Ιστορικές, πολιτικές και διεθνείς διαστάσεις.---
Εισαγωγικές παρατηρήσεις: Ο Ελληνισμός του Πόντου πριν τη γενοκτονία
Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Ελληνισμός του Πόντου ζούσε την περίοδο αναγέννησής του. Οικονομική, πολιτιστική, κοινωνική αναγέννηση, η οποία συνδυάστηκε με το γενικότερο περιβάλλον στο οθωμανικό κράτος ελευθερίας και απόδοσης δικαιωμάτων, μετά από τις πιέσεις των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων και τις μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ). Η οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη του Ποντιακού Ελληνισμού τον 19ο αιώνα συνδυάστηκε επίσης με τη σημαντική δημογραφική άνοδο, η οποία έδινε και την κρίσιμη μάζα πληθυσμού για την επίτευξη μεγαλύτερης ελληνικής παρέμβασης στο χώρο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ήταν 265.000 άτομα, το 1880 330.000, τα οποία κατοικούσαν κυρίως στα αστικά κέντρα. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Ποντιακός Ελληνισμός ο οποίος ζούσε στις περιοχές της Σινώπης, της Αμάσειας, της Τραπεζούντας, της Σαμψούντας, της Λαζικής, της Αργυρούπολης, της Σεβάστειας, της Τοκάτης, και της Νικόπολης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αριθμούσε, σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Οθωμανικών αρχών 600.000 άτομα περίπου[1]. Την ίδια περίοδο στη νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου, κατοικούσαν περίπου 150.000 Πόντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την άλωση της Τραπεζούντας το 1461 και το τέλος της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών. Η εμφάνιση του κινήματος των Νεότουρκων το 1908 αποτέλεσε μία (ψευδεπίγραφη όπως αποδείχτηκε) κίνηση απόδοσης δικαιωμάτων στις μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, η οποία σύντομα μετατράπηκε σε οργανωμένη ομάδα δίωξης κάθε τι χριστιανικού. Αρμένιοι και Έλληνες ήταν οι συγκεκριμένοι στόχοι. Οι πρώτοι άρχισαν να εκδιώκονται και να δολοφονούνται μαζικά από το 1915, οι δεύτεροι ένα χρόνο αργότερα.
Μετά την λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τη διεθνή τάση για αυτοδιάθεση των λαών, ο Εύξεινος Πόντος αποτελεί το χώρο δημιουργίας νέων κρατών, επέκτασης και αντιπαράθεσης μεταξύ των εμπλεκομένων χωρών στην παγκόσμια σύρραξη, εμφάνισης πολιτικών και εθνικών κινημάτων. Τότε εξέχοντες Πόντιοι, ο Κ. Κωνσταντινίδης στη Μασσαλία, ο Β. Ιωαννίδης και ο Θ. Θεοφυλάκτου στο Βατούμι, ο Ι. Πασσαλίδης από το Σοχούμι, ο Λ. Ιασωνίδης, ο Φ. Κτενίδης στο Κρασνοντάρ και οι μητροπολίτες Τραπεζούντας Χρύσανθος και Αμάσειας Γερμανός, προώθησαν την ιδέα της δημιουργίας Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου. Με υπομνήματα και παραστάσεις προς τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων πρότειναν τη δημιουργία ανεξάρτητης κρατικής οντότητας, σχέδιο όμως που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ[2].
Η αυτόνομη δημοκρατία του Πόντου περιελάμβανε την περιοχή της Σινώπης έως το ανατολικό άκρο του Ευξείνου Πόντου (Βατούμι), και είχε το 1918 έκταση 71.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων και 2.048.250 κατοίκους, από τους οποίους 697.000 ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι. Οι κυριότερες πόλεις του Πόντου ήταν η Τραπεζούντα με 50.000 κατοίκους, από τους οποίους 15.000 ήταν Έλληνες, η Κερασούντα με 20.000 κατοίκους, από τους οποίους 12.000 ήταν Έλληνες, η Τρίπολη με 10.000 συνολικό πληθυσμό και 3.000 Έλληνες, τα Κοτύωρα με 12.000 πληθυσμό και με 6.000 Έλληνες, η Αμισός (Σαμψούντα) με 35.000, από τους οποίους 18.000 Έλληνες, η Σινώπη με 15.000, από τους οποίους 4.500 Έλληνες, η Νικόπολη με 1.500 Έλληνες, η Αργυρούπολη με 6.000 κατοίκους, από τους οποίους 2.500 Έλληνες και η Αμάσεια με 42.000, από τους οποίους 18.000 ήταν Έλληνες[3]. Ο Πόντος ήταν χωρισμένος σε 6 μητροπόλεις:
1. τη μητρόπολη Τραπεζούντας με 84 σχολεία, 165 καθηγητές και δασκάλους και 6.800 μαθητές και μαθήτριες,
2. τη μητρόπολη Ροδοπόλεως με 55 σχολεία, 87 καθηγητές και δασκάλους και 3.053 μαθητές και μαθήτριες,
3. τη μητρόπολη Κολωνίας με 88 σχολεία, 94 καθηγητές και δασκάλους και 4.900 μαθητές και μαθήτριες,
4. τη μητρόπολη Χαλδίας – Κερασούντας με 252 σχολεία, 322 καθηγητές και δασκάλους και 24.800 μαθητές και μαθήτριες,
5. τη μητρόπολη Νεοκαισαρείας με 182 σχολεία, 193 καθηγητές και δασκάλους και 12.800 μαθητές και μαθήτριες και
6. τη μητρόπολη Αμάσειας με 376 σχολεία, 386 καθηγητές και δασκάλους και 23.600 μαθητές και μαθήτριες[4].
Σε όλο τον Πόντο λειτουργούσαν 1.047 σχολεία με 1.247 καθηγητές και δασκάλους και 75.953 μαθητές και μαθήτριες. Ανάμεσα στα σχολεία ήταν το φημισμένο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, το Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως, το Λύκειο Γουμεράς, το Ημιγυμνάσιο Κερασούντας, το Γυμνάσιο Αμισού, το κολέγιο Ανατόλια Μερζιφούντας κ.ά. Σε σύνολο επίσης 1.131 ναών, 22 μοναστηριών, 1.647 παρεκκλησίων και 1.459 κληρικών της εποχής αυτής περίφημα ήταν για τη διατήρηση και καλλιέργεια του θρησκευτικού φρονήματος και της παιδείας συνάμα, τα μοναστήρια Παναγίας Σουμελά[5], Παναγίας Γουμερά, Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνος κ.ά[6].
2. Η γενοκτονία
2. Η γενοκτονία
Η πρώτη φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου[7] το 1908 και κρατά μέχρι την έναρξη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η άνοδος των Νεότουρκων, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η είσοδος της Γερμανίας στο Οθωμανικό κράτος, δημιούργησαν τις συνθήκες για την έναρξη των διωγμών.
Η δεύτερη περίοδος ξεκίνησε το 1915, όταν οι συγκρούσεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αναβάθμισαν την πολιτική της γενοκτονίας. Ο Αυστριακός Πρόξενος στην Τραπεζούντα υπολόγιζε, τον Ιανουάριο του 1918, σε 80.000-100.000 τους εκτοπισμένους Έλληνες του Πόντου, ενώ ελληνικές μαρτυρίες ανεβάζουν στις 233.000 τους νεκρούς και σε 85.000 όσους εκδιώχθηκαν στη Ρωσία[8].
Η περίοδος 1919-1924 αποτελεί την τρίτη, τελευταία και πιο έντονη φάση γενοκτονίας, όταν η εδραίωση του Μουσταφά Κεμάλ στο οθωμανικό εσωτερικό συμπίπτει με την δημιουργία της ΕΣΣΔ και τη βοήθειά της προς το εθνικιστικό κεμαλικό κίνημα, την ελληνική παρουσία στην Ιωνία και την ανατολική Θράκη, καθώς και την αλλαγή στους προσανατολισμούς στην εξωτερική πολιτική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Είναι η στιγμή που το ζήτημα της ίδρυσης ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους αν και τέθηκε, συνάντησε την αντίθεση του Ελευθερίου Βενιζέλου και η χρονική φάση που ο Μουσταφά Κεμάλ και ο Τοπάλ Οσμάν ένωσαν τις δυνάμεις τους[9].
Η απόφαση για την μαζική δολοφονία του Ποντιακού Ελληνισμού λήφθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ (1919–1923). Οι διωγμοί εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών· πολύ γρήγορα όμως έγιναν πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν μαζικά πλέον κατά των Ελλήνων (και κατά των Αρμενίων)[10].
Mε αιτιολογία του εξοπλισμού των Ελλήνων με όπλα από τους Ρώσους εκτοπίστηκαν όλοι οι Έλληνες από τη Σινώπη ως το Aλατζάμ, καταστράφηκαν τα παράλια του βιλαετίου Kερασούντας και κινδύνευαν, σύμφωνα με το μητροπολίτη Αμάσειας Γερμανό, να έχουν την ίδια τύχη οι 100.000 Έλληνες των παραλιακών περιοχών από το Aλατζάμ μέχρι την Kερασούντα[11].
Τον Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ, ηγέτες του των Νεότουρκων, σχέδιο δολοφονίας του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου. Το πρόγραμμα δολοφονίας και εκδίωξης των Ελλήνων του Πόντου ξεκίνησε και εφαρμόστηκε στις περιοχές κυρίως της Σαμψούντας και της Πάφρας, ενώ η περιοχή της Τραπεζούντας είχε γλιτώσει, διότι είχε καταληφθεί τον Απρίλιο του 1916 από τον ρωσικό στρατό. Όταν όμως αυτός αποχώρησε λόγω των εξελίξεων και τη δημιουργία της ΕΣΣΔ τον Φεβρουάριο του 1918, τότε ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής εγκατέλειψε τις εστίες του και ακολούθησε τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Καυκάσου και στα παράλια της Γεωργίας.
O πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη Henry Morgenthau παρακολουθούσε την πολιτική των Nεοτούρκων και διαφωνούσε με τις μεθόδους επίλυσης του ελληνικού ζητήματος[12]. O διάδοχος του Elkus έλεγε στον επιτετραμμένο της Αυστρίας Trauttmansdorff ότι ενδιαφερόταν, για την τύχη των Ελλήνων που εκτοπίζονταν στα βάθη της Ανατολής και συμφωνούσαν για τις απάνθρωπες ακρότητες της εφαρμογής των μέτρων. O Trauttmansdorff έγραφε σχετικά ότι «οι Τούρκοι διαπράττουν με τα νέα αυτά άκρως σκληρά μέτρα κατά του ελληνικού στοιχείου…»[13]. O μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος στην έκθεση της 12ης Οκτωβρίου 1918 προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη επισυνάπτει και πολυσέλιδο κατάλογο των κακουργημάτων και λεηλασιών που διαπράχθηκαν στην εκκλησιαστική του περιφέρεια έως τις 7 Οκτωβρίου 1918[14].
Η έκθεση του μητροπολίτη Nεοκαισαρείας Πολυκάρπου, που υποβλήθηκε σ' όλα τα πατριαρχεία αναφέρει τα εξής: «...Τα πάνδεινα υποστάντες οι κάτοικοι Kολωνίας και ληστεύσεις και διωγμούς και βιασμούς και σφαγές ετάφησαν άκλαυτοι και ακήδευτοι εις τας αφιλόξενους χώρας των Τούρκων εν Tοκάτη και αλλαχού»[15].
Στις 20 Mαΐου 1919 ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος και ο γιατρός K. A. Φωτιάδης, με εντολή της Kεντρικής Ένωσης των Ποντίων Ελλήνων του Aικατερινοδάρ, αλλά και ειδική σύσταση του Oικουμενικού Πατριαρχείου επισκέφθηκαν τις εκκλησιαστικές περιφέρειες του Πόντου και κατέγραψαν με ακρίβεια την εικόνα της συμφοράς του ελληνισμού. H στατιστική απογραφή με τα ποσοστιαία αναλυτικά δεδομένα συμπίπτει με την ημερομηνία άφιξης του Mουσταφά Kεμάλ στην Σαμψούντα την 19η Μαίου 1919. «H επαρχία Αμασείας είχε προ του πολέμου 136.768 Eλληνικόν πληθυσμόν, 393 σχολεία, 12.360 μαθητάς και μαθητρίας, 493 διδασκάλους και διδασκαλίσσας και 498 Εκκλησίας. Eκ του ολικού πληθυσμού 72.375 μετετοπίσθησαν ή εξωρίσθησαν, εκ των οποίων τα 70% απέθανον εν εξορία, μόλις δε οι 30% επανήλθον»[16].
Η άφιξη του Μουσταφά Κεμάλ σηματοδοτεί ένα νέο διωγμό κατά των Ελλήνων, παρά τις εντολές (του σουλτάνου) για να προστατευτούν οι Έλληνες και οι Aρμένιοι[17].
O αρθρογράφος της εφημερίδας Daily Telegraph, σχολιάζοντας τους διωγμούς του ελληνικού πληθυσμού της Mικράς Ασίας στην Τραπεζούντα το 1919, γράφει ότι «οι τωρινοί εκτοπισμοί και οι σφαγές στη Mικρά Ασία είναι χωρίς προηγούμενο στην τουρκική ιστορία. Ξεπερνούν σε σημασία αυτές της εποχής του Gladston και ακόμη και αυτές που πραγματοποιήθηκαν το 1915... Οι συμμορίες των Εθνικών Οργανώσεων συσπειρώνοντας σε κάθε χωριό τους φανατικούς μουσουλμάνους κατοίκους πολιορκούσαν τα ειρηνικά ελληνικά χωριά και μαζί με τον αφανισμό των κατοίκων, εξαφάνιζαν από το πρόσωπο της γης και την ύπαρξη των κτισμάτων του χωριού. H τρομοκρατία ξεπέρασε κάθε όριο. Οι συμμορίες λυμαίνονταν τις περιοχές του Πόντου. Δηλητηρίαζαν τους πάντες και τα πάντα και διατυμπάνιζαν ότι, αν οι όροι της Ειρήνης δεν ήταν ικανοποιητικοί τότε η γενική καταστροφή θα ήταν πραγματικότητα. Mαζί με τις οργανωμένες κεμαλικές ομάδες συνυπεύθυνος στον ξεσηκωμό του λαού ήταν και ο οθωμανικός τύπος, «ο αίτιος όλων των δεινών, πασών των συμφορών, ο ωθήσας την ατυχή χώραν εις το χείλος του τάφου, ο βυθίσας εις την άβυσσον το κράτος»[18].
Για την επικράτηση του κεμαλισμού χρησιμοποιήθηκαν διάφορα μέσα. Στρατιωτικά, πολιτικά, «θεσμικά». Τα τελευταία συγκεκριμενοποιήθηκαν με τα «δικαστήρια ανεξαρτησίας», στην Αμάσεια, όπου η δικαστική διαδικασία ήταν συνοπτική. Mετά την απολογία, ανακοίνωναν στους προγραφέντες την απόφαση του δικαστηρίου ο απαγχονισμός [19], με την οποία βρήκε το θάνατο η θρησκευτική, πνευματική και πολιτική ηγεσία του Πόντου. Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου συζητήθηκε στις 7 Nοεμβρίου 1921 στη Bουλή των κοινοτήτων της Mεγάλης Bρετανίας, όπου ο βουλευτής T. P. O' Connor ρώτησε τον υφυπουργό Eξωτερικών Harmsworth ποιες ενέργειες έγιναν για τον απαγχονισμό των 67 Eλλήνων και 3 Aρμενίων από τους κεμαλικούς, αλλά και για τις βιαιοπραγίες και τις εκτοπίσεις των γυναικοπαίδων[20];
Στις 20 Νοεμβρίου 1921, με την πρωτοβουλία φιλελλήνων βουλευτών και γερουσιαστών έγινε στη Nέα Yόρκη συλλαλητήριο για τις σφαγές των Ελλήνων του Πόντου, από το οποίο προέκυψε επιτροπή η οποία «μετέβη εις Oυασιγκτώνα διά να επιδώση αυτοπροσώπως το ψήφισμα εις τον κ. Xάρδιγκ, προβή δε και εις άλλας ενεργείας»[21].
Το ψήφισμα, που παραδόθηκε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, σε πολλά μέλη του Kοινοβουλίου αλλά και σε άλλες εξέχουσες προσωπικότητες περιέγραφε την κατάσταση στον Πόντο και ζητούσε την αμερικανική κυβέρνηση να επέμβει, για να σταματήσει η γενοκτονία.
Tο θέμα των αγριοτήτων σε βάρος των Eλλήνων του Πόντου συζητήθηκε διεξοδικά και στη συνεδρίαση της Γερουσίας, στις 22 Δεκεμβρίου 1921 και ο Γερουσιαστής Hon. William H. King, αφού ανέπτυξε το θέμα του αφανισμού των Eλλήνων του Πόντου, κατέθεσε στο προεδρείο την εισήγησή του[22] και με ντοκουμέντα απέδειξε ότι στόχος τόσο των Nεότουρκων όσο και των Kεμαλικών ήταν η τουρκοποίηση της Mικράς Aσίας, η εκδίωξη όλων των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων.
Η Ethel Thompson από τη Bοστώνη της Mασσαχουσέτης, η οποία εργάστηκε στην Aμερικανική Eπιτροπή Περιθάλψεως από τον Αύγουστο του 1921 ως τον Ιούνιο του 1922, όταν επέστρεψε, αφού πρώτα παραιτήθηκε από τη θέση της έδωσε στη δημοσιότητα, στην εφημερίδα «Daily Telegraph», και αργότερα σε διάφορους ανθρωπιστικούς οργανισμούς την έκθεση που συνέταξε για τις κεμαλικές βαρβαρότητες»[23].
Τα γεγονότα απασχόλησαν και πολλούς Τούρκους επίσημους. Η έκθεση του Δζεμάλ Nουζχέτ, νομικού συμβούλου του φρουραρχείου της Kωνσταντινούπολης και προέδρου της Eξεταστικής Eπιτροπής αναφέρει ότι «το παρά τα παράλια του Eυξ. Πόντου Eλληνικόν στοιχείον, ως εργατικόν και κατέχον το εμπόριον εις χείρας του και πλούσιον, ετύγχανε ο σπουδαιότερος παράγων της περιφερείας αύτης. O M. Kεμάλ προς διατήρησιν των τσετών έπρεπε όπως ετοιμάση έδαφος δράσεως δι’ αυτάς και ως τοιούτον εύρε το της περιφερείας του Πόντου· αι γενικαί σφαγαί, αι αρπαγαί και εξοντώσεις εις την περιφέρειαν ταύτην ήρχισαν από τον Φεβρουάριον και διήρκησαν μέχρι του Aυγούστου· αι σφαγαί αύται και εκτοπισμοί εξετελέσθησαν ημιεπισήμως τη συμμετοχή και στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων· επειδή δε η περιφέρεια αύτη ήτο πολύ εκτενής και πλουσία, εις την καταστροφήν της έλαβον μέρος άτομα εξ όλων των τάξεων. Aι εξ χιλιάδες των Eλλ. κατοίκων της Πάφρας αποκλεισθείσαι εντός των εκκλησιών του Σλαμαλίκ, του Σουλού Δερέ, της Παναγίας και του Γκιοκτσέ Σου παρεδόθησαν εις το πυρ, και εντός αυτών εκάησαν όλοι: γέροντες, άνδρες, γυναίκες και παιδία· ουδείς εσώθη. Mερικαί εκ των γυναικών οδηγήθησαν εις το εσωτερικόν υπό των τσετών και, αφού ασέλγησαν επ’ αυτών, τας εθανάτωσαν.Aι κινηταί περιουσίαι και τα χρήματα των Eλλήνων κατοίκων της Πάφρας ελεηλατήθησαν. Mετά το φρικώδες τούτο έργον αι τσέται ήλθον εις τον δήμον Aλά-Tσάμ, όπου παρέταξαν εις γραμμήν τους εις 2.500 χριστιανούς κατοίκους, και παρασύραντες αυτούς εις τους πρόποδας των ορέων, τους εθανάτωσαν όλους. Eκ των 25.000 Eλλήνων της περιφερείας Πάφρας, Aλά-Tσάμ ενενήκοντα τοις εκατόν εξοντώθησαν, οι δε εκτοπισθέντες εθανατώθησαν εις το εσωτερικόν»[24].
Στη συνεδρίαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης της 8ης/21ης Mαΐου 1922, ο Iσμέτ πασάς παραδέχτηκε ότι με κυβερνητική εντολή σφαγιάστηκε ο ελληνισμός του Πόντου αναφέροντας τα εξής: «Kύριοι, Σας έχουν ειδοποιήσει ότι εσχηματίσθη μια επιτροπή από Aμερικανούς κατ' απαίτησιν του Bεκήλ Πατρίκη Προύσαλη να ενεργήσουν ανακρίσεις διά τας σφαγάς του Πόντου.- H Σφαγή των Γκιαούρηδων έγινε, όταν οι Pωμαίοι εσήκωσαν επανάστασιν, έσφαξαν πολλούς Tούρκους, ατίμασαν τες χανούμισες έκαμαν γιάγμα τας περιουσίας των, τότε μόνον έδωσεν διαταγήν το Kέντρον εις τον διοικητήν, ως και τον Tοπάλ Oσμάν Aγά να βάλουν σφαγήν…». Ο βουλευτής της Σινώπης Xακκί Xαμή μπέης, τόνιζε ότι «το πρόσωπό μας θα είναι αιώνια κηλιδωμένο εξαιτίας των εκτοπίσεων. Εάν οι εκτοπισμοί γίνονται προκειμένου να δολοφονηθούν ανθρώπινες ψυχές, τότε κύριοι αυτό είναι άκρως αποτρόπαιο ζήτημα. Mας κηλιδώνει ενώπιον του σύμπαντος κόσμου. Γιατί τότε η κυβέρνηση δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της... Tα είδα με τα δικά μου μάτια. Έχουν γίνει τέτοιες κακότητες, κύριοι, ώστε οι κακότητες που διαπράττουν σήμερα οι υπάλληλοί μας, δεν τις διαπράττουν ούτε οι Άγγλοι...»[25].
Από την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έως το 1924, οι Νεότουρκοι και οι Κεμαλικοί με τα μέτρα που έλαβαν εξόντωσαν χιλιάδες Έλληνες του Πόντου. Σύμφωνα με τη Μαύρη Βίβλο του Κεντρικού Συμβουλίου των Ποντίων τα θύματα των μαζικών δολοφονιών ανέρχονται σε 303.238 ως το 1922[26]. Μέχρι την άνοιξη του 1924 υπήρξαν ακόμη 50.000 θύματα, συνολικά δηλαδή ο αριθμός των Ποντίων που δολοφονήθηκαν ως το Μάρτιο του 1924 ήταν 353.000[27] [28], ποσοστό που ξεπερνάει το 50% του συνολικού πληθυσμού των Ελλήνων του Πόντου, όταν η στατιστική του 1914 αναφερόταν σε 700.000 κατοίκους.
Οι νεοτουρκικές και κεμαλικές αρχές προσχεδίασαν και συμμετείχαν στην γενοκτονία. Οι διαταγές για τους εκτοπισμούς στο Κουρδιστάν και την Συρία των Ποντιακών πληθυσμών είτε με τη μορφή κυβερνητικών αποφάσεων είτε νομοσχεδίων της εθνοσυνέλευσης, όπως η 1041 της 12ης Ιουνίου 1921 και η 941 της 16ης Ιουνίου του ίδιου έτους, έχουν την υπογραφή των υπουργών και του Κεμάλ.
Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους, με οικογένειες που διαλύθηκαν[29] ή ως μέσο αυτοάμυνας να αναλάβουν αντιστασιακή δράση εναντίον του οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης. Έχει γίνει πλέον σήμερα αντιληπτό ότι τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το ποντιακό αντάρτικο[30].
Τον επίλογο της ποντιακής γενοκτονίας αποτελεί ο ξεριζωμός των επιζώντων[31] και έτσι έρχονται στην Ελλάδα και τα τελευταία υπολείμματα της «εν ροή γενοκτονίας» όπως ονομάστηκε[32]. Πολλοί Πόντιοι επιζώντες θα ζήσουν δύσκολες στιγμές στο ελλαδικό κράτος. Σύντομα πολλοί θα αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στο εξωτερικό, ενώ σε λιγότερο από τη χρονική περίοδο μίας γενιάς αρκετοί θα ξαναγίνουν πρόσφυγες με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Εκεί στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ θα ξαναβρούν τους συγγενείς τους και συμπολίτες τους και θα μάθουν για την τύχη των αγνοούμενων μετά τη γενοκτονία[33].
Η εκρίζωση αυτή των Ελλήνων του Πόντου είναι από τα πρωτοφανή εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία. Ύστερα από 27 αιώνες ζωής παρουσίας και προσφοράς ένα κομμάτι ενός έθνους εκριζώθηκε αφήνοντας πατρογονικές εστίες, εκκλησίες, τάφους προγόνων και κατέφυγε στις ακτές της Ελλάδος[34]. Η Μακεδονία, η Θράκη, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, ο Πειραιάς, η Πάτρα, ο Βόλος, η Καβάλα, η Δράμα και άλλες περιοχές είναι οι χώροι όπου προσπάθησαν και ρίζωσαν οι πρόσφυγες Πόντιοι[35], ενώ πολλοί Πόντιοι μετά από εξοντωτικές πορείες, βρέθηκαν στην ΕΣΣΔ, το Ιράν, στη Συρία, και αλλού (Ευρώπη, Αυστραλία, ΗΠΑ)[36].
3. Η Γενοκτονία ως έγκλημα στη διεθνή πολιτική
Η έννοια «γενοκτονία εκφράζεται για πρώτη φορά το 1944 από τον Πολωνό εβραϊκής καταγωγής Raphael Lemkin (Ραφήλ Λέμκιν[37]) -πριν από τον όρο «Γενοκτονία» υπήρχε ο όρος «Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας»- και αναδείχθηκε λίγο πριν από τη Δίκη της Νυρεμβέργης, κατά των πρωταιτίων της εξολόθρευσης των Εβραίων από τους Γερμανούς Ναζί. Η νομική έννοια της «Γενοκτονίας» εφαρμόστηκε στην δίκη της Νυρεμβέργης (και του Τόκιο) και αναφέρεται σε έναν ορισμένο τύπο εγκλήματος πολέμου που έως τότε ήταν σχεδόν ασήμαντος, ή μάλλον ακριβέστερα αποδίδεται στην πρώτη νομικά καταχωρημένη διάπραξη αυτού του εγκλήματος: την συστηματική εξόντωση κάποιων «κατώτερων» λαών στην Ευρώπη από τους Ναζί. Το έγκλημα αυτό που νομικά ορίζεται ως «γενοκτονία» έχει ως αφετηρία του τον ρατσισμό και απλώς αποτελεί την λογική και μοιραία του συνέπεια όταν εκείνος μπορέσει να αναπτυχθεί ελεύθερα, όπως συνέβη στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας.
Η πρακτική και το όλο πνεύμα της Γενοκτονίας στηρίχθηκε επάνω στα εξής αυθαίρετα «αξιώματα»: Ιεράρχηση των πολιτισμών, υπάρχουν κάποιοι που είναι «ανώτεροι» και κάποιοι που είναι «κατώτεροι» και μόνο ένας πολιτισμός δικαιούται να στέκεται στην κορυφή.
Πρόβλημα στη δίκη των κατηγορούμενων για γενοκτονία μπορεί να υπήρχε, αφού δίχως ισχύων νόμο δεν υπάρχει τιμωρία, αφού όρος «γενοκτονία» δεν υπήρχε εκείνη την περίοδο και έτσι η τιμωρία και καταδίκη εκείνων ήταν υπό αμφισβήτηση. Το ποινικό δίκαιο, για να εξασφαλίσει τη δίκαιη μεταχείριση των κατηγορουμένων δεν μπορούσε να δράσει αναδρομικά, από την άλλη πλευρά όμως ήταν διαπιστωμένο πως σε όλα τα νομικά πλαίσια δεν υπήρχε η τιμωρία της δολοφονίας. Εξάλλου, πολλά από τα διαπραγμένα εγκλήματα ήταν τόσο απάνθρωπα που δεν μπορούσε εκ των προτέρων να τα αναλογιστεί ο μηχανισμός ελέγχου ώστε να προνοήσει με νόμους γι΄ αυτά.
Ο ελληνικός όρος γενοκτονία είναι ταυτόσημος με τον διεθνώς χρησιμοποιούμενο όρο genocide που προέρχεται από την ελληνική λέξη γένος και το λατινικό ρήμα caedere (=φονεύω).
Η γενοκτονία σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, αφορά ένα έγκλημα που αποβλέπει στη συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο και πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις. Η γενοκτονία αποτελεί το βαρύτερο έγκλημα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, για το οποίο μάλιστα δεν υπάρχει παραγραφή. Αυτός ο οποίος διαπράττει τη γενοκτονία δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι. Η γενοκτονία μπορεί να επιδιωχθεί είτε με σειρά ομαδικών φόνων, όλων ή σχεδόν όλων των μελών μιας φυλής, είτε με συστηματική εξασθένιση αυτής (με διάφορα μέσα) μέχρι τη βαθμιαία εξάλειψή της φυλής. Στα βίαια δε μέσα αυτά περιλαμβάνονται και σειρά απαγορευτικών μέτρων επί εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ηθικών, ιστορικών ή άλλων παραδόσεων προκειμένου να επέλθει διαφοροποίηση ή αλλοίωση της ομάδας με βέβαιη με την πάροδο του χρόνου απώλεια του εθνικού και φυλετικού γνωρίσματός της. Ωστόσο, η απόδοση του όρου για μια συγκεκριμένη ενέργεια, οργανωμένου χαρακτήρα, ενέχει υποκειμενικά κριτήρια και τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει αρκετές φορές διάσταση απόψεων.
Η φρίκη και ο αποτροπιασμός που προκάλεσε η συστηματικά οργανωμένη από τους Ναζί προσπάθεια εξόντωσης των Εβραίων, των Τσιγγάνων (Ρομ), των Σλάβων και άλλων ομάδων, πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ώθησε τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ να χαρακτηρίσει επίσημα τη γενοκτονία ως έγκλημα που τιμωρείται με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Έτσι ο όρος αυτός απετέλεσε και το κύριο κατηγορητήριο όρο στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Ειδική σύμβαση, που ενέκρινε η συνέλευση την 9η Δεκεμβρίου του 1948 -τέθηκε σε ισχύ από την 12η Ιανουαρίου 1951[38]- όρισε ότι οι δράστες τέτοιου εγκλήματος (είτε είναι όργανα ενός κράτους, στρατιωτικοί ή πολιτικοί υπάλληλοι, είτε απλοί πολίτες) πρέπει να θεωρούνται προσωπικά και ατομικά υπεύθυνοι για το έγκλημα αυτό και να δικάζονται από τα δικαστήρια του τόπου όπου διαπράχθηκαν τα εγκλήματα ή από το διεθνές ποινικό δικαστήριο (ΔΠΔ). Το ΔΠΔ βάσει των δύο άρθρων την 28η Μαΐου 1951 θεσμοθετεί το αδίκημα της γενοκτονίας αναφέροντας τα εξής: «Γενοκτονία σημαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις οι οποίες διαπράττονται με την πρόθεση καταστροφής, εν όλω ή εν μέρει, μίας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, ως τέτοιας: α) ανθρωποκτονία με πρόθεση μελών της ομάδας β) πρόκληση βαριάς σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας γ) με πρόθεση επιβολής επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμών να επιφέρουν τη φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει δ) επιβολή μέτρων που σκοπεύουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας ε) δια της βίας μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα». Επίσης αναφέρεται ότι «οι παρακάτω αξιόποινες πράξεις τιμωρούνται: Γενοκτονίας, συνωμοσία προς διάπραξη γενοκτονίας, έμμεσα ή άμεσα, η απόπειρα διάπραξης γενοκτονίας και η συμμετοχή σε γενοκτονία»[39].
Θεοφάνης Μαλκίδης
Λέκτωρ Πολιτικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
http://neolaia.poe.org.gr/default.aspx?catid=186
Λέκτωρ Πολιτικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
http://neolaia.poe.org.gr/default.aspx?catid=186