Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Εκείνους τους υπέροχους Έλληνες και τις οικογένειές τους υπηρετούσε !!!

ΙΜΙΑ-Η εικόνα της Ελλάδας που ήταν έτοιμη για όλα,όπως την έζησε ένας αξιωματικός

Ημέρα μνήμης ... ΙΜΙΑ

Αφιερωμένο εξαιρετικά στη μνήμη των μελών του πληρώματος του ελικοπτέρου του Πολεμικού μας Ναυτικού (Σημαιοφόρος Έκτορας Γιαλοψός και Αρχικελευστές Χριστόδουλος Καραθανάσης και Παναγιώτης Βλαχάκος), που χάθηκαν εκείνη τη νύκτα κατά την εκτέλεση του καθήκοντος, και στα χιλιάδες Ελληνόπουλα που, ενώ ήταν έτοιμα στις επάλξεις για την ύψιστη θυσία, έμειναν με το ερώτημα «Γιατί κάναμε έτσι πίσω ; Πολεμήσαμε και νικηθήκαμε ;».


Η χειμωνιάτικη νύχτα της 30 προς 31 Ιαν 1996 ήταν διαβολεμένη … Το κρύο ήταν τσουχτερό και ο δυνατός βοριάς μαστίγωνε με το ψιλόβροχο τους «τυχερούς» που έβρισκε στο δρόμο του. Και ήταν πολλοί …

Η Μονάδα, όπως και όλες οι άλλες Μονάδες του ακριτικού μας νησιού, από νωρίς το απόγευμα ήταν σε ετοιμότητα για άμεση εκκένωση του Στρατοπέδου και επάνδρωση του τομέα ευθύνης της. Κοντά στα μεσάνυχτα η διαταγή που ήλθε με κωδικοποιημένο σήμα ήταν λιτή και κοφτή σαν τα αστροπελέκια που έφερνε μαζί της η καταιγίδα :

«Η Μονάδα να έχει ετοιμότητα με το πρώτο φώς για Άμυνα επί της τοποθεσίας της βάσει σχεδίων.».

Ο Διοικητής διάβαζε σιωπηλός το σήμα, ενώ οι Αξιωματικοί του περίμεναν με κομμένη την ανάσα.

Μία βαθειά αναπνοή και μία αποφασιστική φράση : «Ήρθε η ώρα. Φύγαμε !».

Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο … Το προσωπικό της Μονάδας, καλά εκπαιδευμένο και προετοιμασμένο για την ώρα αυτή, ξεχύθηκε από το Στρατόπεδο προς τις ακτές για να καταλάβει τις θέσεις μάχης και να προετοιμαστεί για να εκτελέσει την αποστολή του. Και ο τελευταίος στρατιώτης ήξερε καλά τι έπρεπε να κάνει. Πίσω έμεινε μόνο ο Υποδιοικητής της Μονάδας με 2-3 στρατιώτες, για την κατάταξη των ντόπιων εφέδρων, που ήδη είχαν αρχίσει να έρχονται, έτοιμοι για όλα

Ήξεραν όλοι καλά ότι η νύχτα θα ήταν μακριά, επειδή σε λίγες ώρες θα έπρεπε να κάνουν όσα προβλεπόταν από τα επιχειρησιακά σχέδια να γίνουν σε 3-4 μέρες. Και ο παλιόκαιρος δεν βοηθούσε καθόλου.

Η προσπάθεια ήταν τιτάνια από όλους. Όλοι είχαν πάρει προσωπικά την υπόθεση Ο χρόνος σμικρύνθηκε σε απίστευτο βαθμό και τα πάντα υλοποιούνταν με μία ομαδική εργασία πρωτόγνωρης αποτελεσματικότητας. Οι άσχημες καιρικές συνθήκες δεν είχαν καμία σημασία.

Και ο Διοικητής ; Ένοιωθε πως είχε έλθει και η δική του ώρα. Και ο Σταθμός Διοικήσεως της Μονάδας δεν τον χωρούσε ... Έπρεπε να βρεθεί μπροστά στην ακτή, κοντά στους άντρες του. Άφησε στο πόδι του τον Λοχαγό του Λόχου Διοικήσεως, πήρε μαζί του ένα αυτόματο (έτσι να βρίσκεται, γιατί ένα πιστόλι τι να σου κάνει), ανέβηκε στο τζιπ και έφυγε …

Ξεκινώντας, ούτε που φανταζόταν το μεγαλείο που θα συναντούσε στο δρόμο του και πόσο αυτό το μεγαλείο θα τον σημάδευε για την υπόλοιπη ζωή του !!!

Η αρχή είχε ήδη γίνει, όταν φεύγοντας από το Στρατόπεδο για τον Σταθμό Διοικήσεως διασταυρώθηκε με μερικούς χωριανούς εφέδρους που πήγαιναν βιαστικοί να καταταγούν. Τον χαιρέτησαν με αστεία λέγοντας «εδώ είμαστε κι εμείς».

Πιο κάτω ήταν οι αποθήκες πυρομαχικών, που έπρεπε να εκκενωθούν και τα πυρομαχικά να προωθηθούν ταχύτατα στις θέσεις μάχης. Ήταν η πρώτη προτεραιότητα και η μεγάλη ανησυχία του Διοικητή.

Και τι βλέπει μόλις φθάνει εκεί !!! Οι δύο αποθηκάριοι, γυμνοί από τη μέση και πάνω και καταϊδρωμένοι μέσα στον διαβολόκαιρο, να φορτώνουν πυρομαχικά με μία απίστευτη και πεισματώδη ταχύτητα, βοηθούμενοι όχι μόνο από τον οδηγό και τον συνοδηγό του συγκεκριμένου οχήματος, αλλά και των άλλων οχημάτων που κατέφθαναν διαδοχικά για φόρτωση. Μόνοι τους, χωρίς επίβλεψη Αξιωματικού. Δεν χρειαζόταν άλλωστε. Ο Λοχίας αποθηκάριος ήταν υπεραρκετός και έδινε το παράδειγμα. Και τα οχήματα έφευγαν φορτωμένα με μία απρόσμενη συχνότητα.

Ο Διοικητής δεν πρόλαβε καν να μιλήσει !!! Αντί του τυπικού στρατιωτικού χαιρετισμού, που ήξεραν οι στρατιώτες ότι δεν θα τον συγκινούσε, ειδικά κάτω από τις συνθήκες αυτές, συνέχισαν ακάθεκτοι τη φόρτωση και μόνο ο Λοχίας του χαμογέλασε και του είπε : «Μην ανησυχείτε για μας κύριε Διοικητά ! Εμείς είμαστε καλά και όλα θα γίνουν όπως πρέπει και στην ώρα τους. Κοιτάξτε καλύτερα τι γίνονται τα παιδιά μπροστά, μ’ αυτόν τον παλιόκαιρο που μπλέξαμε !!!».

Χαμογέλασε ικανοποιημένος (και συγκινημένος) ο Διοικητής και συνέχισε το δρόμο του. Πέρασε από όλες τις θέσεις μάχης και είδε όλους τους Αξιωματικούς και τους στρατιώτες του να παλεύουν με πείσμα μέσα στην καταιγίδα, για να είναι έτοιμοι το ξημέρωμα. Και από παντού έπαιρνε το ίδιο μήνυμα : «Εμείς εδώ είμαστε εντάξει κύριε Διοικητά. Πιο κάτω κοιτάξτε να δείτε τι γίνονται !»

Ξημερώνοντας, και πριν επιστρέψει στο Σταθμό Διοικήσεως, πέρασε από το Στρατόπεδο, για να δει την εξέλιξη της επιστράτευσης. Είχε σχεδόν ολοκληρωθεί ! Η προσέλευση των ντόπιων εφέδρων ήταν πολύ παραπάνω από εντυπωσιακή. Πολλοί είχαν φέρει και τα αγροτικά οχήματά τους, μήπως χρειαστούν, όπως του είπαν.

Μπήκε στο Γραφείο του, για να επικοινωνήσει με τον Ταξίαρχο Διοικητή του νησιού, αλλά τον πρόλαβε εκείνος.

Η διαταγή ήταν σύντομη και σαφής : «Η Μονάδα να επιστρέψει το ταχύτερο δυνατόν στο Στρατόπεδό της».

Ο Διοικητής δεν πίστευε στ’ αυτιά του !!! Και άρχισε η επιστροφή …

Σκεπτικός και με ανάμεικτα συναισθήματα, κοιτούσε από το Γραφείο του την πύλη του Στρατοπέδου. Και παρατήρησε ότι οι στρατιώτες που γυρνούσαν, αντί να φαίνονται ανακουφισμένοι που η σύγκρουση, για την οποία ετοιμάζονταν τόσο σκληρά, είχε αποφευχθεί, φαίνονταν απογοητευμένοι και πολλοί ήταν και εκνευρισμένοι.

Πήγε στην πύλη. Και τότε γύρισε ένας στρατιώτης (ένας «μάγκας» Πειραιώτης, μηχανικός αυτοκινήτων και «παιδί της πιάτσας», από τους παραπτωματίες της Μονάδας), τον κοίταξε κατάματα και τον ρώτησε :

«Γιατί, κύριε Διοικητά, γυρίσαμε έτσι πίσω ; Μήπως πολεμήσαμε, νικηθήκαμε και δεν το ξέρουμε ;» …

Ο Διοικητής έμεινε άναυδος !!!

Ήξερε ότι η Μονάδα του ήταν καλά εκπαιδευμένη, ότι το ηθικό των αντρών του ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα και ότι το πνεύμα της Μονάδας του ήταν μοναδικό. Ήταν όλοι μαζί μία φοβερή γροθιά.

Ποτέ δεν πίστευε όμως ότι αυτοί οι άντρες θα τον έκαναν να νοιώσει την ανάγκη να απολογηθεί απέναντί τους, γιατί δεν πολέμησαν !!!.

Συγκέντρωσε τη Μονάδα του και με δάκρυα στα μάτια τους είπε πόσο μεγάλη ήταν γι’ αυτόν η τιμή να διοικεί τέτοιους άντρες. Και μετά προσπάθησε να τους δώσει να καταλάβουν ότι είναι συντεταγμένο στράτευμα μίας δημοκρατικής χώρας, που υπακούει στα κελεύσματα της εκλεγμένης Κυβέρνησης, και ότι τελικά σημασία είχε η αποφασιστικότητά τους να εκτελέσουν το καθήκον τους.

Είναι σίγουρος όμως ότι δεν τους έπεισε. Ήταν φανερό ότι ένα οδυνηρό «Γιατί ;» είχε παραμείνει να αιωρείται αμείλικτο. Το ένοιωθε άλλωστε και ο ίδιος !

Η νύχτα εκείνη σημάδεψε τον Αξιωματικό αυτό. Η συμπεριφορά των αντρών του και τα συναισθήματα που βγήκαν στην επιφάνεια χαράχθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη και στην ψυχή του.

Και χρόνια μετά, απόστρατος πλέον και βλέποντας μέσα από την ωριμότητά του την κατάπτωση των αξιών και τη διάλυση των μηχανισμών της πατρίδας, που έχει προκαλέσει η υστερόβουλη συμπεριφορά των αστράτευτων πολιτικών μας ταγών, συχνά κλονίζεται και σκέπτεται : «Μα καλά, τι ιδέες και ιδανικά και για ποιούς υπηρετούσα μία ζωή ;».

Και τότε η ανάμνηση εκείνης της νύχτας τον στηρίζει και του δίνει την απάντηση :

Εκείνους τους υπέροχους Έλληνες και τις οικογένειές τους υπηρετούσε !!!
Τις ιδέες και τα ιδανικά, που τους έσπρωχναν στη συμπεριφορά εκείνης της νύχτας, υπηρετούσε !!!
Και που είναι και δικές του ιδέες και ιδανικά. Άλλωστε ήταν ένας απ’ αυτούς !!!

Ευστράτιος Ουζούνογλου
Ταξίαρχος ε.α.

http://www.onalert.gr
http://infognomonpolitics.blogspot.com/2012/01/blog-post_394.html#more
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Εκείνους τους υπέροχους Έλληνες και τις οικογένειές τους υπηρετούσε !!!"

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Η προσφορά του Ελληνικού εκστρατευτικού Σώματος στον πόλεμο της Κορέας (1950-1953)

http://www.paraskevi13.com/wp-content/uploads/2011/07/img_05.jpg
Στις 17 Ιουλίου 1953 το Τάγμα του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος Κορέας (ΕΚΣΕ) αποκρούει μια ακόμα ισχυρή κινεζική επίθεση στο ΒΔ τμήμα της Ζουγκάμ-Νι.

Ένα μήνα νωρίτερα, στις 17 και 18 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, το ΕΚΣΕ είχε επιβεβαιώσει την αίγλη του μεταξύ των εκστρατευτικών Σωμάτων των διάφορων κρατών που συμμετείχαν στον πόλεμο όχι μόνο αποκρούοντας τις σφοδρότατες επιθέσεις των Βορειοκορεατών, που επιχειρούσαν την κατάληψη του υψώματος Χάρρυ, αλλά και διασπώντας, στη συνέχεια, την αμυντική γραμμή Γιομίνγκ, εξασφαλίζοντας έτσι μια ακόμα τιμητική διάκριση.



Πρόκειται για τις τελευταίες σκληρές μάχες που έδωσε το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα στη μακρινή Κορέα, λίγες ημέρες πριν υπογραφεί η ανακωχή στις 27 Ιουλίου 1953 και ο πόλεμος πάρει ουσιαστικά τέλος, αφού θεωρητικά δεν έχει λήξει μέχρι τις μέρες μας, καθώς δεν έχει υπογραφεί συνθήκη ειρήνης. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη χερσόνησο της Κορέας, η Ελλάδα βρισκόταν στην πιο δύσκολη φάση της νεότερης ιστορίας της. Μόλις είχε βγει από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η οικονομία της ήταν διαλυμένη.

Αλλά το χειρότερο ήταν ότι μέσα στα σύνορά της συνεχιζόταν ένας «πόλεμος» ύπουλος που εκτός από το αίμα, το κύμα διώξεων και τις υλικές καταστροφές, διέλυε τον κοινωνικό ιστό της χώρας. Η Ελλάδα είχε μόλις βγει από τον εμφύλιο πόλεμο, που μπορεί να είχε τελειώσει, θεωρητικά, κάποιους μήνες πριν (το 1949), ουσιαστικά όμως η διχόνοια συνέχιζε να κατατρώει τα σωθικά μιας χώρας χωρίς ουσιαστικά οικονομία και εξωτερική πολιτική.

Κάτω από αυτό το κλίμα το μόνο που μπορούσε να προσφέρει η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, όταν το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 29 Ιουνίου 1950 έκανε έκκληση προς τα κράτη-μέλη του, για παροχή στρατιωτικής βοήθειας ώστε να αντιμετωπιστεί η σύρραξη στην Κορέα, ήταν αξιόμαχοι, εμπειροπόλεμοι, μπαρουτοκαπνισμένοι στρατιώτες…

Στον πόλεμο επίσης συμμετείχαν: Αιθιοπία (με στρατό), Αυστραλία (με στρατό, ναυτικό και αεροπορία), Βέλγιο (με στρατό), Βρετανία (με στρατό, ναυτικό και πεζοναύτες), Γαλλία (με στρατό και ναυτικό), Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (με στρατό, ναυτικό, αεροπορία, πεζοναύτες), Καναδάς (με στρατό, ναυτικό, αεροπορία), Κολομβία (με στρατό και ναυτικό), Λουξεμβούργο (με στρατό), Νέα Ζηλανδία (με στρατό και ναυτικό), Νότιος Αφρική (με αεροπορία), Ολλανδία (με στρατό), Ταϊλάνδη (με στρατό, ναυτικό, αεροπορία), Τουρκία (με στρατό) και Φιλιππίνες (με στρατό). Υγειονομικές μονάδες έστειλαν η Δανία, οι Ινδίες, η Ιταλία, η Νορβηγία και η Σουηδία.

Την ηγεσία και τη βάση των δυνάμεων επέμβασης αποτέλεσαν οι Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ. Ο εξοπλισμός όλων των στρατιωτικών δυνάμεων ήταν αμερικανικής προέλευσης, πλην του βρετανικού τμήματος που ήταν βρετανικής κατασκευής. Τέλος, όλα τα εκστρατευτικά σώματα και υγειονομικές μονάδες αποτέλεσαν οργανικά τμήματα υπό τη διοίκηση αμερικανικών μεραρχιών και αντίστοιχων αμερικανικών μονάδων αεροπορίας και ναυτικού, πλην της βρετανικής Μεραρχίας που τέθηκε υπό αμερικανικό σώμα στρατού.

Το ελληνικό Σώμα
Το αρχικό Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος, το οποίο απεστάλη στην Κορέα την περίοδο Νοεμβρίου 1950 μέχρι και 22 Αυγούστου 1951, αποτελούνταν από τη διοίκηση με το επιτελείο της και το Τάγμα του ΕΚΣΕ, συνολικής δύναμης 851 ανδρών με 63 οχήματα.

Αναχώρησε για την Κορέα από τον Πειραιά με το αμερικανικό οπλιταγωγό «Tζένεραλ Χαν» στις 16 Νοεμβρίου και αποβιβάστηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1950 στο λιμάνι του Πουσάν στη Νότια Κορέα, εντασσόμενο στο 7ο σύνταγμα Ιππικού της Αμερικανικής Μεραρχίας, ενώ όταν αργότερα το ΕΚΣΕ αποτέλεσε Σύνταγμα, εντάχθηκε στην 3η αμερικανική Μεραρχία και εγκαταστάθηκε στην αμυντική τοποθεσία Τσορβόν.

Από 23 Αυγούστου 1951 μέχρι το Δεκέμβριο 1953, η ελληνική δύναμη αυξήθηκε στους 1.063 άνδρες, ενώ μετά την επίτευξη εκεχειρίας από Ιανουάριο 1954 μέχρι Μάιο 1955 απετέλεσε Σύνταγμα με δύναμη 2.163 ανδρών.

Εν συνεχεία, μειώθηκε στους 850 άνδρες, ενώ από Ιούλιο 1955 μέχρι Δεκέμβριο 1955 στους 191 άνδρες. Τελικά από Ιανουάριο 1956 μέχρι Μάιο 1958 παρέμεινε στην Κορέα αντιπροσωπευτικό τμήμα αποτελούμενο από 1 αξιωματικό και 9 οπλίτες. Μετά την αρχική αποστολή και έως το 1955 πραγματοποιήθηκαν 22 αποστολές αντικαταστάσεως. Έτσι στο χρονικό διάστημα 1950-1955 στάλθηκαν στην Κορέα 669 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί και 9.586 οπλίτες του ελληνικού στρατού (σύνολο ανδρών: 10.225).

Οι διακρίσεις
Το ΕΚΣΕ διακρίθηκε κατ’ επανάληψη είτε κατά την κατάληψη υψωμάτων είτε αμυντικών θέσεων, όπως του υψώματος 381 (Ιανουάριος του 1951), 326 (Μάρτιος του 1951) και 655. Στη συνέχεια (Οκτώβριος του 1951), έπειτα από 3ήμερη σφοδρή επίθεση, πέτυχε την κατάληψη του πολύ σημαντικού, λόγω της τοποθεσίας, ζωτικού υψώματος 313 – Σκοτς, κοντά στον ποταμό Ιμτζίν. Πρόκειται για την πλέον αιματηρή επιχείρησή του με 28 νεκρούς και 87 τραυματίες. Η επιτυχία αυτή του ΕΚΣΕ, που βελτίωσε την αμυντική συμμαχική γραμμή, προκάλεσε την τιμητική διάκριση μεταξύ των συμμαχικών Μονάδων που συμμετείχαν και έτυχε ηθικής αμοιβής με την απονομή ευαρέσκειας από τους προέδρους των ΗΠΑ και Νοτίου Κορέας.

Η αξιόλογη δράση του ΕΚΣΕ συνεχίσθηκε με αμείωτο ρυθμό και ένταση με επιτυχείς επιθέσεις κατά των υψωμάτων Κέλλυ και 167. Επίσης, η δράση του στη μεγάλη επίθεση κατά του ζωτικού υψώματος ΜΕΓΑΛΟ ΝΟΡΙ (Σεπτέμβριος του 1952), για την αποκατάσταση της απολεσθείσης αμυντικής γραμμής, επισφράγισε μεταξύ του συμμαχικού Στρατού το «λίαν αξιόμαχό» του. Οι τελευταίες μάχες του ΕΚΣΕ ήταν η απόκρουση των σφοδρότατων επιθέσεων του εχθρού, που επιχειρούσαν την κατάληψη του υψώματος Χάρρυ (Ιούνιος του 1953), και η απόκρουση στις 17 Ιουλίου 1953 της ισχυρής κινεζικής επίθεσης στο τμήμα της Ζουγκάμ-Νι.

Οι ιπτάμενοι
Αντίστοιχα το Σμήνος (13ο Σμήνος Μεταφορών) συγκροτήθηκε στα μέσα Οκτωβρίου 1950 και απογειώθηκε για την εμπόλεμη περιοχή της Κορέας στις 11 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Αποτελείτο από επτά αεροσκάφη της 355 Μοίρας Μεταφορών, που έδρευε στην Αεροπορική Βάση της Ελευσίνας και από προσωπικό επιλεγμένο από διάφορες ειδικότητες. Τον Αύγουστο του 1951 προστέθηκαν δύο ακόμα αεροσκάφη Dakota σε αναπλήρωση απολεσθέντων. Έτσι το σύνολο των αεροσκαφών που διατέθηκαν από την Ελλάδα ανήλθε στον αριθμό εννέα. Τα πληρώματα διέθεταν ήδη πείρα από το μέτωπο της Μέσης Ανατολής 1941-’44.

Στις εκάστοτε αντικαταστάσεις του προσωπικού στέλνονταν μαζί με παλαιά στελέχη και νέα, από τη Σχολή Ικάρων των Τμημάτων Μονίμων και Εφέδρων και από τη νεοσύστατη Σχολή Αεροναυτίλων. Δεν θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι η Ελληνική Αεροπορία για πρώτη φορά στην ιστορία της εκτελούσε ένα τόσο μεγάλο διηπειρωτικό ταξίδι.

Οι Έλληνες αεροπόροι με τα μεταγωγικά αεροσκάφη της τότε τεχνολογίας, αφού τόλμησαν και πέτυχαν ένα ταξίδι μετάβασης πραγματική Οδύσσεια, που έκρυβε πολλούς κινδύνους, κυρίως πάνω από την περιοχή του Ειρηνικού, έπειτα από 21 ημέρες ταξιδιού και συνολικά περίπου 58 ώρες πτήσεων (ακολουθώντας το δρομολόγιο Ελευσίνα – Κύπρος – Σαουδική Αραβία – Πακιστάν – Ινδία – Ταϊλάνδη – Ινδοκίνα – Φιλιππίνες – Οκινάουα), έφθασαν στη Βάση Itazouke της Ιαπωνίας την 1η Δεκεμβρίου 1950. Αμέσως μετά την άφιξή του το 13ο Σμήνος Μεταφορών εντάχθηκε στην 21η Αμερικανική Μοίρα της 374 Πτέρυγας Μεταφορών, λόγω της ανάγκης για άμεση συμμετοχή του στις επιχειρήσεις.

Αποστολές και εξορμήσεις
Τα αεροπλάνα του Σμήνους, με τα ελληνικά χρώματα και με την επιγραφή ROYAL HELLENIC AIR FORCE, είχαν ως αποστολές: τον εφοδιασμό εγκλωβισμένων συμμαχικών δυνάμεων, μεταφορά τραυματιών, προσωπικού, αιχμαλώτων, ταχυδρομείου και πάσης φύσεως υλικού, ρίψεις εφοδίων, πυρομαχικών και αλεξιπτωτιστών, καθώς επίσης και αποστολές ψυχολογικών επιχειρήσεων και συλλογής πληροφοριών. Τα θρυλικά Dakota πρόσφεραν ένα ιδιαίτερα σημαντικό έργο, καθώς ήταν ευέλικτα στην εκμετάλλευση.

Μπορούσαν άμεσα να ανταποκριθούν στις εκάστοτε παρουσιαζόμενες ανάγκες, είχαν τη δυνατότητα να προσγειώνονται σε μικρού μήκους διαδρόμους, πρόχειρα κατασκευασμένους για τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Τα αεροδρόμια όμως και τα πεδία προσγείωσης της Κορέας έκρυβαν πολλούς κινδύνους. Υπήρχαν ελλείψεις σε ραδιοβοηθήματα, ο έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας είχε υποτυπώδη οργάνωση, υπήρχαν δυσμενείς παράγοντες όπως η ιδιάζουσα μορφολογία του εδάφους, οι έντονες καιρικές συνθήκες, η επίδραση στους χειμωνιάτικους μήνες των πολικών μαζών της Μαντζουρίας, η συνεχής ως εκ τούτου παρουσία χιονιού, πάγου, ισχυρότατης παγοποίησης στα σύννεφα και μαζί η ολισθηρότητα των διαδρόμων.

Αξιομνημόνευτες είναι οι αποστολές στο αεροδρόμιο Yoju. Επρόκειτο περί εδαφικής λωρίδας πολύ περιορισμένων διαστάσεων, που βρισκόταν σε κατηφορικό τμήμα ορεινού συγκροτήματος. Στο πρώτο διάστημα η έδρα του Σμήνους ήταν στην Ιαπωνία, διαδοχικά στα αεροδρόμια Itazouke, Tachikawa και Ashiya. Στο διάστημα αυτό το Σμήνος επιχειρούσε στο θέατρο επιχειρήσεων της Κορέας με κλιμάκια, εξορμώντας από τα αεροδρόμια της κορεατικής χερσονήσου Yompo, Pusan-East, Taegu και Kimpo. Από τον Ιανουάριο του 1952 όλη η δύναμη του Σμήνους επιχειρούσε πλέον από την Κορέα, πρώτα από το αεροδρόμιο της Σεούλ και στη συνέχεια από το Kimpo.

Το Σμήνος, πριν ακόμη τα πληρώματά του προσαρμοστούν στις συνθήκες του περιβάλλοντος και του πολέμου, διετάχθη όπως μεταβεί κλιμάκιο αεροσκαφών του στην Κορέα, για τη διάσωση τραυματιών από το πεδίο της μάχης. Τρία ελληνικά αεροσκάφη μαζί με άλλα ιδίου τύπου της 21ης Αμερικανικής Μοίρας, έλαβαν μέρος στη διάσωση 4.700 τραυματιών της 1ης Αμερικανικής Μεραρχίας Πεζοναυτών.

Η μεραρχία αυτή μαχόταν πέραν του 38ου Παραλλήλου στη Βόρεια Κορέα και απειλούμενη με καταστροφή από τα κινεζικά στρατεύματα στην περιοχή του Koto-ri, συμπτυσσόταν προς το λιμάνι Hungam όπου θα επιβιβαζόταν σε πλοία. Τα αεροσκάφη Dakota, δημιουργώντας αερογέφυρα, παραλάμβαναν τους πολυάριθμους τραυματίες από τον εντός της ζώνης μάχης πρόχειρο διάδρομο στο Hangaru-ri και τους μετέφεραν στο κοντινό αεροδρόμιο Yonpo, από όπου μεγάλα αεροσκάφη τους μετέφεραν σε νοσοκομεία της Ιαπωνίας.

Οι τιμές
Αργότερα, ολόκληρη η 21η Μοίρα και το 13ο Σμήνος τιμήθηκαν με την προσωπική ευαρέσκεια του προέδρου των ΗΠΑ, ενώ οι χειριστές και τα πληρώματα που έλαβαν μέρος στην επική αυτή επιχείρηση με το «Μετάλλιο Αέρος» (Air Medal) των ΗΠΑ, για ηρωισμό και πράξεις που υπερέβαιναν κατά πολύ το καλώς εννοούμενο καθήκον.

Από τα ελληνικά πληρώματα παρασημοφορήθηκαν εννέα αξιωματικοί, έξι υπαξιωματικοί και τέσσερις σμηνίτες. Επίσης, αναφέρονται οι αποστολές στα νησιά πέραν του 38ου παραλλήλου εντός της εχθρικής περιοχής, Paeng Yong Do και Cho Do. Οι εκεί πρόχειροι διάδρομοι είχαν αντίστοιχα τους κωδικούς Κ-53 και Κ-54. Η προσέγγιση γινόταν στον «αφρό της θάλασσας» και οι προσγειώσεις με μεγάλη επιδεξιότητα και προσοχή, λόγω των ανώμαλων συνθηκών και των ισχυρών πολλές φορές ανέμων.

Ιδιαίτερα στο Κ-53, στο νησί το επονομαζόμενο Leopard Base (είναι το νησί που πρόσφατα πλήγηκε από πυρά της Βόρειας Κορέας), οι προσγειώσεις και οι απογειώσεις πραγματοποιούνταν πάνω στην ανθεκτική αργιλώδη επιφάνεια που άφηνε η θάλασσα όταν υποχωρούσε, με βάση το χρόνο που διαρκούσε η άμπωτη.


Οι αριθμοί
Αναφερόμενοι σε αριθμούς, το Σμήνος κατά τη διάρκεια της δράσης του στην Κορέα εκτέλεσε 2.916 πολεμικές αποστολές με 13.777 ώρες πτήσεων. Μετέφερε συνολικά 70.568 επιβάτες, 9.243 τραυματίες και 11.104.550 λίβρες εφοδιαστικού υλικού. Επιπλέον έκανε ρίψεις 17.000 λιβρών πυρομαχικών και εφοδίων. Το 13ο Σμήνος κατόπιν αποφάσεως της ελληνικής κυβέρνησης τερμάτισε την παραμονή του στην Κορέα το 1955.

Προετοιμάστηκε για την επιστροφή του στην αεροπορική βάση Ashiya της Ιαπωνίας και στις 8 Μαΐου απογειώθηκε με τα πέντε εναπομείναντα στη δύναμή του αεροσκάφη, για να προσγειωθεί μετά από ενδιάμεσους σταθμούς στην Ελευσίνα στις 23 Μαΐου του 1955.

Το ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα είχε επιδείξει και φιλανθρωπικό έργο στην Κορέα.
Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι του τάγματος παρείχαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε Κορεάτες, ενήλικες και παιδιά, θύματα του πολεμικών συγκρούσεων, ενώ με έρανο μεταξύ του προσωπικού του ΕΚΣΕ πραγματοποιήθηκε η ανέγερση του ναού του Αγίου Νικολάου στο κέντρο της Σεούλ.

Οι απώλειες

Οι συνολικές απώλειες και των δύο στρατοπέδων έφθασαν τα 2 εκατομμύρια ψυχές, ενώ κάποιοι αναλυτές τις ανεβάζουν σε 4 εκατομμύρια. Στο πεδίο της μάχης έχασαν τη ζωή τους περίπου 100.000 άνδρες των Νοτιοκορεατών και των συμμάχων τους και 280.000 τραυματίστηκαν, ενώ για τους Βορειοκορεάτες και τους συμμάχους τους οι νεκροί ξεπέρασαν τους 400.000 και οι τραυματίες τους 486.000.

Από ελληνικής πλευράς κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην Κορέα έχασαν τη ζωή τους 6 αξιωματικοί και 168 οπλίτες του Στρατού Ξηράς και 12 στελέχη της Πολεμικής Αεροπορίας (μεταξύ αυτών και ο Δκτής του Σμήνους). Οι τραυματισθέντες ανήλθαν σε 33 αξιωματικούς και 577 οπλίτες. Επίσης, απωλέσθηκαν τα 4 από τα 9 διατεθέντα αεροσκάφη.


Αναγνώριση από ΗΠΑ, Κορέα και Ελλάδα
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ απένειμε στην πολεμική σημαία και στους άνδρες του ΕΚΣΕ έξι Πολεμικούς Σταυρούς (Distinguished Service), 32 Ασημένιους (Silver Stars), 110 Χάλκινους (Bronze Stars) και 19 Αεροπορικά Μετάλλια (Air Medals) σε άνδρες του 13ου Σμήνους Μεταφορών.

Η Νότια Κορέα, σε αναγνώριση της θυσίας των 186 Ελλήνων Μαχητών και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ανήγειρε στην περίφημη κοιλάδα των Ηρώων (τοποθεσία Γιουτζού Κιουν Τζι Ντο), κοντά στη Σεούλ, μεγαλοπρεπέστατο μνημείο πεσόντων για τους Έλληνες μαχητές, όπου σε πλάκα αναγράφεται:
«Οι γενναίοι αυτοί στρατιώτες της Ελλάδος ενσάρκωσαν το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον. Τιμή και δόξα τοις πεσούσι πολεμισταίς». Το 1993 για τον ίδιο σκοπό ένα άλλο μνημείο κατασκευάστηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 2004, με δαπάνες της Κορέας σε χώρο που διέθεσε ο Δήμος Παπάγου, ένα μνημείο τιμά και θυμίζει στους επισκέπτες και τους περαστικούς, ονομαστικά, τους νεκρούς εκείνου του αγώνα.

Πηγή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η προσφορά του Ελληνικού εκστρατευτικού Σώματος στον πόλεμο της Κορέας (1950-1953)"

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

1940.Τότε που οι άνδρες είχαν κάτι μέσα στα παντελόνια τους

ΣΤΗΛΗ Α. ΡΕΤΟΥΛΑ  Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Πρόδρομου Κερτεμελίδη, Αντιστρατήγου ε.α., «Στην δίνη του πολέμου» εκδόσεις Αρσενίδη: «….Το πρωϊ της 28ης Οκτωβρίου  1940, η Ιστορία έπαψε να είναι λόγια των σχολικών βιβλίων και έγινε πράξη ζωής. Και ο πιο απλός άνθρωπος, ένοιωθε να ξυπνάει μέσα του η ένδοξή μας ιστορία και τρείς χιλιάδες χρόνια τον καλούσαν να την υπερασπιστεί. Η είδηση, έτρεχε παντού: «Πόλεμος! Οι Ιταλοί εισβάλλουν στην Ελλάδα!» Κύματα λαού και στρατού χειροκροτούσαν, ζητοκραύγαζαν και βροντοφωνούσαν « ΟΧΙ.  ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ».
                                                                                          Στο μέτωπο

« Η κυανόλευκη σημαία μας  κυμάτιζε παντού υπερήφανη και ατσάλωνε τις ψυχές μας με δύναμη και αισιοδοξία. Βρισκόμουν στην αμυντική τοποθεσία του ποταμού Καλαμά στο Καλπάκι και στα δεξιά μας ήταν η  Γκραμπάλα, ένα βραχοβούνι ύψους 1200 μέτρων, κατάγυμνο και  φαλακρό, ένα φρούριο- παρατηρητής, αποτραβηγμένο στο πλάί, όσο χρειάζεται για να επιτηρεί και να δεσπόζει. Κυττάζοντας από την Γραμπάλα τον ορίζοντα  αργά-αργά από την Ανατολή μέχρι την Δύση, νοιώθεις να ξεκόβεται  βαρύ και  αμίλητο, τείχος της Ηπείρου».

 «Αυτό το σημείο είχε διαλέξει  η VIII Μεραρχία μας  για τον αγώνα της ζωής και του θανάτου. Από την μία βνουνό κι’ από την άλλη βουνό και ποτάμι. Εκεί, στην μέση των βάλτων, θα βούλιαζαν για πάντα και τα άρματα των Ιταλών. Γιατί η γή  αυτή, έχει μια παράξενη ευαισθησία και χτυπάει με θάνατο όποιον την προσβάλει».

 ‘Η νύχτα ήταν άγρια και φουρτουνιασμένη. Αστραπές αυλάκωναν τον ουρανό ασταμάτητα και βροντές συντάραζαν  το στερέωμα, το νερό έπεφτε σαν καταρράκτης με λύσσα, για να πρίξει την πλάση. Και ξαφνικά, μέσα στο υγρό και αναστατωμένο σκοτάδι, εκεί πάνω στο φυλάκιο, ακούστηκε από τις σκοπιές ο συναγερμός: « Στα όπλα!». Ήταν πρωϊ 5 και 30΄ της 28ης Οκτωβρίου 1940».

   Αμέσως,  καλπασμοί και φωνές σπάθιζαν μέσα στην νύχτα «Στα όπλα, Πόλεμος». Μέσα στο σκοτάδι, ξεχώριζαν τώρα κάποιες βροντές πιο τρανταχτές, πιο κοντινεές, που έκαναν την γή να τραντάζεται ξαφνιασμένη. ΄Εσχιζαν το σκοτάδι εδώ κι’ εκεί λάμψεις από το πυροβολικό του εχθρού, ενώ οι πρώτες οβίδες σφύριζαν και έσκαγαν.  Η γή της Ηπείρου, χτυπημένη κατάσαρκα στα σπλάχνα της, ανασείστηκε, βόγγγηξε σαν μαχαιρωμένο θηρίο. Το μέτωπο  τώρα πέρα έως πέρα, καιγόνταν από τα πυρά του εχθρού. 

  « Η εισβολή άρχισε, μόλις κόπασε το κανονίδι, από πολλές μεριές μαζί. Από την Μέρτζανη προς το χάνι Μπουραζάνι, από τις Δρυμάδες προς το Δελβινάκι και  πάλι από την Κακαβιά προς  το χάνι Δελβινάκι. κι’ από την Κονίσπολη προς τους Φιλιάτες.  Είχε ξημερώσει τώρα και τα τμήματα του εχθροήυ φαίνοντα ξεκάθαρα να προχωρούν μέσα στο χώμα μας.  Οι φρουρές των φυλακίων μαζί με τα τμήματα προκαλύψεως, άρχισαν τον επιβραδυντικό αγώνα, όπως όριζε το σχέδιο της Μεραρχίας. Μόλις  ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί  των Ελλήνων στρατιωτών από τις ραχούλες, οι Ιταλικές φάλαγγες, κλονίστηκαν, έσπασαν, σκόρπισαν στις γύρω πλαγιές, μέσα στα σκίνα και τα πουρνάρια. Οι λιγοστοί άνδρες των ελληνικών  φυλακίων από τα υψώματα, έρριχναν πάνω στον εχθρό συνέχεια και με πείσμα.»

 «Σύσσωμη η Ήπειρος, πρόμαχος της ελληνικής γης, ορθώθηκε έτοιμη να κατασπαράξει τον άνανδρο  εχθρό, που τόλμησε να βιάσει την ελληνική γή μας. Η VIII Μεραρχία, στρατολογημένη εξ ολοκλήρου από την ‘ Ηπειρο, που  αγωνιζόνταν τώρα για την πατρική γή, δεν θα έσωζε μόνον την τιμή των Ελληνικών Όπλων. Θα τους χάριζε και τις πρώτες νίκες. ΄Ήταν μεγάλη τύχη  και η μεγαλύτερη τιμή για μένα που μου έλαχε να πολεμώ μαζί με τέτοιους ήρωες, σ’ αυτόν τον καθαγιασμένο τόπο, όπου έλαβα το βάπτισμα του πυτρός. Τα τμήματα προκαλύψεώς μας, είχαν κρατήσει τον εχθρό ολόκληρη την ημέρα μακριά  απ΄οτις τοποθεσίες που θα δινόταν η μάχη της Ηπείρου, η μάχη της Ελλάδος, στο Καλπάκι. Το πυροβολικό μας, σκόρπαγε τους εχθρούς με σίδερο αναμένο. Και στις 2 Νοεμβρίου, οι προετοιμασίες για την μεγάλη επίθεση, είχαν ολοκληρωθεί»

  Στις 9 το πρωϊ, κύματα από Ιταλικά αεροπλάνα χυμούσαν και έριχναν βόμβες πάνω στην τοποθεσία αντιστάσεως. Το μεσημέρι, όλο το Ιταλικό πυροβολικό, άρχισε να βάλλει. Τα χαρακώματα της Γκραμπάλας, της Ασόνισας, του Καλπακίου σκάβονταν από τις εκρήξεις, ο τόπος τρανταζόνταν, τα βλήματα έσκαγαν μέσα στα χαρακώματά μας. Το ελληνικό πυροβολικό όμως, απαντούσε με πάθος. Ολόκληρη η τοποθεσία είχε φουντώσει, βρόνταγε κι’ ανάβραζε σαν καταχθόνιο ηφαίστειο. Οι βράχοι που τσακίζονταν και  τίναζαν γύρω λεπιδωτά σβουριχτά κομμάτια, που σφύριζαν σχίζοντας τον αέρα.

  « Στις 14.30, μετά το μεσημέρι, το Ιταλικό πυροβολικό σώπασε, ενώ το πεζικό ξεκινούσε για την επίθεση. ΄Ερχονταν προς τις γραμμές μας σφιγμένοι σε πυκνές φάλαγγες, στίμφη σκυφτά από παντού. Το πυροβολικό μας είχε αγριέψει κι’ έρριχνε πάνω τους γοργά και με πείσμα. Μερικές φάλαγγες του εχθρού, με κομμένη την ανάσα  εμπρος στο φράγμα του πυρός, σταμάτησαν. Άλλες πιο επίμονες, ξαναχυμούσαν για να καθηλωθούν κι’ αυτές σε λίγο».

   Σε λίγο τα πυρά αραίωσαν. Πουθενά οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν να βάλουν πόδι στην τοποθεσία μας. Καθώς βράδυαζε, ο καιρός βάραινε, και  την νύχτα θα ξέσπαγε μεγάλη μπόρα. Κατάκοποι οι άνδρες, συμμαζεύονταν στα χαρακώματά τους, τυλιγμένοι πρόχειρα σε μια κουβέρτα ή αντίσκηνο, γιατί ήξεραν ότι έπρεπε να ξαγρυπνούν με το αυτί τεντωμένο και  με το όπλο στο χέρι, γιατί ο εχθρός ήταν κοντά.

 « Θα ήταν η ώρα μόλις 8 το βράδυ, όταν ξαφνικά φούντωσε πάλι το ιταλικό πυροβολικό. (για να μην αφήσει τους ΄Ελληνες να κοιμηθούν….).Η Γκραμπάλα, καιγόνταν  από την ρίζα έως την κορυφή, βογγούσε ως τα έγκατά της, στις κρύες πλαγιές της άναβαν  αστραπές απανωτές, κι’ αντιφέγγιζε σπασμωδικά ο χαμηλωμένος από την συννεφιά ουρανός. Από τον βορρά η Γραμπάλα, έχει μία πλευρά απότομη, έναν γκρεμό. Από εκεί, ένα εχθρικό τμήμα, το επίλεκτο «Τάγμα Θανάτου», μαζί με  Αλβανούς, σκαρφάλωσε αθέατο βράχο- βράχο και σαν έφθασαν κοντά στην κορφή, χύμηξαν. Ήταν σαν να τους ξέρναγε το σκοτάδι. Πάτησαν την Γκραμπάλα και ο εχθρός, γάντζωσε στον βράχο. Βροχή άγρια, οργισμένη με κεραυνού και χαλάζι, έπνιξε την Γκραμπάλα στον κατακλυσμό της. Ο εχθρός, δεν μπόρεσε να ενισχυθεί και να σταθεροποιηθεί στην κορυφή. Η δυνατή βροχή, το σκοτάδι και η κούραση της ανάβασης, τους είχαν παραλύσει».

   Ήταν η καλύτερη στιγμή για αντεπίθεση. Οι αξιωματικοί της Γκραμπάλας, έδωσαν το πρόσταγμα: «εμπρός δια της λόγχης». Και πρώτοι  οι Έλληνες αξιωματικοί, με τις οβίδες στο χέρι, χύμηξαν και ξεφώλιασαν  πίσω από τους βράχους τους Ιταλούς που είχαν τολμήσει να πατήσουν την Γκραμπάλα. Οι λογχοφόροι στρατιώτες, ξεσηκώθηκαν και τους ακολούθησαν, τρέχοντας  κατά πάνω στον εχθρό με βαρύ και σταθερό δρασκελισμό. Πιάστηκαν στα χέρια και άρχισε η πάλη σώμα με σώμα. Ήταν κάτι το δραματικό και γοργό. Η φοβερή νύχτα που είχε ευνοήσει τους Ιταλούς, τώρα τους εμπόδιζε να ριζώσουν. Δείλιασαν, πάλεψαν για λίγο, αλλά παγωμένοι μπροστά στην κρύα λάμψη της ελληνικής λόγχης, πήραν τον κατήφορο. ΄Αφησαν  πίσω τους 20 νεκρούς και 6 αιχμαλώτους, πολυβόλα, όλμους και πυρομαχικά. Εδώ σκοτώθηκε  με μια σφαίρα στο μέτωπο, ο φίλος μου από το Γ΄ Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης και από την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, ο Ανθυπολοχαγός Νίκος Χατζόπουλος. Αλλά ο μεγάλος κίνδυνος της διάσπασης της τοποθεσίας άμυνας, αποφεύχθηκε από τον αφάνταστο ηρωίσμό των στρατιωτών και των επικεφαλής αξιωματικών».

   «Στις 4 το απόγευμα, διακρίνεται κάπου 1500 μέτρα από το Καλπάκι, μία φάλαγγα από 50 άρματα που σταμάτησαν, κόπηκε στα δύο και το πρώτο κομμάτι αραίωσε σε βάθος. Ήταν περίπου τριάντα  άρματα και προχώρησαν, ενώ το δεύτερο κομμάτι κρύφθηκε μέσα στις δενδροστοιχίες..Όταν έφθασαν περίπου στα 300 μέτρα από την  τοποθεσία αμύνης μας, τα δύο κομμάτια ενώθηκαν, ενώ στα πλάγια των δύο κλιμακίων πήγαιναν μοτοσυκλέτες. Το θέαμα ήταν επιβλητικό και απειλητικό.

  Ο Έλληνας στρατιώτης, μέσα από τα χαρακώματα, παρακολουθούσε με μάτι άγρυπνο τα άρματα πού έρχονταν κατά πάνω του αγέρωχος, ενώ όλα τα πυρά του πυροβολικού και των πολυβόλων μας είχαν συγκεντρωθεί  εναντίον τους και ξαφνικά, κάποια άρματα καθηλώθηκαν χτυπημένα κι’ έφραξαν τον δρόμο. Ανάμεσά τους τρύπωσαν οι μοτοσυκλετιστές και  πυροβολούσαν τις θέσεις μας. Γινόταν χαμός. Συρματοπλέγματα, φράγματα από σιδηροτροχιές, πυκνοί πυροβολισμοί έκλειναν τον δρόμο. ΄Όταν τα άρματα μάχης  ανοίχτηκαν και πήραν τα χωράφια, τότε η γή σκίστηκε και κατάπιε τα δύο  πρώτα. Τα άλλα λόξεψαν, αλλά κάτω από την κοιλιά τους έσκαζαν νάρκες, με γδούπο φοβερό και υποχθόνιο, που τίναζε  στο αέρα μέσα στις φλόγες και μαύρους καπνούς, σιδερικά κομματιασμένα. Τα υπόλοιπα άρματα που έρχονταν πίσω, κάνουν μεταβολή, σκοντάφτουν μεταξύ τους και πάνω σ’ αυτήν την παραζάλη, το πυροβολικό μας συγκεντρώνει τα πυρά του πάνω τους και τα κοπανάει γοργά, δίχως ανάσα. Ήταν ένας στρόβιλος από κεραυνούς, φλόγες και καυτό χαλάζι που τα τύλιξε. Οι Ιταλοί, με την φάλαγγά τους εξαρθρωμένη πλέον, έτρεχαν δεξιά και αριστερά σαν ζώα παλαβωμένα, για να βρούνε πέρασμα να φύγουν»

  « Από τα χαρακώματα, οι Έλληνες στρατιώτες, είχαν ενθουσιαστεί και πηδούσαν έξω από χαρά. Στα χωράφια και στην δημοσιά, 9 άρματα καψαλισμένα και τσακισμένα έμεναν ακίνητα, έμεινε ένα όχημα για την ζεύξη των τάφρων και 50 μοτοσυκλέτες, πολυβόλα, τουφέκια και άλλο υλικό. Αλλά η μάχη δεν είχε τελειώσει εκεί. Ξημερώματα της η 5ης  Νοεμβρίου 1940, το μέτωπο άρχισε πάλι να βροντοχτυπιέται από άγρια βολή του εχθρικού πυροβολικού, ενώ τα αεροπλάνα τους βομβάρδιζαν τις ελληνικές θέσεις μάχης, τα μετόπισθεν, τις θέσεις του πυροβολικού μας  και για δεύτερη φορά, τα Γιάννενα. Εξόρμησαν με ορμή πεζικό και άρματα μάχης, αλλά σκόνταψαν πάνω στο φράγμα πυρός του ελληνικού πυροβολικού και πολυβόλων, κι’ όπου κατάφεραν να βάλουν πόδι, οι Έλληνες, με σφοδρές αντεπιθέσεις και  καλά σχεδιασμένες, τους έρριξαν πίσω. Δεκαπέντε (15) εχθρικά άρματα βούλιαξαν στους βάλτους του Καλαμά. Οι Ιταλοί όμως, δεν το έβαλαν κάτω. Πίστεψαν ότι μπορούσαν να λυγίσουν τις ψυχές των  στρατιωτών μας με αδιάκοπες κι’ επενειλημμένες επιθέσεις.  

 Αλλά οι Έλληνες αξιωματικοί και οι στρατιώτες μας, ήταν  αποφασισμένοι να παλαίψουν και με τον Χάρο για να μην σκλαβωθούν.. Στις 7 Νοεμβρίου, ξαναρχίζει  νέα επίθεση με σφοδρή και παρατεταμένη  προπαρασκευή πυρός όλων των οπλικών μέσων. Ένα τάγμα Ιταλών ξεκίνησε προς την Γκραμπάλα προς το απόγευμα, αλλά καθηλώθηκε κι’ αυτό, και σκόρπισε στην ρεματιά κοντά στα Καλύβια της Αρίστης».

    «΄Όμως, όταν έπεσε η νύχτα, οι Ιταλοί ένοιωθαν πώς ή τώρα ή, ποτέ. Το βράδυ, κατόπιν σφοδρής προπαρασκευής πυροβολικού συγκεντρωμένης ολόκληρης στην Γκραμπάλα, το τμήμα που κρυβόταν στην ρεματιά της Αρίστης, κατάφερε να  σκαρφαλώσει στην κορυφή. Η άμεση αντεπίθεση των λίγων εφεδρειών που βρίσκονταν εκεί, απέτυχε και η Γκραμπάλα, μένει στα χέρια των Ιταλών μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε εκδηλώθηκε η νέα αντεπίθεση των άϋπνων Ελλήνων, με ότι είχε απομείνει από τα ανατραπέντα τμήματα του στρατού μας, που συμπληρώθηκαν από ημιονηγούς, από  μαγείρους, γραφιάδες και  τραυματίες. Με εφ’ όπλου λόγχη οι Έλληνες στρατιώτες, γλιστρούν στο σκοτάδι και ορμούν σαν τα λιοντάρια πάνω στους Ιταλο-Αλβανούς. Πιάστηκαν στα χέρια, η πάλη ήταν λαχανιασμένη με τα δόντια σφιγμένα, γιατί εδώ παιζόταν η τύχη της Ηπείρου και η τύχη ολόκληρης της Ελλάδος.  Το «ή ήταν ή επί τάς» εκεί ξαναζούσε.

  Οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να κατρακυλήσουν από την κορυφή κι’ έχασαν για πάντα την Γραμπάλα, αφήνοντας  πίσω πάνω από 45 νεκρούς. Η αδάμαστη ψυχή του ΄Έλληνα μαχητή μας, είχε αντέξει στην πιο σκληρή δοκιμασία των ανυπέρβλητων Ιταλικών  οπλικών μέσων και,  της  σφοδρής και συνεχούς κακοκαιρίας.

 Σ’ αυτόν τον πραγματικά τιτάνιο αγώνα και σε όλο του το μάκρος, παραστάθηκε στον Έλληνα πολεμιστή, η  αφοσιωμένη, η αλύγιστη, η ολόρθη εικόνα του χρέους και της τιμής, η μάνα, η αδελφή, η γυναίκα, η θυγατέρα, η τρομερή και ανώνυμη γυναίκα της Ηπείρου, η αγέρωχη Ηπειρώτισσα».

  Πρόδρομος Κερτεμελίδης   « Στην δίνη του πολέμου», εκδόσεις Αρσενίδη.  

 Έχοντας την τιμή να γνωρίσω στα τελευταία χρόνια της ζωής του, τον Αντιστράτηγο πλέον,   κ.  Πρόδρομο Κερτεμελίδη, τον είχα ρωτήσει δειλά-δειλά: « Τι θυμάσθε περισσότερο από εκείνες τις τρομερές μάχες; ». Και η απάντηση του  Π. Κερτεμελίδη, συγκινημένου και δακρυσμένου:   « Την λάμψη από τις ξιφολόγχες, στο φως του φεγγαριού, καθώς οι Έλληνες εφορμούσαν! ». Τι άλλο να προσθέσει κανείς, γι’ αυτούς τους γρανιτένιους στρατιώτες που πέρασαν πλέον  στην σφαίρα του θρύλου;

   Τίποτα. Ησυχάστε νικητές κι’ αφουγκρασθήτε. Κανείς και ποτέ  δεν κατάφερε να σας ξερριζώσει από τις καρδιές των Ελλήνων. Ούτε πρόκειται να το καταφέρει.  Έχετε προσέξει πως σας κυττούν τα παιδιά; Γεμάτα δέος, λατρεία, θαυμασμό και απέραντη Αγάπη. Εσείς είστε οι νεκροί;  Τότε τους νεκρούς να φοβηθείτε όλοι ! Γιατί την Ιστορία, την γράφουν οι νεκροί,  κι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει. Οι ιστορικοί απλώς αντιγράφουν………

                                                                 Τι θα γινόταν σήμερα;

 Το ίδιο ακριβώς!  Ναι, μην αμφιβάλλετε. Το ίδιο ακριβώς θα έκαναν και οι νέοι του σήμερα, οι τόσο συκοφαντημένοι.  Και τα παλληκάρια του ‘ 40, το ίδιο τα συκοφαντούσαν τότε οι λιμοκοντόροι των σαλονιών. Με την ίδια κακεντρέχεια και τον ίδιο  φθόνο.

 Απλά ο Έλληνας, ο θαρραλέος και ο ατρόμητος, ο φτιαγμένος για ανοιχτή μάχη, δεν είναι συνηθισμένος σ’ αυτόν τον  ελεεινό πόλεμο που του γίνεται σήμερα. Τον πόλεμο των λιμοκοντόρων του ΔΝΤ.  Αυτός ο πόλεμος, είναι άγνωστος στους ήρωες και στους απογόνους των ηρώων.

   Γι’ αυτό και δεν μας προκαλούν σε ανοικτή μάχη. Δεν τολμούν. Θυμούνται τι έπαθαν το 1940 οι Ιταλοί και οι ίδιοι οι Γερμαναράδες. Δεν ξέχασαν την  μάχη των Οχυρών. Δεν ξέχασαν την πανωλεθρία που έπαθαν.  Και τώρα μας έρχεσθε με κουρελόχαρτα και πωπό-χαρτα που τα ονομάσατε  δάνεια για να μας επιβληθείτε;  Όμως ξεχάσατε κάτι: Ότι εμείς, θα ασκηθούμε  και σ’ αυτό  το χυδαίο σας είδος πολέμου. Θα μάθουμε και  θα σας ξεπεράσουμε. Και πάλι θα σας στείλουμε στα τσακίδια. Γιατί εμείς είμαστε οι απόγονοι των ηρώων. Εσείς απλά, είστε οι απόγονοι του Χίτλερ και των Ναζί.  Τίποτε άλλο…Να το θυμάσαι  αυτό, χοντρο-βαρέλα Αδόλφε Χίτλερ-Μέρκελ. 

   Τέλος, αφιερώνω στον ηρωϊκό ελληνικό λαό,  κάποιους στίχους, αφιερωμένους στους πολεμιστές του Μαραθώνα:

  « Μα από τον θρήνο των παιδιών τους, οι Μαραθωνομάχοι ορθώνονται, αστράφτουν οι θώρακες, ανοίγουν οι τάφοι, οι πολεμιστές βηματίζουν ξανά, αστροπελέκια κρατάνε, πρόγονοι και απόγονοι αγκαλιάζονται τώρα με δάκρυα σφιχτά, γιατί η Ελλάδα, τους παγκόσμιους παλιάτσους θα νικήσει για πάντα, μην φοβάσθε παιδιά! »       

  Αγγελική  Ρέτουλα. 
ΠΗΓΗ
http://www.athriskos.gr/modules/news/article.php?storyid=2715
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "1940.Τότε που οι άνδρες είχαν κάτι μέσα στα παντελόνια τους"

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

ΕΤΣΙ ΠΗΡΑΜΕ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (26 Οκτωβρίου 1912)




 
 Κωνσταντίνος Ε. Νούσκας
Υποστράτηγος Ε. Α.

     ΣΤΙΣ 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα και οι σύμμαχοί της Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο, κηρύσσουν τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αρχίζουν οι εχθροπραξίες σ' όλα τα μέτωπα.
Ο Ελληνικός Στρατός με Αρχιστράτηγο τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, εξορμά από την Μέλουνε προς το Σαραντάπορο, δίδει εκεί σκληρές μάχες, ανατρέπει τους Τούρκους και αφού καταλαμβάνει πολλές πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας κατευθύνεται προς Βορρά, εκεί όπου πρωτάρχισε ο Μακεδονικός αγώνας, εκεί οπού υπήρχε συμπαγής Ελληνισμός, προς το Ελληνικότατο Μοναστήρι και την Ελληνική Πελαγωνία.
Ο Πρωθυπουργός όμως της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος, την ίδια στιγμή είχε ανησυχητικές πληροφορίες από διπλωματικές πηγές, για τον Βουλγαρικό στρατό. Οι Βούλγαροι κινούνταν χωρίς να συναντήσουν σοβαρή τουρκική αντίσταση, ακάθεκτοι προς τη Θεσσαλονίκη.
Ο Ελληνικός Στρατός έπρεπε να εγκαταλείψει το Μοναστήρι και να στραφεί προς την Θεσσαλονίκη, πού περνούσε στιγμές θανάσιμης αγωνίας. Η διαταγή του Πρωθυπουργού της Ελλάδος προς τον Αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού ήταν σαφής και κατηγορηματική: «Ολοταχώς προς ανατολάς. Καταλάβατε την Θεσσαλονίκη».
Και η Διαταγή αυτή εκτελέσθηκε αμέσως. Μετά από κοπιώδεις πορείες και μετά από την σκληρή και φονική μάχη των Γιαννιτσών, ο Ελληνικός Στρατός έφθασε στα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης την 25η Οκτωβρίου 1912.
    Αλλά ας σταματήσουμε την περιγραφή της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό και ας δώσουμε τον λόγο σε πέντε (5) αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων της εποχής εκείνης. Σε δύο Επιτελείς του Αρχιστρατήγου Διαδόχου Κωνσταντίνου, σε δύο ξένους Δημοσιογράφους, έναν Γάλλο και έναν Άγγλο και σ' ένα ανώνυμο κάτοικο της Θεσσαλονίκης.
 Ο Λοχαγός Ιωάννης Μεταξάς Επιτελής του Διαδόχου Κωνσταντίνου, από τους πρωτεργάτες των γεγονότων και ο Πρωθυπουργός του κοσμοϊστορικού «ΟXΙ» το 1940, σε επιστολή του προς την γυναίκα του με ημερομηνία 29 Οκτωβρίου 1912 έγραφε μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα:
«Πόσο θα σου φαίνεται παράξενο να λαμβάνεις γράμμα μου από την Θεσσαλονίκη! Σήμερα είναι η πρώτη ημέρα πού ησύχασα και ανεπαύθην. Το τι τράβηξα αυτές τις ημέρας δεν φαντάζεσαι. Στας 25 εφύγαμεν από το Κιρδζαλάρ από οπού σου είχα γράψει. Το βράδυ είμεθα εις Τοπτσίν, ο στρατός διέβη τον Αξιό. Δυσκολίαι μεγάλοι, τας οποίας υπερέβημεν όλας. Το βράδυ ήλθαν εις το Στρατηγείον Τούρκοι απεσταλμένοι προτείνοντες την παράδοσιν του στρατού και της πόλεως. Ο Διάδοχος ανέθεσεν εις τον Δούσμανην (Ταγματάρχην του Επιτελείου) και εις εμέ να διαπραγματευθώμεν. Τους εζητήσαμεν καί το Καραμπουρνού. Δεν εδέχθησαν και την άλλην ημέραν εκινήσαμεν προς μάχην. Είχα κάμει την διαταγή της μάχης και το απόγευμα της 26ης ήσαν κυκλωμένοι. Προτού όμως αρχίσει το πυρ, έστειλαν πάλιν απεσταλμένους και εδέχθησαν όλους τους όρους μας. Μετέβημεν νύκτα ο Δούσμανης και εγώ εις Θεσσαλονίκη και διεπραγματεύθημεν με τον Τούρκο Αρχιστράτηγο την παράδοσιν του στρατού του, της πόλεως και του Καραμπουρνού, και υπεγράψαμεν το πρωτόκολλον. Συγκινητική στιγμή! Εγυρίσαμεν αμέσως νύκτα.... Είχον σπεύσει και οι Βούλγαροι με ολίγον στρατόν αλλά δεν πρόφθασαν. Μάλιστα με έστειλαν να τους σταματήσω και αυτοί έκαμαν πώς δεν με είδαν και με άρχισαν στις τουφεκιές, εσφύριζαν πλήθος ολόγυρά μου, τόσον πού ηναγκάσθην να γυρίσω. Τέλος τους εσταματήσαμεν. Αλλά στάζει φαρμάκι η μύτη τους...»
  Ο Ταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης, επιτελής του Διαδόχου Κωνσταντίνου και μετέπειτα Στρατηγός του Ελληνικού Στρατού, αφηγείται ως εξής στα απομνημονεύματά του την συνάντηση των Ελλήνων και Τούρκων Αξιωματικών, το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 1912 στην Θεσσαλονίκη.
«Ο Ταξίμ πασάς πολύ στενοχωρημένος, άλλ' ουχί ταραγμένος, με παρακάλεσε να καθίσω εγώ και οι δύο Αξιωματικοί μου. Άμα εκαθήσαμεν είπον ότι η παράδοσις θα γίνη άνευ ορών και ότι αν ήθελε δυνατό να διατάξη Αξιωματικόν τίνα του Επιτελείου του ίνα μετά του ιδικού μου Αξιωματικού καταρτίση την σχετικήν σύμβασιν. Τούτο και εγένετο.
Και ενώ αυτοί οι δύο εργάζοντο, εγώ συνωμίλουν μετά του Ταξίμ πασά και μετά τινάς αμοιβαίας τυπικός φιλοφρονήσεις της περιστάσεως τω λέγω ελληνιστί, διότι ο Ταξίμ πασάς ανακάλυψα ότι εγνώριζε την ελληνικήν:
 -«Πασά μου, ο Διάδοχος Αρχιστράτηγός μου, εκτιμών την ανδρεία σου και την των υπό σε Αξιωματικών δια τους αγώνας υπέρ αμύνης της Θεσσαλονίκης, με διέταξε να σας αναγγείλω ότι τιμής ένεκεν σας επιτρέπει να κρατήσετε το ξίφος σας».
Ο Ταξίμ πασάς τεθλιμμένος αρπάζει διά της αριστεράς το ξίφος του και μου λέγει:
-Όπως καταντήσαμε, τι το θέλομε και αυτό, δεν μας τα παίρνετε!
Έπειτα όμως με παρακάλεσε να διαβιβάσω εις την Α.Β.Υ. τας ευχαριστίας αυτού και των υπ' αυτόν Αξιωματικών.
Η σύνταξις της συμβάσεως και η υπογραφή αυτής επερατώθη περί την 1.30' μετά μεσονύκτιον, εσυμφωνήσαμεν όμως να θέσωμεν ως ημερομηνίαν την 26η Οκτωβρίου, διότι εξ υπαιτιότητας των Τούρκων, εβραδύναμε να συναντηθώμεν και ν' αρχίσωμεν την συζήτησιν και την σύνταξιν αυτής. Αμέσως μετά ο Ταξίμ Πασάς μου λέγει ότι πρέπει να ειδοποιηθεί ο Ελληνικός στρατός περί της υπογραφής της συμβάσεως, διότι ούτος αγνοών τα συμφωνηθέντα ήθελε αρχίσει πυρ άμα τη επελεύσει της ημέρας, ενώ ο τουρκικός Στρατός είχε ειδοποιηθεί περί της παύσεως των εχθροπραξιών.
 -Φυσικά, απήντησα. άμα αναφέρω εις την Α.Β.Υ., τον Διάδοχον, τα της υπογραφής της συμβάσεως, θα εκδώσει αμέσως τας σχετικός διαταγάς περί παύσεως του πυρός.
 -Τζάνε μου, απαντά, φοβούμαι μήπως αργήσεις να συνάντησης τον Διάδοχο και τότε θα φονευθούν οι Τούρκοι στρατιώται αδίκως και πρέπει να εκδώσεις διαταγάς του λόγου σου.
Εσκέφθην και απεφάσισα να αναλάβω την ευθύνη της διαταγής της παύσεως του πυρός.
(Το Πρωτόκολλο παραδόσεως της Θεσσαλονίκης, ενώ υπογράφηκε την 01.30' ώρα της 27ης Οκτωβρίου 1912 από τους δύο Αξιωματικούς εκπροσώπους του Αρχιστρατήγου Διαδόχου Κωνσταντίνου και τον Ταξίμ Πασά, έφερε ως χρονολογία την 23.00 (11 μ.μ.) ώρα της 26ης Οκτωβρίου 1912, κι αυτό έγινε όχι μόνο για τούς λόγους πού αναφέρει στα απομνημονεύματα του ο Ταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης, αλλά γιατί ο Λοχαγός Ιωάννης Μεταξάς κατάφερε να πείσει τον Ταξίμ πασά να μπει η χρονολογία αυτή, για να τιμηθεί ο προστάτης και πολιούχος της Θεσσαλονίκης Άγιος Δημήτριος, πού γιόρταζε την 26η Οκτωβρίου και τον οποίον σέβονταν πολύ ο Ταξίμ πασάς.
Ο ουσιαστικός όμως λόγος ήταν άλλος. Για να τεκμηριωθεί και με επίσημο έγγραφο, ότι ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε την Θεσσαλονίκη κατά μια μέρα ενωρίτερα, στοιχείο πού απετέλεσε και τον καταπέλτη στις παράλογες απαιτήσεις των Βουλγάρων για συγκυριαρχία της πόλεως).
    Ο Γάλλος Δημοσιογράφος JAN PELISIER ανταποκριτής της Εφημερίδος LA DEPECHE ευρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη την ημέρα της απελευθερώσεώς της έγραφε μεταξύ των άλλων και τα εξής:
«Μου είχαν πει ότι ο Ελληνικός Στρατός έκαμε λαμπρή εντύπωση σ' αυτόν τον πόλεμον. Αλλ' εκείνο πού αληθινά τιμά τους Έλληνας είναι η διοικητική τους ιδιοφυΐα, είναι ο τρόπος πού μεταχειρίστηκαν για να επιβάλουν την τάξιν και την ειρήνη στις χώρες πού κατέλαβαν και να συμβάλουν στην οικονομική τους ανάπτυξη. Η Διοίκηση της Θεσσαλονίκης ξεχωριστά είναι εξαίρετη. Πρέπει να τη μελετήσετε...».
 
 Επίσης ο Άγγλος Δημοσιογράφος ΚΡΩΦΟΡΝΤ ΠΡΑΪΣ ανταποκριτής της Εφημερίδος «ΤΑΙΜΣ» παρακολουθώντας τις επιχειρήσεις προς Θεσσαλονίκην έγραφε μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα:
«Εδώ όταν είχον ρίψει το βλέμμα μου επί του στρατοπέδου της 7ης Μεραρχίας της υπό τον Στρατηγόν Κλεομένην (της δυνάμεως η οποία μας αντιμετώπισε εν Κιρτζαλάρ) και είδον τα τηλεβόλα Κρεζώ καθάρια και ευπρεπώς παρατεταγμένα κατά μήκος της οδού αμφοτέρωθεν της οποίας ήσαν ανοιγμένοι και εν σχήματι «Λ» σκηναί εκ χακί, μόλις διακρινόμενοι μεταξύ των βρύων του αγρού, ο Ελληνικός Στρατός μου έκανεν ευθύς εκ πρώτου βλέμματος πολύ καλήν εντύπωσιν.
Οι άνδρες ευρίσκοντο εις εξαίρετον κατάστασιν, εύθυμοι και ζωηροί, ως πρέπει εις νικητάς, καλώς ενδεδυμένοι, υποδεδημένοι και εφοδιασμένοι. Κατέτρωγον δε μετά πολλής ορέξεως τα ωμά λάχανα τα οποία είχον αποσπάσει από τους λαχανόκηπους τους εκτεινομένους προς το μέρος αυτό της πόλεως. Εν τω μέσω του ατελείωτου χακίνου χρώματος και των τηλεβόλων Σνάϊδερ του Ελληνικού Στρατού, της ηλιοκαούς χλόης των αγρών και των λασπωδών ατραπών, αι οποίαι χρησιμεύουν ως οδοί, η σκηνογραφία του τοπίου εφαιδρύνετο υπό των χιλιάδων ερυθρών φεσιών, τα οποία προέδιδον την Οθωμανική εθνικότητα του πλείστου μέρους των επισκεπτών...»
    Τέλος ας ακούσουμε και έναν Έλληνα, κάτοικο της Θεσσαλονίκης, πού περνούσε τις βράδυνες ώρες της 26ης Οκτωβρίου 1912 στο Καφενείο της Θεσσαλονίκης «Όλυμπος - Νάουσα»:
«Αίφνης ανοίγει η θύρα του καφενείου ορμητικώς και βλέπω εισερχόμενους δύο Έλληνας Αξιωματικούς ακολουθούμενους ύφ' ενός Δεκανέως. Πάντων τα όμματα εστράφησαν προς αυτούς.
- Καλή εσπέρα σας κύριοι, λέγει ο πρώτος. Είμαι ο Κώνστας Λοχαγός του Ελληνικού Στρατού. Εις το άκουσμα των γλυκύτατων τούτων λέξεων έσπευσεν ο καταστηματάρχης, ηκολούθησα δε αυτόν ασυναίσθητος. Μετά τον πρώτον χαιρετισμού, παρατηρώ εις τον Δεκανέαν φυσιογνωμίαν γνωστότατην. Εκπλήττομαι! Διερωτώμαι! Πείθομαι τέλος. Ήτο ο κ. Ιωάννης Δραγούμης, τέως Τμηματάρχης του Υπουργείου των εξωτερικών, υπηρετών ως Δεκανεύς καθ' όλην την εκστρατείαν. Μαθών δε παρ' αυτού τα καθέκαστα έσπευσα εις τον οίκον μου όπως αναγγείλω το χαρμόσυνον γεγονός.
Ο γέρων πατήρ μου ένδακρυς ηκροάτο της αφηγήσεώς μου και ότε ετελείωσα έστρεψε το βλέμμα του εις το εικονοστάσιον.
- Ευλογημένε Μεγαλομάρτυ Δημήτριε, είπε, και άνελύθη εις λυγμούς.
Ουδείς εξ ημών ετόλμησε να διαταράξη την ιερά σιγήν εις ην περιέπεσεν ο οικογενειακός μας κύκλος, απεχώρησε δε έκαστος εν σιγή ίνα ετοιμασθή δια την αυριανήν υποδοχήν.
Νυξ πλήρης αγωνίας! Νυξ όμοιαν της οποίας δεν διήλθεν άλλοτε η Θεσσαλονίκη! Νυξ ήτις έθεσε τέρμα εις την βάρβαρον τυραννίαν. 
 Νυξ υπέρ ης ηδυνάμεθα ν' αναφωνήσωμεν το του τροπαρίου της Αναστάσεως: «... Νυξ ... φωταυγής της Λαμπροφόρου ημέρας της Εγέρσεως ούσα προάγγελος...». Η πρώτη τέλος Νυξ μετά την παρέλευσιν 482 ετών, καθ' ην η Θεσσαλονίκη εκοιμήθη Ελευθέρα!»
    Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη στις 26 Οκτωβρίου 1912. Η πόλη του Αγίου Δημητρίου, η Βυζαντινή συμβασιλεύουσα επανήλθε και πάλι στις αγκάλες της Μητρός Ελλάδος!
Το όνειρο τόσων γενεών έγινε πραγματικότητα!!!
ΠΗΓΗ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΕΤΣΙ ΠΗΡΑΜΕ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (26 Οκτωβρίου 1912)"

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

ΑΠΟΡΙΕΣ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ κ ΒΕΝΙΖΕΛΟ



Μακρυγιάννης Χρήστος
Ανώτερος Αξιωματικός ε.α
κάτω των 55 ετών

κ. Υπουργέ της Ελληνικής Κυβέρνησης των Οικονομικών και καθηγητά του ΑΠΘ .Σας ερωτώ κοιτάζοντάς  σας στα μάτια και σας καλώ να απαντήσετε αν έχετε το θάρρος να μου απαντήσετε 

Από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων σε διάγγελμά σας  προς τον Ελληνικό λαό και προς τους συντρόφου σας δείχνοντας την σκληρότητάς σας και την (αντικειμενική )κρίση σας ,προσβάλλοντας τους Έλληνες αξιωματικούς για το έργο τους και την απόφασή τους να αποφασίσουν οι ίδιοι για το πώς θα διαχειρισθούνε το υπόλοιπο της ζωής τους ,χωρίς να σας ρωτήσουν ; (αλήθεια ποιος νομίζετε  ότι είστε κύριε  ;)

Στο τέλος της ομιλίας για να γίνεται ακόμη πιο αρεστός στους συντρόφους σας αναρωτηθήκατε ποια είναι η διαφορά μεταξύ των άλλων συνταξιούχων του δημοσίου  και των στρατιωτικών ;

Ήσασταν και υπουργός Εθνικής Άμυνας  ένα διάστημα και δεν την  καταλάβατε τη διαφορά , αλλά τα γεγονότα σας διαψεύδουν .

Αλήθεια γιατί δεν βγάζετε αύριο το πρωί τους υπαλλήλους του υπουργείου των Οικονομικών να μαζέψουν τα σκουπίδια σας ;

Aλήθεια γιατί δεν βγάζετε αύριο το πρωί τους υπαλλήλους του Υπουργείου Παιδείας να μαζέψουν τα σκουπίδια σας ;’

Aλήθεια γιατί δεν βγάζετε αύριο το πρωί τους υπαλλήλους του ΟΛΘ που για χάρη τους ο κ.Καστανίδης ως αρμόδιος υπουργός των σκουπιδιών ανέβαινε φράκτες για να
μην χάσουν δήθεν την δουλειά τους ;

Tολμάτε ; Μπορείτε να μαζέψετε έστω και μερικούς άνδρες ;

Nα σας πω εγώ κύριε Υπουργέ των Οικονομικών και καθηγητά του ΑΠΘ .

Γιατί εμείς οι Αξιωματικοί ακριβώς εκεί διαφέρουμε από τους άλλους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα, εκεί διαφέρουμε και οι Απόστρατοι από τους άλλους συνταξιούχους του δημοσίου .

Πόσοι από τους υπαλλήλους του δημοσίου θα εργαζόντανε χωρίς υπερωρίες  εορτές και Κυριακές ;
Για θυμηθείτε Σεισμούς ,Φωτιές ,Πλημμύρες

Χωρίς εμάς δεν υπάρχετε κύριοι γιατί απλούστατα δεν υπάρχει  η Πατρίδα
                                                                                                    
Επίσης κ. Καθηγητά  του ΑΠΘ μια που τόσα μας σούρατε και τόσα μας φορτώνετε ακόμη και την ευθύνη μας, για το χρέος της Πατρίδος και για τα χάλια της ..
και επειδή ρίχνοντας μια ματιά στο βιογραφικό σας έχω κάποιες απορίες αν μπορείτε να μου απαντήσετε σε μερικές από αυτές !

Κύριε Υπουργέ και καθηγητά του ΑΠΘ

     Επειδή έχετε επιτεθεί με ανοίκειο τρόπο σε στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων τα οποία
     για να φτάσουν στη συντάξιμη ηλικία κάτω των 55 ετών και στον βαθμό αποστράτευσής του
     (Συνταγματάρχες ή Ταξίαρχοι) παρεμβλήθηκαν τουλάχιστον 30 χρόνια από την ημέρα που

     αποφοίτησαν από την παραγωγική τους Σχολή,
     και επειδή στην περίπτωσή σας, σας ΑΠΕΝΕΜΗΘΗ το διδακτορικό 2 μόλις χρόνια μετά την
     λήψη του πτυχίου σας και γίνατε καθηγητής μόλις 6 χρόνια μετά (ενώ ο μέσος απόφοιτος
     παραγωγικής σχολής Στρατού, ναυτικού, Αεροπορίας στο ίδιο χρονικό διάστημα στη δεκαετία
     που εσείς προωθηθήκατε με ταχύτητα πυραύλου, με το ζόρι έπαιρνε ΕΝΑ ακόμη άστρο, αφού
     είχε υπηρετήσει στα Σύνορα ή στη Νησιωτική χώρα)

     Και επειδή εσείς ΔΕΝ ανήκετε στην κατηγορία του τέως συναδέλφου σας Υπουργού του ΠΑΣΟΚ
     κ Δημήτρη Δρούτσα που δήλωνε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιέννης ενώ ΔΕΝ είχε καν
     τον τίτλο του Διδάκτορα (ενώ εσείς έχετε διδακτορικό από το ΑΠΘ όπου και ήσασταν μέλος ΔΕΠ),
  
     Σας παρακαλούμε με απόλυτα ευγενικό και πολιτισμένο τρόπο να πληροφορήσετε τους Έλληνες πολίτες και τους Έλληνες Αξιωματικούς !
   
     Πόσους μήνες ή χρόνια διήρκεσαν οι μεταπτυχιακές σας σπουδές στο Παρίσι;

     Ποιός μεταπτυχιακός τίτλος και με ποιόν βαθμό σας απενεμήθη;

     Ποιόν ακριβώς μήνα εγκρίθηκε η ένταξή σας σε πρόγραμμα σπουδών για το διδακτορικό δίπλωμα στο ΑΠΘ;

     Πόσους μήνες αργότερα σας απενεμήθη το Διδακτορικό και ανακηρυχθήκατε ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΝΟΜΙΚΗΣ του ΑΠΘ;

Το βιογραφικό σας  ΕΔΩ :  


Και επειδή είσαστε ο αυστηρός κριτής των Αξιωματικών θα παρακαλούσα να μας γνωρίσετε πότε ,πού και πόσο χρόνο υπηρετήσατε στις Ένοπλες δυνάμεις !

Και μην ξεχνάτε αυτό που έλεγαν οι Αρχαίοι υμών πρόγονοι
ΟΥΚ ΑΕΙ ΑΡΧΕΙ
Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται…
ΠΗΓΗ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΑΠΟΡΙΕΣ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ κ ΒΕΝΙΖΕΛΟ"

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

16 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912! ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ... Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΕΡΟΙΑ!

Ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει την Κατερίνη και τη Βέροια (VΙΙ Μεραρχία)

Η απελευθέρωση της Κατερίνης

Στις 13 Οκτωβρίου η VIIη Μεραρχία του Στρατού Θεσσαλίας στάθμευε στη Φουσκίνα (σημ. Αγία Τριάδα ή Ζωοδόχο Πηγή). O λοχαγός Κ. Μαζαράκης αρχηγός των Σωμάτων των Προσκόπων κατέλαβε τα Στενά της Πέτρας, γιατί είχε την πληροφορία ότι δυνάμεις του τουρκικού στρατού θα κινούνταν προς την ίδια κατεύθυνση.

Με διαταγή του Κ. Μαζαράκη, ο Αλέξανδρος Δ. Ζάννα (καταγόμενος - από το Βλαχολείβαδο- Λιβάδι του Ολύμπου), συνάντησε το μέραρχο Κλεομένη Κλεομένους στο...
χωριό Άγιο Δημήτριο του παρουσίασε την κατάσταση των επιχειρήσεων και την ανάγκη της άμεσης κίνησης της μεραρχίας.

Ο Μέραρχος, έδωσε αμέσως διαταγή για την αναχώρηση των μονάδων. Πράγματι τα Συντάγματα της 7ης Μεραρχίας άρχισαν την πορεία τους προς τα Στενά της Πέτρας, όπου έφθασαν το απόγευμα της 14ης Οκτωβρίου και στάθμευσαν στην θέση Καρακόλι. Το πρόγραμμά σας περιήγησης μπορεί να μην υποστηρίζει την προβολή αυτής της εικόνας.

Το πρωί της 15ης ο Μέραρχος έδωσε γραφτή « διαταγή Επιχειρήσεων » :

· Η Μεραρχία πηγαίνει προς Αικατερίνη και Κίτρος (Πύδνα) προς εκδίωξη του εκεί εχθρού.

· Μία φάλαγγα θα βαδίσει προς Κίτρος (Πύδνα) περνώντας από το Χάνι της Μηλιάς, και από εκεί Κεραμίδι - Κίτρος.

· Η άλλη φάλαγγα αποτελούμενη από το υπόλοιπο της Μεραρχίας θα βαδίσει από τον αυτοκινητόδρομο προς την Κατερίνη .

Το πρωινό της 15ης Οκτωβρίου η Μεραρχία ..αναχώρησε για την απελευθέρωση της Κατερίνης και προχωρούσε κανονικά και χωρίς προβλήματα από την πλευρά του εχθρού. Γύρω στις 2 το μεσημέρι κι ενώ μονάδα του 20ου Συντάγματος, πλησίαζε προς το Κολοκούρι (σημ. Σβορώνο) ο ελληνικός στρατός δέχθηκε σφοδρά πυρά από τα βορειοδυτικά του χωριού, εντελώς αιφνιδιαστικά.

Τούρκοι στρατιώτες είχαν κρυφτεί στο πυκνό από παλούρια δάσος της περιοχής και έβαλαν κατά του ελληνικού στρατού, με αποτέλεσμα να πανικοβληθούν οι στρατιώτες και μάλιστα ένας λόχος άρχισε να υποχωρεί. Την κατάσταση έσωσε ο διοικητής του 20ου Συντάγματος, αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Σβορώνος, που έτρεξε μπροστά έφιππος και εμψύχωσε τους στρατιώτες του.

Όμως οι Τούρκοι διέκριναν τα γαλόνια και το βαθμό του και έστρεψαν τα πυρά τους εναντίον του. Ο γενναίος Σβορώνος τραυματίστηκε βαριά. Συνέχισε, όμως, έφιππος να επιτίθεται, μέχρις ότου βαλλόμενος διαρκώς, ξεψύχησε. Το γεγονός προκάλεσε απερίγραπτη συγκίνηση και τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών (Κερκυραίων και Ζακυνθινών το πλείστον), οι οποίοι με αλαλαγμούς και γενναιότητα επιτέθηκαν ακάθεκτοι πλέον κατά των Τούρκων.

Η μάχη κράτησε 3,5 ώρες συνολικά. Ο τουρκικός στρατός κατά τις 5,30 το απόγευμα αναγκάσθηκε να υποχωρήσει πέρα από τον ποταμό Πέλεκα προς την Κατερίνη.

Στις 3 τα ξημερώματα της 16ης Οκτωβρίου έφτασε διαταγή του Γεν. Στρατηγείου να επιταχυνθεί η προσπέλαση.

Το 20ο Σύνταγμα προχώρησε Β.Α. της Κατερίνης , ενώ το 19ο παρέμεινε πίσω στη διάθεση του Μεράρχου. Το πυροβολικό πήρε κατάλληλη θέση στα υψώματα στο Κολοκούρι για να υποστηρίζει τις κινήσεις του Πεζικού. Η 7η Μεραρχία πορεύτηκε χωρίς επεισόδια- αφού ο τουρκικός στρατός και πολλοί από τους Τούρκους της Κατερίνης είχαν εγκαταλείψει τη νύχτα την πόλη.

Στις 7,30 το πρωί της 16ης Οκτωβρίου 1912, ημέρα Τρίτη, τα ελληνικά στρατεύματα μπαίνουν στην πανηγυρίζουσα Κατερίνη. Οι κάτοικοι από τα μπαλκόνι των σπιτιών και στις άκρες των δρόμων ζητωκραύγαζαν τον στρατό που περνούσε από τις κεντρικές οδούς 7ης Μεραρχίας και Μ. Αλεξάνδρου. O ελληνικός στρατός πορεύτηκε μέχρι τον Κισλά, τουρκικός στρατώνας (πάρκο), όπου τον υποδέχτηκε αντιπροσωπεία κατοίκων της πόλης με επικεφαλής τον Επίσκοπο Παρθένιο Βαρδάκα. Ξεχύθηκαν δάκρυα χαράς και υποδέχτηκαν τους ελευθερωτές με ελληνικές σημαίες, λέγοντας « Χριστός Ανέστη». Ένας λόχος με τη σημαία και τις σάλπιγγες διέτρεξε την πόλη παιανίζοντας εμβατήρια και προκαλώντας ακράτητο ενθουσιασμό στους κατοίκους.

Λαός και στρατός, ανάμεσά τους και ο Δήμαρχος της Κατερίνης Μουχαρέμ Ρουστέμ, πήγαν στην εκκλησία της Θείας Ανάληψης, όπου τελέστηκε Δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης από τον Επίσκοπο.

Με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης , κηδεύτηκαν οι ήρωες νεκροί της μάχης της Κατερίνης: Δημήτριος Σβορώνος Αντισυνταγματάρχης, Δημήτριος Νίκας Υπολοχαγός, Λοχίας Βίγκος Θωμάς,

Στρατιώτες: ο ανήλικος Κρητικός Κονταξάκης, Βασίλλας Γεώργιος, Σαράντης Αντώνιος, Ανευλαβής Β και 6 άνδρες ( Τρύφων Γιαννουλάκης) και 3 γυναίκες που σκότωσαν φεύγοντας οι Τούρκοι.

Ο στρατός αφού παρέδωσε τη διοίκηση της πόλης στον Λιβαδιώτη Γεώργιο Λαναρίδη συνέχισε την καταδίωξη του εχθρού προς το Κίτρος.

Στο σημείο της μάχης στήθηκε μνημείο πεσόντων, όπου εδώ και 91 χρόνια κοιμούνται τον αιώνιο ύπνο οι γενναίοι, οι ήρωες της Κατερίνης.  

ΠΗΓΕΣ
http://www.stoxos.gr/2011/10/16-1912.html
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "16 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912! ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ... Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΕΡΟΙΑ!"

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912 : Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ



Την αυγή της 5ης Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα άπλωνε τα χέρια της στα σκλαβωμένα παιδιά της, στην Ήπειρο και στη Μακεδονία. Τα όνειρα αιώνων είχαν αρχίσει να μεταβάλλονται σε πραγματικότητα. Πέντε ελληνικές μεραρχίες, δύο ταξιαρχίες ευζώνων, τέσσερα συντάγματα ορεινού πυροβολικού και δύο μοίρες ορειβατικού πυροβολικού σφυροκοπούσαν τις τούρκικες θέσεις στο μέτωπο των συνόρων της Θεσσαλίας. Ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε από τον Προφήτη Ηλία, το Μπουρνάζι του Τυρνάβου, το Ρεσένι και τη Μελούνα και πολύ γρήγορα κατέλαβε την Ελασσόνα και τη Δεσκάτη. Βρέθηκε σύντομα μπροστά στα στενά του Σαρανταπόρου, στις "Σιδηρές Πύλες", όπως τις λέγανε τότε και που οι Τούρκοι είχαν ετοιμάσει την πρώτη γραμμή άμυνας καθώς τις θεωρούσαν απόρθητες. Την ίδια άποψη είχε και ο οργανωτής του Τούρκικου στρατού Γερμανός στρατηγός Φον Ντερ Γκολτς, που διάλεξε την τοποθεσία αυτή, επειδή ήταν φυσικό οχυρό και την ενίσχυσε με μόνιμες θέσεις πυροβόλων πρώτης γραμμής. Παράλληλα με την οχύρωση αυτή έκτισε το 1910 νέο στρατιωτικό νοσοκομείο και εγκαταστάσεις στην πόλη της Κοζάνης, που περιελάμβαναν αποθήκες όπλων και πυρομαχικών, τροφίμων, υγειονομικού υλικού κ.λ.π. Τα κτίρια αυτά σώζονται μέχρι και σήμερα σε άριστη κατάσταση στο στρατόπεδο Μακεδονομάχων. Οι Έλληνες άρχισαν να χτυπούν τις "Σιδηρές Πύλες" και συγχρόνως έκαναν μεγάλη κυκλωτική κίνηση στα όρια του σημερινού νομού Κοζάνης από τα χωριά Μόκρο (Λιβαδερό), Ράχοβο (Πολύραχο) και Μεταξάδες .Τα πρώτα τμήματα είχαν περάσει τις δασωμένες κορυφές αυτών των βουνών και μπορούσαν να βλέπουν την Κοζάνη . Στην Κοζάνη ακούγονταν οι βολές των πυροβόλων, αφού η απόσταση δεν ήταν παραπάνω από τριάντα χιλιόμετρα .Η μάχη του Σαρανταπόρου υπήρξε θρίαμβος πραγματικός του ελληνικού στρατού . Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Σαραντάπορο και τα Σέρβια, αφού πρώτα τα έκαψαν . Η φυγή τους ήταν τόσο άτακτη , που άφησαν άθικτη τη γέφυρα του ποταμού Αλιάκμονα , φοβούμενοι να φέρουν εκρηκτικά από τις αποθήκες της Κοζάνης , γνωρίζοντας ότι ο αδούλωτος λαός της πόλης είχε ξεσηκωθεί και κάθε σπίτι είχε και μερικά οπλισμένα παλικάρια με όπλα που είχαν κρυμμένα οι παππούδες για αυτή ακριβώς την μεγάλη ώρα . ʽΈτσι αποτραβήχτηκαν στα χωριά Κιτσελέρ (Βαθύλακο) και Τζιτζελέρ (Πετρανά) . Ο στρατός μας προχωρούσε μεθοδικά για να προφταίνει τα προελαύνοντα μάχιμα τμήματα .
Όμως η Κοζάνη εγκαταλείφθηκε αμαχητί. Πανικόβλητος ο κύριος όγκος της Τούρκικης φρουράς της πόλης εγκατέλειπε τα όπλα , αρπάζοντας ψωμιά , τρόφιμα και κρέατα από φούρνους , μαγαζιά και κρεοπωλεία σπάζοντας τις πόρτες τους.Μετά τη μάχη του Σαρανταπόρου, στις 9 Οκτωβρίου 1912, το τουρκικό επιτελείο στην Κοζάνη συνεδρίασε και αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη . Κάποιος αξιωματικός του επιτελείου πρότεινε το βομβαρδισμό και την πυρπόληση της Κοζάνης , όμως την καταστροφή απέτρεψε ο συγκρατημένος Τούρκος Αρχιστράτηγος Ταχσίν πασάς έχοντας με το μέρος του και τον αλβανικής καταγωγής Μουτίρ μπέη . Οι Τούρκοι υπάλληλοι διατάχτηκαν να παραλάβουν τα αρχεία τους και ο κύριος όγκος του στρατού, όσος ήταν ακόμα συνταγμένος κινήθηκε προς τη Βέροια . Μόνο δύο τάγματα του στρατού σχεδόν διαλυμένα έφυγαν άτακτα προς τα Καιλάρια και ανασυντάχτηκαν έξω από το χωριό Περδίκας με την φρουρά των Καιλαρίων .
Στο μεταξύ οι Κοζανίτες έτρεξαν στους τούρκικους στρατώνες κι άρπαξαν όπλα , πυρομαχικά , τρόφιμα , φάρμακα κι ό,τι άλλο υπήρχε μέσα σʼαυτές. Από όλες τις γειτονιές κατέβηκαν οπλισμένοι κάτοικοι στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο κέντρο της πόλης . Κάποιοι τοποθέτησαν στο καμπαναριό τη γαλανόλευκη και το σταυρό της ορθοδοξίας . Αυτά όλα έγιναν το απόγευμα γύρω στις 3 με 4 . Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ο πρώτος ιππέας, "πρόσκοπος ανιχνευτής '', από το Νότο , την πλευρά του Τζιτζελέρ (Πετρανά) και δέχτηκε τους ασπασμούς των συγκινημένων πολιτών . Η δουλεία των 459 ετών είχε υποχωρήσει .Οι μέχρι εκείνη τη στιγμή υπόδουλοι Κοζανίτες με τα όπλα που κατείχαν, τρελοί από χαρά και αγαλλίαση τράνταζαν την ατμόσφαιρα από τους πυροβολισμούς τους . Ο στρατός, το υπερήφανο ιππικό, διέκοψε προς στιγμή την πορεία του, νομίζοντας ότι πρόκειται για μάχη που διεξάγονταν μέσα στην πόλη, μεταξύ πληθυσμού και εχθρού . Όταν όμως βεβαιώθηκε από τον ανιχνευτήν του για τις εκδηλώσεις χαράς των κατοίκων, ο επικεφαλής της Ιλαρχίας του Ιππικού Στρατηγός Σούτσος, διέταξε βραδεία εκκίνηση της φάλαγγας προς την πόλη. Ενώ οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα, ο λαός δεν άργησε να βρεθεί στην έξοδο της πόλης με τα βλέμματα προσηλωμένα στο μέρος απ όπου θα έφταναν οι ελευθερωτές . Μόλις οι Κοζανίτες αντίκρισαν τους στρατιώτες καβαλάρηδες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και σε παρατεταμένα χειροκροτήματα. Το φέσι, το αιώνιο σήμα της σκλαβιάς ξεσχίστηκε από το ενθουσιασμένο πλήθος και πετάχτηκε στο δρόμο για να ποδοπατηθεί από τα άλογα του ένδοξου Ελληνικού ιππικού. Λουλούδια βρεγμένα με δάκρυα πετάχτηκαν στους νικητές. Όλες αυτές οι σκηνές εξελίχτηκαν στις 11 Οκτωβρίου 1912 , 5 η ώρα το απόγευμα κατά μήκος της οδού από τον σημερνό κόμβο Θεσσαλονίκης – Αθηνών μέχρι την είσοδο της πόλης σημερινό κτίριο τεχνικού Ο.Τ.Ε. , που από τότε ονομάστηκε οδός 11ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ .
Μετά την είσοδο του ιππικού, ο λαός ύστερα από το τρικούβερτο γλέντι του, γύρισε στα σπίτια του διαβιβάζοντας το ευχάριστο γεγονός στους γέρους της γειτονιάς του με τη φράση « Παππού ήρθε το Ελληνικό». Οι γέροι με συγκίνηση και δάκρυα σταυροκοποιούνταν και απαντούσαν με τα λόγια < Τώρα ας πεθάνουμε >.
Ένας μάλιστα Κοζανίτης που ο αδερφός του είχε πεθάνει επτά μήνες πριν την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου ενθουσιασμένος από το απίστευτο γεγονός της απελευθέρωσης της Κοζάνης, έσπευσε στο νεκροταφείο του Αγ. Γεωργίου και αφού στάθηκε μπροστά στον τάφο του αδερφού είπε: < Αδερφέ μου κοιμήσου ήσυχος, γιατί το χώμα μας έγινε πάλι Ελληνικό >.Οι στιγμές του ενθουσιασμού του πλήθους, αλλά και των στρατιωτών που δάκρυζαν από συγκίνηση στη θέα των δακρυσμένων από χαρά υπόδουλων που απολάμβαναν την ελευθερία παραμένουν απερίγραπτες . Οι Δημοτικές και Κοινοτικές αρχές με τον Μητροπολίτη και τον Δήμαρχο συγχάρηκαν τους ελευθερωτές και τους οδήγησαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου έγινε δοξολογία . Στο Δημαρχείο παρέδωσαν τα ξίφη ο αρχίατρος Χουσείν, ο αρχιφαρμακοποιός Πιναρδάκης Κρης χριστιανός και κάποιος Άραβας αξιωματικός. Ελήφθη μέριμνα για τους 57 Τούρκους τραυματίες από τους οποίους κάποιοι ήταν αξιωματικοί.Την επόμενη μέρα 12 Οκτωβρίου 1912 με πανηγυρική όψη η πόλη γεμάτη σημαίες υποδέχτηκε τμήματα των Μεραρχιών και το υπόλοιπο της ταξιαρχίας του ιππικού καθώς και τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο. Μόλις έφτασε ο Αρχιστράτηγος έγινε δοξολογία και όταν αυτή τελείωσε το επιτελείο του στρατού εγκαταστάθηκε στα γραφεία της Μητρόπολης . Την Κυριακή 14 Οκτωβρίου έφτασε στην Κοζάνη και ο Έλληνας βασιλιάς Γεώργιος κι έμεινε στο σπίτι του Κωνσταντίνου Δρίζη , που ήταν στο κέντρο της πόλης μαζί με την ακολουθία του .Από εκεί έδωσε διαταγή μια μικρή δύναμη να απελευθερώσει τα Καιλάρια και ο υπόλοιπος στρατός να κινηθεί προς Βέροια και Θεσσαλονίκη που κινδύνευε πλέον από τον Βουλγαρικό στρατό , που με ραγδαία προέλαση είχε φθάσει μέχρι τον Αξιό ποταμό , που ευτυχώς είχε κατεβάσει πολύ νερό πλημμυρίζοντας τον κάμπο και είχε ανακόψει την πορεία του .Μπήκε, λοιπόν, το <ελληνικό> στις 11 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 1912, όταν Μητροπολίτης της πόλης της Κοζάνης ήταν ο Φώτιος, Δήμαρχος ο Νικόλαος Αρμενούλης και Γυμνασιάρχης ο Παναγιώτης Λιούφης.Η Κοζάνη έγινε και τυπικά ελληνική, περιλήφθηκε δηλαδή μέσα στα καινούρια σύνορα της Ελλάδας, πεντακόσια σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυσή της. Στην πραγματικότητα όμως ήταν πάντοτε ελληνική σε όλη της την ιστορική πορεία στην Τουρκοκρατία , γιατί σαν επαρχία ανήκε στην μητέρα του Σουλτάνου και οι εκάστοτε άρχοντες της πόλης με τους κατάλληλους χειρισμούς και χρήματα των πλούσιων Κοζανιτών εμπόρων από την ξενιτιά , είχαν αποκτήσει πολλά προνόμια και τα απολάμβαναν ως την απελευθέρωσή της . Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω γεγονός . Οι πρώτες καρτ ποσταλ που πωλούνταν στην πόλη για τους Έλληνες φαντάρους απεικόνιζαν την είσοδο του ιππικού στην πόλη και ανάμεσα στα σπίτια ξεχώριζαν Τούρκικα τζαμιά . Η Κοζάνη όμως δεν είχε ούτε ένα Τούρκικο τζαμί , ούτε Εβραϊκή συναγωγή και έτσι σε μια βδομάδα τυπώθηκαν νέες καρτ ποσταλ χωρίς τζαμιά , γιατί οι φαντάροι σταμάτησαν να αγοράζουν τις παλιές , καθώς διαπίστωσαν την πραγματικότητα και το τόνιζαν στην πίσω πλευρά της κάρτας , όταν έγραφαν στους δικούς τους .
ΠΗΓΕΣ
http://lefobserver.blogspot.com/2010/10/11-1912.html 
http://aioniaellinikipisti.blogspot.com/ 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912 : Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ"
Related Posts with Thumbnails