Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Η συμμετοχή της Αλβανίας στην επίθεση κατά της Ελλάδας την 28η Οκτωβρίου 1940


Ποιος ο ρόλος της Αλβανίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Του Χαράλαμπου Νικολάου / Ταξίαρχου ε.α., τ. καθηγητή Στρατιωτικής Ιστορίας ΣΣΕ


Ο "Βασιλιάς" της Αλβανίας Ζώγου
Το 1939 τα ιταλικά στρατεύματα, υπό τον στρατηγό Γκουτσόνι, αποβιβάσθηκαν στο Δυρράχιο, το πρωί της 7ης Απριλίου. Ο βασιλιάς Ζώγου δεν αιφνιδιάστηκε δεδομένου ότι είχαν προηγηθεί, πριν από έναν μήνα και πλέον, εντατικές διπλωματικές συνομιλίες. Υφίστατο το στοιχείο του αιφνιδιασμού για τις ξένες κυβερνήσεις, εκτός της Γερμανίας και ίσως της Γιουγκοσλαβίας. Δεν προβλήθηκε καμία σοβαρή αντίσταση κατά των Ιταλών. Ο αλβανικός λαός στην πλειοψηφία του υποδέχθηκε τους Ιταλούς στρατιώτες ως “ελευθερωτές”.



Τα γεγονότα έκτοτε διαδέχθηκαν το ένα το άλλο με κινηματογραφική ταχύτητα. Στις 14 Απριλίου 1939 η Αλβανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Στις 15 Απριλίου έγινε δεκτή στο Κυρηνάλιο (ανάκτορο στη Ρώμη, θερινή διαμονή των Πάπων μέχρι το 1870, στη συνέχεια κατοικία του βασιλιά της Ιταλίας και αργότερα του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας), πολυμελής αλβανική αντιπροσωπεία υπό τον πρωθυπουργό Βερλάτση. Αυτός προσφώνησε τον Bασιλιά αυτοκράτορα πρώτα στην αλβανική και έπειτα στην ιταλική γλώσσα και του προσέφερε το “στέμμα του Σκεντέρμπεη”. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η ιταλική Βουλή έδωσε τη συναίνεση της για την “προσωπική ένωση” και την επομένη έπραξε το ίδιο η Γερουσία. Διορίστηκε τοποτηρητής του βασιλιά, όχι μέλος της δυναστείας (είχε γίνει λόγος για τον δούκα του Μπέργκαμο), αλλά ο πρεσβευτής Τζακομόνι.

Στις 21 Απριλίου αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Βερλάτση η σύσταση Αλβανικού Φασιστικού Κόμματος. Στις 3 Ιουνίου έλαβε χώρα η τελευταία πράξη του αλβανικού οράματος: αντιπροσωπεία από τους Βερλάτση, Ντίνο και Κολίκβι και τρεις ανώτερους αξιωματικούς επέδωσε στον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία ο Αλβανικός Στρατός ενσωματωνόταν στον Ιταλικό Στρατό.

Ο αλβανικός Τύπος προ του πολέμου παρουσίαζε άρθρα με πολεμική κατά της Ελλάδας. Μάλιστα ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Τσιάνο, διέταξε τον τοποτηρητή στην Αλβανία Τζακομόνι: “Φροντίστε ώστε ο αλβανικός Τύπος να συνεχίζει τη ζωηρή του πολεμική εναντίον της Ελλάδας”.
Γκαλεάτσο Τσιάνο
Ο Γερμανός καθηγητής πανεπιστημίου Χ. Ρίχτερ γράφει: “Οι ρίζες της πολεμικής αυτής εμπλοκής της Ιταλίας φθάνουν μέχρι το 1923, όταν ο Μουσολίνι επεχείρησε να καταλάβει την Κέρκυρα και αναγκάστηκε από τις Αγγλία και Γαλλία να εγκαταλείψει το εγχείρημα του”. Ο Τσιάνο στο ημερολόγιο του γράφει ότι τον Αύγουστο του 1940 ο Μουσολίνι δήλωσε πως οι Έλληνες επλανώντο, αν θεωρούσαν ότι είχε ξεχάσει εκείνο το επεισόδιο, και ότι ο λογαριασμός τους έμενε ανοικτός.
Στις αρχές Ιουνίου του 1939 οι Μουσολίνι και Τσιάνο, θέλοντας να μειώσουν την οργή των Αλβανών για την απώλεια της ανεξαρτησίας τους, προσπάθησαν να τους παραπλανήσουν καλλιεργώντας τους ελπίδες αλυτρωτισμού για το Κοσσυφοπέδιο και την Τσαμουριά, που έπρεπε να απελευθερωθούν.
Σύμφωνα με ιταλικές πηγές, η στάση της αλβανικής ηγεσίας λίγο πριν κηρυχθεί ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν υπέρ των Ιταλών. Ο Ιταλός τοποτηρητής Τζακομόνι, σε τηλεγράφημα του προς τον Τσιάνο, στις 24 Αυγούστου 1940, μεταξύ των άλλων ανέφερε τα εξής: “Από παντού καταφθάνουν έγγραφα που αποδεικνύουν τον ορθό προσανατολισμό των Αλβανών, άπειρες είναι οι αιτήσεις για κατάταξη στα εθελοντικά σώματα (…). Σε όλα τα κεντρικά σημεία της Αλβανίας παρατηρείται ζωηρό ενδιαφέρον και προσήλωση στις προσταγές του Ντούτσε. Η κίνηση του στρατού προκάλεσε μεγάλη ζωηρότητα κι’ ανυπομονησία για δράση…”.

Μπαντόλιο
Κατά τη σύσκεψη της 15ης Οκτωβρίου 1940 στο Παλάτσο Βενέτσια, ο τοποτηρητής Τζακομόνι, σε ερώτηση του Ντούτσε για το πώς βλέπει την κατάσταση στην Αλβανία, απάντησε: “Στην Αλβανία αναμένουν την ενέργεια με ανυπομονησία. Η χώρα έχει ξεσηκωθεί και οι κάτοικοι είναι γεμάτοι χαρά. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ο ενθουσιασμός τους είναι τόσο ζωηρός ώστε τον τελευταίο καιρό έχουν κάπως δυσαρεστηθεί επειδή η ενέργεια δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί”.

Ο Ιταλός στρατηγός Σ. Βισκόντι Πράσκα, στο βιβλίο του για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, έγραφε τα εξής: “Σύμφωνα με υπόσχεση του στρατάρχη Μπαντόλιο προ του πολέμου, θα μπορούσαν να αποσταλούν στην Αλβανία για την ενδεχόμενη ενέργεια κατά της Ελλάδας….10.000 τυφέκια για τον εξοπλισμό των αλβανικών ταγμάτων εθελοντών, τα οποία θα χρησιμοποιούντο ως τμήματα κάλυψης”.
Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης στο Παλάτσο Βενέτσια (15 Οκτωβρίου 1940)” Ο Μουσολίνι, ακόμα, ζήτησε από τον Τζακομόνι κι εμένα πληροφορίες για τα αλβανικά τμήματα, ενώ διατύπωσε την αρχή ότι ο ρόλος των Αλβανών θα έπρεπε να περιοριστεί σε στενά πλαίσια…”. “Ειδικότερα είχαν συγκροτηθεί τρία τάγματα διοικητικής μέριμνας από εφέδρους Ιταλούς (…) και από εφέδρους Αλβανούς (…).

Κατόπιν προχωρήσαμε στην ίδρυση δύο ταγμάτων Φασιστικής Πολιτοφυλακής από Αλβανούς (…). Πρότεινα στον Τζακομόνι να συστήσει μερικά τάγματα από Αλβανούς εθελοντές, δύο διαφορετικών τύπων: Τάγματα καθορισμένα για την άμυνα συγκεκριμένων διαβάσεων ή κοιλάδων στο μέτωπο και τάγματα πιο ευκίνητα, δυνάμενα να προσκολληθούν στα μάχιμα στρατεύματα μας.
Με τη βοήθεια της αλβανικής κυβέρνησης και διαφόρων αρχηγών φυλών εξασφαλίστηκε η δυνατότητα συγκρότησης 10-12 ελαφρών ταγμάτων συνολικής δύναμης 6-7.000 ανδρών, επιλεγέντων από τις πιο πολεμικές φυλές και μάλιστα από αυτούς που υπήρχε ενδεχόμενη σχέση με πληθυσμούς εκτός συνόρων (σ.σ. προφανώς εννοούσε τους Τσάμηδες). Τα ευκίνητα τάγματα, τύπου ανταρτικών ομάδων, προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των μεραρχιών μας (…).
Το Υπουργείο Στρατιωτικών, κατόπιν επανειλημμένων οχλήσεων, τελικά ενέκρινε την αποστολή του οπλισμού για τη συγκρότηση των αλβανικών μονάδων. Όμως αργότερα άλλαξε γνώμη και διέταξε τον περιορισμό της σύστασης των εθελοντικών αλβανικών ταγμάτων μόνο στη νότια Αλβανία (σε αυτήν όπου υφίστατο το μεγαλύτερο μέρος των φιλελληνικών στοιχείων), δηλαδή συνολικά έξι τάγματα” (σ.σ. Ο Β. Πράσκα αναφέρει ως “φιλελληνικά = grecofili” τα αμιγώς ελληνικά βορειοηπειρωτικά φύλα).

Σε ερώτηση του Ντούτσε, κατά τη σύσκεψη, “Ποια η συνεισφορά των Αλβανών τόσο σε τακτικό στρατό, όσο και σε άτακτους στους οποίους δίδω μεγάλη σημασία”, ο Πράσκα απάντησε “Για το θέμα αυτό έχουμε καταρτίσει ανάλογο σχέδιο. Προτείνουμε την οργάνωση συγκροτημάτων άτακτων από 2.500 ως 3.000 άνδρες, στελεχωμένων με αξιωματικούς μας”.

Ο τοποτηρητής Τζακομόνι, σε μυστικό υπόμνημα του προς τον υπουργό Αλβανικών Υποθέσεων, Μπενίνι, στις 19 Οκτωβρίου 1940, μεταξύ των άλλων γράφει: “…Από την άλλη προετοιμάζω αλβανικά στοιχεία, εξακριβωμένα θαρραλέα, ειδικά Τσαμουριώτες, τα οποία θα έχουν ως αποστολή να εισέλθουν κρυφά στο ελληνικό έδαφος και εκεί, την ώρα που θα επιτεθεί ο στρατός μας, θα διαπράξουν με τη βοήθεια των πέρα από τα σύνορα φίλων τους τις παρακάτω πράξεις: καταστροφή τηλεγραφικών και τηλεφωνικών συρμάτων, εξάλειψη των φυλακίων και των παρατηρητηρίων κατά μήκος των συνοριακών γραμμών (…).

Μερικά από τα στοιχεία αυτά θα εφοδιαστούν από την υπηρεσία στρατιωτικών πληροφοριών με μερικούς φορητούς πομπούς, χάρη στους οποίους η διοίκηση του στρατεύματος θα έχει ακριβείς ειδήσεις περί των θέσεων των ελληνικών στρατευμάτων”. Πληροφορεί δε τον Μπενίνι ότι μεταξύ των Αλβανών παρατηρείται αίσθημα αναμονής, εμπιστοσύνης και άγριας διάθεσης. Ο ίδιος στις 21 Οκτωβρίου γράφει στον Μπενίνι: “Θα μπορούσε να αποσπασθεί, όσο θα διαρκούν οι εχθροπραξίες, το Τάγμα της Βασιλικής Αλβανικής Φρουράς”.

Ο αντιβασιλιάς της Αλβανίας βεβαίωσε “ότι είναι πάρα πολλές οι αιτήσεις των Αλβανών να καταταγούν στα σχηματιζόμενα αλβανικά σώματα, προοριζόμενα να κτυπήσουν τους Ελληνες και να συνεργαστούν με τον Ιταλικό Στρατό, και ότι ο πληθυσμός ελπίζει, επίσης, να κληθούν υπό τα όπλα μερικές ηλικίες…”.

Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ.

Ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, που άρχισε την 28η Οκτωβρίου 1940, επεκτάθηκε αυτόματα και μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Η Αλβανία, συνδεδεμένη την εποχή εκείνη με καθεστώς “προσωπικής ένωσης” με την Ιταλία, είχε δεχθεί με νόμο του Κοινοβουλίου της (Αλβανικός Νόμος, 10 Ιουνίου 1940) ότι: “το Βασίλειο της Αλβανίας αναγνωρίζει ότι θα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τα κράτη τα οποία θα βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση με το Βασίλειο της Ιταλίας”.


Συνεπώς με την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία εναντίον της Ελλάδας βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση με την πατρίδα μας. Γι’ αυτό η Ελλάδα με το Βασιλικό Διάταγμα (ΒΔ) της 10ης Νοεμβρίου 1940, το οποίο εκδόθηκε σε εφαρμογή του ΑΝ (Αναγκαστικού Νόμου) 2636/1940 “Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών”, όρισε ως εχθρικά κράτη “την Ιταλία
τσάμηδες με Ιταλικές στολές επιθεωρούνται από Γερμανό αξιωματικό.jpg
μαζί με τις κτήσεις, τα αυτοκρατορικά της εδάφη και τις αποικίες, καθώς και την Αλβανία”.
Ο Ιταλός στρατηγός Βισκόντι Πράσκα σε διαταγή του της 21ης Οκτωβρίου 1940 αποκαλύπτει ότι είχε αναθέσει σε ειδικούς αξιωματικούς, συνοδευόμενους από Αλβανούς οδηγούς, να εκτελούν αναγνωρίσεις στην άμεση περιοχή των συνόρων. Περαιτέρω η διαταγή καθόριζε ότι έπρεπε να οργανωθούν ειδικά τμήματα αποτελούμενα ως επί το πλείστον από Αλβανούς, πλαισιούμενους μόνο από Ιταλούς, και επιφορτισμένα με την εξουδετέρωση των μεμονωμένων Ελλήνων σκοπών και με την αποκοπή των τηλεφωνικών γραμμών.

Η προκήρυξη που διάβασε ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου Βερλάτσι, στις 28 Οκτωβρίου 1940, αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: “…Οι στρατιώτες του ένδοξου Ιταλικού Στρατού, στις τάξεις του οποίου περιλαμβάνονται πολλές μονάδες Αλβανών στρατιωτών…”. Ο Ιταλός ιστορικός Μάριο Τσέρβι γράφει: “Στις ιταλικές μεραρχίες περιλαμβάνονταν επίσης αλβανικά τμήματα (…). Εκπαιδεύτηκαν ακόμα και Αλβανοί, που θα ήθελαν να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις”.

Ο Γερμανός καθηγητής Χ. Ρίχτερ σημειώνει: “…Η συνολική δύναμη του Ιταλικού Στρατού στην Αλβανία δύο ημέρες πριν από την επίθεση ανερχόταν σε 140.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων (…) και των Αλβανών εθελοντών”. Ο Αμερικανός καθηγητής του πανεπιστημίου Χάρτφοντ, Μπ.Φίσερ, στην ανακοίνωση του κατά το Συνέδριο του ΙΜΧΑ (Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου), τον Οκτώβριο του 1990, ανέφερε σχετικά τα εξής: “Ο Μουσολίνι είχε δώσει διαταγές να υπάρχουν δύο αλβανικά τάγματα σε κάθε ιταλική μεραρχία, που χρησιμοποιήθηκαν για την εισβολή στην Ελλάδα, και επί πλέον είχαν σχηματιστεί τρία τάγματα Αλβανών μελανοχιτώνων, που είχαν το σύνθημα “Πεθαίνουμε όλοι για τον Ντούτσε”.

Διάφορες μυστικές διαταγές επιχειρήσεων του διοικητή της Μεραρχίας “Τζούλια”, στρατηγού Μάριο Τζιρότι, χρονολογούμενες από τις 21 Οκτωβρίου 1940 και μετά, οι οποίες έπεσαν αργότερα στα χέρια του Ελληνικού Στρατού, αποκαλύπτουν ότι είχε αναθέσει εργασίες σε ειδικούς αξιωματικούς, συνοδευόμενους από ντόπιους Αλβανούς, φέροντες ενδυμασίες χωρικών…Κατά την αρχική προέλαση της Μεραρχίας “Τζούλια” στον τομέα της Πίνδου οι επιτιθέμενοι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν Αλβανούς οι οποίοι γνώριζαν ελληνικά και φώναζαν στους Ελληνες στρατιώτες να παραδοθούν, λέγοντας ότι ο αγώνας τους ήταν πλέον μάταιος εφόσον στην Αθήνα είχε γίνει επανάσταση, η κυβέρνηση Μεταξά είχε πέσει, η νέα κυβέρνηση είχε συμμαχήσει με τον Άξονα κ.ά. Στις 2 Νοεμβρίου 1940 τάγμα Αλβανών επιτέθηκε στο Καλπάκι απεγνωσμένα, χωρίς επιτυχία. Αλβανοί αυτόμολοι παρείχαν πληροφορίες στον Ελληνικό Στρατό.

Ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, διοικητής της VIII Μεραρχίας η οποία αντιμετώπισε την κύρια προσπάθεια της ιταλικής επίθεσης, γράφει για τη συμμετοχή αλβανικών δυνάμεων στον τομέα της Μεραρχίας: “Συμμετείχαν τρία τάγματα μελανοχιτώνων (Ι, II, III), δύο αλβανικά τάγματα πεζικού (“Γκράμος” και “Ντρίνος”), αλβανική ορειβατική πυροβολαρχία (“Νταϊτι”), τάγμα Αλβανών εθελοντών και σώματα άτακτων Αλβανών”.

Όπως καταγγέλλει ο υποστράτηγος, κατά τον Οκτώβριο του 1940 ο Αλβανός υπουργός Δικαιοσύνης συγκροτούσε συμμορίες με σκοπό να δράσουν στο ελληνικό έδαφος. Ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού κατά τον πόλεμο 1940-41, σημειώνει: “Όλες οι ιταλικές μεραρχίες πεζικού ήταν ενισχυμένες σε πεζικό με τάγματα Αλβανών…”.

Ο Β. Πράσκα στο τμήμα του βιβλίου του “Εξέλιξη των επιχειρήσεων από 28 έως 31 Οκτωβρίου 1940″, ανακεφαλαιώνοντας γράφει για τη συμμετοχή των αλβανικών μονάδων τα εξής: “…Φάλαγγα “Σολίνας” II Τάγμα της 1ης Λεγεώνας Αλβανών εθελοντών. (…) Κεντρική Φάλαγγα και Διοίκηση Μεραρχίας “Φερράρα” Ι Τάγμα Αλβανών Εθελοντών. (…) Παραλιακό Συγκρότημα… Τα τμήματα διαπεραιώθηκαν με την κάτωθι σειρά… 6) Τα τάγματα Αλβανών εθελοντών “Πεσκοσόλιντο” και “Κιαραβάλλε”. (…) “Τα αλβανικά τάγματα εθελοντών, προπορευόμενα του 3ου Συντάγματος Γρεναδιέρων και κινούμενα…”…”Τα τάγματα Αλβανών εθελοντών, επίσης, ήλεγχαν πλήρως την αμαξιτή οδό (Ηγουμενίτσας-Βάρφανης).

Στην επίθεση εναντίον του υψώματος 1289 του Λαπιστέτ, στις 09.30 της 4ης Νοεμβρίου 1940, έλαβε μέρος ένα από τα πιο επίλεκτα τμήματα των Αλβανών, το τάγμα “Τιμόρ”, το οποίο και κατόρθωσε να το καταλάβει. Με άμεση αντεπίθεση των Ελλήνων το τάγμα “Τιμόρ” αναδιπλώθηκε και διασκορπίστηκε στην κοιλάδα με άτακτη φυγή. Υποχρεώθηκαν να επέμβουν οι βερσαλιέροι για να σταματήσουν τους Αλβανούς.

Στην αναφορά που ακολούθησε διαπιστώθηκε ότι από τη δύναμη των 1.200 ανδρών του τάγματος είχαν απομείνει μόνο μερικές εκατοντάδες. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο απαρηγόρητος, όπως γράφει ο Μ. Τσέρβι, διοικητής του Τάγματος. Αλβανικό τάγμα στις 25 Νοεμβρίου 1940 συμμετείχε με τα ιταλικά στρατεύματα στην επίθεση για την κατάληψη του σταυροδρομιού παρά το Δελβινάκι. Οι Αλβανοί αρχικά κατέλαβαν το χωριό αλλά την επόμενη με αντεπίθεση των Ελλήνων αυτό ανακαταλήφθηκε. Το αλβανικό τάγμα είχε απώλειες και αρκετοί άνδρες του συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.

Στις 12 Νοεμβρίου αυτομόλησε στις ελληνικές γραμμές λόχος Αλβανών στρατιωτών με τους αξιωματικούς του. Κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου, οπότε οι Ιταλοί είχαν εισχωρήσει στο ελληνικό έδαφος σε μερικούς τομείς, Αλβανοί με μια σημαία τους εισήλθαν στην Κόνιτσα μαζί με τους Ιταλούς, τον Διαμαντή και τον εξωμότη Ματούση. Ο Διαμαντής μάλιστα εκφώνησε λόγο λέγοντας ότι θα απελευθερώσει την Κόνιτσα και θα σχηματίσει την Ομοσπονδία της Πίνδου.
Η απάντηση του Μουσολίνι (22/11) σε επιστολή του Χίτλερ (20/11) αναφέρει μεταξύ των άλλων: Η αποτυχία των Ιταλών οφείλεται και στη λιποταξία των αλβανικών δυνάμεων, οι οποίες στασίασαν εναντίον των Ιταλών…”.

Αποκαλυπτικά είναι τα όσα γράφει στο ημερολόγιο του ο Φερνάντε Κομπιόνε, έφεδρος υπολοχαγός πεζικού της 51ης Ορεινής Μεραρχίας “Σιέννα”: “…Κατά το χρονικό διάστημα από 28 Οκτωβρίου ως 14 Νοεμβρίου 1940, οπότε ιταλικά τμήματα είχαν εισχωρήσει σε περιοχές της Ελλάδας, οι Τσάμηδες υποδέχονταν σε όλα τα χωριά τους Ιταλούς ως ελευθερωτές, με ζητωκραυγές και ενθουσιασμό…”.
Ο Ιταλός ιστορικός Μ. Τσέρβι γράφει: “Όπως αναφέρει ο στρατηγός Β. Πράσκα σε συζήτηση του με τον Πρίκολο (σ.σ. Αρχηγός του Επιτελείου της Αεροπορίας), ένας εθελοντής, πληγωμένος βαριά, πριν ξεψυχήσει αναφώνησε “Είμαι ευχαριστημένος που πεθαίνω για να μπορέσει ο (Αρχηγός του Επιτελείου της Αεροπορίας) να περάσει”.

Κατά τη διάρκεια της ιταλικής εαρινής επίθεσης (Μάρτιος 1941) ο Μουσολίνι επισκεπτόταν διάφορες μονάδες για να τονώσει το ηθικό των ανδρών, στη ζώνη του Δέβολη και στην περιοχή του Βερατίου. Μεταξύ άλλων επισκέφθηκε ομάδες ταγμάτων και εθελοντών Αλβανών, των ιδίων για τους οποίους αρχικά εκείνος και ο Τσιάνο πίστευαν ότι είχαν προκαλέσει τις πρώτες ιταλικές ήττες. Κατά τις συνομιλίες που είχε μαζί τους έμεινε ενθουσιασμένος από το παράστημα και το πολεμικό τους μένος.

Ο Γερμανός συγγραφέας Βίλιμπαλντ Κόλεγκερ, σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1942, για τη στάση των Αλβανών κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41 γράφει τα εξής: “…Οι Ελληνες
στρατηγός Τζιακομόνι
αναγκάζονταν να πολεμούν εναντίον Αλβανών συμμοριτών, κατά τη στιγμή που Αλβανοί εθελοντές προσέρχονταν αθρόα στις ιταλικές φάλαγγες. Δεν αγνοούσαν οι από γόνοι του Σκεντέρμπεη ποίοι ήταν οι πραγματικοί φίλοι τους. (…) Αγωνίσθηκαν με επιμονή και γενναιότητα όπου και αν τοποθετήθηκαν. (…). Απειράριθμες υπήρξαν οι περιπτώσεις απονομής τιμητικών διακρίσεων σε Αλβανούς…”.
Ο Μ. Τσέρβι γράφει ότι ο τοποτηρητής Τζακομόνι πληροφορούσε τον βασιλιά της Ιταλίας: “…Εδώ και έναν μήνα οι Αλβανοί είναι εξαιρετικά έμπιστοι και άριστα προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον, το φρόνημα τους στέκεται ψηλά, η δε εργατικότητα και η αποδοτικότητα των υπαλλήλων κρίνεται εξαιρετική…”.

Ο Τζακομόνι είχε οργανώσει, όπως γράφει ο Μ. Τσέρβι, “ομάδες Αλβανών για τη διενέργεια δολιοφθορών, που ο ρόλος τους ήταν να εισχωρούν στο ελληνικό έδαφος και να προβαίνουν σε καταστροφή του τηλεφωνικού δικτύου, να καταστρέφουν φυλάκια, να αφοπλίζουν φρουρούς, να προκαλούν ταραχές στα μετόπισθεν, να διενεργούν δολοφονικές απόπειρες εναντίον στρατηγών του εχθρικού στρατοπέδου και να προπαρασκευάζουν και να υποκινούν κινήματα ανάμεσα στη λαϊκή μάζα”. Ο Ιταλικός Στρατός δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να επωφεληθεί από τη δραστηριότητα τους.
Ο στρατηγός Μπαντόλιο στα απομνημονεύματα του αναφέρει: “Οι Ελληνες δεν έδειξαν καμμία διάθεση συνεργασίας. Αντίθετα οι Αλβανοί στρατιώτες, που υπό μορφή ταγμάτων συμμετείχαν στις δικές μας μεραρχίες, αποδείχθηκαν άπιστοι και δόλιοι, καθώς επιδόθηκαν σε πράξεις δολιοφθοράς εναντίον μας, ή πέρασαν στις τάξεις των Ελλήνων…”.

Ο στρατηγός Αλ. Εδιπίδης γράφει ότι “Τμήματα αλβανικά, άρτια συγκροτημένα και με ομοιογενή στελέχη (αξιωματικοί και στρατιώτες Αλβανοί) πολέμησαν στις 27 Νοεμβρίου στο Φράσερι προς την Κλεισούρα).

Ο πρεσβευτής Άδωνις Κύρου σημειώνει: “…Όταν, τέλος, εξερράγη ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος, συμμετέσχον εις αυτόν παρά το πλευρόν των Ιταλών με ενθουσιασμόν και ανθελληνικήν λύσσαν άπειροι Αλβανοί – ενώ ουδείς εξ αυτών εσκέφθη να προσδράμη εις βοήθειαν του νικηφόρου Ελληνικού Στρατού, καίτοι ούτος, συμφώνως προς την ραδιοφωνικήν διακήρυξιν του Ιωάννου Μεταξά, ήρχετο προς αποκατάστασιν της αλβανικής ελευθερίας, ανεξαρτησίας και ακεραιότητας…”.
Όταν ο Ελληνικός Στρατός προήλαυνε εντός του αλβανικού εδάφους, τα περισσότερα σώματα στρατού των Αλβανών είχαν διαλυθεί, ενώ στα πρόσωπα των λιγοστών Αλβανών που εκινούντο στους δρόμους, ανάμεσα στους Ιταλούς, ζωγραφιζόταν άγριος θυμός εναντίον ενός στρατεύματος που το νόμιζαν παντοδύναμο και το έβλεπαν να οπισθοχωρεί μπροστά στις ελληνικές δυνάμεις.
Η Αγγλίδα ιστορικός Μ. Βίκερς τοποθετείται διαφορετικά: “…Η αλβανική κοινή γνώμη αρχικά πανηγύρισε για τον ελληνικό θρίαμβο, η στάση της όμως άλλαξε όταν η Αθήνα άρχισε να φανερώνει τις προθέσεις της να προσαρτήσει τη νότια Αλβανία…”(!!!).

Ενώ υπάρχουν όλα τα παραπάνω περί συμμετοχής των Αλβανών στον πόλεμο, οι Αλβανοί ιστορικοί, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, προσπάθησαν μεταπολεμικά να μας πείσουν ότι δεν συμμετείχαν με το μέρος των Ιταλών ή ότι συμμετείχαν λίγα τμήματα δια της βίας.
Συγκεκριμένα οι Αλβανοί ιστορικοί Σ. Πόλο και Α. Πούτο γράφουν σχετικά τα εξής: “Τα δύο αλβανικά τάγματα που στάλθηκαν με τη βία στον πόλεμο του 1940 αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Οι Ιταλοί τους έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην κεντρική Αλβανία. (….) Στην ελληνική κυβέρνηση η πορεία των γεγονότων φαινόταν πως έδινε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τα παλαιά προσαρτιστικά σχέδια τους για τις περιοχές της Κόρτσας (σ.σ. Κορυτσάς) και του Γκιροκάστρ (σ.σ. Αργυρόκαστρου)”.

Σε άλλο σημείο συνεχίζουν: “Το 1940 ήταν μοναδική ευκαιρία να ενωθεί με τον Ελληνικό Στρατό ο Αλβανικός”. Έτσι εξηγείται η κατηγορηματική άρνηση του Ελληνικού Στρατηγείου στην πρόταση των Αλβανών αντιφασιστών πατριωτών να σχηματίσουν δύο τάγματα και να πολεμήσουν με την εθνική τους σημαία στο πλευρό των ελληνικών δυνάμεων εναντίον των Ιταλών εισβολέων!
Στην πραγματικότητα οι Αλβανοί έδειξαν πλήρη δυσπιστία και απροθυμία να συνεργαστούν με τον Ελληνικό Στρατό. Αντιθέτως συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς. Ο Ιταλός παρατηρητής Τζακομόνι βεβαίωσε κατηγορηματικά και με συγκεκριμένα στοιχεία, ενώπιον του Ανώτατου Ιταλικού Δικαστηρίου, τα εξής: “Και οι Αλβανοί βοήθησαν παντού και πάντα τον Ιταλικό Στρατό, χωρίς να σημειωθεί πουθενά οποιοδήποτε επεισόδιο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(1) Εκδ. ΔΙΣ/ΓΕΣ: Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1940-1941, Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ, Α9ήναι, 1960.

(2) Εκδ. Υπουργείου Εξωτερικών: 1940-1941,ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ, Αθήνα, 1980.

(3) Παπάγου Αλεξ.: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1940-1941, εκδ. "Οι Φίλοι του Βιβλίου", Α9ήναι, 1945.

(4) Κατσιμήτρου Χαρ.: Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣΑ, εκδ. ΓΕΣ, Μήνα, 1982.

(5) Τσέρβι Μ.: Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, έκδοση Αlvin Redma Hellas, Α9ήνα, 1987.

(6) Κόρου Αδωνι: ΧΡΟΝΙΚΟΝ 1940-1944.

(7) Κύρου Αλ.: ΟΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ ΜΑΣ, Α9ήναι, 1962.

(8) Σιωμοπούλου Στυλ.: Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ "TΖΟΥΛΙΑ" ΣΤΗΝ ΠΙΝΔΟ, Ηπειρωτική Εστία, 1994.

(9) Τριαντάφυλλου Κ.: ΤΑ ΑΠΟΡΡΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1940-41, Πάτρα, 1981.

(10) Τσιρπανλή Ζαχ.: ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ OI ΙΤΑΛΟΙ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940-41, Αθήνα, 1974.

(11) Ζαούση Αλεξ.: OI ΔΥΟ ΟΧΘΕΣ 1939-1945, εκδ. Παπαζήση, 1987.

(12) Richter Heinz: Η ΙΤΑΛΟ-ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Γκοβόστης, 1998.

(13) Μιχαλοπούλου Δημ.: ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑΣ 1923-1928.

(14) Πράσκα Βισκόντι: ΕΓΩ ΕΙΣΕΒΑΛΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Γκοβόστης, 1999.

(15) Vickers Miranda: ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ, εκδ. Οδυσσέας, 1997.

(16) ΡοΙΙο S. - Ρυtο Α.: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ, εκδ. Ομάδα.

(17) Νικολάου Χαρ.: ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ -ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ, εκδ. Φλώρου, 1996.

(18) Ημερήσιος Τύπος της εποχής.
ΠΗΓΗ
http://www.istorikathemata.com/2010/10/28-1940.html
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η συμμετοχή της Αλβανίας στην επίθεση κατά της Ελλάδας την 28η Οκτωβρίου 1940"

Δύο μεγάλες εθνικές εκκρεμότητες προς τους πεσόντες του ελληνο-ιταλικού πολέμου


Είναι γεγονός ότι κατά το Επος του ’40 βρήκαν την πλήρη έκφρασή τους τα βασικά γνωρίσματα των Ελλήνων: η ομοψυχία στις κρίσιμες στιγμές, η άκρατη φιλοπατρία, η χωρίς όρια αυτοθυσία και αυταπάρνηση, η πίστη στα ανθρώπινα ιδανικά. Ολα αυτά μας κάνουν υπερήφανους.

Ομως το Επος του ’40 έχει και την πίσω, την αθέατη πλευρά, την άγνωστη στους πολλούς Ελληνες. Πρόκειται για δύο μεγάλες εθνικές εκκρεμότητες. Για 70 χρόνια 7.963 πεσόντες στα πεδία των μαχών της Β. Ηπείρου παραμένουν άταφοι ή προσωρινά θαμμένοι σε ομαδικούς τάφους. Είναι οδυνηρό να βλέπεις οστά διάσπαρτα και ομαδικούς τάφους. Στην Πρεμετή με 1.400 πεσόντες και στα στενά της Κλεισούρας με 400.

Υπάρχει και μια άλλη εθνική εκκρεμότητα. Δεν υπάρχει μνημείο στην Ελλάδα για τους 13.976 που έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου από τον Οκτώβριο του 1940 έως τον Απρίλιο του 1941. Αραγε πόσοι γνωρίζουν ότι τόσοι πολλοί έπεσαν για την πατρίδα την περίοδο εκείνη; Αν επισκεφθείς τα πεδία των μαχών στη Β. Ηπειρο αισθάνεσαι συγκίνηση αλλά και ενοχές. Συγκίνηση όταν περπατάς στα ποτισμένα με ελληνικό αίμα χώματα και ενοχές όταν έρχεσαι απέναντι σε μια σκληρή πραγματικότητα με τα διάσπαρτα οστά των ηρώων μας.

Η συγκίνηση και η αμηχανία κορυφώνονται όταν βρεθείς με τα παιδιά των πεσόντων, όπως έγινε με την παρουσίαση του βιβλίου «Οι ήρωες του 1940 περιμένουν» σε περισσότερες από 60 πόλεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ολοι ρωτούν με πόνο ψυχής για τον πατέρα που δεν γνώρισαν και που έμεινε στη Β. Ηπειρο, γιατί δεν υπήρξε κανένα ενδιαφέρον από την Πολιτεία για την περισυλλογή των οστών; Γιατί δεν έγιναν αυτά που οι παραδόσεις από την αρχαία Ελλάδα επιτάσσουν, το θρησκευτικό και πατριωτικό καθήκον υπαγορεύει για τους νεκρούς και μάλιστα για τους νεκρούς του πολέμου; Πότε θα μπορέσουν να επισκεφθούν τον τόπο όπου έπεσαν, για να προσευχηθούν;

Οι διαπιστώσεις αυτών των εκκρεμοτήτων σού υπαγορεύουν ότι πρέπει να συμβάλεις στην προσπάθεια αποκατάστασης, αγώνα που άρχισε ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και Πάσης Αλβανίας Αναστάσιος για την κατασκευή στρατιωτικών κοιμητηρίων στη Ν. Αλβανία. Η ώρα του καθήκοντος ήρθε όταν κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων η κύρωση σύμβασης για την ένταξη της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Τότε ελέχθη το μικρό «Οχι» από όλους τους βουλευτές, αν δεν συμφωνηθεί η λειτουργία των στρατιωτικών κοιμητηρίων.
Στις 25 Μαρτίου κυρώθηκε η συμφωνία από τη Βουλή της Αλβανίας για την περισυλλογή των οστών, το άνοιγμα των ομαδικών τάφων και την ίδρυση δύο κοιμητηρίων στους Βουλιαράτες και στα Στενά της Κλεισούρας. Ως προς τους 13.976 πεσόντες, αποφασίστηκε η ανέγερση μνημείου στο Καλπάκι κάτω από το άγαλμα του «Μαχητή», σε έκταση που παραχώρησε ο δήμος, και ήδη ξεκίνησαν οι διαδικασίες δημοπράτησης.
Αυτή είναι η αθέατη πλευρά στην οποία αναφέρεται λεπτομερώς και εμπεριστατωμένα το βιβλίο «Οι ήρωες του 1940 περιμένουν». Βέβαια οι ήρωές μας και οι συγγενείς τους δεν περιμένουν από εμάς μόνο την απόδοση τιμών ως οφείλουμε, αλλά να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες τους, να κάνουμε πάντα το καθήκον μας για την πατρίδα και ιδιαίτερα αυτή τη χρονική περίοδο, που απαιτείται εθνική ομοψυχία.

Γ. Σούρλας

Πηγή

"Καθημερινή" 
http://www.istorikathemata.com/2010/11/blog-post_14.html 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Δύο μεγάλες εθνικές εκκρεμότητες προς τους πεσόντες του ελληνο-ιταλικού πολέμου"

BMW και Hugo Boss: Δυο μεγάλα ονόματα της αυτοκινητοβιομηχανίας και της μόδας, συνδεδεμένα με τον ναζισμό


Rs77NaziSidecar
Επρεπε να περάσουν περισσότερα από εξήντα χρόνια από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για να σηκωθεί το πέπλο που σκέπαζε τη δραστηριότητα δύο μεγάλων ονομάτων made in Germany την περίοδο του ναζισμού, αναφέρει σε δημοσίευμα της η εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ. Το ένα όνομα είναι του Ούγκο Μπος, ιδιοκτήτη της ομώνυμης μάρκας ρούχων. 

Το άλλο είναι των Κουάντ, της οικογένειας που σήμερα κατέχει περίπου τις μισές μετοχές τηςαυτοκινητοβιομηχανίας BMW. Και στις δύο περιπτώσεις, το πέπλο σηκώθηκε περισσότερο από ανάγκη και λιγότερο από επιλογή. Για δύο μάρκες τόσο γνωστές στο ευρύ κοινό, η διαφάνεια είναι κανόνας.




 Hugo_Boss_unifΗ Hugo Boss, η οποία ιδρύθηκε το 1924 από τον Ούγκο Φέριναντ Μπος, έβλεπε τα τελευταία χρόνια να αυξάνονται οι φήμες που ήθελαν τον ιδρυτή της εταιρείας «ράφτη του Χίτλερ» και «εμπνευστή των στολών των SS». Το βιβλίο «Hugo Boss, 1924 - 1945» του ιστορικού Ρόμαν Κέστερ περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση και το ναζιστικό καθεστώς. 

«Η Hugo Boss έραβε στολές για τη Βέρμαχτ, τα SS, τη χιτλερική νεολαία», εξηγεί ο συγγραφέας στη «Μοντ». «Αλλά εκείνη την εποχή, η μάρκα δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστή και λειτουργούσε σε μια αγορά ιδιαίτερα αποκεντρωμένη. Οι επιχειρήσεις αυτές δεν εμπλέκονταν στον σχεδιασμό των πατρόν των στολών». Οπως πολλές επιχειρήσεις εκείνη την εποχή, η Hugo Boss κατέφυγε στις υπηρεσίες της καταναγκαστικής εργασίας χρησιμοποιώντας 140 εργάτες.

Για την οικογένεια Κουάντ, όμως, τα πράγματα είναι σαφώς διαφορετικά. «Η άνοδος των Κουάντ», ένα βιβλίο που υπογράφει ο ιστορικός Γιοακίμ Σκόλτισεκ, αποκαλύπτει τις σχέσεις ανάμεσα στη δυναστεία των επιχειρηματιών και το ναζιστικό καθεστώς. 
Ο πατριάρχης Γκίντερ Κουάντ ήταν μέλος του ναζιστικού κόμματος από το 1933 και περιγράφεται από τον συγγραφέα ως «πιόνι του ναζιστικού καθεστώτος», του οποίου η οικονομική πρόοδος «σχετίζεται άμεσα με τον εθνικοσοσιαλισμό». Επωφελούμενος από την «αρειοποίηση» των εβραϊκών επιχειρήσεων, ο Γκίντερ Κουάντ χρησιμοποίησε μέσω της καταναγκαστικής εργασίας πάνω από 50.000 εργάτες στα εργοστάσιά του.

Στην περίπτωση των Κουάντ, το πέπλο άρχισε να σηκώνεται το 2007 όταν ένας πρώην κρατούμενος σε στρατόπεδο εργασίας διηγήθηκε την εμπειρία του στα εργοστάσια της αυτοκινητοβιομηχανίας. Επειτα από εκείνη τη μαρτυρία οι έως τότε σιωπηλοί Κουάντ αποφάσισαν να προσφέρουν τα αρχεία τους στη διάθεση των ερευνητών.

Πηγή

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "BMW και Hugo Boss: Δυο μεγάλα ονόματα της αυτοκινητοβιομηχανίας και της μόδας, συνδεδεμένα με τον ναζισμό"

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Αυτή η Ελλάδα πολέμησε με τέσσερις στρατούς

Οι σημερινοί ηγέτες σε Ελλάδα και Κύπρο
να ακούσουν την φωνή του Λαού και να πουν «ΟΧΙ» στην ιμπεριαλιστική δουλεία
Του Χ.Κ. Λαζαρόπουλου
Όταν ήμουν παιδί είχα βρει μια φωτογραφία ταυτότητας του παππού Ευάγγελου. Ήταν ντυμένος με τη στολή του στρατιώτη και το δίκοχο. Δεν τον γνώρισα ποτέ γιατί έχει πεθάνει από το 1948, αλλά από την ιστορία του κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι Ρωμιός. Τι σημαίνει να είσαι Έλληνας και πατριώτης.
Ο Ευάγγελος είχε γεννηθεί το 1908 στην Κωνσταντινούπολη. Σε ηλικία 11 χρονών έφυγε με την οικογένειά του αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στη μητέρα πατρίδα, αφιλόξενη και σκληρή. Την αγάπησε κι έκανε προκοπή σε μια γειτονιά του Πειραιά που εκείνη την εποχή είχε περιβόλια, λίγα αρχοντικά και πεύκα.
Το 1940 πήγε στο μέτωπο να πολεμήσει και διέθεσε δύο λεωφορεία που είχε για τη μεταφορά των στρατιωτών. Συμμετείχε στην εποποιΐα του 1940 – 1941. Ήταν μεταξύ των απελευθερωτών της Βορείου Ηπείρου. Βοήθησε στην απόκρουση των τμημάτων που εισέβαλαν στη χώρα από τη Βουλγαρία κατά την εαρινή επίθεση των Ναζί την άνοιξη του 1941.
Ύστερα από ενάμισι χρόνο πολέμου γύρισε με τα πόδια στον Πειραιά. Λίγο πριν πεθάνει τον Δεκέμβριο του 1948 άφησε έξι γυναίκες πίσω του. Έλεγε στη γυναίκα του, τη Μάρω: «Να προσέχεις τα κορίτσια. Αυτές είναι η ζωή που χάσαμε… Είναι η Ελλάδα που ονειρευτήκαμε εμείς».
Κάπως έτσι σχηματίσθηκε στο μυαλό μου πώς πρέπει να είναι ένας Έλληνας. Να είναι αγωνιστής. Να είναι αγέρωχος. Να είναι περήφανος ακόμα και στις χειρότερες κακουχίες, ακόμα και στη μεγαλύτερη φτώχεια. Η αλήθεια είναι ότι οι γενιές που ακολούθησαν με κορυφαία αυτή τη λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» δεν έχει καμμιά σχέση μ’ αυτούς τους Έλληνες.
Και για να μην παρεξηγηθώ, ο Έλληνας (με τη σημασία της λέξης κι όχι τον οποιοδήποτε άλλο προσδιορισμό που θυμίζει ρατσιστική ετικέτα) μοιάζει λίγο στον Ελύτη, στον Σικελιανό, στονΣεφέρη, στον Χατζηδάκι, στον Μίκη Θεοδωράκη. Έλληνας και πατριώτης ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς και κρίνεται θετικά εκ του αποτελέσματος. Έλληνας και πατριώτης ήταν ο Νίκος Μπελογιάννης που θυσιάστηκε άδικα για το ιδανικό της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Τι να δούμε σήμερα
Πέρα από τα κομματικά και ιδεολογικά χαρακώματα πρέπει να δούμε σε επετείους όπως είναι η σημερινή ποιες είναι οι δικές μας υποχρεώσεις για την πατρίδα μας. Πώς πρέπει να αλλάξουμε εμείς πρώτα τη σκέψη μας και τις πρακτικές μας ώστε να αναγκάσουμε και τους πολιτικούς να προσαρμοστούν ή να αποσυρθούν.
Στην πρώτη περίπτωση θα μιλάμε για ένα ημίμετρο. Στη δεύτερη περίπτωση, η οποία θα έρθει νομοτελειακά και με την αλλαγή μιας ολόκληρης γενιάς, θα δώσει το στίγμα μιας νέας εποχής, ενός νέου πατριωτικού οράματος για την Ελλάδα που θέλουμε.
Η Ελλάδα του 1940 ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ αυτήν που είναι σήμερα όσον αφορά στις παραγωγικές δομές και την προπαρασκευή. Μπορεί ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και ο τότε δικτάτορας (και για πολλούς διορισμένος πρωθυπουργός) Ιωάννης Μεταξάς να φάνταζαν σκληροί και απρόσιτοι ηγέτες, ο δεύτερος ωστόσο γνώριζε πολύ καλά τη διαχείριση της εξουσίας και την άσκηση πολιτικής.
Ο επιτελάρχης της εποποιΐας των βαλκανικών πολέμων του 1912 – 1913 χρησιμοποιούσε μια φράση του Αισχύλου. «Μόνοι μες, (ο λληνες) ντίθετα π τος βαρβάρους, δν μετρομε ποτ τ πλθος το χθρο στν μάχη» έλεγε και δεν είχε άδικο.
Τέσσερις στρατοί έναντι των Ελλήνων
Αυτό μας δείχνουν τα στοιχεία. Η εποποιΐα του 1940 – 1941 δεν ανέδειξε την αρτιότητα και την αποτελεσματικότητα του Έλληνα αξιωματικού και δεν επιβεβαίωσε την ανάγκη εκπαίδευσης των στρατιωτών (υπηρετούτων, εφέδρων και επιστράτων πριν από το καλοκαίρι του 1940). Μαρτυρά ότι με το κατάλληλο ηθικό, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τέσσερις στρατούς ταυτοχρόνως. Απέναντι στον Ελληνικό Στρατό παρατάχθηκαν ο Ιταλικός, ο Γερμανικός, ο Αλβανικός και ο Βουλγαρικός.
Αυτό είναι ένα στοιχείο που ξεχνούν οι σημερινοί ιστορικοί και οι σημερινοί πολιτικοί «ηγέτες». Την ώρα που οι Ευρωπαίοι «εταίροι» εξαπολύουν χολή εναντίον της Ελλάδας θα πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτή η χώρα, αυτός ο λαός, αντιστάθηκε – αγωνίστηκε – πολέμησε λιονταρίσια επί 219 ημέρες! Δεν παραδόθηκε από κόπωση. Δεν έπεσε όπως οι στρατιώτες στη γραμμή Μαζινώ. Παραδόθηκε μόνον όταν τελείωσε και η τελευταία σφαίρα από τα αποθεματικά μέσα στα οχυρά.
Η στρατιωτική αντίσταση
Στα αρχεία της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού αναφέρεται σε έκδοση του 1945 που έγραψε ο ταγματάρχης Πυροβολικού Θεόδωρος Δρ. Βουδικλάρης αναφέρεται ότι μετά την Ελλάδα, η Νορβηγία αντιστάθηκε για 61 ημέρες στις δυνάμεις του Άξονα, η υπερδύναμη της εποχής Γαλλία μόλις 43 ημέρες, η Πολωνία 30, το Βέλγιο 18, η Ολλανδία τέσσερις και η Γιουγκοσλαβία μόλις τρεις.
Η Δανία που αγαπά ο ΓΑΠ
Παραδόθηκαν αμαχητί το Λουξεμβούργο, η Τσεχοσλοβακία και η αγαπημένη του Γιώργου Παπανδρέου, η Δανία. Ο άνθρωπος που θέλει να μετατρέψει τη χώρα μας σε Δανία του Νότου θα πρέπει να γνωρίζει ότι οι Δανοὶ “παραδώθηκαν σὲ ἕναν μοτοσικλετιστὴ τοῦ Χίτλερ, ὁ ὁποῖος μετέφερε στὸν Δανὸ βασιλιὰ απαίτηση τοῦ Χίτλερ γιὰ διέλευση τῶν ναζιστικῶν στρατευμάτων. Ο Δανὸς βασιλιὰς σὲ ἔνδειξη ὑποταγῆς παρέδωσε τὸ στέμμα του στὸν μοτοσικλετιστὴ γιὰ νὰ τὸ πάει στὸ Βερολίνο καὶ στὸν Χίτλερ”.
Ίσως με τέτοια πρότυπα ο κ. Παπανδρέου προωθεί την οικονομική υποταγή στα δόλια και ιμπεριαλιστικά συμφέροντα που προωθούν σε απόλυτη αρμονία με το πολυεθνικό βιομηχανικό κατεστημένο η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και ο υπουργός της Βόλφγκαγκ Σόιμπλε.
Το καθήκον των σημερινών αξιωματικών, των σημερινών πολιτικών και όλων όσων θέλουμε να λεγόμαστε Έλληνες είναι να τιμήσουμε αυτήν την ιστορία. Να δείξουμε ότι είμαστε αντάξιοι αυτής της ιστορίας.
Οι απώλειες
Στις 219 ημέρες της στρατιωτικής αντίστασης και αντεπίθεσης στους εισβολείς σκοτώθηκαν 13.676 στρατιώτες. Οι Αλβανοί εκτέλεσαν 1.165 στην Πάργα, στο Μαργαρίτιο και στην Παραμυθιά. Οι Ιταλοί εκτέλεσαν 8.000 στρατιώτες, οι Βούλγαροί 25 χιλιάδες και οι Γερμανοί 50 χιλιάδες.
Οι απώλειες της Ελλάδος κόστισαν τη ζωή στο 10% του πληθυσμού όταν η γιγαντιαία Σοβιετική Ένωση έχασε το 2,8%, η Γαλλία το 2%, η Πολωνία 1,8% και η Γιουγκοσλαβία 1,7%.
Αυτές τις απώλειες, αυτές τις ζωές τιμούμε σήμερα κι όχι τα τρωκτικά που ροκανίζουν τον εθνικό πλούτο τις τελευταίες δεκαετίες. Οι κύκλοι και οι περίοδοι της Μεταπολίτευσης έκλεισαν. Ξεκίνησαν με την ανάγκη του εκδημοκρατισμού και κατέληξαν σε μια άτιμη υποδούλωση με οικονομικά στοιχεία σε ξένα κέντρα.
Τι κάνει η γενιά μας
Αφού εξευτέλισαν ο,τιδήποτε χαρακτήριζε τους Έλληνες, αφού τα «αμερικανάκια» που τους ρίχναμε φάπες στο σχολείο έγιναν trendy και must, αφού η ελληνική γλώσσα έγινε “greenglish” απέμεινε να θυμηθούμε τι έκαναν οι πατεράδες και οι παππούδες μας.
Το μήνυμα από τις ενέργειές τους είναι ένα: Αντίσταση σε ό,τι στρέφεται κατά της εθνικής κυριαρχίας, της λαϊκής κυριαρχίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Οι Ούννοι της Μέρκελ δεν ξέχασαν τις εμμονές τους. Για να δείξουν πως είναι δήθεν ανώτερος λαός επιδιώκουν να υποδουλώσουν με οικονομικά μέσα κατ’ αρχήν ένα λαό με τέτοια ιστορία και τέτοιο υπόβαθρο όπως ο ελληνικός.
Όπως οι πατέρες και παππούδες μας είπαν όχι στον φασισμό τότε, έτσι πρέπει να πούμε κι εμείς όχι σ’ αυτόν τον πλουτοκρατικό, απάνθρωπο και αντιδημοκρατικό ιμπεριαλισμό που θέλει να μας μετατρέψει σε ανθρωπόμορφους πίθηκους.
Είναι υποχρέωση των ηγετών μας σε Ελλάδα και την Κύπρο να ακούσουν την φωνή του Λαού.
ΠΗΓΗ
http://www.arkoleon.com/?p=1158 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Αυτή η Ελλάδα πολέμησε με τέσσερις στρατούς"

Ὁ Φάκελος τῆς Ἑλλάδος Τὶ ἔκανε ἡ Ἑλλὰς καὶ τὶ δὲν κάναν οἱ ἄλλοι..τό 1940-44

Βέβαια,αύτά τώρα τά έχουν ξεχάσει,οί τότε φίλοι μας καί σύμμαχοι....

(Λάζαρος Πηνιάτογλου, 29ο τεῦχος τῆς σειρᾶς Ε.Ε.Α. (Ἐκδόσεις «Ἑλληνικοῦ Αἵματος»), Σεπτέμβριος 1944)
    Ὁ δημοσιογράφος καὶ ἀγωνιστὴς Λάζαρος Πηνιάτογλου (1909-1945), ἐν ὄψει τοῦ τέλους τοῦ πολέμου, παρουσιάζει ἕνα προσχέδιο τοῦ «Φακέλου τῆς Ἑλλάδος», ἀντιπαραθέτοντας σὲ δύο στῆλες, σημεῖο πρὸς σημεῖο, «τὶ ἔκανε ἡ Ἑλλὰς καὶ τὶ δὲν κάναν οἱ ἄλλοι», σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀκόλουθους τομεῖς.










ΠΗΓΗ

http://pheidias.antibaro.gr/1940/piniatoglou.htm 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ὁ Φάκελος τῆς Ἑλλάδος Τὶ ἔκανε ἡ Ἑλλὰς καὶ τὶ δὲν κάναν οἱ ἄλλοι..τό 1940-44"

Master Class Νίκου Λυγερού - Λέρος 29/10/2011




















ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Master Class Νίκου Λυγερού - Λέρος 29/10/2011"

Πολιτικοί, διανοούμενοι και καλλιτέχνες στην πρώτη γραμμή του Μετώπου της Αλβανίας με τους απεσταλμένoυς του Τύπου

Παλλαϊκό προσκλητήριο στο ΟΧΙ του ‘40
Από το Μέτωπο, από αριστερά όρθιοι: Δ. Γαλερίδης (δημοσιογράφος), Γεώργιος Καρτάλης ( υπουργός), Δ. Θιβαδόπουλος ( καθηγητής), Γεώργιος Θεοτοκάς ( συγγραφέας), Συμεόνογλου ( βιομήχανος) Κώστας Μάγερ (δημοσιογράφος). Καθιστοί: Ευ. Μαγκλιβέρας ( βαρύτονος), Λάμπρος Κωνσταντάρας (ηθοποιός) Κώστας Σάμιος ( τενόρος) και Τσαλίκης (έμπορος) 
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
akontogiannidis@yahoo.gr
Θα ανταποκρίνονταν οι σημερινοί διανοούμενοι, οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, σ’ ενδεχόμενο προσκλητήριο της πατρίδος για να πολεμήσουν, αν κινδύνευε η ακεραιότητα της;
Σε έρευνα μεγάλης Αθηναϊκής εφημερίδας, πριν απο μία δεκαετία, δυο, τρείς είπαν θα έσπευδαν να συστρατευθούν με το λαό να πολεμήσουν. Οι άλλοι, μιμήθηκαν το… «στρίβειν δια του αρραβώνος !» Ένας δήλωνε «να πάνε τα κορόιδα να πολεμήσουν…», ένας άλλος «εφόσον κινδύνευε το σπίτι του στην Κυψέλη» ένας τρίτος « δεν πολεμάω για τις ιδέες του Χριστόδουλου» και ένα σωρό άλλες αμπελοφιλοσοφίες…
Aς δούμε όμως τι έκαναν οι διανοούμενοι, εβδομήντα χρόνια πριν, το 1940, από τους οποίους δεν έλειψε κανείς από το προσκλητήριο της πατρίδος ! Εδωσαν όλοι το βροντερό παρόν στην πρώτη γραμμή του Μετώπου, μαζί και οι απεσταλμένοι δημοσιογράφοι των εφημερίδων, που έστελναν τις ανταποκρίσεις τους, με την ένδειξη «κάπου εις το Μέτωπο».
Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Αργώ» Γιώργος Θεοτοκάς για να τον δεχτούν εθελοντή στον πόλεμο, το ζήτησε ρουσφέτι απ’ τον στρατηγό Σέργιο Γυαλίστρα! Ο Οδυσσέας Ελύτης, κατατάχθηκε ανθυπολοχαγός στην πρώτη γραμμή ( έγραψε το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας») όπως ο λογοτέχνης Ανδρέας Καραντώνης, ο ακαδημαϊκός Άγγελος Βλάχος , (έγραψε « το Μνήμα της Γριάς» ), οι συγγραφείς Άγγελος Τερζάκης, ( έγραψε την «Ελληνική Εποποιία 1940-41), Λουκής Ακρίτας ( έγραψε το διήγημα «οι Αρματωμένοι»), Γιάννης Μαγκλής, Διονύσιος Ρώμας (μετέπειτα βουλευτής) ο πολιτικός- υπουργός Γεώργιος Καρτάλης, ο βαρύτονος Ευάγγελος Μαγκλιβέρας, οι τενόροι Γ. Τουμπακάρης (έπεσε ηρωϊκώς μαχόμενος), Κώστας Σάμιος, οι ζωγράφοι Σπύρος Βασιλείου και Γιάννης Τσαρούχης ( που κρατούσε στα χέρια του πάντα μια δική του εικόνα της Παναγίας), οι ηθοποιοί, Λάμπρος Κωνσταντάρας ( τραυματίσθηκε σε μάχη και όταν έγινε καλά στα μετόπισθεν, ζήτησε να τον ξαναστείλουν στην πρώτη γραμμή!!!) Διονύσης Παπαγιανόπουλος (ο πολέμαρχος ανθυπολοχαγός στην πρώτη γραμμή), Ντίνος Ηλιόπουλος ( ασυρματιστής του πυρoβολικού), Παντελής Ζερβός ( λοχίας στην πρώτη γραμμή), Νίκος Σταυρίδης (τραυματιοφορέας), Λυκούργος Καλλέργης, Θάνος Κωτσόπουλος, Μάνος Κατράκης, Στέλιος Βόκοβιτς, Γκίκας Μπινιάρης, Νάσος Χριστογιαννόπουλος, Φρίξος Θεοφανίδης, Μάκης Τζίνης, Στέφανος Πήλιος, όλοι με ψυχή λέοντα στην πρώτη γραμμή!!!. Δυο γενναίοι ηθοποιοί που σκοτώθηκαν, οι Δήμος Αυγείας και Πάνος Παπακυριακόπουλος (ο γνωστός ως Πάνος Ντόλης)

Οι πεσόντες στον πόλεμο ηθοποιοί

Ο Δήμος Αυγείας και ο Πάνος Παπακυριακόπουλος, ήταν οι μεγάλες απώλειες των ηθοποιών στον πόλεμο. Ο Δήμος στις 21-11-40, κολυμπώντας, μ’ ένα μαχαίρι στο στόμα, έκοψε τα καλώδια κι έσωσε μια σημαντική γέφυρα από την ανατίναξη κι έτσι μπήκε ο στρατός μας στην Κορυτσά. Για την πράξη του αυτή παρασημοφορήθηκε. Ξαναπήγε στο Μέτωπο, όπου σε μια άλλη μάχη τραυματίσθηκε στην κοιλιά και πέθανε από αιμορραγία. Ο Πάνος Παπακυριακόπουλος ( Ντόλης το ψευδώνυμό του στο θέατρο του Λαού στο Μεταξουργείο, όπου έπαιζε) έπεσε πολεμώντας στον Αυλώνα στις 25-1-1941.
Ο Χρήστος Πύρπασος ( Πυρπασόπουλος), δημοσιογράφος, ηθοποιός και συγγραφέας, συγκλονισμένος αποτύπωσε τον πόνο των συναδέλφων του νεκρού Πάνου Ντόλη, στους παρακάτω στίχους: « …κι έπεσε για την πατρίδα / ο φτωχός ο θεατρίνος, / έξω από τον Αυλώνα,/ ο άξιος πολεμιστής. / Πέθανε ανδρικά στη μάχη / ωσάν Έλληνας εκείνος / του θεάτρου του πολέμου / που ήταν πρωταγωνιστής»

Στον πόλεμο και … πρωθυπουργοί
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, πήραν μέρος και πολιτικοί. ΄Ενας εθελοντής δεκανέας ο Παν. Κανελλόπουλος, που έγινε δυο φορές πρωθυπουργός, εξέδιδε στο Μέτωπο με συνεργάτες τους Στρατή Αναστασέλη και Ελευθέριο Κοτσαρίδα την εφημερίδα με τις δυο ονομασίες, πότε ως «Αχρίς» και πότε ως «Οχρίς» με άρθρα και νέα για τους στρατιώτες του Μετώπου. Ο Γεώργιος Ράλλης ήταν του Ιππικού, πολέμησε στην πρώτη γραμμή και μία από τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε ήταν όταν τραυματίσθηκε σοβαρά το ιπποδρομιακό άλογό του, και αναγκάστηκε μετά να το σκοτώσει…. Ο Κων. Μητσοτάκης πήγε καθυστερημένος στο Μέτωπο από τη Σύρο, πήρε μέρος στην εαρινή επίθεση το Μάρτιο. Ο Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος, αντιπρόεδρος κυβερνήσεως του ΠΑΣΟΚ, πολέμησε γενναία στην πρώτη γραμμή. Ο έφεδρος υπολοχαγός, ο Ισαάκ Λαυρεντίδης, έγινε αντιπρόεδρος της Βουλής, πολέμησε γενναία τραυματίσθηκε στη φοβερή μάχη του υψώματος 731,όπου έπεσαν πολλά κορμιά. Και όταν έδεσαν τα τραύματα του, ζήτησε από τον διοικητή του να πάει και πάλι στο « πανηγύρι του πολέμου». Ο στρατιώτης Χαρίλαος Φλωράκης, έγινε Γ.Γ. του ΚΚΕ και πολέμησε στην πρώτη γραμμή. Στην πρώτη γραμμή πολέμησε και ο Γεώργιος Καρτάλης μετέπειτα υπουργός, όπως και διάφοροι άλλοι.

Αντί για τουφέκι κρατούσαν την πέννα!
Στην πρώτη γραμμή βεβαίως και οι απεσταλμένοι των εφημερίδων, τρανταχτά ονόματα της δημοσιογραφίας. Τα χειρόγραφα τους έφταναν την επομένη στην Αθήνα, με ειδικό ταχυδρομείο, αυτολογοκριμένα όπως επέβαλαν οι κανόνες του πολέμου: Σπύρος Μελάς ( Καθημερινή - Εστία), Βάσος Τσιμπιδάρος, Ευστάθιος Θωμόπουλος, Γιώργος Παπαγιώργος Π. Αγγελόπουλος (Ακρόπολις), Παύλος Παλαιολόγος, Γεώργιος Ρούσσος και Μιχάλης Κυριακίδης ( Ελεύθερον Βήμα) , Γεώργιος Δρόσος, Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Ανδρουλιδάκης και Χρήστος Μούζιος ( Πρωία) Νίκος Γιοκαρίνης (Αθηναϊκά Νέα), Αλέκος Λιδωρίκης, Πάνος Καραβίας, Κώστας Τριανταφυλλίδης, Αθανάσιος Γεωργίου ,Σάββας Κωνσταντόπουλος ( Ασύρματος), (Σπύρος Μαντάνος (Τύπος), Θωμάς Μαλαβέτας ( Έθνος) Παντελής Καψής, Κώστας Ουράνης ( Ελληνικόν Μέλλον) Τίμος Μωραϊτίνης, Λουκής Ακρίτας (Εστία), Χρήστος Κολιάτσος, Νίκος Αναστασόπουλος, Τάκης Παπαγιαννόπουλος, Θεμιστοκλής Αμουτζόπουλος ( Καθημερινή), Κώστας Σκαλτσάς (Έθνος) Κώστας Αθάνατος, Νίκος Καπιτζόγλου Θ. Δογάνης (Βραδυνή). ΄Ηταν επίσης οι Στράτης Μυριβήλης, Δημ. Δεβετζής , Σόλων Γρηγοριάδης και Σπ. Αυλωνίτης.
Η μοναδική γυναίκα απεσταλμένη, ήταν η Αντέλα Μέρλιν,που την έστειλε ο Δημ. Λαμπράκης για τα Αθηναϊκά Νέα, κατόπιν παρακλήσεώς της. Στο Μέτωπο βρισκόταν και οι φωτορεπόρτερ Τσακιράκης, Κουρμπέτης, Φλώρος,Πουλίδης, Μεγαλοοικονόμου, στους οποίους οφείλονται οι πολλές φωτογραφίες που δημοσιεύονται τέτοιες μέρες.
Σημαντική ήταν και η προσφορά των γελοιογράφων, όπως του Φωκίωνα Δημητριάδη, του Παυλίδη, του Μπέζου, του Καστανάκη, του Γκέϊβελη, του Λυδάκη, του Παπασταύρου, αλλά και του Στέλιου Πολενάκη, με τα σπαρταριστά κινούμενα σχέδια, για τον επηρμένο αρλεκίνο του φασισμού, τον Μπενίτο Μουσολίνι.
΄Ολα τα θέατρα τότε, με την κήρυξη το πολέμου, προσαρμόζουν στο κλίμα της ημέρας τις επιθεωρήσεις τους, και ακούγονται τραγούδια σε στίχους του Μιχάλη Σουγιούλ του Γιώργου Οικονομίδη και του Μίμη Τραϊφόρου, όπως «το Κορόϊδο Μουσολίνι» που ξεσηκώνουν και δονούν τις ψυχές των Ελλήνων με τη φωνή του σύγχρονου Τυρταίου, που ακούει στο όνομα Σοφία Βέμπο!
*To άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Real News
ΠΗΓΗ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Πολιτικοί, διανοούμενοι και καλλιτέχνες στην πρώτη γραμμή του Μετώπου της Αλβανίας με τους απεσταλμένoυς του Τύπου"

Εγκλήματα πολέμου των Ιταλών στην κατεχόμενη Ελλάδα (1941-43)

Του Ιωάννη Κωτούλα*

Η παραμονή του ιταλικού στρατού στην Ελλάδα ως δύναμης κατοχής συνήθως αντιμετωπίζεται από την ιστοριογραφία, αλλά και από τη συλλογική αντίληψη, ως μία φάση σχετικά ήπιας συμπεριφοράς των κατοχικών στρατευμάτων έναντι του ελληνικού πληθυσμού. Στην πραγματικότητα η εικόνα αυτή αποτελεί σε μεγάλο βαθμό περισσότερο μεταπολεμική κατασκευή, ιδίως με δεδομένη την άκριτη ενίοτε απόδοση όλων των εγκληματικών ενεργειών στον γερμανικό στρατό κατοχής, συνέπεια του έντεχνα προβεβλημένου μύθου της ευγενούς συμπεριφοράς του ιταλικού στρατού κατοχής προς τους Έλληνες. Η συνύπαρξη των Ιταλών στρατιωτών με τον υποτελή ελληνικό πληθυσμό δεν υπήρξε μία αρμονική εμπειρία συνετής κατοχής, αλλά αφενός μία οργανωμένη απόπειρα εθνολογικής αλλοίωσης συγκεκριμένων περιοχών αφετέρου μία βίαιη αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού.




Μετά την κατάρρευση της ελληνικής αντίστασης και την ολοκλήρωση της κατάκτησης του ελληνικού κράτους τον Μάιο του 141, με την κατοχή και της Κρήτης, η Ελλάδα διαιρέθηκε σε τρεις διοικητικές ζώνες. Η ιταλική στρατιωτική παρουσία αφορούσε το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, δηλαδή το σύνολο της ηπειρωτικής Ελλάδος, εκτός από την κεντρική Μακεδονία, όπου υπήρχε γερμανική διοίκηση, την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη, όπου υπήρχε βουλγαρική διοίκηση - εκτός από τον Έβρο, όπου υπήρχε γερμανική παρουσία - και την πρωτεύουσα Αθήνα, όπου υπήρχε μεικτή ιταλο-γερμανική παρουσία. Οι Ιταλοί ήταν επίσης παρόντες στα νησιά του Αιγαίου (εκτός της Λήμνου, της Λέσβου, της Χίου και της Μήλου), καθώς και στην ανατολική Κρήτη. Τα Δωδεκάνησα αποτελούσαν ιταλική κτήση από το 1912, ενώ τα Επτάνησα, πλην των Κυθήρων, είχαν προσαρτηθεί επισήμως στο ιταλικό κράτος από το 1941.

Ήδη από την έναρξη της ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδος, τον Οκτώβριο του 1940, η Ιταλία εγκαινίασε μία πολιτική τρομοκρατικών μέτρων σε βάρος του άμαχου ελληνικού πληθυσμού. Μετά τις πρώτες αποτυχίες του ιταλικού στρατού στο μέτωπο της Βορείου Ηπείρου, ο Μουσολίνι εξέδωσε διαταγές προς την αεροπορία να πραγματοποιήσει συνεχείς βομβαρδισμούς στην ελληνική εδαφική επικράτεια, απηχώντας μία παλαιότερη απειλή του να καταστρέψει και να ισοπεδώσει όλα τα αστικά κέντρα με πληθυσμό άνω των 10.000 ατόμων. Καθώς, μάλιστα, στην Ελλάδα δεν υπήρχαν σημαντικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις ή συγκροτήματα βιομηχανικής παραγωγής στα μετόπισθεν των ελληνικών θέσεων ή γενικά στην επικράτεια, η ιταλική αεροπορία επέλεξε εσκεμμένα ως στόχους της διάφορες πόλεις της Ελλάδος. Την περίοδο αυτή σημειώθηκαν βομβαρδισμοί της Άρτας, της Κέρκυρας, της Λάρισας, της Θεσσαλονίκης, των Πατρών και του Πειραιά. Σκοπός των βομβαρδισμών, σύμφωνα με τη διαταγή του ίδιου του Μουσολίνι, ήταν «η αποδιοργάνωση της ζωής των πολιτών στην Ελλάδα και η πρόκληση πανικού παντού».


Κατά την περίοδο των εικοσιεννέα μηνών - έως τον Σεπτέμβριο του 1943 - που διήρκεσε η ιταλική κατοχή στην Ελλάδα, υπήρξαν πολυάριθμα περιστατικά εκτελέσεων και σφαγών σε βάρος του ελληνικού λαού. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από την γερμανική κατοχή, τον Οκτώβριο του 1944, συστάθηκε τον Ιούνιο του 1945 το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου το οποίο θα εξέταζε τις επιχειρήσεις των κατοχικών δυνάμεων. Η ιταλική κατοχή, συγκεκριμένα, προκάλεσε εκτεταμένες ανθρώπινες απώλειες. Πολυάριθμοι αξιωματικοί του ιταλικού στρατού κατηγορήθηκαν μεταπολεμικά για την πραγματοποίηση συνοπτικών εκτελέσεων, την εκτέλεση ομήρων, καθώς και για πολλές σφαγές αμάχων τους πρώτους οκτώ μήνες του 1943. Η δράση των ιταλικών δυνάμεων κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού αφορά τις περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας και της δυτικής Μακεδονίας. Τα ιταλικά εγκλήματα ήταν τριών ειδών: α) εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, β) πολιτικά εγκλήματα και γ) εγκλήματα οικονομικής φύσης.

Με τον όρο πολιτικά εγκλήματα οι ελληνικές αρχές ουσιαστικά αναφέρονταν στο σχέδιο εδαφικού διαμελισμού της Ελλάδος, μέσω της υποκίνησης των αλβανικών διεκδικήσεων στο θέματος της Τσαμουριάς, καθώς και στο συστηματικό πρόγραμμα αφελληνισμού των Ιονίων Νήσων, που είχε επιβάλλει η ιταλική διοίκηση από το 1941. Άλλωστε μακροπρόθεσμος στόχος της ιταλικής πολιτικής ήταν η τελική διάλυση του ελληνικού κράτους και η υπαγωγή του σε ένα οργανωτικό πλέγμα υπό την ιταλική επικυριαρχία. Με τον όρο εγκλήματα οικονομικής φύσης η ελληνική πλευρά αναφερόταν στην εκμετάλλευση της κατεχόμενης Ελλάδος από την ιταλική στρατιωτική διοίκηση. Για την ελληνική πλευρά ο λιμός που σημειώθηκε τον χειμώνα του 1941-42 και την αμέσως επόμενη περίοδο ήταν συνέπεια της γενικής κατοχικής πολιτικής των Ιταλών. Από τον λιμό αυτό υπολογίζεται ότι πέθαναν τουλάχιστον 100.000 άτομα. Ο πληθωρισμός, στον οποίον κατέφυγαν οι κατοχικές αρχές, γερμανική και ιταλική, ώστε να αντιμετωπιστούν τα έξοδα κατοχής, θεωρήθηκε επίσης έγκλημα πολέμου. Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας την περίοδο της Κατοχής υπήρξε σε μεγάλο βαθμό απόρροια της κατοχικής πολιτικής των Ιταλών πρωτευόντως.

Ο ιταλικός στρατός κατοχής επέδειξε ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά προς τον άμαχο πληθυσμό προτού αντίστοιχες ενέργειες πραγματοποιηθούν από τις γερμανικές δυνάμεις στην Ελλάδα, κατά την επίταση των επιχειρήσεων κατά των ανταρτών τα έτη 1943-1944. Οι Ιταλοί στρατιώτες επέδειξαν έντονη σκληρότητα προς τους Έλληνες πολίτες, καθώς και έντονη τάση για λεηλασίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι λεηλασίες των Ιταλών στρατιωτών σε βάρος των αγαθών των αμάχων Ελλήνων αποτελούσαν συνήθη πρακτική, ακόμη και όταν πραγματοποιούνταν εκτελέσεις. Προτού καταστρέψουν τα χωριά ή ζητήσουν τον βομβαρδισμό τους, οι Ιταλοί αξιωματικοί κατά κανόνα έδιναν την άδεια στους στρατιώτες των μονάδων τους να προβούν σε λεηλασία των κτισμάτων και των νεκρών αμάχων Ελλήνων πολιτών. Η συμπεριφορά των Ιταλών στρατιωτών αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού και την κατάρρευση της αντίστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, υπήρξε καθαρά εκδικητική. Οι Ιταλοί φέρθηκαν με μεγάλη σκληρότητα προς τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό κατά την προέλαση των μονάδων τους, σε αντίθεση με τους Γερμανούς, οι οποίοι αρχικά τήρησαν ευμενή στάση.


Στα Επτάνησα επικεφαλής της νέας πολιτικής διοίκησης ορίστηκε ο Πιέρο Παρίνι (Piero Parini). Ο Παρίνι απαγόρευσε την χρήση της ελληνικής νομοθεσίας, επιβάλλοντας την άμεση αντικατάστασή της με την ισχύουσα ιταλική. Οι Έλληνες δικαστικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με την παράνομη - από άποψης διεθνούς δικαίου - μεταβολή, υπέστησαν διώξεις. Οι ιταλικές αρχές επίσης αρνήθηκαν να επιτρέψουν την αποστολή βοήθειας από διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις έως το 1943, όταν έφθασαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Στα Επτάνησα γενικώς εφαρμόστηκε πολιτική εθνικής και πολιτιστικής γενοκτονίας κατά του ελληνικού στοιχείου σε όλες τις βαθμίδες της καθημερινότητας και της κοινωνικής ζωής. Οι πολίτες αποτρέπονταν από τη δημόσια χρήση της ιταλικής γλώσσας, ενώ η ιταλική γλώσσα κατέστη επίσημη γλώσσα των Επτανήσων. Στο εκπαιδευτικό σύστημα οι Έλληνες διευθυντές των σχολικών ιδρυμάτων αντικαταστάθηκαν με Ιταλούς αξιωματούχους, ενώ και το πρόγραμμα διδασκαλίας αντικαταστάθηκε με αυτό που ήταν σε χρήση στην Ιταλία. Οι μεταβολές αυτές προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του ελληνικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα διώξεις κατά καθηγητών, μαθητών και των οικογενειών τους. Καθ’ όλη την περίοδο της ιταλικής κατοχής στα Επτάνησα συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν ή μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης - στα νησιά Παξοί, Οθωνοί και Λαζαράτοι - περισσότεροι από 3.500 Έλληνες πολίτες. Σε αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σημειώθηκαν ποικίλα βασανιστήρια κατά των κρατουμένων.

Η σημαντικότερη, όμως, και πλέον επικίνδυνη για το ελληνικό έθνος πολιτική των κατοχικών ιταλικών αρχών ήταν η απόπειρα γλωσσικής και πολιτιστικής αφομοίωσης που επιχειρήθηκε στα Επτάνησα, στην Ήπειρο και την Θεσσαλία με το θέμα των Βλάχων και βέβαια στα Δωδεκάνησα, που αποτελούσαν βεβαίως ήδη τμήμα του ιταλικού κράτους. Η πολιτική αυτή αποτελούσε σαφή παραβίαση των διεθνών συνθηκών, σύμφωνα με τις οποίες οι στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής όφειλαν να σέβονται την εθνική ταυτότητα του κατεχομένου λαού. Από αυτήν την άποψη η ιταλική κατοχή υπήρξε πιο επώδυνη και πολύ πιο επιζήμια, ιδίως μακροπρόθεσμα, από την αντίστοιχη γερμανική. Ο χαρακτήρας της ιταλικής κατοχής προσέγγιζε τις αντίστοιχες προσπάθειες της βουλγαρικής στρατιωτικής διοίκησης στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη για εθνολογική και πολιτιστική εξάλειψη του ελληνικού στοιχείου. Η μετατροπή των Ιταλών από τον Σεπτέμβριο του 1943 σε εχθρούς του Γερμανικού Ράιχ οπωσδήποτε αποτέλεσε ευνοϊκή εξέλιξη για την ελληνική πλευρά, αφού πλέον η γερμανική στρατιωτική παρουσία διασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού κράτους, ενώ παράλληλα - με την κατάληψη των Δωδεκανήσων - έθετε τα θεμέλια για τη μεταπολεμική ενοποίηση των ελληνικών εδαφών.

Κατά την περίοδο της Κατοχής ο ιταλικός στρατός διατηρούσε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα. Η κατασκευή του στρατοπέδου συγκέντρωσης της Λάρισας ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1941. Το εν λόγω στρατόπεδο ήταν το μεγαλύτερο στην ιταλική ζώνη κατοχής και σκοπός της κατασκευής του ήταν ο περιορισμός περίπου 1.100 ανδρών του ελληνικού στρατού, καθώς και μερικών Βρετανών στρατιωτών που είχαν απομείνει στον ελληνικό χώρο μετά την εκκένωση των συμμαχικών δυνάμεων τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1941. Τους επόμενους μήνες στο στρατόπεδο μεταφέρθηκαν και άλλες κατηγορίες αιχμαλώτων, όπως μέλη αντιστασιακών οργανώσεων, διανοούμενοι, μοναχοί που κατηγορήθηκαν ότι παρέσχαν άσυλο σε αντάρτες, συγγενείς ατόμων που συμμετείχαν σε αντιστασιακές δραστηριότητες και δημόσιοι υπάλληλοι. Η μεγάλη πλειοψηφία των εγκλείστων, πάντως, ήταν γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά.

Οι συνθήκες διαβίωσης στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας ήταν άθλιες. Δεν υπήρχαν κρεβάτια για τους αιχμαλώτους, ούτε επαρκής χώρος για τις κινήσεις τους. Η συγκέντρωση ενός αναλογικά υψηλού αριθμού ατόμων σε έναν τέτοιο χώρο και η έλλειψη υποδομών υγειονομικής περίθαλψης προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό αρρώστιες. Η τροφή που παρεχόταν στους εγκλείστους ήταν ελάχιστη, ενώ τα καταναγκαστικά έργα προκαλούσαν περαιτέρω εξάντληση και αποδυνάμωση των αιχμαλώτων. Οι κακουχίες, οι επιδημίες, η πείνα και η βαναυσότητα των φρουρών προκάλεσαν απώλειες εκατοντάδων ανθρώπων. Από τους 1.100 Κρητικούς στρατιώτες που αποτελούσαν τον αρχικό πυρήνα των αιχμαλώτων, τουλάχιστον οι μισοί είχαν πεθάνει έως τα μέσα του 1942. Ο αριθμός των αιχμαλώτων του στρατοπέδου της Λάρισας, ωστόσο, έτεινε να αυξάνεται, αφού κατέφθαναν νέοι έγκλειστοι, κυρίως καταδικασθέντες από ιταλικά στρατιωτικά δικαστήρια. Την περίοδο Μαΐου-Αυγούστου 1942 υπήρξαν 800 νέες αφίξεις αιχμαλώτων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις στο στρατόπεδο υπήρχαν σε περιοδική βάση και όμηροι πολίτες, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν από τους Ιταλούς ως ανθρώπινη ασπίδα για την αποτροπή ελληνικών αντιστασιακών ενεργειών.

Στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας οι ιταλικές κατοχικές δυνάμεις, που υπάγονταν στη Μεραρχία Πινέρολο υπό τον στρατηγό Μπενέλι (Benelli) με έδρα τη Λάρισα, πραγματοποίησαν πολυάριθμες εκτελέσεις ομήρων, αμάχων πολιτών ως αντίποινα για την εντεινόμενη αντιστασιακή δραστηριότητα. Οι αντάρτες εκμεταλλεύονταν τους ορεινούς όγκους του Ολύμπου και των Μετεώρων, για να προκαλέσουν δολιοφθορές στις κατοχικές δυνάμεις. Έως τη λήξη της ιταλικής κατοχής, τον Σεπτέμβριο του 1943, είχαν εκτελεστεί περισσότεροι από 1.000 άμαχοι όμηροι εντός του στρατοπέδου της Λάρισας.

Οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις επιδίδονταν πολύ συχνά σε βασανιστήρια σε βάρος των εγκλείστων, των ομήρων και όποιων άλλων αμάχων πολιτών συλλαμβάνονταν κατά καιρούς, επειδή θεωρούνταν ύποπτοι για συμμετοχή ή συνεργία σε αντιστασιακή δραστηριότητα. Στη δίκη του υπολοχαγού Ραβάλι (Ravalli) - που υπήρξε ο μόνος Ιταλός αξιωματικός που καταδικάστηκε μεταπολεμικά για εγκλήματα πολέμου στην κατεχομένη Ελλάδα - πιστοποιήθηκαν οι μέθοδοι βασανισμού των αμάχων Ελλήνων. Ξυλοδαρμοί, ακρωτηριασμοί, εξαγωγές δοντιών και ονύχων, αποτελούσαν συνήθεις πρακτικές των Ιταλών βασανιστών. Οι Ιταλοί κατηγορήθηκαν επίσης για μαζικούς βιασμούς γυναικών, έπειτα από επιχειρήσεις κατά αντιστασιακών οργανώσεων στην περιοχή της Καστοριάς, καθώς και για εξευτελισμούς ιερέων και μοναχών.

Από τα μέσα του 1942 έως τον Σεπτέμβριο του 1943 η ιταλική κατοχή έγινε ιδιαίτερα αισθητή στην Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία. Κατά την τελευταία φάση της ιταλικής κατοχής συστηματοποιήθηκε και επιτάθηκε σε μεγάλο βαθμό η βία κατά των αμάχων, με πρόσχημα τις επιχειρήσεις κατά των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων. Ο ιταλικός στρατός πραγματοποίησε συχνούς βομβαρδισμούς και πυρπολήσεις χωριών της υπαίθρου, καταστροφές δημοσίων κτηρίων και ιδιωτικών οικιών, λεηλασίες αποθεμάτων τροφής και άλλων γεωργικών προϊόντων, ενώ συνήθης πρακτική ήταν η λήψη ομήρων, οι οποίοι εκτοπίζονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή κρατητήρια σε αστικά κέντρα. Οι τακτικές αυτές αποσκοπούσαν αφενός στην αποδιοργάνωση της ένοπλης ελληνικής αντίστασης και την καταστροφή των οικονομικών υποδομών της στην ύπαιθρο μέσω των επιθέσεων στις αγροτικές κοινότητες, αφετέρου στην τρομοκράτηση του ελληνικού πληθυσμού και στην εμπέδωση της ιταλικής κατοχικής παρουσίας.

Στις 3 Φεβρουαρίου 1943 ο στρατηγός Τζελόζο (Geloso), γενικός διοικητής των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων στην ηπειρωτική Ελλάδα, εξέδωσε διαταγή, βάσει της οποίας καθορίζονταν με ακρίβεια οι παράμετροι των ιταλικών στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά των ελληνικών αντιστασιακών ομάδων. Οι Ιταλοί αξιοποιούσαν ένα ευρύ δίκτυο πληροφοριοδοτών, το οποίο βασιζόταν σε μέλη πληθυσμιακών ομάδων, τα οποία αυτοπροσδιορίζονταν ως διαφορετικής από την ελληνική εθνικής συνείδησης, δηλαδή τους μουσουλμάνους Αλβανούς της Ηπείρου, τους γνωστούς Τσάμηδες, τους βλαχόφωνους της Πίνδου και της Θεσσαλίας, καθώς και τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας. Οι ομάδες αυτές αντιμετώπισαν την ξενική κατοχή στο ελληνικό κράτος ως ευκαιρία ικανοποίησης επεκτατικών φιλοδοξιών, οι οποίες ικανοποιούσαν τον αλβανικό (Τσάμηδες), τον ιταλικό (βλαχόφωνοι) και τον σλαβικό ή τον βουλγαρικό εθνικισμό (σλαβόφωνοι). Σε πολλές περιπτώσεις εντάχθηκαν στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής, ενεργώντας από κοινού σε επιχειρήσεις κατά των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού. Την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 1943 λ.χ. πάνω από 1.000 σλαβόφωνοι εντάχθηκαν σε ειδικές μονάδες της Μεραρχίας Πινερόλο, που δρούσε στην Πίνδο και τη Θεσσαλία. Συνεπώς η ιταλική στρατιωτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα λειτουργούσε ως φορέας συστηματικής εθνολογικής αλλοίωσης και πολιτιστικής γενοκτονίας όχι απλώς στα Επτάνησα, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μετά την εξάλειψη της ιταλικής στρατιωτικής παρουσίας το 1943, οι ομάδες αυτές - ιδίως οι σλαβόφωνοι - προσανατολίστηκαν στη συμπαράταξη με τις ελληνικές κομμουνιστικές ομάδες.

Ο ιταλικός στρατός επέλεγε συγκεκριμένα χωριά της υπαίθρου, στα οποία πραγματοποιούσε εξονυχιστικές έρευνες, καταστρέφοντας κατά την διαδικασία τα αποθέματα τροφής, ώστε να αποδιοργανώσει τον ανεφοδιασμό των ανταρτών. Σύμφωνα με την διαταγή του Τζελόζο, «η πείνα αποτελεί τον χειρότερο αντίπαλο των ανταρτών και επομένως είναι απαραίτητο να τους στερήσουμε κάθε πηγή εφοδιασμού». Για τους Ιταλούς ιθύνοντες δεν υπήρχε ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό και τις αντιστασιακές ομάδες, καθώς προσδιορίζονταν από κοινού με τον όρο «εχθρός», εναντίον του οποίου έπρεπε να ληφθούν οποιαδήποτε μέτρα θα συντελούσαν στην εδραίωση της ιταλικής κυριαρχίας. Με βάση το δόγμα περί συλλογικής ευθύνης, οι Ιταλοί ταύτιζαν τον άμαχο πληθυσμό με τις αντιστασιακές ομάδες και προέβαιναν σε πράξεις αντεκδίκησης ή προληπτικής καταστολής, όπως μαζικές εκτελέσεις ενηλίκων ανδρών, εκτοπισμούς γυναικών και παιδιών, απρόκλητες εκτελέσεις μεμονωμένων αμάχων. Πλέον ολόκληρα χωριά της υπαίθρου καταστρέφονταν συστηματικά με βομβαρδισμούς, με επιθέσεις του ιταλικού πεζικού και του πυροβολικού. Η καταστροφή του οικονομικού ιστού της υπαίθρου, ο οποίος βασιζόταν αναγκαστικά για γεωγραφικούς λόγους στην αλληλεξάρτηση των οικιστικών μονάδων, είχε ως συνέπεια την ερήμωση ολόκληρων περιοχών, την καταστροφή της παραγωγής, την πείνα και τελικά τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων στην ελληνική ύπαιθρο.

Οι ακρότητες του ιταλικού στρατού διευκολύνονταν από την εσκεμμένη απουσία γραπτών διαταγών για τις επιχειρήσεις κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού, στοιχείο που επέτεινε την εφαρμογή βίαιων μεθόδων, καθώς απουσίαζε ο καταλογισμός ευθυνών για τα εγκλήματα πολέμου που διαπράττονταν κατά τις επιχειρήσεις αυτές. Η κατοχική βία των Ιταλών αποσκοπούσε πρωτίστως στην υποδούλωση του ελληνικού πληθυσμού και δευτερευόντως στην εξάρθρωση των δικτύων δράσης των αντιστασιακών ομάδων. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι ιταλικές ενέργειες μετονομάστηκαν σε «μέτρα καταστολής», καθώς εξέλειπε η αιτία πραγματοποίησής τους, όταν απουσίαζε η αντιστασιακή δραστηριότητα. Οι άμαχοι που συλλαμβάνονταν ως όμηροι πλέον αναφέρονται στα ιταλικά έγγραφα ως «συμπαθούντες» ή ακόμη και «στασιαστές» ή «συμμορίτες». Η λεηλασία τροφίμων προσδιορίστηκε ως «υψηλά πρόστιμα σε είδος τροφής, για διανομή στα [ιταλικά] στρατεύματα» Οι μετονομασίες αυτές δεν ήταν χωρίς νόημα, αφού επέτρεπαν την άσκηση εκτεταμένης βίας αδιακρίτως κατά του άμαχου πληθυσμού και των αντιστασιακών ομάδων.

Τυπικό παράδειγμα εφαρμογής της ανελέητης αυτής πολιτικής υπήρξε η σφαγή στο χωριό Δομένικο της Θεσσαλίας, στις 16 Φεβρουαρίου 1943. Μία ιταλική αυτοκινητοπομπή έπεσε σε ενέδρα ανταρτών και είχε απώλειες εννέα ανδρών. Ο στρατηγός Μπενέλι, διοικητής της Μεραρχίας Πινερόλο, διέταξε την καταστροφή του χωριού και την εκτέλεση όλων των κατοίκων. Όλοι οι άνδρες του χωριού, ηλικίας 15 έως 80 ετών, εκτελέστηκαν από τους Ιταλούς, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι Ιταλοί δεν περιορίστηκαν στην καταστροφή του Δομένικου και την εξόντωση του πληθυσμού, αλλά επέκτειναν τη ζώνη των δραστηριοτήτων τους στα περίχωρα, σκοτώνοντας διάφορα άτομα που συναντούσαν, όπως βοσκούς, περαστικούς και όποιους θεωρούσαν ως ύποπτους συνεργασίας με τις αντιστασιακές δυνάμεις. Οι απώλειες του άμαχου πληθυσμού από την επιχείρηση αυτή των Ιταλών υπερέβησαν τα 150 άτομα.

Τα γεγονότα στο Δομένικο θα επαναλαμβάνονταν εν πολλοίς σε πολλές άλλες τοποθεσίες της κεντρικής και βόρειας Ελλάδος. Στα Σέρβια της κεντρικής Μακεδονίας, ο Ιταλός διοικητής ενέκρινε «την πραγματοποίηση μίας επιχείρησης αστυνόμευσης, η οποία θα φέρει τον χαρακτήρα μίας ανελέητης, βίαιης και ολοκληρωτικής καταστολής, καταστρέφοντας όλα τα χωριά και τις πόλεις στην ζώνη αυτή, εκτελώντας όλων των υγιών ανδρών, οι οποίοι θα θεωρούνται χωρίς διάκριση στασιαστές ή συμπαθούντες». Η ιταλική επιχείρηση στα Σέρβια και την ευρύτερη περιοχή υπήρξε σκληρή σε τέτοιο βαθμό, ώστε προκάλεσε υπόμνημα διαμαρτυρίας από τη γερμανική στρατιωτική διοίκηση. Οι Γερμανοί, οι οποίοι ανησυχούσαν για τις επιπτώσεις της ιταλικής κατοχικής πολιτικής στη στάση του ελληνικού πληθυσμού, διατηρούσαν ηπιότερη στάση έναντι του ελληνικού πληθυσμού.

Στις 10 Μαρτίου 1943 ο Τζελόζο εξέδωσε νέα διαταγή, η οποία απευθυνόταν στις ιταλικές στρατιωτικές μονάδες που είχαν αναπτυχθεί για την καταστολή της αντιστασιακής δραστηριότητας στη ζώνη μεταξύ Ελασσόνας και Κοζάνης και στη ζώνη μεταξύ Σιατίστων και Γρεβενών. Η διαταγή προέβλεπε την άμεση αφαίρεση κάθε είδους διατροφικών αγαθών από τον άμαχο πληθυσμό, καθώς και την «ανελέητη κατάσχεση» κάθε είδους καταναλώσιμου προϊόντος.

Στις 27 Μαρτίου 1943 η φάλαγγα που διοικούσε ο στρατηγός Ντελ Τζιούντιτσε (Del Giudice) συνεπλάκη κοντά στη Νεάπολη με ομάδα ανταρτών, οι οποίοι είχαν σημαντικές απώλειες. Μετά την απώθηση των ανταρτών, οι ιταλικές δυνάμεις εισήλθαν στη Νεάπολη, όπου εκτέλεσαν 150 άμαχους πολίτες, σε μία πράξη αντιποίνων για την επίθεση των ανταρτών. Τις επόμενες ημέρες οι Ιταλοί επέκτειναν τις ενέργειες αντιποίνων σε γειτονικά χωριά και οικισμούς. Κατά την διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων αναφέρεται ότι σκοτώθηκαν 280 «στασιαστές» - πιθανότατα άμαχοι πολίτες -, ενώ εκτελέστηκαν και άλλοι 170 πολίτες. Στον αριθμό των νεκρών δεν περιλαμβάνονται οι απώλειες των αμάχων που προκλήθηκαν από τον αδιάκριτο βομβαρδισμό των χωριών. Το σύνολο των νεκρών, δηλαδή, της συγκεκριμένης μόνο επιχείρησης στη Νεάπολη και την ευρύτερη περιοχή υπερέβη τα 600 άτομα.

Σε γενικές γραμμές, η ιταλική κατοχή στον ελληνικό χώρο υπήρξε η πλέον αποτρόπαιη και επικίνδυνη για την Ελλάδα από τις τρεις ξενικές κατοχές. Από την άποψη της εθνολογικής και πολιτιστικής αλλοίωσης είναι δυνατόν να παραβληθεί με τη βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Οι Ιταλοί εφάρμοσαν μεθόδους βίαιης καταστολής των ελληνικών αντιστασιακών ενεργειών και τρομοκράτησης του άμαχου πληθυσμού. Σημαντικότερη, ωστόσο, υπήρξε η σαφής πολιτική βούληση της ιταλικής στρατιωτικής διοίκησης να μεταβάλλει τα εθνολογικά όρια στην κατεχόμενη Ελλάδα, να επικυρώσει την απόσπαση τμημάτων της ελληνικής επικράτειας προς όφελος εχθρικών προς την Ελλάδα πληθυσμιακών ομάδων (Αλβανών, σλαβόφωνων), αλλά και για να εξυπηρετήσει την δική της εδαφική επεκτατική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η ιστορική μνήμη έχει υποστεί αλλοίωση όσον αφορά τα ιταλικά εγκλήματα πολέμου σε βάρος της Ελλάδος, παραποιώντας πολύ συχνά τα δεδομένα ή μεταθέτοντάς τα σε μία πλασματική εικόνα, σύμφωνα με την οποία η κατοχή υπήρξε αποκλειστικά «γερμανική». Η πολιτειακή μεταβολή στην Ιταλία, που σημειώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1943 με την πτώση του φασιστικού καθεστώτος, σηματοδότησε και μία παράλληλη αλλαγή στον τρόπο αντίληψης της ιταλικής στρατιωτικής παρουσίας στις κατεχόμενες από τον ιταλικό στρατό περιοχές της Ελλάδος, αλλά και αλλού στον ευρωπαϊκό χώρο. Η μετέπειτα συμπαράταξη της επίσημης ιταλικής κυβέρνησης-στον βορρά της Ιταλίας υπήρχε το φασιστικό καθεστώς της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας-με την πολεμική προσπάθεια των συμμαχικών δυνάμεων, συνέβαλε στην εξάλειψη της εικόνας των Ιταλών ως εγκληματιών πολέμου. Η συμμετοχή πολλών λιποτακτών Ιταλών στρατιωτών σε αντιστασιακές οργανώσεις-στην Ελλάδα λ.χ. στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ - ουσιαστικά λειτουργούσε κατά τρόπο εξιλεωτικό, αφού οι ίδιοι αυτοί στρατιώτες που εμφανίζονταν πλέον ως μέλη αντιστασιακών οργανώσεων ή μέτοχοι του ευρύτερου αγώνα των Συμμάχων, ήταν σε πολλές περιπτώσεις ένοχοι εγκλημάτων πολέμου. Πρόκειται για μία διαδικασία της ιστορικής μνήμης, αλλά και της ιστοριογραφικής παραγωγής, η οποία χαρακτηρίζεται από επικίνδυνες απλουστεύσεις και εξαιρετικά αβάσιμες γενικεύσεις ή νοηματικές μεταθέσεις. Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων υπήρξε η υποβάθμιση στον ελληνικό χώρο της ιταλικής στρατιωτικής κατοχής από μία βίαιη διαδικασίας συστηματικής καταστολής και εθνολογικής γενοκτονίας σε μία φαντασιακή και εν πολλοίς κατασκευασμένη εικόνα ήπιας συνύπαρξης Ελλήνων και Ιταλών στην κατεχόμενη Ελλάδα.

Σε αυτό το σχήμα, η γερμανική παρουσία χρησιμεύει για να διαταράξει τον ήπιο χαρακτήρα της ιταλικής παρουσίας, ενώ δεν λείπουν ακόμη και οι συμπαθητικές αναφορές της ελληνικής ιστοριογραφίας ή ακόμη και της συλλογικής μνήμης για την τύχη λ.χ. των αιχμαλώτων Ιταλών στρατιωτών της Μεραρχίας Ακούι στην Κεφαλλονιά - οι οποίοι εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς - ή γενικά για τους Ιταλούς στρατιώτες. Στην περιγραφή της ξενικής κατοχής της Ελλάδος, δηλαδή, κυριαρχούν, ακόμη και σήμερα τα στερεότυπα του «καλοκάγαθου» Ιταλού στρατιώτη και του «ανελέητου» Γερμανού στρατιώτη, κατασκευές που οφείλονται στην απλή μεταστροφή στρατοπέδου της ιταλικής πλευράς το 1943 και στη συμπαράταξη με τους νικητές του πολέμου.
Κωτούλας Ιωάννης, Εγκλήματα πολέμου του άξονα, Αθήνα: Περισκόπιο, 2007

* Ο Ιωάννης Κωτούλας (BA, M.Phil.) είναι ιστορικός, Διδάκτωρ στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Διατέλεσε Επιμελητής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών (1999-2000) και του Μουσείου Κοσμήματος (2000-2003), ενώ εργάζεται ως φιλόλογος στην Μέση Εκπαίδευση. Διευθυντής της σειράς Ιστορικό Αρχείο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Αθήνα: Περίπλους, 2009-). Βιβλία του: Η προπαγάνδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο (Αθήνα: Περισκόπιο, 2006),Τόμας Μανν και ιστορία (υπό συγγραφή), Κυρίαρχη Εθνική Κουλτούρα: Μετανάστευση, Ισλάμ και το τέλος της πολυπολιτισμικότητας(Παπαζήσης, 2011). Έχει μεταφράσει έργα των Ezra Pound, Thomas Mann, Gottfried Benn, George Orwell.

  Πηγές
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Εγκλήματα πολέμου των Ιταλών στην κατεχόμενη Ελλάδα (1941-43)"
Related Posts with Thumbnails