Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΕΠΩΝΥΜΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΕΠΩΝΥΜΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Τι σημαίνει το επώνυμό σας;

Γνωρίζετε τι σημαίνει το επώνυμό σας;---

Μας ακολουθεί σε όλη μας τη ζωή σαν σκιά και συχνά μας χαρακτηρίζει. Ο λόγος για το επίθετό μας, που μπορεί να προέρχεται από ένα παρατσούκλι κάποιου προγόνου μας, πολλά, πολλά χρόνια πριν…
Τα περισσότερα επίθετα δεν είναι παρά εξευγενισμένα παρατσούκλια που μετατράπηκαν σε αξιοπρεπή ονόματα με την πάροδο των χρόνων.----
Το παρατσούκλι-παρωνύμιο-παρασουσούμι-παραγκώμι-παρανόμι στιγματίζει ανεξίτηλα τα «θύματά» του που δεν μπορούν να αντιδράσουν στη σφοδρή επίθεση.
Χαρακτηριστικά του σώματος και του προσώπου, συνήθειες ή προτιμήσεις, επαγγέλματα και τόποι καταγωγής χρησιμοποιούνται κατά κόρον ως «στοιχεία ταυτότητας» σε μικρές κοινωνίες όπου όλοι γνωρίζονται με όλους σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμη και οι προσωπικές τους προτιμήσεις να γίνονται γνωστές και να αποτελούν το βασικότερο χαρακτηριστικό τους.
Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου παρατσούκλια προέρχονται από τα χρόνια του Βυζαντίου (Πωγωνάτος, Τραυλός), από τα σλαβικά (Μπέλος: άσπρος), τα βλάχικα (Γκίζας: μυζήθρα), τα εβραϊκά (Σαμψών: μικρός ήλιος) και από διάφορες ξένες γλώσσες κατακτητών.
Σήμερα, ένα γελοίο όνομα που προέρχεται σίγουρα από παρατσούκλι αποτελεί κατά κάποιον τρόπο ένα μειονέκτημα για τον κάτοχό του, που καταφεύγει είτε σε πλήρη αλλαγή του είτε σε παράφρασή του προκειμένου να επανακτήσει το χαμένο του κύρος. Ένα τέτοιο όνομα έχει διαπιστωθεί ότι είναι ικανό ακόμη και να ανακόψει τη σταδιοδρομία του κατόχου του, που διστάζει κάθε φορά που πρέπει να συστηθεί στους νέους συνεργάτες του.
Οι Αθηναίοι και οι «άλλοι»
Το δριμύ και καυστικό παρατσούκλι-που μετατράπηκε αργότερα σε επώνυμο- άνθησε από τον 19ο αιώνα, όπου ήταν ήδη φανερός ο ανταγωνισμός μεταξύ «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων». Με σύμμαχο τα λαϊκά στρώματα και τις μικρές κοινωνίες των χωριών, το παρατσούκλι απόκτησε διαστάσεις επιδημίας στη δεκαετία του 1950, όταν η Αθήνα αποτελούσε τη «γη της επαγγελίας» για χιλιάδες επαρχιώτες που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη.
Το σύνθημα «Έξω οι βλάχοι από την Αθήνα» βρήκε οπαδούς στα πρόσωπα των γηγενών Αθηναίων, που έβλεπαν τις ρίζες της καταγωγής τους να ξεριζώνονται βίαια από τις ορδές των επαρχιωτών που ενώ τους μιμούνταν σε τρόπους και εμφάνιση, ωστόσο τους αποκαλούσαν περιφρονητικά «Αθηναίους».
Παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου αντανακλούν ακόμη και σήμερα το στερεότυπο του «πρωτευουσιάνου» που χλευάστηκε από τους «πονηρούς και καπάτσους» επαρχιώτες. Το κομψό ή το υπερβολικά μοντέρνο ντύσιμο , οι ευγενικοί τρόποι αλλά και οι εξωφρενικές απαιτήσεις (π.χ. μπάνιο μέσα σε μπανιέρα και όχι σε σκάφη…) χαρακτήριζαν τους δυστυχείς Αθηναίους που έκαναν αμέσως αισθητή την παρουσία τους σε ένα χωριό.
Και αν η Αθήνα προκαλούσε τη χλεύη αλλά και τον φθόνο των επαρχιωτών, κάτι ανάλογο συνέβαινε και ανάμεσα στις επαρχιακές πόλεις που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, επινοώντας τα πιο αιχμηρά παρατσούκλια.
Αυστριακοί (οι Βολιώτες), Κοπέλια-Βρακοφόροι-Μουστακαλήδες-Σύντεκνοι (οι Κρητικοί), Βλάχοι (οι Θεσσαλοί και οι Ρουμελιώτες), Γκάγκαροι (οι Αθηναίοι), Καλαμαράδες (οι Έλληνες για τους Κύπριους), Κουμπάροι (οι Κύπριοι για τους Έλληνες), Μαουνιέρηδες (οι Πειραιώτες), Παγουράδες και Πλακουτσοκέφαλοι (οι Γιαννιώτες), Σακαφλιάδες (οι Τρικαλινοί), Σαρδελάδες (οι κάτοικοι της Πρέβεζας), Σκορδάδες-Σκορδία (οι Τριπολιτσιώτες και η Τρίπολη αντίστοιχα), Σούρδοι-Σουρδία (οι κάτοικοι της Κοζάνης και η Κοζάνη αντίστοιχα), Σύκα (οι Καλαματιανοί), Κατωαυλακιώτες (οι Πελοποννήσιοι λόγω του ότι βρίσκονται γεωγραφικά κάτω από το «αυλάκι», δηλαδή τον Ισθμό της Κορίνθου) και Πανωαυλακιώτες (οι Στερεοελλαδίτες).
Ο «Ψηλός», ο «Μπουλντόζας» και τα άλλα παιδιά…
Οι πολιτικοί ανέκαθεν βρίσκονταν στο στόχαστρο της καυστικής και άνευ ορίων σάτιρας. Εμφανισιακά ή άλλα χαρακτηριστικά τους έδωσαν αφορμές για ποικιλότροπα σχόλια και τους στιγμάτισαν με παρατσούκλια που χρησιμοποιούνται ευρέως ακόμη και από τον Τύπο, που δεν διστάζει να υποδαυλίζει την παραφιλολογία των παρατσουκλιών.
Έτσι, λοιπόν ποιος δεν θυμάται τις συχνές αναφορές του Τύπου στον Μιλτιάδη Έβερτ με το παρατσούκλι ο «Μπουλντόζας», στον Ηλία Τσιριμώκο, «ο Κατεψυγμένος», στον Στέλιο Παττακό, « ο Γόπας» λόγω της εμμονής του να μην πετιούνται οι γόπες στα πεζοδρόμια επί χούντας, στον Κώστα Σημίτη, « Ο Κινέζος», στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, «ο Ψηλός», στο Δημήτρη Αβραμόπουλο, «ο Καγκελάκιας», στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, «ο Φρυδάς» και ούτω καθεξής…
Γαύροι-Βαζέλες: σημειώσατε Χ
Το ποδόσφαιρο αποτελεί έναν πρώτης τάξεως χώρο για να ευδοκιμήσουν τα παρατσούκλια και ο χλευασμός. Ο άκρατος φανατισμός, η βία και το προαιώνιο μίσος μεταξύ των αντιπάλων εκδηλώνονται μέσα και έξω από τα γήπεδα, στα πολύχρωμα πανό αλλά και στις πολεμικές ιαχές των φιλάθλων, οι οποίοι απαγγέλουν ρυθμικά συνθήματα που περιέχουν τα «κοσμητικά» επίθετα: Βάζελοι, Γαύροι, Χανούμια, Βούλγαροι, Σκουλήκια και άλλα τέτοια κολακευτικά…
Μετάθεση στη Μποχαλία…
Ο στρατός επίσης δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τα δίχτυα των παρατσουκλιών. Προσπαθώντας ν’ απαλύνουν τον πόνο της «εξορίας», οι φαντάροι χαρακτηρίζουν ορισμένες περιοχές με βάση το (μαύρο) χιούμορ. Έτσι λοιπόν, μην απορήσετε αν ο γιος σας, σας ανακοινώσει πως μετατίθεται στην Γκασμαδία (Λέσβος), στην Γκατζολία (Θράκη) ή στην Μποχαλία (Κως). Αν σας μιλήσει για τους φίλους του τους «Τσαμπίκους», θα καταλάβετε πως βρίσκεται στη Ρόδο, ενώ οι Ούριοι θα το συντροφεύουν στη Σάμο! Μην ψάχνετε μάταια τον χάρτη αν μάθετε πως πήρε μετάθεση στην «Ουγκάντα». Σε απλά «φανταρίστικα» ελληνικά εννοεί ότι θα περάσει το υπόλοιπο της θητείας του στη Σάμο...
Πες μου το όνομά σου, να σου πως ποιος είσαι…
Μη νομίζετε όμως πως μόνο η καταγωγή μας αποκαλύπτει πολλά για τις συνήθειες ή τον χαρακτήρα μας. Ακόμη και το ίδιο το επώνυμό μας κρύβει έντεχνα ένα μεταμφιεσμένο παρατσούκλι που με λίγο ψάξιμο μπορεί να μας φανερώσει πολλά.
Εν αφθονία συναντάμε επώνυμα-παρατσούκλια στη Ρούμελη και την Άμφισσα ενώ σπανιότερα τα χρησιμοποιούν οι Μωραϊτες. Τα περισσότερα επώνυμα έχουν τις ρίζες τους σε τουρκικές λέξεις (όπως π.χ. της υπογράφουσας που το πρώτο συνθετικό είναι «καρά» =μαύρο) ενώ στα Επτάνησα και την Κρήτη, τα επώνυμα είναι απαλλαγμένα από τουρκικές επιρροές, έχουν όμως ιταλικές ρίζες.
Σπάνια είναι τα επώνυμα με βαλκανικές ρίζες, ενώ γαλλική είναι η επιρροή αρκετών κυπριακών επωνύμων. Ο Ανδρέας Καλαντζάκος, «έψαξε» ιδιαίτερα το θέμα και συγκέντρωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του σε ένα βιβλίο με τίτλο «Ονόματα-επώνυμα-παρατσούκλια»που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελεύθερη σκέψη». Από το βιβλίο αυτό και εμείς πήραμε τις πληροφορίες για τις εξηγήσεις κάποιων (όλων θα ήταν πρακτικά αδύνατο) επιθέτων που παραθέτουμε στη συνέχεια. Αν ανάμεσα σε αυτά ανακαλύψετε και το δικό σας και δεν σας ικανοποιεί η πραγματική σημασία του-παρακαλώ να το αντιμετωπίσετε με χιούμορ.
Άλλωστε, ως γνωστόν, τους φίλους-ευτυχώς-τους διαλέγουμε μόνοι μας, οι συγγενείς όμως και τα ονόματά μας αποτελούν προίκα μας δια βίου. Σύμφωνα λοιπόν με την έρευνα του Ανδρέα Καλαντζάκου για το τι σημαίνουν οι ρίζες των πιο γνωστών ελληνικών επιθέτων, τα πράγματα έχουν ως εξής:
-Αϊβαζής: κλητήρας (τουρκικά: ayvaz)
-Αργέντης: ασημένιος (ιταλικά: argento)
-Ασλάνης: το λιοντάρι (τουρκικά: aslan)
-Βεάκης: ο μπέης, ο κύριος (τουρκικά: bey)
-Βέγγος: το φαρμακερό φυτό (περσικά: benk)
-Βογιατζής: ο μπογιατζής (τουρκικά: boyaci)
-Βοναπάρτης: η καλή μερίδα (ιταλικά: buono parte)
-Βουγιουκλάκη: η μεγάλη (από το τούρκικο buyuk)
-Γαρμπή: η δύση (αραβικά: garb)
-Γκερέκου: πρέπει (τουρκικά: gerek)
-Δαφέρμος: ο βέβαιος, ο σταθερός (ιταλικά: da fermo)
-Δεληγιάννης: ο Τρελός Γιάννης (τουρκικά: deli)
-Ζαϊμης: ο εισπράκτορας φόρων (τουρκικά: zaim)
-Ζαλμάς: ο πρόστυχος (τουρκικά: calma)
-Ζαμπούνης: ο καχεκτικός, ο αδύναμος (τουρκικά: zabun)
-Ζολώτας: το χρυσάφι (ρωσικά: zoloto)
-Ζορμπάς: ο άτακτος, ο ταραξίας (τουρκικά: zorba)
-Ιωαννίδης: αυτός που πήρε την χάρη του Θεού (εβραϊκά: yohannou)
-Καβάφης: ο αδέξιος (τουρκικά: kavaf)
-Καζαντζάκης: ο χαλκωματάς (τουρκικά: kazanci)
-Κάλβος: ο φαλακρός (λατινικά: calvus)
-Καμμένος: η πέτρα (σλάβικα: kamen)
-Καραγκιόζης: ο μαυρομάτης (τουρκικά: Karagöz)
-Καραμανλής: αυτός που κατάγεται από την Καραμανία (τουρκικά: karamanli)
-Καρατζάς: το ζαρκάδι (τουρκικά: karaca)
-Καρατζαφέρης: η καμήλα (τουρκικά: kara cafer)
-Κατράκης: ο μοιραίος (αραβικά: kaderi)
-Κεντέρης: η λύπη (τουρκικά: keder)
-Κοεμτζής: ο χρυσοχόος (τουρκικά: kuyumcu)
-Κούγιας: ο πεταλωτής (σλάβικα: kuja)
-Λιάνη: δένω (γαλλικά: liane)
-Μακαρέζος: το καρούλι (τουρκικά: makara)
-Μαρής: ο τρελός (αρβανίτικα: mari)
-Ματσούκα: το ρόπαλο (λατινικά: maxuca)
-Μπαϊρακτάρης: ο σημαιοφόρος (τουρκικά: bayraktar)
-Μπότσαρης: το βαρελάκι (από τους Βένετους: bozza)
-Μπουρνάζος: ο μυταράς (τουρκικά: burnaz)
-Νάκας: ο ελαιογράφος (τουρκικά: nakkas)
-Νταϊφά: η ομάδα, το σωματείο (αραβικά: taife)
-Ντενίση: η θάλασσα (τουρκικά: denis)
-Πεχλιβάνης: παλαιστής (τουρκικά: pehlivan)
-Ρακιντζής: αυτός που φτιάχνει ή πίνει τσίπουρο (τουρκικά: raki)
-Σαντίκος: ο πιστός φίλος (τουρκικά: sadik)
-Σελιμάς: υγιής (τουρκικά: selim)
-Σεφέρης: το ταξίδι (τουρκικά: sefer)
-Σιμιτζής: αυτός που φτιάχνει και πουλάει κουλούρια (τουρκικά: simitci)
-Σκαρμούτσος: πάσσαλος (ιταλικά: scarmo)
-Τόκας: πόρπη (τουρκικά: toka)
-Τρίμης: παλληκάρι (αρβανίτικα: trim)
-Τσουκαλάς: ο μεγάλος τέντζερης (ιταλικά: zuca)
-Φέρτης: ο μοναχός (τουρκικά: fert)
-Φούντας: η φούντα (ιταλικά: η φούντα, ο θάμνος)
-Φυσσούν: η γοητεία (τουρκικά: füsun)
-Χαϊκάλης: το όνομα (τουρκικά: haikal)
-Ωνάσης: ο εραστής (τουρκικά: oynas)
ΛΙΛΗ ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ
lkarak@clickatlife.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Τι σημαίνει το επώνυμό σας;"

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ: Μητριαρχία με ονόματα πατριαρχίας.


 Μορφή και εξέλιξη των Μανιάτικων επωνύμων-------

«Τα εις -έας και εις -άκης είναι φύσει Μανιατάκης,
τα εις -έας και εις -άκος είναι πάντα Μανιατάκος,
τα εις -όπουλος και –πούλος
είναι μπάσταρδος και μούλος»
Είναι λαϊκή έκφραση στη Μάνη---
Η μελέτη των επωνύμων είναι απαραίτητη για την κατανόηση της κοινωνικής οργανώσεως και του όλου πολιτισμού ενός λαού. Πολύ περισσότερο, πιστεύουμε, αυτή είναι αναγκαία για την κατανόηση των θεσμών της Μάνης, γιατί εδώ τα επώνυμα παίζουν σπουδαιότατο ρόλο στη συνοχή τη συγκρότηση των διαφόρων συγγενικών ομάδων.
Ο πυρήνας του μανιάτικου επωνύμου προέρχεται, στο μεγαλύτερο ποσοστό, όπως και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, από πατρώνυμο, παρωνύμιο (παρατσούκλι), επαγγελματικό ή εθνικό όνομα (πατριδωνυμικό) με την προσθήκη, συνήθως, των παραγωγικών καταλήξεων -άκης, -έας, -άκος και σπανιότατα -άρος, -ούνης (ούνιας). Άλλες καταλήξεις, γνωστές από ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, όπως -ούδης, -ίδης, -πούλος, συναντώνται σε πολύ μικρό αριθμό στη Μάνη (Νικολούδης, Κουταλίδης από τη Μηλιά και τη Σελίνιτσα του τέως δήμου Λέκτρου, Στεφανόπουλος, η γνωστή οικογένεια από το Οίτυλο, Παπαδόπουλος από τη μεγάλη Καστάνια, Γεωργόπουλος από τους Πιόντες κ.ά.). Πάντως, η γενικότερη αντίληψη είναι πως τα επώνυμα των τελευταίων τύπων δεν είναι γνήσια μανιάτικα.
Στην κατηγορία των τυπικών μανιάτικων επωνύμων πρέπει να προστεθούν επιπλέον όσα σχηματίζονται με το πατρώνυμο και το βαπτιστικό· π.χ. Γιαννακόδημος (δηλαδή ο Δήμος του Γιαννάκου), ή με το όνομα του παππού και το συνθετικό εγγόνας· π.χ. Γιαννόγγονας (Πετράγγονας). Τα τελευταία είναι συνηθισμένα στη Μέσα και Νότια Προσηλιακή Μάνη.
Εκτός από τα ανωτέρω τυπικά ονόματα με τις γνωστές καταλήξεις υπάρχουν, σε μεγάλη έκταση, και επώνυμα που προέρχονται, όπως σημείωσα, από παρωνύμια (παρατσούκλια), χωρίς αυτές τις καταλήξεις· π.χ. Κελεπούρης, Κουλουμπέρης κ.ά., καθώς και αυτά που σχηματίζονται με το παρωνύμιο και το βαπτιστικό Καλογερόγιαννης (Καλόγερο + Γιάννης), Βαβουλόγιαννης (Βαβουλάς + Γιάννης), Κουτσολιάς (Κουτσός + Ηλίας), Κουφογιάννης (Κουφός + Γιάννης) κ.ά.
1)Από τη μελέτη των επωνύμων των γενεαλογιών που συγκέντρωσα, τα τυπικά σε -άκης, -έας και -άκος επώνυμα έχουν συχνότητα γύρω στα 60%, 2) ενώ τα άτυπα γύρω στα 40%, 3) επίσης, επώνυμα, που ήταν αρχικά παρωνύμια (παρατσούκλια) ή προέρχονται απ’ αυτά, φθάνουν γύρω στα 65%, 4) αυτά που προέρχονται από επαγγελματικά ονόματα σε 5% και 5) εκείνα που προέρχονται από πατρώνυμα γύρω στα 30%.
Από τα ποσοστά αυτά φαίνεται ότι τα παρωνύμια στη Μάνη, όπως και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, παίζουν σπουδαίο ρόλο για το σχηματισμό του επωνύμου. Σε ορισμένα μάλιστα χωριά της Έξω Μάνης του τέως Δήμου Καρδαμύλης η απόδοση των παρωνυμιών χαρακτηρίζεται από ολόκληρη «τελετουργία». Συγκεντρώνονται όλοι στο καφενείο, όπου καλούν και τον υποψήφιο, χωρίς να το γνωρίζει, για το χαρακτηρισμό. Εκεί προσπαθούν να ξεχωρίσουν κάτι περίεργο από τη συμπεριφορά του και τη μορφή του. Όποιος το εντοπίσει πρώτος, σηκώνει το ποτήρι και λέει:
«να μας ζήσεις τάδε (παρατσούκλι)», βλ. λεπτομέρειες: Σ.Λ. χφ 1647, σ. 181-185 (Γεωργ. Μπεσμπέα, Εξωχώρι Καλαμάτας 1972).
Πρέπει, εξάλλου, να αναφέρουμε πως ένας Μανιάτης μπορεί να έχει, εκτός από το επίσημο επώνυμο με το οποίο «γράφεται», περισσότερα ονόματα (παρεπώνυμα), που προέρχονται από την ονομασία των γενούν και των διάφορων κλάδων και υποκλάδων τους, η χρήση τους όμως είναι διαφορετική.
Τα εις -άκης είναι τα παλαιότεραΑπό τα επώνυμα με τις τυπικές μανιάτικες καταλήξεις αυτά που καταλήγουν σε -άκης είναι τα παλαιότερα. Τα συναντάμε ήδη σε διάφορα έγγραφα που έχουν φτάσει ως εμάς και χρονολογούνται απ' το 1600 και εξής.
Τα ανωτέρω επώνυμα είχαν αρχικώς υποκοριστική σημασία, που αργότερα εξελίχθηκε σε πατρωνυμική. Ο σχηματισμός τους έπαψε, καθώς φαίνεται, οριστικά γύρω στα 1800, οπότε τα επώνυμα αυτά αντικαταστάθηκαν από εκείνα που έχουν καταλήξεις -έας και -άκος, τα γνωστά τυπικά μανιάτικα. Τα επώνυμα με τις καταλήξεις σε -άκης διατηρούνται μέχρι τελευταία στη μανιάτικη αποικία της Κορσικής, γιατί η ιστορική μοίρα των Μανιατών αυτών υπήρξε διαφορετική.
Γνωρίζουμε βέβαια ότι τα επώνυμα σε -άκης επιχωριάζουν σήμερα κυρίως στην Κρήτη. Αυτός είναι ένας λόγος, που μερικοί Μανιάτες, όχι λόγιοι ασφαλώς, πιστεύουν ότι όσοι έχουν τέτοια επώνυμα, κατάγονται από το ανωτέρω νησί.
Φαίνεται ότι πολλοί οδηγήθηκαν σ' αυτή την εσφαλμένη αντίληψη, επειδή τα ονόματα αυτά έπαψαν να σχηματίζονται κατά τη νεώτερη περίοδο. Άλλος λόγος που προκαλεί τη σύγχυση είναι ότι και οι Μανιάτες παλαιότερα φορούσαν βράκες. Οπωσδήποτε πρέπει να εγκαταστάθηκαν Κρητικοί στη Μάνη καθώς και Μανιάτες στην Κρήτη, αλλά υστερότερα, ιδιαίτερα στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όπως τα 1669 (υποταγή της Κρήτης στους Τούρκους), καθώς και στα 1715 (ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους) και 1770 (μετά τα Ορλωφικά).
Συνεπούς, τα επώνυμα αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με τα παλαιότερα μανιάτικα, που υπήρχαν, όπως είδαμε, πριν από το 1600. Συνάγεται, εξάλλου, με βάση τη μελέτη των παλαιότερων κρητικών εγγράφων, ότι ονόματα σε -άκης ουσιαστικά δεν συναντώνται στην Κρήτη πριν από το 1700. Απ' αυτό πρέπει να δεχτούμε ότι είναι πιθανότερη η μανιάτικη επίδραση στο σχηματισμό των κρητικών επωνύμων.
Ο λόγος της υπάρξεως των ανωτέρω επωνύμων στη Μάνη οφείλεται στο γεγονός ότι προέρχονται από ένα παλαιό βυζαντινό πολιτιστικό στρώμα. Τα παλαιότερα αυτά ονόματα είχαν αρχική κατάληξη σε -άκιος (πρβλ. Σταυράκιος, Ισαάκιος), που μετέπεσε σε -άκης. Αυτά διατηρήθηκαν στην Κρήτη, ενώ στη Μάνη μετά το 1800 αντικαταστάθηκαν από τα επώνυμα σε -έας και -άκος. Όπως ήδη αναφέραμε, τα επώνυμα σε -άκης είναι τα παλαιότερα. Γι' αυτό είναι πιθανό, όταν συναντούνται, να αποδίδονται σε παλαιότερα γένη της Μάνης και μάλιστα σε ιδιαίτερους σχηματισμούς με περιεκτική σημασία, όπως Ροβυθιάνοι, Μπουτζουναριάνοι, Μιχαλακιάνοι (από το Ροβυθάκης, Μπουτζουναράκης, Μιχαλακάκης) κ.ά., δηλαδή αυτοί που ανήκουν σ' αυτό το γένος. Οι σχηματισμοί αναφέρονται σε μια κατηγορία, σε ένα σύνολο δηλαδή μελών γένους, και δεν γίνεται συνήθους χρήση τους ως επωνύμων. Στις ηγετικές όμως οικογένειες το πρωταρχικό όνομα του γένους αρκετά συχνά διατηρείται και ως επώνυμο, γιατί για λόγους πολιτικούς και γοήτρου, οι οικογένειες αυτές έχουν μεγαλύτερη συνοχή· π.χ. Τρουπάκης, Τρουπιάνοι, αλλά και Τρουπάκηδες. Στις άλλες περιπτώσεις λέγεται: αυτός είναι Ροβυθιάνος - και όχι αυτός λέγεται Ροβυθάκης ή Ροβυθιάνος. Απ' αυτόν πάλι τον περιεκτικό τύπο έχουμε το σχηματισμό αντίστοιχων επιθέτων με τις καταλήξεις -ιάνικος -η-ο-α. π.χ. «τα Ροβυθιάνικα», δηλαδή ο μαχαλάς των Ροβυθιάνων, τα «Ξανθιάνικα αλώνια», δηλαδή τα αλώνια που ανήκουν στους Ξανθιάκους. Τα επώνυμα σε -άκης δεν συναντώνται σε μιαν ορισμένη περιοχή της Μάνης, αλλά σε όλη την έκτασή της.
Τα εις -έαςΤα επώνυμα που λήγουν σε -έας δεν έχουν τόσο παλαιά επίδοση, όσο τα πρώτα. Σε έγγραφα, που χρονολογούνται από τα 1618 και ύστερα, τα ονόματα αυτά συναντώνται σπανιότατα, για να γίνουν συχνότερα μετά το 1730 και να γενικευθούν μετά το 1800. Ο σχηματισμός τους συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Υπάρχει η λαϊκή αντίληψη ότι τα ανωτέρω ονόματα είναι πολύ αρχαία και σχηματίζονται κατά τον τύπο των, Αχιλλέας, Ατρέας, Τυδέας. Τούτο, από επιστημονική άποψη, είναι ως ένα σημείο σωστό. Ο Φαίδων Κουκουλές υποστηρίζει ότι τα μανιάτικα αυτά επώνυμα προέρχονται από παλαιά επαγγελματικά ονόματα και μεγεθυντικά επίθετα σε -έας, ενώ για τα άλλα που προέρχονται από πατρώνυμα πιστεύει ότι σχηματίζονται κατ' αναλογία προς τα προηγούμενα απ' τον πληθυντικό των γενών π.χ. Αντωναίοι - Αντωνέας. Τα παράγωγα επίθετα από τα επώνυμα αυτού του είδους σχηματίζονται με τις καταλήξεις -έικος -η-ο-α, π.χ. τα Αντωνέικα (συνοικία χωριού), τα Χρηστέικα (οικισμός της Έξω Μάνης). Τα επώνυμα σε -έας εξαπλώνονται από την περιοχή της Καλαμάτας και φτάνουν νότια ως το Οίτυλο και ανατολικά ως την Αράχοβα και τη μεγάλη Καστάνια. Στα βόρεια, ίχνη επωνύμων με τέτοια κατάληξη συναντώνται ως την Αλαγονία.
Τα εις -ακοςΗ τρίτη κατηγορία των επωνύμων σε -άκος ακολουθεί την εξέλιξη των επωνύμων σε -άκης τα οποία αντικαθιστά. Αρκετές φορές μάλιστα έχουμε και μετατροπές επωνύμων με καταλήξεις -άκης σε αντίστοιχα με -άκος (πρβ. Νηφάκης - Νηφάκος, Ροζάκης - Ροζάκος κ.ά.). Και αυτά τα επώνυμα είναι υποκοριστικά, που μεταβάλλονται σε πατρωνυμικά. Ετυμολογικά η κατάληξη -άκος βασίζεται στην παλαιότερη κατάληξη -άκιος με αποβολή του ιώτα. Ο σχηματισμός της όμως είναι μεταγενέστερος της καταλήξεως -άκης. Τα αντίστοιχα περιεκτικά και αυτών των επωνύμων σχηματίζονται με την κατάληξη -ιάνοι, π.χ. Πουλικάκος - Πουλικιάνοι. Τα επίθετα από τα επώνυμα αυτά σχηματίζονται, όπως και τα αντίστοιχα σε -άκης, με κατάληξη -ιάνικος, -η -ο -α, δηλαδή Πουλικιάνος, Πουλικιάνικα (συνοικία) κτλ.
Τα επώνυμα αυτής της κατηγορίας συναντώνται στην περιοχή της Μηλέας του τέως Δήμου Λεύκτρου και στο Οίτυλο, στη Μέσα και Προσηλιακή Μάνη και φτάνουν μέχρι τα Μπαρδουνοχώρια και την Επίδαυρο Λιμηρά, περιλαμβάνοντας ουσιαστικά όλη τη νότια Λακωνία.
Τα επώνυμα σε -έας και -άκος, ως μεταγενέστερα, από ομάδες ή υποδιαιρέσεις παλαιότερων γενών με επώνυμα συνήθως σε -άκης, ή σε γένη που έχουν δημιουργηθεί πρόσφατα με απόσχιση. Ένας λόγος, που τα επώνυμα σε -έας και -άκος είναι τόσο διαδεδομένα, είναι ότι η ανάπτυξή τους συνέπεσε με τη δημιουργία των μητρώων των δήμων και των δημοτολογίων μετά το 1840, οπότε έπρεπε οι δημότες να δηλώσουν ποιο επώνυμο επιθυμούσαν να κρατήσουν και φυσικά αυτοί προτιμούσαν εκείνο, με το οποίο ήταν περισσότερο γνωστοί ή διακρίνονταν, δηλαδή της υποομάδας ή γενιάς του γένους.
Από άποψη εθνική, τα επώνυμα είναι, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, ελληνικής ετυμολογίας. Πολλά μάλιστα έχουν βυζαντινή προέλευση. Μερικά έχουν αρβανίτικη και αρβανιτοβλάχικη ετυμολογία ή προέλευση (όπως Σουλέας, Γκινάκης, Λεωτσάκος, Νταβάκης, Δριβάκος, Μερκούρης κ.ά.), καθώς και τουρκική (όπως Μπουγιουγκλάκης, Γιολντασέας, Γαρδάσης κ.ά.). Συναντούνται επίσης, ελάχιστα με ιταλοβενετσιάνικη αφετηρία (όπως Βενετσανάκης, Πιερράκος, Λιμπεράκης, Καμπάνης) και πολύ λιγότερα με εβραϊκή (Αβραμάκης, Βρεόπουλος, Σολωμονάκης).
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε, ότι στα μανιάτικα επώνυμα είναι δυνατό να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της κοινωνικής συγκροτήσεως και του πολιτισμού της Μάνης, καθώς και τις ξένες επιδράσεις που η περιοχή δέχτηκε κατά καιρούς.
Τα ονόματα που σημαίνουν τον τόπο που κατάγεσαι:- ιανος, ανος
- κεχρι κεχριάνος, χωριό Κεχριάνικας.
- Μαλεύρι Μαλευριάνος, χωριό Μαλευριάνικα.
- γερακάρι Γερακαριάνος, χωριό Γερακαριάνικα όπως Νυκλιάνικα, Κριαλιάνικα, Καλαποθαριάνικα.
Αντρωνυμικά:Η γυναίκα παίρνει πάντα το όνομα του άντρα της και το βαφτιστικό και το οικογενειακό:
- ου, -αίνα όπως Βασιλού, Δημητρού, Γιαννού, Γιωργάκαινα, Νικολάκαινα.
Της νύφης με το βαφτιστικό όνομα του πεθερού Βασιλού Δημητρόνυφη, Πετρού Μεσισκλόνυφη, Τσατσουλόνυφη, Κυριαζόνυφη, από Δημητράκου - Μεσίσκλη.


Του Λευτέρη ΑλεξάκηΔ/ντή στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ: Μητριαρχία με ονόματα πατριαρχίας."

Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Γιατί τα επίθετα των Κρητικών τελειώνουν σε -άκης;


Από την συχνή της χρήση ή κατάληξη – ακης στα επώνυμα συνδέεται αυτόματα στην σκέψη μας με την Κρήτη. π.χ – Καζαντζάκης, Θεοδωράκης, Μητσοτάκης.-------
 
Όμως δεν πρέπει να είμαστε απόλυτοι: ο Μάνος Χατζηδάκης για παράδειγμα ήταν από τήν Ξάνθη. Υπάρχει όμως μια σωρεία επωνύμων Κρητικών που μεγαλούργησαν στην Κρήτη και έξω από αυτή αλλά δεν τελειώνουν σε – ακης.
 
Μια θεωρεία είναι ότι το – ακης είναι τουρκική προσθήκη για να υποβιβάσουν το όνομα, όπως θα λέγαμε σήμερα Λιοντάρι – Λιονταρ – ακι
 
Άλλη θεωρεία είναι ότι τα κρητικά επίθετα πρόσφατα (σχετικά) γύρισαν σε – ακης. Παλιότερα ήταν ακριβώς το αντίθετο (υπερθετικά) πχ Σηφακας και όχι Σηφακακης. Κατά πάσα πιθανότητα στην ορεινή Κρήτη και στα Σφακιά θα συναντήσεις πολλά υπερθετικά επίθετα, σε αντίθεση με το υπόλοιπο νησί.
 
Ένας δημοφιλής αστικός μύθος που πλανάται επιμόνως είναι ότι το – άκης στα κρητικά επίθετα το επέβαλλαν οι Τούρκοι για να μειώνουν τους Κρητικούς.
 
Καμία σχέση: Επισήμως οι Τούρκοι δεν είχαν επώνυμα. Μονάχα κατά τα τέλη του 19ου αι μ.Χ που άρχισε η συστηματική καταγραφή επωνύμων, έγινε κατάχρηση του – άκης, όχι πάντως περισσότερο απ’ότι τα – άτος, – άκος, -πούλος, – όγλου ( – ίδης – άδης), – ίτσης ( – ιτσας, – ιτζας, – ιτζης), – έλης, – ούτσος κλπ, σε άλλες ελληνικές χώρες. Δηλαδή άρχισε η μετάλλαξη οικογενειακών επιθέτων στα δημόσια αρχεία, π.χ το Δάνδολος σε Δανδουλάκης, το Χαβαλές σε Χαβαλεδάκης, το Ραΐσης ( ρεΐς = πλοίαρχος, καπετάνιος καραβιού ) σε Ραϊσάκης, το Μαρούλης σε Μαρουλάκης, το Ρόκας σε Ροκάκης, το Μαράθης σε Μαραθάκης, το Λαμπάθης σε Λαμπαθάκης, το Καρδάμης σε Καρδαμάκης, το Καρπούζης σε Καρπουζάκης, το Μπάμιας σε Μπαμιάκης, το Μανούσος σε Μανουσάκης, το Αλυγίζος σε Αλυγιζάκης το Ροσμαρής σε Ροσμαράκης κτλ.
 
Βέβαια, η φυτική ετυμολογία του Ροσμαράκης είναι λίγο αμφίβολη, λόγω του ότι υφίστανται επώνυμα, όπως π.χ. Τερεζάκης, Ροσμαράκης, Μαρνελάκης και Ζαμπετάκης, που ενδεχομένως προέρχονται από ονόματα απογόνων αριστοκρατισσών από τη Δύση: Αντίστοιχα: Τερέζα Θηρεσία, Ροσμαρή Ροζ Μαρί, Ροδώ Μαρία, Μαρνέλα Μαρινέλλα – Μαρίνα, Ζαμπέτα Ελιζαμπέτα Ελίζαμπετ Ελισσάμπεθ οίκος Ελίσσας, από τις λαλιές της Δυτικής Σημιτικής Ομογλωσσίας !
 
Σε κάποιες περιοχές της Μεγαλονήσου, π.χ στα χωριά Ριζών (στο νομό Χανίων, εξού και ριζίτες & ριζίτικα), την επαρχία Σφακίων, τον ορεινό τομέα του νομού Ρεθύμνης, σημειώθηκε έντονη εμπάθεια ενάντια στην επίσημη καταχώρηση των επωνύμων με καταλήξεις -άκης, επειδή είχε διατηρηθεί στη συλλογική μνήμη ότι το να μεταδίδεται το επώνυμο απαράλλακτο, και χωρίς υποκοριστικά, από τον πατέρα στα παιδιά, αποτελεί χαρακτηριστικό αριστοκρατικής καταγωγής, ήτοι ευγενείας. Οπότε, με νωπό στη συλλογική μνήμη το κύρος των Αρχοντορωμαίων, οι κάτοικοι συγκεκριμένων περιοχών αντιστάθηκαν μαζικά στην ομογενοποίηση του -άκης,που έφερναν οι καλαμαράδες, κυρίως κατά την εποχή της Κρητικής Πολιτείας ([1878 – 1889], [1896] 1898 – 1908 [1η Δεκέμβρη 1913]).
 
Πάντως, πολλοί Μουσουλμάνοι Κρητικοί επίσης αναπτύσσουν παρατσούκλια κι επώνυμα με -άκης, ενώ αρκετοί από αυτούς τα διατηρούν επίσημα μέχρι σήμερα, π.χ στην Κω και στη Ρόδο. Ο περιβόητος Ιμπραήμ Αληδάκης (18ος αι), και ακόμα οι: Δελημπασάκης (ντελί μπασί = επικεφαλής των τρελών, οθωμανικού σώματος ατάκτων), Τσαουσάκης (τσαούς = λοχίας), Προββατάκης, Μεϊμαράκης (μεϊμάρ = αρχιτέκτονας), Μεϊντανάκης (μεϊντάνι = πλατεία), Πιστολάκης, Χαϊδαράκης, κλπ, αποτελούν Ρωμιούς ελληνόφωνους Μουσουλμάνους όλοι.
 
Το – άκης πρωτοεμφανίστηκε στη Ρωμανία κατά το 10ο αι μ.Χ., απ’όταν μαρτυρείται π.χ. η ύπαρξη του αριστοκρατικού οίκου των Ροδοκανάκηδων στην Κωνσταντινούπολη. Πάντως η χρήση αυτής της κατάληξης για αιώνες θα παραμείνει σπάνια, αλλά και αμφίβολη όπως στην περίπτωση του Χορτάκης – Χορτάτσης – Χορτάτζης, του ομώνυμου οίκου.
 
Ευρεία χρήση της κατάληξης – άκης θα σημειωθεί για πρώτη φορά κατά τους 15ο – 17ο αι στη Λακωνία, π.χ Γρηγοράκης, Δαβάκης, Καπετανάκης, Τζανετάκης (μικρός Τζανέτος μικρός Τζανής ή Ζανής = δημοφιλής φραγκογενής εκδοχή του Γιάννης, εκ του Jean) και Τρουπάκης, απ’ όπου θα διαδοθεί με αργό ρυθμό και στην Κρήτη, όπου καταγράφονται ονομαστά παραδείγματα, πριν κατακτήσουν οι Τούρκοι το νησί, και πριν οι Μανιάτες το γυρίσουν σε -άκος …
 
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επαγγελματικά επώνυμα με – άκης, που υποδηλώνουν και με τι δουλειές καταπιάνονταν οι πρόγονοί μας, όπως π.χ Βουλουμπασάκης (Μπουλουμπασάκης μπουλούκ μπασί = δεκανέας σε ασκέρι οθωμανικό), Σαρτζετάκης (σαρτζέτος σερτζέντε = λοχίας σε στρατό ιταλόφωνου κράτους), Βισαξάκης (Μπιτσαξάκης μπιτσαξή = μαιχαράς, τουρκιστί), Δερμιτζάκης (Ντερμιτζάκης ντεμιρτζή = σιδεράς, όπως και Δεμίρης Σιδέρης).
 
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι υπάρχουν κι επώνυμα που έχουν εντελώς τυχαία την κατάληξη -άκης, όπως το Μανιάκης εκ του ελληνιστικού μεσαιωνικού (ο) μανιάκης, ήτοι το περιδέραιο – διακριτικό βαθμού για τους αξιωματικούς του Ιππικού. Επίσης, προέκυψε και το Μαζαράκης από ομώνυμο ευγενές βλαχικό σόι, το Μενεγάκης εκ του ιταλικού Μενεγάτσιο (Menegazzo), το Μουζάκης εκ της αρβανίτικης φάρας Μουζακη Μουζακα, και το Ταγαλάκης εκ του τουρκικού Τανγαλακ ( οπλίτης σε άτακτο σώμα, κυριολεκτικά αστοιχείωτος, βλαξ).
 
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Γιατί τα επίθετα των Κρητικών τελειώνουν σε -άκης;"

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ


Βολονάσης - Μπολονάσης ---- 
Το επώνυμο συναντιέται και με διαφορετική φωνητική (Βολο- και Μπολο-) και με διαφορετική ορθογράφηση (Βολο- / Μπολο- και Βόλω-/Μπολω-). 
Οι διαφορετικές αυτές φωνητικές και ορθογραφικές εκδοχές αφορούν όχι μόνο Το επώνυμο Μπολονάσης, αλλά ένα πλήθος άλλων επωνύμων, συνθέτουν και παράγωγων. Με δεδομένο δε ότι η ορθογράφηση (με ο ή ω) λίγο ενδιαφέρει, παραθέτω μερικά από τα σχετικά επώνυμα με βάση τη φωνητική τους ([β] / [ν]).- 
  
Εκτός από τα παραπάνω σύνθετα ή παράγωγα επώνυμα πρέπει να αναφέρουμε την ύπαρξη των απλών αρχικών επών.: Μπόλας / -•ης / -ος και Βόλ(λ)ας /-ης /-ος (και Βώλος) και να σημειώσουμε: 
α. Από τις δύο σειρές επών. η σειρά [b] πρέπει να θεωρηθεί η αρχική δεδομένου ότι η τροπή του [b] (καθώς και των [d], [g]) σε [ν] (και [d], [g]) αντίστοιχα, δηλ. ο λεγόμενος λόγιος εξελληνισμός, είναι εφικτή στην ελληνική. Αντίστροφη τροπή [ν] > [b] δεν είναι συνηθισμένη. 
β. Η αστάθεια ορθογράφησης με ο ή ω υποδηλώνει πως η αρχική λέξη απ' όπου σχηματίζονται τα ανθρωπωνύμια δεν είναι αναγνωρίσιμη άρα είναι άγνωστη. 
γ. Τα σύνθετα ανθρωπωνύμια παραπέμπουν στην ύπαρξη ενός προθήματος1 του τύπου: βλαχο-: Βλαχαντρέας, Βλαχοθανάσης κλπ., γερο-: Γερογιάννης, Γεροδήμος κλπ., με β' συνθετικό βαφτιστικό η παρωνύμιο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες από την ελληνική γλώσσα μόνο οι λ. βόλος, ο "η ριξιά //η πλεκτάνη // το δίχτυ κλπ." και βώλος, ο "μικρός όγκος, μάζα χώματος, Σβώλος // συνεκδ. γη, χώρα, έδαφος κλπ." θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση δημιουργίας του προθήματος. Ωστόσο οι σημασίες αυτών των λ. δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ονοματοδοσία ενός ανθρώπου. 
δ. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις θα μπορούσε να ενισχυθεί η απόδοση των αρχικών επών. Μπόλας /-ης /-ος2 στη σλαβ. λ. bolu "μεγαλύτερος, καλύτερος"3 με την οποία σχηματίζονται πολυάριθμα προσωπωνύμια, στο σλαβόφωνο χώρο: ΒοΙοje, Βοlek, Βοlkο, ΒοΙkα, Βοlinu/Bolbnu, ΒοΙbjb-slavu, Βοlbjb-boru, Βοl'ut, Βοlislav κλπ.4 
Από το σλαβ. αυτό προσηγ. προέκυψαν τα επών. Μπόλας /-ης /-ος (και Βόλας / -ης /-ος) με λόγιο εξελληνισμό, από τα οποία προέκυψε το ανθρωπωνυμικό πρόθημα μπολο-, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη σημ. 1: Κάποιος που έφερε το βαφτιστικό Νάσης για να προσδιοριστεί ακριβέστερα ονομάστηκε Νάσης του Μπόλα / -η, / -ου και στο σύνθετο ως Μπολο-νάσης.5 

Βρέλ(λ)ης 
Το επώνυμο πρέπει να σχετιστεί με το αλβ. ουσ. burr/e, i "άντρας, γενναίος" και να αποδοθεί στα επών. Μπούρης, Μπούρος, Μπούρας 6 απ' όπου και τα: Βούρης, Βούρος, Βούρας με τροπή του [β] σε [ν] (λόγιος εξελληνισμός). Από τη σειρά των τελευταίων με την υποκορ. κατάλ. -έλ(λ)ης προέκυψε Το επώνυμο Βουρέλ(λ)ης 7 και Βρέλ(λ)ης με αποβολή του άτονου [u] κατά τον βόρειο φωνηεντισμό. 
Λιγότερο πιθανή η απόδοση του επών. στο σλαβ. vrelo "πηγή" (απ' όπου και δάνειο στην αλβ. vrelle), λέξη από την οποία δημιουργούνται πολυάριθμα τοπν. σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο της σερβοκροατικής (Udolph 1979: 528-529).
 Κατευθείαν σύνδεση του επών. με το σλαβ. ουσ., λόγω της σημασίας, δεν θα ήταν δυνατή, όπως φαίνεται και από την απουσία σχετικών ανθρωπωνυμικών σχηματισμών στις σλαβικές γλώσσες. Γι' αυτό πιστεύω πως, αν θα μπορούσε να συνδεθεί Το επώνυμο με τις σλαβ. γλώσσες, αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω ενός τοπωνυμίου, π.χ. τοπν. Vrelo ή Vreliκλπ. (<> Γρηγορίου (πβ. και επών. Δημητρίου, Ιωάννου, Γεωργίου κλπ.)18. 


Δεβέκος - Ντεβέκος - Δεβές - Ντεβές
Σπάνιο επών.19 που εμφανίζεται με τους τύπους Δεβέκος (5χ) και Ντεβέκος. Ο τύπος Δεβέκος από το Ντεβέκος με τροπή [d] > [d] (λόγιος εξελληνισμός). 
Το επώνυμο πρέπει να αποδοθεί στο επώνυμο Ντεβές (και Δεβές) με την προσθήκη της μεγεθυντικής κατάλ. -έκος η οποία χρησιμοποιείται και στο σχηματισμό ανθρώπων.: Αγγελέκος (< Άγγελος), Καλαμιδέκος (< Καλαμίδας), Σταματέκος (< Σταμάτης) κλπ.20. Το επώνυμο21 Ντεβές προέρχεται από το τουρκ. δάνειο της ελληνικής: ντεβές, ο "η καμήλα"22 (< τουρκ. deve "το ίδιο"). Της ίδιας ετυμολογικής αρχής είναι και τα επών.: Ντεβετζής, Ντεβετζίδης κλπ. και Δεβεσιάδης, Δεβετζάκης, Δεβετζής, Δεβετζίδης, Δεβιτζόγλου κλπ. 

Ζιώγας
Το επώνυμο προέρχεται από το αντίστοιχο βαφτιστικό Ζιώγας (και Τζιώγας) αντί του Γεώργιος23. Τόσο ο Κατσάνης όσο και ο Ντίνας θεωρούν το βαφτιστικό ως αρομ. υποκορ. του Γεώργιος24. Ωστόσο όχι μόνο στα βλαχόφωνα χωριά αλλά και αλλού (π.χ. Πιρσόγιανη) χρησιμοποιείται το Ζιώγας αντί του Γεώργιος (πβ. το όνομα του πρωτομάστορα Ζιώγα Φρόντζου από την Πιρσόγιανη25, ο οποίος μαρτυρείται ότι έχτισε το πέτρινο γεφύρι της Κόνιτσας 

Καρακίτσος
Πρόκειται για ένα "προθηματικό" επών. που σχηματίζεται από το πρόθημα καρα-26 (πβ. και επών. Καράς < καράς "μαύρος" < τουρκ. kara "το ίδιο") και το βαφτιστικό Κίτσ(ι)ος. Το βαφτιστικό Κίτσ(ι)ος27 αντί του Χρίστος. 

Κωσταδήμας
Σε αντίθεση με τα προσδιοριστικά σύνθετα προσηγορικά: αγριοπερίστερο, κρασοπότηρο, νεροπότηρο, ψυχοσάββατο κλπ. και τα σύνθετα επώνυμα με α' μέρος σύνθεσης εθνικά: Καστρινογιάννης, Μωραΐτόγιαννος, Σμυρνογιάννης κλπ. και επαγγελματικά: Αλευρογιάννης, Γυφτογιάννης, Καλογερογιάννης κλπ.28, στα σύνθετα επών., όπου και τα δυο συνθετικά είναι βαφτιστικό, το β' συνθετικό της σύνθεσης προσδιορίζει το α' βαφτιστικό: π.χ. Σπυρομήλιος "ο Σπύρος (ο γιος) του (Αι)μίλιου", Χριστοβασίλης "ο Χρίστος (ο γιος) του Βασίλη", ο Αποστολογιάννης "ο Αποστόλης / -'-ος (ο γιος) του Γιάννη" κοκ. 
Η αντιστροφή της σειράς: προσδιορισμός + προσδιοριζόμενο που ακολουθείται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στα προσδιοριστικά σύνθετα αίρεται στην περίπτωση σύνθετων επών. με δύο βαφτιστικό, γιατί ακολουθείται η σειρά της εννοούμενης εκφοράς.
 Το ίδιο συμβαίνει και με τα σύνθετα παρωνύμια με α' συνθετικό αρσεν. βαφτιστικό (του συζύγου) + β' συνθετ. θηλ. βαφτιστικό (της συζύγου) της οποίας η κοινωνική θέση, η δυναμικότητα και η εν γένει παρουσία επισκιάζει εκείνη του συζύγου: π.χ. Κωτσοαμαλίας "ο Κώτσος (ο σύζυγος) της Αμαλίας", ο Γιωργολένης "ο Γιώργος (ο σύζυγος) της Ελένης" κλπ.
 Στην ίδια περίπτωση ανάγονται και τα σύνθετα με δύο βαφτιστικό εκ των οποίων το α' (βαφτιστικό του γιου) προσδιορίζεται από το β' (το βαφτιστικό της μητέρας). Έτσι το Γιωργολένης που αναφέρθηκε παραπάνω, θα μπορούσε να είναι "ο Γιώργος (ο γιος) της Ελένης" κλπ.
 Μετά από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στο επώνυμο Κωσταδήμας, σύνθετο με δύο βαφτιστικά, το α' συνθετικό (Κώστας) προσδιορίζεται από το β' συνθετικό (Δήμας). Το Κώστας είναι συγκεκομμένος τύπος του Κωνσταντίνος και το Δήμας29 από το Δήμος (συγκεκομμένος τύπος του Δημήτριος) με εναλλαγή της κατάλ. -ος / -ας, όπως πραγματοποιείται στα ανθρώπων: Γκέκος / -ας, Τσέφος / -ας κλπ. 

Μπάης
Το επώνυμο προέρχεται από την τουρκ. λ. bay η οποία πριν από ανθρωπωνύμια και τίτλους έχει τη σημασία "ο κύριος Χ", όταν όμως δεν συνοδεύει ανθρωπωνύμιο ή τίτλο έχει τη σημασία "κύριος."30 Με την ίδια λειτουργία χρησιμοποιούνται και οι σημασιολογικά αντίστοιχες αλβ. λέξεις: zot, -i "κύριος Χ": π.χ. zoti president "κύριος πρόεδρος", zoti minister "κύριος υπουργός" κλπ., αλλά και αυτοδύναμα zot, -/'"κύριος", και zonj/e, -a "η κυρία Χ": π.χ. zonja vjeherr "η κυρα-πεθερά", αλλά και "κυρία, οικοδέσποινα". Όπως η τουρκ. λ. bay έτσι και οι αλβ. zot, -i και zonj/e, -a αποτελούν βασικές λέξεις για το σχηματισμό ανθρωπωνυμίων: Ζότος (και Ζώτος), Ζόνιος (και Ζώνιος). 

Μπαϊρακτάρης - Βαϊρακτάρης 
Το επώνυμο που εμφανίζεται και με το λαϊκότερο τύπο Μπαϊραχτάρης ([kt]>[ht])31 και με το λογιότερο Βαϊρακτάρης32 ([b] > [ν]: λόγιος εξελληνισμός) προέρχεται από το κοινό ΝΕ μπαϊρακτάρης "ο σημαιοφόρος" < τουρκ. bayraktar "το ίδιο" 

Μπένος - Μπενάτος, Μπενετάτος, Μπενέτος
Πρόκειται για επών. δημιουργημένο από το ιταλ. βαφτιστικό Benedetto (= Βενέδικτος) με συγκοπή. Πβ. και τα ίδιας ετυμολογικής αρχής: Μπενάτος, Μπενετάτος, Μπενέτος (< βενετ. Beneto, συγκεκομμένος τύπος του Benedetto)35. Μπονιάκος Το επώνυμο προέρχεται από το αλβ. bonjak, -u "ο ορφανός"36. Ας σημειωθεί πως με τη σημασία "ορφανός" σχηματίζονται ταυτόσημα επών. με λεξιλογικά στοιχεία διάφορων γλωσσών της Βαλκανικής: πβ. το ελλην. Ορφανός (και Ορφανάκος, Ορφανίδης, Ορφανάκης, Ορφανόπουλος κλπ.), τα σλαβ. (από το προσηγ. siru "ορφανός"37): Siraku, Sirotan, Sirota, Siroslawκλπ.38, τα σλαβ. αρχής ελληνικά Σιράκος (και Συράκος) κλπ., τα τουρκ. προέλευσης Γετήμ, Γετίμης κλπ. (< τουρκ. yetim "ορφανός", λ. η οποία απαντά ως δάνειο και στην αλβ. με τον τύπο jetim) κλπ. 

Νικολός
Το επώνυμο προέρχεται από το βαφτιστικό Νικολός39 κι αυτό από το βαφτιστικό Νικολής. Ο μετασχηματισμός του βαφτιστικό Νικολής σε Νικολός αναλογικά προς τα σε -ός επίθ. αντί των επιθ. της ΑΕ σε -ης: ακριβής - ακριβός. συμμιγής - σμιγός, ψευδής - τσευδός κλπ. Το Νικολής από το Νικόλαος και την κατάλ. -ής με την οποία σχηματίζονται χαϊδευτικά βαφτιστικά (π.χ. Γιωργής, Θοδωρής, Παυλής, Στεφανής κλπ.), κατάλ. που προέρχεται από ουδ. υποκορ. σε -ί (π.χ. Γιωργί, Θοδωρί, Παυλί, Στεφανί κλπ.)40. 

Παπαγεωργίου Παπαθεοδώρου Παπανικολάου 
Πρόκειται για τρία σύνθετα επών. με α' συνθετ. το πρόθημα41 παπα42 και τα πατρωνυμικά επών. Γεωργίου, Θεοδώρου, Νικολάου ως β' συνθετικά.
 Τζουμάκας
 Το επώνυμο σχετίζεται με τα Ηπειρωτ. τζουμάκ', το "μακρύ ραβδί // το ειδικό ρόπαλο που στηρίζουν τα κουδούνια τα παιδιά που τραγουδούν τα τραγούδια του Λαζάρου", τζομάκης, ο "ο χοντροκέφαλος" και τζομάκα, η "Ο στάχυς του καλαμποκιού"• πβ. και ρ. τζουμακιάζω "ξυλοδέρνω"43.
 Ο σχηματισμός του επών. από τις σημασίες "χοντροκέφαλος" ← "ρόπαλο, ξύλο". Πρόκειται για δάνειο από το τουρκ. comak "ρόπαλο, μπαστούνι", λ. η οποία πέρασε στις περισσότερες γλώσσες της ΝΑ Ευρώπης μέχρι και τα ρωσικά44. Έτσι έχουμε τα αρομ. ciumag (ουδ.), ciumaga (θηλ.) "μπαστούνι, μαγκούρα"45, το ρουμ. ciomag "ρόπαλο, μπαστούνι"46, τα αλβ. comak και comage "(μεγάλη) ποιμενική ράβδος"47 κλπ. Λιγότερο πιθανή η προέλευση του επων. 

Τζουμάκας - Τζούμας 
+ τη μεγεθ. κατάλ. -άκας η οποία χρησιμοποιείται και στα ανθρωπωνύμια: π.χ. Αντωνάκας, (Α)ποστολάκας, Γεωργάκας Δημητράκας, Σιαφάκας: κλπ.48. Το επώνυμο Τζούμας από το Ηπειρωτ. τσ'ούμα, η "κορυφή βουνού // πέτρινο γουδί" με ηχηροποίηση του [ts] σε [dž] στη συμπροφορά με το [-n] του άρθρου στην αιτιατική. Πβ. και τη γνωστή φρ. "ντιπ τζούμας είσι" που λέγεται για ισχυρογνώμονες και κουτούς ανθρώπους49. 

Τσιάντας 
Το επώνυμο, που φαινομενικά παραπέμπει στο κοινό Ν Ε τσάντα, η (< τουρκ. ςαηtα), δεν θα μπορούσε να αναχθεί στο δάνειο της ελληνικής από την τουρκική για λόγους σημασιολογικούς. Θα ήταν δύσκολο κάποιος να ονομαστεί ως "σάκκος, π.χ. κυρίας, μαθητή, κυνηγού κλπ.".
 Γι' αυτό το λόγο Το επώνυμο πρέπει να σχετιστεί με το βαφτιστικό Τσ(ι)άντα, που είναι συγκεκομμένος τύπος του Αλεξάνδρα50 και να θεωρηθεί μητρωνυμικό κατά το σχήμα: της Τσ(ι)άντας (ο γιος) απ' όπου Τσιάντας.
 1. Βλ. Τριανταφυλλίδης, 1982: 106-107. Πβ. και τα ξένης αρχής προθήματα με τη βοήθεια των οποίων σχηματίζονται σύνθετα επώνυμα.
 Τόσο τα ελληνικής όσο και τα ξένης αρχής προθήματα, εκτός από τη συμβολή τους στο σχηματισμό των σύνθετων επων., σχηματίζουν και απλά επών.: π.χ. 
Σαρής
(< τουρκ. sari "κίτρινος, ξανθός, χλωμός") απ΄ όπου και τα Σαρηκώστας, Σαρηβαλάσης κλπ.

Δελής/Ντελής 
(< τουρκ. deli "τρελός, παλικαράς") απ' όπου τα Δεληγιάννης, Δεληπέτρος, Δελη-στοώροζ κλπ. Πιστεύω πως ακριβώς η ύπαρξη αυτών των απλών επών. συντέλεσε στη δημιουργία των προθημάτων, όπου αρχικά με τα σαρη-/ δελη- κλπ. προσδιοριζόταν ο Κώστας, ο Βαλάσης κλπ. του Σαρή, ο Γιάννης, ο Πέτρος, ο Σταύρος κλπ. Του Δελή κοκ.
 Μπόλης
στο τουρκ. bol "μπόλικος, άφθονος" (βλ. Τριανταφυλλίδης, 1982: 71 και Τομπαΐδης, 1990: 125), αφού δεν σχηματίζονται ανθρωπωνύμια από τη λ. στα τουρκικά. 3.Μiklosich, 1970:17 (λ. bolij) Berneker,1924 2:72 (λ. bolbjb) Vasmer, M.Q Russisches etymologisches Worterbuch, τ. 1,105, Heidelberg 1953. 4.Miclosch, 1927:35' Schlimbert, 1978:19' Malingoudis 1981:25.
 5. Αυτό γίνεται και στα προσηγορικά προσδιοριστικά σύνθετα: νερο-πότηρο, κρασο-πότηρο, αγριο-περίστερο, όπου το α' μέρος της σύνθεσης προσδιορίζει ακριβέστερα το β΄ μέρος, που αποτελεί μια γενικότερη έννοια.
 6. Τα επών. είναι πολύ συχνά στην Αθήνα (βλ. ΟΤΕ Αθ.), την αλβ. ποοέλευση των επών.
Μπούρης, Μπούρας 
υποστηρίζει και ο Τριανταφυλλίδης (1982: 78), ενώ παρακάτω (σελ. 80) θεωρεί πως Το επώνυμο Μπούρας προέρχεται από το σλαβ. bura "τρικυμία".
7. Οι παραλλαγές των επών. που παραθέτω περιλαμβάνονται στον κατάλογο ΟΤΕ Αθηνών.
 8. Βλ. σχετικά τοπν. στου Udolph (1979: 528-529)• πβ. επίσης τοπν. Vrelo (πρώην Τaskinlar) και Βριάλα "πηγή στην Πογδορά" < βουλγ. vrelo (Symeonidis, 2000): 245• Vasmer, 1970:26). 
9. Βλ. Andriotis, 1974: στη λ: Δημητράκος, 1933-1959: στη λ: Κριαράς, 1969- 1997: στη λ.' Ακαδημία Αθηνών 1933-1989: στη λ. 
10. ΟΤΕ Αθ.• ΟΤΕ Θεσσ. 
11. Τριανταφυλλίδης, 1982: 16-17 και 99.
 12. Μπόγκας, 1964:95. 
13. Papahagi, 1974:609. Το δίψηφο gh φωνητικά αποδίδει τον υπερωικό, κλειστό, ηχηρό φθόγγο [g].
 14. Papahagi, 1974:608. 
15. Μκόγκας, 1966:117. 16. Γκίνης, 1998: .185. 17. Meyer, 1891:190-191.
 18. Βλ. Τριανταφυλλίδης, 1982:11.
 19. Συναντιέται στους καταλόγους του ΟΤΕ ως εξής: 1 φορά στην Αθήνα, 3 φορές στα Γιάννινα, 1 φορά στην Αρτα.
 20. Βλ. Μηνάς, 1978: 74. Η κατάλ. αυτή, μολονότι συναντιέται στη Θάσο στο σχηματισμό προσηγορικών και ανθρωπωνυμίων, είναι δυνατό να εμφανίζεται και σε άλλες περιοχές, αφού τα επών. "ταξιδεύουν" μαζί με τους φορείς τους.
 21. Τομπαΐδης, 1990: 132. 
22. Δημητράκος, 1933-1959: στη λ.
23. Βλ. Κατσάνης, Ν.: Ονομαστικό Νυμφαίου (Νέβεσκας), Θεσσαλονίκη 1990, 74. Ντίνας, Κ.: Κοζανίτικα επώνυμα 1759)-1916, Κοζάνη 1995, 131.
24. Και στο βλαχόφωνο Περιβόλι το Ζιώγας χρησιμοποιείται αντί του Γεώργιο: (πληροφορία του συναδέλφου Βασ. Λαΐτσου).
 25. Β. Παπαγεωργίου - Αργ. Πετρονώτης, "Ο πυρσογιαννίτης πρωτομάστορας Ζιώγας Φρόντζος και τα έργα του" (= Δήμος Κόνιτσας: Η επαρχία Κόνιτσας στο χώρο και το χρόνο, Κόνιτσα 1996), 219.
 26. Πβ. και τα επών. -ου σχηματίζονται με το ίδιο πρόθημα: Καραβαγγέλης. Καραβασίλης, Καραγιώργος κλπ.
 27. Το ίδιο βαφτιστικό παρουσιάζεται και στη βουλγαρική ανθρωπωνυμία με τους τύπους Kico, Kico και Kica κατά τον Συμειωνίδη (2001:33) αντί των Kirjakico 
28. Βλ. και σΤο επώνυμο Μπολονάσης. Μια συστηματική συλλογή και εξέταση των σύνθετων ανθρωπωνυμίων θα μπορούσε να δώσει μια πληρέστερη εικόνα για τη θέση του προσδιοριστικού και του προσδιοριζόμενου μέρους.
 29. Το Δήμας ως βαφτιστικό συναντιέται στα βουλγ.με τον τύπο Dima (χαϊδευτικό των Dimitru < href="http://www.zosimaia.gr/MeNuDynamic.asp?menu=6&submenu=17&aID=266">Περιοδικό Οι Ζωσιμάδες, άρθρο του Αναπλ. Καθηγητή του Παν. Ιωαννίνων, Γλωσσολόγου Κώστα Οικονόμου 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ"

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Αναλυση των ονομάτων των Ημίθεων!

Η Σημασία των ονομάτων των Ημίθεων!----
ΗΡΑΚΛΗΣ, ΘΗΣΕΥΣ, ΙΑΣΩΝ, ΠΕΡΣΕΥΣ-----
 
Τέσσερις Κορυφαίοι Έλληνες Ήρωες. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΤΟΥΣ…
 
Ηρακλής:
 
Το όνομα τού Ημίθεου Ηρακλή, γιού τού Δία και τής Αλκμήνης, προέρχεται από το κύριο όνομα «Ήρα» και το ουσιαστικό «κλέος» (δόξα), και σημαίνει «δόξα τής Ήρας». Στην ίδια οικογένεια ανήκουν και τα ονόματα Ηρακλείδης (ο γιός, ο απόγονος τού Ηρακλή), Ηράκλειος (εκείνος που ανήκει στον Ηρακλή, που είναι τού Ηρακλή) και Ηράκλειτος (ο φημισμένος, ο ένδοξος όσο και η Ήρα).
 
Θησεύς:
 
Από τον μέλλοντα «θήσω» (θα θέσω) τού ρήματος «τίθημι» (θέτω) προέρχεται το όνομα Θησεύς, που σημαίνει «αυτός που θα θέσει, που θα ιδρύσει». Ο Ήρωας Θησεύς (Θησέας), γιός τού Αιγέα και τής Αίθρας, είναι ο θεμελιωτής τής πόλης των Αθηνών και εμπνευστής τής γιορτής των Παναθηναίων.
 
Ιάσων:
 
Από το ρήμα «ιάομαι ιώμαι», που σημαίνει «γιατρεύω, θεραπεύω», και συγκεκριμένα από τον μέλλοντα «ιάσομαι» (θα γιατρεύσω, θα θεραπεύσω) προέρχεται το όνομα τού Ήρωα Ιάσονα, γιού τού Αίσονα και τής Πολυμήδης και αρχηγού τής Αργοναυτικής Εκστρατείας. Ιάσων (Ιάσονας), λοιπόν, σημαίνει «αυτός που θα γιατρεύσει, που θα θεραπεύσει».
 
Περσεύς:
 
Το όνομα προέρχεται από τον μέλλοντα «πέρσω» (θα εκπορθήσω) τού ρήματος «πέρθω» (εκπορθώ) και σημαίνει «αυτός που θα εκπορθήσει».
 
Ο Ήρωας Περσεύς (Περσέας) είναι γιός τού Δία και τής Δανάης. Παρατηρούμε ότι τα ονόματα Θησεύς, Ιάσων και Περσεύς προέρχονται από τον μέλλοντα χρόνο των ρημάτων που τα παράγουν, γεγονός που υποδεικνύει ότι η ονοματοθεσία των τριών Ηρώων, κατά την παιδική τους ηλικία, επείχε θέση προφητικής αποκάλυψης ή, έστω, σαφούς προτροπής σχετικά με το μέλλον τους.
 
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Αναλυση των ονομάτων των Ημίθεων!"

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

ΜΑΝΙΑΤΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ

ΤΑ ΜΑΝΙΑΤΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ------
Τα γνήσια μανιάτικα ονόματα δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη κατάληξη πριν το 1600. Ιδιαίτερα όσα είναι γνήσια επώνυμα και όχι πατρωνυμικά. ------
1) Γιατί τα από το βυζαντινό -άκιος προερχόμενα σε -άκης (και -άκος μεταγενέστερα) μανιάτικα ονόματα είναι πριν το 1600 πατρωνυμικά, και όχι επώνυμα.
Περίπου το ίδιο συμβαίνει σε άλλες Ελληνικές «ατόφιες» περιοχές όπως η Αθήνα (τότε), το Μεσολόγγι, ο Μιστράς, το Ναύπλιο. Τελευταίοι που «κόλλησαν» το -άκης είναι οι Κρητικοί κι οι Αρβανίτες της Β. Ελλάδας (Θράκη κ.λ.π.) γι’ αυτό και το διατηρούν μιας και ενώθηκαν τελευταίοι με την Ελλάδα και το «κόλλησαν» αργότερα στα ονόματα τους ομαδικά.
Το -άκιος είναι βαφτιστικό αυτών πού λέγονταν «Ρωμιοί» δηλ. των απογόνων των κατοίκων του Ελλαδικού χώρου απ' το 212 ως τον 10ο αιώνα μ.Χ.
Από κει κι ύστερα γίνεται βαφτιστικό και πατρωνυμικό και από κει πατρωνυμικό και επώνυμο με τη μορφή του -άκης και -άκος. Το -άκος το πρόσθεσαν οι Μανιάτες μετά το ‘21 μιας και τόχαν κι αυτό σε μικρότερη κλίμακα και εναλλακτικά με το -άκης για να δείξουν ιδιαίτερη καταγωγή, αφού και το παλιό τους -άκης το είχαν ήδη από παλιά ή αντιγράψει απ' αυτούς πολλοί άλλοι.
Έτσι πολλοί πού το όνομα τους ήταν σε -άκης το άλλαξαν σε -άκος. Αυτό συνέβαινε μέχρι και το 1960 (π.χ. ο Μιχαλιόλας έγινε μετά το 1930 Μιχαλολιάκος και «επέστρεψε» στο Μιχαλόλιας μετά το 1960. Ο Μπόφος έγινε Μποφάκος και «επέστρεψε» στο Μπόφος τώρα τελευταία.
Ο Μουσούρος έγινε Μουσουράκος και ξανάγινε Μουσοϋρος ή Κάσσης (το παλιότερο του) μετά το 1970. Ο Γιατράκης τόκαμε Γιατράκος μετά το 1880 και το κρατά. Ο Λεοντακιανάκης τόκαμε Λεοντακιανάκος (δύο αδέρφια γράφονται ο ένας έτσι ο άλλος αλλιώς) . Ο Στρατογιαννάκης τόκαμε Στρατογιαννάκος και πλήθος άλλοι.
Επειδή όμως και οι κάτοικοι της Λακεδαίμονας είχαν από παλιά το –άκης, όπως κι οι Μανιάτες, για να μοιάσουν κι αυτοί με τους Μανιάτες, θαύμαζαν, ζήλευαν ή φοβόντουσαν τους άγριους ορεσίβιους — μην ξεχνάμε ότι οι Μανιάτες λεγόντουσαν, στην Επανάσταση του 1821 και πριν, επίσημα Σπαρτιάτες (η σημερινή Σπάρτη δεν υπήρχε) και συνοίκησαν κι αυτοί στην νέα Σπάρτη (1834 κ.ε.), μιας και η παροιμία τους αυτών των ίδιων λέει «ΟΙ Μανιάτες στη Βουλή κι οι Σπαρτιάτες; στη βοσκή», έπιασαν κι αυτοί και κάνανε τα ονόματά τους (με πιο φανατισμό απ' τους ίδιους τους Μανιάτες) τώρα στον εικοστό αιώνα κι αυτοί σε —άκος. Ιδιαίτερα η πλευρά των Μπαρδουνοχωριών —Βόρ. Γυθείου— Β. Ταϋγέτου και Σπάρτης.
Έτσι οι σε -άκος πλήθυναν στη Λακωνία, χωρίς όμως όσοι τόχαν νάνε Μανιάτες, παρά μόνο σε πολύ μικρό ποσοστό. Αντίθετα στους Μέσα Μανιάτες (κι όσους απ' τους Σπαρτιάτες τάχαν πριν από το 1821) διατηρήθηκε και το -άκης εξ ίσου με το -άκος.
Αλλά στη Μέσα Μάνη όπως είπαμε το -άκης ήταν πατρωνυμικό και τόχαν όλοι. Τα πραγματικά ονόματά τους ήταν σε άλλες καταλήξεις που θα πούμε αμέσως μετά την επόμενη παράγραφο.
Τα οικογενειακά των Μανιατών όλων ήταν σε -ιάνος (ιταλόμορφα). Χωρίς κανείς να γράφεται στα χαρτιά έτσι, ανήκει σε μία (με στενή ή ευρεία έννοια) οικογένεια πούχει καταλήξεις σε -ιάνος (θηλ. -άνιζα) (Νικλιάνος, Τσουλιάνος. Μιχαλακιάνος. Μπαθριάνος. Ρικιάνος. Γιαννουκιάνος. Ζερβακιάνος). Το -ιάνος σημαίνει σύνολο ανθρώπων πούχουν συγγένεια εξ αίματος (άσχετο αν πολλοί «κολλούσαν» με τον καιρό, λόγω συμμαχίας ή αγχιστείας (= σώγαμπροι). Έτσι·. όλοι οι Μανιάτες οποιοδήποτε επώνυμο κι αν έχουν η οικογενειακή τους κατάληξη είναι -ιάνος, όσο κι αν διευρυνθεί γενεαλογικά.
Μιχαλίτσης, το μέλος της οικογένειας: Μιχαλιτσιάνος.
Δρακουλάκος, το μέλος της οικογένειας: Δρακουλιάνος.
Λεφατζής. το μέλος της οικογένειας: Λεφαγγιάνος.
Κάσσης. το μέλος της οικογένειας: Καχιάνος.
Μπράτης, το μέλος της οικογένειας: Μπραϊτιάνος.
Καγιάλες. το μέλος της οικογένειας: Καγιαλιάνος.
Αρμυράντες, το μέλος της οικογένειας: Αρμυραντιάνος.
Λιόπουλος, το μέλος της οικογένειας:Λιοπουλιάνος.
Οι συνοικισμοί πάλι πούχουν το όνομά τους από οικογένειες έχουν κατάληξη σε -ιάνικα: Κριελιάνικα. Σκαφιδιάνικα, Μερμηγκιάνικα. Νομίζω ότι όπου υπάρχουν στον Ελλαδικό χώρο τόποι ή χωριά με τέτοια κατάληξη μαρτυρούν μανιάτικη παρουσία εκεί.
2) Το —έας είναι παλαιά μανιάτικη κατάληξη (πριν το 1600 υπήρχε κι αλλού ίσως.) . Είναι αποκλειστικά σχεδόν μανιάτικη σήμερα. Όπου υπάρχει άνθρωπος σε —έας είναι Μανιάτης 99%. Συναντιέται συχνότερα μετά το 1800 στη Μεσσηνιακή Μάνη πριν ήταν εναλλακτικό με το —άκης. Στη Μέσα Μάνη σπανιότερο μετά το 1800. Το —έας προέρχεται από περιγραφικό (μεγεθυντικό σωματικών ή άλλων γνωρισμάτων) επίθετο, όπως π.χ. Αχειλαρέας (αυτός πούχει μεγάλα χείλη) , Κοιλαρέας, Παδαρέας, Μυταρέας κλπ. Έτσι έχομε το Καβλέας, Χορταρέας κλπ. και μετά, τα πατρωνυμικά Χρηστέας, Χριστοδουλέας, Σαραντέας πού γίνονται μετά και καταληκτικά επιθέτων (αν και το —έας είναι μεγεθυντικό, ενώ το -άκιος σμικρυντικό ωστόσο εναλλάσσονται) :Βαχαβιολέας, Κουρέας (από το Κούρος = κόκορας), Αρκουδέας, Κατσουλέας κλπ.
3) Τα σε —όγιαννης δείχνουν σίγουρη μεσομανιάτικη καταγωγή. Οι υπόλοιποι Ελλαδίτες έχουν την ίδια κατάληξη άλλα με άλλο τονισμό (-όγιαννης). Φραγκόγιαννης, Βαβουλόγιαννης, Βιτσιλόγιαννης, Γιωργουλόγιαννης, Λυκόγιαννης, Αγριόγιαννης, Λιόγιαννης, Ψουρόγιαννης, Κλεφτόγιαννης, Καλογερόγιαννης κλπ. (Πρβλ. τα Κεφαλογιάννης, Βαρδινογιάννης, Τσιρογιάννης, Κοντογιάννης).
4) Τα σε -όλιας δείχνουν σίγουρη μανιάτικη καταγωγή (τα μη μανιάτικα είναι σε -ολιάς). Το β’ συνθετικό είναι Λίας = Ηλίας (εκτός Μάνης είναι Λιάς). Έτσι: Μπουρόλιας. Πετρόλιας, Μιχαλόλιας κλπ. Τα σε -όκωτσος -όπετρος κλπ. γίνονται ανάλογα: Κουφόπετρος, Πηλόκωτσος κι όχι Κουφοπέτρος.
5) Τα σε -όδημας (β' συνθ. είναι Δήμας) το ίδιο με τα προηγούμενα: Γιαννακόδημας Χουλόδημας, Παπαδόδημας κλπ. πρβλ.
εκτός Μάνης: Μπρεδήμας, Κατσαδήμας.
6) Τα σε -όγγονας είναι όλα μανιάτικα σίγουρα όσο κανένα άλλο (β' συνθετικό: όγγονας): Παπαδόγγονας, Δημαρόγγονας, Λιακόγγονας.
7) Τα σε -έλος. Μοιάζουν με άλλα ανάλογα εκτός Μάνης π.χ. των νησιών): Ταυραντζέλος, Μπαθρέλος, Καπαρέλος, Κατσιβαρδέλος (ας σημειωθεί ότι μόνο η κατάληξη είναι ιταλόμορφη η υπόλοιπη ρίζα Ελληνική).
8) Τα σε -άρος είναι χαρακτηριστικά μανιάτικα: Καλονάρος (Καλονιοί), Λαουνάρος, Κατσικάρος, Τσιμπιδάρος, Καπερνάρος, Τορνάρος, Σκανταλάρος, Αντώναρος, Κουτριγάρος, Καναβάρος, Κοντράρος.
Μερικά είναι παρατσούκλια που δίνονταν λόγω ομοιότητας με διάσημους άντρες.
9) Σε -ούρος (μη έχοντας όμως σχέση ή ρίζα τους με ιταλικά) : Κουμουνδούρος, Μουσούρος, Γιαννακούρος και Φατούρος, Φερεντούρος, Πατσούρος (που έχουν ιταλική ρίζα).
10) ιταλοκατάληκτα σε -ούτσος (χωρίς ιταλική ρίζα): Μαυρούτσος, Καρλούτσος.
11) Σε -ώτσος: Κοτρώτσος, Βρώτσος.
12) Σε -άτσος: Κουβάτσος.
13) Σε –ούνος: Μπουφούνος, Τσατσαρούνος.
14) Σε -ούζος: Κωσταντούζος, Αραούζος κλπ.
15) ιταλόμορφα: Κοβορίνος, Μπαλίνης, Κάσσης(;), Δεκούλος, Αλετουράνος, Μονέδας, Μαντούβαλος(;), Ρίτσος(;), Καντήρος(;), Ρόζος, Βεντίκος(;), Μπουρίκος(;), Σάσσαρης, Μαγγιόρος, Μπαλιτσάρης(;), Τσαπατσάρης(;), Βαραμέντης, Δραγουμάνος, Ντουρέκας(;), Μέντισης(=Γιατράκης).
16) Ξενικά: Νίκλος, Γαλλάκος, Γουλλιέρμος, Μόσκοβος, Ντούβας, Νέγκας, Μπράτης, Σκλαβούνος, Αρναούτης, Αρβανίτης, Καντραμπασιάνος, Σερεμετάκης, Καούρης, Μπραίμης, Κασίμης, Μπερδέσης(;), Καραντάνης, Μπιράκος(;), Μουσούλης, Αχριάνης, Σαλούφας(;), Χασανάκος, Σμαηλιάνος, Καραμαλής, Μουσταφάς, Κιοπέης, Μπουραζάνης(:), Νταϊφάς, Καραμάνης, Σαλίχος, Κατσίρης, Μορφίρης(;), Μποντίλας, Μποζαγριέγος, Σιβίλιας, Κατελάνος, Αρμυράντες(;), Μπουδιγάδες (μετά Βουδιγάρης), Κάρλες, Καγιάλες, Κατσαφάδος, Κατραμάδος.
17) Βυζαντινά: Κοσμάς, Πόθος, Πάτρος (Πάτρων), Μόφορης, Δεμέστιχας, Γερακάρης, Μεσίσκλης, Λυμπέρης, Παντελέος, Καπηλωρύχος(;).
18) Σε -αίος: Κουτσιλαίος, Κοτιλαίος, Γιαμπαίος.
19) Τα σε -όπουλος είναι πατρωνυμικά, αλλά σπανιότατα επίθετα: Γεωργόπουλος, Μιχαλόπουλος, Δικαιόπουλος. Θάλεγε κανείς ότι ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα τα πατρωνυμικά -όπουλος έγιναν επίθετα, στην Μάνη «δεν πρόφτασαν» να γίνουν.
Κανένα από τα ξενικά επώνυμα δεν σημαίνει ξενική καταγωγή παρά μόνο σε σπανιότατες περιπτώσεις. Έδιναν ξενικό ή Ελληνικό παρατσούκλι σε ντόπιους Μανιάτες, επειδή έμοιαζαν στο παρουσιαστικό ή ήταν οπαδοί με κάποιον διάσημο άντρα έλληνα ή ξένο της εποχής τους (π.χ. Κουμουνδούρος, Μουσούρος, Καλλέργης). Αυτό συμβαίνει ως και σήμερα.
Από το βιβλίο του Κυριάκου Δ. Κάσση «Μοιρολόγια της Μέσα Μάνης Α’» Αθήνα 1979.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΜΑΝΙΑΤΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ "
Related Posts with Thumbnails