Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνική γλώσσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνική γλώσσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Τα εβραϊκά και αραβικά είναι Ελληνικά!

Εβραίος ερευνητής: «Τα εβραϊκά και αραβικά είναι Ελληνικά!»


Επί 30 έτη o μεγαλοφυής Εβραίος ερευνητής Joseph Isaac Jahuda συνέκρινε τις γλώσσες Εβραϊκή και Αραβική προς την Ελληνική Ομηρική. Εξέδωσε το 1982 στο Λονδίνο ένα βιβλίο 680 σελίδων με τίτλο Hebrew is Greek (Τα Εβραϊκά είναι Ελληνικά).



Σ’ αυτό αποδεικνύει με πολλά παραδείγματα ότι τα Εβραϊκά και Αραβικά είναι στην πραγματικότητα καμουφλαρισμένα Ελληνικά!



Μετά την επαφή του με τις Ελληνικές λέξεις αποφάσισε να κάνει συγκριτική έρευνα των συγγενών γλωσσών Εβραϊκής και Αραβικής προς την Ελληνική Ομηρική, που έμαθε κατόπιν. Επί 30 έτη συνέκρινε τις 3 γλώσσες, ώσπου εξέδωσε το 1982 στο Λονδίνο (Becket Publications Oxford, 1982, ISBN 0-7289-0013-0) ένα βιβλίο 680 σελίδων με τίτλο HEBREW IS GREEK (Τα Εβραϊκά είναι Ελληνικά) ως και τα Αραβικά, που δεν συμπεριέλαβε στον τίτλο. Το βιβλίο προλογίζει ο Εβραίος καθηγητής Αρχαίων Γλωσσών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (από 1962) Saul Levin.



Ο συγγραφέας J. Yahuda, υποστηρίζει, ότι «Overwhelming evidence proves conclusively that Biblical Hebrew is camouflaged Greek in grammar as well as vocabulary» Δηλ. Αναντίρρητη απόδειξη επιβεβαιώνει τελικώς ότι τα Βιβλικά Εβραϊκά είναι καλυμμένα Ελληνικά τόσον στη γραμματική όσον και στο λεξιλόγιο και ότι «...the difference between them is a matter of pronunciation. So much that Hebrew cannot be properly understood except through Greek» δηλ. γενικώς η διαφορά μεταξύ τους είναι θέμα προφοράς. Τόσο πολύ ώστε τα Εβραϊκά δεν δύνανται να καταστούν εντελώς αντιληπτά παρά μόνο μέσω των Ελληνικών!



Παραθέτει δε σε όλες τις σελίδες του βιβλίου του απειράριθμες λέξεις ελληνικές, γραμματικούς τύπους και εκφράσεις που είναι όμοιες με τις Εβραϊκές (χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεση επεξηγηματική γλώσσα την Αγγλική) και καταλήγει: «Τhe Jewish, Christian and Islamic cultures the triple pillars of modern civilization have a common Hellenic foundation» δηλ. Ο Εβραϊκός, ο Χριστιανικός και Ισλαμικός πολιτισμός οι τρεις στύλοι του σύγχρονου πολιτισμού έχουν ένα κοινό Ελληνικό θεμέλιο.



Από τα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα του ερευνητού είναι ότι πολύ πριν την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου (πάνω από 1000 χρόνια πριν) υπήρχαν Έλληνες κυβερνήτες από τη Μαύρη θάλασσα ως τον Ινδικό Ωκεανό.



Στο παρακάτω απόσπασμα από το κείμενο (της σελ. 132) υποστηρίζεται ότι ο σώφρων Ιωσήφ, γιος του Ιακώβ που πουλήθηκε από τους αδελφούς του στην Αίγυπτο, και φυλακίσθηκε άδικα κατηγορηθείς από τη γυναίκα του Πετεφρή, ελευθερώθηκε και τιμήθηκε από τον τότε Φαραώ που ήταν Έλληνας κατά τον Yahuda!



Και ότι ήταν Έλληνας ο Φαραώ, είναι φανερό από τον τίτλο που έδωσε ο ίδιος στον Ιωσήφ: δαφνηφάγος. Αλλά με δάφνες προφήτευαν οι μάντεις στα Ελληνικά μαντεία, ενώ επίσης η δάφνη είναι σύμβολο νίκης. Δηλ. ο Φαραώ αποκάλεσε τον Ιωσήφ «Θεόπνευστο», γιατί του απεκάλυψε το νόημα των ονείρων του, αλλά τον απεκάλεσε με τρόπο... Ελληνικό!



«Ήταν ένας Έλληνας Φαραώ που διοικούσε την Αίγυπτο μέσω ντόπιων αξιωματούχων, όχι ένας Ασιάτης ηπειρωτικός Έλληνας, αλλά ένας Έλληνας από τα αυτοκρατορικά νησιά της Κρήτης ή της Κύπρου. Μεταγενέστερα οι Αιγύπτιοι επαναστάτησαν και έδιωξαν τους Έλληνες, με καταστροφικές συνέπειες για τους Εβραίους: Ανέστη δε βασιλεύς άλλος στην Αίγυπτο, ο οποίος δεν εγνώριζε τον Ιωσήφ» (Έξ. 1,8).



Κατά τον ερευνητή, οι Εβραίοι πέρναγαν καλά μόνο με τον Έλληνα Φαραώ, ενώ μετά θεωρήθηκαν κι αυτοί σαν Έλληνες και υπέφεραν γι' αυτό: «... οι Ισραηλίτες υπέφεραν στην Αίγυπτο διότι ήσαν Έλληνες»!



Το συγκεκριμένο βιβλίο έχει απαγορευτεί και εκδιωχθεί από τους Εβραιοσιωνιστές, επειδή προφανώς τους ενοχλούν τα όσα γράφει!



hellas orthodoxy



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Τα εβραϊκά και αραβικά είναι Ελληνικά!"

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Eλληνικόν έθνος,εθνική γλώσσα.

Η εθνική γλώσσα
»»» Χριστίνα Κουλούρη «Eλληνικόν έθνος ονομάζονται όλοι οι άνθρωποι, όσοι ομιλούσι την Eλληνικήν γλώσσαν, ως ιδίαν αυτών γλώσσαν» έγραφε το 1853 ο K. Παπαρρηγόπουλος. H επιλογή της γλώσσας ως αποκλειστικού κριτηρίου για τον προσδιορισμό του έθνους -ως «διαγνωστικόν σημείον της ιδιοπροσωπείας», που έγραφε και ο Σπ. Zαμπέλιος- δεν αποτελεί βεβαίως εξαίρεση αλλά μάλλον κοινό τόπο για τους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς του 19ου αιώνα. Στον δρόμο του Xέρντερ και του γερμανικού ρομαντικού εθνικισμού, η εθνική κοινότητα ταυτίζεται με τη γλωσσική κοινότητα. Tο γλωσσικό κριτήριο προσδιορισμού του έθνους υπήρξε εξάλλου πρωταρχικό και στην περίπτωση των βαλκανικών εθνικισμών, όπου το θρησκευτικό κριτήριο, λόγω του ομοδόξου, δεν ήταν επαρκές και ισχυρό. Aλλά και σήμερα, στο πλαίσιο της ενωμένης Eυρώπης, οι αναφορές σε «ισχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες κατ' αναλογίαν προς «ισχυρά» και «ασθενή» έθνη, καθώς και η υπεράσπιση της εθνικής ιδιαιτερότητας μέσω της γλωσσικής έκφρασης ενισχύουν αυτή τη σύνδεση γλώσσας και έθνους.

Στην ελληνική περίπτωση, το γλωσσικό κριτήριο απέκτησε μια ιδιαίτερη -αλλά όχι εξαιρετική- βαρύτητα λόγω της μυθοποίησης και των πολλαπλών συμβολικών χρήσεων της ελληνικής γλώσσας. Σταθερή ως προς την ουσία της υπήρξε η σχέση γλώσσας και έθνους ενώ μεταβάλλονταν τα πολιτικά συμφραζόμενα αυτής της σχέσης ανάλογα με την εποχή και τις κοινωνικές και πολιτικές ομάδες. Tο ότι και η ελληνική γλώσσα έχει ιστορικότητα και δεν αποτελεί είδος σταθερό και αναλλοίωτο ανά τους αιώνες τεκμηριώθηκε με τις δύο πρόσφατες Iστορίες της Eλληνικής Γλώσσας (η πρώτη εκδόθηκε από το EΛIA στην Aθήνα με επιστημονική επιμέλεια του M. Z. Kοπιδάκη το 1999 και η δεύτερη από το Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας στη Θεσσαλονίκη με επιστημονική επιμέλεια του A.-Φ. Xριστίδη το 2001), οι οποίες δεν αναπαρήγαγαν στερεότυπα παλαιότερων Iστοριών σχετικά με την «εγγενή συντηρητικότητα» της ελληνικής γλώσσας, δηλαδή την αντίστασή της στην αλλαγή - νοουμένη βεβαίως ως «αλλοίωση».

Tο δυσανάλογα μεγάλο βάρος της αρχαιότητας στη νεότερη Eλλάδα, το άγχος για την απόδειξη της αρχαιοελληνικής καταγωγής απέναντι στη «δύσπιστη» Δύση, η προσπάθεια να προσεγγιστεί το κλασικό πρότυπο μέσω της μίμησης ανέδειξαν το πρόβλημα της «εθνικής γλώσσας» σε κεντρικό πολιτισμικό, ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα. Ο 19ος αιώνας επέλεξε, χωρίς σοβαρές διαφωνίες, την καθαρεύουσα ως τη γλώσσα που μπορούσε να αποδείξει τη συνέχεια και την ενότητα του Eλληνισμού και που θα λειτουργούσε, ως γλώσσα της εκπαίδευσης και της διοίκησης, ενοποιητικά στο πλαίσιο του ελληνικού έθνους-κράτους. H συνεχής τάση για εξαρχαϊσμό της γλώσσας, όπως εκφράστηκε από το έργο του Π. Σούτσου Nέα Σχολή του γραφομένου λόγου με υπότιτλο Aνάστασις της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εννοουμένης υπό πάντων (1853), σημαίνει και τη σαφή βούληση για «καθαρισμό» της γλώσσας από τις «βάρβαρες» προσμείξεις. H γλωσσική κάθαρση, δηλαδή ο εξοβελισμός των ξενόγλωσσων στοιχείων, και μάλιστα των ιταλικών και των τουρκικών, συνοδεύεται από τον εξελληνισμό των τοπωνυμίων. Συστηματικά και από ειδικές επιτροπές, τα «αλλόγλωσσα ή κακόφωνα» ονόματα αντικαθίστανται από τα αντίστοιχα αρχαία ελληνικά. H προφανής ιδεολογική διάσταση αυτής της επιχείρησης αποδεικνύεται από την απόφαση να αντικατασταθούν εκείνα τα τοπωνύμια που «δεν συνδέονται προς επίσημόν τι γεγονός της ελληνικής ιστορίας». 'Eτσι, τοπωνύμια της νεότερης ιστορίας, όπως Δερβενάκια, Γραβιά, Ψαρά κ.ά., διατηρούνται.

Mετά τη σχετική ομοψυχία του 19ου αιώνα, ο 20ός αιώνας θα διχάσει την ελληνική κοινωνία γύρω από το γλωσσικό ζήτημα. Tο κίνημα του δημοτικισμού θα προκρίνει τη δημοτική, ομιλούμενη γλώσσα ως εθνική γλώσσα και θα επιχειρήσει να την επιβάλει ως γλώσσα της εκπαίδευσης και ως μέσο εθνικής ομογενοποίησης. Οι αρχαϊστές θα πολεμήσουν με σφοδρότητα τον «μαλλιαρισμό» θεωρώντας τη δημοτική γλώσσα «χυδαία» και τους υποστηρικτές της «άθεους» και «προδότες του έθνους». H δημοτική ωστόσο θα επικρατήσει στη διάρκεια του Mεσοπολέμου ως γλώσσα της λογοτεχνίας ενώ σταδιακά η καθαρεύουσα θα περιοριστεί στον ρόλο της κρατικής γλώσσας. H μακροβιότητα της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας οφείλεται στο γεγονός ότι στο μετεμφυλιακό κράτος η δημοτική ταυτίστηκε με την αριστερή πολιτική ταυτότητα ενώ αντίστοιχα η καθαρεύουσα αξιολογούνταν ως τεκμήριο εθνικής νομιμοφροσύνης και «πατριωτισμού». Eν τούτοις η γρήγορη εξαφάνιση της καθαρεύουσας από τον δημόσιο λόγο μετά την επίσημη καθιέρωση της δημοτικής το 1976 μάς δείχνει ότι τελικά επρόκειτο για πλαστή και εύθραυστη μακροβιότητα.

H γλώσσα δεν έχασε τη συμβολική της αξία και μετά τη λύση του γλωσσικού ζητήματος. H συζήτηση για την αναγκαιότητα ή μη της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στη δεκαετία του '80, η κινδυνολογία για τους ξενισμούς και τη «φτώχεια» της ομιλούμενης γλώσσας - ιδιαίτερα στα MME, οι συνέπειες για τη γλωσσική «καθαρότητα» από τον πολλαπλασιασμό των παιδιών των μεταναστών στα σχολεία, οι επιπτώσεις στη δομή και στη μορφή της γλώσσας από τη χρήση του Διαδικτύου και των γραπτών μηνυμάτων στα κινητά τηλέφωνα αποτελούν κάποιες μόνο από τις όψεις του λόγου που διατυπώνεται γύρω από τη γλώσσα. H γλώσσα δεν έπαψε να είναι «εθνική υπόθεση», να μυθοποιείται συχνά και να συνδέεται στενά με τον εθνικό μας αυτοπροσδιορισμό.

H Xριστίνα Kουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Iστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
από την εφημερίδα "Το Βήμα"
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Eλληνικόν έθνος,εθνική γλώσσα. "

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Η προτεραιότητα του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού.

Η προτεραιότητα του προφορικού λόγου
»»» Σπύρος Μοσχονάς "Προτεραιότητα του προφορικού λόγου"· έτσι επιγράφεται μία από τις "βασικές αρχές" της νεότερης γλωσσολογίας, που διατυπώνεται όπως ακριβώς επιγράφεται:ο προφορικός λόγος έχει προτεραιότητα έναντι του γραπτού. Πρόκειται για καταστατική αρχή. Συνήθως επεξηγείται με τις ακόλουθες εμπειρικές γενικεύσεις, που επέχουν και θέση επιχειρημάτων:

α. Φυλογενετική προτεραιότητα. Σε όλες τις γλωσσικές κοινότητες, όσο μπορούμε να ξέρουμε, η γραφή, αν ποτέ αναπτυχθεί, ακολουθεί την ανάπτυξη προφορικής γλώσσας. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν "προφορικές κοινωνίες" που δεν έχουν γραπτό κώδικα.
β. Οντογενετική προτεραιότητα. Κανένα παιδί δεν μαθαίνει πρώτα να γράφει και μετά να μιλάει.
γ. Γνωστική-μαθησιακή προτεραιότητα. Η ομιλία αναπτύσσεται με φυσικό τρόπο· για να μάθει το παιδί να μιλάει, αρκεί να εκτεθεί σε γλωσσικά ερεθίσματα. Αντίθετα, για να μάθει να γράφει τη γλώσσα του, απαιτείται συστηματική διδασκαλία.
δ. Δομική προτεραιότητα. Ολα τα συστήματα γραφής βασίζονται σε μονάδες του προφορικού λόγου· τα αλφαβητικά συστήματα στους φθόγγους, τα συλλαβικά στις συλλαβές, τα ιδεογραφικά στις λέξεις.

Με τον όρο "προτεραιότητα του προφορικού λόγου" επισημαίνεται, λοιπόν, κυρίως μια ειδίκευση ως προς το μέσον: η ανθρώπινη γλώσσα έχει πρωτίστως φωνητικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι αξιοποιεί τη φωνητική-ακουστική οδό επικοινωνίας, που είναι και η φυσικότερη από εξελικτική και βιολογική άποψη. Αντίθετα, η γραφή είναι σημειωτικό σύστημα εξαρτημένο και δευτερογενές: «ο μόνος λόγος ύπαρξης της γραφής είναι να παραστήσει τη γλώσσα» (Φ. ντε Σωσσύρ). Δεν είναι αδιαμφισβήτητη η αρχή της προτεραιότητας του προφορικού λόγου. «Ουσιωδώς μεταφυσική» τη θεωρεί ο Ζακ Ντερριντά. «Εξωτερικά» χαρακτηρίζει τα επιχειρήματα που τη στηρίζουν ο Ρόυ Χάρρις, επειδή δεν επικαλούνται γενικές σημειολογικές αρχές, αλλά εμπειρικές γενικεύσεις. Αλλωστε, η ίδια η ύπαρξη της γραφής πιστοποιεί ότι η ανθρώπινη γλώσσα δεν χαρακτηρίζεται από απόλυτη ειδίκευση ως προς το μέσον, αλλά μάλλον από σχετική ανεξαρτησία· η γλώσσα μπορεί να "μεταφέρεται" από το ένα μέσον στο άλλο.
Από εμπειρική άποψη, η "προτεραιότητα του προφορικού λόγου" φαίνεται να υποτιμά τη σχετική αυτονομία της γραφής. Η γραφή δεν έχει μόνο "αναπαραστατική", "αρχειακή" ή "μνημειακή" λειτουργία· ανταποκρίνεται σε πάμπολλες επικοινωνιακές ανάγκες και αναπτύσσει ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη ειδολογία. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τη σημαντικά αυξημένη λειτουργικότητα της "εγγραμματοσύνης" στις σύγχρονες κοινωνίες και τις νέες μορφές που αποκτά στα νέα μέσα επικοινωνίας, δύσκολα θα υποστηρίζαμε ότι ο προφορικός λόγος έχει και λειτουργική προτεραιότητα έναντι του γραπτού. Η σύγκριση δεν μπορεί να είναι ποσοτική. Πολλοί μιλούν για δύο είδη πολιτισμού, ακόμα και για δύο συλλογικά διαφορετικούς τρόπους σκέψης: τον προφορικό και τον εγγράμματο. Όλως ιδιαίτερη σημασία αποκτά η γραφή στη διαδικασία τυποποίησης κοινής γλώσσας. Η γλωσσική τυποποίηση, φαινόμενο όλων των δυτικών κοινωνιών, περιλαμβάνει τη δημιουργία "γραφολέκτου" (μιας "κοινής γραφομένης" ή "φιλολογικής γλώσσας") και τη θέσπιση ορθογραφικών συμβάσεων. Η "πρότυπη" γλώσσα που προκύπτει από την τυποποίηση καθιερώνεται μέσω της παιδείας. Στην Ελλάδα, για πολλούς και διάφορους λόγους, γνωρίσαμε μια καθυστερημένη τυποποίηση, η διαμάχη για την οποία, γνωστή ως "γλωσσικό ζήτημα", κράτησε πολλά χρόνια. ʼλλοι λαοί καθιέρωσαν δημώδη γλώσσα αιώνες νωρίτερα. Αυτή η καθυστερημένη τυποποίηση χρειάστηκε ν' αντιταχθεί σ' ένα πανίσχυρο πρότυπο, της καθαρεύουσας, το οποίο συνέχισε στην εποχή μας την παράδοση του κλασικισμού και του αττικισμού, μια παράδοση που επιβίωσε με τα γραπτά κατάλοιπα μιας νεκρής γλώσσας. Απ' αυτήν ακριβώς την παράδοση θέλησε να διαφοροποιηθεί η νεότερη γλωσσολογία, προβάλλοντας την προτεραιότητα του προφορικού λόγου. Συνεπώς, η έμφαση στον προφορικό λόγο κάθε άλλο παρά υποτιμά τη σημασία της γραφής στη διαδικασία της τυποποίησης. Στο πλαίσιο της τυποποίησης, η προτεραιότητα του προφορικού λόγου έχει την αξία μιας λελογισμένης ρυθμιστικής αρχής. Μας λέει πού πρέπει να βασιστεί η τυποποίηση: στον προφορικό λόγο, στη δημώδη γλώσσα, και όχι σε αρχαϊστικά κείμενα. Η αρχή επέχει επίσης θέση μεθοδολογικής οδηγίας. Λέει στον γλωσσολόγο πού πρέπει να αναζητήσει τα δεδομένα του, ποιο πρέπει να είναι το γλωσσικό "υλικό" του, τα "παραδείγματά" του. Τέλος, η αρχή έχει ιδεολογικό χαρακτήρα ("επιστημολογικό", θα προτιμούσαν ορισμένοι), όπως προκύπτει από το ανατρεπτικό της περιεχόμενο, τη ρήξη με τη μεγάλη παράδοση του κλασικισμού. Χωρίς λοιπόν να υποτιμά τη σημασία της γραφής, η αρχή της προτεραιότητας του προφορικού λόγου μάς ζητά να αντισταθούμε στην αποκτημένη συνήθεια να ταυτίζουμε τη γλώσσα με τη γραφή. Ας δούμε πότε αποκτάται αυτή η συνήθεια και ποιες προλήψεις την περιβάλλουν. Με τη διαδικασία της τυποποίησης, η κοινή γλώσσα αποκτά λεξικά, γραμματικές και δασκάλους. Στα σχολεία διδάσκεται d'apres le livre et par le livre. Πηγαίνουμε στο σχολείο με γνώση της γλώσσας μας, αποκτάμε όμως εκεί τις μοναδικές μας γνώσεις για τη γλώσσα - και η γλώσσα του σχολείου είναι κυρίως γραπτή γλώσσα. Έτσι, μαθαίνουμε ότι η νέα ελληνική έχει επτά και όχι πέντε φωνήεντα, ότι τα δίψηφα φωνήεντα ει, οι, ου είναι δίφθογγοι, ότι τα συμφωνικά συμπλέγματα ξ και ψ είναι φθόγγοι κ.ο.κ. Εφεξής, θα δυσκολευτούμε ν' ανακαλύψουμε σ' αυτήν τη γνώση για τη γλώσσα τη γνώση της γλώσσας μας. Στο σχολείο λοιπόν γίνεται η πρώτη ταύτιση της γλώσσας με τη γραφή. Την ταύτιση αυτή τη διευκολύνουν ψυχολογικοί και σημειολογικοί παράγοντες. Η "οπτική εικόνα" είναι πιο καθαρή, πιο διαρκής, πιο σταθερή από την "ακουστική εικόνα". Η "ακουστική εικόνα" είναι φευγαλέα. Αν θέλαμε να κυριολεκτήσουμε, θα λέγαμε ότι δεν έχουμε άλλη "εικόνα" της γλώσσας από τη γραφή. Η γραφή, επιπλέον, οδηγεί σ' ένα αντικείμενο, σ' ένα υλικό προϊόν, το τελικό κείμενο. Ο προφορικός λόγος, αντίθετα, είναι μια συνεχής διαδικασία του υποκειμένου, γεμάτη προσπάθειες, δισταγμούς και αναδιατυπώσεις - όλο προσχέδια που δεν καταστρέφονται (Μ.Α.Κ. Ηalliday). Στη σταθεροποίηση όμως του "οπτικού αντικειμένου" της γραφής συμβάλλει κυρίως ένας κοινωνικός παράγοντας, η ορθογραφία. Οι μόνοι απαρέγκλιτοι κανόνες που μαθαίνουμε είναι οι κανόνες της ορθογραφίας. Αρκεί ένα λάθος μας για να ρεζιλευτούμε. Αρκεί μια "ορθογραφική απλοποίηση" για να μας αποσυντονίσει. Μας είναι οικείες οι αντιστάσεις στο να γράψουμε το "τραίνο" με -ε, το "αντικρύζω" με -ι, το "ψέμμα" με ένα -μ. Οι αντιστάσεις αυτές ενισχύονται από πολιτισμικούς παράγοντες. Πολλοί θεωρούν "άλωση της γλώσσας" το μονοτονικό σύστημα, "καταστροφή" το λατινικό. Σαν "κίνδυνος για τη γλώσσα" αναγνωρίζεται οποιαδήποτε "αλλοίωση" της ορθογραφίας. Αν γλώσσα είναι η γραφή, τότε ο προφορικός λόγος δεν είναι γλώσσα. Iδιαίτερα διαδεδομένη είναι λοιπόν η αντίληψη ότι η προφορική γλώσσα είναι άναρχη, ότι δεν υπακούει σε κανόνες· ότι μόνον ο γραπτός λόγος μπορεί να είναι δομημένος· ότι μπορούμε μόνο να γράφουμε αλλά όχι και να μιλάμε "σωστά". Απόδειξη οι δεκάδες οδηγοί "σωστής χρήσης της γλώσσας", δηλαδή της γραφής. Συναφής είναι και η άποψη ότι τα προφορικά ιδιώματα είναι ευμετάβλητα και ασταθή, κι ας αναγνωρίζουμε σε διαλέκτους που δεν γράφτηκαν ποτέ μια συντηρητικότερη μορφή από αυτήν που επικράτησε στην κοινή γραφομένη, κι ας υπάρχουν προφορικές παραδόσεις εντελώς ανεξάρτητες από τη γραφή. Και είναι αλήθεια ότι με τη γραφή και την τυποποίηση προσπαθούν κάποτε τα "άτακτα" προφορικά ιδιώματα ν' αντισταθούν στην κυριαρχία μιας κοινής γλώσσας. Η συντηρητικότητα της γραφής σε σχέση με τη γλωσσική αλλαγή εδραιώνει, τέλος, την πεποίθηση ότι η γλώσσα είναι "μία και ενιαία", κυρίως στη διαχρονική της διάσταση. Εδραιώνει την πεποίθηση ότι η γλώσσα δεν αλλάζει, δεν μεταβάλλεται, ή ότι, όσο κι αν αλλάζει, όσο κι αν μεταβάλλεται, η γραφή θα "μας ενώνει με το παρελθόν", αφού αυτή πρώτη έριξε γέφυρες στο μέλλον.
Ο Σπύρος Μοσχονάς είναι λέκτορας Γλωσσολογίας στο Τμήμα ΕΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών
Από την εφημερίδα "Τα Νέα"
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η προτεραιότητα του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού."

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Η Ελληνική γλώσσα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Η Ελληνική μεταξύ Ανατολής και Δύσης·
δάνεια στοιχεία από ανατολικές και δυτικές γλώσσες


»»» του Σωφρόνη Χατζησαββίδη

1. Η ελληνική γλώσσα και ο γλωσσικός δανεισμός


Θα αποτελούσε κοινοτοπία να υποστηριχθεί ότι ο ελληνικός πολιτισμός, τουλάχιστον τους τελευταίους αιώνες, ενέχει στοιχεία τόσο από πολιτισμούς της Ανατολής όσο και της Δύσης. Πρόκειται για μια πραγματικότητα, η οποία γίνεται εμφανής στην καθημερινή ζωή και στη συμπεριφορά των Ελλήνων πολιτών, καθώς επίσης και στη νεοελληνική Τέχνη, στη θρησκευτική λατρεία και σε μια σωρεία άλλων εκδηλώσεων. Η τεκμηρίωση όμως αυτών των εμφανώς διακριτών στοιχείων προϋποθέτει, εκτός της ερευνητικής διαδικασίας, και τη γνώση ανάλογων πολιτισμικών στοιχείων προερχομένων από τους πολιτισμούς της Ανατολής και της Δύσης, κάτι που δεν είναι πάντα εφικτό.

'Eνα ιδιαίτερο πολιτισμικό στοιχείο, στο οποίο μπορούν να διερευνηθούν δάνεια στοιχεία από άλλους πολιτισμούς, είναι η γλώσσα. Η ελληνική γλώσσα ομιλήθηκε και ομιλείται από εκατομμύρια ανθρώπους σε μια χρονική διάρκεια που ξεπερνά τις τρεις χιλιετίες. Μέσα σ΄ αυτήν τη χρονική περίοδο οι ομιλητές της ήρθαν σε επαφή, είτε ως κατακτητές είτε ως κατακτημένοι είτε ως έμποροι είτε ως διανοούμενοι είτε απλώς ως αποδέκτες μιας διαφορετικότητας, με διάφορους πολιτισμούς τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής. 'Hταν φυσικό λοιπόν η ελληνική γλώσσα να "μπολιαστεί" και με στοιχεία των άλλων γλωσσών, με τις οποίες οι ομιλητές της ήρθαν και έρχονται σε επαφή. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται στη Γλωσσολογία δανεισμός· η ίδια όμως ονομασία δίνεται και στη διαδικασία με την οποία ένα γλωσσικό στοιχείο περνά από τη μια γλώσσα στην άλλη. Ανεξάρτητα πάντως από την ονομασία που δίνεται, ο δανεισμός αποτελούσε και αποτελεί και σήμερα ένα φυσιολογικότατο στοιχείο εμπλουτισμού και ανανέωσης της γλώσσας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, βάση για υφολογικές διαφοροποιήσεις. Ο δανεισμός μπορεί να αφορά όλα τα επίπεδα της γλώσσας: το φωνητικό, το φωνολογικό, το μορφολογικό, το συντακτικό, το σημασιολογικό και ιδιαίτερα το λεξιλογικό. Ο δανεισμός, σύμφωνα με το μοντέλο του Betz, διακρίνεται σε εξωτερικό και εσωτερικό.

Μετά από όλα αυτά τα προκαταρκτικά, θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε -χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο δημοσιευμένες έρευνες γλωσσολόγων-τα δάνεια στοιχεία που δέχτηκε η ελληνική γλώσσα από γλώσσες της Ανατολής και της Δύσης και θα κλείσουμε με τη σημερινή κατάσταση του γλωσσικού δανεισμού της ελληνικής.
2. 1. Δάνεια από ανατολικές γλώσσες

Οι 'Ελληνες ήρθαν από πολύ νωρίς σε επαφή με λαούς που ζούσαν στην Ασία και στη βορειοανατολική Αφρική. Ιδίως τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες, λόγω της τεράστιας εξάπλωσης του ελληνισμού σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της ασιατικής και της αφρικανικής ηπείρου, η ελληνική γλώσσα δανείστηκε αρκετές λέξεις από την εβραϊκή, τη σημιτική, την περσική και την αιγυπτιακή γλώσσα και παλαιότερα από τη γλώσσα των Φοινίκων, πολλές από τις οποίες στη συνέχεια έπαψαν να χρησιμοποιούνται ή αφομοιώθηκαν πλήρως από το φωνολογικό και μορφολογικό σύστημα της ελληνικής. Μετά το 15ο αι. η επίδραση της τουρκικής, λόγω της τουρκικής κατάκτησης και της μακρόχρονης συμβίωσης των Ελλήνων με τους Τούρκους, υπήρξε δραστική στην ελληνική γλώσσα και έδωσε στη νέα ελληνική ένα μεγάλο αριθμό γλωσσικών δανείων. Πηγή μικρής έκτασης δανεισμού υπήρξε τους τελευταίους αιώνες και η ρομανές.
2.1.1 Δάνεια από την τουρκική

Η τουρκική γλώσσα δάνεισε στην ελληνική πάρα πολλά γλωσσικά στοιχεία, τα περισσότερα από τα οποία έχουν προσαρμοστεί σήμερα στη φωνητική και τη μορφολογία της ελληνικής.

Στον τομέα της Φωνητικής παραμένουν ορισμένοι φθόγγοι, κυρίως σε διαλέκτους της νεοελληνικής, όπως είναι η ποντιακή και η καππαδοκική. Στην ποντιακή διατηρούνται από μεγάλης ηλικίας ομιλητές το κλειστό πισινό φωνήεν της τουρκικής [΅] και το κλειστό μπροστινό φωνήεν της τουρκικής [y], καθώς και η σειρά των δασέων κλειστών συμφώνων. Οι ίδιοι φωνηεντικοί φθόγγοι υφίστανται και στην καππαδοκική, σε μερικά ιδιώματα μάλιστα της οποίας εφαρμόζεται και η "αρμονία φωνηέντων".

Στον τομέα της Μορφολογίας η τουρκική δάνεισε στην ελληνική ορισμένα επιθήματα, από τα οποία επιβιώνουν στη σημερινή ελληνική τα εξής: α) -λης (τουρκ. -li/lι), π.χ. παραλής, μουστακαλής, προυσαλής, β) -τζης (τουρκ. -ci/cι), π.χ. τενεκετζής, ταξιτζής, κουλουρτζής, γ) -λίκι (τουρκ. -lik/lιk), π.χ. χαρτζιλίκι, δασκαλίκι, προεδριλίκι.

Στον τομέα της Σύνταξης η επίδραση της τουρκικής, λόγω προφανώς της εντελώς διαφορετικής συντακτικής δομής των δύο γλωσσών, υπήρξε μηδαμινή. Εκείνο που δανείστηκε η ελληνική από την τουρκική είναι ορισμένες φράσεις, των οποίων οι ελληνικές εκδοχές αποτελούν στη σημερινή ελληνική στερεότυπες εκφράσεις, όπως οι παρακάτω: βάζω στο χέρι ... (τουρκ. ele gec irmek), έρχεται στο κεφάλι μου ... (τουρκ. bas ιna gelior), πάτησε πόδι (τουρκ. ayak diredi), έμεινε στη μέση (τουρκ. yarιda kaldι), βρίσκω τον μπελά μου (τουρκ. bela sι bulmak).

Στον τομέα του Λεξιλογίου τα δάνεια της ελληνικής από την τουρκική είναι πάρα πολλά. Αυτά ανήκουν κυρίως στους εξής τομείς: α) μαγειρική (γιαλαντζί, κεφτές, μεζές, ντοντουρμάς, μπουγάτσα, κεμπάπ) , β) ενδυμασία και επίπλωση (γιακάς, σοφάς, σόμπα, τσέπη, μαγκάλι, ντιβάνι), γ) αντικείμενα καθημερινής χρήσης (φλιτζάνι, τσακμάκι, καπάκι, τσάντα), δ) ιδιότητες ανθρώπων (καραβανάς, μανάβης, μουσαφίρης, νταγλαράς, τσοπάνος, νταντά, γουρσούζης, μπεκρής). Τέλος πάρα πολλά επώνυμα Ελλήνων πολιτών αποτελούν κατασκευές λέξεων τουρκικής προέλευσης, όπως π.χ. Κάλφας
2.1.2. Δάνεια από τη ρομανές (τσιγγάνικα)

Η ρομανές (ή ρομανί) είναι η γλώσσα που μιλούν οι Ρομ (Τσιγγάνοι και Γύφτοι) σε όλη την υφήλιο. Οι διάφοροι διάλεκτοι και τα ιδιώματα της ρομανές που μιλούν σήμερα οι Ρομ προέρχονται κατά βάση από τα σανσκριτικά και ορισμένες γλώσσες της βόρειας Ινδίας (παντζάμπι, χίντι, νεπάλι κ. ά.)· πρόκειται, δηλαδή, στην ουσία για μια ανατολική γλώσσα, η οποία λόγω της μακρόχρονης συμβίωσής των ομιλητών της με άλλους λαούς δανείστηκε πολλά γλωσσικά στοιχεία από τις γλώσσες των λαών αυτών, αλλά και δάνεισε επίσης αρκετά γλωσσικά στοιχεία.

Στον τομέα της Φωνητικής και της Φωνολογίας οι επιδράσεις -αν μπορούμε να τις ονομάσουμε επιδράσεις- γίνονται εμφανείς στο λεγόμενο "γύφτικο ύφος", το γλωσσικό δηλαδή ύφος που χρησιμοποιούν ορισμένες φορές ομιλητές της νέας ελληνικής για χιουμοριστικούς και περιπαικτικούς λόγους. Το ύφος αυτό συνίσταται στην εκφορά προφορικού λόγου της νεοελληνικής με μετατροπή των συμφωνικών φθόγγων της νέας ελληνικής [δ], [θ], [γ], [j] σε [d], [th], [g] και [i ] αντίστοιχα και των φωνηεντικών φθόγγων [e] και [ο], όταν βρίσκονται σε άτονη θέση, σε [i] και [u].

Στον τομέα του Λεξιλογίου δέχτηκαν έντονη επίδραση από τη ρομανές οι συνθηματικές γλώσσες και τα περιθωριακά ιδιώματα της νέας ελληνικής (αργκό, καλιαρντά), ενώ η κοινή νέα ελληνική δανείστηκε έναν περιορισμένο αριθμό λέξεων, τα οποία μάλιστα χρησιμοποιούνται ως επί το πλείστον από ορισμένες ομάδες ομιλητών στον καθημερινό προφορικό λόγο. Ιδιαίτερα στα καλιαρντά (ιδίωμα των ομοφυλόφιλων της Ελλάδας, το λεξιλόγιο του οποίου κατέγραψε ο Ηλ. Πετρόπουλος) ένας αριθμός λέξεων και φράσεων, που φτάνει σε ποσοστό περίπου το 15% του συνόλου των καταγραμμένων λέξεων και φράσεων, προέρχονται από τη ρομανές. Ειδικά στην κοινή νέα ελληνική πέρασε ένας μικρός αριθμός λέξεων και φράσεων, ορισμένες από τις οποίες παρατίθενται παρακάτω:

πουρό, πουρή, πουρός, πούρεψα από τη λέξη της ρομανές [puro ] ή [phuro ]=γέρος

τζαστός, τζάσε, θα τζάσω, να τζάσω; από τη λέξη της ρομανές [dzav] ή [dZ av]=φεύγω

χάφτω, το έχαψα, θα το χάψει από τη λέξη της ρομανές [xav]=τρώω

μπουτ από τη λέξη της ρομανές [but]=πολύ

'Ολα τα γλωσσικά δάνεια από τη ρομανές που αναφέρθηκαν φαίνεται ότι είναι πρόσφατα. Πιθανόν όμως να υπήρχαν και σε παλαιότερες περιόδους της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, κάτι που δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί.
2.1.3. Δάνεια από την αραβική και περσική

Η σημερινή νέα ελληνική περιέχει ένα μικρό αριθμό γλωσσικών δανείων από την αραβική και περσική γλώσσα. Τα δάνεια αυτά αφορούν αποκλειστικά τον τομέα του λεξιλογίου, και εκείνο που θεωρείται επιστημονικά το πιθανότερο είναι ότι οι περισσότερες από τις λέξεις αυτές πέρασαν στη νέα ελληνική μέσω της τουρκικής, η οποία περιέχει μεγάλο αριθμό δάνειων λέξεων από την περσική και την αραβική, και στα νεότερα χρόνια μέσω ευρωπαϊκών γλωσσών, όπως της γαλλικής και της ισπανικής. Ορισμένες από τις λέξεις που είναι πολύ πιθανόν ότι πέρασαν στην ελληνική κατά τα βυζαντινά χρόνια (πριν από την τουρκική κατάκτηση) είναι οι παρακάτω: αραβικής προέλευσης: αμιράς, δράμι, ζάρι, καραβάνι, Κοράνιο - περσικής προέλευσης: αγγαρεία και ταφτάς.

Οι περσικές και αραβικές λέξεις που είναι βέβαιο ότι πέρασαν μέσω της τουρκικής ή και μέσω ευρωπαϊκών γλωσσών στη σημερινή νέα ελληνική και τις διαλέκτους της είναι πολύ περισσότερες από τις προηγούμενες. Αναφέρω ορισμένες από τις πιο κοινές στη χρήση τους: άλγεβρα, αλκαλικός, αμιράς, ζενίθ, καραβάνι, μιναρές, μαγαζί, παζάρι, τσόφλι, χασίσι, χημεία (αραβικές), αχούρι, ντιβάνι, μπόλικος, παπούτσι, τραχανάς (περσικές.).
2.1.4. Δάνεια από άλλες ανατολικές γλώσσες

'Αλλες γλώσσες της Ανατολής που έδωσαν έναν περιορισμένο αριθμό λεξιλογικών δανείων είναι η εβραϊκή, οι γλώσσες της Ινδίας και πολύ λίγες λέξεις έδωσαν η κινεζική και η ιαπωνική. Εβραϊκής προέλευσης είναι οι λέξεις βερζεβούλης, Σάββατο, σατανάς και πολλές λέξεις της εκκλησίας (αλληλούια, αμήν, χερουβείμ κτλ.), καθώς και κύρια ονόματα (Ιωάννης, Μαρία κτλ.), ινδικής προέλευσης θεωρούνται οι λέξεις γιόγκα, ζούγκλα, μαχαραγιάς, παγόδα, πιτζάμα, ιαπωνικής οι λέξεις κιμονό και χαρακίρι και κινεζικής οι λέξεις τσάι και μανδαρίνος. Εδώ θα πρέπει να προστεθούν και ορισμένες ρωσικής προέλευσης λέξεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται ευρέως στη νέα ελληνική και τις διαλέκτους της, όπως μαζούτ, μπολσεβίκος, προβοκάτσια, τσάρος, φράξια κτλ..

Οι εβραϊκής προέλευσης λέξεις πέρασαν στην ελληνική την περίοδο των πρώτων χριστιανικών χρόνων και διατηρήθηκαν κυρίως μέσω της γλώσσας της χριστιανικής εκκλησίας, ενώ οι δάνειες λέξεις ινδικής, ιαπωνικής και κινεζικής προέλευσης πέρασαν τα νεότερα χρόνια και αποκλειστικά σχεδόν μέσω των ευρωπαϊκών γλωσσών. 'Ενα μέρος των λέξεων ρωσικής προέλευσης πέρασε στην ελληνική το 19ο αι., λόγω της επαφής και τω σχέσεων των Ελλήνων με την τσαρική Ρωσία, ενώ ένα άλλο μέρος λέξεων που συνδέεται με το κομμουνιστικό καθεστώς πέρασε στη νέα ελληνική κυρίως την περίοδο του μεσοπολέμου και αργότερα.
2. Δάνεια από δυτικές γλώσσες Παρακάτω θα δούμε τα δάνεια που δέχτηκε η ελληνική γλώσσα από τις γλώσσες των λαών που ζούσαν και ζουν στη δυτική Ευρώπη και στην Αμερική. Η διαδικασία του γλωσσικού δανεισμού από δυτικές γλώσσες αρχίζει ήδη από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι κατακτητές καταλαμβάνουν τα ελληνιστικά κράτη. Η παραμονή των Ρωμαίων ήταν μακρόχρονη και η λατινική γλώσσα έγινε, με την πάροδο των χρόνων, γλώσσα της διοίκησης του απέραντου ρωμαϊκού κράτους και αργότερα του βυζαντινού κράτους. Από το 16ο έως το 19ο αι., περίοδος της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, η μόνη δυτική γλώσσα που ασκεί κάποια επίδραση στη νέα ελληνική είναι η βενετσιάνικη. Μετά την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους και μέχρι σχεδόν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η κυρίαρχη στην Ευρώπη γαλλική γλώσσα αφήνει πολλά ίχνη στη νέα ελληνική και πολύ λιγότερα η ιταλική. Τις τελευταίες όμως δεκαετίες η αγγλοαμερικανική είναι αυτή η οποία αποτελεί την κύρια πηγή δανεισμού της νέας ελληνικής. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί και η διαφορά στη διαδικασία εισαγωγής των δανείων ανάμεσα στην περίοδο μέχρι το 19ο αι. και την περίοδο από το 19ο αι. έως σήμερα. Ενώ, δηλαδή, παλαιότερα ο γλωσσικός δανεισμός ήταν το αποτέλεσμα που προέκυπτε από την αναγκαστική διγλωσσία, στην οποία βρίσκονταν οι ομιλητές της ελληνικής (ελληνικά-τουρκικά, ελληνικά-λατινικά), τα τελευταία 150-180 χρόνια ο γλωσσικός δανεισμός είναι το αποτέλεσμα της πολιτισμικής και κοινωνικοοικονομικής υπεροχής κάποιων κρατών έναντι της Ελλάδας, που επιφέρει αυτόματα και γλωσσική υπεροχή. Η διαδικασία αυτή διευκολύνεται και από άλλους παράγοντες, όπως είναι η δημιουργία εθνικών κρατών και η υιοθέτηση επίσημων εθνικών γλωσσών, η ανάπτυξη των συγκοινωνιακών μέσων και πιο πρόσφατα η ανάπτυξη των Μ.Μ.Ε.2.2.1. Δάνεια από την αγγλοαμερικανική

Οι σχέσεις της ελληνικής με την αγγλική γλώσσα αρχίζουν ήδη από τα τέλη του 18ου αι. με τους 'Αγγλους περιηγητές, οι οποίοι επισκέπτονται την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, και συνεχίζονται και κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 με τους 'Αγγλους φιλέλληνες αλλά και μετά από αυτήν, μέσω της επιρροής που ασκούσε η αγγλική εξάπλωση τόσο με τις αποικίες όσο και με τα νέα πρότυπα που δημιούργησε η βασικά αγγλικής προέλευσης βιομηχανική επανάσταση. Ο γλωσσικός δανεισμός όμως της ελληνικής από την αγγλική υπήρξε τότε μηδαμινός. Ο αριθμός των γλωσσικών δανείων από την αγγλική μεγαλώνει κάπως στις αρχές του 20ου αι. με τη διάδοση του ποδοσφαίρου και των ειδικών όρων που το συνοδεύουν (γκολ, κόρνερ, σέντερ φορ κτλ.), αλλά και με την αθρόα μετανάστευση Ελλήνων στις Η.Π.Α. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η επίδραση της αγγλοαμερικανικής στη νέα ελληνική αυξάνεται συνεχώς λόγω των φιλικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ Ελλάδας και Η.Π.Α. σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. 'Ετσι, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται στην Ελλάδα μια αθρόα εισαγωγή επιστημονικών, πολιτιστικών και ιδεολογικών προϊόντων αγγλοαμερικανικής προέλευσης, άγνωστων στους 'Ελληνες, τα οποία εισάγονται επενδυμένα με την ορολογία της γλώσσας στην οποία γεννήθηκαν και εισάγονται χωρίς γλωσσικό φιλτράρισμα (προσαρμογή) στην ελληνική γλώσσα. Εκείνο που μπορούμε να παρατηρήσουμε στη σημερινή ελληνική γλώσσα, είναι ένα διπλό στρώμα αγγλοαμερικανικών γλωσσικών δανείων: το ένα που προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από την αγγλική αφορά δάνειες λέξεις που εισήλθαν πριν από την πολιτικοοικονομική ανάπτυξη των Η.Π.Α.· το δεύτερο, που προέρχεται κυρίως από την αγγλική εκδοχή που χρησιμοποιούν οι Αμερικανοί, αφορά γλωσσικά δάνεια που εισήλθαν και εισέρχονται στην ελληνική γλώσσα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και είναι πολύ περισσότερα από τα αντίστοιχα δάνεια του πρώτου στρώματος. Παραδείγματα του πρώτου στρώματος δάνειων λέξεων από την αγγλική που επιβιώνουν στη σημερινή ελληνική γλώσσα είναι οι λέξεις γκολ
Στον τομέα της Φωνητικής και της Φωνολογίας η επίδραση της αγγλοαμερικανικής είναι ανύπαρκτη, αν εξαιρέσει κανείς την επιλογή ορισμένων ομιλητών της νέας ελληνικής, οι οποίοι για λόγους αστεϊσμού ή για λόγους που σχετίζονται με ένα προσποιητό ύφος Αμερικανού ομιλητή της ελληνικής χρησιμοποιούν φθόγγους της αγγλοαμερικανικής.

Στον τομέα της Μορφολογίας και της Σύνταξης παρουσιάζονται ορισμένες φορές στον προφορικό και στο γραπτό λόγο ομιλητών της ελληνικής, οι οποίοι έζησαν και σπούδασαν σε αγγλόφωνες χώρες, περιορισμένης έκτασης παρεμβολές (interferences), οι οποίες όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν δάνεια.

Στον τομέα του Λεξιλογίου ο δανεισμός αφορά όλους σχεδόν τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας, ιδιαίτερα όμως η νέα ελληνική έχει δανειστεί λέξεις στους εξής τομείς: α) αθλητισμός (π.χ. βόλεϊ, μπάσκετ, πόλο, ράλι, σέρφιγκ, χόκεϊ, γκολ, κόρνερ, ταϊμάουτ, ματς, πέναλτι, σκορ, σπορ κτλ.), β) τεχνολογία (ερ κοντίσιον, κάμερα, όφσετ, ραντάρ, σκάνερ, φαξ, τζιπ, τόνερ, τούνελ, κομπιούτερ, μόνιτορ κτλ.), γ) μόδα (λουκ, πουλόβερ, τζάκετ, μίνι, μάξι, νάιλον, τρενσκότ κτλ.), δ) τέχνη και διασκέδαση (γουέστερν, θρίλερ, κλόουν, μιούζικαλ, μπλουζ, ντραμς, ποπ, σίριαλ, σκετς, στέρεο, χιούμορ, χόμπι κτλ.), ε) οικονομία (εμπάργκο, σπόνσορας, στοκ, τράνζιτ, τσεκ κτλ.)

Εκτός από τις δάνειες λέξεις, η νέα ελληνική έχει πάρει από την αγγλοαμερικανική ένα μεγάλο αριθμό στερεοτύπων εκφράσεων, ορισμένες από τις οποίες είναι οι παρακάτω: αγώνες καλής θελήσεως
2.2.2. Δάνεια από τη γαλλική

Οι σχέσεις των Γάλλων με τους 'Ελληνες αναπτύχθηκαν κυρίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση, όταν η πνευματική ζωή της Γαλλίας έγινε πηγή άντλησης φιλελεύθερων ιδεών από τους 'Ελληνες διανοούμενους. Η Γαλλία, και ιδιαίτερα το Παρίσι, έγινε κατά το 18ο ,αλλά πολύ περισσότερο το 19ο και το πρώτο μισό του 20ου αι., πόλος έλξης των Ελλήνων λογίων. Η απελευθέρωση του 1821 και η επακολουθήσασα ίδρυση του νεοελληνικού κράτους συνέπεσε με την κυριαρχία της γαλλικής γλώσσας σε διεθνές επίπεδο, με αποτέλεσμα η διαμορφούμενη επίσημη κρατική ελληνική γλώσσα να δανειστεί γλωσσικά στοιχεία από τη γαλλική για να επενδύσει έννοιες και αντικείμενα του υλικού πολιτισμού, για τα οποία η αρχαία ελληνική δε διέθετε αντίστοιχους όρους. 'Ετσι, καταρχήν η εισβολή δανείων από τη γαλλική έγινε για εξυπηρέτηση κάποιων αναγκών επικοινωνίας. Παράλληλα όμως, λόγω του κύρους που συνόδευε τη γαλλική το 19ο αι., έγινε η δεύτερη γλώσσα των μορφωμένων, η μοναδική διδασκόμενη ξένη γλώσσα στα ελληνικά σχολεία μέχρι και τη δεκαετία του 1950 και η γλώσσα των "σαλονιών", η γλώσσα δηλαδή που προσέδιδε κύρος σε όσους τη μιλούσαν. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι διεθνείς πολιτικοοικονομικές συνθήκες μείωσαν την κυριαρχία της γαλλικής ως διεθνούς γλώσσας. Στα πλαίσια αυτά μειώθηκε και η επίδρασή της στη νέα ελληνική προς όφελος της αγγλοαμερικανικής. Σήμερα τα δάνεια που δέχεται η νέα ελληνική από τη γαλλική είναι πολύ περιορισμένα και αφορούν πολύ ειδικούς τομείς.

Στον τομέα της Φωνητικής και της Φωνολογίας η γαλλική δεν επηρέασε το φωνητικό και φωνολογικό σύστημα της ελληνικής. Από ορισμένους ομιλητές, γνώστες της γαλλικής χρησιμοποιούνται κατά την εκφορά γαλλικής προέλευσης λέξεων τις οποίες δανείστηκε η ελληνική, φθόγγοι του γαλλικού φωνητικού συστήματος, π.χ. μπλε? μπλO , γκαράζ? γκαράZ . Οπωσδήποτε αυτά τα περιθωριακά φαινόμενα δε δίνουν τη δυνατότητα να μιλήσουμε για δανεισμό της ελληνικής φωνητικών στοιχείων από τη γαλλική.

Στον τομέα της Μορφολογίας η γαλλική, σε αντίθεση προς την αγγλοαμερικανική, άσκησε κάποια επίδραση στη νέα ελληνική, προφανώς λόγω της πολύχρονης σχέσης των δύο γλωσσών, δανείζοντας ορισμένα επιθήματα στην ελληνική, τα οποία χρησιμοποιούνται και σε λέξεις με βάση ελληνική λέξη. Τα επιθήματα αυτά είναι τα εξής: α) -εξ (γαλ. -ex), π.χ. ντούμπλεξ, τέλεξ αλλά και αφρολέξ, στρωματέξ, β) -ερί (γαλ. -erie), π.χ. καροσερί αλλά και ουζερί, γ) -έρα (γαλ. -ier/ie re), π.χ. καφετιέρα, κρουαζιέρα αλλά και αλατιέρα, ψηστιέρα, δ) -έ (γαλ. -e ), π.χ. ντεφορμέ, πανέ αλλά και αγορέ, κυριλέ.

Στον τομέα του Λεξιλογίου οι κύριοι τομείς στους οποίους δανείστηκε η ελληνική από τη γαλλική είναι οι εξής: α) ενδυμασία (π.χ. ζακέτα, καμπαρντίνα, μαγιό, ταγέρ, καρό, γκαρνταρόμπα, δαντέλα, μακιγιάζ, μπιζού), β) χρώματα (π.χ. μπλε, καφέ, μπορντό, ροζ), γ) διακόσμηση (π.χ. αμπαζούρ, σαλόνι), δ) μαγειρική (π.χ. εκλέρ, κρέπα, μπον φιλέ, ορντέβρ), ε) τέχνη και διασκέδαση (βεντέτα, αφίσα, κολάζ, μπαλάντα, ρεσιτάλ, ντοκιμαντέρ, σουξέ, πιόνι, φαβορί), στ) αθλητισμός (γκραν πρι, μποξέρ, σκι, τουρνουά), ζ) τεχνολογία (π.χ. καλοριφέρ, κοντέρ, μοτέρ, ρουλεμάν, καρμπιρατέρ).

Τέλος, η ελληνική πήρε κάποιες φράσεις της γαλλικής, τις οποίες προσάρμοσε μεταφράζοντάς τες στην ελληνική. Ορισμένες από αυτές τις εκφράσεις είναι οι εξής: έλαβε χώρα (γαλ. a eu lieu ), κατά πάσα πιθανότητα (γαλ. selon toute probabilite ), πήρε διαστάσεις (γαλ. a pris des dimensions), παίρνω ενεργό μέρος (γαλ. prendre une part active).
2.2.3. Δάνεια από τη λατινική

Η λατινική είναι η γλώσσα που επικράτησε από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. έως και την τουρκική κατάκτηση του 16ου αι. μ.Χ. στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και σε περιοχές της ανατολικής Ασίας. Το ανατολικό τμήμα του ρωμαϊκού κράτους, το οποίο μετεξελίχθηκε σε βυζαντινό κράτος, είχε μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ. ως επίσημη γλώσσα τη λατινική, η οποία αργότερα αντικαταστάθηκε από τη μεσαιωνική ελληνική. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήταν επόμενο η ελληνική γλώσσα να δανειστεί πληθώρα γλωσσικών στοιχείων από τη λατινική, ένας μεγάλος αριθμός των οποίων επιβιώνει και στη σημερινή ελληνική γλώσσα.

Στον τομέα της Φωνητικής, της Φωνολογίας και της Σύνταξης οι επιδράσεις είναι ανύπαρκτες, αν εξαιρέσει κανείς τη συμβολή της λατινικής στη διαφοροποίηση της ελληνικής γλώσσας κατά τη μεσαιωνική περίοδο.

Στον τομέα της Μορφολογίας η ελληνική δανείστηκε από τη λατινική ορισμένα επιθήματα, μερικά από τα οποία επιβιώνουν στη σημερινή ελληνική: α) -άτος (λατ. -atus), π.χ. πιπεράτος, καρυδάτος, β) -άριος (λατ. -arius ), π.χ. βιβλιοθηκάριος, σχολάριος, γ) -ίσιος (λατ. -ensis), π.χ. βουνίσιος, καμπίσιος, δ) -πουλο (λατ. -ullus), π.χ. αρχοντόπουλο.

Στον τομέα του Λεξιλογίου επιβιώνει στη σημερινή ελληνική ένας αρκετά μεγάλος αριθμός δανείων από τη λατινική, τα οποία μάλιστα έχουν προσαρμοστεί στη μορφολογία της ελληνικής· τα δάνεια αυτά αφορούν τους εξής τομείς: α) μήνες (Ιανουάριος, Φεβρουάριος κτλ.), β) διοίκηση και στρατός (πρίγκιπας, καγκελάριος, κάστρο, φουσάτο), γ) αντικείμενα σπιτιού (κούπα, κανάτα, κουρτίνα, σκάλα, πόρτα), δ) τρόφιμα (μαρούλι, γαρδούμπα, μούστος), ε) αντικείμενα γραφής (κώδικας, πένα, μεμβράνη).

Παραμένουν επίσης στη σημερινή ελληνική ορισμένες εκφράσεις της λατινικής, οι οποίες έχουν αποκτήσει ειδική στερεοτυπική σημασία, όπως ad hoc, sine qua non, in medias res, casus belli κ.ά.
2.2.4. Δάνεια από την ιταλική και τη βενετσιάνικη

Οι Βενετοί εμφανίζονται στο Βυζάντιο στις αρχές του 13ου αι. και κατέχουν ένα μεγάλο μέρος του μέχρι την τουρκική κατάκτηση, ενώ μέχρι το 17ο αι. κατέχουν τα Ιόνια νησιά. Παράλληλα, όλο αυτό το διάστημα είναι κυρίαρχοι στη Μεσόγειο Θάλασσα. Από τις σχέσεις αυτές η ελληνική γλώσσα δανείστηκε ορισμένα γλωσσικά στοιχεία, από τα οποία επιβιώνουν στη σημερινή ελληνική λέξεις κυρίως του ναυτικού λεξιλογίου, όπως αρμάδα, πόρτο, κουβέρτα κ.ά.

Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Ιταλούς χρονολογούνται από το 16ο αι., όταν πολλοί 'Ελληνες λόγιοι κατέφυγαν στην Ιταλία, η οποία αποτελούσε την εποχή εκείνη το πνευματικό κέντρο της Αναγέννησης. Οι σχέσεις αυτές συνεχίστηκαν και τον 20ο αι. μέσω της κυριαρχίας των Ιταλών στα Δωδεκάνησα αλλά και μέσω των πολιτικοοικονομικών και μορφωτικών σχέσεων της Ιταλίας με την Ελλάδα. Η επίδραση των ιταλικών στα ελληνικά αφορά κυρίως τον τομέα του Λεξιλογίου και έχει επηρεάσει πάρα πολλούς τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας, αλλά κυρίως τους εξής τομείς: α) τέχνη και μόδα (βάρδος, βιόλα, κομπανία, φούγκα, παντελόνι, φούστα, κονσέρτο, σόλο), β) ναυσιπλοΐα (κάβος, πουνέντης, αμπάρα, καναβάτσο, μπαρκάρω, κουμαντάρω, σινιάλο), γ) συγγένεια και επαγγέλματα (κουνιάδος, κουμπάρος, μπαρμπέρης, μαραγκός, πιλότος, ταπετσιέρης, τορναδόρος), δ) τρόφιμα ( γκαζόζα, μουστάρδα, καραμέλα, κομπόστα, κρέμα, πάστα, σαλάτα, κουφέτο, περγαμόντο, σαλάμι).

Μεγαλύτερη επίδραση, όπως ήταν φυσικό, από τη βενετσιάνικη και την ιταλική δέχτηκαν τα διάφορα ιδιώματα των Επτανήσων και των Δωδεκανήσων, καθώς και η κατωϊταλική διάλεκτος.
2.2.5. Δάνεια από άλλες δυτικές γλώσσες

Τα γλωσσικά δάνεια από άλλες δυτικές γλώσσες είναι περιορισμένα και αφορούν μόνο τον τομέα του Λεξιλογίου. 'Ετσι, ανάμεσα στις λέξεις που δανείστηκε η ελληνική γλώσσα από τη γερμανική είναι το μάρκο, η μπίρα, το ντίζελ και το σνίτσελ, από την ισπανική οι λέξεις μαλαγάνα, καστανιέτες, παρέα, ταμπάκο και χούντα .


3. Η σημερινή κατάσταση

Η ελληνική γλώσσα δέχτηκε γλωσσικά στοιχεία από γλώσσες της Ανατολής και της Δύσης σε όλες τις περιόδους της ιστορίας της, διαδικασία η οποία συνεχίζεται και σήμερα. Λόγω όμως της ανάπτυξης των Μ.Μ.Ε., της δυνατότητας για εύκολη μετακίνηση από χώρα σε χώρα αλλά και λόγω της διαφαινόμενης κυριαρχίας της αγγλοαμερικανικής σε όλους σχεδόν τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, η διαδικασία του γλωσσικού δανεισμού παρουσιάζει προφανώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που παρουσίαζε ο δανεισμός της ελληνικής γλώσσας από άλλες γλώσσες παλαιότερα. Ο δανεισμός από την αγγλοαμερικανική απλώνεται ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια και χρησιμοποιείται ευρύτατα στον προφορικό λόγο -ιδίως των νέων- αλλά και στο γραπτό λόγο, είναι δραστικότατος σε ορισμένους εξειδικευμένους επιστημονικούς τομείς (πληροφορική, αεροναυτική, οικονομία, φυσική, χημεία, ιατρική κ.ά.) και χρησιμοποιείται συχνά και για υφολογικούς λόγους. Παρόλα αυτά δε φαίνεται προς στιγμή να επηρεάζει τη δομή της νέας ελληνικής, ο δε αριθμός των πραγματικά δίγλωσσων με ισότιμη γνώση της αγγλοαμερικανικής και της ελληνικής είναι σχετικά μικρός.

Γενικά η αγγλοαμερικανική κάνει σήμερα έντονη την παρουσία της στο νεοελληνικό λόγο, γεγονός που μας επιτρέπει να πούμε ότι το "γλωσσικό κέντρο βάρους" της νέας ελληνικής κλίνει σήμερα προς τη Δύση, η οποία αντιπροσωπεύεται από την αγγλοαμερικανική.


Συμπεράσματα-Εκτιμήσεις

Η ελληνική γλώσσα, όπως είδαμε προηγουμένως, βρίσκεται εδώ και είκοσι δύο αιώνες σε μια διαδικασία άλλοτε αναγκαστικού και άλλοτε εθελούσιου δανεισμού. Μετά από μια δραστική επίδραση από μια δυτική γλώσσα, τη λατινική, που κράτησε από το 2ο αι. π.Χ. έως και τον 6ο αι. μ.Χ., πέρασε σε μια εξίσου δραστική επίδραση από μια ανατολική γλώσσα, την τουρκική, που κράτησε από το 15ο έως τις αρχές του 19ου αι. μ.Χ., ενώ τους δύο τελευταίους αιώνες δέχτηκε και δέχεται δραστικές γλωσσικές επιδράσεις από δύο δυτικές γλώσσες, αρχικά τη γαλλική και στη συνέχεια την αγγλοαμερικανική. Όλο αυτό το διάστημα των είκοσι δύο αιώνων δέχτηκε μικρότερης έκτασης επιδράσεις και από άλλες ανατολικές και δυτικές γλώσσες. 'Ολες αυτές οι επιδράσεις "μπόλιασαν" την ελληνική γλώσσα κυρίως με λέξεις αλλά δεν άλλαξαν τη φυσιογνωμία της, γιατί μπορεί να κλόνισαν -άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο-, αλλά δεν επηρέασαν άμεσα τη φωνολογική και μορφοσυντακτική δομή της ελληνικής γλώσσας. Αντίθετα μάλιστα, πολλά από τα παλαιότερα γλωσσικά δάνεια αφομοιώθηκαν από την ελληνική γλώσσα με τέτοιο τρόπο, ώστε σε πολλές περιπτώσεις να μην φαίνεται ότι πρόκειται για δάνεια. Λειτούργησε δηλαδή η ελληνική γλώσσα ως ένα αποτελεσματικό χωνευτήρι γλωσσικών δανείων από ανατολικές και δυτικές γλώσσες, ώστε να μην είναι δυνατό σήμερα να διακρίνουμε -αν εξαιρέσει κανείς το σύγχρονο δανεισμό από την αγγλοαμερικανική- μια δυτικού ή ανατολικού τύπου φυσιογνωμία της νέας ελληνικής γλώσσας.
O Σωφρόνης Χατζησαββίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Α.Π.Θ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η Ελληνική γλώσσα μεταξύ Ανατολής και Δύσης."

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Οι αρχαίες Ελληνικές διάλεκτοι.

 

-Πηγή: Ελληνικό Αρχείο.


Κατάταξη, γεωγραφική τοποθέτηση και χαρακτηριστικά των αρχαίων Ελληνικών διαλέκτων
Οι αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι κατατάσσονται συνήθως σε τέσσερις μεγάλες ομάδες: Ιωνική, Αρκαδική, Αιολική και Δυτική Ελληνική. Κατά καιρούς έχουν βέβαια προταθεί εναλλακτικές ταξινομήσεις.

α. Ιωνική
-Πρόκειται για τη διάλεκτο του φύλου των Ιώνων, το οποίο κατά τη 2η π.Χ. χιλιετία φέρεται εγκατεστημένο σε εκτεταμένα τμήματα της νοτιότερης ηπειρωτικής Ελλάδας. Αργότερα απωθήθηκαν ή αφομοιώθηκαν από άλλα φύλα για να περιοριστούν τελικά στην Αττική και την Εύβοια.

Εγκαταστάθηκαν επίσης στο μεγαλύτερο μέρος των Κυκλάδων (εκτός των νησιών Ανάφης, Θήρας, Φολεγάνδρου, Μήλου και Κιμώλου), σε τμήμα της Δωδεκανήσου (Πάτμος, Λέρος), στη Σάμο, την Ικαρία και τη Χίο, και τέλος στις απέναντι μικρασιατικές ακτές (Ιωνία) ιδρύοντας αρκετές πόλεις, με σημαντικότερες τη Μίλητο και την Έφεσο.

Οι ευβοϊκές πόλεις, και κυρίως η Χαλκίδα και η Κύμη, ανέπτυξαν έντονη αποικιστική δραστηριότητα ιδρύοντας αποικίες στη
Χαλκιδική (το όνομα της χερσονήσου προέρχεται από το όνομα της μητρόπολης Χαλκίδας)
και στη Μεγάλη Ελλάδα (Κάτω Ιταλία-Σικελία).
Ιωνικές αποικίες ιδρύθηκαν επίσης στις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης (Θάσος, Άβδηρα, Μαρώνεια κλπ.), στις νότιες ακτές της Γαλατίας (σημερινής Γαλλίας) με σημαντικότερη τη Μασσαλία, και στις ανατολικές ακτές της Ιβηρικής χερσονήσου και στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, όπου κυριάρχησε με την αποικιστική της δραστηριότητα η Μίλητος.

Παρακλάδι της ιωνικής είναι η αττική διάλεκτος, η οποία παρά τη σαφή ιωνική καταγωγή της εμφανίζει αρκετές ιδιαιτερότητες που της προσδίδουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα στα πλαίσια της ιωνικής ομάδας.

Η ιωνική των Κυκλάδων («κεντρική» ιωνική) πλησιάζει περισσότερο τη μικρασιατική («ανατολική») ιωνική, ενώ η ιωνική της Εύβοιας («δυτική» ιωνική) πλησιάζει περισσότερο την αττική.

Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της ιωνικής ομάδας είναι: Τροπή του παλαιού μακρού α σε η (= μακρό ε): φᾱ́μα > φήμη, νᾶσος > νῆσος, δᾶμος > δῆμος. Σίγηση του φθόγγου που συμβολιζόταν με το γράμμα F(δίγαμμα): Fέργον > ἔργον, Fοῖκος > οἶκος. Τροπή της συλλαβής τι σε σι: δίδωσι, εἴκοσι, διακόσιοι (αντίστοιχα δωρικά: δίδωτι, Fίκατι, διακάτιοι). Κλίση του πληθυντικού των προσωπικών αντωνυμιών ως εξής: ἡμέες ἡμέων ἡμέας (αττικά με συναίρεση ἡμεῖς ἡμῶν ἡμᾶς). Απαρέμφατα σε -ναι: εἶναι, τιθέναι, λελυκέναι.
Τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά η ιωνική τα μοιράζεται με την αρκαδική. Ειδικότερα η αττική διάλεκτος εμφανίζει τροπή του διπλού σ σε ττ (θάλαττα, φυλάττω), τροπή του συμπλέγματος ρσ σε ρρ (θάρσος > θάρρος, ἄρσεν > ἄρρεν), συναίρεση των εα, εο, εω σε η,ου, ω αντίστοιχα (γένεα > γένη, φιλέομεν > φιλοῦμεν, γενέων > γενῶν) κλπ.

Αττική διάλεκτος, ιωνική διάλεκτος και κοινή

Για λόγους που σχετίζονται, καταρχήν τουλάχιστον, με την οικονομική διείσδυση και τη συνακόλουθη στρατιωτική και αργότερα πολιτιστική υπεροχή της Αθήνας, η αττική διάλεκτος απέκτησε μεγάλο κύρος ως γλώσσα πολιτισμού, εκτοπίζοντας από τον χώρο του γραπτού πεζού λόγου την ιωνική.
H επίδραση όμως της αττικής στην ιωνική είναι αμφίδρομη: η μακροχρόνια συνύπαρξη και ο εκτεταμένος γεωγραφικά χώρος επαφής, το βάρος της ιωνικής γραμματείας, είχαν ως αποτέλεσμα τη διείσδυση (ή την υιοθέτηση) αρκετών στοιχείων της ιωνικής, τα οποία χρωμάτισαν καθοριστικά την κοινή στη φωνολογία, τη μορφολογία, τη σύνταξη και το λεξιλόγιο.

Η κοινή έχει διαμορφωθεί στην Αθήνα με βάση μια συντηρητικότερη μορφή αττικής, εκείνης των μορφωμένων στρωμάτων, με αρκετά ιωνικά στοιχεία.

Αυτή η γλωσσική μορφή, ως όργανο του μακεδονικού και όλων των ελληνιστικών βασιλείων μετέπειτα, θα εκτοπίσει τις τοπικές διαλέκτους από τον γραπτό λόγο και θα επηρεάσει σε μεγάλο -κατά περίπτωση- βαθμό και τον προφορικό. Όλα τα νεοελληνικά ιδιώματα έχουν ως βάση, σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο ποσοστό, την κοινή.

β. Αρκαδική (και κυπριακή) ή αρκαδοκυπριακή
Η διάλεκτος του φύλου των Αρκάδων.

Η διάλεκτος αυτή, η οποία κατά τη μυκηναϊκή εποχή φαίνεται ότι μιλιόταν σε σημαντικά μεγαλύτερη έκταση, με τη λεγόμενη «κάθοδο των Δωριέων» περιορίστηκε στο εσωτερικό της Πελοποννήσου.
Αρκαδόφωνοι πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν κατά τον 11ο π.Χ. αι. στην Κύπρο, η διάλεκτος της οποίας, παρά τη γεωγραφική αποκοπή της από την Αρκαδία, εμφανίζει σαφή συγγένεια με τη διάλεκτο της τελευταίας.
Η κυπριακή διάλεκτος υπήρξε η μόνη αρχαία ελληνική διάλεκτος των ιστορικών χρόνων, η οποία αποδόθηκε γραπτώς όχι όπως οι υπόλοιπες, με κάποια παραλλαγή του ελληνικού αλφαβήτου, αλλά με μια συλλαβογραφική γραφή, ατελή για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας, γνωστή ως κυπριακό συλλαβάριο.

Η γραφή αυτή συγγενεύει με τη μυκηναϊκή γραμμική Β΄ γραφή και η χρήση της εγκαταλείφθηκε τον 4ο π.Χ. αι. μαζί με τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στις επιγραφές.

Η αρκαδοκυπριακή ομάδα εμφανίζει σημαντικά και παλαιά κοινά στοιχεία με την ιωνική ομάδα, και στενή συγγένεια με την ελληνική των μυκηναϊκών κειμένων, χωρίς να είναι σαφής η ακριβής σχέση μεταξύ τους.

Στην αρκαδοκυπριακή ομάδα περιλαμβάνεται συνήθως και η παμφυλιακή, η διάλεκτος των ελληνικών αποικιών της Παμφυλίας στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας απέναντι από την Κύπρο.

Η διάλεκτος αυτή εμφανίζει και δωρικές προσμείξεις.

Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της αρκαδοκυπριακής είναι: Διατήρηση του παλαιού μακρού α (βλ. πιο πάνω). Διατήρηση του φθόγγου που συμβολίζεται με το F(βλ. πιο πάνω). Οι παλαιοί φθόγγοι *r̥ και *m̥ τράπηκαν σε ορ/ρο και ο αντίστοιχα (αντί αρ/ρα και α): τέτορτος,δέκοτος (αττ. τέταρτος, δέκατος).
Τροπή της συλλαβής τι σε σι (π.χ. φέροντι > φέρονσι). Τροπή του ληκτικού ο σε υ (προφ. u): ἄλλυ, γένοιτυ κλπ. Κατάληξη -ής αντί -εύς (ἰερής = ἱερεύς). Κλίση των «συνηρημένων ρημάτων» κατά τα εις -μι (π.χ. πόημι = ποιέω/ῶ). Καταλήξεις της μέσης φωνής -τοι και -ντοι (αντί -ται,-νται, π.χ. κεῖτοι = κεῖται, διαδικάσωντοι = διαδικάσωνται). Απαρέμφατα σε -ναι (βλ. πιο πάνω). Ο σύνδεσμος κάς = καί. Προθέσεις: πός = πρός, ἀπύ = ἀπό, ὀν = άνά κλπ.

γ. Αιολική
Η διάλεκτος του φύλου των Αιολέων, η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους μιλιόταν στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, τη Λέσβο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές (την «Αιολίδα»).

Εμφανίζει αρκετά κοινά στοιχεία με την αρκαδική, γι' αυτό και παλαιότερα περιλαμβανόταν από τους επιστήμονες μαζί με την τελευταία σε μια ευρύτερη ομάδα, την οποία ονόμαζαν αχαϊκή. Σήμερα γίνεται γενικά δεκτό ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστές ομάδες.

Σημαντικά κοινά στοιχεία εμφανίζουν επίσης η βοιωτική και η θεσσαλική αιολική με τις δυτικές ελληνικές διαλέκτους (δηλ. τις δωρικές με την ευρύτερη έννοια). Μερικά από τα χαρακτηριστικά της αιολικής ομάδας είναι: Διατήρηση του παλαιού μακρού α (βλ. πιο πάνω). Οι παλαιοί φθόγγοι *r και *m̥ τράπηκαν σε ορ/ρο και ο αντίστοιχα (αντί αρ/ρα και α): στρότος, βρόχυς,δέκο, ἑκοτόν.

Οι παλαιοί χειλοϋπερωικοί φθόγγοι εξελίχθηκαν πριν από πρόσθια φωνήεντα σε χειλικούς (και όχι σε οδοντικούς όπως στην ιωνική και τη δυτική ελληνική): πέτταρες/πέσυρες (αττικά τέτταρες, δωρικά τέτορες = τέσσερις), Βελφοί = Δελφοί, Πετθαλοί/Φετταλοί = Θεσσαλοί, φήρ = θήρ, πέμπε = πέντε. Δοτική πληθυντικού της γ΄ κλίσης σε -εσσι: παίδεσσι = παισί (ὁ παῖς). Κλίση, μόνο στη λεσβιακή και στη θεσσαλική, των «συνηρημένων ρημάτων» κατά τα εις -μι: κάλημι, ἀξίωμι (καλέω/ῶ, ἀξιόω/ῶ). Μετοχή ενεργητικού παρακειμένου σε -ων (γενική -οντος) αντί σε -ώς/ -ότος: ἐπεστᾱ́κοντα = αττ. ἐφεστηκότα. Απαρέμφατα σε -μεν(αι) αντί -ναι (ἦμεν/εἶμεν/ἔμμεν(αι) = εἶναι, τιθέμεν = τιθέναι). Το αριθμητικό ἴα = μία. Προθέσεις: ἀπύ = ἀπό, πεδά = μετά, ὀν = ἀνά κλπ.

δ. Δυτική ελληνική ή Δωρική (με την ευρύτερη έννοια)
-Η διάλεκτος των Δωριέων, του αρχαίου ελληνικού φύλου, στην κάθοδο του οποίου προς νότο (η «κάθοδος των Δωριέων») αποδίδεται παραδοσιακά η κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού κατά το 12ο π.Χ. αι.

Δωριείς εγκαταστάθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου (πλην της Αρκαδίας) και στην περιοχή των Μεγάρων απωθώντας, υποτάσσοντας ή αφομοιώνοντας παλαιότερους ελληνόφωνους πληθυσμούς.

Δυτικού τύπου διάλεκτοι μιλιόνταν και σε ολόκληρη την ηπειρωτική βορειοδυτική Ελλάδα (Ήπειρος και σημερινή Στερεά Ελλάδα: Φωκίδα/Δελφοί, Λοκρίδα, Φθιώτιδα, Αιτωλία, Ακαρνανία).

Οι τελευταίες περιλαμβάνονται από τους γλωσσολόγους σε μια ιδιαίτερη υποομάδα, την οποία ονομάζουν βορειοδυτική, η οποία εμφανίζει χαρακτηριστικούς αλλά όχι παλαιούς νεωτερισμούς και επομένως θεωρείται ως το αποτέλεσμα νεότερων εξελίξεων.
Σε αυτήν περιλαμβάνονται συνήθως και οι διάλεκτοι της Ηλείας και της Αχαΐας.

Δωριείς εγκαταστάθηκαν και στην Αίγινα, σε νησιά των Κυκλάδων (Μήλος, Θήρα κλπ.), στα περισσότερα νησιά των Δωδεκανήσων (Ρόδος, Κως, Κάρπαθος κ.ά.) και στην Κρήτη. Επίσης ίδρυσαν αποικίες στην απέναντι από τα Δωδεκάνησα μικρασιατική ακτή (Αλικαρνασσός, Κνίδος κλπ.), στη βόρειο Αφρική (Κυρήνη κλπ.) και τη Μεγάλη Ελλάδα.

Ορισμένες δωρικές πόλεις της μητροπολιτικής Ελλάδας, όπως η Κόρινθος, τα Μέγαρα και η Ρόδος, ανέπτυξαν έντονη αποικιστική δραστηριότητα ιδρύοντας πολλές αποικίες κυρίως στις ακτές του Ιονίου και τη Σικελία (Κέρκυρα, Συρακούσες, Γέλα, Σελινούς, Ακράγας κλπ.), ενώ δωρικές αποικίες υπήρξαν η Ποτίδαια στη Χαλκιδική (της Κορίνθου) και το Βυζάντιο, δηλ. η μετέπειτα Κωνσταντινούπολη (των Μεγάρων).

Τέλος, διάλεκτο δυτικού τύπου πιθανότατα μιλούσαν και οι Μακεδόνες, αν και τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιτρέπουν ακόμη τη σαφή κατάταξη της μακεδονικής.

Μερικά βασικά χαρακτηριστικά της δυτικής ελληνικής, της συντηρητικότερης από τις ομάδες των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων, είναι: Διατήρηση του παλαιού μακρού α: φᾱ́μᾱ= φήμη, νᾶσος = νῆσος, ἀρχᾱ́ = ἀρχή. Διατήρηση της συλλαβής τι: πρᾱ́σσοντι = πράττουσι, δίδωτι = δίδωσι, διακάτιοι = διακόσιοι. Πληθυντικός του οριστικού άρθρου τοί, ταί (= οἱ, αἱ). Κατάληξη -μες του α΄ προσώπου πληθυντικού των ρημάτων: ἔχομες = ἔχομεν. Αόριστος σε -ξα των ρημάτων σε -ζω: ἐψᾱ́φιξα = ἐψήφισα, ἐκόμιξα = ἐκόμισα. Απαρέμφατα σε -μεν: ἦμεν/εἶμεν = εἶναι, διδόμεν = διδόναι, στᾶμεν = στῆναι, γραφῆμεν = γραφῆναι. Μέλλοντας σε -σέω: δωσέω = δώσω. Διάφορα: πρᾶτος = πρῶτος, τέτορες = τέτταρες, οι αντωνυμίες τύ = σύ και τῆνος = ἐκεῖνος, το δυνητικό μόριο κα = ἄν, η πρόθεση ποτί = πρός κλπ.-



http://www.dramablogs.gr/


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Οι αρχαίες Ελληνικές διάλεκτοι."

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

ΟΜΗΡΟΥ... ΑΓΓΛΙΚΑ!


«Η Ομηρική (Ελληνική) Γλώσσα, αποτελεί τη βάση επάνω στην οποία στηρίχτηκαν πλήθος σύγχρονων γλωσσών. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε καμία άλλη αναφορά, ακόμα κι αν δεν είχε διασωθεί κανένα προκατακλυσμιαίο μνημείο, θα αρκούσε η Ελληνική Γλώσσα ως απόδειξη της ύπαρξης στο παρελθόν, μίας εποχής μεγάλου πολιτισμού. Στη γλώσσα μας είναι εμφυτευμένη όλη η γνώση που κατέκτησε ο άνθρωπος, έως την παρούσα στιγμή. Κάθε ελληνική λέξη-όρος φέρει ένα βαρύ φορτίο νόησης, φορτίο που οι προγενέστεροι 'εξόδευσαν', για να κατακτήσουν γνωστικά τη συγκεκριμένη έννοια και να την 'βαπτίσουν' με το συγκεκριμένο όνομα-λέξη».

Παραδείγματα:

AFTER = Από το ομηρικό αυτάρ= μετά. Ο Όμηρος λέει: ''θα σας διηγηθώ τι έγινε αυτάρ''.
AMEN = λατινικά: amen. Το γνωστό αμήν προέρχεται από το αρχαιότατο ή μήν = αληθώς, (Ιλιάδα Ομήρου β291-301), ημέν. Η εξέλιξη του ημέν είναι το σημερινό αμέ!
BANK = λατινικά pango από το παγιώ, πήγνυμι. Οι τράπεζες πήραν την ονομασία τους από τα πρώτα 'τραπέζια' (πάγκους) της αγοράς.
BAR = λατινικά: barra από το μάρα = εργαλείο σιδηρουργού.
BOSS = από το πόσσις = ο αφέντης του σπιτιού.
BRAVO = λατινικό, από το βραβείο.
BROTHER = λατινικά frater από το φράτωρ.
CARE = από το καρέζω.
COLONIE από το κολώνεια = αποικιακή πόλη.
DAY = Οι Κρητικοί έλεγαν την ημέρα 'δία'. Και: ευδιάθετος = είναι σε καλή μέρα.
DISASTER = από το δυσοίωνος + αστήρ
DOLLAR = από το τάλλαρον = καλάθι που χρησίμευε ως μονάδα μέτρησης στις ανταλλαγές. π.χ. «δώσε μου 5 τάλλαρα σιτάρι». Παράγωγο είναι το τάλληρο, αλλά και το τελλάρo!
DOUBLE = από το διπλούς - διπλός.
EXIST = λατινικά ex+sisto από το έξ+ίστημι= εξέχω, προέχω.
EXIT = από το έξιτε = εξέλθετε
EYES = από το φάεα = μάτια.
FATHER = από το πάτερ (πατήρ).
FLOWER = λατινικά flos από το φλόος.
FRAPPER = από το φραγκικό hrappan που προέρχεται από το (F)ραπίζω = κτυπώ (F= δίγαμμα).
GLAMO UR = λατινικό gramo ur από το γραμμάριο. Οι μάγοι παρασκεύαζαν τις συνταγές τους με συστατικά μετρημένα σε γραμμάρια και επειδή η όλη διαδικασία ήταν γοητευτική και με κύρος, το gramo ur -glamou r , πήρε την σημερινή έννοια.
HEART, CORE = από το κέαρ = καρδιά.
HUMOR = από το χυμόρ = χυμός (Στην ευβοϊκή διάλεκτο, όπως αναφέρεται και στον Κρατύλο του Πλάτωνος, το τελικό 'ς' προφέρεται ως 'ρ'. Π.χ. σκληρότηρ αντί σκληρότης).
I = από το εγώ ή ίω, όπως είναι στην βοιωτική διάλεκτο.
ILLUSION = από το λίζει = παίζει.
ΙS = από το είς.
KARAT = εκ του κεράτιον, (μικρό κέρας για τη στάθμιση βάρους).
KISS ME = εκ του κύσον με = φίλησέ με (...είπε ο Οδυσσέας στην Πηνελόπη).
LORD = εκ του λάρς. Οι Πελασγικές Ακροπόλεις ονομάζονταν Λάρισσες και ο διοικητής τους λάρς ή λαέρτης. Όπως: Λαέρτης - πατέρας του Οδυσσέα).
LOVE = λατινικό: love από το 'λάFω'. Το δίγαμμα (F) γίνεται 'αυ' και 'λάF ω ' σημαίνει ''θέλω πολύ''.
MARMELADE = λατινικά melimelum από το μελίμηλον = κυδώνι.
MATRIX = από το μήτρα.
MATURITY = λατινικά: maturus από το μαδαρός= υγρός.
MAXIMUM = λατινικά: maximum από το μέγιστος.
MAYONNAISE = από την πόλη Mayon, που πήρε το όνομά της από το Μάχων = ελληνικό όνομα και αδελφός του Αννίβα.
ME = από το με.
MEDICINE = λατινικά :medeor από το μέδομαι, μήδομαι = σκέπτομαι, πράττω επιδέξια. Και μέδω = φροντίζω, μεδέων = προστάτης.
MENACE = από το μήνις.
MENTOR = από το μέντωρ.
MINE = από το Μινώαι (= λιμάνια του Μίνωα, όπου γινόταν εμπόριο μεταλλευμάτων. «Κρητών λιμένες, Μίνωαι καλούμεναι». (Διοδ.Σικελ.Ε'84,2).
MINOR = λατινικά: minor από το μινύς = μικρός. Στα επίσημα γεύματα είχαν το μινύθες γραμμάτιον, ένα μικρό κείμενο στο οποίο αναγραφόταν τι περιελάμβανε το γεύμα. Παράγωγο το... menu!
MODEL = από το μήδος= σχέδιο (η ίδια ρίζα με τη μόδα (= moda ).
MOKE = από το μώκος = αυτός που χλευάζει.
MONEY = λατινικό: moneta από το μονία = μόνη επωνυμία της Θεάς Ήρας: Ηραμονία. Στο προαύλιο του ναού της Θεάς στη Ρώμη ήταν το νομισματοκοπείο και τα νομίσματα έφεραν την παράστασή της, (monetae).
MOTHER = από το μάτηρ, μήτηρ.
MOVE = από το ομηρικό αμείβου = κουνήσου!
MOW = από το αμάω = θερίζω.
NIGHT = από το νύχτα.
NO = λατινικό: non, ne εκ του εκ του νη: αρνητικό μόριο (''νέ τρώει, νέ πίνει''), ή ( νηπενθής = απενθής, νηνεμία = έλλειψη ανέμου.
PAUSE = από το παύση.
RESISTANCE = από το ρά + ίστημι.
RESTAURANT = από το ρά + ίσταμαι = έφαγα και στηλώθηκα.
RESTORATION = λατινικά restauro από το ρά+ίστημι, όπου το ρά δείχνει συνάρτηση, ακολουθία, π.χ. ρά-θυμος, και ίστημι = στήνομαι.
SERPENT = λατινικά serpo από το έρπω (ερπετό). H δασεία (') προφέρεται ως σ = σερπετό.
SEX = από το έξις. Η λέξη δασύνεται και η δασεία μετατρέπεται σε σίγμα και = s + έξις.
SIMPLE = από το απλούς (η λέξη δασύνεται).
SPACE = από το σπίζω = εκτείνω διαρκώς.
SPONSOR από το σπένδω = προσφέρω ( σπονδή).
TRANSFER από το τρύω (διαπερνώ) + φέρω. Transatlantic = διαπερνώ τον Ατλαντικό.
TURBO = από το τύρβη = κυκλική ταραχώδης κίνηση.
YES = από το γέ = βεβαίως.
WATER = από το Ύδωρ (νερό), με το δ να μετατρέπεται σε τ.


Eργασία βασισμένη σε Μελέτη της ομογενούς καθηγήτριας Αναστασίας Γονέου , Με τίτλο «Ελληνική Γλώσσα - τροφός όλων των γλωσσών», η Αναστασία Πηγή:
http://durabond.ca/gdouridas/glossa2.html
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΟΜΗΡΟΥ... ΑΓΓΛΙΚΑ!"

Τρίτη 8 Μαΐου 2012

Οι γνωστές γλώσσες του κόσμου.ΕΙΔΗ ΓΡΑΦΗΣ.

ΕΙΔΗ ΓΡΑΦΗΣ

Σήμερα είναι γνωστές τρείς κατηγορίες γραφής, στις οποίες μπορούν να υπαχθούν όλες οι γνωστές γλώσσες του κόσμου. Η ιερογλυφική, η συλλαβική και η αλφαβητική. Μιλάμε πάντα για γλώσσες γραφής και ομιλίας και όχι για νοηματικές, οι οποίες και δεν ενδιαφέρουν το παρόν κείμενο.
• Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι ιερογλυφικές. Είναι οι γραφές στις οποίες κάθε λέξη είναι και ένα ιδεόγραμμα. Είναι προφανές ότι αποτελούν την απλούστερη μορφή γραφής, χρειάζεται όμως να επινοηθεί ένα σύμβολο για κάθε έννοια. Για τον λόγο αυτό οι ιερογλυφική είναι η πρώτη γραφή που επινόησε ο άνθρωπος.
• Στήν δεύτερη ανήκουν οι συλλαβικές γραφές, στις οποίες υπάρχει ένα σύνολο από συλλαβές οι οποίες και αποτελούν τις λέξεις. Παράδειγμα τέτοιας γραφής είναι η περίφημη Γραμμική Β΄, όπου κάθε συλλαβή αποτυπώνεται με ένα διαφορετικό σημείο-σύμβολο (88 συνολικά σημεία). Οι συλλαβικές γραφές ήταν το επόμενο βήμα στην εξέλιξη της γλώσσας. Αποτέλεσε σαφή βελτίωση αυτής των ιδεογραμμάτων και πρόδρομος της αλφαβητικής γραφής.
• Τέλος έχουμε την Τρίτη κατηγορία, την αλφαβητική / φθογγική γραφή, την οποία χρησιμοποιούμε και σήμερα. Η ευελιξία και ακρίβεια τούτης στην απόδοση των νοημάτων, σε σχέση με τις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες, είναι χαρακτηριστική. Σε όλες τις γραφές τέτοιου τύπου χρειάζονται το πολύ 30 γράμματα, συνδυασμοί των οποίων μπορούν να αποτυπώσουν την οποιαδήποτε λέξη και έννοια.

Μπορεί κάποιος σε αυτό το σημείο να αναρωτηθεί, λοιπόν, για ποιόν λόγο αναφέρουμε την γραφή ενώ το θέμα μας είναι η γλώσσα. Ο λόγος είναι πολύ απλός. Το σύστημα γραφής έχει άμεση επίδραση στην ίδια την γλώσσα. Για παράδειγμα όταν στην Κινεζική αντιστοιχεί ένα μόνο σύμβολο σε πολλές έννοιες (π.χ. «σι» μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε από τις ακόλουθες λέξεις «γνωρίζω, είμαι, ισχύς, κόσμος, όρκος, αφήνω, θέτω, αγαπώ, βλέπω, φροντίζω, περπατώ, σπίτι κ.τ.λ.»), αυτό έχει ως συνέπεια να επηρεάζεται και ο προφορικός λόγος. Μια γλώσσα για να θεωρείται σημαντική θα πρέπει να χαρακτηρίζεται εκτός των άλλων και από ακριβολογία. Δεν μπορεί να αφήνει χώρο για παρερμηνείες, ούτε και να παραπέμπει αυτόν που τη χρησιμοποιεί στα συμφραζόμενα μιάς λέξης για να καταλάβει το νόημά της.

Έχοντας λοιπόν υπόψιν όλα αυτά, μπορούμε αμέσως να διαπιστώσουμε ότι μια γλώσσα σαν την παραδοσιακή Κινεζική, είναι σαφώς μικρότερης γλωσσικής αξίας από τις υπόλοιπες γλώσσες του πολιτισμένου κόσμου. Ιδιαίτερα η έλλειψη της πρακτικότητάς της έχει γίνει φανερή και στους ίδιους τους Κινέζους που την χρησιμοποιούν. Το ότι η κάθε λέξη είναι ένα ιδεόγραμμα, σημαίνει ότι υπάρχουν 50.000 ιδεογράμματα [1] τα οποία είναι παντελώς αδύνατον να μάθει κανείς. Ακόμα και οι πιο επιφανείς Κινέζοι ακαδημαϊκοί δεν γνωρίζουν όλα τα ιδεογράμματα της γλώσσας τους. Αντίθετα μια γλώσσα σαν την δική μας μπορεί να αποτυπώσει κάθε πιθανή λέξη χρησιμοποιώντας συνδυασμούς μόλις 24 συμβόλων. Επιπλέον η γλώσσα αυτή καταντάει ένα εξοντωτικό τέστ μνήμης, αντί σαν τις Ευρωπαϊκές να είναι ένα εργαλείο που να ακονίζει το μυαλό.

Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι μόνο η Ελληνική γλώσσα έχει περάσει και από τα τρία αυτά στάδια στην μακραίωνη πορεία της. Αυτό το γεγονός από μόνο του λέει πολλά. Και αυτό διότι αναγκάστηκε να εξελιχθεί από μόνη της, χωρίς βοήθεια από κάποια άλλη γλώσσα, αφού δεν υπήρχε ισάξια ή ανώτερη γλώσσα από την οποία να μπορεί να δανειστεί στοιχεία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Οι γνωστές γλώσσες του κόσμου.ΕΙΔΗ ΓΡΑΦΗΣ."

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

ΟΜΙΛΟΥΜΕ ΟΜΗΡΙΚΑ...


Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ώς τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα.
Γιώργος Σεφέρης 

Από την Νία Θεοφανίδου.
 
Ποια Ελληνική λέξη είναι αρχαία και ποια νέα;
Γιατί μια Ομηρική λέξη μας φαίνεται δύσκολη και ακαταλαβίστικη;
Οι Έλληνες σήμερα ασχέτως μορφώσεως μιλάμε ομηρικά, αλλά δεν το ξέρομε επειδή αγνοούμε την έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούμε.
Για του λόγου το αληθές θα αναφέρομε μερικά παραδείγματα για να δούμε ότι η Ομηρική γλώσσα όχι μόνο δεν είναι νεκρή, αλλά είναι ολοζώντανη.

Αυδή είναι η φωνή. Σήμερα χρησιμοποιούμε το επίθετο άναυδος.

Αλέξω στην εποχή του Ομήρου σημαίνει εμποδίζω, αποτρέπω. Τώρα χρησιμοποιούμε τις λέξεις αλεξίπτωτο, αλεξίσφαιρο, αλεξικέραυνο αλεξήλιο Αλέξανδρος (αυτός που αποκρούει τους άνδρες) κ.τ.λ.

Με το επίρρημα τήλε στον Όμηρο εννοούσαν μακριά, εμείς χρησιμοποιούμε τις λέξεις τηλέφωνο, τηλεόραση, τηλεπικοινωνία, τηλεβόλο, τηλεπάθεια κ.τ.λ.

Λάας ή λας έλεγαν την πέτρα. Εμείς λέμε λατομείο, λαξεύω.

Πέδον στον Όμηρο σημαίνει έδαφος, τώρα λέμε στρατόπεδο, πεδινός.

Το κρεβάτι λέγεται λέχος, εμείς αποκαλούμε λεχώνα τη γυναίκα που μόλις γέννησε και μένει στο κρεβάτι.

Πόρο έλεγαν τη διάβαση, το πέρασμα, σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη πορεία. Επίσης αποκαλούμε εύπορο κάποιον που έχει χρήματα, γιατί έχει εύκολες διαβάσεις, μπορεί δηλαδή να περάσει όπου θέλει, και άπορο αυτόν που δεν έχει πόρους, το φτωχό.

Φρην είναι η λογική. Από αυτή τη λέξη προέρχονται το φρενοκομείο, ο φρενοβλαβής, ο εξωφρενικός, ο άφρων κ.τ.λ.

Δόρπος, λεγόταν το δείπνο, σήμερα η λέξη είναι επιδόρπιο.

Λώπος είναι στον Όμηρο το ένδυμα. Τώρα αυτόν που μας έκλεψε (μας έγδυσε το σπίτι) το λέμε λωποδύτη.

Ύλη ονόμαζαν ένα τόπο με δένδρα, εμείς λέμε υλοτόμος.

Άρουρα ήταν το χωράφι, όλοι ξέρουμε τον αρουραίο.

Τον θυμό τον αποκαλούσαν χόλο. Από τη λέξη αυτή πήρε το όνομα της η χολή, με την έννοια της πίκρας. Λέμε επίσης αυτός είναι χολωμένος.

Νόστος σημαίνει επιστροφή στην πατρίδα. Η λέξη παρέμεινε ως παλινόστηση, ή νοσταλγία.

Άλγος στον Όμηρο είναι ο σωματικός πόνος, από αυτό προέρχεται το αναλγητικό.
Το βάρος το αποκαλούσαν άχθος, σήμερα λέμε αχθοφόρος.

Ο ρύπος, δηλαδή η ακαθαρσία, εξακολουθεί και λέγεται έτσι - ρύπανση.

Από τη λέξη αιδώς (ντροπή) προήλθε ο αναιδής.

Πέδη, σημαίνει δέσιμο και τώρα λέμε πέδιλο. Επίσης χρησιμοποιούμε τη λέξη χειροπέδες.

Από το φάος, το φως προέρχεται η φράση φαεινές ιδέες.

Άγχω, σημαίνει σφίγγω το λαιμό, σήμερα λέμε αγχόνη. Επίσης άγχος είναι η αγωνία από κάποιο σφίξιμο, ή από πίεση.

Βρύχια στον Όμηρο είναι τα βαθιά νερά, εξ ου και τo υποβρύχιο.

Φερνή έλεγαν την προίκα. Από εκεί επικράτησε την καλά προικισμένη να τη λέμε «πολύφερνη νύφη».

Το γεύμα στο οποίο ο κάθε παρευρισκόμενος έφερνε μαζί του το φαγητό του λεγόταν έρανος. Η λέξη παρέμεινε, με τη διαφορά ότι σήμερα δεν συνεισφέρουμε φαγητό, αλλά χρήματα.

Υπάρχουν λέξεις, από τα χρόνια του Ομήρου, που ενώ η πρώτη τους μορφή μεταβλήθηκε - η χειρ έγινε χέρι, το ύδωρ νερό, η ναυς έγινε πλοίο, στη σύνθεση διατηρήθηκε η πρώτη μορφή της λέξεως.
Από τη λέξη χειρ έχομε: χειρουργός, χειριστής, χειροτονία, χειραφέτηση, χειρονομία, χειροδικώ κ.τ.λ.
Από το ύδωρ έχομε τις λέξεις: ύδρευση υδραγωγείο, υδραυλικός, υδροφόρος, υδρογόνο, υδροκέφαλος, αφυδάτωση, ενυδρείο, κ.τ.λ.
Από τη λέξη ναυς έχομε: ναυπηγός, ναύαρχος, ναυμαχία, ναυτικός, ναυαγός, ναυτιλία, ναύσταθμος, ναυτοδικείο, ναυαγοσώστης, ναυτία, κ.τ.λ.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα παραδείγματα προκύπτει ότι: Δεν υπάρχουν αρχαίες και νέες Ελληνικές λέξεις, αλλά μόνο Ελληνικές.

Η Ελληνική γλώσσα είναι ενιαία και ουσιαστικά αδιαίρετη χρονικά.

Από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα προστέθηκαν στην Ελληνική γλώσσα μόνο ελάχιστες λέξεις.

Η γνώση των εννοιών των λέξεων θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι μιλάμε τη γλώσσα της ομηρικής ποίησης, μια γλώσσα που δεν ανακάλυψε ο Όμηρος αλλά προϋπήρχε πολλές χιλιετηρίδες πριν από αυτόν.

Φίλοι μου, προσθέστε και εσείς τις δικές σας γνώσεις που να σχετίζονται με το θέμα.

Σκοπός μας είναι να ανακαλύψουμε τις έννοιες των λέξεων για να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε καλύτερα. Παλαιότερα όταν έλεγαν μια λέξη καταλάβαιναν όλοι το ίδιο. π.χ για τη λέξη αρετή ήξεραν ότι είναι η μεσότητα ανάμεσα σε δύο υπερβολές. Σήμερα ο καθένας για την ίδια λέξη εννοεί και κάτι διαφορετικό.

Πηγές: Απολλώνιου Σοφιστού, Λεξικόν κατά στοιχείον Ιλιάδος και Οδύσσειας, Εκδόσεις Ηλιοδρόμιο.

Ευχαριστώ την Φιλαρέτη για την αποστολή του άρθρου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΟΜΙΛΟΥΜΕ ΟΜΗΡΙΚΑ..."

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Πώς σώθηκαν τα ελληνικά στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης

Μια ιστορία έρωτα και χρήματος για την ελληνική γλώσσα

Αποψη του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης το οποίο ιδρύθηκε το 1451

Ο κλασικός φιλόλογος Ντάγκλας Μακ Ντάουελ, μελετητής των αττικών ρητόρων και του αρχαίου ελληνικού δικαίου, εκδότης και μεταφραστής του Δημοσθένη και του Αριστοφάνη και δάσκαλος επί τριακονταετία εκατοντάδων φοιτητών από την έδρα των Αρχαίων Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, ήταν άνθρωπος μετρημένος. Σπανίως αιφνιδίαζε το ακροατήριό του όταν διάβαζε τους «Σφήκες» ενσαρκώνοντας ρόλους και αποκαλύπτοντας το υποκριτικό ταλέντο του.

Την έκπληξη επιφύλαξε μετά τον θάνατό του: πεθαίνοντας τον Ιανουάριο του 2010, σε ηλικία 78 ετών, άφησε διαθήκη με την οποία κληροδοτούσε το χαρτοφυλάκιο των μετοχών του στο πανεπιστήμιο με όρο την αναβίωση της έδρας των Αρχαίων Ελληνικών. Φαίνεται πως τον έθλιβε το γεγονός ότι η ιστορική έδρα, η οποία λειτουργούσε από το 1704, καταργήθηκε μετά τη συνταξιοδότησή του το 2001. Η εκτίμηση των μετοχών άφησε άφωνη την ακαδημαϊκή κοινότητα: το πανεπιστήμιο κληρονομούσε 2,4 εκατ. στερλίνες, αποτέλεσμα σοφών επενδύσεων του καθηγητή για τις οποίες κανείς δεν είχε ιδέα.

«Είναι το μεγαλύτερο κληροδότημα στην ιστορία του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης από την ίδρυσή του το 1451» δήλωσε στο «Βήμα» ο καθηγητής του Τμήματος Κλασικών Σπουδών Μάθιου Φοξ. Τον περασμένο Ιανουάριο το πανεπιστήμιο προκήρυξε τη θέση αναζητώντας «κάποιον δυναμικό επιστήμονα ο οποίος θα είναι έτοιμος να επενδύσει στο μέλλον των ελληνικών στη Γλασκώβη», όπου τα αρχαία ελληνικά διδάσκονται από το 1581.

Η εντυπωσιακή χειρονομία του Ντάγκλας Μακ Ντάουελ δημιουργεί μια εξαιρετικά αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον των ελληνικών σπουδών, στη συνομιλία μας όμως με τον καθηγητή Φοξ ανακαλύψαμε ότι ήταν το τελευταίο επεισόδιο μιας μακράς ιστορίας μεθοδικών ενεργειών του αποβιώσαντος καθηγητή για τη διατήρηση των ελληνικών σπουδών στη Σκωτία.

Γεννημένος στο Λονδίνο το 1931, ο Μακ Ντάουελ σπούδασε στο περίφημο Μπάλιολ Κόλετζ της Οξφόρδης και δίδαξε για τέσσερα χρόνια αρχαία ελληνικά στη μέση εκπαίδευση και ακολούθως στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ προτού μετακινηθεί στη Γλασκώβη το 1971. Ηταν η εποχή που η γοητεία των αρχαίων ελληνικών είχε αρχίσει να θαμπώνει με ραγδαίους ρυθμούς στη βρετανική κοινωνία και στη μέση εκπαίδευση. Τα αποτελέσματα ήταν ορατά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: οι 35 φοιτητές αρχαίων ελληνικών του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης το 1968 είχαν κατρακυλήσει στους 8 το 1971.

Η δράση ενός ελληνιστή

Ο Μακ Ντάουελ ανέλαβε δράση με ριζοσπαστικές αλλαγές στο παραδοσιακό πρόγραμμα διδασκαλίας. Το 1972 εισήγαγε ένα γενικό μάθημα εισαγωγής στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό διδάσκοντας μέσα σε ένα εξάμηνο ιστορία, φιλοσοφία, τέχνη και αρχαίους έλληνες συγγραφείς σε μετάφραση. Ανοιξε την όρεξη πολλών φοιτητών που επιθυμούσαν να συνεχίσουν. Το 1974 προσφέρθηκε δεύτερο μάθημα. Το 1993 το τμήμα είχε τόσους φοιτητές ώστε το πανεπιστήμιο θέσπισε τετραετείς σπουδές πτυχίου αρχαίας ελληνικής φιλολογίας.

Εκτός πανεπιστημίου ο Μακ Ντάουελ φρόντισε να συντηρήσει τις υποδομές στα σχολεία και στην κοινωνία, ώστε το ενδιαφέρον να μην ατονήσει ξανά. Χωρίς να απαξιώσει τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στη μέση εκπαίδευση, εγκαινίασε ένα πανεπιστημιακό μάθημα εκμάθησης της γλώσσας από το μηδέν και παράλληλα θεσμοθέτησε δύο εβδομάδες δωρεάν θερινών μαθημάτων της αρχαίας ελληνικής όπου δίδασκε και ο ίδιος.

Δραστηριοποιήθηκε ως μέλος και πρόεδρος του Κέντρου Κλασικιστών Σκωτίας και της Σκωτο-ελληνικής Εταιρείας στη Γλασκώβη και φρόντισε να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης και των Βρετανών για τον αρχαίο Ελληνισμό. Κατάφερε, όπως συμπυκνώνει ο Ηλίας Αρναούτογλου, ερευνητής στο Κέντρο Ερευνας της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών και παλαιός διδακτορικός φοιτητής του Μακ Ντάουελ, «να συσπειρώσει ένα δυναμικό που χρειαζόταν συσπείρωση και να αναζωογονήσει το ενδιαφέρον για τις αρχαιοελληνικές σπουδές αλλάζοντας εστίαση».

Ευγενής και ευπροσήγορος αλλά ταυτόχρονα κλειστός και λιγομίλητος, ήταν άνθρωπος των έργων, που συνδύαζε την επιστημοσύνη με την κοινή λογική. «Ηρεμη δύναμη» τον αποκαλεί ο Δήμος Σπαθάρας, λέκτωρ στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο τελευταίος διδακτορικός φοιτητής του. Τον περιγράφει ως «άνθρωπο σεμνό, που δεν μιλούσε για τον εαυτό του και κοκκίνιζε όταν μιλούσαν οι άλλοι γι’ αυτόν». Εξασφάλισε πολλές υποτροφίες σε φοιτητές για να σπουδάσουν αρχαία ελληνικά και ήταν ένας «καταπληκτικός και διακριτικός επιβλέπων με ευρεία εποπτεία του αντικειμένου του, ο οποίος με το επιστημονικό του έργο έφερε ξανά στην επιφάνεια τη μελέτη του αθηναϊκού δικαίου».

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, «της κρισιμότερης ως τώρα στη Βρετανία για την επιβίωση των κλασικών σπουδών», όπως εκτιμά ο Μάθιου Φοξ, καθώς η χρησιμοκεντρική θατσερική παιδεία υποβάθμισε πολύ τη διδασκαλία των άσκοπων, όπως πίστευαν, κλασικών σπουδών, ο Μακ Ντάουελ συνετέλεσε στην ενοποίηση των ιστορικών τμημάτων των Αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών Σπουδών του πανεπιστημίου σε ένα τμήμα Κλασικών Σπουδών το οποίο ξεκίνησε να λειτουργεί το 1988 με πρώτο διευθυντή τον ίδιο. Πέτυχε να προσελκύσει προς την αρχαία Ελλάδα όσους είχαν εκδηλώσει αποκλειστική προτίμηση στον ρωμαϊκό κόσμο, με αποτέλεσμα οι εγγεγραμμένοι φοιτητές να αυξηθούν πάλι και ο αριθμός των πτυχιούχων του νέου τμήματος να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.

«Οι ελληνικές σπουδές διατηρούν ζωντανό το πνεύμα μας»

Σήμερα περίπου 200 φοιτητές παρακολουθούν κάθε χρόνο το μονοετές μάθημα ελληνικού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και το ενδιαφέρον παραμένει σταθερό. «Είναι θέμα πολιτισμικό» εκτιμά ο καθηγητής του Τμήματος Κλασικών Σπουδών Μάθιου Φοξ. «Οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι οι ελληνικές σπουδές δεν είναι χάσιμο χρόνου ή πολυτέλεια αλλά διευρύνουν τους ορίζοντες, καλλιεργούν την αντίληψη, διατηρούν ζωντανό το πνεύμα μας». Προς αυτή την κατεύθυνση ήταν μέγιστη η συμβολή του φιλολόγου Ντάγκλας Μακ Ντάουελ. Με τη διαθήκη του μίλησε στις απειλητικές για τον Ελληνισμό αγορές τη γλώσσα που καταλαβαίνουν, εκείνη του χρήματος. Προτού ρίξει το τελευταίο του χαρτί, όμως, είχε διαμορφώσει με μια σειρά στρατηγικές κινήσεις συνθήκες που εξασφάλιζαν ότι τα χρήματά του θα πιάσουν τόπο. Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας του; Δει χρημάτων ο πολιτισμός, είναι όμως ανώφελα χωρίς πάθος, όραμα και τρόπο.

Λαμπρινή Κουζέλη / tovima.gr

Από: http://www.roumlouki.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=5322&Itemid=45

http://www.athriskos.gr/?p=7100

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Πώς σώθηκαν τα ελληνικά στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης"
Related Posts with Thumbnails