Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ

Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.

Ιστορικές, πολιτικές και διεθνείς διαστάσεις.---




Εισαγωγικές παρατηρήσεις: Ο Ελληνισμός του Πόντου πριν τη γενοκτονία

Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Ελληνισμός του Πόντου ζούσε την περίοδο αναγέννησής του. Οικονομική, πολιτιστική, κοινωνική αναγέννηση, η οποία συνδυάστηκε με το γενικότερο περιβάλλον στο οθωμανικό κράτος ελευθερίας και απόδοσης δικαιωμάτων, μετά από τις πιέσεις των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων και τις μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ). Η οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη του Ποντιακού Ελληνισμού τον 19ο αιώνα συνδυάστηκε επίσης με τη σημαντική δημογραφική άνοδο, η οποία έδινε και την κρίσιμη μάζα πληθυσμού για την επίτευξη μεγαλύτερης ελληνικής παρέμβασης στο χώρο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ήταν 265.000 άτομα, το 1880 330.000, τα οποία κατοικούσαν κυρίως στα αστικά κέντρα. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Ποντιακός Ελληνισμός ο οποίος ζούσε στις περιοχές της Σινώπης, της Αμάσειας, της Τραπεζούντας, της Σαμψούντας, της Λαζικής, της Αργυρούπολης, της Σεβάστειας, της Τοκάτης, και της Νικόπολης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αριθμούσε, σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Οθωμανικών αρχών 600.000 άτομα περίπου[1]. Την ίδια περίοδο στη νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου, κατοικούσαν περίπου 150.000 Πόντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την άλωση της Τραπεζούντας το 1461 και το τέλος της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών. Η εμφάνιση του κινήματος των Νεότουρκων το 1908 αποτέλεσε μία (ψευδεπίγραφη όπως αποδείχτηκε) κίνηση απόδοσης δικαιωμάτων στις μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, η οποία σύντομα μετατράπηκε σε οργανωμένη ομάδα δίωξης κάθε τι χριστιανικού. Αρμένιοι και Έλληνες ήταν οι συγκεκριμένοι στόχοι. Οι πρώτοι άρχισαν να εκδιώκονται και να δολοφονούνται μαζικά από το 1915, οι δεύτεροι ένα χρόνο αργότερα.

Μετά την λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τη διεθνή τάση για αυτοδιάθεση των λαών, ο Εύξεινος Πόντος αποτελεί το χώρο δημιουργίας νέων κρατών, επέκτασης και αντιπαράθεσης μεταξύ των εμπλεκομένων χωρών στην παγκόσμια σύρραξη, εμφάνισης πολιτικών και εθνικών κινημάτων. Τότε εξέχοντες Πόντιοι, ο Κ. Κωνσταντινίδης στη Μασσαλία, ο Β. Ιωαννίδης και ο Θ. Θεοφυλάκτου στο Βατούμι, ο Ι. Πασσαλίδης από το Σοχούμι, ο Λ. Ιασωνίδης, ο Φ. Κτενίδης στο Κρασνοντάρ και οι μητροπολίτες Τραπεζούντας Χρύσανθος και Αμάσειας Γερμανός, προώθησαν την ιδέα της δημιουργίας Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου. Με υπομνήματα και παραστάσεις προς τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων πρότειναν τη δημιουργία ανεξάρτητης κρατικής οντότητας, σχέδιο όμως που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ[2].

Η αυτόνομη δημοκρατία του Πόντου περιελάμβανε την περιοχή της Σινώπης έως το ανατολικό άκρο του Ευξείνου Πόντου (Βατούμι), και είχε το 1918 έκταση 71.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων και 2.048.250 κατοίκους, από τους οποίους 697.000 ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι. Οι κυριότερες πόλεις του Πόντου ήταν η Τραπεζούντα με 50.000 κατοίκους, από τους οποίους 15.000 ήταν Έλληνες, η Κερασούντα με 20.000 κατοίκους, από τους οποίους 12.000 ήταν Έλληνες, η Τρίπολη με 10.000 συνολικό πληθυσμό και 3.000 Έλληνες, τα Κοτύωρα με 12.000 πληθυσμό και με 6.000 Έλληνες, η Αμισός (Σαμψούντα) με 35.000, από τους οποίους 18.000 Έλληνες, η Σινώπη με 15.000, από τους οποίους 4.500 Έλληνες, η Νικόπολη με 1.500 Έλληνες, η Αργυρούπολη με 6.000 κατοίκους, από τους οποίους 2.500 Έλληνες και η Αμάσεια με 42.000, από τους οποίους 18.000 ήταν Έλληνες[3]. Ο Πόντος ήταν χωρισμένος σε 6 μητροπόλεις:
1. τη μητρόπολη Τραπεζούντας με 84 σχολεία, 165 καθηγητές και δασκάλους και 6.800 μαθητές και μαθήτριες,
2. τη μητρόπολη Ροδοπόλεως με 55 σχολεία, 87 καθηγητές και δασκάλους και 3.053 μαθητές και μαθήτριες,
3. τη μητρόπολη Κολωνίας με 88 σχολεία, 94 καθηγητές και δασκάλους και 4.900 μαθητές και μαθήτριες,
4. τη μητρόπολη Χαλδίας – Κερασούντας με 252 σχολεία, 322 καθηγητές και δασκάλους και 24.800 μαθητές και μαθήτριες,
5. τη μητρόπολη Νεοκαισαρείας με 182 σχολεία, 193 καθηγητές και δασκάλους και 12.800 μαθητές και μαθήτριες και
6. τη μητρόπολη Αμάσειας με 376 σχολεία, 386 καθηγητές και δασκάλους και 23.600 μαθητές και μαθήτριες[4].

Σε όλο τον Πόντο λειτουργούσαν 1.047 σχολεία με 1.247 καθηγητές και δασκάλους και 75.953 μαθητές και μαθήτριες. Ανάμεσα στα σχολεία ήταν το φημισμένο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, το Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως, το Λύκειο Γουμεράς, το Ημιγυμνάσιο Κερασούντας, το Γυμνάσιο Αμισού, το κολέγιο Ανατόλια Μερζιφούντας κ.ά. Σε σύνολο επίσης 1.131 ναών, 22 μοναστηριών, 1.647 παρεκκλησίων και 1.459 κληρικών της εποχής αυτής περίφημα ήταν για τη διατήρηση και καλλιέργεια του θρησκευτικού φρονήματος και της παιδείας συνάμα, τα μοναστήρια Παναγίας Σουμελά[5], Παναγίας Γουμερά, Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνος κ.ά[6].

2. Η γενοκτονία

Η πρώτη φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου[7] το 1908 και κρατά μέχρι την έναρξη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η άνοδος των Νεότουρκων, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η είσοδος της Γερμανίας στο Οθωμανικό κράτος, δημιούργησαν τις συνθήκες για την έναρξη των διωγμών.

Η δεύτερη περίοδος ξεκίνησε το 1915, όταν οι συγκρούσεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αναβάθμισαν την πολιτική της γενοκτονίας. Ο Αυστριακός Πρόξενος στην Τραπεζούντα υπολόγιζε, τον Ιανουάριο του 1918, σε 80.000-100.000 τους εκτοπισμένους Έλληνες του Πόντου, ενώ ελληνικές μαρτυρίες ανεβάζουν στις 233.000 τους νεκρούς και σε 85.000 όσους εκδιώχθηκαν στη Ρωσία[8].

Η περίοδος 1919-1924 αποτελεί την τρίτη, τελευταία και πιο έντονη φάση γενοκτονίας, όταν η εδραίωση του Μουσταφά Κεμάλ στο οθωμανικό εσωτερικό συμπίπτει με την δημιουργία της ΕΣΣΔ και τη βοήθειά της προς το εθνικιστικό κεμαλικό κίνημα, την ελληνική παρουσία στην Ιωνία και την ανατολική Θράκη, καθώς και την αλλαγή στους προσανατολισμούς στην εξωτερική πολιτική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Είναι η στιγμή που το ζήτημα της ίδρυσης ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους αν και τέθηκε, συνάντησε την αντίθεση του Ελευθερίου Βενιζέλου και η χρονική φάση που ο Μουσταφά Κεμάλ και ο Τοπάλ Οσμάν ένωσαν τις δυνάμεις τους[9].

Η απόφαση για την μαζική δολοφονία του Ποντιακού Ελληνισμού λήφθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ (1919–1923). Οι διωγμοί εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών· πολύ γρήγορα όμως έγιναν πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν μαζικά πλέον κατά των Ελλήνων (και κατά των Αρμενίων)[10].

Mε αιτιολογία του εξοπλισμού των Ελλήνων με όπλα από τους Ρώσους εκτοπίστηκαν όλοι οι Έλληνες από τη Σινώπη ως το Aλατζάμ, καταστράφηκαν τα παράλια του βιλαετίου Kερασούντας και κινδύνευαν, σύμφωνα με το μητροπολίτη Αμάσειας Γερμανό, να έχουν την ίδια τύχη οι 100.000 Έλληνες των παραλιακών περιοχών από το Aλατζάμ μέχρι την Kερασούντα[11].

Τον Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ, ηγέτες του των Νεότουρκων, σχέδιο δολοφονίας του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου. Το πρόγραμμα δολοφονίας και εκδίωξης των Ελλήνων του Πόντου ξεκίνησε και εφαρμόστηκε στις περιοχές κυρίως της Σαμψούντας και της Πάφρας, ενώ η περιοχή της Τραπεζούντας είχε γλιτώσει, διότι είχε καταληφθεί τον Απρίλιο του 1916 από τον ρωσικό στρατό. Όταν όμως αυτός αποχώρησε λόγω των εξελίξεων και τη δημιουργία της ΕΣΣΔ τον Φεβρουάριο του 1918, τότε ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής εγκατέλειψε τις εστίες του και ακολούθησε τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Καυκάσου και στα παράλια της Γεωργίας.

O πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη Henry Morgenthau παρακολουθούσε την πολιτική των Nεοτούρκων και διαφωνούσε με τις μεθόδους επίλυσης του ελληνικού ζητήματος[12]. O διάδοχος του Elkus έλεγε στον επιτετραμμένο της Αυστρίας Trauttmansdorff ότι ενδιαφερόταν, για την τύχη των Ελλήνων που εκτοπίζονταν στα βάθη της Ανατολής και συμφωνούσαν για τις απάνθρωπες ακρότητες της εφαρμογής των μέτρων. O Trauttmansdorff έγραφε σχετικά ότι «οι Τούρκοι διαπράττουν με τα νέα αυτά άκρως σκληρά μέτρα κατά του ελληνικού στοιχείου…»[13]. O μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος στην έκθεση της 12ης Οκτωβρίου 1918 προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη επισυνάπτει και πολυσέλιδο κατάλογο των κακουργημάτων και λεηλασιών που διαπράχθηκαν στην εκκλησιαστική του περιφέρεια έως τις 7 Οκτωβρίου 1918[14].

Η έκθεση του μητροπολίτη Nεοκαισαρείας Πολυκάρπου, που υποβλήθηκε σ' όλα τα πατριαρχεία αναφέρει τα εξής: «...Τα πάνδεινα υποστάντες οι κάτοικοι Kολωνίας και ληστεύσεις και διωγμούς και βιασμούς και σφαγές ετάφησαν άκλαυτοι και ακήδευτοι εις τας αφιλόξενους χώρας των Τούρκων εν Tοκάτη και αλλαχού»[15].

Στις 20 Mαΐου 1919 ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος και ο γιατρός K. A. Φωτιάδης, με εντολή της Kεντρικής Ένωσης των Ποντίων Ελλήνων του Aικατερινοδάρ, αλλά και ειδική σύσταση του Oικουμενικού Πατριαρχείου επισκέφθηκαν τις εκκλησιαστικές περιφέρειες του Πόντου και κατέγραψαν με ακρίβεια την εικόνα της συμφοράς του ελληνισμού. H στατιστική απογραφή με τα ποσοστιαία αναλυτικά δεδομένα συμπίπτει με την ημερομηνία άφιξης του Mουσταφά Kεμάλ στην Σαμψούντα την 19η Μαίου 1919. «H επαρχία Αμασείας είχε προ του πολέμου 136.768 Eλληνικόν πληθυσμόν, 393 σχολεία, 12.360 μαθητάς και μαθητρίας, 493 διδασκάλους και διδασκαλίσσας και 498 Εκκλησίας. Eκ του ολικού πληθυσμού 72.375 μετετοπίσθησαν ή εξωρίσθησαν, εκ των οποίων τα 70% απέθανον εν εξορία, μόλις δε οι 30% επανήλθον»[16].

Η άφιξη του Μουσταφά Κεμάλ σηματοδοτεί ένα νέο διωγμό κατά των Ελλήνων, παρά τις εντολές (του σουλτάνου) για να προστατευτούν οι Έλληνες και οι Aρμένιοι[17].

O αρθρογράφος της εφημερίδας Daily Telegraph, σχολιάζοντας τους διωγμούς του ελληνικού πληθυσμού της Mικράς Ασίας στην Τραπεζούντα το 1919, γράφει ότι «οι τωρινοί εκτοπισμοί και οι σφαγές στη Mικρά Ασία είναι χωρίς προηγούμενο στην τουρκική ιστορία. Ξεπερνούν σε σημασία αυτές της εποχής του Gladston και ακόμη και αυτές που πραγματοποιήθηκαν το 1915... Οι συμμορίες των Εθνικών Οργανώσεων συσπειρώνοντας σε κάθε χωριό τους φανατικούς μουσουλμάνους κατοίκους πολιορκούσαν τα ειρηνικά ελληνικά χωριά και μαζί με τον αφανισμό των κατοίκων, εξαφάνιζαν από το πρόσωπο της γης και την ύπαρξη των κτισμάτων του χωριού. H τρομοκρατία ξεπέρασε κάθε όριο. Οι συμμορίες λυμαίνονταν τις περιοχές του Πόντου. Δηλητηρίαζαν τους πάντες και τα πάντα και διατυμπάνιζαν ότι, αν οι όροι της Ειρήνης δεν ήταν ικανοποιητικοί τότε η γενική καταστροφή θα ήταν πραγματικότητα. Mαζί με τις οργανωμένες κεμαλικές ομάδες συνυπεύθυνος στον ξεσηκωμό του λαού ήταν και ο οθωμανικός τύπος, «ο αίτιος όλων των δεινών, πασών των συμφορών, ο ωθήσας την ατυχή χώραν εις το χείλος του τάφου, ο βυθίσας εις την άβυσσον το κράτος»[18].

Για την επικράτηση του κεμαλισμού χρησιμοποιήθηκαν διάφορα μέσα. Στρατιωτικά, πολιτικά, «θεσμικά». Τα τελευταία συγκεκριμενοποιήθηκαν με τα «δικαστήρια ανεξαρτησίας», στην Αμάσεια, όπου η δικαστική διαδικασία ήταν συνοπτική. Mετά την απολογία, ανακοίνωναν στους προγραφέντες την απόφαση του δικαστηρίου ο απαγχονισμός [19], με την οποία βρήκε το θάνατο η θρησκευτική, πνευματική και πολιτική ηγεσία του Πόντου. Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου συζητήθηκε στις 7 Nοεμβρίου 1921 στη Bουλή των κοινοτήτων της Mεγάλης Bρετανίας, όπου ο βουλευτής T. P. O' Connor ρώτησε τον υφυπουργό Eξωτερικών Harmsworth ποιες ενέργειες έγιναν για τον απαγχονισμό των 67 Eλλήνων και 3 Aρμενίων από τους κεμαλικούς, αλλά και για τις βιαιοπραγίες και τις εκτοπίσεις των γυναικοπαίδων[20];

Στις 20 Νοεμβρίου 1921, με την πρωτοβουλία φιλελλήνων βουλευτών και γερουσιαστών έγινε στη Nέα Yόρκη συλλαλητήριο για τις σφαγές των Ελλήνων του Πόντου, από το οποίο προέκυψε επιτροπή η οποία «μετέβη εις Oυασιγκτώνα διά να επιδώση αυτοπροσώπως το ψήφισμα εις τον κ. Xάρδιγκ, προβή δε και εις άλλας ενεργείας»[21].

Το ψήφισμα, που παραδόθηκε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, σε πολλά μέλη του Kοινοβουλίου αλλά και σε άλλες εξέχουσες προσωπικότητες περιέγραφε την κατάσταση στον Πόντο και ζητούσε την αμερικανική κυβέρνηση να επέμβει, για να σταματήσει η γενοκτονία.

Tο θέμα των αγριοτήτων σε βάρος των Eλλήνων του Πόντου συζητήθηκε διεξοδικά και στη συνεδρίαση της Γερουσίας, στις 22 Δεκεμβρίου 1921 και ο Γερουσιαστής Hon. William H. King, αφού ανέπτυξε το θέμα του αφανισμού των Eλλήνων του Πόντου, κατέθεσε στο προεδρείο την εισήγησή του[22] και με ντοκουμέντα απέδειξε ότι στόχος τόσο των Nεότουρκων όσο και των Kεμαλικών ήταν η τουρκοποίηση της Mικράς Aσίας, η εκδίωξη όλων των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων.

Η Ethel Thompson από τη Bοστώνη της Mασσαχουσέτης, η οποία εργάστηκε στην Aμερικανική Eπιτροπή Περιθάλψεως από τον Αύγουστο του 1921 ως τον Ιούνιο του 1922, όταν επέστρεψε, αφού πρώτα παραιτήθηκε από τη θέση της έδωσε στη δημοσιότητα, στην εφημερίδα «Daily Telegraph», και αργότερα σε διάφορους ανθρωπιστικούς οργανισμούς την έκθεση που συνέταξε για τις κεμαλικές βαρβαρότητες»[23].

Τα γεγονότα απασχόλησαν και πολλούς Τούρκους επίσημους. Η έκθεση του Δζεμάλ Nουζχέτ, νομικού συμβούλου του φρουραρχείου της Kωνσταντινούπολης και προέδρου της Eξεταστικής Eπιτροπής αναφέρει ότι «το παρά τα παράλια του Eυξ. Πόντου Eλληνικόν στοιχείον, ως εργατικόν και κατέχον το εμπόριον εις χείρας του και πλούσιον, ετύγχανε ο σπουδαιότερος παράγων της περιφερείας αύτης. O M. Kεμάλ προς διατήρησιν των τσετών έπρεπε όπως ετοιμάση έδαφος δράσεως δι’ αυτάς και ως τοιούτον εύρε το της περιφερείας του Πόντου· αι γενικαί σφαγαί, αι αρπαγαί και εξοντώσεις εις την περιφέρειαν ταύτην ήρχισαν από τον Φεβρουάριον και διήρκησαν μέχρι του Aυγούστου· αι σφαγαί αύται και εκτοπισμοί εξετελέσθησαν ημιεπισήμως τη συμμετοχή και στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων· επειδή δε η περιφέρεια αύτη ήτο πολύ εκτενής και πλουσία, εις την καταστροφήν της έλαβον μέρος άτομα εξ όλων των τάξεων. Aι εξ χιλιάδες των Eλλ. κατοίκων της Πάφρας αποκλεισθείσαι εντός των εκκλησιών του Σλαμαλίκ, του Σουλού Δερέ, της Παναγίας και του Γκιοκτσέ Σου παρεδόθησαν εις το πυρ, και εντός αυτών εκάησαν όλοι: γέροντες, άνδρες, γυναίκες και παιδία· ουδείς εσώθη. Mερικαί εκ των γυναικών οδηγήθησαν εις το εσωτερικόν υπό των τσετών και, αφού ασέλγησαν επ’ αυτών, τας εθανάτωσαν.Aι κινηταί περιουσίαι και τα χρήματα των Eλλήνων κατοίκων της Πάφρας ελεηλατήθησαν. Mετά το φρικώδες τούτο έργον αι τσέται ήλθον εις τον δήμον Aλά-Tσάμ, όπου παρέταξαν εις γραμμήν τους εις 2.500 χριστιανούς κατοίκους, και παρασύραντες αυτούς εις τους πρόποδας των ορέων, τους εθανάτωσαν όλους. Eκ των 25.000 Eλλήνων της περιφερείας Πάφρας, Aλά-Tσάμ ενενήκοντα τοις εκατόν εξοντώθησαν, οι δε εκτοπισθέντες εθανατώθησαν εις το εσωτερικόν»[24].

Στη συνεδρίαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης της 8ης/21ης Mαΐου 1922, ο Iσμέτ πασάς παραδέχτηκε ότι με κυβερνητική εντολή σφαγιάστηκε ο ελληνισμός του Πόντου αναφέροντας τα εξής: «Kύριοι, Σας έχουν ειδοποιήσει ότι εσχηματίσθη μια επιτροπή από Aμερικανούς κατ' απαίτησιν του Bεκήλ Πατρίκη Προύσαλη να ενεργήσουν ανακρίσεις διά τας σφαγάς του Πόντου.- H Σφαγή των Γκιαούρηδων έγινε, όταν οι Pωμαίοι εσήκωσαν επανάστασιν, έσφαξαν πολλούς Tούρκους, ατίμασαν τες χανούμισες έκαμαν γιάγμα τας περιουσίας των, τότε μόνον έδωσεν διαταγήν το Kέντρον εις τον διοικητήν, ως και τον Tοπάλ Oσμάν Aγά να βάλουν σφαγήν…». Ο βουλευτής της Σινώπης Xακκί Xαμή μπέης, τόνιζε ότι «το πρόσωπό μας θα είναι αιώνια κηλιδωμένο εξαιτίας των εκτοπίσεων. Εάν οι εκτοπισμοί γίνονται προκειμένου να δολοφονηθούν ανθρώπινες ψυχές, τότε κύριοι αυτό είναι άκρως αποτρόπαιο ζήτημα. Mας κηλιδώνει ενώπιον του σύμπαντος κόσμου. Γιατί τότε η κυβέρνηση δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της... Tα είδα με τα δικά μου μάτια. Έχουν γίνει τέτοιες κακότητες, κύριοι, ώστε οι κακότητες που διαπράττουν σήμερα οι υπάλληλοί μας, δεν τις διαπράττουν ούτε οι Άγγλοι...»[25].

Από την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έως το 1924, οι Νεότουρκοι και οι Κεμαλικοί με τα μέτρα που έλαβαν εξόντωσαν χιλιάδες Έλληνες του Πόντου. Σύμφωνα με τη Μαύρη Βίβλο του Κεντρικού Συμβουλίου των Ποντίων τα θύματα των μαζικών δολοφονιών ανέρχονται σε 303.238 ως το 1922[26]. Μέχρι την άνοιξη του 1924 υπήρξαν ακόμη 50.000 θύματα, συνολικά δηλαδή ο αριθμός των Ποντίων που δολοφονήθηκαν ως το Μάρτιο του 1924 ήταν 353.000[27] [28], ποσοστό που ξεπερνάει το 50% του συνολικού πληθυσμού των Ελλήνων του Πόντου, όταν η στατιστική του 1914 αναφερόταν σε 700.000 κατοίκους.

Οι νεοτουρκικές και κεμαλικές αρχές προσχεδίασαν και συμμετείχαν στην γενοκτονία. Οι διαταγές για τους εκτοπισμούς στο Κουρδιστάν και την Συρία των Ποντιακών πληθυσμών είτε με τη μορφή κυβερνητικών αποφάσεων είτε νομοσχεδίων της εθνοσυνέλευσης, όπως η 1041 της 12ης Ιουνίου 1921 και η 941 της 16ης Ιουνίου του ίδιου έτους, έχουν την υπογραφή των υπουργών και του Κεμάλ.

Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους, με οικογένειες που διαλύθηκαν[29] ή ως μέσο αυτοάμυνας να αναλάβουν αντιστασιακή δράση εναντίον του οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης. Έχει γίνει πλέον σήμερα αντιληπτό ότι τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το ποντιακό αντάρτικο[30].

Τον επίλογο της ποντιακής γενοκτονίας αποτελεί ο ξεριζωμός των επιζώντων[31] και έτσι έρχονται στην Ελλάδα και τα τελευταία υπολείμματα της «εν ροή γενοκτονίας» όπως ονομάστηκε[32]. Πολλοί Πόντιοι επιζώντες θα ζήσουν δύσκολες στιγμές στο ελλαδικό κράτος. Σύντομα πολλοί θα αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στο εξωτερικό, ενώ σε λιγότερο από τη χρονική περίοδο μίας γενιάς αρκετοί θα ξαναγίνουν πρόσφυγες με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Εκεί στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ θα ξαναβρούν τους συγγενείς τους και συμπολίτες τους και θα μάθουν για την τύχη των αγνοούμενων μετά τη γενοκτονία[33].

Η εκρίζωση αυτή των Ελλήνων του Πόντου είναι από τα πρωτοφανή εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία. Ύστερα από 27 αιώνες ζωής παρουσίας και προσφοράς ένα κομμάτι ενός έθνους εκριζώθηκε αφήνοντας πατρογονικές εστίες, εκκλησίες, τάφους προγόνων και κατέφυγε στις ακτές της Ελλάδος[34]. Η Μακεδονία, η Θράκη, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, ο Πειραιάς, η Πάτρα, ο Βόλος, η Καβάλα, η Δράμα και άλλες περιοχές είναι οι χώροι όπου προσπάθησαν και ρίζωσαν οι πρόσφυγες Πόντιοι[35], ενώ πολλοί Πόντιοι μετά από εξοντωτικές πορείες, βρέθηκαν στην ΕΣΣΔ, το Ιράν, στη Συρία, και αλλού (Ευρώπη, Αυστραλία, ΗΠΑ)[36].

3. Η Γενοκτονία ως έγκλημα στη διεθνή πολιτική

Η έννοια «γενοκτονία εκφράζεται για πρώτη φορά το 1944 από τον Πολωνό εβραϊκής καταγωγής Raphael Lemkin (Ραφήλ Λέμκιν[37]) -πριν από τον όρο «Γενοκτονία» υπήρχε ο όρος «Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας»- και αναδείχθηκε λίγο πριν από τη Δίκη της Νυρεμβέργης, κατά των πρωταιτίων της εξολόθρευσης των Εβραίων από τους Γερμανούς Ναζί. Η νομική έννοια της «Γενοκτονίας» εφαρμόστηκε στην δίκη της Νυρεμβέργης (και του Τόκιο) και αναφέρεται σε έναν ορισμένο τύπο εγκλήματος πολέμου που έως τότε ήταν σχεδόν ασήμαντος, ή μάλλον ακριβέστερα αποδίδεται στην πρώτη νομικά καταχωρημένη διάπραξη αυτού του εγκλήματος: την συστηματική εξόντωση κάποιων «κατώτερων» λαών στην Ευρώπη από τους Ναζί. Το έγκλημα αυτό που νομικά ορίζεται ως «γενοκτονία» έχει ως αφετηρία του τον ρατσισμό και απλώς αποτελεί την λογική και μοιραία του συνέπεια όταν εκείνος μπορέσει να αναπτυχθεί ελεύθερα, όπως συνέβη στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας.

Η πρακτική και το όλο πνεύμα της Γενοκτονίας στηρίχθηκε επάνω στα εξής αυθαίρετα «αξιώματα»: Ιεράρχηση των πολιτισμών, υπάρχουν κάποιοι που είναι «ανώτεροι» και κάποιοι που είναι «κατώτεροι» και μόνο ένας πολιτισμός δικαιούται να στέκεται στην κορυφή.

Πρόβλημα στη δίκη των κατηγορούμενων για γενοκτονία μπορεί να υπήρχε, αφού δίχως ισχύων νόμο δεν υπάρχει τιμωρία, αφού όρος «γενοκτονία» δεν υπήρχε εκείνη την περίοδο και έτσι η τιμωρία και καταδίκη εκείνων ήταν υπό αμφισβήτηση. Το ποινικό δίκαιο, για να εξασφαλίσει τη δίκαιη μεταχείριση των κατηγορουμένων δεν μπορούσε να δράσει αναδρομικά, από την άλλη πλευρά όμως ήταν διαπιστωμένο πως σε όλα τα νομικά πλαίσια δεν υπήρχε η τιμωρία της δολοφονίας. Εξάλλου, πολλά από τα διαπραγμένα εγκλήματα ήταν τόσο απάνθρωπα που δεν μπορούσε εκ των προτέρων να τα αναλογιστεί ο μηχανισμός ελέγχου ώστε να προνοήσει με νόμους γι΄ αυτά.

Ο ελληνικός όρος γενοκτονία είναι ταυτόσημος με τον διεθνώς χρησιμοποιούμενο όρο genocide που προέρχεται από την ελληνική λέξη γένος και το λατινικό ρήμα caedere (=φονεύω).

Η γενοκτονία σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, αφορά ένα έγκλημα που αποβλέπει στη συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο και πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις. Η γενοκτονία αποτελεί το βαρύτερο έγκλημα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, για το οποίο μάλιστα δεν υπάρχει παραγραφή. Αυτός ο οποίος διαπράττει τη γενοκτονία δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι. Η γενοκτονία μπορεί να επιδιωχθεί είτε με σειρά ομαδικών φόνων, όλων ή σχεδόν όλων των μελών μιας φυλής, είτε με συστηματική εξασθένιση αυτής (με διάφορα μέσα) μέχρι τη βαθμιαία εξάλειψή της φυλής. Στα βίαια δε μέσα αυτά περιλαμβάνονται και σειρά απαγορευτικών μέτρων επί εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ηθικών, ιστορικών ή άλλων παραδόσεων προκειμένου να επέλθει διαφοροποίηση ή αλλοίωση της ομάδας με βέβαιη με την πάροδο του χρόνου απώλεια του εθνικού και φυλετικού γνωρίσματός της. Ωστόσο, η απόδοση του όρου για μια συγκεκριμένη ενέργεια, οργανωμένου χαρακτήρα, ενέχει υποκειμενικά κριτήρια και τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει αρκετές φορές διάσταση απόψεων.

Η φρίκη και ο αποτροπιασμός που προκάλεσε η συστηματικά οργανωμένη από τους Ναζί προσπάθεια εξόντωσης των Εβραίων, των Τσιγγάνων (Ρομ), των Σλάβων και άλλων ομάδων, πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ώθησε τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ να χαρακτηρίσει επίσημα τη γενοκτονία ως έγκλημα που τιμωρείται με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Έτσι ο όρος αυτός απετέλεσε και το κύριο κατηγορητήριο όρο στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Ειδική σύμβαση, που ενέκρινε η συνέλευση την 9η Δεκεμβρίου του 1948 -τέθηκε σε ισχύ από την 12η Ιανουαρίου 1951[38]- όρισε ότι οι δράστες τέτοιου εγκλήματος (είτε είναι όργανα ενός κράτους, στρατιωτικοί ή πολιτικοί υπάλληλοι, είτε απλοί πολίτες) πρέπει να θεωρούνται προσωπικά και ατομικά υπεύθυνοι για το έγκλημα αυτό και να δικάζονται από τα δικαστήρια του τόπου όπου διαπράχθηκαν τα εγκλήματα ή από το διεθνές ποινικό δικαστήριο (ΔΠΔ). Το ΔΠΔ βάσει των δύο άρθρων την 28η Μαΐου 1951 θεσμοθετεί το αδίκημα της γενοκτονίας αναφέροντας τα εξής: «Γενοκτονία σημαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις οι οποίες διαπράττονται με την πρόθεση καταστροφής, εν όλω ή εν μέρει, μίας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, ως τέτοιας: α) ανθρωποκτονία με πρόθεση μελών της ομάδας β) πρόκληση βαριάς σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας γ) με πρόθεση επιβολής επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμών να επιφέρουν τη φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει δ) επιβολή μέτρων που σκοπεύουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας ε) δια της βίας μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα». Επίσης αναφέρεται ότι «οι παρακάτω αξιόποινες πράξεις τιμωρούνται: Γενοκτονίας, συνωμοσία προς διάπραξη γενοκτονίας, έμμεσα ή άμεσα, η απόπειρα διάπραξης γενοκτονίας και η συμμετοχή σε γενοκτονία»[39].
Θεοφάνης Μαλκίδης
Λέκτωρ Πολιτικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
http://neolaia.poe.org.gr/default.aspx?catid=186
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. "

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Ελληνική ΑΟΖ και Υπουργείο Ενέργειας


Του Νίκου Λυγερού

Ακόμα κι αν μερικοί από τους δικούς μας δεν έχουν καταλάβει την αξία και την εμβέλεια της ελληνικής ΑΟΖ, μερικές θεσμικές τροποποιήσεις είναι απαραίτητες για τη διαχείριση και την αξιοποίηση των αποθεμάτων των υδρογονανθράκων μας. Μια από αυτές είναι που αφορά στο Υπουργείο Ενέργειας. Διότι το Υπουργείο αυτό έχει πολλές αρμοδιότητες ήδη, και μετά τη θέσπιση της ΑΟΖ μας θα έχει ακόμα περισσότερες. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να διαχειριστεί και τα συμβόλαια που θα ακολουθήσουν μετά τους γύρους παραχώρησης των οικοπέδων της ελληνικής ΑΟΖ. Βλέπουμε και το παράδειγμα της Κύπρου που οργανώθηκε και γύρω από τις κρατικές εταιρείες υδρογονανθράκων με δύο αντιπροέδρους, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι ο ένας για τον σταθμό υγροποίησης και ο άλλος για τα συμβόλαια με τις πετρελαϊκές εταιρείες ήδη για τα οικόπεδα 2,3,9,10, 11 και 12 και για τα επόμενα που θα είναι τα οικόπεδα 5,6,7 και 8. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κινηθούμε και στην Ελλάδα. Γι' αυτό το λόγο το πρέπον είναι να ενισχύσουμε και να επανδρώσουμε το νέο Υπουργείο Ενέργειας έτσι ώστε να έχει μια σχετική αυτονομία και μια ουσιαστική καινοτομία για να μπορεί να δράσει αποτελεσματικά για το μέλλον της πατρίδας μας, τώρα που προετοιμάζεται μέσω της ελληνικής ΑΟΖ. Διότι σιγά-σιγά, ο ελληνικός λαός μετά από όλα όσα είχε ακούσει για την απουσία οποιουδήποτε ίχνους υδρογονανθράκων στην ελληνική ΑΟΖ, κατάλαβε την πραγματικότητα με την έρευνα και τα σεισμικά της νορβηγικής εταιρείας PGS και ξέρει πλέον ποιος έλεγε την αλήθεια. Τώρα επιπλέον έχουμε ήδη δείξει κοιτάσματα στόχους, τα οποία προσδιορίζουν και την κατεύθυνση των ερευνών που θα ακολουθήσουμε. Έτσι πρέπει να παρθεί η στρατηγική απόφαση όσον αφορά στο Υπουργείο Ενέργειας για να είμαστε έτοιμοι για τα επόμενα βήματα μετά τη θέσπιση και την οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ. Διότι όλα αυτά τα μεγέθη είναι πολλά και η πατρίδα μας πρέπει να έχει τα απαραίτητα εργαλεία για να είναι ικανή να παίξει και τον νέο της γεωπολιτικό ρόλο στη Μεσόγειο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα αποθέματα της Ελλάδας είναι στρατηγικά ακόμα κι αν υπολογίσουμε μόνο αυτά που είναι συμβατικά ενώ ξέρουμε ήδη πόσο σημαντικοί είναι οι υδρίτες μεθανίου. Έτσι το αρμόδιο Υπουργείο που θα είναι το Υπουργείο Ενέργειας θα πρέπει να διαμορφωθεί για να είναι αποτελεσματικό και αυστηρό στη διαχείριση, η οποία πρέπει να γίνεται πάντα με σεβασμό προς τους ανθρώπους και το περιβάλλον για να μας απαλλάξει από άλλες αθλιότητες και βαρβαρότητες που προσπαθούν να καταπατήσουν όχι μόνο τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και τα δικαιώματα της γης μας. Το Υπουργείο Ενέργειας θα πρέπει να είναι η νέα αιχμή του δόρατος του Ελληνισμού που δεν γονατίζει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ελληνική ΑΟΖ και Υπουργείο Ενέργειας"

Η Ελλάδα θα επανακάμψει στην Αν.Μεσόγειο

Πως η Ελλάδα θα επανακάμψει στην Αν.Μεσόγειο.----Πριν λίγο καιρό αναλύοντας πτυχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, έκρινα πως διερχόμαστε μία φάση αδράνειας που ενδέχεται να μας στοιχίσει ακριβά. Οι τελευταίες εξελίξεις δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.

Αν υπάρχει ένα δίδαγμα από τις τελευταίες εξελίξεις για την ελληνική διπλωματία είναι πως όσο εύκολα χτίζονται οι εθνικοί μύθοι (βλ. άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ) άλλο τόσο εύκολα καταρρέουν. Από τα περισπούδαστα περί στρατηγικής συμμαχίας με το Ισραήλ, αρκούσε μία προσπάθεια αναθέρμανσης των σχέσεων του τελευταίου με την Τουρκία για να σπεύσουν ορισμένοι να αναζητήσουν εκ νέου αναθεώρηση της πολιτικής μας στην περιοχή.

Δεν υπερτιμώ ούτε υποτιμώ την απόπειρα μερικής αποκατάστασης των σχέσεων Άγκυρας-Τελ Αβίβ. Είναι μία εν εξελίξει διαδικασία που θα πάρει χρόνο εφόσον το προηγούμενο διάστημα δημιουργήθηκε ψυχολογικό χάσμα, θα δοκιμαστεί δεδομένων των διϊστάμενων συμφερόντων τους σε μία σειρά από ζητήματα, και το πιθανότερο δεν πρόκειται, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον, να ανατρέψει τις περιφερειακές ισορροπίες.

Τα σοβαρά κράτη, όπως το Ισραήλ, δεν προσεγγίζουν τις σχέσεις τους με λογικές αμοιβαίου αποκλεισμού, δηλαδή πως η βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία περνάει μέσα από το πάγωμα των αντίστοιχων με την Ελλάδα και την Κύπρο. Και ακόμη και αν δεχτούμε πως οι Ισραηλινοί μας χρησιμοποίησαν για να να πιέσουν τους Τούρκους, αυτό είναι μία ευρέως διαδεδομένη τακτική στις διεθνείς σχέσεις. Μακάρι και εμείς να παραδειγματιζόμασταν και να επιδεικνύαμε αντίστοιχη ευελιξία αντί να υποτάσσουμε τις σχέσεις μας σε λογικές μηδενικού αθροίσματος ή σε παλαιολιθικές αντιλήψεις ότι για να είμαστε αρεστοί στη χώρα Α πρέπει να μην αναπτύσσουμε τις επαφές μας με τη χώρα Β.

Η συνεργασία Άγκυρας-Τελ Αβίβ στον οικονομικό τομέα θα επανακτήσει τη δυναμική της. Ενδεχομένως να υπάρξει ανάκαμψη και του τουριστικού ρεύματος Ισραηλινών προς την Τουρκία. Όμως, το κομμάτι της ενεργειακής συνεργασίας έχει περιορισμούς, που προκύπτουν κυρίως από το γεγονός ότι η γείτονα χώρα δεν νοείται ούτε αξιόπιστη, ούτε προβλέψιμη, ούτε προσανατολισμένη στις ανάγκες της Ευρώπης. Όλα αυτά, αν υποθέσουμε ότι το Ισραήλ επιδιώξει να εξάγει μέρος των ποσοτήτων του στην ΕΕ, λειτουργούν αποτρεπτικά για την επιλογή της τουρκικής οδού. Αν, μάλιστα, προσθέσουμε τον εύλογο σκεπτικισμό πολλών εντός και εκτός Ευρώπης για τις συνέπειες μετεξέλιξης της Άγκυρας σε ενεργειακό «πνεύμονα» της Γηραιάς Ηπείρου, αντιλαμβανόμαστε ότι η κύρια χρησιμότητα της για το Ισραήλ και τους λοιπούς παραγωγούς της περιοχής συνίσταται στο μέγεθος και τη δίψα της αγοράς της και όχι στο ρόλο ως δυνητικού κόμβου. Σε αυτή την περίπτωση, το όφελος για Ισραηλινούς και Τούρκους θα είναι αμοιβαίο.

Οι μεν πρώτοι θα μπορούν να διαθέσουν το αέριό τους σε μία μεγάλη γειτονική αγορά και οι δεύτεροι να απορροφήσουν ποσότητες σε χαμηλότερες τιμές από ότι τις προμηθεύονται αυτή τη στιγμή από Ρωσία και Αζερμπαϊτζάν. Η τροφοδοσία, πάντως, της ευρωπαϊκής αγοράς μέσω αγωγού που θα διέρχεται την τουρκική επικράτεια είναι μία σύνθετη απόφαση με αρκετές παραμέτρους όπως: οι οικονομίες κλίμακος, η ρευστότητα των διμερών σχέσεων, η προβλεψιμότητα και αξιοπιστία των εμπλεκόμενων πλευρών, ο περιορισμός του ρίσκου που θα ελκύσει το ενδιαφέρον εταιρειών που θα διευκολύνουν χρηματοδοτικά στην υλοποίηση, ο περιορισμός ενδεχόμενων νομκών κωλυμμάτων, η διεύρυνση των εναλλακτικών αντί της δημιουργίας νέων ολιγοπωλίων (είτε προμηθευτών είτε διαμετακομιστών). Όλα αυτά θα προσμετρηθούν στην τελική απόφαση, εφόσον ένας προμηθευτής δεν ορίζει μόνος του τις τύχες ενός project, αλλά καλείται να το εντάξει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο με την αγορά ενέργειας να επιζητά βεβαιότητες και διασφαλίσεις για αδιάλειπτη ροή του προϊόντος.
Επιπρόσθετα, θα θελήσει, άραγε, το Ισραήλ να ενδυναμώσει εμμέσως την Τουρκία (που επιδιώκει την περιφερειακή ηγεμονία) δίνιντας της πρόσβαση στις πηγές ενέργειας της περιοχής; Ή εκτιμούν οι διαχρονικά καχύποπτοι Ισραηλινοί ότι η ενεργειακή συνεργασία με την Τουρκία θα κατευνάσει τις βλέψεις της, χάριν της εμπέδωσης ενός κλίματος εμπιστοσύνης; Και πώς συνδέονται στην ευρύτερη εξίσωση οι ήδη προχωρημένες συνέργειες με την Κύπρο αλλά και η δυναμική που αναπτύχθηκε τα τελευταία τρία χρόνια με την Ελλάδα, που προσφέρει στο Τελ Αβίβ το απαιτούμενο στρατηγικό βάθος;

Εντούτοις, για να αποτρέψουμε δυσμενείς για τον ευρύτερο ελληνισμό καταστάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, οφείλουμε αφενός να καταστούμε χρήσιμοι για τους ισχυρούς δρώντες (εντός και εκτός περιοχής), αφετέρου να «δέσουμε» τις σχέσεις μας υπό το κοινό συμφέρον, που ποικίλει ανάλογα την περίπτωση. Δεν μπορεί να δεχόμαστε στωικά το γεγονός ότι η Τουρκία συνομιλεί με σχεδόν όλες τις μεγάλες δυνάμεις τόσο για διεθνή όσο και περιφερειακά ζητήματα, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που θα θελήσει να εξαργυρώσει τις υπηρεσίες της σε ανταλλάγματα στο Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά.

Πρέπει αφού εντοπισουμε τα σημεία ενδιαφέροντος, να δούμε επισταμένως πως εμείς μπορούμε να προσφέρουμε (ασφαλώς με το γεωπολιτικό αζημίωτο) τις υπηρεσίες μας, εξελισσόμενοι σε μέρος της λύσης προβλημάτων που ταλανίζουν την περιφέρεια αντί σε μέρος του ίδιου του προβλήματος.

Και αν η χρησιμότητα της γειτονικής Τουρκίας είναι αδιαμφισβήτητα μεγαλύτερη της δικής μας σε θέματα όπως η Συρία και το Ιράν, στο ενεργειακό (και τις προεκτάσεις του) η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει λόγο και ρόλο.

Να αναλάβει πρωτοβουλίες με ευρωπαϊκό πρόσημο, καταδεικνύοντας αφενός την προσήλωση της στις ανάγκες της Ένωσης, αφετέρου την ικανότητα της να συν-διαμορφώνει τις περιφερειακές εξελίξεις προς όφελος της ΕΕ. Εντός του εν λόγω πλαισίου θα πρέπει να αναδείξει τη σημασία της Ανατολικής Μεσογείου για την ασφάλεια τροφοδοσίας της Ευρώπης και να «κουμπώσει» σε αυτή την προοπτική τον καθοριστικό ρόλο Κύπρου και Ελλάδας, τόσο χάριν ωριμότητας επιχειρηματικών σχεδίων όσο και της ευρωπαϊκής τους ταυτότητας. Η προχωρημένη συνεργασία ενός κράτους-μέλους, όπως η Κύπρος, σε πρώτη φάση με το Ισραήλ και ακολούθως με άλλα κράτη της περιοχής (π.χ. Λίβανος) την καθιστά ένα ελκυστικό προμηθευτή, ενώ η «προβλέψιμη» Ελλάδα αποδυναμώνει αισθητά τον μονοπωλιακό ρόλο της Τουρκίας ως κόμβου μεταφοράς για όλα τα μη ρωσικά σχέδια του νότιου ευρωπαϊκού ενεργειακού διαδρόμου, δημιουργώντας μία περισσότερο αξιόπιστη εναλλακτική για τη διαμετακόμιση αερίου.

Να προωθήσει την πρόταση για τις το δυνατόν μεγαλύτερες συγκλίσεις μεταξύ των κρατών της περιοχής ως προαπαιτούμενου για την προσέλκυση των αναγκαίων κεφαλαίων και της απαραίτητης τεχνογνωσίας, χωρίς, ομως εκπτώσεις στα εθνικά θέματα. Στην πορεία επίτευξης συνεργειών η Αθήνα πρέπει να είναι σε θέση οδηγού, αξιοποιώντας στο έπακρο όλα τα πλεονεκτήματά της ως έντιμου διαμεσολαβητή. Δεν θα λύσει το Παλαιστινιακό ή το Κυπριακό αλλά μπορεί να συμβάλει στην εξομάλυνση των προβληματικών σχέσεων μεταξύ κρατών της περιοχής.

Να κινηθεί υπερβατικά και πέρα από αποκλεισμούς ώστε να μη δώσει άλλοθι σε όποιους επιθυμούν να αυτοαποκλειστούν, να το πράξουν επιχειρηματολογώντας σε βάρος μας. Συνάμα, να εκθέσει σε όλα τα επίπεδα τα κράτη που προσπαθούν να ενισχύσουν τις θέσεις τους δια της αποσταθεροποίησης ή της απειλής αλλαγής του status quo σε περίπτωση που δεν γίνουν σεβαστές οι επιθυμίες τους. Όταν μιλούμε για την ανάγκη ομαλοποίησης της κατάστασης, ασφαλώς δεν πρέπει να εννοούμε μία ευκαιριακή διαδικασία με συγκεκριμένους αποδέκτες αλλά μία συνολικά –και έμπρακτα- καλή διάθεση ουσιαστικής αποκλιμάκωσης χωρίς τελεσίγραφα και ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα.


Αναρωτιέμαι, συνεπώς, κατά πόσο εντάσσονται σε αυτή τη λογική οι κυρώσεις σε βάρος εταιρειών που «διανοήθηκαν» να δραστηριοποιηθούν στους διαγωνισμούς της μόνης νόμιμης και καθολικά αναγνωρισμένης κρατικής οντότητας, ή η έμπρακτη συστηματική αμφισβήτηση της κυριαρχίας τρίτων κρατών μέσω της απόπειρας δημιουργίας τετελεσμένων; Έτσι, άραγε, οραματίζονται οι ΗΠΑ την εξισορρόπηση των διαφορών προκειμένου να αποφύγουν κλυδωνισμούς που θα θέσουν σε αμφισβήτηση την ικανότητα τους να ορίζουν τα δρώμενα; Με τρόπο που το συμφέρον των κείμενων κρατών περνάει μέσα από την «αναγκαστική» συνεννόηση με την Τουρκία, μόνο και μόνο επειδή η τελευταία αναδεικνύεται εκ νέου σε κρίσιμη μεταβλητή για την εξυπηρέτηση των σχεδιασμών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής;

Μία –η μοναδική προς το παρόν- υπερδύναμη κινδυνεύει να υπονομεύσει τα συμφέροντα της αν κινείται και δρα με οπορτουνιστικούς όρους και δη όταν ενισχύει τις αβεβαιότητες, περιφρονώντας άλλους εταίρους της στην περιοχή, τα συμφέροντα των οποίων πλήττονται από το «ελευθέρας» που αυτή προσφέρει στην Άγκυρα. Αλήθεια, η καλοπροαίρετη Τουρκία σε τι προτίθεται να υποχωρήσει έναντι Ελλάδας και Κύπρου προκειμένου να κάνει το χατίρι των Αμερικανών που μοιάζουν να επιζητούν νέα μοντέλα συνεργασίας;

Αυτό πρέπει εγκαίρως και ανερυθρίαστα να το γνωστοποιήσουμε στην Ουάσιγκτον, προτού αναγκαστούμε να αναθεωρήσουμε τη δική μας πολιτική στην περιοχή, ακόμη και αν έτσι διχάσουμε τους εταίρους μας, που ασφαλώς δεν επιθυμούν να ανοίξουν ένα ακόμη μέτωπο ενός έτσι και αλλιώς δοκιμαζόμενου εταίρου. Άλλωστε, σε περίπτωση που καλλιεργηθεί η εικόνα ενός περιφερειακού κενού ασφαλείας, με κάποιον τρόπο και από κάποιους αυτό θα πρέπει να καλυφθεί.

Με αφορμή τα παραπάνω, δεν θα πρέπει να διαλανθάνει την προσοχή μας ότι όσο περισσότερο δεδομένο θεωρείται ένα κράτος τόσο περιορίζονται (επί το δραματικότερον) τα περιθώρια των διαπραγματευτικών του ελιγμών. Αν, μάλιστα συνειδητά παραμένει απλός θεατής των εξελίξεων, τότε η διαμόρφωση εθνικών θέσεων και η αποτελεσματικότερη προώθηση τους μέσω μίας στιβαρής και συγκροτημένης διπλωματίας καθίστανται περιττή πολυτέλεια! Έχουμε, όμως, ως έθνος, την πολυτέλεια της αδράνειας;


*Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο


http://www.onalert.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η Ελλάδα θα επανακάμψει στην Αν.Μεσόγειο"

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

ΠΩΣ ΣΩΘΗΚΑΝ ΤΑ ΕΚΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ Εθν. Αρχ. ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ


 

Οφείλουμε αιώνια ευγνωμοσύνη γι' αυτούς που προνόησαν και μόχθησαν για τη σωτηρία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

                           Τα θαμμένα αγάλματα του πολέμου. Τότε που λειτουργούσε το κράτος

         Επί έξι μήνες πριν από την εισβολή των Γερμανών μια ομάδα από εργάτες και αρχαιολόγους έσκαβε τα δάπεδα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για να θάψει εκεί ό,τι πολυτιμότερο έχει η Αθήνα: τους κούρους και τις ληκύθους της.

          
Την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατέλαβαν την Αθήνα. Την επομένη, νωρίς το πρωί, οι Γερμανοί αξιωματικοί που ανέβηκαν με φόρα τα μαρμάρινα σκαλιά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου διαπίστωσαν με έκπληξη ότι παραλάμβαναν ένα κτίριο άδειο. Δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος από τα χιλιάδες πολύτιμα εκθέματα που κοσμούσαν το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας τα προηγούμενα εξήντα χρόνια της λειτουργίας του.
Αντί για αγάλματα, στέκονταν μπροστά τους παγωμένοι και ανέκφραστοι οι λιγοστοί αρχαιολόγοι και οι φύλακες που είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Στις επίμονες ερωτήσεις τους, εκείνοι απάντησαν σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι εκεί όπου όλοι γνωρίζουν, κάτω από τη γη. Και είναι αλήθεια ότι τα αρχαία είχαν μόλις επιστρέψει ξανά στο χώμα, δηλαδή στη μοναδική κιβωτό του κόσμου στην οποία θα μπορούσαν να παραμείνουν ασφαλή. Η εύθραυστη ευρωπαϊκή τάξη του Μεσοπολέμου ήταν αισθητή στις ελληνικές κυβερνήσεις πολύ καιρό πριν από την κήρυξη του πολέμου. Από το 1937 η κυβέρνηση Μεταξά είχε ξεκινήσει αλληλογραφία με τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, προκειμένου να εκπονηθεί από κοινού ένα πλήρες σχέδιο διαφύλαξης των αρχαίων από τις αεροπορικές επιδρομές και από το ενδεχόμενο των οδομαχιών εντός των πόλεων.
Στην επίμονη απαίτηση του κράτους να συνταχθούν κατάλογοι και να ταξινομηθούν τα αρχαία σε κατηγορίες με βάση τη σπουδαιότητά τους οι αρχαιολόγοι της Υπηρεσίας υποστήριζαν σταθερά ότι δεν υπήρχε δυνατότητα επιλογής και ότι όλα τα αρχαία (εκτεθειμένα και αποθηκευμένα) έπρεπε να διασωθούν σε περίπτωση πολέμου. Μάλιστα, ο Νικόλαος Κυπαρίσσης, Έφορος Αρχαιοτήτων Αθηνών (Αττικής και Μεγαρίδος εκτός Πειραιώς), σε εμπιστευτική του έκθεση προς το υπουργείο στις 11 Αυγούστου 1937 αναφέρει ότι, αντί να δαπανηθούν μεγάλα ποσά για την κατασκευή καταφυγίων για ορισμένα από τα αρχαία, θα ήταν προτιμότερο να μεταφερθούν σε νέους χώρους φύλαξης, ασφαλείς από φωτιά και βομβιστικές επιθέσεις, σε κηρυγμένες «αρχαιολογικές πόλεις», οι οποίες με διεθνείς συμβάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιερές και απαραβίαστες. Και υπέδειξε την περιοχή της Ακρόπολης ως μία από αυτές. Ωστόσο, η πραγματικότητα διέλυσε τις ελπίδες και τις λιγοστές αμφιβολίες για το επερχόμενο κακό. Οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση του κινδύνου των καταστροφών εντείνονταν με την πάροδο του χρόνου.
Στις 18 Ιουνίου 1940 ο υφυπουργός Παιδείας Ν. Σπέντζας ανακοίνωσε με εμπιστευτικό του έγγραφο ότι «Από σήμερον απαγορεύομεν την χορήγησιν κανονικών αδειών, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου». Με την κήρυξη του πολέμου τέσσερις μήνες μετά, η Αρχαιολογική Υπηρεσία αντέδρασε αστραπιαία. Με έγγραφό της στις 11 Νοεμβρίου 1940 που απεστάλη σε όλες τις τοπικές διευθύνσεις, εξέδωσε ειδικές τεχνικές οδηγίες «διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους». Σε αυτές προβλέπονταν δύο τρόποι ασφάλισης των ογκωδών και μη μετακινήσιμων εκθεμάτων. Ο πρώτος ήταν «διά της περικαλύψεως του αγάλματος διά γαιοσάκκων, αφ' ου προηγουμένως τούτο περιβληθή δι' ενός ξυλίνου ικριώματος επενδεδυμένου διά σανίδων ως το υπόδειγμα» και ο δεύτερος, που προκρίθηκε ως αποτελεσματικότερος, με την κατάχωση των αγαλμάτων εντός του δαπέδου της αίθουσας ή στην αυλή του μουσείου ή σε περιφραγμένες αυλές και υπόγεια δημόσιων ιδρυμάτων. Η μέθοδος της κατάχωσης, μάλιστα, δινόταν με κάθε λεπτομέρεια. Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν στον πυθμένα του ορύγματος που ήταν επενδεδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα, σε οριζόντια θέση (σαν νεκρά σώματα σε τάφο), να καλυφθούν με αδρανή υλικά και το όρυγμα να σφραγιστεί με πλάκα τσιμέντου. Για τα χάλκινα και για τα πήλινα προβλεπόταν η φύλαξη εντός κιβωτίων επενδεδυμένων με κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για τον φόβο της υγρασίας.
Η απόκρυψη του Κούρου του Σουνίου ΕΑΜ 2720 στο όρυγμα που είχε διανοιχθεί μπροστά από το βάθρο του. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σήμανε συναγερμός. Με υπουργική απόφαση συστάθηκε η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων του, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη καιΣέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου. Στην ομάδα προστέθηκαν και εθελοντές, όπως ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Allan Wace και o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, που ήταν τότε πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας. «Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους» γράφει χαρακτηριστικά η Μεγάλη (για όσους γνωρίζουν) Σέμνη Καρούζου.
Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σε βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου, το οποίο ήταν, άλλωστε, θεμελιωμένο πάνω στον μαλακό βράχο.
Για την κάθοδο των αγαλμάτων στα ορύγματα χρησιμοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί, τους οποίους χειρίζονταν αδιάκοπα οι τεχνίτες του μουσείου. Τα ορύγματα, που έμοιαζαν με πολυάνδρια, δηλαδή με ομαδικούς τάφους, συγκέντρωσαν ένα σαστισμένο πλήθος μορφών, σαν αυτό που εικονίζεται στην πιο πολύτιμη από τις φωτογραφίες του ομώνυμου αρχείου του μουσείου. Ανάμεσα στις μορφές των αγαλμάτων, που στέκονται αμήχανα στον νέο τους τάφο, βρίσκεται κι ένας από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του Έπους της Απόκρυψης. Ένας τεχνίτης του μουσείου που κοιτά αφηρημένα τον φακό. Κι έτσι όπως συμμερίζεται την αβέβαιη μοίρα των ημερών, καταλήγει να μην ξεχωρίζει από το πλήθος τριγύρω.
«Αν καμιά ζημιά δεν έγινε στα μάρμαρα, παρόλες αυτές τις μετακινήσεις, οφείλεται τούτο κυριότατα στο ότι προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών ήταν τότε, έως και στα πρώτα χρόνια ύστερ' από τον πόλεμο, ο παλαιός, έμπειρος και αφοσιωμένος γλύπτης των ελληνικών μουσείων Ανδρέας Παναγιωτάκης»αφηγείται η Σέμνη Καρούζου.

Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση.

Τον Οκτώβριο του 1940, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, μόλις είχα εγγραφεί στο πανεπιστήμιο, πρωτοετής φοιτητής» θυμάται σε συνέντευξή του ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης. «Η απόκρυψη είχε ήδη αρχίσει κι εγώ προσέφερα την εθελοντική μου εργασία. Με έβαλαν σε μία από τις αποθήκες, όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά, τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί.
Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών, και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι Ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα. Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια από άμμο. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή». Τα ξύλινα κιβώτια με τα πήλινα αγγεία και τα ειδώλια, καθώς και με τα χάλκινα έργα, τοποθετούνταν στις ημιυπόγειες αποθήκες της επέκτασης του μουσείου, που είχε μόλις ολοκληρωθεί προς την οδό Μπουμπουλίνας. Μετά τη συμπλήρωση των χώρων, τα δωμάτια γεμίζονταν μέχρι την οροφή με στεγνή άμμο, προκειμένου να αντέξουν τη διάρρηξη της τσιμεντένιας πλάκας της οροφής τους από ενδεχόμενο βομβαρδισμό.
Ένα στιγμιότυπο αυτής της εργασίας του εγκιβωτισμού αποτυπώθηκε σε μία ξεχωριστή φωτογραφία, τη μόνη που εικονίζει τους τεχνίτες του μουσείου σε μια στιγμή ανάπαυλας να κοιτούν ανέκφραστοι τον φακό, ανθρώπους που αναρωτιέται κανείς για την τύχη τους τους σκληρούς μήνες της αθηναϊκής Κατοχής.
Η Σέμνη Καρούζου διέσωσε το όνομα ενός από αυτούς: «Σε όλη την εργασία του ξεριζώματος και του εγκιβωτισμού των αρχαίων της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνημάτων πρωτοστατούσε ο μακαρίτης αρχιτεχνίτης Γεώργιος Κοντογιώργης, ένας από τους τεχνίτες που τόσα προσέφεραν και προσφέρουν στην ανάδειξη και την ασφάλεια των αρχαίων». Ταυτόχρονα με τα αρχαία εγκιβωτίστηκαν και οι πολύτιμοι κατάλογοι του μουσείου, δηλαδή τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων του.
Τα κιβώτια αυτά παραδοθήκαν στον γενικό ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος στις 29 Νοεμβρίου 1940. Στις 17 Απριλίου 1941, στο κεντρικό κατάστημα της ίδιας τράπεζας, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων με τα χρυσά και με τα άλλα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών. Ήταν η πράξη του τέλους μιας εξάμηνης επιχείρησης που πέτυχε να ασφαλίσει τον αμύθητο πλούτο του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας. «Η όψη του μουσείου τον Απρίλη του 1941, γυμνωμένου από όλο το περιεχόμενό του, ήταν μια εικόνα ερήμωσης. Οι τοίχοι γυμνοί, τα δάπεδα πολλών αιθουσών σκαμμένα, οι προθήκες άδειες». Ήταν η εικόνα που αντίκρισαν οι Γερμανοί αξιωματικοί το πρωί της Δευτέρας 28 Απριλίου. Της πρώτης μέρας της αθηναϊκής Κατοχής.
Ένα από τα ορύγματα με τα αμήχανα πλήθη των αγαλμάτων.
Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν το μουσείο δεν παρέμεινε έρημο. Καταλήφθηκε από δημόσιες υπηρεσίες. Στη μεγάλη Μυκηναία Αίθουσα στεγάστηκε η Κρατική Ορχήστρα. Σε ένα μεγάλο μέρος της δυτικής πλευράς, δεξιά από την είσοδο, εγκαταστάθηκε το Κεντρικό Ταχυδρομείο.
Στις αίθουσες του πρώτου ορόφου επί της οδού Μπουμπουλίνας λειτούργησαν οι υπηρεσίες του υπουργείου Πρόνοιας, ενώ σε μια αίθουσα του παλαιού κτιρίου προς την οδό Τοσίτσα εγκαταστάθηκε μια ειδική Υγειονομική Υπηρεσία, απ' όπου«περνούσαν υποχρεωτικά δυστυχισμένες νέες γυναίκες, απόκληρες της κοινωνίας» όπως διασώζει η Σέμνη Καρούζου.
Σε μια γωνιά του νέου κτιρίου έμεινε λιγοστός χώρος για τα γραφεία των υπαλλήλων του μουσείου, όπου συγκεντρώθηκε η άχρηστη πια σκευή του, το πλήθος των άδειων προθηκών, ορισμένοι πίνακες της Εθνικής Πινακοθήκης και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Σε ένα από τα υπόγεια της νέας πτέρυγας παρασκευαζόταν το συσσίτιο των φυλάκων και των αρχαιολογικών υπαλλήλων, με τα πυκνά ίχνη από τους καπνούς του να παραμένουν μέχρι σήμερα σε σημεία της οροφής. Παρά την απώλεια του χαρακτήρα του, το κτίριο παρέμεινε αλώβητο μέχρι το τέλος της Κατοχής. Ως τις «ημέρες του δεκεμβριανού εφιάλτη», όταν οι «πολυβολισμοί των αεροπλάνων» κατέκαψαν μέρος της ξύλινης στέγης του και ένα τμήμα του πρώτου ορόφου διαμορφώθηκε σε φυλακές των κρατουμένων.
Ορισμένοι από τους διάτρητους από τις οβίδες τοίχους διατηρούνται ακόμα και σήμερα, μεταξύ των γραφείων όπου εργάζεται το προσωπικό του Μουσείου. Και παρά τη μακρά και επίπονη αποκατάσταση του κτιρίου και των εκθέσεών του τα μεταπολεμικά χρόνια, ήσαν πολλές οι κρυμμένες εκπλήξεις που έρχονταν σποραδικά στο φως. Ακόμα και η δεύτερη, εκ βάθρων ανακαίνισή του, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, ήταν η αφορμή να ανακαλυφθούν και άλλα από τα καλά θαμμένα μυστικά του. Να ήταν, άραγε, τα τελευταία; Ζώντας και δουλεύοντας κανείς ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, γνωρίζει πως δεν του επιτρέπεται να διατυπώνει τέτοιες εκφράσεις χρονικής βεβαιότητας.
Στιγμιότυπο από τον εγκιβωτισμό του αμφορέα Α 803.
ΠΗΓΕΣ: Βενάρδου Ε., Μια απόκρυψη αλλιώτικη από τις άλλες. Επιχείρηση «Κρυμμένοι Θησαυροί». Διαθέσιμο στο www.psaxtiria.net/forum/archive/index.php/t-2897.html Καλτσάς Ν., «Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», Αθήνα 2007, 20. Διαθέσιμο στο www.latsis-foundation.org/megazine/publish/ebook.php?book=31&preloader=1 Καρούζου Σ., «Σύντομη Ιστορία του Εθνικού Μουσείου», στο Καρούζου Σ., Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον, Συλλογή Γλυπτών, Περιγραφικός Κατάλογος, Αθήναι 1967, ια'-κ'. Καρούζου Σ., «Το Εθνικό Μουσείο από το 1941», το Μουσείον 1 (2000), 5-14. (Πρόκειται για την εκ νέου δημοσίευση του κειμένου της Σ. Καρούζου, που περιλήφθηκε στα Πρακτικά του Α' Συνεδρίου του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Αθήνα 30 Μαρτίου-3 Απριλίου 1967, Αθήνα 1984, 52-63). Νικολακέα Ν., «Η προστασία των αρχαιοτήτων κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Τσιποπούλου Μ. (επιμ.), «.Ανέφερα Εγγράφως», Θησαυροί του Ιστορικού Αρχείου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, Αθήνα 2008, 57-59. Πασχαλίδης Κ., «Η ίδρυση, η ιστορία και οι περιπέτειες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, 130 χρόνια λειτουργίας σε μία διάλεξη». Διαθέσιμο στο www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=737#.UTcIWTbYhgU.facebook Πετράκος Β.Χ., «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944», Ο Μέντωρ 31 (1994), 73-185. Σάλτα Μ., «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», στο Γαρουφαλής Δ.Ν., Κωνσταντινίδη-Συβρίδη Ε. (επιμ.), Η Αρχαιολογία στην Ελλάδα. Οι μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα και οι θησαυροί των ελληνικών μουσείων, Αθήνα 2002, 116-119 (Σειρά: Ιστορία των Πολιτισμών Νο2, του περιοδικού «Corpus») Φλέσσα Β., Στα Άκρα, συνέντευξη με τον ακαδημαϊκό Σ. Ιακωβίδη στη Νέα Ελληνική Τηλεόραση (ημέρα προβολής: Παρασκευή 26/10/2012, ώρα: 23:00). Διαθέσιμο στο www.ert.gr/webtv/net/item/8196-Spyros-Iakwbidhs-Archaiologos-Akadhmaikos-26-10-2012#.UUo0TDfQ709 Χριστοπούλου Α., «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και Νεότερη Ελλάδα. Παράλληλες Ιστορίες», «Αρχαιολογία & Τέχνες» 113 (Δεκέμβριος 2009), 5-10.
Ο Κώστας Πασχαλίδης είναι Ιστορικός και Αρχαιολόγος, Επιμελητής Αρχαιοτήτων στην Προϊστορική Συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Πηγή: www.lifo.gr
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΠΩΣ ΣΩΘΗΚΑΝ ΤΑ ΕΚΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ Εθν. Αρχ. ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ"

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

ΠΕΡΙΚΛΗΣ-ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΠΕΡΙΚΛΗΣ-ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ"

Τι ελληνικά μιλάνε στην Κύπρο;

 Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι περιγράφουν τη σχέση της κοινής με τη διάλεκτο ως "γλωσσική διμορφία"· θεωρούν δηλαδή ότι την κοινή γλώσσα και τη διάλεκτο τις συνδέει και τις χωρίζει ό,τι περίπου συνέδεε και χώριζε την καθαρεύουσα από τη δημοτική.--- Με αυτή τη σημαντική μετατόπιση: "δημοτική" στην Κύπρο είναι η διάλεκτος· και "καθαρεύουσα" η δημοτική. Ας δούμε λίγο πιο προσεκτικά αυτή την ιδιόρρυθμη γλωσσική κοινότητα, στην οποία η δημοτική ορίζεται ως ένα άλλο είδος καθαρεύουσας.---
Επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η ελληνική και η τουρκική. Η τουρκική όμως χρησιμοποιείται πια μόνο στην κατεχόμενη Κύπρο. Ως ελληνική αναγνωρίζεται η πρότυπη, τυποποιημένη μορφή της νεοελληνικής γλώσσας, η «κοινή νεοελληνική» ή δημοτική. Στο λεξιλόγιο και τη γραμματική πολλές και σημαντικές είναι οι διαφορές της διαλέκτου από την κοινή γλώσσα. Ας σταθούμε εδώ σε μια εξωτερική διαφορά, παραγνωρισμένη αλλά προφανή: η κοινή είναι γλώσσα τυποποιημένη, η διάλεκτος όχι. Για τη διάλεκτο, εννοείται, δεν υπάρχουν χρηστικά λεξικά, πρακτικές γραμματικές, εγχειρίδια εκμάθησης και οδηγοί «σωστής χρήσης», (του τύπου «Πώς να γράφετε σωστά κυπριακά»). Δεν υπάρχουν καν ευρύτερα αποδεκτές ορθογραφικές συμβάσεις (πρόβλημα που αντιμετωπίζει και η έκδοση κειμένων της κυπριακής γραμματείας). Η μόνη θεσμική ορθογραφική ρύθμιση της διαλέκτου επιχειρήθηκε πριν από λίγα χρόνια από τη «Μόνιμη Επιτροπή Τυποποίησης Γεωγραφικών Ονομάτων» του κυπριακού Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Η επιτροπή αυτή θέλησε να «εξομαλύνει» τους τύπους της λαϊκής παράδοσης προς την κατεύθυνση υποτιθέμενων τύπων της κοινής· έτσι, τα τοπωνύμια «Αγλαντζιά», «Λατσιά» και «Βυζατσά» έγιναν αντιστοίχως «Αγλαγγιά», «Λακκιά» και «Βυζακιά» (ή ΒΥΖΑΚΙΑ στην κεφαλαιογράμματη γραφή των πινακίδων). Οι ρυθμίσεις αυτές θεωρήθηκε ότι προσβάλλουν την πολιτισμική ταυτότητα των Κυπρίων, συνάντησαν έντονες αντιδράσεις και σταδιακά εγκαταλείφθηκαν ή ατόνησαν.
Η έλλειψη τυποποίησης βέβαια δεν εγγυάται τη «φυσικότητα» της διαλέκτου. Η διάλεκτος είναι «φυσική» γιατί μαθαίνεται με «φυσικό» τρόπο. Η κυπριακή μαθαίνεται και δεν διδάσκεται· μαθαίνεται δηλαδή με τον ανεπίγνωστο τρόπο της μητρικής γλώσσας. Αντίθετα, η κοινή νέα ελληνική διδάσκεται και μαθαίνεται, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η κοινή γλώσσα στην Κύπρο είναι λοιπόν μια γλώσσα «πρόσθετη» και επιβεβλημένη, αφού η εκμάθησή της αρχίζει μετά την κατάκτηση της διαλέκτου, γίνεται με τεχνητό τρόπο, με βιβλία και δασκάλους, σταδιακά, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, για τις ανάγκες κυρίως του γραπτού λόγου. Κοινή γλώσσα και διάλεκτος χρησιμοποιούνται στην Κύπρο στο πλαίσιο ενός ευρύτατα διαδεδομένου γλωσσικού καταμερισμού· χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές περιστάσεις και επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες. Αυτή η λειτουργική κατανομή μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με την κοινωνική θέση και τις ιδεολογικές πεποιθήσεις των ομιλητών. Ορισμένες σταθερές όμως είναι αναγνωρίσιμες.
Η διάλεκτος θα χρησιμοποιηθεί περισσότερο στα είδη του γραπτού λόγου, όπου βαραίνει η προφορική παράδοση: στην ποίηση και στο θέατρο (ιδιαίτερα δημοφιλές είναι το «κυπριώτικο σκετς»).
 Θα παρεισφρήσει σε πεζογραφήματα με κυπριακή θεματογραφία και ηθογραφία.
Αλλά δεν θα χρησιμοποιηθεί για τη συγγραφή ενός δοκιμίου. Τα διοικητικά και νομικά έγγραφα είναι τα περισσότερα στην κοινή -λιγοστά στην αγγλική. Στην κοινή εκδίδεται ο ημερήσιος και περιοδικός Τύπος, με ελάχιστες και προβλεπόμενες εξαιρέσεις (λ.χ. τις σατιρικές στήλες).
Η κοινή λοιπόν κυριαρχεί στα περισσότερα πεδία του γραπτού λόγου, ακόμα και σε προφορικά εκφερόμενο γραπτό ή γραφογενή λόγο (λ.χ στα δελτία ειδήσεων, σε μαθήματα, διαλέξεις, κηρύγματα, πολιτικές ομιλίες κ.λπ.).
Στον προφορικό λόγο, αντίθετα, κυριαρχεί η κυπριακή, ιδιαίτερα σε περιστάσεις συνομιλίας μεταξύ οικείων, για καθημερινά, διαπροσωπικά, ιδιωτικά, ανεπίσημα ζητήματα ή συνδιαλλαγές (λ.χ. στα ψώνια). Δεν συνηθίζεται χρήση της κοινής σε καθημερινές περιστάσεις επικοινωνίας, μπορεί όμως να υπαγορεύεται από την παρουσία «ελλαδιτών», την αίσθηση σοβαρότητας που περιβάλλει τη συζήτηση ή την επιδίωξη κοινωνικού κύρους.
Η λειτουργική διαφοροποίηση μεταξύ κοινής και διαλέκτου γίνεται συχνά αντιληπτή με όρους αντιθετικούς. Διαφορετική, κατ' αρχάς, είναι η αίσθηση του κύρους που περιβάλλει τις δύο γλωσσικές ποικιλίες. Η κοινή έχει το κύρος της τυποποιημένης γλώσσας («τα ωραία/σωστά ελληνικά»), ενδέχεται όμως να δίνει την αίσθηση γλώσσας «τεχνητής», «κυριακάτικης», κατάλληλης μόνο για «επίσημες» περιστάσεις.
 Ο Κύπριος που χρησιμοποιεί αδιάκριτα την κοινή γλώσσα λέγεται ότι «ελληνικουρίζει» ή «καλαμαρίζει». Από την άλλη, η διάλεκτος αντιμετωπίζεται με το γνωστό σύμπλεγμα αρνητικών και θετικών αξιολογήσεων: είναι «γλώσσα των αγράμματων» -«χωριάτικα»-, «κατώτερη», «ατελής», «χωρίς γραμματική», αλλά και γλώσσα «οικεία», «απροσποίητη», «φυσική». Αυτές οι λανθάνουσες αξιολογήσεις αποκτούν ιδιαίτερη ένταση όταν εκφράζονται με όρους ιδεολογικούς.
 Ας σημειωθεί ότι ο κυπριακός Τύπος ασχολείται συχνά, και μάλιστα με τρόπο έντονα πολεμικό, με το τοπικό «γλωσσικό ζήτημα», τη σχέση δηλαδή κοινής-διαλέκτου. Η κυπριακή κοινότητα έχει συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στις δύο γλωσσικές ποικιλίες και κάποτε αντιλαμβάνεται τη διαφορά αυτή ως ρήξη.
 Δεξιοί και αριστεροί, ενωτικοί και ανεξαρτησιακοί, απορριπτικοί και ενδοτικοί, εθνικιστές και νεοκύπριοι, άλλοτε φανερά και άλλοτε συγκαλυμμένα, θέτουν υπό την ιδεολογική τους προστασία είτε την κοινή γλώσσα είτε τη διάλεκτο και μας καλούν να διαλέξουμε μία από τις δύο.
Ιδού λοιπόν μία γλωσσική κοινότητα όπου η «κοινή νέα ελληνική» ή δημοτική γλώσσα αποδεικνύεται ένα είδος καθαρεύουσας, αφού δεν είναι η «φυσική» γλώσσα αυτών που τη μιλούν, γίνεται αντιληπτή ως «τεχνητή» και εξεζητημένη, χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό λόγο, σε επίσημες περιστάσεις, αλλά όχι στην καθημερινή επικοινωνία, και τέλος, κρίνεται με ιδεολογικούς όρους, τους όρους ενός γλωσσικού ζητήματος.
Ο Σπ. Μοσχονάς είναι γλωσσολόγος, λέκτορας στο Τμήμα ΕΜΜΕ του Παν. Αθηνών.
από την εφημερίδα "Καθημερινή"
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Τι ελληνικά μιλάνε στην Κύπρο;"

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Η εκστρατεία του ζεόλιθου


Του Νίκου Λυγερού

Εκτός από τη Θράκη που γνωρίζει την αξία του ζεόλιθου λόγω εν δυνάμει παραγωγής, βλέπουμε ότι άλλες περιοχές της Ελλάδας ανακαλύπτουν επί του πρακτέου τα οφέλη του. Στη Μακεδονία έχουν γίνει ήδη πολλά πειράματα σε αγροκτήματα και όχι μόνο σε εργαστήρια που αποδεικνύουν την αύξηση της παραγωγικότητας. Στην Κρήτη σε μερικά σημεία έχουν ήδη εντοπίσει την εξοικονόμηση που επιτρέπει ο ζεόλιθος όσον αφορά στη χρήση των λιπασμάτων, διότι λόγω της οξύτητας της γης ακόμα και το 70% του λιπάσματος αχρηστεύεται και απλώς μολύνει το περιβάλλον δίχως καμιά απόδοση. Με τις πρώτες ενημερώσεις που κάναμε στην Τρίπολη, στην Κέρκυρα και στη Νάουσα αντιληφθήκαμε ότι οι αγρότες και όχι μόνο οι γεωπόνοι, οι χημικοί και οι φυσικοί, ήθελαν να προστατέψουν τη γης τους μ’ έναν τρόπο φυσικό και όχι τεχνητό που επιτρέπει ταυτόχρονα μια αύξηση της παραγωγικότητας. Οι αγρότες μας δεν κοιτάζουν μόνο το άμεσο όφελος, όπως νομίζουν οι περισσότεροι. Αντιλαμβάνονται πιο εύκολα από παλαιότερα ότι έχει μεγάλη σημασία η ποιότητα και αυτή δεν μπορεί να υπάρχει δίχως την προστασία της γης, διότι σε βάθος χρόνου η κακή της χρήση αποδεικνύεται επί του πρακτέου. Επιπλέον λόγω κρίσης, πολλοί επανεξετάζουν το θέμα της χρήσης της γης τους μ’ έναν τρόπο πιο ορθολογικό, ο οποίος να μην είναι αποκλειστικά βασισμένος στην έννοια της εκφυλισμένης επένδυσης που δεν αντέχει στο χρόνο. Σ’ έναν άλλο τομέα σημαντικό για την πατρίδα όπως είναι το κρασί, χαρήκαμε που βρήκαμε κτήματα να είναι ενημερωμένα για την χρήση του ζεόλιθου ακόμα και αν δεν γνώριζαν όλες τις ιδιότητές του. Διότι όταν έχεις απαιτητικές ποικιλίες και μερικές φορές και σπάνιες, ή βρίσκεσαι σε μια περιοχή με προστατευμένη ονομασία, πρέπει να είσαι προσεχτικός με το τι βάζεις στη γη σου, διότι ο χρόνος έχει μεγάλη σημασία. Η πατρίδα μας μπορεί να βοηθήσει την πατρίδα μας με το ζεόλιθο. Διότι μπορούμε να έχουμε μια μεγάλη παραγωγή στη Θράκη φυσικού ζεόλιθου, η οποία να βοηθάει και τις άλλες περιοχές για τις καλλιέργειές τους. Με αυτόν τον τρόπο, εφαρμόζουμε έναν στρατηγικό και οικολογικό σκοπό, ο οποίος είναι ωφέλιμος για όλη την Ελλάδα από τις περιοχές όπου υπάρχει μεγάλη παραγωγή έως τα ακριτικά νησιά που έχουν πρόβλημα με το νερό. Πρέπει να αξιοποιήσουμε λοιπόν τον ζεόλιθο με κάθε τρόπο, διότι η πατρίδα μας τον έχει ανάγκη για να αναπτυχθεί με σεβασμό προς το περιβάλλον και τους ανθρώπους μας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η εκστρατεία του ζεόλιθου"
Related Posts with Thumbnails