Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ

 

 

Ονόματα χωριών, τοπωνυμίων, ονομάτων Αρβανίτικης προέλευσης.----

 Μερικά από τα ονόματα χωριών, οικισμών, τόπων κ.λ.π που ακολουθούν σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη αναφέρονται σε επώνυμα Αρβανιτών στρατιωτών ή καπεταναίων ή και σε ομώνυμα χωριά ή και τοπωνύμια, βουνά κ.λ.π. του τόπου προέλευσής τους. ----
Άλλα σύμφωνα με άλλες πηγές έχουν προέλευση αρβανίτικη και αυτό φαίνεται από την ερμηνεία της ονομασίας τους στα αλβανικά, π.χ...........

-Άρλα, χωριό της Δύμης το οποίο το 1699 λεγόταν Άρουλα. Η ονομασία του κατά τον Θωμόπουλο έχει αλβανική προέλευση και σημαίνει πολλοί αγροί μαζί. Κατ’ άλλους ήτο το όνομα μιας συζύγου αγά και κατά τους Βυζαντινούς η λέξη άρουλα σημαίνει φωκίον, πύραυνον (είδος μαγκαλιού). Ο Κ. Ν. Τριανταφύλλου δεν αποδέχεται την άποψη του Wasmer ότι η λέξη είναι σλαβική και σημαίνει αετός. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…: Υπάρχει στην Ζάκυνθο τοποθεσία Άρουλα στην περιοχή Γύρι.

-Βυθούλκα ή Μπεθούλκα, οικισμός της κοινότητας Πετροχωρίου. Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει τον ερυθροπώγωνα, τον κοκκινογένη, εδώ το όνομα του πρώτου οικιστού. Υπήρξε οικογένεια στην Ζάκυνθο το 1505, προερχόμενη από την Αχαΐα.[1] Αναφέρεται συνοικισμός Βυθούλκα στο δήμο Αθηναίων ως μεταγενέστερη προσάρτηση, οικισμός Βυθούλκα στο δήμο Δύμης και οικισμός Βυθούλκας του δήμου Στυρέων Ευβοίας.

-Γολέμι ή Γκολέμι ή Γουλέμι, χωριά: στην Τριταία όπου αποτελούσε μια ενορία με την Χιόνα και το Κουτροχώρι, Γκολέμι στη Θήβα, στην Τριφυλία, Αιτωλία, Λάρισαν, οικισμός της κοινότητας Μάνεσι και ύψωμα κοντά στο χωριό Ζουμπάτα του Παναχαϊκού και τοπωνύμιο στην Ολυμπία. Το 1534 ευρίσκεται οικογένεια Γολέμη στη Ζάκυνθο εκ χωρίου Δράκα, εξελληνισθείσα. Λέγεται ότι ήλθαν εκ Πατρών. Τον 16ο αιώνα απαντά οικογένεια Γολέμι ή Βολέμι στην Κεφαλληνία. Ο Θωμόπουλος αναφέρει ότι η λέξη Γκολέμη είναι βουλγάρικης προέλευσης και σημαίνει «μεγάλος». Ο Wasmer υποστηρίζει ότι η προέλευση του ονόματος είναι σλαβική και σημαίνει μέγας τόπος, αρνείται δε ότι είναι το όνομα του οικιστού ή κυρίου της εκτάσεως, [2] που είναι και το πιθανότερο γιατί ο Σάθας στα Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας αναφέρει σε έγγραφο της 1ης Απρίλη του 1512, την Οικογένεια του Στρατιώτη Pasha Golemi. «…Pasha Golemi che ha ducati 4, habbi ducati 5…».
-Γριζούμψας (κουρούνας) βλ. χωριό: Γουρζούμισα [3]

-Ζώγα, χωριό των Φαρών όπου το 1903 οι μισοί κάτοικοί του μιλούσαν αρβανίτικα. Σήμερα είναι οικισμός της κοινότητας Σταροχωρίου. Το όνομα το πήρε από τον πρώτο οικιστή ή κύριο της περιοχής. Ζώγ στα αλβανικά σημαίνει πτηνό.[4]

-Καγκάδης (τραγουδιστής). Υπάρχει χωριό στην Αχαΐα (517 κάτοικοι το 1981 και σε 85 μ. υψόμετρο), Καγκαδαίοι στην Καρυστία Ευβοίας (31 κάτοικοι το 1981 και υψόμετρο 80 μ.) και τοπωνύμιο Καγκάδι στην Αττική. Οικογένεια Καγκάδη υπήρχε το 1534 στην Ζάκυνθο, εγγεγραμμένη εν τη Χρυσοβίβλω εκ Κεφαλληνίας και ετέρα το 1709 σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898).

-Καλέντζης: (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση). Χωριά Καλέντζι στην Τριταία Αχαΐας, Ήπειρο, Κορινθία, Αττική (Μαραθώνας), Καλέντζι ή Μάνινα Βλυζανών-Αστακού και Εύβοια (Καλέντζι Ταμυναίων, επαρχίας Καρυστίας). Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ: «.. Το τοπωνύμιον είναι μάλλον Αλβανοτουρκικόν. Συμπεραίνεται κάθοδος από το Καλέντζι της Δωδώνης εις Αιτωλίαν, Αχαΐαν, Κορινθίαν, Αττικήν και Εύβοιαν, ως προελέχθη την εποχή της Τουρκοκρατίας, πιθανότατα την εποχή των βίαιων εξισλαμισμών της Ηπείρου (περί το 1600) αφού το Καλέντζι είναι Αλβανοτουρκικόν επωνύμιον». Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Οικογένεια Καλέντζη υπήρχε το 1555 στη Ζάκυνθο καταγόμενη από το Χλουμούτσι αλλά και χωρίον εσώζετο με την ίδια ονομασία στη Ζάκυνθο το 1516 και παραμένει ως τοπωνύμιο στην περιοχή Τραγάκι. Το χωρίον Καλέντζι καταστράφηκε τελείως από τους πειρατές. Ο Πουκεβίλλ υποθέτει ότι η ονομασία Καλέντζι είναι πιθανόν αλβανικής καταγωγής….

-Καλούσι, χωριό στους πρόποδες του Ωλονού στα Δ. του Κούμανι. Αν και υπάρχουν πολλά τοπωνύμια που η προέλευση του ονόματός τους είναι αλβανική, στο Καλούσι σύμφωνα με τον Κ. Ν. Τριανταφύλλου, δεν ομιλούσαν τα αρβανίτικα. Φέρεται να είναι έκταση ενός Καλούση αρχικά. Ο Σάθας στα Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας αναφέρει τον Petro Calossi ως επί κεφαλής των αλβανών Στρατιωτών στην Νάπολη της Ιταλίας στις 16 Μάρτη του 1504.

-Κασνέσης (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση). Ο συνοικισμός Κασνέσι ή Καζνέζι (πρώην δήμου Φαρών) που εντάχθηκε στην κοινότητα Γουρζούμισα. Στο δήμο Δύμης αναφέρονται τα Καζνεσέικα. Στα αλβανικά η λέξη σημαίνει θησαυρός και η οικογένεια Κασνέση κατήλθε από την Χειμάρα της Β. Ηπείρου. Το 1522 αναφέρεται οικογένεια αρχαία ελληνοαλβανική στην Ζάκυνθο (Λ. Ζώης: Λεξικό…). Μερικοί το αναγράφουν και ως Καρνέσι και το τοποθετούν στη θέση του σημερινού Καταρράκτη (Λόπεσι). .[5] Υπάρχει Κασνέσι Θεσπιέων στη Λιβαδειά το Μαυρονέριον και στην Καρδίτσα (βλ. δήμο Καλλιφωνίου).

-Κόκλας: χωριά στη Βοιωτία αι Πλαταιαί, στο Άργος, στην Ηλεία το Πηγάδι και Κόκλα στο δήμο Κρωπίας. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό….Υπήρχε στη Ζάκυνθο το 1513 οικογένεια Κόκλα εκ Πελοποννήσου καθώς και στο χωριό των Βαλυμών και τοποθεσία στην περιοχή Δράκα το 1748.

-Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη): χωριά Κομποθέκρα στο Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας και στο Αργοστόλι της Κεφαλληνίας (Κομποθεκράτα). Επίσης χωριό στην Αχαΐα κοντά στις Βελιτσές και το Μιχόι. Σύμφωνα με τον Κ. Ν. Σάθα υπήρξε οικογένεια ελληνοαλβανική Κομποθέκρα , συγκεκριμένα αναφέρει στα Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας και σε έγγραφο της 16ης Απριλίου του 1512, ως και αλλού, τον Ανδρέα Κομποθέκρα «…Andrea Compotechara che ha ducati 6, habi ducati 5…» Οικογένεια Κομποθέκρα υπήρχε το 1545 και 1640 στη Ζάκυνθο σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898).

-Κουρτέσης: χωριά Κουρτέσι στην Ηλεία, στην Καρδίτσα, στο Μαργαρίτι της Πρέβεζας, στον δήμο Κλεωνών της Κορινθίας. Σύμφωνα με τον Ι. Ε. Πέππα: υπάρχει χωριό Kurtaj 28 χιλιόμετρα Β. της Σκόδρας. Διαφαίνεται κίνησις εποίκων από Ήπειρον προς Ηλείαν, προς Κορινθίαν. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε στην Ζάκυνθο οικογένεια εκ Κύπρου το 1564, εκ Κρήτης το 1663 και άλλη αρχαία εκ Λεχαινών.

-Κούτσης (κουτάβης), χωριά: Κούτσι στην Κορινθία, στην Ναυπλία, στην Νεμέα, στην Ολυμπία, Κούτσιστα στο δήμο Αγράφων. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό….Υπήρχε στη Ζάκυνθο το 1510 οικογένεια Κούτση εκ Σκουληκάδων αναγεγραμμένη εν τη Χρυσοβίβλω.

-Κράλι, χωριό που ταυτίζεται με το σημερινό Αγ. Νικόλαο καθώς και με τις αρχαίες Ευρυτειές, οι οποίες ο Π. Καράμπελλας δεν δέχεται ότι βρισκόντουσαν στο Κράλι. Το 1903 σύμφωνα με τον Κορύλλο οι μισοί κάτοικοι αυτού ήσαν αλβανόφωνοι και σύμφωνα με τον Θωμόπουλο η ονομασία προήλθε από τον άλλοτε κύριο της εκτάσεως αναφέρει δε ότι η λέξη Κράλη είναι σλάβικη και σημαίνει «ηγεμόνας». Υπήρξε οικογένεια Κράλη στην Ζάκυνθο το 1781, σύμφωνα με τον Λ. Ζώη.

-Κριεκούκης (κοκκινοκέφαλος, κοκκινομάλλης), χωριά: Κριεκούκι στη Βοιωτία αι Ερυθραί, στην Αιτωλία το Καστράκι, στην Ηλεία το Πελόπιον.

-Λαλικώστα ή Λαλουκώστα, το χωριό Φαρραί της Αχαΐας. Στα αλβανικά Λάλου ή Λάλα = ο γυναικάδελφος και πάντως Λαλι(ου)κώστας είναι ο ιδρυτής.[6]

-Λάλουσι, το σημερινό χωριό Σταροχώρι, στο οποίο πριν 50 χρόνια ομιλούσαν την αλβανική. Η ονομασία του από τον τιμαριούχο (ή την οικογένεια των οικιστών) Λάλουσι.[7]

-Λόγγος, χωριό επί της οδού Πατρών – Αιγίου, που υπαγόταν στην Πάτρα αλλά μετά το 1830 υπήχθη στην Αιγιάλειαν. Στα αλβανικά Λόγγα σημαίνει χωρίον ελεύθερων γεωργών (Wasmer) .[8] Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό….Υπήρχε στη Ζάκυνθο το 1554 οικογένεια Λόγγου εκ Γαλάρου. Αναφέρεται Λογγός του δήμου Δαφνουσίων επαρχίας Λοκρίδος, Λογγός δήμου Αλιφείρας επαρχίας Ολυμπίας, Λόγγος Αχμέτ Αγά δήμου Τρικαίων νομού Τρικκάλων.

-Λόπεσης (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση), χωριά: Λιόπεσι στα Μεσόγεια (Παιανία), στα Καλάβρυτα οι Άγιοι Θεόδωροι, στην Ηλεία το Κρυονέρι, στην Πάτρα ο Καταρράκτης, στην Αργολιδοκορινθία δύο, το Λεόντειον και η Γοννούσα. (Για την ετυμολογία του Λιόπεσι Αττικής βλ. υποσημείωση εκεί όπου το ποιήμα του Μανόλη Μπλέση).

Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχαν στην Ζάκυνθο: οικογένεια Λιόπεση αλβανικής καταγωγής το 1544 και Λόπεση το 1506.

Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ (Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας και Μορέως): «…το Λιόπεσι είναι τοπωνύμιον αλβανικό και μνημονεύεται την Β΄ ενετοκρατία. Πολυπληθή τοπωνύμια μνημονεύονται από την β. Ήπειρο μέχρι την Ν. Ελλάδα. Ο δρόμος του Λιόπεσι ακολουθεί: Δίβρη-Κουρβέλεσι-Θεσπρωτία-Ηλεία-Καλάβρυτα-Κόρινθον-Πάρνηθα-Μεσόγεια-Άνδρον και Ηλεία-Αρκαδία και Μεσσηνία-Λακωνία.

α) Ο δρόμος Δίβρης-Τίρανα περνά από αυχένα, προς βορά το όρος Αλαμάνο, νοτίως το όρος Λόπεσι (2020 μ.).
β) Όρος Λόπεσι (1946) 12 χλμ. ΒΔ. του Τεπελενίου, ο αρχαίος Τόμορος.
γ) Χωριό Lopsit Martolozu 12χλμ ΒΔ. του Τεπελενίου.»

-Μαζαράκης, χωριά: Στην Αχαΐα επί του Παναχαϊκού ήσαν δύο χωριά λόγω κατολισθήσεως του ενός έγινε το άλλο έναντι του πρώτου. Το 1899 οι κάτοικοι ομιλούσαν την αλβανική και σύμφωνα με το Λεξικό του Ελευθερουδάκη το χωρίον συνωκίσθη από Μαζαρακαίους Αλβανούς. Και στην Ηλεία και τοποθεσία χωρίου Μπάστα , εκ του αλβανικού γένους των Μαζαρακαίων ή εξ οικογενείας Μαζαράκη ή οποία εστρατεύθη και πήρε το μέρος ως τιμάριον.[9] Κάτω Μαζαράκι ή Μαζαράκι Δύμης εις το οποίο κατήρχοντο οι ποιμένες εκ του Άνω Μαζαράκι του Παναχαϊκού. Μαζαράκι τσιφλίκι του Αλή πασά των Ιωαννίνων και χωρίον εις Παραμυθιάν της Ηπείρου. Υπήρξε χωριό Μάζι στα ΝΑ της Αλβανίας και Μαζαίοι (αλβ. Μαζαρακαίοι) οι οποίοι κατήλθον προς το τέλος του 14ου αιώνα υπό τον Φύλαρχον Λιώσαν. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε το 1518 οικογένεια εκ των εν τη Χρυσοβίβλω. Περί της οικογενείας αυτής αναφέρεται ότι είναι αλβανικής καταγωγής αλλά και πατριά Μαζαρακαίων μνημονεύεται και υπό των Βυζαντινών. Πρώτος εγκατασταθείς στην Ζάκυνθο ήτο κάποιος «Στρατιώτης» Μαζαράκης που αφίχθη από την Νάυπακτο το 1499. Αναφέρεται και Μαζαράκι δήμου Τανάγρας και Αυλίδος επαρχίας Θηβών.

-Μάνεσης[10] (βραδύς), χωριά: Μάνεσι στην Πάτρα, στα Καλάβρυτα, στη Ναυπλία, στη Μεσσηνία, στη Λοκρίδα.

Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε στην Ζάκυνθο οικογένεια πιθανόν εκ Κεφαλληνίας το 1502 όπου πολλοί αρματολοί το 1502 από την ήπειρο και την Πελοπόννησο μετέβησαν στην Κεφαλληνία προς φρούρησιν αυτής και έλαβαν τιμάρια. Η οικογένεια φέρεται να κατάγε6ται εκ Πατρών.

-Ματαράγκας, χωριό Ματαράγκα της επαρχίας Πατρών που ανήκε πριν το 1974 στη Ηλεία. Η ονομασία προήλθε από αλβανούς φεουδάρχες.

Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρξε στην Ζάκυνθο οικογένεια είτε εξ Αλβανίας, είτε εκ των τιμαρίων τα οποία περιήλθαν εις την σουλτανική κυριότητα, μετά την εκ της Ελλάδος αναχώρησιν των «Στρατιωτών», είτε εκ των εν τη Κάτω Ιταλία μεταναστευσάντων Ελλήνων και εκείθεν καταφυγόντων εις Κεφαλληνία και Ζάκυνθο κατά τον 15ο αιώνα. Αναφέρονται: Ματαράγκα δήμου Βουρφάδος επαρχίας Πυλίας, Ματαράγκα δήμου Δρυόπης επαρχίας Τροιζηνίας, Ματαράγκα δήμου Μακρυνείας επαρχίας Μεσολογγίου, Ματαράγκα δήμου Τιτανίου επαρχίας Καρδίτσης, Ματαραγκάτα δήμου Ομαλών νομού Κεφαλληνίας.

-Μίραλι[11], ή Μίραλη, ή Μοίραλι: χωριό στα Α. της Χαλανδρίτσης. Το Μοίρα (όπως και το Άνω και Κάτω Μοίρα που είναι άλλο χωριό του Παναχαϊκού στο βάθος της μονής Ομπλού) έχουν αλβανική ρίζα (μίρε = καλός), αλλά μάλλον πρόκειται για οικογενειακό όνομα οικιστού ή ιδιοκτήτου της εκτάσεως χωρίς να αποκλείεται αυτή η οικογένεια να ήταν ελληνική και να είχε επώνυμο Μοίρας ή Μοίραλης. Το Μοίρα κατοικείτο από αλβανόφωνους ποιμένες και το όνομά του θυμίζει τον οικιστή και τιμαριούχο. Μέχρι σήμερα λέγεται: στου Μοίρα. Εκεί και η τοποθεσία Λυκούρεσι η οποία θυμίζει, σύμφωνα με την παράδοση, την διάσωση βρέφους αρπαγέντος υπό λύκου ο οποίος κατεκρημνίσθη εκεί και έτσι δόθηκε το όνομα στην τοποθεσία.[12]Αναφέρεται και το Μιραλί δήμου Ελατείας επαρχίας Λοκρίδας.

-Μιχόϊ (Μιχοί ή Μιχή), χωριό της Δύμης επί της Μώβρης, είναι αλβανική εκφορά της λέξεως Μιχαήλ και πήρε την ονομασία του από το όνομα οικιστού ή κυρίου της εκτάσεως.[13]

-Μπαρδικώστα, χωριό επί του Παναχαϊκού (Κρυσταλλόβρυση) αναφερόταν και ως Μπαντρούσα αλλά και Μπάρδι εις Ναυπλίαν και Μαρδάκι εις Γορτυνίαν και όρος Μπάρδι εις Ήπειρον, ονομασία εκ του τιμαριούχου και οικιστού. Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει λευκός.[14]

-Μπάστας, χωριά Μπάστα στην Μεσσηνία το Πλατύ, δύο στην Ηλεία. (Ο συνοικισμός Μπάστα της κοινότητας Χελιδονίου μετονομάστηκε σε «Κρυονέρι». ΦΕΚ156/Α/8-8-1928). Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε το 1510 οικογένεια αρχαία ελληνοαλβανική.

-Μπεντένης, χωριά: Μπεντένι δύο στην Ηλεία, δύο στην Αρκαδία. (Η κοινότητα Μπεντενίου Ηλείας μετονομάστηκε σε κοινότητα Πεύκης και ο ομώνυμος οικισμός Μπεντένι σε Πεύκη.-ΦΕΚ156/Α/8-8-1928).

-Μπολιώτη, χωριό κοντά στο Κούμανι Φαρών. Από το 1955 μετονομάστηκε σε Χαραυγή. Το όνομα ίσως προέρχεται από αλβανόν οικιστή.

-Μπόρσας (πουγκής), χωριό Μπόρσι στο Καστράκι της Ηλείας. (Στο ΦΕΚ. 256/28/8/1912 είχαν αναγνωρισθεί οι συνοικισμοί Μπόρσι Ζουλιάτικα, Κόκλα, Νέα Πικέρνη και Σούβαρδον ως συνοικισμοί της κοινότητας Καπελέτον). Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια Μπόρση στην Ζάκυνθο, χωρίς να αναγράφεται ημερομηνία. Αναφέρεται Μπόρσια στο δήμο Μυκηνών.

-Μπούας[15] (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση), χωριά Μπούα στο Γύθειο, Μπούγα[16] στην Αττική και στην Αχαΐα, επί του Ερυμάνθου Η ονομασία προήλθε από το επίθετο Μπούας (αλβ.= ο υδατώδης). Υπάρχει το χωριό Λαλάζ Μπούγα στην Θεσσαλία και επίσης χωριό Μπούγα στην Άρτα και τοπονύμιο ανάμεσα στα χωριά Γερακάρη και Κούκιεσι στην Ζάκυνθο Ο αλβανός Μπούας κατείχε τον 14ο αιώνα την Ναύπακτο.[17]Αναφέρονται: Μπούγα δήμου Ανδανίας Μεσσηνίας, Μπούγα δήμου Τανάγρας Ωρωπού και Μπούγα δήμου Υσιών επαρχίας Άργους.

Υπάρχει χωριό Μπούγα στην περιοχή των γκέγκηδων στις πηγές του Μπογιάνα ποταμού (Αλβανία).

«Στο επικό ποίημα που αφιέρωσε ο Τζάνε Κορωναίος στον περίφημο Αρβανίτη στρατιώτη των αρχών του 16ου αιώνα Μερκούρη Μπούα, αναφέρονται δύο ανίψια του Αρβανίτη Δεσπότη της Άρτας Μουρίκη Μπούα Σγούρου….
Κι ο Κάρλος τ’ Αγγελόκαστρου αφέντωσε κι εμπήκεν,
Κι όπου ποτέ δεν τώριζε δικόν το εποίκεν.
Κα δύο ανεψίδια Μπούα του κύρ Μουρίκη,
Εκρύβησαν κι εφύγασι, γυρεύει δε τα βρίσκει,
………………………………………………»[18]

Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ «…υπήρξε μικροσυνοικισμός με την ονομασία Μπούγα στα δυτικά της Φενεού εκ του ονόματος της μεγάλης φυλής των Μπούα…»

Επίσης από το όμορο του Γκέρμπεσι χωριό Καρούσι κατάγονται οικογένειες με το επώνυμο Μπούσιας που ίσως να σχετίζεται με το επώνυμο Μπούας, όπως και το επίσης όμορο χωριό Μουρίκι η ονομασία του οποίου μπορεί να σχετίζεται με το όνομα Μουρίκης.

Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε το 1546 οικογένεια Μουρίκη ελληνοαλβανική εγγεγραμμένη εν τη Χρυσοβίβλω….

-Μπούζης (χειλάς), χωριά: Μπούζι στην Κορινθία, στην Μεσσηνία, στην Φθιώτιδα τα Τρίκορφα.

-Μπούκουρας (ωραίος), χωριό Μπούκουρα στην επαρχία Πατρών Ν.Δ. της Κάτω Αχαΐας, σήμερα Κρίνος. Στο Β.Δ. 2/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ως κοινότητα έχουσα υπέρ τους τριακοσίους κατοίκους και σχολείον στοιχειώδους εκπαιδεύσεως ο συνοικισμός Μπούκουρα. Η ονομασία του στα αρβανίτικα σημαίνει το ωραίον, και προήλθε από το επίθετο της οικογενείας των πρώτων οικιστών .[19] Αναφέρεται και Μπουκουρομπέχραμα δήμου Δύμης και Μπούκουρον δήμου Κοθωνίων νομού Τρικκάλων.

-Μπούμπας (μαμούνας), χωριό: Μπούμπα στην Κούμανη Πατρών. Στο Β.Δ. 4/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ο συνοικισμός Μπούμπα της κοινότητας Κούμανη, πρώην δήμου Φαρών. Η λέξη είναι βουλγάρικη και σημαίνει πεταλούδα, αλλά βρίσκεται και χωριό Μπούμπια στην Πρεμετή. Ευρέθη οικογένεια Μπούμπα στην Ζάκυνθο το 1550.[20]

-Μπράτι, το χωριό πολύλοφο από το 1956 ή Αγ. Μαρίνα πρίν. Βρίσκεται κοντά στη μονή Μαρίτσας απέναντι από το Σανταμέρι και το όνομά του είναι αλβανικό εκ των οικιστών του.[21] Ο Θωμόπουλος όμως αναφέρει ότι η λέξη Μπράτι είναι σλαβική και σημαίνει «αδελφός». Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια πατριαρχική Μπράτη στην Ζάκυνθο εκ χωρίου Κιούκεσι το 1503 και άλλαι εκ Πατρών το 1568. Εκτός από το Μπράτι του δήμου Δύμης αναφέρεται και Μπράτι δήμου Μυρτουντίων επαρχίας Ηλείας.

-Ρένεσης (ψεύτης), χωριό: Ρένεσι στην Αχαΐα το Ξηροχώρι Στο Β.Δ. 3/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ο συνοικισμός Ρένεσι ως κοινότητα έχουσα ολιγότερους των τριακοσίων κατοίκους αλλ’ έχοντας σχολείον. Με το Διάταγμα ΦΕΚ. 156/Α/8-8-1928. η κοινότητα Ρένεσι μετονομάζεται εις κοινότητα Ξηροχωρίου και ο συνοικισμός Ρένεσι της κοινότητας Λόπεσι (Κρυονέρι) μετονομάζεται σε Ανάληψη. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια στρατιωτική Ρένεση στην Ζάκυνθο εξ Αλβανίας το 1502 των Αγγέλου, Γεωργίου και Γκίνη που πήγαν εκεί από την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και την Μεθώνη για να φρουρήσουν το νησί. Αναφέρεται και το Ρένεσι δήμων Τροπαίων και Λαγκαδίων της επαρχίας Γορτυνίας.

-Σκούρας, χωριά Σκούρα (μετά το Σταυροδρόμι) στην Αχαΐα και στην Λακωνία, Σκουροχώρι στην Ηλεία.

-Σπάτας (σπάθας), χωριά: Σπάτα στην Αττική (Κρωπία), Μαραθώνα και στην Ηλεία. Σπαθία Ελληνικά και Σπάτα αρβανίτικα είναι η μεταξύ του Ελμπασάν και Βερατίου περιοχή της Τοσκαριάς.[22] (Στο ΦΕΚ. 256/28/8/1912 είχαν αναγνωρισθεί οι συνοικισμοί Σπάτα, Βάρδα και Κώμη, ως συνοικισμοί της κοινότητας Ψάρι). Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια Σπάτα στην Ζάκυνθο το 1509 αλλά και επώνυμο της οικογένειας Μπούα και άλλη οικογένεια εκ Λευκάδος το 1653. Από το 1628 αναφέρεται τοπωνύμιο Σπάθα στην περιοχή Μπανάτου.

-Τοπόλοβα[23], χωριό επί του Παναχαϊκού (Αγία Παρασκευή) στο οποίο οι κάτοικοι το 1903 ομιλούσαν την αλβανική. Φέρεται όμως από τον Wasmer το όνομα να είναι σλαβικό και να σημαίνει τόπο με λεύκες.[24] Ο Φαλμεράιερ Ιάκ. Φίλ,: Ιστορία της χερσονήσου του Μοριά κατά τον μεσαίωνα. Εκδόσεις: Μεγάλη Πορεία – Αθήνα 2002 αναφέρει ότι οι συλλαβές –οβα είναι σλαβικές (Τοπόλοβα). Με το Β.Δ. 20/9/1955 (ΦΕΚ 287/10.10.1955) «Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ.π..»…14) Ο συνοικισμός Τοπόλοβα της κοινότητας Πετρωτού, μετονομάζεται Αγία Παρασκευή.[25]

-Τόσκεσι, χωριό της Τριταίας, αλλά και Τόσκεσι στη Μεσσηνία , στο Λεοντάρι, στα Τρίκαλα στο Μπεράτι και στην Πάργα. Τόσκες είναι αλβανική φυλή.[26]

Τρεστενά ή Δρεσθενά, χωριό που βρισκόταν στα υψώματα των Βραχναιίκων επί της παλαιάς οδού Πατρών προς Δύμην. Ο Παναγιωτόπουλος αναφέρει ότι η σημερινή του ονομασία είναι Σταυρός, εκεί υπάρχει ύψωμα σταυρός και πίσω απ’ αυτόν η θέσις παλιοχώρι όπου πιθανόν να ήτο το χωριό. Για το όνομά του υπάρχουν πολλές εκδοχές: ότι έχει αλβανική ρίζα η οποία σημαίνει αμπέλι, ο Wasmer υποστηρίζει ότι είναι σλαβική και σημαίνει τόπος καλαμιών, Ο Κ. Α. Ρωμαίος (Πελοποννησιακά) ότι είναι σλαβικό. Το 1713 ήτο μία ενορία με το Τσουκαλά.[27]

Ο Φαλμεράιερ Ιάκ. Φίλ. τα Τρέστενα ή Δρέσθενα τα συνδέει με τη σλαβική λέξη τερστένα που σημαίνει καλάμι, περιοχή γεμάτη καλάμια, από το ταρστ, τάρστιτσα, ταρστένιτσα και ταρστένα.

Με το άρθρο μόνο του Β.Δ. 20/9/1955 (ΦΕΚ. 287/10.10.1955) «Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ…» …4) Οι συνοικισμοί Γκερμπεσαίϊκα και Δρεσθενά της κοινότητας Βραχναιΐκων, μετονομάζονται, ο μεν πρώτος Στεφάνη, ο δε δεύτερος Σταυρός.

Αναφέρονται: Τρεστενά δήμου Βουφαγίων επαρχίας Γορτυνίας και Τρεστενά δήμου Θυρέας επαρχίας Κυνουρίας. Επίσης αναφέρονται και τα Δρεσθενά του δήμου Κροκυλείου της επαρχίας Δωρίδος.

-Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος), χωριά Τσαπόγα: στην επαρχία Πατρών και στην Αρκαδία τα Μαλλωτά. Ο Θωμόπουλος αναφέρει ότι η λέξη Τσαπόγα είναι βουλγάρικη (Τζα – Μπόγα) και σημαίνει «για το θεό».

-Φούντης (πάτος), χωριό Φουνταίϊκα και Φουντανέϊκα Καλύβια στο δήμο Πελλάνης της Επαρχίας Λακεδαίμονος, και επώνυμο Φουντάς στο χωριό Μουρίκι και αλλού. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια Φούντη στην Ζάκυνθο που εξέλιπε καθώς και τοποθεσία Φούντα στην περιοχή χωρίου Λούκα..

-Χαϊκάλης (κάλι= άλογο), χωριά: Χαϊκάλι στην Πάτρα και στην Μεσσηνία το Αχλαδοχώρι (Αναφέρεται Χαϊκάλι στο δήμο Αιπείας και στο δήμο Πεταλιδίου της επαρχίας Πυλίας). Oι κάτοικοι του χωριού Χαϊκάλι Πατρών (Δύμης) το 1903 σύμφωνα με τον Κορύλλο (Χωρογραφία) ήσαν οι μισοί αλβανόφωνοι και έχουν κατέβει από την Σάπια βρύση του Παναχαϊκού. Το όνομά του θυμίζει τον πρώτο κύριο της περιοχής.[28] Στο Β.Δ. 2/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ως κοινότητα έχουσα υπέρ τους τριακοσίους κατοίκους και σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως ο συνοικισμός Χαϊκάλι. Υπάρχει και Χαϊκάλι στην Ναύπακτο (Παλαιόπυργον). Επίσης απαντάται οικογένεια στην Ζάκυνθο το 1522 καταγόμενη από την Πάτρα και ετέρα το 1645-1675 εκ Πατρών ως και εκ Λευκάδος το 1555.[29] Το επώνυμο Χαϊκάλης απαντάται στον υπ. αριθ’ 95 κώδικα της βιβλιοθήκης Αλεξίου Κολυβά εν φ. 2α όπου ευρίσκονται χρονικά σημειώματα των ετών 1578-1589 (Ν. Ελληνομν. τ. 13.(1916), σ. 135, 357).

Βλέπουμε λοιπόν ότι ακόμη μέχρι και σήμερα (όσα χωριά δεν μετονομάσθηκαν) να υπάρχουν στην Αχαΐα, στην Ήλιδα, στην Τριφυλία, Μεσσηνία και αλλού με ονόματα πιθανής αρβανίτικης προέλευσης. Υπάρχουν στην Ηλεία τα χωριά: Καγκάδι, Κακαρούκα, Καράτουλα, (όπως και Καράτολα στην Κυνουρία), Κόκλα, Κουρτέσι, Κριεκούκι, (όπως και στην Αιτωλία), Λυκούρεσι (όπως και στη Γορτυνία), Λιόπεσι, Μαζαράκι, Μάζι, Μουζάκι (όπως και στην Αρκαδία), Μπάστα, Μπεντένι, Μπόρσι, Σκουροχώρι, Σούλι, Σπάτα. Στην επαρχία Πατρών: Γκέρμπεσι, Καλέντζι (όπως και στην Αιτωλία), Λόπεσι, Μαζαράκι, Μάνεσι, Μπούκουρα, Μπούμπα, Ρένεσι, Σκούρα, Χαϊκάλι κ.ά. Στα Καλάβρυτα: Γκέρμπεσι, Καρούσι, Λόπεσι, Μάνεσι, κ.ά. στην Μεσσηνία: Λικούρεσι, Μάνεσι, Μπάστα κ.ά. [30]

Επίσης θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι από χάρτη της περιοχής των Γκέκηδων φαίνεται να υπάρχει χωριό Σκόδρα και λίμνη Σκόδρα (στο χωριό Γκέρμπεσι της Αχαΐας υπάρχουν οικογένειες με το επώνυμο Σκόνδρας που ίσως έχει σχέση καταγωγής με το χωριό και τη λίμνη Σκόδρα) , ως επίσης και χωριό Δίβρη στη γραμμή Jirecek (γραμμή νοητή που χωρίζει τους Γκέκηδες από τους Τόσκηδες). Θα αναφέρω βέβαια και τον Σκόνδρα Μουσταφά Πασά ο οποίος είχε εκστρατεύσει κατά της Ελλάδος και ήτο Δαλμάτης το γένος και Οθωμανός το θρήσκευμα και υιός του Ιμπραχήμ Πασά Σκόνδρα εγγονός δε του Καρά Μαχμούτ Πασά Σκόνδρα που είχε εκστρατεύσει κατά του Μαυροβουνίου όπου ηττηθείς υπ’ αυτών εφονεύθη και «οι Μαυροβούνιοι διετήρουν την κεφαλήν αυτού ως τρόπαιον νίκης»[31]. Στις 10 Αυγούστου 1846 ο Γεωργάκης Σκόνδρας κάτοικος Δίβρης (αλλά ως εικάζεται θα πρέπει να έχει καταγωγή από το Γκέρμπεσι) απευθύνεται στην Εξεταστική Επιτροπή των Στρατιωτικών Εκδουλεύσεων και του χορηγείται πιστοποιητικόν «εις ένδειξιν αληθείας των αγώνων του υπέρ της πατρίδος» και «αμοιβής των αγώνων αυτού». Είχε προηγηθεί, 20 Ιουνίου 1845, έγγραφος πιστοποίηση των αγώνων του από τους στρατηγούς: Δημήτριο Πλαπούτα και Βασίλειο Πετμεζά. Ο Γιωργάκης Σκόνδρας επικεφαλής είκοσι πέντε συγχωριανών του πολέμησε στο Πούσι, στην Πάτρα και στο Μεσολόγγι.

Αναφέρεται ότι ο βασιλιάς της Σικελίας και της Νεαπόλεως Κάρολος Α΄ αγόρασε από τον Αλβανό φύλαρχο Παύλο Γρόπα μια περιοχή που εξουσίαζε στην κοιλάδα του Άψου (ο Άψος είναι ποταμός της Αλβανίας δυτικά από το Βεράτι). Υπάρχει τοποθεσία στο χωριό Γκέρμπεσι της Αχαΐας με την ονομασία Γκρόπα [32]. Η λέξη Γ(κ)ρόπες είναι ρουμάνικη αλλά και αλβανική και σημαίνει χάσμα, κοίλος τόπος. Η ονομασία όμως δεν δόθηκε στα τοπωνύμια ή στα χωριά από την διαμόρφωση του εδάφους αλλά μάλλον από τον κύριο της έκτασης, τον φύλαρχο ή απόγονο αυτού. Οικογένεια Γρόπα υπήρχε το 1515 στην Ζάκυνθο καθώς και τοποθεσία στην περιοχή Τραγάκι και σύμφωνα με οικογενειακές παραδόσεις άλλη οικογένεια καταγόμενη εκ χωρίου πλησίον των Καλαβρύτων που ονομαζόταν άλλοτε Σωτηροπούλου και έφυγε κατά τα Ορλωφικά το 1779, προσλαβούσα το επώνυμο της καταγωγής της, σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898). Υπήρχε και το χωριό της Αχαΐας Γρόπα που ήταν ένα εκ των επτά Τσετσεβοχωρίων[33] (Αραγόζαινα, Γρόπα, Βερίνου, Μυρόβρυση, Μάγειρα, Δοκαναίϊκα και Συνανιά στα ανατολικά των Πατρών) που μετονομάστηκε σε Λάκκα, όπως έχουμε προαναφέρει. Αλλά και στην ήπειρο υπήρχε Γρόπα.

«Το χωριό Λούκοβο βρίσκεται κοντά στις ακτές του Ιονίου Πελάγους. Οι κάτοικοί του είναι άποικοι από την Δημοκόρη του Πωγωνίου που εκατοίκησαν εδώ το 1565… ευχής έργο θα ήτο να περιηγείτο τις άπασαν την Χαονίαν και ιδία τα μέρη τα έχοντα αρχαιολογικά όπως τα χωριά του Κουρβελεσίου και Βερατίου και τας Ιεράς μονάς της Αρδενούσης, Κόδρας και Κουκαμιάς…».[34] (στο χωριό Γκέρμπεσι της Αχαΐας υπάρχουν οικογένειες με το επώνυμο Κόρδας που ίσως έχει σχέση καταγωγής με τα χωριά αυτά). Και στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας (τόμος 10ος σελ. 314) αναφέρεται πρόταση από τους Μύλους Ναυπλίου με ημερομηνία 18 Μαΐου 1824 προς το Βουλευτικό για προαγωγή, μεταξύ άλλων του Κίτζου Κόρδα (του οποίου δεν αναφέρει τόπο καταγωγής) στο βαθμό της εκατονταρχίας. Στις 20 Μαΐου με προβούλευμα του εκτελεστικού που καταχωρείται στον τόμο 2 των Αρχείων, ενεκρίθη η προαγωγή, μεταξύ των άλλων, και του Κίτζου Κόρδα. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε οικογένεια Κόρδα στην Ζάκυνθο αλλά δεν αναφέρει έτος.

Επίσης στο ίδιο λεξικό αναφέρεται οικογένεια της ομώνυμης Στρατίκη που υπάρχει στον Προφήτη Ηλία, το έτος 1681 και άλλη το έτος 1720 εκ Γαργαλιάνων. Στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας (τόμος 15Γ΄ σελ. 28) αναφέρεται σε κατάσταση αποκοπής παραγωγής λαδιού, με ημερομηνία 16 Μαΐου 1822, στην Αρκαδία, το επώνυμο Στρατήκης.

Επίσης αναφέρονται οικογένειες Τζώρτζη, το 1852, Ντε Τζώρτζη το 1505 εκ Βενετίας και άλλη εκ Ταράντου και Δετζώρτζη (De Giorgio) εκ Τάραντος, ετέρα εκ Μπάρι 1594 και άλλη εκ Κύπρου 1588, εκ Κων/πόλεως το 1623 και ετέρα το 1817.

Παλαιά οικογένεια στο Γκέρμπεσι ήταν του Κατσίνα και Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε παρώνυμο στην Ζάκυνθο Κατσίνας.
Άλλη τοποθεσία στο χωριό Γκέρμπεσι είναι η Κιάφα κοντά στο βουνό Σουρμπάνι[35]. Η λέξη είναι αρβανίτικη και σημαίνει αυχένας, ρίζα βουνού.

Μία άλλη τοποθεσία στο χωριό Γκέρμπεσι λέγεται Κιούρκα [36] και θα πρέπει να συσχετιστεί με το όνομα του capo των αλβανών στρατιωτών, Chiurga Bua, τον οποίο αναφέρει ο Σάθας στα Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε οικογένεια Κιούρκα ή Κιούλκα στην Ζάκυνθο αλβανικής καταγωγής αλλά και δήμος το 1545 και οικογένεια εκ Ναυπλίου το 1581. Κάποιος Κιούλκας αναφέρεται σε δημοτικό άσμα κατά την ελληνική εθνεγερσία: Σήκω Κιούλκα και πήγαινε / σήκω Κιούλκα και φεύγα / και πάψε και τον πόλεμο κι απ’ όλα και τους σκλάβους / γιατ’ έφτασε ο Ντέρβ – Αλής με δυό με τρείς χιλιάδες. / όσο ειν’ ο Κιούλκας ζωντανός τους Τούρκους δεν φοβάται (Από Άγι Θέρο: Δημοτικά τραγούδια σελ. 55).

(Από το βιβλίο μου: Γκέρμπεσι, διαδρομή στους αιώνες).
====================================================
[1] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[2] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[3] Ο οικισμός Γουρζούμισα ανεγνωρίσθη ως ιδία κοινότητα έχουσα 300 και πλέον κατοίκους και σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως με το Β.Δ. 3/1912 (ΦΕΚ: 256/28-8-1912). Στο Κατάστιχο Τιμαρίων Β. Δ. Πελοποννήσου, 1461/1463 (βλ. Β. Παναγιωτόπουλος ως άνω) αναφέρεται ως Τιμάριο με αύξοντα αριθμό 82, αλβανόφωνο χωριό με ονομασία Grozoymista με 20 οικογένειες και Τιμαριωτικό εισόδημα 1349. Σύμφωνα με τον Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ιστορικό Λεξικό των Πατρών, αναγιγνώσκεται χωρίον στα «Πελοποννησιακά» Η΄450 και ως Γαζάμισα που χωρίς αμφιβολία είναι η Γουρζούμισα. Το 1879 είχε 834 κατοίκους, το 1889 είχε 906, το 1896 είχε 1007 και το 1907 είχε 1002 κατοίκους
[4] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[5] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[6] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[7] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[8] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.

[9] Τιμάριο: (timar) Επί τουρκοκρατίας, φέουδο με ετήσιο εισόδημα κάτω από είκοσι χιλιάδες άσπρα, τα οποία παραχωρούσαν στους σπαχήδες έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας. (Χαλίλ Ιναλτζίκ: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία-Εκδ. Αλεξάνδρεια) Στη Μακεδονία, Ήπειρο και Θεσσαλία τα τιμάρια λεγόντουσαν τσιφλίκια. (Γεωργίου Φίνλευ: Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα, Εκδόσεις Τολίδη – Αθήνα)

[10] Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ (Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας και Μορέως): Μάνεσι: εις την Λατινική Mane = η πρωία ή επήρε το πρωί, άρα Μάνεσης = πρωινός. Σύμφωνα με τον Δ. ΤΣΙΛΛΥΡΑ (ΑΓΙΑ ΛΑΥΡΑ κ.λ.π. ως άνω): Μάνεσι παράγεται εκ του Μάνα =συκαμινέα (κοινώς: μουριά), όπως έχει στα προηγούμενα αναφερθεί.

[11] Το Μίραλι αναφέρεται στο Νο 5 και με ημερομηνία 5/8/1733 έγγραφο Διανομής πατρικής περιουσίας , που συντάχθηκε στο Καλούσι, των Δικαιοπρακτικών εγγράφων του Αγαμ. Τσελίκα. Επίσης αναφέρεται και στο Νο 43 και με ημερομηνία 1/3/1759 έγγραφο πώλησης ελαιοδένδρων , που συντάχθηκε στη Μονή Ομπλού.
[12] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[13] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[14] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.

[15] Σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη «…Οι Μπουαίοι είχαν έδρα τους το Δυράχιον…μία μεγάλη περιοχή γύρω στην Σκόδρα λεγόταν από το όνομά τους Μπούαιανα…από το 1333 αρχίζει να διακλαδίζεται η φάρα των Μπουαίων με τα επωνύμια νέων γεναρχών όπως Μπούας Σπάτας, Μπούας Κούκης, Μπούας Γρίβας κ.λ., μετά δε τον 16ο αιώνα έπαψε να αναφέρεται το πατρογονικό Μπούας και οι οικογένειες αυτές συνεχίστηκαν μόνο με το πατρώνυμο ή με το όνομα του γενάρχη τους: Σπάτας, Κούκης, Γρίβας, ίσως δε, Μουρίκης, Μερκούρης κ.α. Άλλες επιφανείς φάρες της μεσαιωνικής αρβανιτιάς ήσαν οι Λιόσηδες, αρχηγοί των Μαλακασαίων και των Μαζαρακαίων, οι Ματαραγκαίοι κ.λ.π.»

[16] Το Μπούγα στη Αχαΐα αναφέρεται σε έγγραφο της 9ης Μαρτίου 1768 πώλησης αγρών: «…διο κοματηα χοράφια εις τόπον καλούμενον Μπ(ου)γα…..Ομολογία του Γιανακη Αντριοπλου δηα τα χοραφηα που μου πουλησε ις του Πουγα κοματηα δηο γροσηα 41.» (Τσελίκας: Ταδικαιοπρακτικά….66). Ομοίως αναφέρεται και στο έγγραφο 84, από 30 απριλίου 1782 αφιέρωσης αγρών, αμπέλων και οικοπέδων στο μοναστήρι της Χρυσοποδαριτίσσης από τον Σωτ. Λόντο: «…το δε στερά και τα χοραφια όλα εν τοις αυτοίς ορίοις όσα ευρίσκουνται και εις του Μπούγα δύο ζευγαριών χωράφια και τα οσπήτια….»
[17] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[18] βλ. Κ. Μπίρη ως άνω.
[19] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[20] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[21] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[22] βλ. Κ. Μπίρη ως άνω.

[23] Αναφέρεται και στα έγγραφα με αριθμό: 52, 3/9/1762 και 53, 5/10/1762 που συντάχθηκαν στην Μονή Ομπλού και αναφέρονται σε πώληση αγρών, ως και στο με αριθμό 85 που συντάχθηκε στην Πάτρα στις 20/5/1782 και αποτελεί βεβαίωση κυριότητος αγρών (Τσελίκας).
[24] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[25] Μ. Χουλιαράκη: Γεωγραφική, Διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971-Εθν. Κέντρο Ερευνών-Αθήνα 1976.
[26] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[27] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[28] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.
[29] Λ. Ζώη: Ιστορικό και Λαογραφικό Λεξικό Ζακύνθου.
[30] Βλ. Κ. Μπίρη ως ά.
[31] Λάμπρου Κουτσονίκα: Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως.
[32] Υπάρχει τοπωνύμιο Γκρόπα στο χωριό Μάτεσι της Ηλείας (Ι. Μ. Μαθόπουλος: Πριν ξεχαστούν. (Λαογραφικά θέματα)-Μάτεσι Ηλείας-2001).
[33] Εκ του Τσεβή που είναι υποκοριστικό της Παρασκευής.
[34] Σπύρου Στούπη :ΗΠΕΙΡΩΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΟΙ – ως άνω.

[35] Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε τοποθεσία Ζουρμπάνη στην Ζάκυνθο στην περιοχή Μαριών.

[36] Υπάρχει τοπωνύμιο Κιούρκα στο χωριό Μάτεσι της Ηλείας (Ι. Μ. Μαθόπουλος: Πριν ξεχαστούν. (Λαογραφικά θέματα)-Μάτεσι Ηλείας-2001).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ"

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024

Η καταγωγή των Βουλγάρων και η εγκατάστασή τους στη βαλκανική χερσόνησο

Οι Βούλγαροι ζουν εδώ και πολλούς αιώνες δίπλα μας. Ιστορικά, οι διαμάχες τους με τους Έλληνες είναι ένα φαινόμενο μάλλον συχνό που ανά διαστήματα βρίσκεται σε έξαρση. Οι πιο πρόσφατες προστριβές συναντώνται κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού  Αγώνα και του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.... Παραδόξως, και παρατηρώντας το ζήτημα μέσα από ένα ιστορικό πρίσμα, οι σχέσεις αναμεταξύ μας διάγουν μια περίοδο καλών και στενών σχέσεων και ιδιαίτερα ύστερα και από την ένταξη της Βουλγαρίας στην ευρωπαϊκή ένωση, καθιστώντας την γειτονική χώρα και έναν δημοφιλή τουριστικό, κυρίως χειμερινό, προορισμό. 

Ποιοι ακριβώς είναι λοιπόν οι γείτονές μας; Πώς και πότε εμφανίστηκαν μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι;

χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Ο Κωνσταντίνος Δ´ (652 – 14 Σεπτεμβρίου 685) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορα
Χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Ο Κωνσταντίνος Δ´ (652 – 14 Σεπτεμβρίου 685) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορα

          Για πρώτη φορά αναφέρονται το 480, όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ζήνων τους κάλεσε για βοήθεια εναντίον των Οστρογότθων. Για να τους ξεχωρίσουμε από τους Βούλγαρους της μέσης μεσαιωνικής περιόδου και έπειτα, τους έχουμε δώσει την ονομασία Πρωτοβούλγαροι και αυτό για να ξεκαθαρίσουμε και να κατανοήσουμε πως οι Βούλγαροι δεν ήταν μια ενιαία φυλή. Οι πρωτοβούλγαροι ήταν ένας τουρκικός λαός, παρόμοιος με τους Ούννους, τους Άβαρους και τους Χαζάρους. Επομένως, ανήκαν στην μεγάλη τουρανική οικογένεια, με το χαρακτηριστικό χαλκοκίτρινο χρώμα και τα σχιστά μάτια, όπως οι σημερινοί ντόπιοι κάτοικοι των κεντροασιατικών κρατών.

          Ως τον 4οαι ζούσαν στον βόρειο Καύκασο, αλλά με την προέλαση των Ούννων εγκαταστάθηκαν πιο δυτικά. Αφού υποτάχτηκαν αρχικά στους Άβαρους και κατόπιν στους δυτικούς Του – κίουε, αυτούς που τελικά ονομάστηκαν απλώς “Τούρκοι”, κατόρθωσαν στα τέλη του 5ουαι να ιδρύσουν ανάμεσα στη Μαιώτιδα λίμνη (Αζοφική θάλασσα) και το Κουμπάν, δικό τους κράτος, τη “Μεγάλη Βουλγαρία”. Από εκεί ενεργούσαν επιδρομές εναντίον της βυζαντινής αυτοκρατορίας όπως το 493, το 499, το 502 και το 535.

          Τον 7οαι με ηγεμόνα τον Κοβράτο έκλεισαν ειρήνη με τον Ηράκλειο, που του απέμεινε και τον τίτλο του πατρικίου. Μετά τον θάνατο του Κοβράτου (660), το κράτος της Μεγάλης Βουλγαρίας, διασπάστηκε εξαιτίας της προέλασης ενός άλλου τουρκικού λαού, των Χαζάρων. Έτσι, ένα τμήμα τους θα παραμείνει στην παλιά του περιοχή και θα δηλώσει υποταγή στους Χαζάρους. Ένα δεύτερο τμήμα θα κινηθεί προς τον βορρά και θα ιδρύσει τη “Βουλγαρία του Βόλγα”, ενώ ένα τρίτο με αρχηγό τον Ασπαρούχ, τον τρίτο γιο του Κοβράτου, εγκαθίσταται ανάμεσα στον Δνείστερο και τον Δούναβη, ακριβώς στο βόρειο σύνορο της αυτοκρατορίας. Αυτό λοιπόν το τρίτο τμήμα είναι που θα μας απασχολήσει, όπως απασχόλησε εντόνως και τους βυζαντινούς.

          Ο Ασπαρούχ θα αρχίσει τις επιδρομές εναντίον της αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ΄ θα οργανώσει το 680 μια μεγάλη εκστρατεία, αλλά τα βυζαντινά στρατεύματα θα τραπούν σε φυγή, με τους Βούλγαρους να προχωρούν νοτιότερα. Το 681, που θεωρείται το έτος ίδρυσης της Βουλγαρίας, θα κλειστεί η συνθήκη ειρήνης με τους Βυζαντινούς και μάλιστα με την υποχρέωση να καταβάλουν ετήσιους φόρους στον Ασπαρούχ. Αλλά το σημαντικότερο στοιχείο έγκειται στο γεγονός πως για πρώτη φορά στην ιστορία του ρωμαϊκού – βυζαντινού κράτους, η αυτοκρατορία αναγκάζεται να δεχτεί την ίδρυση ενός νέου κράτους εισβολέων μέσα στην επικράτειά της! Οι Βούλγαροι στάθηκαν βεβαίως και τυχεροί, υπό την έννοια ότι ακριβώς εκείνη την εποχή το βυζάντιο έδινε τον ύστατο αγώνα, ακόμα και της ίδιας του της ύπαρξης εναντίον των επιδρομών των Αράβων. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ΄, ο ήρωας της επιτυχημένης αντίστασης στην πρώτη πολιορκία της Πόλης από τους Άραβες, σίγουρα έδωσε πολλά στον Ασπαρούχ, αλλά στην άκρη του μυαλού του είχε την έγνοια πως μόλις τελείωνε με τους Άραβες θα ερχόταν η σειρά των Βουλγάρων. Ωστόσο ο Κωνσταντίνος Δ΄ το 685 και μόλις τριάντα τριών ετών θα πεθάνει, με τους διαδόχους του να στέκονται ανίκανοι στην προσπάθεια υποταγής του νεοσύστατου βουλγαρικού κράτους. Και σα να μην έφτανε αυτό, επί του ηγεμόνα Τέρβελ (701 – 718) οι Βούλγαροι θα αρχίσουν νέες επιδρομές και θα φτάσουν μέχρι και τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Γ΄ θα κλείσει νέα συνθήκη ειρήνης που καθόριζε τα σύνορα των δυο κρατών και γίνεται λόγος για οικονομικές και εμπορικές σχέσεις.

Νόμισμα με τη μορφή του Θεοδοσίου Γ´
Νόμισμα με τη μορφή του Θεοδοσίου Γ´

          Ακριβώς μετά τον θάνατο του Τέρβελ (718) το βουλγαρικό κράτος θα περάσει μια μεγάλη εσωτερική κρίση, πολιτική και εθνολογική. Η πρώτη ξέσπασε στους κόλπους της βουλγαρικής ηγεσίας, ενώ η δεύτερη με το ντόπιο σλαβικό στοιχείο. Διότι, όταν οι Βούλγαροι πέρασαν τον Δούναβη, βρήκαν πολυάριθμους σλαβικούς πληθυσμούς που τους υπέταξαν.  Στην περίπτωση τους Βουλγαρίας πρώτα ιδρύθηκε το κράτος και κατόπιν δημιουργήθηκε το έθνος! Το κράτος υπήρξε ο κύριος συντελεστής στη διαδικασία για την οριστική διαμόρφωση του βουλγαρικού λαού. Το κράτος ήταν στις αρχές βουλγαρικό (τουρκικό) και όχι σλαβοβουλγαρικό, όπως φαίνεται από τη στρατιωτική του οργάνωση και τους θεσμούς, με παρόμοιες δομές όπως ένα κεντροασιατικό των λαών της στέπας. Για τους Πρωτοβούλγαρους το πρόβλημα ήταν όχι μόνο να επιβάλλουν την κυριαρχία τους, αλλά και να συμβιώσουν με το πολυαριθμότερο σλαβικό στοιχείο. Παρ’ όλες τις προσπάθειες των Βουλγάρων, για αρκετό διάστημα τα δυο στοιχεία διατηρούν την αυτοτέλειά τους. Σχεδόν έναν αιώνα μετά από τη ίδρυση του κράτους, το 764 η σλαβική φυλή των Σεβέρων είχε ακόμα τον δικό της άρχοντα, ενώ για τους πρωτοβούλγαρους επιγραφές διασώζουν τουρκικά ονόματα και θεσμούς τουρανικούς. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι οι Σλάβοι είχαν ξεχωριστή κρατική οργάνωση μέσα στο βουλγαρικό κράτος. Όμως, οι Βούλγαροι που ήταν μειονότητα, θα καμφθούν σιγά – σιγά από τον αριθμητικό όγκο των Σλάβων. Η συγχώνευση έγινε βαθμιαία και όχι πάντα ειρηνικά. Στο νέο αυτό κράτος οι Βούλγαροι έδωσαν το όνομα και το κρατικό πλαίσιο και οι Σλάβοι τη λαϊκή βάση και φυσικά τη γλώσσα.

          Στα μέσα του 8ουαι υπήρξε ένταση στις βυζαντινοβουλγαρικές σχέσεις. Κύρια αιτία ήταν η προσπάθεια των Βουλγάρων να διευρύνουν τη λαϊκή τους βάση με προσάρτηση σλαβικών φυλών που κατοικούσαν σε βυζαντινά εδάφη. Ο Κωνσταντίνος Ε΄, ο επονομαζόμενος Κοπρώνυμος, που του δόθηκε αυτός ο μειωτικός χαρακτηρισμός από την εκκλησία μια που ήταν εικονομάχος αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένας από τους μεγαλύτερους βυζαντινούς αυτοκράτορες, προσπάθησε να αντιμετωπίσει τους Βούλγαρους. Εγκατέστησε στη Θράκη πληθυσμούς με πολεμική εμπειρία από τη Μικρά Ασία, τους οποίους επιχορήγησε πλουσιοπάροχα, ενώ προσπάθησε να ενισχύσει τη φιλοβυζαντινή μερίδα μέσα στο βουλγαρικό κράτος. Με μια σειρά εκστρατειών, έφτασε κοντά σε αυτό που όπως έλεγε ήταν ο σκοπός της ζωής του, να εξαφανίσει τη Βουλγαρία. Οι Βούλγαροι πράγματι έφτασαν ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική καταστροφή, αλλά παρ’ όλα αυτά άντεξαν. Και όταν πέθανε ο Κωνσταντίνος Ε΄ μάλλον ανάσαναν.

χάρτης με το κράτος του Ασπαρούχ
χάρτης με το κράτος του Ασπαρούχ

          Ο 9οςαι υπήρξε περίοδος αναπτύξεως για το βουλγαρικό κράτος. Η συνεπής πολιτική ικανών ηγεμόνων εδραίωσε τη θέση τους στη βαλκανική και πέτυχε την εσωτερική συνοχή. Οι Βούλγαροι κατόρθωσαν να επιβάλλουν την πολιτική τους οργάνωση στους ανοργάνωτους σλαβικούς πληθυσμούς, ενώ η ομαλή διαδοχή των ηγεμόνων εξασφάλισε την πολιτική ισορροπία. Στα δυτικά τους σύνορα οι περιστάσεις ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές γι’ αυτούς. Το κράτος των Αβάρων κατέρρευσε από τα χτυπήματα του Καρλομάγνου και οι Βούλγαροι, επωφελούμενοι από το γεγονός αυτό, επεκτάθηκαν ως τον μέσο Δούναβη και τον Τίσσα, όπου έγιναν γείτονες με τους Φράγκους και όπως καταλαβαίνουμε είχε δυσμενείς συνέπειες για το Βυζάντιο. Ένα ισχυρό γειτονικό κράτος, που ασκούσε επιρροή στους σλαβικούς πληθυσμούς του Βυζαντίου, ήταν επικίνδυνο. Η επέκταση των Βουλγάρων προς τα δυτικά απειλούσε τις βυζαντινές κτήσεις στην Παννονία (ουγγρική πεδιάδα) και στη Δαλματία, ιδιαίτερα σε μια εποχή που τα φραγκικά κράτη είχαν εδραιωθεί πολιτικά και οι Άραβες είχαν πετύχει σημαντικές κατακτήσεις στην Ευρώπη. Επομένως, μια νέα σύγκρουση Βυζαντινών και Βουλγάρων ήταν αναπόφευκτη.

          Αυτή η νέα περίοδος για το βουλγαρικό κράτος αρχίζει με ηγεμόνα τον Κρουμ, πιο γνωστό ως Κρούμο (803 – 814). Ήταν ένας πρωτόγονος, ως προς τη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα, αλλά ικανός πολεμιστής και με μεγάλες οργανωτικές ικανότητες. Εδραίωσε τη δύναμή του στο εσωτερικό και στράφηκε εναντίον του Βυζαντίου. Λίγο πριν από το Πάσχα του 809 καταλαμβάνει τη σημαντικότατη θρακική πόλη, τη Σερδική (Σόφια). Οι απώλειες των βυζαντινών στρατευμάτων και του άμαχου πληθυσμού ήταν μεγάλες. Η Σερδική ήταν σπουδαίο στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο και η άλωσή της άφηνε ακάλυπτες σημαντικές διόδους για τη Μακεδονία και τη Θράκη, ενώ δυσχέραινε την επικοινωνία και την οικονομία του Βυζαντίου, αφού ήταν, επιπλέον, ένας σημαντικός κόμβος στην περίφημη “βασιλική οδό” που από τη Ναϊσό (Νις) οδηγούσε στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Κρούμος αιχμαλωτίζει τον Νικηφόρο Α΄ (Ρώμη, Βατικανή Βιβλιοθήκη)
Ο Κρούμος αιχμαλωτίζει τον Νικηφόρο Α΄ (Ρώμη, Βατικανή Βιβλιοθήκη)

          Το 811 ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄, έπειτα από πολύμηνη προετοιμασία και πολλά διοικητικά και οικονομικά μέτρα εναντίον των Σλάβων της Θράκης, όπως η βίαιη εγκατάσταση χριστιανικών πληθυσμών, ετοιμάστηκε για πόλεμο. Ο Νικηφόρος απέρριψε τις προτάσεις ειρήνης του Κρούμου και εισέβαλε στη Βουλγαρία. Αφού κατέλαβε την Πλίσκα τη πρωτεύουσα των Βουλγάρων, εξόντωσε τη “φρουρά της αυλής” του Κρούμου, που το Ανώνυμο Χρονικό ανεβάζει σε 12χιλ., και αφάνισε 50χιλ. από το βουλγαρικό στράτευμα! Κάποια όμως αταξία στον βυζαντινό στρατό επέτρεψε στους Βούλγαρους να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους, αφού έκοψαν τις διόδους για να εμποδίσουν τη φυγή των Βυζαντινών. Στη μεγάλη μάχη που έγινε στις 26 Ιουλίου του 811 στις κλεισούρες του Αίμου, ο βυζαντινός στρατός καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Ο ίδιος ο Νικηφόρος Α΄ έπεσε στη μάχη και ο Κρούμος κατασκεύασε από το κρανίο του άτυχου Νικηφόρου ένα επιχρυσωμένο κύπελλο για να πίνει το κρασί του! Η πτώση του Νικηφόρου πανικόβαλε και σόκαρε τους Βυζαντινούς, όχι τόσο για την ειδεχθή συμπεριφορά απέναντι στη σορό του αυτοκράτορα, όσο για το ότι από το θάνατο του αυτοκράτορα Ουάλη (ή Βάλη) το 378 στη μάχη της Αδριανούπολης εναντίον των Οστρογότθων, ποτέ κανένας αυτοκράτορας δεν είχε σκοτωθεί σε μάχη.

          Έπειτα, ο Κρούμος συνέχισε, όχι απλώς να παρενοχλεί, αλλά να απειλεί άμεσα την ίδια την αυτοκρατορία. Την άνοιξη του 812 κατέλαβε τη Δεβελτό, πόλη του Εύξεινου Πόντου και εγκατέστησε τους κατοίκους της αλλού. Οι επιδρομές του ανάγκασαν τους πληθυσμούς σημαντικών πόλεων της Θράκης να τις εγκαταλείψουν. Μετά τις επιτυχίες αυτές, ο Κρούμος ζήτησε να γίνει συνθήκη ειρήνης, με βάση αυτή που είχε συναφθεί το 716 με τον Θεοδόσιο Γ΄. Επίσης ζήτησε ανταλλαγή πολιτικών προσφύγων. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβές απέρριψε τις προτάσεις και έτσι ο Κρούμος πολιόρκησε τον Οκτώβρη του 812 τη Μεσημβρία και την κατέλαβε παίρνοντας σημαντικά αποθέματα σε χρυσό και υγρό πυρ.

ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ' στο θρόνο. Βυζαντινή απεικόνιση
ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’ στο θρόνο. Βυζαντινή απεικόνιση

          Λίγο αργότερα, το Βυζάντιο θα περάσει μια από τις δυσκολότερες στιγμές του. Ο Κρούμος με μεγάλες δυνάμεις εκστράτευσε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Αφού πρώτα πολιόρκησε την Αδριανούπολη, έφτασε ως τα τείχη της Πόλης. Εκεί ο Κρούμος κατανόησε, δείχνοντας μεγάλο ρεαλισμό, πως ήταν αδύνατο να την καταλάβει, με τα πανίσχυρα τείχη της και τον πολυάριθμο στρατό να την υπερασπίζεται. Όμως, φεύγοντας κατέκαψε τα προάστια της Κωνσταντινούπολης, λεηλάτησε πολλές πόλεις και κατέλαβε την Αδριανούπολη, την οποία κατέστρεψε και οι 12χιλ. κάτοικοί της, μαζί με άλλους 40χιλ. αιχμαλώτους άλλων πόλεων, μεταφέρθηκαν στα βόρεια του Δούναβη, στη σημερινή Βεσσαραβία, όπου σχημάτισαν χωριστή αποικία με το όνομα Μακεδονία. Οι εξόριστοι Έλληνες έμειναν εκεί ως το 837, οπότε και επαναστάτησαν και κατόρθωσαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους με πλοία που είχε στείλει για τον σκοπό αυτό στις εκβολές του Δούναβη ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (829 – 842).

          Ο Κρούμος πέθανε ξαφνικά το 814 και τον διαδέχτηκε ο γιος του Όμουρταγκ (814 – 831). Ο νέος ηγεμόνας έπρεπε να αντιμετωπίσει τους Φράγκους και για να αποφύγει τον διμέτωπο αγώνα, επεδίωξε να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τους Βυζαντινούς. Το 815 υπογράφεται τριακονταετής ειρήνη. Ο πρώτος όρος της συνθήκης αναφέρεται στον καθορισμό των συνόρων των δυο κρατών. Η συνοριακή γραμμή άρχιζε από τη Δεβελτό, προχωρούσε προς τα δυτικά και διέσχιζε τον ποταμό Τούντζα, περνούσε ανάμεσα από Αδριανούπολη και Φιλιππούπολη και κατέληγε βόρεια στον Αίμο. Οι Σλάβοι που ήταν υπήκοοι του Βυζαντίου παρέμεναν εκεί, ενώ αυτοί που δεν υπάγονταν στην αυτοκρατορία και κατοικούσαν στα παράλια, θα επέστρεφαν στη χώρα τους. Άλλος όρος μιλούσε για ανταλλαγή αιχμαλώτων. Γενικά και οι άμεσοι διάδοχοι του Όμουρταγκ διατήρησαν τις καλές σχέσεις με το βυζάντιο. Όμως δεν έλειψαν και από τα δυο μέρη εχθρικές επιχειρήσεις που έπλητταν τις πόλεις της Θράκης.

Η δολοφονία του Βάρδα η Καίσαρα στα πόδια του Μιχαήλ Γ '
Η δολοφονία του Βάρδα η Καίσαρα στα πόδια του Μιχαήλ Γ ‘

Τον Μαλαμίρ και τον Πρεσιάμ διαδέχτηκε ο Βόρις (852 – 889), που συνέχισε την πολιτική των προκατόχων του: διατήρησε φιλικές σχέσεις με το Βυζάντιο, προσπάθησε να επεκτείνει τη βουλγαρική επιρροή στον μέσο ρου του Δούναβη και ήρθε σε συνεννόηση με τους Φράγκους, αλλά το πιο σημαντικό επίτευγμά του ήταν η αποδοχή του χριστιανισμού του ανατολικού δόγματος φέρνοντας οριστικά τη χώρα του στη σφαίρα επιρροής του Βυζαντίου.

Μια ματιά στο εσωτερικό του μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους θα ήταν χρήσιμη για να κατανοήσουμε βαθύτερα αυτόν τον λαό. Ο Κρούμος και οι διάδοχοί του αγωνίστηκαν για να καταστείλουν τις φυγόκεντρες τάσεις των ημιανεξάρτητων τοπικών αρχηγών και εφάρμοσαν μια συγκεντρωτική πολιτική, που είχε ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί η κρατική εξουσία. Οι τοπικοί αρχηγοί των επαρχιών αντικαταστάθηκαν από διοικητικά όργανα που εξαρτιόνταν απευθείας από την ηγεμόνα. Σ’ αυτήν την πολιτική τους οι ηγεμόνες στηρίχτηκαν κυρίως στους Βογιάρους που αντιπροσώπευαν τη μεγάλη ιδιοκτησία και παράλληλα ενίσχυσαν με τη νομοθεσία τους θεσμούς.

Ο Κρούμος ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που θέσπισε νόμους στο κράτος του και ο Όμουρταγκ έθεσε τις βάσεις της διοικητικής οργανώσεως. Η πρώτη αυτή νομοθεσία περιλάμβανε κυρίως μέτρα προστασίας της ελεύθερης ιδιοκτησίας της γης. Στη Βουλγαρία υπήρχαν τον 9οαι μεγάλοι γαιοκτήμονες, οι Βογιάροι και οι ελεύθεροι χωρικοί. Υπήρχαν επίσης πάροικοι εξαρτημένοι από το κράτος ή τους Βογιάρους. Γενικά ο πληθυσμός ήταν αγροτικός και κτηνοτροφικός που την ανάπτυξή του ευνοούσε η διαμόρφωση του εδάφους με τις μεγάλες και εύφορες πεδιάδες. Λίγο αργότερα αναπτύχθηκε σημαντικά η οικονομία με το εμπόριο, αφού η χώρα είχε μια καίρια θέση για τη διακίνηση εμπορευμάτων. Αυτό που έλειπε ήταν η βιομηχανία και εξυπηρετούταν από το βυζάντιο. Σιγά – σιγά, άρχισαν να αναπτύσσονται κάποιες πόλεις σε σημαντικά κέντρα, όπως η Βάρνα, η Πρεσλάβα, η Πλίσκα και αργότερα η Σόφια. Και ο Κρούμος και ο Όμουρταγκ ανέπτυξαν μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα. Τα κτήρια, τα έργα τέχνης και η καθημερινή ζωή θα είναι βαθιά επηρεασμένα από το Βυζάντιο και τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό.

χάρτης της βυζαντινής αυτοκρατορίας γύρω στο 500 μ. Χ.
χάρτης της βυζαντινής αυτοκρατορίας γύρω στο 500 μ. Χ.

Η ελληνική ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους και της νεοεισελθούσης χριστιανικής θρησκείας. Διότι ούτε οι Βούλγαροι, ούτε οι Σλάβοι είχαν δικό τους αλφάβητο. Οι Βούλγαροι έφεραν βέβαια από την Ασία μια ρουνική γραφή, αλλά ή χρήση της ήταν περιορισμένη και μυστικιστική και δεν μπόρεσε ποτέ να καλύψει τις ανάγκες του κράτους και των κατοίκων. Ο εκχριστιανισμός ήταν για τους Βούλγαρους όχι μόνο θρησκευτική και πνευματική ανάγκη, αλλά και πολιτική επιλογή για τη συνένωση των Πρωτοβουλγάρων και των ειδωλολατρών Σλάβων. Παρά τις μετέπειτα αρκετές πολεμικές αναμετρήσεις των Βουλγάρων με τους Βυζαντινούς, το βουλγαρικό κράτος είχε για τα καλά δεθεί πολιτιστικά και πνευματικά με το άρμα της ανατολικής αυτοκρατορίας, φέρνοντάς το μέσα στη μεγάλη βυζαντινή κοινοπολιτεία.

Γράφει ο Χρήστος Μπαρμπαγιαννίδης ..................

Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές

https://eranistis.net/wordpress/2017/01/29/%ce%b7-
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η καταγωγή των Βουλγάρων και η εγκατάστασή τους στη βαλκανική χερσόνησο"

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

1453-1821: 124 επαναστάσεις ενάντια στους Οθωμανούς

Στα αμέτρητα χρόνια της σκλαβιάς, είχαν προηγηθεί 123 ξεσηκωμοί κατά των Τούρκων. Οι περισσότεροι, αυθόρμητοι κι απαράσκευοι...


Όχι λίγοι, με προτροπή ξένων δυνάμεων, που εγκατέλειπαν στην πορεία τους ξεσηκωμένους. Πνίγηκαν όλες στο αίμα. Πηγή: Protagon.gr

 Ένας ταχυδρόμος έφερε το δυσάρεστο μήνυμα στην Υψηλή Πύλη, την 1η Μαρτίου του 1821: Ο υπασπιστής του τσάρου Αλέξανδρου Α’ της Ρωσίας, στρατηγός Αλέξανδρος Υψηλάντης, εδώ και πέντε μέρες, ξεσήκωσε τους Έλληνες της Μολδοβλαχίας σε επανάσταση και βοηθά και τους Βλάχους του Βλαδιμηρέσκου που επαναστάτησαν από τις 17 Ιανουαρίου. Για τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, το μήνυμα ήταν σαφές: 

Ο τσάρος παρασπόνδησε τη στιγμή που η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε προβλήματα και προσπαθούσε να του πάρει κι άλλα εδάφη. Το ίδιο άλλωστε είχε κάνει και η μεγάλη Αικατερίνη, καμιά τριανταριά χρόνια πριν. Με τον Αλή πασά επαναστατημένο και τους Σουλιώτες να έχουν γυρίσει στα μέρη τους και να ξαναχτυπούν τους Τούρκους στην Ήπειρο, με τους Μολδαβούς ξεσηκωμένους στον Δούναβη και με προβλήματα στην Περσία, στη Συρία (με τους Δρούσους), στην Αραβία (με τους σεΐχηδες) και στην Αίγυπτο που έδειχνε χωριστικές τάσεις, ένα του έλειπε του Μαχμούτ: Ν’ ανοίξει μέτωπο και με τους Ρώσους. Θα περνούσε καιρός, ώσπου να μάθει πως ο τσάρος δεν είχε καμιά σχέση. 

Ως τότε, η ασπίδα της επανάστασης θα κρατούσε τους Τούρκους μακριά από την Πελοπόννησο. Το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας πετύχαινε στο ακέραιο. Στις 21 Φεβρουαρίου, οι Έλληνες είχαν την πρώτη τους «ανεπίσημη» σύγκρουση με τους Τούρκους, τους οποίους εξόντωσαν στο Γαλάτσι της Μολδαβίας. Στις 23 του μήνα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε απευθυνθεί «προς το έθνος της Μολδαβίας» διαβεβαιώνοντάς τους ότι οι Έλληνες θα σταθούν στο πλευρό τους. Ήταν 24 Φεβρουαρίου του 1821, όταν, στο Ιάσιο της Μολδαβίας, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δημοσιοποίησε την προκήρυξή του με τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος».

 Ήταν η προκήρυξη της επανάστασης. Άρχιζε με την αναγγελία: «Η ώρα ήλθεν, ω Έλληνες». Και κατέληγε: «Εις τα όπλα, λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς μας προσκαλεί». Την ίδια μέρα, έγραφε στον τσάρο, ζητώντας τη βοήθειά του. Τα νέα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη την 1η Μαρτίου, μέρα που ο Υψηλάντης άφηνε το Ιάσιο και με 2000 επαναστάτες βάδιζε δυτικά, παραγγέλλοντας στους Έλληνες ναυτικούς, στο Γαλάτσι, ν’ αναπλεύσουν τον Δούναβη και να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία. Έφτασε στο Βουκουρέστι. Αντιδρώντας, ο σουλτάνος Μαχμούτ ετοίμαζε θρησκευτικό πόλεμο φανατίζοντας τους Τούρκους. Προγραμμάτισε γενική σφαγή των χριστιανών.

 Όμως, ο ανώτατος θρησκευτικός αρχηγός των Οθωμανών, Χατζή Χαλίλ εφέντης, αρνήθηκε να υπογράψει τον φετφά. Την ίδια ώρα, 49 Φαναριώτες που κατείχαν ανώτατες θέσεις, υπέγραφαν κοινή δήλωση ότι «το γένος αγνοεί την επαναστατικήν εταιρείαν». Στις 23 Μαρτίου, διαβάστηκε στις εκκλησίες αμνηστία του σουλτάνου προς τους επαναστάτες, με την προϋπόθεση ότι θα κατέθεταν τα όπλα, και αφορισμός του Αλέξανδρου Υψηλάντη από το ορθόδοξο πατριαρχείο. Ο αφορισμός υπογράφηκε με τη σκέψη ότι έτσι θα γλίτωναν οι Έλληνες της Πόλης. Όμως, από τις 24 Μαρτίου, οι Τούρκοι άρχισαν να δολοφονούν όποιον είχε ίδιο όνομα με κάποιον επαναστάτη.

 Έτσι κι αλλιώς, η επανάσταση δεν μπορούσε πια ν’ ανακοπεί. Την ημέρα, που οι επαναστάτες αφορίζονταν (23 Μαρτίου), η Μεσηνιακή Σύγκλητος ανήγγειλε την επίσημη έναρξη του Αγώνα, με την «προειδοποίησιν προς τας ευρωπαϊκάς αυλάς». Ανάλογη προκήρυξη επιδιδόταν στους προξένους των ευρωπαϊκών δυνάμεων, στις 26 Μαρτίου, από το Αχαϊκό Διευθυντήριο. Ήταν ο 124ος ξεσηκωμός. Στα αμέτρητα χρόνια της σκλαβιάς, είχαν προηγηθεί 123 ξεσηκωμοί κατά των Τούρκων. Οι περισσότεροι, αυθόρμητοι κι απαράσκευοι. Όχι λίγοι, με προτροπή ξένων δυνάμεων που εγκατέλειπαν στην πορεία τους ξεσηκωμένους. Πνίγηκαν όλες στο αίμα. Ήταν στα 1481, μόλις 28 χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, όταν ο Κορκόδειλος Κλαδάς και οι Μανιάτες αγωνιστές επαναστάτησαν. Έφτασαν ως την Ήπειρο κι απελευθέρωσαν την περιοχή της Χιμάρας.

 Αβοήθητος από τη Δύση, που τον είχε ενθαρρύνει, ο Κλαδάς αιχμαλωτίστηκε, εννέα χρόνια αργότερα, και γδάρθηκε ζωντανός. Ήταν το 1489, όταν ο τελευταίος του βυζαντινού αυτοκρατορικού οίκου Ανδρέας Παλαιολόγος σήκωσε την επαναστατική σημαία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Από το 1492, ο επαναστατικός άνεμος πήρε τη μορφή σταυροφορίας με σύμμαχο τον Κάρολο Η’ της Γαλλίας. Πέντε χιλιάδες επαναστάτες απελευθέρωσαν την Ήπειρο και μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας. 

Ο αγώνας είναι τόσο δυνατός (γράφει ο Κωνσταντίνος Σάθας), ώστε οι Τούρκοι «αποσύρονται εκ των παραλίων και ετοιμάζονται να εγκαταλείψωσι την Κωνσταντινούπολιν». Όμως, συνασπισμός χριστιανικών κρατών συμμαχεί κατά του Καρόλου, που αναγκάζεται να γυρίσει στη Γαλλία. Αβοήθητοι, οι Έλληνες σφάζονται ανηλεώς. Το 1496, η επανάσταση έχει σβήσει. Νέες επαναστατικές κινήσεις, από το 1525 ως το 1533, κατέληξαν στη σφαγή των Ελλήνων: Στη Ρόδο, του μητροπολίτη Ευθυμίου και των προυχόντων. Στην Πελοπόννησο, των επαναστατών που εγκαταλείφθηκαν στη Μεθώνη από τους ιππότες της Μάλτας.

 Και, το 1565, πνίγεται στο αίμα ο ξεσηκωμός στην Ήπειρο, με αιτία το παιδομάζωμα. Η ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571 με την καταστροφή του τουρκικού στόλου, έδωσε νέες ελπίδες στους ραγιάδες. Η συμμαχία Ενετών, Ισπανών και πάπα ώθησε σε νέα επανάσταση. Οι ξεσηκωμένοι εγκαταλείφθηκαν για μια ακόμη φορά. Ακολούθησαν σφαγές στην Παρνασσίδα, στη Θεσσαλονίκη, στο Αιγαίο. 

Οι μητροπολίτες Πατρών και Θεσσαλονίκης κάηκαν ζωντανοί. Νέος ξεσηκωμός στην Ακαρνανία και την Ήπειρο, το 1585: Οι αρματολοί της Βόνιτσας Θόδωρος Μπούας Γρίβας και της Ηπείρου Πούλιος, Δράκος και Μαλάμος ελευθέρωσαν Βόνιτσα, Ξηρόμερο, Άρτα και βάδισαν για τα Γιάννενα. Νικήθηκαν, όμως, και οι πολλοί σκοτώθηκαν. Ο Μπούας έφυγε στην Ιθάκη, όπου πέθανε υποκύπτοντας στις πληγές του. Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, οι κλέφτες του Γιάννη Μπουκουβάλα πήραν εκδίκηση πολεμώντας τους προγόνους του Αλή πασά. Από το 1609 ως το 1624, ο δούκας του Νέβερ της Γαλλίας και Έλληνες συνωμότες οργάνωσαν ένα φιλόδοξο σχέδιο για να διώξουν τους Τούρκους από την Ελλάδα και δημιούργησαν τη χριστιανική στρατιά που θα ενωνόταν με τους επαναστάτες. Το σχέδιο ποτέ δεν μπήκε σ’ εφαρμογή.

 Όμως, στα δεκαπέντε αυτά χρόνια, οι Μανιάτες επαναστάτησαν κάμποσες φορές, ενώ ο μητροπολίτης Τρίκκης Διονύσιος ξεσήκωσε τους χωρικούς και, το 1616, εκστράτευσε στα Γιάννενα και κυρίευσε την πόλη. Νικήθηκε τελικά, αιχμαλωτίστηκε και γδάρθηκε ζωντανός. Το 1659, ξέσπασε νέα επανάσταση των Μανιατών που κράτησε ως το 1667. Τρία χρόνια αργότερα, οι Στεφανόπουλοι και άλλοι Μανιάτες έφυγαν στην Κορσική. Αλλεπάλληλοι ξεσηκωμοί των Ελλήνων, από το 1660, υποκινήθηκαν από τους Ενετούς. Ο Μοροζίνι ναυμαχούσε και πολεμούσε τους Τούρκους, ενισχυμένος από ενθουσιώδεις Έλληνες επαναστάτες. Πεθαίνει το 1694 στο Ναύπλιο αλλ’ ο ξεσηκωμός συνεχιζόταν. Το 1699, το βασίλειο της Πελοποννήσου πέρασε στους Ενετούς. Το κράτησαν ως το 1716, οπότε το ξαναπήραν οι Τούρκοι. Όμως, από το 1711, μια ακόμη μεγάλη δύναμη ενεπλάκη στην Ελλάδα: Ο τσάρος της Ρωσίας, Μέγας Πέτρος, εξέδωσε προκήρυξη, με την οποία καλούσε τους Έλληνες να επαναστατήσουν. Ονόμασε τον εαυτό του «Ρωσογραικών αυτοκράτορα», δίνοντας τροφή στη φαντασία. 

Στις εκκλησιές, μνημόνευαν τ’ όνομά του, ο Αγαθάγγελος προφήτευε τον λυτρωμό που «θα φέρει το ξανθό γένος» και, στα βουνά, τραγουδούσαν: Ακόμη τούτ’ η άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, καημένη Ρούμελη. Όσο να ρθει ο Μόσκοβος, ραγιάδες, ραγιάδες να φέρει το σεφέρι, Μοριά και Ρούμελη. Πενηνταπέντε χρόνια αργότερα, τα κοσμοκρατορικά σχέδια της Μεγάλης Αικατερίνης οδήγησαν στην επανάσταση του 1766 και στα ορλωφικά του 1770. Οι επαναστάτες εγκαταλείφθηκαν και πάλι. Άντεξαν ως το 1779, οπότε η Πελοπόννησος ειρήνευσε. Την αμέσως επόμενη χρονιά, το 1780, οι Τούρκοι βάλθηκαν να ξεπαστρέψουν τους κλέφτες της Πελοποννήσου.

 Οι Κολοκοτρωναίοι αντιστάθηκαν δώδεκα μερόνυχτα στη Μάνη και μετά έκαναν ηρωική έξοδο. Χάθηκαν οι περισσότεροι. Ο δεκάχρονος τότε Θόδωρος Κολοκοτρώνης, η μάνα του και μια του αδερφή οι μόνοι που σώθηκαν. Ο νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787 ώθησε την Αικατερίνη να ζητήσει από τους Έλληνες να επαναστατήσουν και πάλι. Τα ορλωφικά, όμως, ήταν πρόσφατα. Λίγοι σηκώθηκαν. Το 1788, επαναστάτησαν οι Σουλιώτες. 

Την ίδια χρονιά, φάνηκε στις θάλασσες ο μικρός στόλος του Λάμπρου Κατσώνη. Ήταν χιλίαρχος του ρωσικού στρατού. Ο οπλαρχηγός Ανδρίτσος με 500 κλέφτες επάνδρωσε τα καράβια. Ως το 1790, τσάκισαν πολλές φορές τους Τούρκους σε ναυμαχίες. Εκείνη τη χρονιά (1790), σε μια φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στην Άνδρο και την Εύβοια καταναυμάχησε τους Τούρκους αλλ’ έμεινε με επτά μόνο πλοία. Την επόμενη μέρα, βρέθηκε ανάμεσα σε δυο εχθρικούς στόλους και νικήθηκε.

 Ο Λάμπρος Κατσώνης και ο Ανδρίτσος συνέχισαν να πολεμούν. Το 1792, Ρωσία και Τουρκία υπέγραψαν ειρήνη. Ο Κατσώνης αρνήθηκε να καταθέσει τα όπλα και εξέδωσε προκήρυξη, την περίφημη «Φανέρωσιν του χιλιάρχου Λάμπρου Κατσώνη», με την οποία κατάγγελλε την Αικατερίνη και διακήρυσσε πως μόνοι τους οι Έλληνες θ’ αποκτούσαν την ελευθερία τους. Κατσώνης και Ανδρίτσος νικήθηκαν στο ακρωτήριο Ταίναρο και χώρισαν. Ο Κατσώνης αποσύρθηκε. Ο Ανδρίτσος με τους 500 του, πολεμώντας σαράντα μερόνυχτα, κατόρθωσε να φτάσει στην Πρέβεζα. Η επανάσταση των Σουλιωτών έσβησε στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 με τη συνθήκη, που τους επέτρεπε να φύγουν με τον οπλισμό τους. Ο Αλή πασάς, όμως, παρασπόνδησε και τους κυνήγησε. Μια ομάδα Σουλιώτες βρέθηκε, στις 23 Δεκεμβρίου στη Ρινιάσα, ανάμεσα στην Πρέβεζα και την Άρτα. Πάνω τους έπεσαν στίφη Αλβανών και τους κατέσφαξαν.

 Η Δέσπω Μπότση, με δέκα κόρες, εγγονές κι εγγόνια, πρόλαβε να οχυρωθεί στον πύργο του Δημουλά. Οι Αλβανοί την πολιόρκησαν. Αντιστάθηκε όσο μπορούσε. Στο τέλος, ανατινάχτηκαν όλοι, για να μην πέσουν ζωντανοί στα χέρια του εχθρού. Ο Κίτσος Μπότσαρης κατάφερε να φτάσει ως τ’ Άγραφα, όπου τον πρόλαβαν οι Αλβανοί. Οχυρώθηκε σ’ ένα μοναστήρι κι άντεξε ως τον επόμενο Απρίλιο. Ογδόντα κατάφεραν να ξεφύγουν. Τα παιδιά του Κίτσου, ο Γιάννης και η δεκαπεντάχρονη Λένω, συνέχιζαν να πολεμούν. Ο Γιάννης σκοτώθηκε στο μοναστήρι. Η Λένω έφτασε σ' έναν θείο της, που πολεμούσε στον Αχελώο. Με το όπλο στο χέρι, η Λένω έγινε ο φόβος των εχθρών της.

 Όταν έμεινε μόνη και κυκλώθηκε, η 15χρονη Σουλιώτισσα βούτηξε στο ποτάμι και πνίγηκε. Νέος επαναστατικός άνεμος διέτρεχε την Ελλάδα, το 1806, από την Πελοπόννησο ως τη Μακεδονία, καθώς οι Ρώσοι και οι Γάλλοι του Ναπολέοντα ανταγωνίζονταν, ποιοι θα προσεταιριστούν τους Έλληνες. Για μια ακόμα φορά, οι ξεσηκωμένοι εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους και οι Τούρκοι ξέσπασαν επάνω τους. Στην Πελοπόννησο, οι Τούρκοι ζητούσαν να τελειώνουν με τους Κολοκοτρωναίους. 

Οι σύντροφοι του Θόδωρου Κολοκοτρώνη δεν ήθελαν να φύγουν. Πολέμησαν μήνες, ώσπου να αναγκαστούν να περάσουν στα Κύθηρα κι από κει, στη Ζάκυνθο. Ακολούθησαν η εποποιία του Νικοτσάρα στη Μακεδονία και του Γιάννη Σταθά στο Αιγαίο, που ανάγκασαν την Υψηλή Πύλη να έρθει σε συνδιαλλαγή με τους επαναστάτες. 

Στα 1814, ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία. Επτά χρόνια αργότερα, ξεσπούσε ο 124ος ξεσηκωμός που οδήγησε στην ελευθερία.

  www.historyreport.gr  Πηγή: Protagon.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "1453-1821: 124 επαναστάσεις ενάντια στους Οθωμανούς "
Related Posts with Thumbnails