Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

ΙΤΑΛΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ

Εξαιρετικής σημασίας για τον σχηματισμό των «νότιων επωνύμων», δηλ. των επιθέτων κατοίκων της Νοτίου Ιταλίας / Μεγάλης Ελλάδος, ιδίως στην Καλαβρία, ήταν η ελληνική συνεισφορά, μετά από την μακρά επιμονή της ελληνικής γλώσσας σε αυτά τα εδάφη.

Τίποτα δεν χρειάζεται μετάφραση, αν είσαι Έλληνας,
εδώ στο Σαλέντο της Απουλίας...


Μερικά ελληνικά επίθετα που εκφράζουν προέλευση από ένα μέρος είναι πολύ συχνά. Έχουμε έτσι:

 - anò: Romanò (από Ρώμη), Serranò (από Σέρρες) - και στα ελληνικά λέμε: Βραζιλιάνος, Ιταλιάνος, Παριζιάνος, κλπ.

- eo: Cotroneo (από τον Κρότωνα / Crotone), Messineo (από την Μεσσήνη /  Messina), Romeo (από την Ρώμη / Rome) - - και στα ελληνικά λέμε: Κυπραίος, Ρωμαίος, κλπ.

- itano: Jeracitano (από την ΓέλαΓέρασα / Gerace), Locritano (από τους Λοκρούς / Locri), Militano (από την Μίλητο / Μίλατο / Μέλιτο / Μελίτη / Melito RC ή Miletus CZ), Reitano και Riggitano (από το Ρήγιο / Reggio), Tarsitano (από την ΤαρσίαΤαρσό / Tarsia), Votano (από την Βότα / Μπόβα) - - και στα ελληνικά λέμε: Μαυριτανός, Πορτορικάνος, κλπ.

- oti: Chiaravalloti, Geracioti (Γελασώτης/Γερασωτηςαπό την Γέλα / Γέρασα / Gerace), Liparoti (από τα νησιά Λιπάρες / Lipari), Squillacioti (Σκυλακιώτης), Seminaroti, κλπ- και στα ελληνικά λέμε: Καβαλιώτης, Θρακιώτης, Πειραιώτης, Χιώτης, κλπ.

- iti: Bruzzaniti (από το Bruzzano), Catanzariti (από το Catanzaro), Mammoliti (από την Μάμμολα / Mammola), Palermiti (από τον ΠάνορμοΠανορμίτης / Παλέρμο), Taverniti (από την Ταβέρνα) - και στα ελληνικά λέμε: Ροδίτης, Λευκαδίτης, κλπ.

 

Η κατάληξη - à (με περικομμένη έμφαση, στα ελληνικά) δείχνει το επάγγελμα ενός προγόνου:

Barillà (βαρελάς, κατασκευαστής βαρελιών), Cutellà (κουταλάς, κατασκευαστής κουταλιών), Lagana (λαχανάς, παραγωγός/πωλητής λαχανικών), Scutellà (σκουτελάς, κατασκευαστής σκουτιών/αγγείων), Zuccalà (τσουκαλάς, κατασκευαστής τσουκαλιών, αγγειοπλάστης), κλπ.

 

Τα επώνυμα που τελειώνουν σε -ari είναι επίσης ελληνικής προελεύσεως, αλλά ασαφή:

Cuppari, Gurnari (Γούναρης), Licari, Muccari, Scullari, Siclari (κατασκευαστής σίκλων / κάδων), Sclapari. Φαίνεται να ανήκουν σε ένα πρωτότυπο, αυτοχθόνων και Ελλήνων.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ / ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ,

ΝΟΤΙΟ ΙΤΑΛΙΑ, ΕΔΩ


Πήρε 7-8 αιώνες αυτός ο σχηματισμός των ιταλικών επωνύμων – ΠΗΓΗ: Mimmo Codispoti.

 

Ο Γερμανός γλωσσολόγος G. Rohlfs[1], βάσει του πλούσιου διαλεκτικού υλικού που είχε συλλέξει στο νότιο τμήμα της Ιταλίας, μετά από πολλά χρόνια έρευνας, ισχυρίσθηκε την άμεση καταγωγή τους από τον αποικισμό των Ελλήνων, που μετανάστευσαν στην Magna Graecia.

 

Ιδού, λοιπόν, κάποια, κατά αλφαβητική σειρά:

 

Alampi (risplendente), Amendolia (mandorlo), Amuso (grossolanorozzo), Andidero (dono in contraccambio), Anghelone (Άγγελος, κλπ. messaggero), Arcudi (Αρκουδης, κλπ. piccolo orso), Argurio (Αργυρίου, κλπ. moneta dargento), Attinà (Αθηναίος, κλπ. pettinaio), Azzarà (pescatore);

 

Bambace (Βαμβακάς, κλπ. cotone), Barillà (Βαρελάς, κλπ. bottaio), Buccafurri (Μπούκας, κλπ. bocca di forno);

 

Caccamo (grande caldaia dei pastori), Caliciuri (buon signore), Calogero (Καλόγερος, κλπ. monaco), Calanna (Καλάννος, κλπ. buona Anna), Calù (καλός, κλπ. buono), Camini (Καμίνης, κλπ. fornace), Cananzi (il prediletto), Cannatà (Κανατάς, κλπ. fabbricatore di vasi di creta), Cannavò (Κανναβός, κλπ. grigio), Cannistrà (fabbricatore di canestri), Cardìa (cuore), Caridi (Καρύδης, κλπ. noce), Cartellà (Καρτελάς, κλπ. chi fa o vende ceste), Cartolaro (funzionario addetto allufficio del catasto), Catona (tenda), Catricalà (Κατρίκαλος, κλπ. sorta di trappola per uccelli), Ceraso (ciliegia), Chiofalo (testardo), Chilà (uomo dalle grosse labbra), Chinigò (Κυνηγος, κλπ. cacciatore), Chiriaco (Κυριάκος, κλπ. del signore), Chiriatti (signor sarto), Chiricò (Κύρηκος, κλπ. clericale), Cilea (ventre), Codispoti (signore di casa), Comerci (impostadogana), Comi (Κόμης, κλπ. alto funzionario bizantino), Condò (Κοντός, κλπ. corto), Crea (carne), Crisafi (Χρυσάφης, κλπ. oro), Crisanti (fiore d'oroCrisafulli (oro), Criserà (chi fa o vende setacci), Crupi (tosato), Cundari (Lancia), Curatola (capo dei mandriani), Curìa (Κουρέας, κλπ. barbiere); Curmaci (tronco), Cutellà (chi fa cucchiai), Cuzzocrea (di carne mozza);

 

Dascola (Δάσκαλοςκλπ. maestro), Dattola (dito);

 

Facciolà (Φακιόληςκλπ. chi fa o vende fazzoletti da capo), Fagà (Φαγάςκλπ. chi mangia molto), Falcomatà (calderaio), Fallà (bosco di sugheri), Fantò (visibile), Farace (incisione), Fascì (fascio), Filastò (amuleto), Filocalo (Φιλοκαλοςκλπ. amante del bello), Floccari (chioccia), Foti (Φώτηςκλπ. luce), Fotia (Φωτιαςκλπ. fuoco), Frega (pozzo), Furnari (Φούρναρηςκλπ. fornaio);

 

Galatà (Γαλατάςκλπ. lattaio), Galipò (difficile); Gerace (sparviero);

 

Jerinò (gru);

 

Lacaria (albero di noce), Laganà (Λαγανάς, Λαχανάς, κλπ. venditore di ortaggio), Lagano (cavolo), Lanatà (chi vende pelli di animali), Lardì (lardo), Lauria (Λαυρίας, Λαυράνος, κλπ. piccoli cenobi), Leandro (Λέανδρος, κλπ. santo), Liano (Λιανός, κλπ. minutomagro), Licari (lupo), Lico (Λύκος, κλπ. lupo), Logoteta (Λοφοθέτης, κλπ. amministratore), Lojero (vecchio);

 

Macrì (Μακρής, κλπ. il lungo), Macellari (Μακελλάρης, κλπ. macellaio), Magaraci (Μαζαράκης, κλπ. grande ruscello), Malacrinò (Μελαχροινός, κλπ. bruno), Mallamace (oro), Mallamo (Μάλαμας, κλπ. oro), Mammì (levatrice), Managò (Μοναχός, κλπ. monaco), Mandaglio (piccolo chiavistello), Manglaviti (ufficiale bizantino in funzione di guardia del corpo), Manti (Μάντης, κλπ. indovino), Marafioti (luogo di finocchi), Megale (Μεγάλος, κλπ. grande), Melìa (Μέλης, Μελιας, κλπ. frassino), Melissari (Μελισσάρης, κλπ. apicultore), Melisurgo (Μελισσουργός, κλπ. produttore di mieleMessineo (Μεσσήνιος, κλπ. di Messina), Mezzòtero (il maggiore), Miraglia (ammiraglio), Mirarchi (Μοίρας, κλπ. alto grado militaregenerale), Monorchio (con un solo testicolo), Musicò (Μουσικός, κλπ. musicale);

 

Natoli (Ανατολάκης, κλπ. orientale), Nisticò (Νηστικός, κλπ. digiuno);

 

Ollìo (ghiro);

 

Pachì (Παχής, Παχύς, Πάτσης, κλπ. grasso), Palamara (Παλαμάρης, κλπ. gomena), Pangallo (Πάγκαλος, κλπ. molto buono), Papalia (Παπαλιάς, κλπ. prete Elia), Papasidero (Παπασιδέρης, κλπ. prete Isidoro), Pedace (Παιδάκης, κλπ. bambino), Pedullà (Παιδούλας, κλπ. farfalla), Pellicanò (Πελεκάνος, κλπ. picchio verde), Pennestrì (segatore), Piria (Πυριάς, κλπ. pettirosso), Piromalli (Πυρόμαλλος, κλπ. chi ha i capelli rossi), Piscopo (Επίσκοπος, κλπ. vescovo), Pitasi (Πέτασος, κλπ. cappello), Polifroni (Πολυχρόνης, κλπ. di molti anni), Politanò (Πολίτης, κλπ. della città), Politi (Πολίτης, κλπ. cittadino), Praticò (attivo), Pristerà (luogo di colombi), Privitera (prete), Prochilo (manuale), Puja (vento di terra), Puterà (chi fabbrica bicchieri);

 

Rodano (Ροδανός, κλπ. rosso), Rodinò (Ροδινός, κλπ. rosso), Rodotà (Ροδοτάς, κλπ. pieno di rose), Romanò (Ρωμανός, κλπ. romano), Romeo (Ρωμαίος, κλπ. di Roma), Rudi (Ρούδης, κλπ. melagrana);

 

Sbano (sbarbato), Scalì (Σκαλής, κλπ. gradino), Schimizzi (Σημιτζής, κλπ. brutto), Schirò (Σκύρος, κλπ. duro), Scirtò (Σκιρτός, κλπ. curvato), Scordo (Σκόρδος, κλπ. aglio), Scutellà (Σκουτελάς, κλπ. chi fa scodelle), Sgro (dai capelli ricciuti), Sindona (Σινδώνης, κλπ. lenzuolo), Sirti (Σύρτης, κλπ. tirabrace del forno), Sismo (terremoto), Sorgonà (fabbricante di grosse e alte ceste per tenervi il pane), Spanò (Σπανός, κλπ. sbarbato), Spinà (Σπίνος, κλπ. cuneo), Straticò (Στρατηγός, κλπ. capo militare);

 

Tambo (abbagliato), Trimarchi (capo di una squadra militare), Tripepi (degno di Dio), Tripodi (Τριπόδηςκλπ. treppiede), Triveri (povero);

 

Villari (membro virile);

 

Zangari (Τσαγκάρης, κλπ. calzolaio), Zema (brodo), Zerbi (Ζερβός, κλπ. mancino), Zimmaro (Ζυμάρης, κλπ. capretto), Zinghinì (parente), Zuccalà (Τσουκαλάς, κλπ. pentolaio). 

Του Γιώργου Λεκάκη

http://www.arxeion-politismou.gr/2020/11/italika-epitheta-ellinikis-proelefsis.html

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΙΤΑΛΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ "

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Πως επήρε το όνομά της η Ημαθία.

 

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ και ΗΜΑΘΙΑ στον ίδιο παράλληλο: Την Ημαθία ονομάτισε ο βασιλιάς της Σαμοθράκης, Ημαθίων

Της καθηγήτριας γαλλικής, Βίκυς Μπακάλη

Η ετυμολογία του ονόματος ΗΜΑΘΙΑ είναι ομηρικής προελεύσεως, από την λέξη: «ἄμαθος», που εδώ όμως, άμαθος δεν είναι ο απαίδευτος, αλλά ο αμμώδης.

Η λέξη άμαθος προέρχεται ετυμολογικά από την άμμο, και δηλώνει το αμμώδες έδαφος της πεδιάδας, ενώ αντιθέτως για την θαλασσινή άμμο υπάρχει η λέξη ψάμαθος. – [Η Ψαμάθη ήταν μία από τις 50 Νηρηίδες και «προστάτιδα» τής άμμου τής θαλάσσης].

Στον Όμηρο, ἠμαθόεις (αρσ.), ἠμαθόεσσα (θηλ.), ἠμαθόεν (ουδέτερο), είναι ο αμμώδης.

Δηλαδή ΗΜΑΘΙΑ είναι η παράκτια, αμμώδης και βαλτώδης γη, γύρω από τον ποταμό Αξιό, που διαρρέει την περιοχή. Εκεί βρίσκονται τρία ποτάμια:

– ο Λύδιος (νυν Λουδίας),

– ο Αλιάκμων

και

– ο Αξιός.

Αλλά ιστορικώς είναι η περιοχή μεταξύ των ποταμών Αλιάκμονος και Αξιού. Για τούτο και το έδαφός της εκεί, είναι έντονα αμμώδες.

 

Κατά την Μυθολογία, η Ημαθία επήρε το όνομά της από τον βασιλιά της Σαμοθράκης, Ημαθίωνα, ο οποίος ήταν γιός τού Δία και της Πλειάδος Ηλέκτρας, αδελφός του Ιασίωνος, του Ηετίωνος και του Δαρδάνου. Ο Ημαθίων, όταν ο Δάρδανος έφυγε για την Τροία, απέμεινε μόνος βασιλιάς και καθόριζε αυτός τα Καβείρια Μυστήρια… 

ΣΧΟΛΙΟ Γ. Λεκάκη:

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρωτεύουσα της Ημαθίας, ΒΕΡΡΟΙΑ (< Φέρροια = η φέρουσα ροή), ευρίσκεται στον 40ό παράλληλο [40.50718965650962, 22.226575620935325], όπως και η ΠΑΛΑΙΟΠΟΛΙΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ [40.50405714264275, 25.538953475922188] και φυσικά όλη η ιερή νήσος…

 

………………………………………………….

ΠΗΓΗΓ. Λεκάκης «Σαμοθράκη, Ιερά νήσος», εκδ. Ερωδιός. Γ. Λεκάκης “Σύγχρονης Ελλάδος Περιήγησις”. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 13.12.2023.

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ ΗΜΑΘΙΑ 40ος 40,5 40,5ος παραλληλος γεωγραφικο πλατος ονομα βασιλιας της Σαμοθρακης, Ημαθιων Μπακαλη ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ημαθιας αμμωδης τοπος βασιλευς Ημαθιωνας ομηρος λεξη αμαθος λεξις ετυμολογικα αμμος, αμμωδες εδαφος πεδιαδα θαλασσινη αμμος ψαμαθος Ψαμαθη 50 πενηντα Νηρηιδες προστατιδα προστατις θαλασσας θαλασσης ημαθοεις ημαθοεσσα ημαθοεν παρακτια, βαλτωδης γη, βαλτος ελος ποταμος Αξιος περιοχη τρια ποταμια τρεις ποταμοι Λυδιος Λουδιας Αλιακμων ποταμι Αλιακμονας ελληνικη Μυθολογια, Διας ζευς Πλειαδα πλειας Ηλεκτρα Ιασιωνος, ιασιων Ηετιωνας ηετιων Δαρδανος Τροια, Καβειρια Μυστηρια πρωτευουσα βεροια ΒΕΡΡΟΙΑ, ΠΑΛΑΙΟΠΟΛΙΣ ΠΑΛΑΙΟΠΟΛΗ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ ιερη νησος θρακης θρακη Καβειροι ροη φερροια φεροια

http://www.arxeion-politismou.gr/2023/12/Samothraki-Imathia.html

https://www.inevros.gr/2023/12/15/samothraki-kai-imathia-ston-idio-parallilo-tin-imathia-onomatise-o-vasilias-tis-samothrakis-imathion/?fbclid=IwAR0gs9BFsdco48dQ2CveAvR-bNKWyazJYzi3THsZ-iAEdCrisJL7rNs73sA
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Πως επήρε το όνομά της η Ημαθία."

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

Ποταμός Στρυμόνας: Από που πήρε το όνομά του και ποια η σημασία του στην αρχαιότητα

 


Ο Στρυμόνας είναι ποταμός της νοτιοανατολικής Ευρώπης με συνολικό μήκος 392 χιλιόμετρα, από τα οποία 274 βρίσκονται σε βουλγαρικό έδαφος και 118 σε ελληνικό. Στο ελληνικό έδαφος, ο ποταμός ρέει αποκλειστικά στο έδαφος της Περιφερειακής Ενότητας Σερρών και μαζί με τον Αγγίτη που είναι ο κυριότερος ελληνικός παραπόταμός του, ανήκουν στην υδρογραφική λεκάνη της ανατολικής Μακεδονίας.

Το πλάτος του ξεπερνάει τα 250 μέτρα, ενώ το βάθος του φτάνει τα 3 μέτρα.

Όνομα και μυθολογία

Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία ο Στρυμών ήταν βασιλιάς της Θράκης και γιος του Άρη. Όταν ο γιος του Ρήσος –μητέρα του ήταν η μούσα Ευτέρπη– σκοτώθηκε μπροστά στα τείχη της Τροίας, ο Στρυμόνας έπεσε στο ποτάμι που τότε ονομαζόταν Παλαιστίνος και που από τότε μετονομάστηκε σε Στρυμόνα (Ψευδοπλούταρχος, Περὶ ποταμῶν καὶ ὄρων ἐπωνυμίας 11.1.1).

Το προηγούμενο όνομα του ποταμού ήταν Παλαιστίνος από το όνομα του μυθικού βασιλιά της Θράκης Παλαιστίνου που πνίγηκε στο ποταμό που έφερε μέχρι τότε το όνομα Κόρναζος.

Η σημασία του στον αρχαίο κόσμο

Ο Στρυμόνας ποταμός ήταν πολύ γνωστός στον αρχαίο κόσμο, όπως φαίνεται από τη συχνή μνεία του ονόματός του στις αρχαίες φιλολογικές πηγές (Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Τίτο Λίβιο, Στράβωνα, Πλίνιο, Πτολεμαίο κ.α.). Ο Αισχύλος αναφέρει στην τραγωδία του Αγαμέμνων (της Ορέστειας) τους ανέμους που πνέουν από τον ποταμό ως καθοριστικούς για την πλεύση των πλοίων των Αργείων προς την Τροία.
Επειδή σε αυτόν οφειλόταν η μεγάλη ευφορία της πεδιάδας της Βισαλτίας και της Οδομαντικής (σήμερα σερραϊκής πεδιάδας), οι αρχαίοι παραστρυμόνιοι κάτοικοι τον είχαν θεοποιήσει και έχτισαν προς τιμή του ναούς, ενώ συχνά τον απεικόνιζαν προσωποποιημένο στα νομίσματά τους.

Όπως γνωρίζουμε από αρχαίες μαρτυρίες, ο ποταμός ήταν πλωτός (ναυσίπορος) από τις εκβολές του (λιμάνι της Ηιόνας) ως την αρχαία λίμνη Κερκινίτιδα. Πρόκειται για την αποξηραμένη σήμερα λίμνη Ταχινού, που εκτεινόταν βόρεια της Αμφίπολης ως το σημερινό Νέο Σκοπό και στην οποία υπήρχε δυνατότητα ναυσιπλοΐας, όπως δείχνουν οι αρχαίες πέτρινες άγκυρες που βρέθηκαν στην ανατολική όχθη της (κοντά στο σημερινά χωριά Παραλίμνιο και Πεθελινός).

Έτσι, στους αρχαίους χρόνους σχηματιζόταν ένας πολύ σημαντικός υδάτινος δρόμος, που εξασφάλιζε την επικοινωνία των ακτών του Στρυμονικού κόλπου (δηλαδή του Βόρειου Αιγαίου) με τη θρακική ενδοχώρα (μέχρι λίγα μόνο χιλιόμετρα ΝΑ από την πόλη των Σερρών). Για τη διέλευση του ποταμού υπήρχαν, από την πρώιμη ακόμη αρχαιότητα, διάφορες γέφυρες (αρχικά ξύλινες και αργότερα πέτρινες). Λατινική επιγραφή των χρόνων του Αυγούστου μας πληροφορεί για την κατασκευή, από το ρωμαϊκό στρατό, μιας πέτρινης (τοξωτής) γέφυρας κοντά στην Αμφίπολη, απ’ όπου διερχόταν η ρωμαϊκή Εγνατία οδός.
Πηγή: el.wikipedia.org

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ποταμός Στρυμόνας: Από που πήρε το όνομά του και ποια η σημασία του στην αρχαιότητα"
Related Posts with Thumbnails