλη δύναμη ενεπλάκη στην Ελλάδα: Ο τσάρος της Ρωσίας, Μέγας Πέτρος, εξέδωσε προκήρυξη, με την οποία καλούσε τους Έλληνες να επαναστατήσουν. Ονόμασε τον εαυτό του «Ρωσογραικών αυτοκράτορα», δίνοντας τροφή στη φαντασία. Στις εκκλησιές, μνημόνευαν τ’ όνομά του, ο Αγαθάγγελος προφήτευε τον λυτρωμό που «θα φέρει το ξανθό γένος» και, στα βουνά, τραγουδούσαν:

Ακόμη τούτ’ η άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες,
τούτο το καλοκαίρι, καημένη Ρούμελη.
Όσο να ρθει ο Μόσκοβος, ραγιάδες, ραγιάδες
να φέρει το σεφέρι, Μοριά και Ρούμελη.

Πενηνταπέντε χρόνια αργότερα, τα κοσμοκρατορικά σχέδια της Μεγάλης Αικατερίνης οδήγησαν στην επανάσταση του 1766 και στα ορλωφικά του 1770. Οι επαναστάτες εγκαταλείφθηκαν και πάλι. Άντεξαν ως το 1779, οπότε η Πελοπόννησος ειρήνευσε.
Την αμέσως επόμενη χρονιά, το 1780, οι Τούρκοι βάλθηκαν να ξεπαστρέψουν τους κλέφτες της Πελοποννήσου. Οι Κολοκοτρωναίοι αντιστάθηκαν δώδεκα μερόνυχτα στη Μάνη και μετά έκαναν ηρωική έξοδο. Χάθηκαν οι περισσότεροι. Ο δεκάχρονος τότε Θόδωρος Κολοκοτρώνης, η μάνα του και μια του αδερφή οι μόνοι που σώθηκαν.

Ο νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787 ώθησε την Αικατερίνη να ζητήσει από τους Έλληνες να επαναστατήσουν και πάλι. Τα ορλωφικά, όμως, ήταν πρόσφατα. Λίγοι σηκώθηκαν. Το 1788, επαναστάτησαν οι Σουλιώτες. Την ίδια χρονιά, φάνηκε στις θάλασσες ο μικρός στόλος του Λάμπρου Κατσώνη. Ήταν χιλίαρχος του ρωσικού στρατού. Ο οπλαρχηγός Ανδρίτσος με 500 κλέφτες επάνδρωσε τα καράβια. Ως το 1790, τσάκισαν πολλές φορές τους Τούρκους σε ναυμαχίες. Εκείνη τη χρονιά (1790), σε μια φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στην Άνδρο και την Εύβοια καταναυμάχησε τους Τούρκους αλλ’ έμεινε με επτά μόνο πλοία. Την επόμενη μέρα, βρέθηκε ανάμεσα σε δυο εχθρικούς στόλους και νικήθηκε.

Ο Λάμπρος Κατσώνης και ο Ανδρίτσος συνέχισαν να πολεμούν. Το 1792, Ρωσία και Τουρκία υπέγραψαν ειρήνη. Ο Κατσώνης αρνήθηκε να καταθέσει τα όπλα και εξέδωσε προκήρυξη, την περίφημη «Φανέρωσιν του χιλιάρχου Λάμπρου Κατσώνη», με την οποία κατάγγελλε την Αικατερίνη και διακήρυσσε πως μόνοι τους οι Έλληνες θ’ αποκτούσαν την ελευθερία τους. Κατσώνης και Ανδρίτσος νικήθηκαν στο ακρωτήριο Ταίναρο και χώρισαν. Ο Κατσώνης αποσύρθηκε. Ο Ανδρίτσος με τους 500 του, πολεμώντας σαράντα μερόνυχτα, κατόρθωσε να φτάσει στην Πρέβεζα.
Η επανάσταση των Σουλιωτών έσβησε στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 με τη συνθήκη, που τους επέτρεπε να φύγουν με τον οπλισμό τους. Ο Αλή πασάς, όμως, παρασπόνδησε και τους κυνήγησε. Μια ομάδα Σουλιώτες βρέθηκε, στις 23 Δεκεμβρίου στη Ρινιάσα, ανάμεσα στην Πρέβεζα και την Άρτα. Πάνω τους έπεσαν στίφη Αλβανών και τους κατέσφαξαν. Η Δέσπω Μπότση, με δέκα κόρες, εγγονές κι εγγόνια, πρόλαβε να οχυρωθεί στον πύργο του Δημουλά. Οι Αλβανοί την πολιόρκησαν. Αντιστάθηκε όσο μπορούσε. Στο τέλος, ανατινάχτηκαν όλοι, για να μην πέσουν ζωντανοί στα χέρια του εχθρού.

Ο Κίτσος Μπότσαρης κατάφερε να φτάσει ως τ’ Άγραφα, όπου τον πρόλαβαν οι Αλβανοί. Οχυρώθηκε σ’ ένα μοναστήρι κι άντεξε ως τον επόμενο Απρίλιο. Ογδόντα κατάφεραν να ξεφύγουν. Τα παιδιά του Κίτσου, ο Γιάννης και η δεκαπεντάχρονη Λένω, συνέχιζαν να πολεμούν. Ο Γιάννης σκοτώθηκε στο μοναστήρι. Η Λένω έφτασε σ' έναν θείο της, που πολεμούσε στον Αχελώο. Με το όπλο στο χέρι, η Λένω έγινε ο φόβος των εχθρών της. Όταν έμεινε μόνη και κυκλώθηκε, η 15χρονη Σουλιώτισσα βούτηξε στο ποτάμι και πνίγηκε.

Νέος επαναστατικός άνεμος διέτρεχε την Ελλάδα, το 1806, από την Πελοπόννησο ως τη Μακεδονία, καθώς οι Ρώσοι και οι Γάλλοι του Ναπολέοντα ανταγωνίζονταν, ποιοι θα προσεταιριστούν τους Έλληνες. Για μια ακόμα φορά, οι ξεσηκωμένοι εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους και οι Τούρκοι ξέσπασαν επάνω τους. Στην Πελοπόννησο, οι Τούρκοι ζητούσαν να τελειώνουν με τους Κολοκοτρωναίους. Οι σύντροφοι του Θόδωρου Κολοκοτρώνη δεν ήθελαν να φύγουν. Πολέμησαν μήνες, ώσπου να αναγκαστούν να περάσουν στα Κύθηρα κι από κει, στη Ζάκυνθο.
Ακολούθησαν η εποποιία του Νικοτσάρα στη Μακεδονία και του Γιάννη Σταθά στο Αιγαίο, που ανάγκασαν την Υψηλή Πύλη να έρθει σε συνδιαλλαγή με τους επαναστάτες.


Στα 1814, ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία. Επτά χρόνια αργότερα, ξεσπούσε ο 124ος ξεσηκωμός που οδήγησε στην ελευθερία.
ΠΗΓΗ http://mathainoumeellinikiistoria.blogspot.com
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Στα αμέτρητα χρόνια της σκλαβιάς, είχαν προηγηθεί 123 ξεσηκωμοί κατά των Τούρκων"

Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Σ.Ν.Σανταρόζα


Σ.Ν.Σανταρόζα: Ο Ιταλός στρατηγός που ήρθε στην Ελλάδα το '21 για να πολεμήσει για την ελευθερία της πατρίδας του Σωκράτη!

Ο Ιταλός στρατηγός ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα για να καταταγεί στον αντάρτικο στρατό του ραγιά ως απλός στρατιώτη.
Τον ρωτούν κάποια στιγμή, βλέποντας την καλογυαλισμένη στολή του, τι βαθμό ζητούσε να καταλάβει στον ελληνικό στρατό: «Τον βαθμό του στρατιώτη», απαντά χωρίς δισταγμό εκείνος. «Μα δεν είστε αξιωματικός;», τον ρωτούν ξύνοντας το κεφάλι τους.
Ήταν και παραήταν, μόνο που ήταν πρωτίστως ένας άνθρωπος που ήθελε να πολεμήσει για τη λευτεριά μιας ξένης χώρας: «Τη στιγμή αυτή η Ελλάδα έχει ανάγκη από στρατιώτες και παρακαλώ να με δεχτείτε ως απλό στρατιώτη».
Ο Παπαφλέσσας επιμένει: «Και τι βαθμό είχατε στην πατρίδα σας;». «Στρατηγός και υπουργός των στρατιωτικών»! Αυτός ήταν ο φλογερός ιταλός επαναστάτης κατά της μοναρχίας και του ξένου ζυγού και μέγας φιλέλληνας Σαντόρε ντι Σανταρόζα, ο οποίος ζήτησε να τον στείλουν αμέσως στη Σφακτηρία, πάνω στην ώρα για τη μεγάλη μάχη δηλαδή.
«Ο ελληνικός λαός, καλός και γενναίος που έζησε αιώνες δουλείας, είναι δικός μας αδελφός», έλεγε ο κόμης Σανταρόζα που πολέμησε πλάι-πλάι με τους έλληνες οπλαρχηγούς στη Σφακτηρία, πριν χάσει τη ζωή του από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Δεν ήταν φυσικά ο μόνος φιλέλληνας του Αγώνα του 1821, ήταν όμως ένας από κείνους που δεν έστειλαν απλώς λεφτά ή προπαγάνδισαν την επανάσταση των Ελλήνων, αλλά ήρθε εδώ να πολεμήσει αψηφώντας την ίδια του τη ζωή.
Στρατηγός στην Ιταλία και απλός στρατιώτης για τις ανάγκες της παλιγγενεσίας του ελληνικού έθνους, περιλαμβάνεται στη σωρεία των φιλελλήνων που απέδειξαν έμπρακτα την υποστήριξή τους στα ιδανικά της λευτεριάς και της αυτοδιάθεσης. Πλάι στους ρομαντικούς ιδεαλιστές (Λόρδος Βύρωνας), τους λάτρεις της αρχαίας Ελλάδας (Ούγκο Φόσκολο), τους λόγιους και διανοούμενους (Ουγκό), τους πλούσιους (Δούκισσα της Πλακεντίας) και τους τραπεζίτες (Εϋνάρδος), τους πολιτικούς (Σατωβριάνδος) και τους στρατιωτικούς (Τόμας Γκόρντον) που μετατράπηκαν σε παθιασμένους φιλέλληνες, ο ευγενής Σανταρόζα παραμένει μοναδικός ίσως στην ιστορία της Επανάστασης του 1821.
Αυτός ούτε τιμές ζήτησε ούτε λεφτά, ούτε προνόμια ούτε και αναγνώριση. Έλληνες και ιταλοί πατριώτες πολεμούσαν για τη λευτεριά τους από κάθε είδους ζυγό και ένιωθαν συμμαχητές μέσα στις φιλελεύθερες ιδέες που τράνταζαν συθέμελα τη Νότια Ευρώπη και ένωναν λαούς, τάξεις και φυλές.
Πριν πέσει ηρωικά μαχόμενος στην πανωλεθρία της Σφακτηρίας τον Μάιο του 1825, πρόλαβε να γίνει γνωστός ως Ντερόσι, να αναγνωριστεί η δράση του από όλους και να πολεμήσει δίπλα στον Αναγνωσταρά, τον Τσαμαδό, τον Μιαούλη και τον Μαυροκορδάτο απέναντι στη λαίλαπα των Τουρκοαιγυπτίων του Ιμπραήμ.
Όταν έπεσε, οι σύντροφοί του έχασαν έναν Έλληνα που πολέμησε σαν θεριό…

Πρώτα χρόνια

O Σαντόρε Ανίμπαλε ντε Ρόσι ντι Πομερόλο, κόμης της Σάντα Ρόζα, γεννιέται στις 18 Νοεμβρίου 1783 στο Σαβιλιάνο του Πεδεμοντίου στο τότε Βασίλειο της Σαρδηνίας (και παλιότερο Δουκάτο της Σαβοΐας). Ήταν γιος ενός υψηλόβαθμου αξιωματικού του ιταλικού στρατού που σκοτώθηκε τελικά στη Μάχη του Μοντοβί το 1796 πολεμώντας τα γαλλικά στρατεύματα του Βοναπάρτη.
Παρά τον τίτλο ευγενείας του οίκου των Πομερόλο, η οικογένεια μόνο πλούσια δεν ήταν. Ο πάντα πατριώτης Σαντόρε, τελειώνοντας το σχολείο, κατατάχθηκε αμέσως στον βασιλικό στρατό της Σαρδηνίας για να υπερασπιστεί την πατρίδα του απέναντι στις επεκτατικές διαθέσεις του γάλλου αυτοκράτορα. Πήρε μέλος σε πολλές μάχες κατά των Γάλλων και ως ήρωας πολέμου επέστρεψε στη Σαβοΐα στις αρχές του 19ου αιώνα για να σπουδάσει.
Το 1808 διορίστηκε δήμαρχος του Σαβιλιάνο, έχοντας μόλις παραιτηθεί από την ενεργό στρατιωτική δράση. Το 1812 μάλιστα, με το Βασίλειο της Σαρδηνίας να έχει ήδη προσαρτηθεί στη Γαλλία, μετατρέπεται σε βοηθό επάρχου της γαλλικής πια κομητείας Λα Σπέτσια.
Ζει όμως σε ιστορικούς και ταραγμένους καιρούς και δεν θα μείνει για πολύ μακριά από την πολεμική δράση. Αμέσως μετά την πτώση του Ναπολέοντα και την ιδιαίτερα σύντομη παλινόρθωση της βασιλείας στην πατρίδα του (οι 100 μέρες του 1815), ο Σανταρόζα επανέρχεται στον στρατό και παίρνει μέρος στην περιβόητη Εκστρατεία της Γκρενόμπλ. Πατριώτης και φιλελεύθερος καθώς είναι, υποκινεί ταυτοχρόνως επανάσταση στο Πεδεμόντιο κατά της νέας και ακόμα πιο τυραννικής αυστριακής κατοχής.
Ως αρχηγός του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στο Πεδεμόντιο και μέλος της ιταλικής Καρμποναρίας, που ήθελε μια δημοκρατική, ενιαία αλλά ομόσπονδη Ιταλία, ο Σανταρόζα αναλαμβάνει τον ρόλο τόσο του στρατηγού των ανταρτών όσο και του υπουργού των Στρατιωτικών στην τοπική επαναστατική κυβέρνηση.
H συντηρητική πολιτική του βασιλιά Βίκτωρος Εμμανουήλ Α' προκαλούσε τα φιλελεύθερα αισθήματα πολλών υπηκόων του, ιδιαιτέρως αυτών που αγωνίζονταν για την ιταλική ενοποίηση. Ανάμεσά τους σημαίνοντα ρόλο διαδραμάτιζε ο κόμης Σανταρόζα, ο οποίος ίδρυσε εντωμεταξύ και τη μυστική επαναστατική εταιρεία «Ομόνοια» (Concordia), με δράση φαινομενικά επιμορφωτική.
Η αυστριακή καταπίεση πυροδότησε τελικά την αντίδραση των Καρμπονάρων και της ιταλικής διανόησης, η οποία εκδηλώθηκε με δυο επαναστάσεις, μία στο Βασίλειο της Νάπολης και των Δυο Σικελιών το 1820 και μία στο Βασίλειο της Σαρδηνίας και του Πεδεμοντίου το 1821, με αίτημα την εκχώρηση Συντάγματος. Παρά το γεγονός ότι οι επαναστάτες τα καταφέρνουν αρχικά, αναγκάζοντας τον βασιλιά να παραχωρήσει Σύνταγμα, ο ξεσηκωμός τους θα πνιγεί στο αίμα από τον αυστριακό στρατό στις 12 Μαρτίου 1821. Δύο μέρες δηλαδή πριν ξεκινήσει ένας άλλος ξεσηκωμός λίγο παραδίπλα…
Ο Σανταρόζα μόλις που γλιτώνει τον θάνατο (τον συνέλαβαν και θα τον έστηναν στο ικρίωμα αλλά κατάφερε να το σκάσει) και την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή θα βρει τον δρόμο του για την εξορία. Καταφτάνει αρχικά στη Γαλλία, όπου περνά ένα διάστημα στο Παρίσι και εκδίδει ένα ανατρεπτικό κείμενο (1822) για την επανάσταση στο Πεδεμόντιο. Οι γαλλικές αρχές τον ξετρυπώνουν όμως, τον φυλακίζουν αρχικά και τελικά τον διώχνουν από τη χώρα. Αφού περάσει ένα διάστημα στην Ελβετία, θα βρει τον δρόμο του για το Λονδίνο.
Εκεί θα έρθει αμέσως σε επαφή με τη Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου (Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου), καθώς είχαν φτάσει στα αυτιά του οι φήμες για την επανάσταση των γειτόνων και ήθελε να μάθει από πρώτο χέρι τι γινόταν. Η φιλελληνική μάλιστα κίνηση είχε συσταθεί τον Μάρτιο του 1823 και ο αυτοεξόριστος επαναστάτης διατήρησε σχέσεις μαζί της από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της. Εκεί γνώρισε τον ρομαντικό ποιητή Λόρδο Βύρωνα, εκεί συνάντησε τον ιταλό λάτρη της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας Ούγκο Φόσκολο και εκεί πήρε την απόφαση να έρθει στην Ελλάδα για να συνεχίσει τον αγώνα του κατά της ξένης καταπίεσης.
Στην Αγγλία επιβίωνε διδάσκοντας ιταλικά και γαλλικά, αν και ήταν σαφές πως δεν ήταν φτιαγμένος για μια τέτοια ήρεμη ζωή. Ο ιταλικός φιλελληνισμός πατούσε άλλωστε πάνω στη μακραίωνη παράδοση και την ιστορική εμπειρία του παρελθόντος μεταξύ των δύο λαών, ενσταλάζοντας στους γείτονες την άμεση ανάγκη συμπαράστασης στους επαναστατημένους Έλληνες.
Ο ίδιος έλεγε άλλωστε όταν έβρισκε δεκτικό ακροατήριο: «Αγαπώ την Ελλάδα με μια αγάπη που έχει κάτι το υπέροχο. Ο ελληνικός λαός, καλός και γενναίος που έζησε αιώνες δουλείας, είναι δικός μας αδελφός. Είναι κοινές οι τύχες της Ιταλίας και της Ελλάδος και επειδή δεν μπορώ να κάνω τίποτε πια για την πατρίδα μου, έχω υποχρέωση να αφιερώσω στην Ελλάδα τα λίγα χρόνια και τις δυνάμεις που μου μένουν». «Αισθάνομαι αγάπη για την Ελλάδα. Είναι η πατρίδα του Σωκράτη», εκμυστηρευόταν στον συμπολεμιστή του Τζιατσίντο ντι Κολένιο, ηγετική μορφή αργότερα της ιταλικής ενοποίησης, με τον οποίο πήραν από κοινού την απόφαση να έρθουν στην Ελλάδα.
Το ημερολόγιο έδειχνε 1η Νοεμβρίου 1824 όταν αναχώρησε από το Λονδίνο. Έναν μήνα αργότερα, στις 10 Δεκεμβρίου, καταφτάνει στο Ναύπλιο για να περάσει από την επιτροπή που έκρινε τα κίνητρα των φιλελλήνων αγωνιστών που αποβιβάζονταν στην επαναστατημένη Ελλάδα…

Ένας αριστοκράτης στρατηγός στην Επανάσταση του 1821

Ο πρόεδρος του Εκτελεστικού, Γεώργιος Κουντουριώτης, υποδέχονταν πλάι στον Παπαφλέσσα στο Ναύπλιο τις ορδές των φιλελλήνων αγωνιστών, θέλοντας να διαλευκάνουν τα κίνητρα του καθενός. Γιατί πλάι στους άδολους μαχητές υπήρχαν και τυχοδιώκτες που καιροφυλακτούσαν για αξιώματα, προνόμια και χρηματικές απολαβές ή καταζητούμενοι και καταδικασθέντες εγκληματίες που νόμισαν πως θα βρουν στην Ελλάδα έναν νέο παράδεισο.
Στα μέσα Δεκεμβρίου ζητά λοιπόν ακρόαση ένας ιταλός αξιωματικός, ο οποίος ήταν πράγματι εξόριστος και κυνηγημένος από το καθεστώς της πατρίδας του. Και επειδή φοβόταν ακριβώς πως δεν θα τον έκαναν δεκτό οι Έλληνες στον στρατό τους, είχε φροντίσει να πάρει μια συστατική επιστολή από τον Μαυροκορδάτο στο Λονδίνο.
Μόλις είδε την επιστολή, ο Κουντουριώτης είπε στον Παπαφλέσσα: «Το δίχως άλλο, θα είναι κανένας λιποτάκτης ιταλός στρατιώτης και έβαλε μέσο τον Μαυροκορδάτο για να γίνει στρατηγός. Ας τον ακούσουμε». Ο Σανταρόζα πέρασε την πόρτα του γραφείου με την καλή του τη στολή και τα παράσημά του: «Ζητώ την άδειά σας να πολεμήσω υπό τη σημαία της Ελλάδας».
Οι δυο Έλληνες είναι αρκούντως επιφυλακτικοί: «Σας πληροφορώ ότι φτάνετε σε άσχημη στιγμή. Η Ελλάδα δεν μπορεί να σας προσφέρει καμιά αμοιβή για τις υπηρεσίες σας». Ο Σανταρόζα απαντά αγέρωχα: «Γνωρίζω ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη και του τελευταίου στρατιώτη και δεν θα δεχόμουν καμιά αμοιβή ακόμη κι αν το προτείνατε».
«Η Ελλάδα σας ευχαριστεί», του λένε, «αλλά μένει να τακτοποιηθεί ένα σοβαρό ζήτημα. Βλέπω ότι φέρετε στολή με βαθμό αξιωματικού. Ποιον βαθμό ζητάτε να καταλάβετε στον ελληνικό στρατό;». Ο Σανταρόζα απαντά πως θα θέλει να γίνει απλός στρατιώτης! «Μα δεν είστε αξιωματικός;», τον ρωτά με απορία ο Παπαφλέσσας.
«Μάλιστα», αποκρίνεται εκείνος, «στην πατρίδα μου είμαι αξιωματικός, τον βαθμό αυτό απέκτησα αφότου γνώρισα την κακουχία και τη δυστυχία του στρατιώτη, την πείνα, τον τραυματισμό και τη φυλακή, και καμιά κακουχία στρατιώτη δεν μου είναι άγνωστη. Τη στιγμή αυτή η Ελλάδα έχει ανάγκη από στρατιώτες και παρακαλώ να με δεχτείτε ως απλό στρατιώτη», επιμένει.
Ο Κουντουριώτης θέλει να μάθει περισσότερα: «Και ποιον βαθμό είχατε στην πατρίδα σας;». «Στρατηγός και υπουργός των Στρατιωτικών», απαντά εκείνος. Κατάπληκτος ο Παπαφλέσσας και με μια έκδηλη δυσπιστία, τον ρωτά: «Και πώς ονομάζεστε;». «Σαντόρε Σανταρόζα»! Τον Σανταρόζα τον ήξεραν φυσικά όλοι και σίγουρα οι επαναστατημένοι Ρωμιοί. Ο Κουντουριώτης κατακόκκινος από την ντροπή του σηκώθηκε και τον ασπάστηκε.
«Αφού με δεχτήκατε», υπέθεσε ο ιταλός στρατηγός, «σας παρακαλώ να με στείλετε στη Σφακτηρία, διότι ο Μαυροκορδάτος με πληροφόρησε ότι χρειάζονται άντρες εκεί».
Παρά το γεγονός ότι και έμπειρος ήταν και μπαρουτοκαπνισμένος, θα έπρεπε να περιμένει τρεις μήνες για να ενταχθεί εθελοντικά στον επαναστατικό στρατό των Ελλήνων ως «Ντερόσι». Η απάντηση που περίμενε ήρθε μόλις τον Μάρτιο του 1825. Εκείνος δεν κάθισε με τα χέρια σταυρωμένα, αλλά περιηγήθηκε στην Επίδαυρο, την Αίγινα και την Αθήνα και έβγαζε πύρινους πατριωτικούς λόγους για να ξεσηκώσει τους κατοίκους.
sanantarooozaaa8
Επιτέλους, στις 24 Απριλίου του επιτρέπουν να ακολουθήσει τον Κουντουριώτη και τον Μαυροκορδάτο στην εκστρατεία τους στην Πύλο. Ήταν παρών στην υπεράσπιση της Πύλου (φρούριο του Νεοκάστρου τότε) από την αιφνιδιαστική απόβαση του Ιμπραήμ στις 7 Μαΐου και πολέμησε με γενναιότητα. Ως ανώτερος αξιωματικός που ήταν, πρότεινε μάλιστα την άμεση επισκευή του κάστρου για την άμυνα των Ελλήνων, οι προτάσεις του δεν εισακούστηκαν όμως. Δεν έπαυε να είναι απλός στρατιώτης!
Άφοβος όμως στρατιώτης και πάντα στην πρώτη γραμμή. Κι έτσι όταν το ίδιο βράδυ (ξημερώματα 8ης Μαΐου) ο Αναγνωσταράς, που πολεμούσε απέναντι στη Σφακτηρία, την οποία είχε αποκλείσει εντωμεταξύ ο Ιμπραήμ, ζήτησε ενισχύσεις από το Νεόκαστρο, ο Ντερόσι ήταν μεταξύ των πρώτων εκατό αντρών που στάλθηκαν στο νησί.
Ο εχθρός κατέλαβε τελικά τη Σφακτηρία σκοτώνοντας τους 350 από τους 800 υπερασπιστές της. Μεταξύ των νεκρών μαχητών ήταν ο Φιλικός και αρχηγός των Ελλήνων στη μάχη, Αναγνωσταράς, ο χιλίαρχος Σταύρος Σαχίνης, ο πλοίαρχος Αναστάσιος Τσαμαδός και ο ιταλός κόμης Σανταρόζα, ο οποίος πολέμησε στην ξηρά στο πλευρό των αμυνομένων Ελλήνων ως ένας από αυτούς.
Ο Ντερόσι δεν πέθανε επιτόπου. Παρά το γεγονός ότι είχε τραυματιστεί σοβαρά, αρνήθηκε να παραδοθεί στους Τουρκοαιγύπτιους του Ιμπραήμ Πασά και συνέχισε να πολεμά όπως μπορούσε. Ένας εχθρός τον σκότωσε τελικά και από το πλιάτσικο στα προσωπικά του υπάρχοντα πληροφορήθηκε κατά τύχη ένας παλιός συνοδοιπόρος του Σανταρόζα το τέλος του μεγάλου φιλέλληνα. Παλιός συνοδοιπόρος που πολεμούσε πια στο πλευρό του αιγυπτιακού στόλου.
Εκατό χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1925, στήθηκε στη Σφακτηρία το Μνημείο του Φιλέλληνα Σανταρόζα για να υπενθυμίζει στους περαστικούς ποιος ήταν ο άδολος φιλέλληνας που έδωσε τη ζωή του για τη λευτεριά των Ελλήνων, προσδοκώντας τη λευτεριά και της δικής του πατρίδας.
Ο Δήμος Αθηναίων έδωσε κατόπιν το όνομά του σε έναν δρόμο του κέντρου της πρωτεύουσας ως υπόμνηση στον ηρωισμό ενός ανθρώπου που αναγνωρίστηκε και στις δύο πλευρές της Αδριατικής…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Σ.Ν.Σανταρόζα"

Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Παπαφλέσσας:


Παπαφλέσσας: Σαν σήμερα πέρασε στην αθανασία ο Λεωνίδας της εθνεγερσίας!

IMG_6650Παπαφλέσσας«Θα πολεμήσω τον Ιμπραήμ και θα πεθάνω ή θανικήσω…».
Παπαφλέσσας.

Ο Παπαφλέσσας ήταν κληρικός, πολιτικός, φλογερός κι ενθουσιώδης αγωνιστής, ήρωας αλλά και πρωτεργάτης της Eλληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας το 1788 και ήταν το 28ο παιδί του Δημητρίου Φλέσσα και της Κωνσταντίνας Ανδροναίου, δευτέρας συζύγου του Δημητρίου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Φλέσσας.

Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, και μόνασε στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς, στην Καλαμάτα. Όταν χειροτονήθηκε ιερομόναχος έλαβε το εκκλησιαστικό όνομα Γρηγόριος(Γρηγόριος Φλέσσας, παπάς=Γρηγόριος Παπαφλέσσας). Εξαιτίας του χαρακτήρα του και επειδή ήρθε σε σύγκρουση με τους Τούρκους, εγκατέλειψε την Πελοπόννησο, απειλώντας (σύμφωνα με τα απομνημονεύματα Φωτάκου) «Βρε κερατάδες Τούρκοι να πάτε πίσω εις τον αφέντην σας τον κερατά, να του ειπείτε ότι εγώ φεύγω δια την Πόλιν, και δεν θα γυρίσω πίσω απλούς καλόγηρος. Ή δεσπότης θα έλθω, ή πασάς».

Μετέβη στην Ζάκυνθο, και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄και έλαβε το εκκλησιαστικό οφφίκιο του «Δικαίου», που σημαίνει αντιπρόσωπος του Πατριάρχη.

Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως, πως ο ιδιωτικός βίος του Παπαφλέσσα, κάθε άλλο παρά συμβάδιζε με το σχήμα της ιεροσύνης, το οποίο τον περιέλαβε. Κατηγορούνταν -και μάλλον όχι αβάσιμα- ως «έκδοτος στις ηδονές, με μανιώδη ροπή προς τον έκλυτο βίο», άσωτος, ασύδοτος, αλαζών, μέθυσος κι ότι γλεντοκοπούσε και ξόδευε στα φανερά με τις ερωμένες του προκαλώντας την κοινή γνώμη. Αργότερα, ο αγωνιστής Κανέλλος Δεληγιάννης, θα έλεγε χαρακτηριστικά: «Ο Παπαφλέσσας, ένεκα της ασελγείας και της θηλυμανίας του κατήντησε το κατάστημα του υπουργείου του πορνοστάσιον και εσύναξεν όλους τους ασώτους και μπιριμπάντας και έπραττεν εις τους δυστυχείς κατοίκους τα μεγαλύτερα ανοσιουργήματα». Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, αναφέρεται κι αυτός στον Παπαφλέσσα, μέσα από τα απομνημονεύματά του, με αρνητικό τρόπο, τόσο για τον ιδιωτικό βίο, όσο και για τις επαναστατικές του ενέργειες: «Όθεν οι μεν Πελοποννήσιοι έμειναν εν αμηχανία περί του πρακτέου, βλέποντες το παράκαιρον και ανέτοιμον· ο δε Δικαίος, άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος, περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του Έθνους, δια να πλουτίση εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωνεν, ότι είναι τα πάντα έτοιμα».

Η μύηση στην Φιλική Εταιρεία
Στην Κωνσταντινούπολη, ο Παπαφλέσσας γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ανήκε στους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας. Είχε και την έγκριση των άλλων να πλησιάσει τον «τρελοπαπά». Ο Παπαφλέσσας ήταν πανάξιος της φήμης που τον ακολουθούσε. Ο φλογερός πατριωτισμός του δεν κρυβόταν. Οι Φιλικοί τον ήθελαν αλλά και φοβόντουσαν μήπως με κάποια από τις συνηθισμένες αποκοτιές του τα τίναζε όλα στον αέρα. Στα 1818, αποφάσισαν να τον ψαρέψουν. Το δύσκολο έργο ανέλαβε ο Αναγνωστόπουλος.

Για μέρες, ο Παπαφλέσσας έκανε τον χαζό. Όταν ο Φιλικός κατάλαβε πως αντί να ψαρέψει τον παπά, τον ψάρευε εκείνος, ήταν πολύ αργά. Μόλις ο αρχιμανδρίτης πείστηκε ότι υπήρχε επαναστατική οργάνωση, έπιασε τον Φιλικό απ´ τον λαιμό. Τον ανάγκασε να του τα πει όλα. Κι έπειτα, τον έβαλε να τον οδηγήσει στην Ανώτατη Αρχή. Έκπληκτοι οι Εμμανουήλ Ξάνθος και Αθανάσιος Τσακάλωφ τον είδαν μπροστά τους. Υπέκυψαν στις απαιτήσεις του. Εκεί έδωσε το όνομα Γρηγόριος Δικαίος από Κόρινθο, για να μην αναγνωριστεί από τους Τούρκους που τον είχαν στον κατάλογο των θανατοποινιτών και στις 21 Ιανουαρίου 1818 έλαβε την κωδική ονομασία «Αρμόδιος». Με το «έτσι θέλω», ο Παπαφλέσσας εγκαταστάθηκε στην Ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, περίπου στη θέση του Νικόλαου Σκουφά που είχε πεθάνει τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς.

Επειδή ήταν επικίνδυνο να παραμείνει στην Πόλη, στάλθηκε απ’ τους Φιλικούς στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδαβία και Βλαχία), για να προπαρασκευάσει την Επανάσταση και στην συνέχεια, όταν ο Υψηλάντης αποφάσισε να ξεκινήσει ένοπλο αγώνα από τη Μολδοβλαχία, η Φιλική Εταιρία τον Ιανουάριο του 1821 έστειλε τον Παπαφλέσσα στην Πελοπόννησο για να ξεσηκώσει κι εκεί τον λαό.

Η οργάνωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο
Ο Παπαφλέσσας, αφού έγραψε του Κολοκοτρώνη να πάει στη Μάνη, εξασφάλισε για τον εαυτό του χαρτιά που τον βάφτιζαν «πατριαρχικό έξαρχο», πέρασε από το Αϊβαλί, φόρτωσε ένα καράβι μπαρούτι και όπλα, το έστειλε κι αυτό στη Μάνη και διέσχισε το Αιγαίο. Μέσα Δεκεμβρίου του 1820, βρισκόταν κι αυτός στη Μάνη. Βρήκε τους Τούρκους του Μοριά ενημερωμένους για την άφιξή του και πρόθυμους να τον διευκολύνουν στις μετακινήσεις του. Χωρίς να ξέρουν για ποιο λόγο ήρθε, οι πρόκριτοι κι ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός τον δέχτηκαν εχθρικά (χαρακτηριστικά, το αποκαλούσε «Άνθρωπο απατεώνα και εξωλέστατο» που φρόντιζε «να ερεθίση την ταραχήν του έθνους»). Στις 6 Ιανουαρίου του 1821, έφτασε στη Μάνη κι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Ο «πατριαρχικός έξαρχος» ανέβηκε στην Αχαΐα και διαπίστωσε πως υπήρχαν σοβαρές κτηματικές διαφορές ανάμεσα στα μοναστήρια της Αγίας Λαύρας και των Ταξιαρχών. Οργανώθηκε σύσκεψη στη Βοστίτσα τον Ιανουάριο του 1821, όπου ο Παπαφλέσσας γνωστοποίησε ότι είχε οριστεί κήρυξη της Επανάστασης για τις 25 Μαρτίου 1821, ενώ προσπάθησε με φλογερά λόγια να πείσει τους συντηρητικούς, που δεν πίστευαν στην Επανάσταση. Αυτό δεν άρεσε σε πολλούς συντηρητικούς πρόκριτους και στρατιωτικούς και ειδικά στον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που τον κατηγόρησε γι’ αυτό. Αυτοί αποφάσισαν να τον περιορίσουν στη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Αλλά ο φλογερός κληρικός δεν υποχώρησε. Έφυγε για τη Μάνη, αφού πρώτα έβαλε κάποιους Φιλικούς να οργανώσουν επεισόδια που θα εξέθεταν τους πρόκριτους στα μάτια των Τούρκων. Έτσι, θα τους είχε δεμένους.

Στις τάξεις των κοτζαμπάσηδων επικρατούσε εκνευρισμός. Κάποιοι πρότειναν να καταδώσουν τον «τρελόπαπα» στις τουρκικές αρχές. Κάποιοι άλλοι προτίμησαν να τον δολοφονήσουν, ώστε να είναι σίγουροι. Ούτε το ένα ήταν εύκολο ούτε το άλλο. Ο Παπαφλέσσας ποτέ δεν κυκλοφορούσε μόνος, ενώ τα στημένα επεισόδια είχαν κάνει τους Τούρκους ν´ αγριέψουν.

Η Επανάσταση ξεκινά
Εν το μεταξύ, το πλοίο με τα πολεμοφόδια από το Αϊβαλί έφτασε στη Μάνη μέσα του Μάρτη. Με τέχνασμα, ο Παπαφλέσσας έπεισε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να το εκτελωνίσει. Χώρισε τα πολεμοφόδια κι ανέθεσε τη μεταφορά τους σε δυο ομάδες την πρώτη με αρχηγό τον Νικήτα Σταματελόπουλο (τον μετέπειτα Νικηταρά Τουρκοφάγο) και τη δεύτερη με τον Χρήστο Αναγνωσταρά. Ο διοικητής της Καλαμάτας Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου έμαθε πως κάποιοι ένοπλοι μετέφεραν κάποια φορτία. Τον καθησύχασαν πως ήταν χωρικοί που κουβαλούσαν λάδι. Τα όπλα, τα είχαν, «επειδή ακούστηκε πως κυκλοφορούσαν ληστές». Ο αγάς πείσθηκε και ζήτησε από τον Πετρόμπεη να στείλει τον γιο του Ηλία, να ενισχύσει τη φρουρά της πόλης! Στις 17 Μαρτίου του 1821, όλα ήταν έτοιμα. Οι αγωνιστές μαζεύτηκαν στο ναό των Ταξιαρχών, στην Αρεόπολη της Μάνης, όπου έγινε δοξολογία κι ευλογήθηκαν τα λάβαρα του Αγώνα. Στις 20 Μαρτίου, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης μπήκε με 150 άνδρες στην Καλαμάτα «να ενισχύσει τη φρουρά». Είπε στον Αρναούτογλου πως οι πληροφορίες μιλούσαν για πολλούς ληστές και καλά θα ήταν να έρθουν κι άλλοι για τη φρουρά. Ο διοικητής δέχτηκε.

Στις 22 Μαρτίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους Μούρτζινους και 2.000 άντρες έπιασε τους λόφους προς τη Σπάρτη. Ο Παπαφλέσσας με τον Αναγνωσταρά και τον Σταματελόπουλο έπιασαν την άλλη πλευρά. Ο Αρναούτογλου κάτι κατάλαβε, αλλά ήταν αργά να αντιδράσει. Στις 23 Μαρτίου, οι επαναστάτες μπήκαν στην πόλη. Οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Την ίδια μέρα, έπεφτε κι η Βοστίτσα. Στις 26 Μαρτίου, παραδίδονταν οι Τούρκοι στα Καλάβρυτα. Η Επανάσταση είχε ξεκινήσει.

Ο Παπαφλέσσας δεν έμεινε αργός. Πότε ως επικεφαλής στρατιωτικών αποσπασμάτων, πότε στο πλάι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πότε με τον Δημήτριο Υψηλάντη, πολεμούσε παράτολμα όπου υπήρχε μάχη. Βρίσκεται παντού, εμψυχώνει, διεγείρει τις ψυχές, μαζεύει στρατό κι είναι ο ίδιος αρχηγός δικού του σώματος. Διακρίνεται για την ανδρεία του σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και στην Αρκαδία, έχοντας ως ορμητήριο τη μονή της Ρεκίτσας κοντά στο Διρράχι. Κι από δω αρχίζει τη δράση του με φοβερή ταχύτητα.

Η πολιτική δράση του Παπαφλέσσα και η εκστρατεία του Ιμπραήμ
Ο Παπαφλέσσας όμως, εκτός από στρατιωτικός ήταν και πολιτικός. Πήρε μέρος στη συγκέντρωση των Καλτετζών και συμφώνησε να συσταθεί η Πελοποννησιακή Γερουσία. Ήταν πληρεξούσιος στην Α’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου και στη Β’ του Άστρους. Κατά την διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου υποστήριξε αυτούς που καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολεμιστές και διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη το 1823.

Όταν το 1825, ο αλβανικής καταγωγής Αιγύπτιος πολέμαρχος Ιμπραήμ καταλάμβανε ακάθεκτος την Πελοπόννησο (ως σύμμαχος των Τούρκων, με αντάλλαγμα την διοίκηση της Κρήτης, της Κύπρου και της Πελοποννήσου) κι απειλούσε με καταστροφή τον ελληνικό αγώνα, το περιβόητο Εκτελεστικό, με πρόεδρο το Γ. Κουντουριώτη και γραμματέα τον Μαυροκορδάτο, άρχισε να συζητά πως ο μόνος τρόπος για ν’ αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ ήταν να σχηματιστεί, με τα χρήματα του δεύτερου δανείου των δυο εκατομμυρίων λιρών, μισθωτός στρατός στην Αμερική που θα ερχόταν να πολεμήσει στην Ελλάδα! Λες και ο Ιμπραήμ θα περίμενε να φτιαχτεί πριν ο στρατός, να μεταφερθεί, με ιστιοφόρο τότε, από τα πέρατα του κόσμου στον τόπο μας κι έπειτα να μας πολεμήσει. Η εξωφρενική αυτή πρόταση βρίσκει, σωστά, τούτη δω την κριτική του Κόκκινου:
«Το πράγμα φανερώνει μέχρι ποίου σημείου δεν αντελαμβάνοντο την φοβερά πραγματικότητα οι αποκλείοντες την ληψιν σοβαρών στρατιωτικών μέτρων εντός αυτής της Πελοποννήσου δια της χρησιμοποιήσεως των εις την φυλακην ή υπό καταδίωξιν Πελοποννησίων αρχηγών, διότι αυτοί ήσαν οι συζητουντες την μετάκλησιν ξένου στρατού, ανυπάρκτου ακόμη, προς αντιμετώπισιν του Ιμβραήμ».

Ο Παπαφλέσσας, ως υπουργός Εσωτερικών, πρότεινε να δοθεί αμνηστία, να απελευθερωθούν όλοι οι κρατούμενοι οι στρατιωτικοί ηγέτες που ήταν αντίθετοι με την κυβέρνηση Κουντουριώτη και ενωμένος ο λαός να αντιμετωπίσει τον εισβολέα. Οι καρέκλες, όμως, μετρούσαν περισσότερο από τον κίνδυνο. Η πρότασή του απορρίφθηκε. Μάνιασε. Ανέβηκε στο βήμα της Βουλής κι ανήγγειλε ότι θα μαζέψει 10.000 οπλοφόρους, θα αφήσει το Ναύπλιο και θα κατευθυνθεί προς την Τριπολιτσά και εν συνεχεία προς τη Μεσσηνία με σκοπό να αναμετρηθεί με τη στρατιά του Ιμπραήμ, η οποία ήταν εκπαιδευμένη από Γάλλους αξιωματικούς που είχαν πλούσια στρατιωτική εμπειρία από τους ναπολεόντειους πολέμους. Κι όπως χαρακτηριστικά δήλωσε, ή θα πεθάνει ή θα νικήσει. Αν όμως, τα κατάφερνε, υποσχέθηκε να γυρίσει με τον στρατό του και να απελευθερώσει ο ίδιος τους φυλακισμένους. Ο Παπαφλέσσας έδειξε όλο του το μεγαλείο κι εγκαταλείποντας τα αξιώματα, ανέλαβε ο ίδιος ν’ ανακόψει την προέλαση του Ιμπραήμ, μεταβαίνοντας στο Μανιάκι, στις 16 Μαΐου 1825. Η πράξη του αυτή ήρθε σαν επιστέγασμα της όλης μεγάλης προσφοράς του στον Αγώνα. Πίσω απ’ αυτή την πράξη του όμως, υπήρχε και πολιτικό κίνητρο. Ήλπιζε πως με μια ενδεχόμενη νίκη, θα αποκτούσε πολιτική δύναμη, τέτοια έτσι ώστε να ανατρέψει την κυβέρνηση Κουντουριώτη και να σχηματίσει μια κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας.

Η μάχη στο Μανιάκι
Γλαφυρότατη είναι η αφήγηση αυτών που προηγήθηκαν κι αυτών που επακολούθησαν της ηρωικής μάχης, μέσα από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου (πρώτου υπασπιστού του Κολοκοτρώνη):

Ο Παπαφλέσσας από τ’ Ανάπλι τράβηξε για την Τριπολιτσά και μέσα στις τρεις μονάχα μέρες που έμεινε σ’ αυτή σχημάτισε τον πυρήνα του εκστρατευτικού του σώματος. Στις εκκλήσεις που έκανε πρόστρεξαν καπεταναίοι κι αγωνιστές από την Αργολίδα, το Λεβίδι, τις Κερασιές κι από τον κάμπο της Τριπολιτσάς. Ήταν ίσαμε εφτακόσιοι.
από την Τριπολιτσά πήγε στο Λεοντάρι, όπου έσμιξαν μαζί του ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας, μ’ εκατόν πενήντα παλικάρια, ο Αναστάσης Κουμουνδούρος, ο Παναγιώτης Μπούρας, ο Αδαμάκης Αποστολόπουλος κι ο Αναστάσης Κουλοχέρας με τους νταϊφάδες τους. Ύστερα από δύο μέρες έφτασε στους Λάκκους. Εκεί δυνάμωσαν το στράτευμά του ο Γιώργης Μπούτος από το Μελιγαλά κι ο Καρακίτσος από το Κατσαρό. Κίνησε για τη Φρουτζάλα. Σ’ αυτή συναντήθηκε με τους άοπλους αγωνιστές του Νιόκαστρου και με τον Μανιάτη Μούρτζινο. Ο τελευταίος, αν και φίλος του, αρνήθηκε να τον βοηθήσει όπως μια ανεψιά του Παπαφλέσσα, η κόρη του Νικήτα, είχε παντρευτεί έναν από τους θανάσιμους τοπικούς εχθρούς του, τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βρισκόταν στο χωριό Κουφάρι της Μεσσηνίας, κατάκοιτος από ποδάγρα. Σαν έμαθε πως έρχεται με στράτευμα ο Παπαφλέσσας του έγραψε θερμό γράμμα, όπου σ’ αυτό του έλεγε πως ο Ιμπραήμ «είναι άλλος Ναπολέων ή Πύρρος της Ηπείρου, και τέλος, ότι είναι ανάγκη να δυνηθεί κατά πρώτον να τον πολεμήσει, εί δε μή τετέλεσται, το έθνος χάνεται».

Μαθαίνει πως ή κυβέρνηση αποφάσισε ν’ αμνηστέψει τους φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στις 14 του Μάη, και γράφει συστήνοντας να τους βγάλουν χωρίς το παραμικρό χασομέρι, και ξέχωρα τον Κολοκοτρώνη, που έπρεπε να του δοθεί αμέσως η αρχιστρατηγία.
από τη Φρουτζάλα τραβά στη Δραίνα, ίσαμε εφτά ώρες δρόμο. Εκεί παίρνει γράμμα από τον αδερφό του Νικήτα όπου σ’ αυτό του έλεγε πως δεν έπρεπε, πριν συγκεντρώσει όσες πιότερες δυνάμεις μπορούσε, να περάσει τα Κοντοβούνια, μα να κράταγε τις ορεινές θέσεις στα βουνά της Καλαμάτας για να ‘χει έτσι πίσω του ανοιχτό δρόμο προς τη Μάνη. Ό Παπαφλέσσας του αποκρίνεται:
«Νικήτα,
Έλαβα την επιστολήν σου και εις απάντησιν σου λέγω ότι δεν είμαι σαν και σε και σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σε ράχη στους Αηλιάδες.
Εγώ άπαξ ωρκίσθην vα χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδoς, και αυτή είναι ή ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεόν πρώτη μπάλα τoυ Ίμβραημ να με πάρει εις το κεφάλι, διότι σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομόν σας και ‘σεις μου γράφετε κoυρoυφέξαλα.
Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα την να την διαβάζεις καμία φορά να με θυμάσαι και να κλαις.

Παπαφλέσσας»

Είναι φανερό, από το γράμμα αυτό, πως ο Παπαφλέσσας είχε συνείδηση πως τράβαγε στο χαμό του.
Ο στρατός του ανέβαινε τώρα σε 1500 άντρες. Δύναμη βέβαια ολότελα ασήμαντη για ν’ αντιβγεί στ’ ασκέρι του Ιμπραήμ. Μα να, παίρνει ευχάριστες ειδήσεις: από τον Δημήτρη Πλαπούτα από τον Αετό πως έρχεται να τον συντρέξει με 1600 νοματαίους από τους καπεταναίους της Αρκαδίας, από το χωριό Μάλι, εφτά ώρες δρόμο από τη Δραϊνα, πως βρίσκονταν εκεί με 2000 αγωνιστές από τον αδερφό του Νικήτα πως έφτασε στη Φρουτζάλα κι ερχόταν με 700 νοματαίους κι από τον Ηλία Κατσάκο από την Καλαμάτα πως είχε κάτω από τις προσταγές του 1000 πολεμιστές. Όλoι μαζί ίσαμε πέντε χιλιάδες. Όσo κι αν τους αριθμούς αυτούς τους λογαριάσουμε παραφουσκωμένους, στεκόταν σημαντική επικουρία, όπως τα στρατεύματα κι εμπειροπόλεμα ήταν και είχαν και άξιους αρχηγούς. Τι θα έπρεπε λοιπόν να κάνει ο Παπαφλέσσας; O,τι θα έκανε κι όποιος άλλος πολεμάρχης να καρτερέψει στα ορεινά τις δυνάμεις αυτές που ερχόταν σε βοήθειά του. Κι όμως έπραξε τ’ αντίθετο. Μόλις έμαθε πως ξεκίνησε από το Ναβαρίνο ο Ιμπραήμ, ρωτά «τους εντοπίους ποίος τόπος, βουνόν ή χωρίον είναι ύψηλόν ώστε να βλέπει το Νεόκαστρον και όλοι του είπαν, ότι είναι Παιδεμένου και Μανιάκι».
Δίχως να χάσει στιγμή φεύγει στις 18 του Μάη από τη Δραίνα και φτάνει, δύο ώρες πριν από το ηλιοβασίλεμα, στο Μανιάκι.

Η «Λεωνίδειος μάχη»
Τη στιγμή που ο Παπαφλέσσας ετοιμαζόταν να φύγει από τη Δραίνα φτάνουν σε βοήθειά του ο Ηλίας Κέρμας με 120 Κοντοβουνίσιους, ο Θανασούλας Καπετανάκης με 80, ο Π. Κεφάλας με 20, ο Πιέρος Βοϊδής κι ο Τσαλαφατίνος με 120 Μανιάτες, ο Στ. Καπετανάκης με 20, ο Λίβας, ο Μπιτσιάνης κι ο αδερφός του Γιώργης Δικαίος με 80. Έτσι όταν έφτασε στο Μανιάκι ο Παπαφλέσσας είχε μαζί του ίσαμε δύο χιλιάδες άντρες.
Την άλλη μέρα το πρωί έταξε καραούλια στο βουνό Μαμλαβά, πάνω από το χωριό Βλαχόπουλο, απ’ όπου βλέπανε όλο τον κάμπο και προς το Ναβαρίνο. Έπειτα κοίταξε με τους άλλους καπεταναίους τις θέσεις, λίγο πιο ψηλά από το χωριό Μανιάκι, όπου λογάριαζε να ταμπουρωθούν για ν’ αντικρούσουν τον εχθρό. Κατά το δειλινό τα καραούλια κάνανε σημεία πώς ο στρατός του Ιμπραήμ φάνηκε και τράβαγε για τα Χίλια Χωριά. Ο Παπαφλέσσας τότε πρόσταξε ν’ ανάψουν όσες μπορούσαν πιότερες φωτιές για να νομίσει ο εχθρός πώς δυνατό και πολυάριθμο ήταν το στρατόπεδό μας. Πραγματικά ο Ιμπραήμ σταμάτησε και πέρασε τη νύχτα στα Χίλια Χωριά.

Την άλλη μέρα το πρωί, 20 του Μάη, οι δικοί μας άρχισαν να φτιάνουν τρία ταμπούρια. Το πρώτο, το πιο βορινό, θα το έπιανε ο Παπαφλέσσας, το δεύτερο ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας και το τρίτο, το πιο νότιο, ο Πιέρος Βοϊδής με τους Μανιάτες. Ο τόπος όπου έγιναν τα οχυρώματα ταύτα ήσαν πλάγια, και όχι ράχες, ούτε κορυφή, «δια να εμποδίσουν τον έχθρον νά μη συγκεντρούται εκ των όπισθεν», και ήταν ακόμα πιο δυσκολο-υπεράσπιστα όπως ή απόσταση ανάμεσα στα ταμπούρια και στα μέρη που μπορούσε να προστατευτεί ο εχθρός στεκόταν μικρή κι έτσι οι δικοί μας «δεν είχον ουδέ τον άπαιτούμενον χρόνον νά γεμίζουν δις και τρις τα όπλα των».

Κάνει συμβούλιο. Ο ανιψιός του Ηλίας Φλέσσας και ο φίλος του Παναγιώτης Κεφάλας, τον συμβουλεύουν να πιάσουνε ψηλότερα στο βουνό απάνω, που έχουνε ήδη σταθεί οι περισσότεροι απ’ τους άντρες του. Η πρόταση αυτή, που ήταν δείγμα φόβου κι όχι στρατηγικής τακτικής φέρνει την αντίδραση του Παπαφλέσσα:
«Εγώ δεν ήρθα εδώ για να μετρήσω τον στρατό του Ιμπραήμ απ’ τα ψηλώματα. Πρέπει οπωσδήποτε να τον κρατήσω εδώ, στο Μανιάκι, διότι μόνο έτσι θα γλυτώσει ο Μοριάς. Καθίστε όλοι εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες».
Ήταν η πρώτη φορά που τους μίλησε για θάνατο. Η ελπίδα της πραγματικής στρατιωτικής νίκης, είχε σβήσει μέσα του…

Έπειτα από δυο ώρες που βγήκε ο ήλιος τ’ ασκέρι του Ιμπραήμ έφτασε στο βουνό πάνω από το χωριό Σκάρμιγκα, μισή ώρα δρόμο από τα ταμπούρια μας. «Αφού οι Έλληνες είδαν το πολυπληθές στράτευμα των Τούρκων, το οποίον έσκέπασεν όλον τον τόπον, όσον βλέπει το μάτι του άνθρώπου, ενταύθα άρχισαν νά μουρμουρίζουν και κάποιος είπεν ότι:
-Έχετε άλoγoν καβαλάτε ύστερον και φεύγετε !…»
Τ’ ακούει ο Παπαφλέσσας κι αμέσως φωνάζει τον γραμματικό του Τισαμενό και τον προστάζει να πάρει τ’ άλογά του κι όλους τους ψυχογιούς του εξόν από τον Μιχάλη Σταϊκόπουλο και να πάει στην αντικρινή ράχη. Μα να, κάμποσοι στρατιώτες, λογαριάζοντας πώς ήταν χαμένοι αν έμεναν στα πόστα που κράταγαν, πέφτουν στο Κρυόρεμα κι αρχίζουν να λακάνε. Το σκάζει τότε, μ’ όλους τους δικούς του, κι ο Σταυριανός Καπετανάκης. «Τούτον δε βλέποντες και άλλοι φεύγοντα παρεκινήθησαν και αυτοί και εδόθησαν εις φυγήν δια του αυτού ρεύματος. Έφυγαν δε υπέρ τους χιλίους».

Μόλις πρόλαβαν να ξεφύγουν και κινήθηκε ή καβαλαρία του Ιμπραήμ. Μπήκε, από τα δεξιά, στο ρέμα και προχώρησε πέρα από το ταμπούρι πού κράταγε ο Παπαφλέσσας. Από τ’ αριστερά χωρίστηκε σε δύο κολόνες. Εκείνη πού τράβηξε πιο δυτικά είχε σκοπό να εμποδίσει τυχόν επικουρίες που θα ‘φταναν. Οι δικοί μας βρίσκονταν πια κυκλωμένοι. Ο Παπαφλέσσας όμως «νόμισε τούτο μεγάλον ευτύχημα, δια να συνέλθουν όλοι ομού οι Έλληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικότερα, και να μη λιποτακτούv».

Διατάζει να μετρήσουν πόσοι είχαν απομείνει και βρίσκονται λιγότεροι από χίλιοι. Καθώς ήταν συναγμένοι τούς βγάζει φλογερό λόγο θυμίζοντάς τους τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα, στα Βέρβενα και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη.
«Όπου να ‘ναι φτάνουν, δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σε βοήθειά μας ο Πλαπούτας κι όλοι οι Αρκαδινοί, ο αδερφός μου Νικήτας, ο Κατσάκος κι άλλοι Μανιάτες. Σε μια ώρα θάναι εδώ. Θα τριγυρίσουν τ’ ασκέρι του Ιμπραήμ και θα το χτυπάνε από τις πλάτες. Αδέρφια! ή πατρίδα καρτεράει από μας να δοξαστεί ξανά από τη νίκη μας!».

Μα πριν καλά-καλά τελειώσει την ομιλία του, μερικοί από τούς καπεταναίους «ιδόντες τον προφανή κίνδυνον» παρακινούσαν τον ανεψιό του Δημήτρη να του πει να κάνουνε γιουρούσι και διασπώντας τις γραμμές της εχθρικής καβαλαρίας να γλιτώσουν όσοι τούς ευνοήσει ή τύχη. «Κανείς», όμως, «δεν ετόλμα να του εκστόμιση τοιούτον τι κατά πρόσωπον».

Τον σιμώνουν τέλος ο Κεφάλας κι ο παπα-Γιώργης, γνωστοί και οι δύο για την παλικαριά τους, και του λένε, από μέρος όλων των καπεταναίων, πως αυτή στεκόταν ή τελευταία τους ευκαιρία να σωθούν. Τότε ο Παπαφλέσσας αποκρίνεται στον Κεφάλα:
– Έχασα τις ελπίδες που στήριζα πάνω σου. Και μαζί μ’ αυτές και την υπόληψη που είχα για σένα.
Έπειτα γυρνά, πιάνει τον παπα-Γιώργη από τα γένια και τραβώντας τα του λέει:
– Μου τα ντρόπιασες, παπα-Γιώργη!
Σταματά μια στιγμή και ύστερα του ξαναλέγει:
– Που να πάμε να φύγουμε; Έχουμε τακτικό στράτευμα όπου, όταν θα βγει από τα ταμπούρια, θ’ αποτραβηχτεί με τάξη πολεμώντας; Δεν ξέρεις τάχα πως οι άτακτοι άμα βγουν από τα ταμπούρια σκορπίζουν κι ο καθένας παίρνει δικό του δρόμο; Τότε πέντε καβαλαραίοι του Ιμπραήμ θα μας σφάξουν όλους. Και θ’ ακολουθήσει μεγάλο κακό για το έθνος όπως θα ψυχωθούν οι εχθροί και θα δειλιάσουν οι δικοί μας. Τι φοβάσαι, Παπαγιώργη; Εσύ ξέρεις τα γράμματα που έγραψα και πήρα. Σε ρωτώ, έχεις αμφιβολίες πως μέσα σε δύο ώρες πέντε χιλιάδες δικοί μας δε θα χτυπάνε απέξω τον Ιμπραήμ; Ακόμα κι άλλοι να μην έρθουν ο Πλαπούτας δε θα λείψει. Είμαι βέβαιος πως θα νικήσουμε. Aν όμως, ο μη γένοιτο, νικηθούμε, θ’ αδυνατίσουμε τη δύναμη του εχθρού και ή ιστορία θα ονομάσει τούτον τον πόλεμο Λεωνίδειον μάχην, παπα-Γιώργη!

Ίσως ή τελευταία αυτή φράση να κρύβει όλο το μυστικό της υποσυνείδητης παρόρμησής του ν’ αντιμετωπίσει, κάτω από τόσο απελπιστικές συνθήκες, τον εχθρό. Έταξε στον εαυτό του να νικήσει ή να πεθάνει. Η Ρούμελη είχε το «νέο Λεωνίδα της», τον Αθανάσιο Διάκο, που κάτω από παρόμοιες συνθήκες δεν πισωδρόμησε στην Αλαμάνα. Τώρα, στο πρόσωπο τούτον Παπαφλέσσα, θ’ αποχτούσε στο Μανιάκι κι ο Μοριάς τον Λεωνίδα του.
Όταν έπαψε να μιλάει ο Παπαφλέσσας, ο Μανιάτης Βοϊδής είπε τα αξιομνημόνευτα τούτα λόγια: «Πάμε στα ταμπούρια μας κι όποιος θα μείνει γιαμά, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια!…»

Και τράβηξαν στα ταμπούρια τους ξέροντας πως το μόνο που τους απόμενε ήταν να θυσιαστούν. Μόλις πρόλαβαν να φτάσουν σ’ αυτά κι ο Ιμπραήμ ξαπολά την επίθεσή του. Τα τάγματα τούτον τακτικού στρατού του προχωρούσαν χωρίς να λογαριάζουν το θάνατο που σκόρπιζαν τα καριοφίλια των Ελλήνων. Ο Παπαφλέσσας, καθώς είπαμε, κράταγε το βορινό ταμπούρι «το μάλλον αδύνατον και επικίνδυνον». Φορώντας την περικεφαλαία του στεκόταν όρθιος πάνω σε μια πέτρα πιο ψηλή από τις άλλες, που «είχε προσέτι και μίαν μικράν αχράδα (γκορτζούλα), από εκεί διεύθυνε τον αγώνα, δίνοντας με το παράδειγμά του θάρρος στους δικούς μας. Δίπλα του στεκόταν ο νεαρός Γάλλος εθελοντής που, είχε κατέβει πριν από λίγο καιρό στην Ελλάδα μαζί με τον στρατηγό Ρος. Καμία βέβαια ευγνωμοσύνη δεν τρέφει ή πατρίδα μας για το στρατηγό Ρος. Αντίθετα όμως με σεβασμό μνημονεύει τον ανώνυμο νεαρό Γάλλο, που πολεμώντας παλικαρίσια βρήκε το θάνατο κείνη τη μέρα δίπλα στον Παπαφλέσσα.

Το μεσημέρι κάλεσαν οι σάλπιγγες του εχθρού τον αιγυπτιακό στρατό να πάψει την επίθεσή του και ν’ αποσυρθεί για να κολατσίσει. Όσο που «οι νεροκουβαλητάδες επήγαινον και ηρχοντο δίδοντες νερόν εις τους διψώντας στρατιώτας», οι καπεταναίοι μας τρέξανε να βρούνε τον Παπαφλέσσα.
– Καλό είναι, να φύγουμε τώρα που οι Τούρκοι ξαποσταίνουν και τρώνε ψωμί. Να τραβήξουμε κατά την Αγιά, γιατί, καθώς θαχουμε βοηθό το βουνό, οι καβαλαραίoι τους λίγους θα σκοτώσουνε. Το πολύ θα φάνε πενήντα ως εκατό από μας, μα οι άλλοι θα σωθούνε και θα σώσουμε κι εσένα για να φανείς, σ’ άλλη περίσταση, χρήσιμος στην πατρίδα.
Ο Παπαφλέσσας τους αποκρίθηκε:
– Εγώ σας είπα και πρώτα και τώρα σας το λέγω τη φευγάλα να μην τη βάζετε διόλου στο νου σας, γιατί εμείς χανόμαστε άδικα αν πέσουμε πάνω στη φωτιά του εχθρού. Όχι, δε θα παραδώσω τους Έλληνες μόνος μου στ’ αδιάκοπο ντουφέκι του τακτικού! Έπειτα εμείς καρτεράμε τη βοήθεια πού, καθώς γνωρίζετε, θα φτάσει ώρα την ώρα. Παγαίνετε τώρα στα πόστα σας!

Γύρισαν στα ταμπούρια τους και σε λίγο εξαπολύθηκε το γενικό γιουρούσι του εχθρού. Δυο φορές έφτασαν ίσαμε τις θέσεις που κράταγαν οι Έλληνες, μ’ αναγκάστηκαν να πισωδρομήσουν. Κι ενώ ετοιμάζονταν να ξεχυθούν σε τρίτο γιουρούσι, ακούστηκε βορινά μια μπαταρία. Ήταν ο Πλαπούτας που έφτανε με χίλια πεντακόσια παλικάρια. Ο Ιμπραήμ τότε, γυρεύοντας να προλάβει τη βοήθεια που ερχόταν, ρίχνει όλες του τις δυνάμεις πάνω στους δικούς μας. Οι εχθροί πάτησαν πρώτο το ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Ο ανεψιός του Δημήτρης παρατάει το πόστο του και τρέχει να βοηθήσει το θείο του. Τον βλέπει ο Παπαφλέσσας και τον προστάζει να γυρίσει πίσω και να υπερασπιστεί τη δική του θέση. Μα όταν έφτασε σ’ αυτή βρήκε να την έχουν πατήσει οι εχθροί. «Εκεί κτυπών και κτυπούμενος υπό πολλών Τούρκων εχάθη και αυτός και οι στρατιώται του».

Στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα ανακατώθηκαν Τούρκοι κι Έλληνες και γίνηκαν όλοι ένα. Όπως οι εχθροί φόραγαν κόκκινες στολές, «ο τόπος όλος εκοκκίνισεν από αυτές κι από τα αίματα». Ο σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ο Δημήτρης από τη Χίο, για να μην πέσει η σημαία στα χέρια του εχθρού την σκίζει, τη χώνει στο στήθος του, σπάζει και το σταυρό του κονταριού και τον βάζει στο σελάχι του, και με το σπαθί στο χέρι σαν αστραπή χιμά πάνω στο τούρκικο ασκέρι και φεύγει. «Ή παλικαριά του είναι αμίμητος», γράφει ο Φωτάκος.

Τελευταίο έπεσε το ταμπούρι του Πιέρου Βοϊδη, που κράταγαν οι Μανιάτες, καθώς ήταν το πιο δυνατό απ’ όλα. Όσοι από τους δικούς μας απόμεναν ακόμα ζωντανοί ρίχνονται μέσα στο ρέμα και κάνουνε να φύγουν κατά την Ανδρούσα. Τίποτ’ άλλο δεν ακουγόταν πια «από τα λιανίσματα των σπαθιών και των γιαταγανιών».
Στην έξοδο της ρεματιάς ένα τάγμα του εχθρού καρτέραγε τους εκατόν πενήντα δικούς μας που ήταν ακόμα ζωντανοί. Δεν τους απόμενε παρά ν’ ανοίξουν δρόμο με το σπαθί στο χέρι. Το κατόρθωσαν μα οι πιότεροι απόμειναν για πάντα εκεί. Σιγά σιγά σκόρπαγε ο καπνός της μάχης. Οι νικητές τότε βάλθηκαν να σκυλεύουν τους σκοτωμένους. Ύστερα άρχισαν να κόβουν τ’ αυτιά τους, να τα πάνε στον Ιμπραήμ να πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξύ των ποίος από αυτούς να έχει περισσότερα».

Το φιλί του Ιμπραήμ
Κατέβηκε τέλος κι ο Ιμπραήμ στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Αφού έκανε ντουάδες στον Αλλάχ για τη νίκη, πρόσταξε το στρατό του να ρίξει τρεις νικητήριες μπαταριές. Μετά παράγγειλε να του φέρουν το κουφάρι του Παπαφλέσσα. Βρήκαν το ακέφαλο κορμί του. Δίπλα του κείτονταν νεκρός ο νεαρός Γάλλος κι ολόγυρα πλήθος τα κουφάρια των εχθρών. Λίγο πιο πέρα πέτυχαν και το κεφάλι τούτον ήρωα. Το έφεραν στον Ιμπραήμ τους είπε να χώσουν στη γη ένα ψηλό παλούκι και να στήσουν όρθιο τον σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ’ αυτό. Ύστερα στερέωσαν στο κορμί και το κεφάλι, αφού πριν πλύνανε τα αίματα από τα γένια του. Τότε «ο νεκρός εφαίνετο ως να ήτο ζωντανός»
Ο Ιμπραήμ, αφού «ακίνητος κι άφωνος τον παρετήρησεν ολίγον», θαυμάζοντας το επιβλητικό του παράστημα,γυρνά και λέει αυθόρμητα στους αξιωματικούς του:
«Πραγματικά, στάθηκε ένας ικανός και γενναίος άνθρωπος. Και καλύτερο θα ήταν, κι ας παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, να τον πιάναμε ζωντανό, γιατί πολύ θα μας χρησίμευε». Και συνέχισε «Εάν η Ελλάδα είχε κι άλλους σαν τον Παπαφλέσσαν δεν θα μπορούσα ν’ αναλάβω αυτήν την εκστρατείαν».
Έπειτα, σύμφωνα με λαϊκές αφηγήσεις, έμεινε πολλή ώρα να κοιτά τον νεκρό Παπαφλέσσα του και κάποια στιγμή, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και τον φίλησε στο μέτωπο, αναγνωρίζοντας έτσι εμπράκτως την γενναιότητα του Παπαφλέσσα και θέλοντας έτσι να τιμήσει τον άξιο αντίπαλό του.

Η Λεωνίδειος μάχη είχε τελειώσει. Το Μανιάκι πήρε τη θέση του, στις σελίδες της Ιστορίας μας, δίπλα στις Θερμοπύλες και στην Αλαμάνα.
Τώρα, ανατολικά από το χωριό Μανιάκι, στο ξωκλήσι «Aγιά Ανάσταση», βρίσκονται τα κόκαλα εκείνων που πέσανε σε τούτη τη μάχη, θυμίζοντας, σ’ εμάς τους μεταγεγέστερους, πως ή λευτεριά μας, καθώς λέει στον εθνικό μας ύμνο ο Σολωμός, είναι «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα Ιερά»…
Με τον ηρωικό του θάνατο, επισφράγισε την ανεκτίμητη προσφορά του στην πατρίδα ο αγνός πατριώτης, ο ενθουσιώδης αγωνιστής, ο Παπαφλέσσας.

Εν τω μεταξύ η ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από λαϊκή απαίτηση, είχε χορηγήσει γενική αμνηστία στους Πελοποννήσιους «αντάρτες» (17 Μαΐου 1825), οι οποίοι ωστόσο δεν πρόλαβαν να βοηθήσουν στο Μανιάκι. Εβδομάδες μετά τη μάχη στο Μανιάκι κυκλοφόρησε στο Παρίσι λιθογραφία με φανταστική σύνθεση που απεικονίζει την κορύφωση της σύγκρουσης, στην οποία αναγράφεται η φράση: «Η εν Μανιακίω της Πυλίας μάχη, καθ’ ην ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας, ηρωικώς μαχόμενος, έπεσε ως νέος Λεωνίδας».

Μια αυθεντική μαρτυρία
Ένα κείμενο του πολεμιστή του Μανιακίου Μ. Σταυριανόπουλου που επέζησε αν και τραυματισμένος σοβαρά (τον νόμισαν για νεκρό, γιατί ήταν σκεπασμένος με τα πτώματα των συμπολεμιστών του) και έζησε έως το 1896 χάθηκε δυστυχώς. Σε αναφορές που έγιναν αργότερα από οπλαρχηγούς, πολλοί ισχυρίζονταν ότι έλαβαν μέρος και ότι σώθηκαν από θαύμα αλλά οι ισχυρισμοί τους είναι αμφισβητήσιμοι. Οι ισχυρισμοί φέρεται να έγιναν μόνο και μόνο, γιατί η συμμετοχή σε αυτή την μάχη ήταν τίτλοι τιμής και δόξας για όσους κονταροκτυπήθηκαν με τις ορδές του Ιμπραήμ.

Από το Μανιάκι είναι ιστορικά βέβαιο ότι σώθηκαν κάποιοι που έφυγαν λίγο πριν αρχίσει η μάχη και μάλιστα αρκετοί οπλαρχηγοί. Για να μετριάσουν τις εντυπώσεις που δημιούργησε η λιποταξία τους, αργότερα διέδιδαν ότι έλαβαν μέρος, και έδιναν φανταστικές περιγραφές. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, υπάρχει μία αναφορά αγωνιστή από την Κυπαρισσία που υπογράφει με το ψευδώνυμο Κυπαρίσσιος την οποία υποβάλλει στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και με την οποία ζητούσε υλική βοήθεια για να ζήσει την οικογένεια του, η οποία ήταν σε άθλια οικονομική κατάσταση. Η αναφορά είναι ολιγόλογη αλλά πολύ περιγραφική και είχε συνταχθεί από κάποιον που γνώριζε ανάγνωση και γραφή. Θεωρείται έγκυρη γιατί γράφτηκε βάσει αφηγήσεως του ακρωτηριασμένου αγωνιστή που χωρίς πόδια έφθασε στο Πόρο για να την επιδώσει.

Η αναφορά έχει ως εξής:

«Εξοχώτατε Κυβερνήτα της Ελλάδος

Ίδετε την αθλιότητα εις την οποία κατήντησα διά την πατρίδα.Αφού επολέμησα εις διάφορα μέρη της Πελοποννήσου με τα στρατεύματα τα Αρκάδια έτη πέντε, τέλος ευρέθην και εις την μάχην την γενομένην ανά μέσον Σαπρίκης και Μανιάκης ομόρων χωρίων Αρκαδίας και Νεοκάστρου, έν ή έπεσεν ο αοίδημος Γρηγόριος Δικαίος ο Φλέσσας. Έν ώ Κυβερνήτα είμεθα τρείς χιλιάδες τον αριθμόν εις την θέσιν εκείνην, Έλληνες οι περισσότεροι, ιδόντες το σμήνος των πολεμίων έφυγον, εμείναμεν επτακόσιοι περίπου στρατιώται, διήρκεσε δε η μάχη ώρας δέκα.

Έκ των επτακοσίων δε, μόλις εύρον οι πολέμιοι εξήκοντα ζωντανούς μέν, αλλά πληγωμένους απήγον εις το Νεόκαστρον, ένθα όσους έκ των εξήκοντα εγνώρισαν ότι ήσαν εκ των εν Ναυαρίνοις ηττηθέντων, τούτους ακρωτηρίασαν κατά διάφορα μέλη.

Ηκρωτηρίασαν δε και εμέ κατά τους πόδας και τρόπω άσπλαχνο, ως ο μάγειρος όταν κόπτη το κρέας αλύπως όταν θέλη να κάμη λεπτόν ψητόν. Και έκτοτε άχρι του εμπρησμού του εχθρικού στόλου περιφερόμην εις Νεόκαστρον ένθα κακείτε ελεεινώς.

Αφανισθέντος δε του στόλου έγινε σύγχυσις, έλαβα καιρόν και έφυγα με αυτά τα ποδάρια. Διασωθείς δε εύρον τρία μου τέκνα αιχμαλωτισμένα, και τα άλλα εις αθλίαν κατάστασιν, ώστε οι άθλιοι παρ΄αθλιωτάτου προσδοκώσι κηδεμονίαν. Εις τοιαύτην λοιπόν κατάστασιν ευρισκόμενος προτρέχω προς Σε, τον κοινόν πατέρα, όστις ενεμπιστεύθης την ολικήν παρακαταθήκην του Έθνους, να δείξης προς την ταλαίπωρον οικογενειά μου την πατρική σου κηδεμονία, ήτις παρ΄αξίαν στερουμένη του επιούσιου άρτου επαιτεί.

Υποσημειούμαι δε με σέβας τα΄οφειλόμενον

Τη 5 Μαρτίου 1828 Ο Ευπειθής και τεθλιμμένος πολίτης

Εν Πόρω Γιώργης Αρκαδινός

( Γ.Α.Κ. Γεν.Γραμμ. φακ. 25 )»

Μοιρολόι για το Μανιάκι

Κει στο Μανιάκι κείτονται όλοι οι Καπεταναίοι.
Ο Παπαφλέσσας, ο Κορμάς και ο Μαυρομιχάλης.
Μπιτσάνης από την Πολιανή, μαζί με τον Κεφάλα.
Στρώμα έχουνε την μαύρη Γη, προσκέφαλο μια πέτρα,
και από πάνω σκέπασμα του φεγγαριού την λάμψη.

Η τελευταία υπογραφή του Παπαφλέσσα

IMG_6649
http://www.pare-dose.net/2686
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Παπαφλέσσας:"
Related Posts with Thumbnails