Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΟΙ 12 ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ


 
Ηρακλής είναι ο ήρωας της ελληνικής μυθολογίας που έγινε παγκόσμια γνωστός για την παλικαριά και τη ρώμη του, που τον βοήθησαν να πετύχει σημαντικούς, αλλά συνάμα και απίστευτους άθλους. Ο ήρωας και τα κατορθώματά του συνδέονται κατεξοχήν με τους τόπους όπου αναπτύχθηκε ο μυκηναϊκός πολιτισμός, που θεωρείται ως ο πρώτος ελληνικός πολιτισμός.
   Ονομάστηκε Ηρακλής, δηλαδή αυτός που θα αποκτήσει κλέος (=δόξα) εξαιτίας της Ήρας. Παρόλο που καταγόταν από έναν άλλο σημαντικό μυθικό ήρωα, το βασιλιά της Αργολίδας, τον Περσέα, γεννήθηκε στη Θήβα, όπου και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Στη Θήβα κατέφυγαν η μητέρα του Αλκμήνη και ο σύζυγός της Αμφιτρύονας, για να καθαρθεί ο τελευταίος από το μίασμα της κατά λάθος δολοφονίας του πεθερού του Ηλεκτρύωνα, γιου
του Περσέα και βασιλιά των Μυκηνών.Στη διάρκεια μιας απουσίας του Αμφιτρύονα από τη Θήβα σε εκστρατεία, ο Δίας θαμπωμένος από την ομορφιά της Αλκμήνης αποφάσισε να την πλανέψει. Πήρε λοιπόν τη μορφή του Αμφιτρύονα και προσποιήθηκε ότι γύρισε νικητής από την εκστρατεία.


   Η νύχτα εκείνη ήταν πολύ μεγάλη, τριπλάσια της κανονικής, και συνευρέθηκαν με την Αλκμήνη και ο Δίαςκαι ο Αμφιτρύονας, που στο μεταξύ είχε επιστρέψει από την εκστρατεία. Καρπός αυτής της νύχτας ήταν δίδυμα αγόρια, ο Ηρακλής από τον Δία και ο Ιφικλής από τον Αμφιτρύονα. Ο Δίας, όμως, ήταν αλαζονικός και καυχησιάρης. Έτσι, όταν πλησίαζε η μέρα της γέννησης του Ηρακλή, ανακοίνωσε μπροστά σ' όλους τους θεούς ότι θα γεννηθεί κάποιος απόγονος του Περσέα που θα γίνει βασιλιάς των Μυκηνών.


  Στις απιστίες όμως του Δία καραδοκούσε η γυναίκα του, η Ήρα, που φρόντιζε να αποκαθιστά τις ισορροπίες αλλά και να κυνηγάει ανελέητα τις αγαπημένες του Δία και τους καρπούς τους. Σκέφτηκε λοιπόν μια τιμωρία για τον Δία, που τον έφερε μπροστά σ' ένα τετελεσμένο γεγονός. Καθυστέρησε τη γέννηση του Ηρακλή, ενώ παράλληλα επιτάχυνε τη γέννηση του γιου του Σθένελου, βασιλιά της Αργολίδας και γιου του Περσέα, του Ευρυσθέα. Ο Ηρακλής ήταν δεκαμηνίτικο μωρό, ενώ ο Ευρυσθέας επταμηνίτικο. Σύμφωνα λοιπόν με τα λόγια του Δία, μπροστά σ' όλους τους θεούς, ο Ευρυσθέας αναγνωρίστηκε βασιλιάς της Αργολίδας και ο Ηρακλής έπρεπε να τον υπηρετεί.

  Η Ήρα όμως δε σταμάτησε μόνο στη ματαίωση των σχεδίων του Δία. Έβαλε σκοπό να ξεκάνει τον Ηρακλή από την κούνια του. Έτσι, ενώ ήταν μόλις οκτώ μηνών, έστειλε εναντίον του δυο μεγάλα φίδια. Ο Ηρακλής κοιμόταν αμέριμνος στην κούνια του μαζί με τον αδερφό του Ιφικλή. Ξύπνησε, όμως, και όχι μόνο απέφυγε τα φίδια, αλλά και τα έπνιξε με τα χέρια του.

  Ο σοφιστής Πρόδικος από την Κέα είχε επινοήσει και αφηγούνταν μια ιστορία που αφορούσε τα εφηβικά χρόνια του Ηρακλή. Ο ήρωας καθόταν σ' ένα σταυροδρόμι, όταν τον πλησίασαν δυο γυναίκες.

  Η μια με φανταχτερά ρούχα και προκλητική, του υποσχέθηκε ένα δρόμο ίσιο και ευκολοδιάβατο, στον οποίο θα τον συνόδευε πάντοτε η ανεμελιά και η διασκέδαση, ο εύκολος πλουτισμός και όλες οι χαρές της ζωής. Αυτήν, κατά τα λεγόμενά της, οι φίλοι της τη φώναζαν "Ευδαιμονία" και οι εχθροί της "Κακία".

  Η άλλη, λευκοντυμένη και σεμνή, του υποσχέθηκε τον κακοτράχαλο δρόμο, γεμάτο εμπόδια και ανηφοριές αλλά και χαρές της ζωής κατακτημένες με κόπους και θυσίες μέσα από την προσφορά στο συνάνθρωπο, την αδιάκοπη εργασία και τη διαβίωση με βάση το γερό σώμα που υπηρετεί το πνεύμα.

  Τη γυναίκα αυτή την έλεγαν "Αρετή". Ο μυθικός ήρωας προτίμησε το δύσκολο δρόμο της Αρετής από τον εύκολο της Κακίας.


  Όταν ήταν ακόμη νέος ο Ηρακλής, σκότωσε ένα λιοντάρι στον Κιθαιρώνα. Η παράδοση λέει ότι το δέρμα αυτού του λιονταριού φορούσε αργότερα ο Ηρακλής και αποτελούσε το σύμβολό του. Άλλοι, βέβαια, υποστηρίζουν ότι η λεοντή που φορούσε ο Ηρακλής προερχόταν από το λιοντάρι της Νεμέας. Παράλληλα προκάλεσε και έναν πόλεμο μεταξύ της Θήβας και του γειτονικού της Ορχομενού. Η Θήβα πλήρωνε ετήσιο φόρο εκατό βοδιών στον Ορχομενό ύστερα από μια οδυνηρή ήττα της σε κάποια διαμάχη τους. Για κακή τους τύχη, όμως, οι απεσταλμένοι του Ορχομενού για την είσπραξη του φόρου, έπεσαν πάνω στον Ηρακλή. Εκείνος τους περιποιήθηκε! Έκοψε τη μύτη και τα αυτιά τους και τους έστειλε δεμένους πισθάγκωνα πίσω στον Ορχομενό. Άμεσο αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να ξεσπάσει άγριος πόλεμος μεταξύ Θήβας και Ορχομενού, στον οποίο σκοτώθηκαν ο θνητός πατέρας του Ηρακλή, ο Αμφιτρύονας, και ο βασιλιάς του Ορχομενού Εργίνος. Ο Ηρακλής πήρε ως δώρο από το βασιλιά της Θήβας την κόρη του Μεγάρα για γυναίκα του. Η Ήρα, όμως, δεν είχε ησυχάσει. Ζήλεψε την ευτυχία του ήρωα και του προκάλεσε καταστροφική μανία. Αυτή η μανία οδήγησε τον Ηρακλή στο να σκοτώσει τη Μεγάρα και τα τρία παιδιά του. Για να εξαγνιστεί, κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών. Ο χρησμός έλεγε πως ο εξαγνισμός θα συντελούνταν αν ο Ηρακλής υπηρετούσε για δώδεκα χρόνια το βασιλιά Ευρυσθέα. Όταν πραγματοποιούσε τους άθλους που θα του επέβαλε ο Ευρυσθέας, θα γινόταν αθάνατος.
Στην Οιχαλία, αρχαία περιοχή που άλλοι τοποθετούν στη Θεσσαλία, άλλοι στην Εύβοια και οι περισσότεροι στη Μεσσηνία, ζούσε ένας πλούσιος βασιλιάς, ο Εύρυτος, που είχε μια πανέμορφη κόρη, την Ιόλη. Κάποτε έφτασε η ώρα η Ιόλη να παντρευτεί. Επειδή έπρεπε να πάρει σύζυγο το δυνατότερο άνδρα της εποχής, ο Εύρυτος διακήρυξε πως θα δώσει την κόρη του σ' αυτόν που θα νικήσει το βασιλιά και τους γιους του στη χρήση του τόξου. Ο Ηρακλής ήταν ο νικητής αλλά η οικογένεια αρνήθηκε να του δώσει την Ιόλη φοβούμενη μήπως έχει την τύχη της Μεγάρας και των παιδιών της σε καμιά άλλη κρίση μανίας του ήρωα. Με τον Ηρακλή τάχτηκε μόνο ο μεγαλύτερος γιος του Εύρυτου, ο Ίφιτος. Ο Ηρακλής κατέφυγε στην Τίρυνθα, όπου πήγε να τον συναντήσει ο Ίφιτος. Χολωμένος ο ήρωας, καταλήφθηκε και πάλι από μανία και γκρέμισε τον Ίφιτο από έναν πύργο του οχυρωματικού περίβολου της Τίρυνθας. Έτσι εξόντωσε ένα φίλο του.
Η πράξη του αποτελούσε και πάλι μίασμα που έπρεπε να καθαρθεί. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να βοηθήσει τον ήρωα σ' αυτή την κάθαρση, ενώ παράλληλα ο Ηρακλής είχε περιπέσει σε κατάθλιψη και αρρώστια. Ακόμα και στο μαντείο των Δελφών, όπου πήγε για ν' αναζητήσει τη λύτρωση, η Πυθία αρνήθηκε να του δώσει χρησμό. Θυμωμένος ο Ηρακλής άρπαξε τότε το μαντικό τρίποδα και διακήρυξε πως θα ίδρυε δικό του μαντείο. Στο δρόμο τον πρόλαβε ο Απόλλωνας και άρχισαν να φιλονικούν ζωηρά. Επειδή η φιλονικία δεν είχε τελειωμό παρενέβη ο ίδιος ο Δίας που με κεραυνό χώρισε τους αντιμαχόμενους. Τελικά, ο ήρωας πήρε τον πολυπόθητο χρησμό ότι ο ήρωας έπρεπε να πουληθεί για τρία χρόνια σαν δούλος και το ποσό που θα προέκυπτε να δινόταν στον Εύρυτο σαν αποζημίωση.


   Ο Ηρακλής πουλήθηκε στη βασίλισσα των Λυδών Ομφάλη, αλλά ο Εύρυτος δε δέχτηκε τα ανταλλάγματα. Έτσι ο ήρωας αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει νέους άθλους που αφορούσαν την κατατρόπωση διάφορων κακοποιών.
Πρώτα εξόντωσε τους Κέκροπες στην περιοχή της Εφέσου, τους οποίους έδεσε ανάποδα σε μια μακριά ράβδο που κρατούσε στους ώμους του. Κατόπιν σκότωσε τον αμπελουργό Συλέα που αιχμαλώτιζε τους διαβάτες, τους έβαζε με το ζόρι να σκάβουν στο αμπέλι του και μετά τους εξόντωνε.Μετά την Ομφάλη ο Ηρακλής ανέλαβε κάποιες εκστρατείες εναντίον ανθρώπων που τον είχαν κοροϊδέψει. Έτσι επικεφαλής ομάδας άλλων ηρώων εκστράτευσε πρώτα εναντίον του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα.

   Ο Ηρακλής επιστρέφοντας από την Κολχίδα όπου είχε λάβει μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, περνώντας από την Τροία την απάλλαξε από ένα φοβερό κήτος που είχε στείλει ο Ποσειδώνας εναντίον της. Ο βασιλιάς Λαομέδοντας, ενώ είχε υποσχεθεί κάποια περίφημα άλογα στον Ηρακλή, αρνήθηκε να του τα δώσει. Η εκστρατεία εναντίον της Τροίας στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία, ο Ηρακλής θανάτωσε τον Λαομέδοντα, αιχμαλώτισε την κόρη του Ησιόνη και το γιο του Ποδάρκη, ενώ όλη η υπόλοιπη οικογένεια ακολούθησε το βασιλιά στο θάνατο. Η Ησιόνη δόθηκε σαν βραβείο στο σύντροφο του Ηρακλή Τελαμώνα και τον ακολούθησε στην πατρίδα του Σαλαμίνα κάνοντάς του ένα γιο, τον Τεύκρο. Επειδή ο Ποδάρκης ήταν ο μόνος που υποστήριξε την απόδοση των αλόγων στον Ηρακλή από τον πατέρα του, ο ήρωας του χάρισε τη ζωή και τον προόριζε για δούλο. Τον εξαγόρασε η αδερφή του Ησιόνη και από τότε ονομάστηκε Πρίαμος (από το ρήμα πρίαμαι = εξαγοράζω) και έγινε νόμιμος βασιλιάς της Τροίας. Ακολούθησαν οι εκστρατείες εναντίον του Αυγεία, του βασιλιά της Πύλου Νηλέα και εναντίον του βασιλιά της Σπάρτης Ιπποκόοντα.



  Για να καταλάβει το βασίλειο της Ήλιδας του Αυγεία μονομάχησε και σκότωσε μετά από ενέδρα τους σιαμαίους Ακτορίονες. Στην Πύλο σκότωσε τον Νηλέα και τους έντεκα γιους του επειδή αρνήθηκαν να τον καθάρουν από το φόνο του Ίφιτου. Σώθηκε μόνο ο Νέστορας, που βασίλεψε κατόπιν στην Πύλο. Εναντίον της Σπάρτης ο Ηρακλής εκστράτευσε για να τιμωρήσει τους φονιάδες του εξαδέλφου του Οιωνού. Όταν ο Οιωνός είχε επισκεφθεί κάποτε τη Σπάρτη σκότωσε ένα σκύλο του Ιπποκόοντα που του είχε επιτεθεί. Τότε οι γιοι του Ιπποκόοντα τον θανάτωσαν για τιμωρία. Ο Ηρακλής τιμώρησε τους Ιπποκοοντίδες σκοτώνοντάς τους όλους, αλλά οι απώλειες των συντρόφων του ήταν σοβαρές. Χάθηκαν ο αδερφός του Ιφικλής και ο βασιλιάς της Τεγέας Κηφέας μαζί με τους είκοσι γιους του.Μετά τις εκστρατείες του ο Ηρακλής αποφάσισε πως έπρεπε να νοικοκυρευτεί. Έτσι πήγε στο βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα, πατέρα του Μελέαγρου, που, όπως είδαμε, είχε συναντήσει στον Άδη και όπως υποσχέθηκε στο νεκρό, ζήτησε για γυναίκα του την κόρη του Δηιάνειρα.

  Την όμορφη κόρη διεκδικούσε για λογαριασμό του και ο ποτάμιος θεός Αχελώος. Αυτός μεταμορφωμένος σε ταύρο κάλεσε τον Ηρακλή σε μονομαχία. Ο ήρωας δεν ήταν από αυτούς που απέφευγαν τις προκλήσεις. Πάλεψε με τον ποτάμιο θεό και πάνω στην πάλη του άρπαξε ένα από τα κέρατά του. Το κέρατο αυτό το αντάλλαξε με το κέρας της Αμάλθειας που κατείχε ο Αχελώος. Όπως είναι γνωστό, η Αμάλθεια ήταν η κατσίκα που ανάθρεψε τον Δία όταν ήταν μωρό ακόμη στο όρος Ίδη της Κρήτης. Το κέρας της έδινε πλούσια ελέη σε τροφή και ποτό σε όποιον το κατείχε. Ο Ηρακλής δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα νεύρα του και τη δύναμή του. Έτσι, στη λίστα των αθώων ανθρώπων που σκότωσε προστέθηκε και ένας συγγενής του Οινέα, που τον έστειλε στον άλλο κόσμο ύστερα από παρεξήγηση σε κάποιο γλέντι. Ο Ηρακλής πήρε τη Δηιάνειρα και ξεκίνησε για τη χώρα των Τραχίνων όπου αποφάσισε να αυτοεξοριστεί. Καθοδόν έπρεπε να περάσει από τον ποταμό Εύηνο στην Αιτωλία.

  Εκεί είχε καταφύγει ο Κένταυρος Νέσσος μετά από την εξόντωση των υπόλοιπων Κενταύρων από τον Ηρακλή στο επεισόδιο στη Φολόη της Αρκαδίας. Ο Νέσσος εκτελούσε χρέη πορθμέα του ποταμού, δηλαδή περνούσε απέναντι όποιον ήθελε να διαβεί το ποτάμι. Ο Ηρακλής βέβαια δεν είχε ανάγκη από κάτι τέτοια και πέρασε μόνος του το ποτάμι. Υπήρχε όμως και η Δηιάνειρα. Αυτήν πήρε στη ράχη του ο Νέσσος και την πέρασε απέναντι. Μόλις τελείωσε το έργο του απαίτησε αμοιβή. Επιτέθηκε με ανήθικους σκοπούς στη Δηιάνειρα, οι δυνατές φωνές της οποίας κινητοποίησαν τον Ηρακλή, ο οποίος με μια σαϊτιά έκοψε το νήμα της ζωής του Νέσσου.


   Πεθαίνοντας ο Νέσσος συμβούλεψε τη Δηιάνειρα να αναμίξει το σπέρμα του με το αίμα που έρεε από την πληγή του για να φτιάξει ένα φίλτρο που θα έδενε τον Ηρακλή για πάντα κοντά της. Στο αίμα του όμως είχε εισχωρήσει το δηλητήριο της Λερναίας ύδρας από το βέλος του Ηρακλή. Ο Ηρακλής θυμόταν ακόμα την ασυνέπεια του βασιλιά της Οιχαλίας Εύρυτου και από την Τραχίνα με πολλούς άλλους εκστράτευσε εναντίον του. Τον κατανίκησε σκοτώνοντας αυτόν και τους γιους του και απαγάγοντας την Ιόλη. Ακούγοντας η Δηιάνειρα την απαγωγή της Ιόλης ζήλεψε τόσο πολύ που θυμήθηκε το φίλτρο του Νέσσου και εμπότισε μ' αυτό το χιτώνα του Ηρακλή. Όταν ο ήρωας φόρεσε το ρούχο, το ένιωσε να κολλά επάνω του και επιχειρώντας να το βγάλει έσκιζε μαζί και τις σάρκες του. Η Δηιάνειρα αυτοκτόνησε και ο Ηρακλής, αφού όρκισε το γιο του Ύλλο να παντρευτεί την Ιόλη, άναψε μεγάλη πυρά και μπήκε μέσα για να καεί. Ένα σύννεφο όμως τον άρπαξε και τον μετέφερε κοντά στους θεούς όπου έγινε αθάνατος, συμφιλιώθηκε με την Ήρα και παντρεύτηκε την κόρη της από τον Δία, την Ήβη.

ΟΙ 12 ΑΘΛΟΙ

ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΝΕΜΕΑΣ
 
Ο πρώτος άθλος του Ηρακλή αφορά την εξόντωση του τρομερού λιονταριού της Νεμέας, περιοχής κοντά στην Κόρινθο. Το λιοντάρι αυτό κατοικούσε σε μια σπηλιά που είχε δυο ανοίγματα και επιπλέον δεν το έπιαναν τα βέλη και τα ακόντια.
Ο Ηρακλής ακολούθησε μια έξυπνη όσο και τολμηρή στρατηγική που ταίριαζε στον ηρωισμό του. Έκλεισε το ένα άνοιγμα της σπηλιάς μ' ένα σωρό από πέτρες, αφού πρώτα μπήκε μέσα στη σπηλιά. Κατόπιν ήρθε αντιμέτωπος με το λιοντάρι. Πολύ γρήγορα τα όπλα του αποδείχτηκαν ανώφελα και έτσι αποφάσισε να το αντιμετωπίσει με τα ίδια του τα χέρια. Το 'πιασε, λοιπόν, στα μπράτσα του και το έπνιξε. Κατόπιν το έγδαρε χρησιμοποιώντας τα δόντια του λιονταριού, μια και τα εργαλεία δεν το έπιαναν, το πήρε στους ώμους του και το έφερε στις Μυκήνες και στον Ευρυσθέα, όπως, άλλωστε, ήταν και η αποστολή του.
Ο μύθος, λέει, πως ο Ευρυσθέας, τρόμαξε τόσο πολύ μόλις είδε το σώμα του λιονταριού, που κρύφτηκε σ' ένα μεγάλο χάλκινο πιθάρι. Ύστερα απ' αυτό ο Ηρακλής υποχρεώθηκε να μη φέρνει τα λάφυρα των άθλων του μέσα στην πόλη.

ΛΕΡΝΑΙΑ ΥΔΡΑ
 
Η Λερναία ύδρα ήταν ένα τέρας με εννιά κεφάλια που ζούσε στους βάλτους μιας παραθαλάσσιας περιοχής κοντά στο Άργος, της Λέρνας, απ' όπου πήρε και το όνομά της.
Το τέρας τρομοκρατούσε όλη την περιοχή, κατέστρεφε τις καλλιέργειες και προτιμούσε για φαγητό τα πρόβατα. Ο Ηρακλής έπρεπε να την αντιμετωπίσει. Πήρε για βοηθό του τον αγαπημένο του ανιψιό Ιόλαο και κίνησε για τη Λέρνα.


Γρήγορα διαπίστωσε ότι η αποστολή του δε θα ήταν καθόλου εύκολη. Μόλις έκοβε ένα κεφάλι της ύδρας στη θέση του φύτρωναν δύο. Παράλληλα η Ήρα δεν είχε καθήσει με σταυρωμένα τα χέρια. Έστειλε βοηθό του τέρατος έναν κάβουρα, ο οποίος παρενοχλούσε τον Ηρακλή, δαγκώνοντάς του το πόδι, κάθε φορά που ο ήρωας επιχειρούσε να κόψει ένα κεφάλι της ύδρας.


Για να αντιμετωπίσει τον πολλαπλασιασμό των κεφαλιών της Λερναίας ύδρας, ο Ηρακλής ενέργησε έξυπνα. Έδωσε έναν αναμμένο δαυλό στον Ιόλαο και του είπε να καίει τις καινούριες κεφαλές και το σημείο όπου έκοβε το κεφάλι. Μ' αυτόν τον τρόπο ο Ηρακλής έκοψε εκτός από τα οχτώ κεφάλια του τέρατος και το τελευταίο κεφάλι, που ήταν το κέντρο της ζωής του και σύμφωνα με το μύθο αθάνατο. Μόλις έκοψε το αθάνατο κεφάλι ο Ηρακλής, το έθαψε και το σκέπασε μ' ένα μεγάλο βράχο για να μην υπάρχει καμιά δυνατότητα ξαναζωντανέματός του. Με τη χολή του τέρατος ο Ηρακλής εμπότισε τα βέλη του κάνοντάς τα δηλητηριώδη.
Παρά το μεγάλο άθλο ο Ευρυσθέας αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει ισχυριζόμενος ότι η συμβολή του Ιόλαου ήταν καθοριστική. Ο χρησμός έλεγε ότι έπρεπε μόνος του ο Ηρακλής να επιτελέσει όλους τους άθλους του. Ο ήρωας δικαιολόγησε την παρουσία του ανιψιού του με την εμφάνιση του κάβουρα. Ήταν μια μάχη δύο προς δύο.

Ο ΚΑΠΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΥΜΑΝΘΟΥ
 
Ο Ευρυσθέας διέταξε τον Ηρακλή να του φέρει ζωντανό το αγριογούρουνο που ζούσε στο γεμάτο δάση βουνό του Ερύμανθου στα σύνορα Αρκαδίας και Ηλείας. Το αγριογούρουνο ήταν πολύ αιμοβόρο και τρομοκρατούσε τους κατοίκους της αρκαδικής πόλης Ψωφίδας, που βρισκόταν στα ριζά του Ερύμανθου, καταστρέφοντας καλλιέργειες και ζώα.


Στο δρόμο για τον Ερύμανθο, στο βουνό Φολόη της Αρκαδίας, ο Ηρακλής συνάντησε τον Κένταυρο Φόλο, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να τον φιλοξενήσει και να τον περιποιηθεί. Τον κάλεσε, λοιπόν, σε φαγοπότι. Ο Ηρακλής έτρωγε ψημένο κρέας και ο Φόλος ωμό. Μετά όμως από λίγο ο ήρωας δίψασε και ζήτησε από τον Φόλο κρασί. Ο Κένταυρος του είπε ότι έχει θαμμένο σ' ένα πιθάρι κρασί που χάρισε στους Κένταυρους ο θεός Διόνυσος, αλλά φοβόταν να το ανοίξει, μήπως και προκαλέσει την οργή των υπόλοιπων Κενταύρων. Ο Ηρακλής επέμεινε, το πιθάρι ξεθάφτηκε και ανοίχτηκε, αλλά η μυρωδιά του παλιού κρασιού μάζεψε τους άλλους Κένταυρους, που με άγριες διαθέσεις κίνησαν για τη σπηλιά όπου γινόταν το φαγοπότι.


Κάποιοι κρατούσαν ρόπαλα, άλλοι πέτρες και άλλοι αναμμένες δάδες. Ο Φόλος μόλις τους είδε κρύφτηκε, αλλά κάτι τέτοιο δεν ταίριαζε στον Ηρακλή. Τους αντιμετώπισε και σαΐτεψε πολλούς απ' αυτούς, ενώ τους υπόλοιπους τους καταδίωξε μέχρι τον Μαλέα, όπου ζούσε ο Κένταυρος Χείρωνας, διωγμένος από το Πήλιο, ο δάσκαλος του Ιάσονα.


Ο Ηρακλής χτύπησε κατά λάθος τον Χείρωνα με δηλητηριασμένο βέλος. Ο Κένταυρος, βέβαια, δεν μπορούσε να πεθάνει μια και ήταν αθάνατος, υπέφερε, όμως, από φρικτούς πόνους. Γι' αυτό αντάλλαξε τη ζωή του με την ελευθερία του Προμηθέα και έτσι πέθανε.


Το τέλος του Φόλου ήταν ανάλογο. Πήρε ένα δηλητηριασμένο βέλος και άρχισε να το περιεργάζεται. Του έπεσε όμως και τον τραυμάτισε στο πόδι κάνοντάς του πληγή από την οποία και πέθανε.
Η αποστολή του Ηρακλή στη σύλληψη του κάπρου ήταν δύσκολη. Έπρεπε να τον πιάσει ζωντανό, πράγμα που δεν ήταν και εύκολο. Χρησιμοποίησε, λοιπόν, το μυαλό του και την πονηριά του. Φτάνοντας στον Ερύμανθο βρήκε το καταφύγιο του ζώου και το ανάγκασε να βγει από την κρυψώνα του, μια πυκνή συστάδα θάμνων. Ύστερα το πήρε στο κατόπι. Μπροστά ο κάπρος, πίσω ο Ηρακλής ξεκίνησε ένα κυνηγητό το οποίο ο ήρωας κατεύθυνε προς τις χιονισμένες κορυφές του βουνού. Εκεί το αγριογούρουνο χάθηκε μέσα στα χιόνια και, όπως ήταν φυσικό, ταλαιπωρήθηκε και κουράστηκε. Μόλις απόκαμε, ο Ηρακλής το πλησίασε, το έπιασε με μια θηλιά που είχε φτιάξει από πριν και το ακινητοποίησε δένοντάς του τα πόδια. Μετά το πήρε στους ώμους του και κίνησε για τις Μυκήνες. Στη θέα του τρομερού Ερυμάνθιου κάπρου ο Ευρυσθέας κατατρόμαξε και κρύφτηκε και πάλι στο χάλκινο πιθάρι όπως τότε με το λιοντάρι της Νεμέας.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΛΑΦΙ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΣ
 
Μετά τη θανάτωση της Λερναίας ύδρας ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή να του φέρει το ιερό ελάφι της θεάς Αρτέμιδος που ζούσε αμέριμνο στο βουνό Κερύνεια στα σύνορα Αχαΐας και Αρκαδίας. Η πρόθεση του Ευρυσθέα δεν ήταν να θανατωθεί το ελάφι. Απλά ήθελε να φέρει αντιμέτωπο τον Ηρακλή με την Άρτεμη, τη θεά του κυνηγιού, στην οποία δεν πολυάρεσε να ενοχλούν τα ιερά της ζώα.
Ο Ηρακλής ταλαιπωρήθηκε πολύ. Το ελάφι είχε χρυσά κέρατα και χάλκινες οπλές, αλλά το κυριότερο απ' όλα έτρεχε γρηγορότερα από τον άνεμο. Έτσι το κυνήγησε σε βουνά και λαγκάδια για έναν ολόκληρο χρόνο σ' όλη την Αρκαδία. Τελικά, κατάφερε να το συλλάβει. Άλλοι λένε ότι το έπιασε στον ύπνο, άλλοι ότι το τραυμάτισε ενώ εκείνο προσπαθούσε να ξεδιψάσει στον ποταμό Λάδωνα. Μόλις το έπιασε του έδεσε τα πόδια και το πήρε στον ώμο για να το κουβαλήσει στις Μυκήνες.
Στο δρόμο, όμως, έπεσε πάνω στην Άρτεμη και τον αδερφό της Απόλλωνα. Η θεά μόλις είδε το αγαπημένο της ζώο αιχμάλωτο και τραυματισμένο άρχιζε να φωνάζει και να απειλεί τον ήρωα με σκληρότατη τιμωρία. Ο Ηρακλής, όμως, κατάφερε να την καταπραΰνει. Της είπε ότι δεν είναι αυτός ο φταίχτης αλλά η κακή του μοίρα που τον ανάγκασε να υπακούει τις εντολές και να πραγματοποιεί τις επιθυμίες του Ευρυσθέα. Τη διαβεβαίωσε επίσης ότι κανείς δεν είχε την πρόθεση να το σκοτώσει. ΄Ολα αυτά συντέλεσαν στο να δεχτεί η θεά να πάρει ο Ηρακλής το ζώο μαζί του και να το δείξει στον Ευρυσθέα.

ΟΙ ΣΤΥΜΦΑΛΙΔΕΣ ΟΡΝΙΘΕΣ
 
Οι Στυμφαλίδες όρνιθες ήταν σαρκοβόρα πουλιά, που δεν έλεγαν όχι για ανθρώπινο κρέας, με ψηλά πόδια και σιδερένιες φτερούγες, ενώ μπορούσαν να εκτοξεύουν τα φτερά τους σαν βέλη, αστοχώντας σπάνια. Ζούσαν στη λίμνη που βρισκόταν κοντά στην πόλη Στύμφαλο στη βόρεια Αρκαδία, στους πρόποδες ενός ομώνυμου βουνού και πολλαπλασιάζονταν ραγδαία. Είχαν γίνει τόσο πολλά, που λένε ότι όταν πετούσαν όλα μαζί, έκρυβαν τον ήλιο, και με τα κρωξίματά τους τρομοκρατούσαν τους πάντες. Αυτά τα πουλιά έπρεπε να αφανίσει ο Ηρακλής.


Αφού πέρασε την πυκνή βλάστηση, σωστή ζούγκλα, ο Ηρακλής έφτασε στη λίμνη που ήταν το καταφύγιο των πουλιών. Για να τα αντιμετωπίσει, όμως, έπρεπε να τα ξετρυπώσει από την κρυψώνα τους. Στο δύσκολο έργο του συμπαραστάθηκε η θεά Αθηνά. Έδωσε στον ήρωά μας ένα ζευγάρι μπρούντζινα κρόταλα που είχε κατασκευάσει ο Ήφαιστος. Ο Ηρακλής άρχισε να χτυπά τα κρόταλα μεταξύ τους τόσο δυνατά που δημιουργούσαν έναν τρομερό θόρυβο. Τα πουλιά τρομαγμένα, βγαίνοντας κατά χιλιάδες από τη βλάστηση, πετούσαν στον ουρανό. Οι σαϊτιές του ημίθεου τα αποδεκάτισαν. Τα λίγα που σώθηκαν κατέφυγαν σ' ένα νησί του Εύξεινου Πόντου που λέγεται ότι ανήκε στο θεό του πολέμου Άρη. Μερικά από τα σκοτωμένα πουλιά αφιέρωσε ο Ηρακλής ως τρόπαια στην Αθηνά για να την ευχαριστήσει για τη βοήθειά της.

Ο Αυγείας, γιος του Ήλιου, ήταν βασιλιάς της Ήλιδας, ενώ κατ' άλλους ήταν κυρίαρχος όλης της βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Στην περιουσία του περιλαμβάνονταν αμέτρητα κοπάδια βοδιών που η κοπριά τους είχε συσσωρευτεί στους στάβλους του και είχε δημιουργήσει μια αφόρητη κατάσταση, καταστρέφοντας ακόμη και αυτές τις καλλιέργειες.
Ο Ηρακλής παρουσιάστηκε στον Αυγεία και του είπε ότι μπορεί να καθαρίσει τους στάβλους του αν του έδινε το ένα δέκατο των κοπαδιών του.
Φυσικά δεν ανέφερε ότι ενεργούσε κατ' εντολή του Ευρυσθέα, ο οποίος του ανέθεσε την αποστολή για να την πραγματοποιήσει με τα ίδια του τα χέρια μέσα σε μια μέρα. Ο Αυγείας μη πολυπιστεύοντας ότι μπορεί να καθαριστεί η κοπριά του, δέχτηκε την πρόκληση του Ηρακλή και του υποσχέθηκε την αμοιβή που ζητούσε.
Οι υπερφυσικές δυνάμεις του Ηρακλή τον έβγαλαν και πάλι ασπροπρόσωπο. Κατάφερε να εκτρέψει από την πορεία τους τους δύο μεγάλους ποταμούς της Πελοποννήσου, τον Αλφειό και τον Πηνειό, και με τα νερά τους να καθαρίσει την κόπρο του Αυγεία.
Μαθαίνοντας, όμως, ο Αυγείας ότι ο Ηρακλής ενεργεί στα πλαίσια των υπηρεσιών του προς τον Ευρυσθέα, αρνήθηκε να του δώσει τη συμφωνημένη αμοιβή, ακόμα και όταν διαιτητής έδωσε δίκιο στον Ηρακλή. Παράλληλα και ο Ευρυσθέας αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον άθλο υποστηρίζοντας ότι ο Ηρακλής τον πραγματοποίησε έναντι πληρωμής και χρησιμοποιώντας το τέχνασμα των ποταμών και όχι με τα ίδια του τα χέρια. Ο Ηρακλής δεν ξέχασε τη συμπεριφορά του Αυγεία. Αργότερα συγκέντρωσε στρατό και εκστράτευσε εναντίον του για να τον τιμωρήσει. Πράγματι, ο Αυγείας σκοτώθηκε πληρώνοντας την έπαρσή του και την υπαναχώρησή του.

Ο ΑΓΡΙΟΣ ΤΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
 
Ο έβδομος άθλος του Ηρακλή ήταν η σύλληψη και η μεταφορά στις Μυκήνες, μπροστά στον Ευρυσθέα, ενός άγριου ταύρου στην Κρήτη που είχε καταληφθεί από μανία. Έλεγαν ότι ο ταύρος αυτός ήταν ο ίδιος που μετέφερε για λογαριασμό του Δία την αδερφή του Κάδμου, την Ευρώπη, στην Κρήτη ή ο ταύρος που είχε στείλει ο Ποσειδώνας στον Μίνωα και τον οποίο είχε ερωτευτεί η Πασιφάη, ο πατέρας δηλαδή του Μινώταυρου. Ο Ποσειδώνας εξοργισμένος από τη συμπεριφορά του Μίνωα είχε στείλει μανία στον ταύρο, με αποτέλεσμα το ζώο να τρομοκρατεί τους ανθρώπους.
Ο Ηρακλής αφού πήρε και την άδεια του Μίνωα, ξεκίνησε με το ρόπαλό του και ένα σκοινί για να αιχμαλωτίσει τον ταύρο. Παλεύοντας μαζί του κατάφερε να τον πιάσει από τα κέρατα και να δέσει μαζί το ρύγχος με τα πόδια του έτσι ώστε να τον ακινητοποιήσει. Κατόπιν ανέβηκε στη ράχη του ζώου και μέσω της θάλασσας έφτασαν στην Αργολίδα.
Εκεί ο Ευρυσθέας θέλησε να θυσιάσει τον ταύρο στην Ήρα, αλλά η θεά αρνήθηκε την προσφορά, μια και δεν ήθελε να δεχθεί έμμεσα δώρο από τον Ηρακλή. Έτσι ο ταύρος αφέθηκε ελεύθερος και αφού περιπλανήθηκε στην Πελοπόννησο πέρασε στην Αττική και τον Μαραθώνα. Είναι ο ίδιος ταύρος που εξόντωσε ο ήρωας της Αττικής, ο Θησέας.

ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΔΙΟΜΗΔΗ
 
Ο Διομήδης, γιος του θεού Άρη, βασίλευε σ' έναν πολεμικό λαό της Θράκης, τους Βίστονες. Είχε στην κατοχή του τέσσερα άγρια και ανθρωποφάγα άλογα που από τα ρουθούνια τους πετούσαν φωτιές και η πάχνη τους ήταν χάλκινη. Οποιοσδήποτε ξένος έφτανε στην περιοχή των Βιστόνων, ο Διομήδης τον έριχνε για τροφή στα άλογά του. Την ίδια τύχη είχαν και οι υπήκοοί του που ήταν ανυπότακτοι. Για να μπορεί ο Διομήδης να συγκρατεί τα άλογά του μέσα στο στάβλο τους, τα είχε δέσει με χοντρές σιδερένιες αλυσίδες, ενώ παράλληλα είχε τοποθετήσει ισχυρή φρουρά να τα προσέχει.


Ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή να του φέρει ζωντανά τα άγρια άλογα του Διομήδη. Επειδή επρόκειτο για ολόκληρη επιχείρηση από τις Μυκήνες ως τη Θράκη, ο Ηρακλής αρμάτωσε ένα καράβι και κάλεσε πολλούς φίλους του ήρωες να τον βοηθήσουν. Ανάμεσά τους και ένας από τους καλύτερους φίλους του, ο Άβδηρος από τη Λοκρίδα. Μόλις το καράβι έφτασε στη χώρα των Βιστόνων, οι ήρωες αποβιβάστηκαν και κατευθύνθηκαν προς το στάβλο του Διομήδη. Ο Ηρακλής εξουδετέρωσε τη φρουρά, πήρε τα άλογα και τα οδήγησε στην παραλία όπου ήταν το πλοίο τους και άφησε τον Άδμητο να τα φυλάει. Ο Διομήδης μόλις πληροφορήθηκε την επίθεση και την κλοπή των αλόγων του δε χρονοτρίβησε διόλου. Μάζεψε τους Βίστονες και αντιπαρατάχθηκαν στους εισβολείς. Η μάχη ήταν φοβερή. Ο Ηρακλής σκότωσε πολλούς Βίστονες, καθώς και τον ίδιο τον Διομήδη, με το ρόπαλό του.

Επιστρέφοντας, όμως, στην παραλία για να φύγουν βρήκαν καταφαγωμένο τον Άβδηρο από τα άγρια άλογα. Ο Ηρακλής τον έθαψε με τιμές και προς τιμή του ίδρυσε πόλη, τα Άβδηρα, στην οποία αργότερα γεννήθηκε ο μεγάλος φιλόσοφος Δημόκριτος. Ο Ηρακλής οδήγησε τα άλογα στις Μυκήνες, όπου ο Ευρυσθέας τα άφησε ελεύθερα. Αυτά μετά από περιπλάνηση έφτασαν μέχρι τον Όλυμπο, όπου κατασπαράχτηκαν από άγρια θηρία. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, τα άλογα τα αφιέρωσαν στην Ήρα. Αυτή τη φορά η θεά αποδέχτηκε την προσφορά του Ηρακλή. Από τα άλογα αυτά, λέει ο ίδιος μύθος προέρχονταν τα άλογα του Μ. Αλεξάνδρου.


Η ίδια ιστορία εξιστορεί διαφορετικά τα γεγονότα που αφορούν τα όσα συνέβησαν στη χώρα των Βιστόνων: Ο Ηρακλής πήγε μόνος του και από την ξηρά στη Θράκη. Εκεί συνέλαβε τον Διομήδη και τον έριξε στο στάβλο των αλόγων του. Τα άγρια άλογα τον κατασπάραξαν και αμέσως τότε ημέρεψαν. Έτσι ήμερα ο Ηρακλής τα μετέφερε στις Μυκήνες. Καθώς ο Ηρακλής κατευθυνόταν προς τη Θράκη, πέρασε από τις Φέρες της Θεσσαλίας, όπου βασίλευε ο φίλος του ΄Αδμητος. Εκεί συνάντησε μεγάλο πένθος, αφού ο φίλος του κήδευε τη γυναίκα του Άλκηστη, την πανέμορφη κόρη του Πελία.


Η ιστορία της ήταν μια πράξη αγάπης και αυτοθυσίας. Ο Άδμητος στη διάρκεια του γάμου τους παρέλειψε να θυσιάσει στη θεά Άρτεμη. Η τιμωρία του ήταν να πεθάνει νέος. Μπορούσε όμως να πεθάνει κάποιος άλλος στη θέση του. Ο πατέρας του και η μητέρα του αρνήθηκαν. Παρουσιάστηκε όμως η Άλκηστη, που πρόσφερε εθελοντικά τη ζωή της για τη ζωή του άντρα της. Ο Ηρακλής συγκινήθηκε από την ιστορία και αποφάσισε να σώσει την όμορφη βασίλισσα. Προτίμησε να προλάβει την Άλκηστη προτού ο Χάροντας την κατεβάσει στον Κάτω Κόσμο, παρότι ήταν αποφασισμένος να κατέβει και εκεί αν χρειαζόταν. Πρόλαβε τον Χάροντα, πάλεψε μαζί του, τον νίκησε και έσωσε την Άλκηστη.

Η ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΙΠΠΟΛΥΤΗΣ
 
Οι Αμαζόνες ήταν ένας πολεμόχαρος λαός που κατοικούσε στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου. Στο λαό αυτόν τον κύριο ρόλο έπαιζαν οι γυναίκες, που ήταν φοβερές πολεμίστριες. Μάλιστα για να τεντώνουν καλά το τόξο και να φέρουν τη φαρέτρα με τα βέλη, έκοβαν το δεξί τους στήθος, ενώ το άλλο το διατηρούσαν για να θηλάζουν τα μωρά τους. Από τα παιδιά τους κρατούσαν τα κορίτσια τα οποία ανατρέφονταν ανάλογα.
Στις Αμαζόνες βασίλευε μια όμορφη και πολεμόχαρη γυναίκα, κόρη του θεού Άρη, η Ιππολύτη. Αυτή κατείχε μια θαυμάσια ζώνη, δώρο του πατέρα της. Τη ζώνη αυτή έβαλε στο μάτι ο Ευρυσθέας και ζήτησε από τον Ηρακλή να του τη φέρει, για λογαριασμό της κόρης του Αδμήτης.

O Ηρακλής εξόπλισε ένα πλοίο, μάζεψε αρκετούς ήρωες και κίνησαν για τον Εύξεινο Πόντο. Το ταξίδι ήταν μακρινό και επίπονο και στο δρόμο ο Ηρακλής και οι σύντροφοι του αντιμετώπισαν κινδύνους και περιπέτειες. Στο νησί της Πάρου, όπου προσάραξαν, οι ντόπιοι επιτέθηκαν και σκότωσαν δυο συντρόφους του Ηρακλή. Ο ήρωας θύμωσε πάρα πολύ, σκότωσε τα τέσσερα παιδιά του Μίνωα που κατοικούσαν στο νησί και κατόπιν έκλεισε τους Πάριους στα τείχη τους και τους πολιόρκησε. Οι πολιορκημένοι φυσικά δεν άντεξαν και πρότειναν ειρήνη στον Ηρακλή προθυμοποιούμενοι να αντικαταστήσουν τους δυο συντρόφους του με άλλους. Έτσι οι εγγονοί του Μίνωα, Σθένελος και Αλκαίος, ακολούθησαν τον Ηρακλή στην εκστρατεία του.

Κατόπιν το πλοίο προσάραξε στην περιοχή της Μυσίας, στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου ο βασιλιάς τους Λύκος είχε πόλεμο με μια γειτονική φυλή. Ο Ηρακλής τον βοήθησε να κατατροπώσει τους εχθρούς του και προς τιμή του ήρωα, ο Λύκος, ονόμασε την κατακτημένη χώρα Ηράκλεια.
Μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες, το καράβι του Ηρακλή προσορμίστηκε στο λιμάνι της Θεμίσκυρας, της πρωτεύουσας των Αμαζόνων.


Η Ιππολύτη μαθαίνοντας την άφιξη των ξένων κατέβηκε στο λιμάνι μαζί με τις ακολούθους της για να μάθει τι έφερνε τους ξένους στα μέρη τους. Ο Ηρακλής, χωρίς να διστάσει, ζήτησε την περίφημη ζώνη. Η Ιππολύτη δεν είχε αντίρρηση.
Η Ήρα όμως δε θα άφηνε ήσυχο τον ήρωα. Μεταμορφωμένη σε Αμαζόνα αναμίχθηκε με τις άλλες και "λέγε-λέγε" τις έπεισε ότι οι ξένοι ήρθαν με δόλο να κυριεύσουν το βασίλειό τους. Έτσι επιτέθηκαν με αγριότητα στον Ηρακλή και τους συντρόφους του. Στη σφοδρή μάχη ο Ηρακλής σκότωσε πολλές περιώνυμες αμαζόνες και στο τέλος μονομάχησε με την ίδια την Ιππολύτη, την οποία μετά από σκληρό αγώνα σκότωσε και της πήρε την πολυπόθητη ζώνη. Ο Ηρακλής, όμως, δε σταμάτησε εδώ και εξόντωσε σχεδόν όλο το στρατό των Αμαζόνων.
Άλλοι λένε ότι ο Ηρακλής κατάφερε να πάρει τη ζώνη αφού πρώτα συνέλαβε την αρχηγό του στρατού των Αμαζόνων, τη Μελανίππη, την οποία και αντάλλαξε με τη ζώνη.
Άλλη εκδοχή, μεταγενέστερη, εμπλέκει και τον Θησέα στην εκστρατεία, ο οποίος παίρνει τη ζώνη και την παραδίδει στον Ηρακλή, ενώ κρατάει για τον εαυτό του και νυμφεύεται στην Αθήνα την αμαζόνα Αντιόπη.

ΤΑ ΒΟΔΙΑ ΤΟΥ ΓΗΡΥΟΝΗ
 
Για δέκατο άθλο, ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή τα κοκκινότριχα βόδια του Γηρυόνη, του τέρατος που ζούσε στη Δύση, στο νησί Ερύθεια. Ο Γηρυόνης ήταν ένα τέρας, εγγονός του Ωκεανού. Είχε τρία κεφάλια και τρία σώματα ενωμένα μεταξύ τους, όπως στα σιαμαία. Στη φύλαξη των βοδιών βοηθούσαν τον Γηρυόνη ο γιος του Άρη Ευρυτίωνας και ένα φοβερό σκυλί με δυο κεφάλια και φιδίσια ουρά, ο Όρθος, που ήταν και αδερφός του φύλακα του Κάτω Κόσμου, του Κέρβερου, που επίσης εξόντωσε ο Ηρακλής.


Στο δρόμο για τη χώρα του Γηρυόνη, πέρασε τη γνωστή τότε Ευρώπη ώσπου έφτασε στην Ιβηρική χερσόνησο στον πορθμό που χωρίζει την Ευρώπη με την Αφρική. Εκεί σε ανάμνηση ταξιδιού του έστησε δυο κολόνες, μια στην Αφρική και μια στην Ευρώπη, τις γνωστές "Ηράκλειες στήλες".
Φτάνοντας στην άκρη του μέχρι τότε γνωστού κόσμου, ο Ηρακλής έπρεπε να περάσει τον ωκεανό για να φτάσει στην Ερύθεια. Σ' αυτό τον βοήθησε το άρμα του Ήλιου, ένα κύπελλο, που μ' αυτό ταξίδευε στον ωκεανό ο θεός. Ο Ήλιος του το έδωσε μόνο για μια μέρα.


Ο Ηρακλής ξεκίνησε το ταξίδι του έχοντας μαζί του το δώρο του Ερμή, το Κέρας της Αμάλθειας, γεμάτο τρόφιμα για το ταξίδι, αλλά στα μισά του δρόμου εμφανίστηκε ο Ωκεανός, που προκάλεσε σφοδρή θαλασσοταραχή, η οποία δεν πτόησε τον ήρωα που απείλησε μάλιστα και τρόμαξε τον Ωκεανό με το τόξο του.
Μόλις έφτασε στο νησί του Γηρυόνη, τον αντιλήφθηκε το σκυλί-τέρας, ο Όρθος. Ο Ηρακλής του 'σπασε και τα δυο κεφάλια με το ρόπαλό του και το σκότωσε. Μετά εξόντωσε και τον Ευρυτίωνα, ο οποίος ακούγοντας τα γαβγίσματα του Όρθου έτρεξε να τον βοηθήσει. Ο Ηρακλής πήρε τα βόδια και κίνησε να φύγει. Ένας βοσκός όμως, που στην ίδια περιοχή έβοσκε τα κοπάδια του Άδη, ειδοποίησε τον Γηρυόνη, που έτρεξε να σταματήσει τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής όμως με μια σαϊτιά του έκοψε το νήμα της ζωής.
Λένε ότι στην περιοχή που σκοτώθηκε ο Γηρυόνης φύτρωσε από το αίμα του ένα δέντρο με κόκκινους καρπούς.
Στο δρόμο της επιστροφής, αφού παρέδωσε το κύπελλο στον Ήλιο, αντιμετώπισε πολλούς ληστές και λαούς που όλοι ήθελαν να του κλέψουν τα βόδια. Τελικά, στη Θράκη η Ήρα του σκόρπισε τα βόδια. Με όσα κατάφερε να μαζέψει γύρισε στις Μυκήνες και παρέδωσε τα βόδια στον Ευρυσθέα, ο οποίος τα θυσίασε προς τιμή της Ήρας.


ΚΕΡΒΕΡΟΣ
 
Ο Ευρυσθέας πρόσταξε τον Ηρακλή να του φέρει το φοβερό τέρας που φύλαγε την πύλη του Κάτω Κόσμου, τον Κέρβερο. Το τέρας είχε γεννήτορες τον Τυφώνα και την Έχιδνα, και αδέρφια του ήταν ο Όρθος του Γηρυόνη, η Λερναία ύδρα και η Χίμαιρα. Είχε πενήντα κεφάλια, από τα οποία τα τρία μπροστινά είχαν τη μορφή σκύλου, ενώ τα άλλα ήταν άλλων ζώων και μια ουρά που κατέληγε σε κεφάλι θανατηφόρου φιδιού.

Πριν ξεκινήσει το ταξίδι του ο Ηρακλής πήγε στην Ελευσίνα και μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, τα οποία είχαν σχέση με τις χθόνιες λατρείες. Παράλληλα ο Δίας διέταξε τον Ερμή και την Αθηνά να τον ακολουθήσουν για να τον συμβουλεύουν στις δύσκολες στιγμές.

Ο Ηρακλής κίνησε για τον Κάτω Κόσμο και πέρασε σ' αυτόν από την είσοδό του, από το ακρωτήριο Ταίναρο στη Λακωνία. Άλλοι τοποθετούν την είσοδο αυτή σε διαφορετικά μέρη, όπως στη λίμνη Αχερουσία στη Θεσπρωτία και αλλού. Στο Ταίναρο υπήρχε ναός του Ποσειδώνα και από πίσω μια σπηλιά που οδηγούσε κάτω από τη θάλασσα, όπου ήταν το βασίλειο του Πλούτωνα και της γυναίκας του, της κόρης της Δήμητρας, Περσεφόνης. Για να περάσει στον Κάτω Κόσμο έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη βάρκα του Χάρωνα. Ο τελευταίος έφερνε δυσκολίες στον Ηρακλή, αλλά υπέκυψε μόλις ο ήρωας έχασε την ψυχραιμία του και απείλησε να του σπάσει το κεφάλι με το κουπί της βάρκας που μετέφερε τους νεκρούς στον άλλο κόσμο.

Μόλις οι ψυχές των νεκρών αντίκρισαν τον Ηρακλή σκόρπισαν τρομαγμένες, εκτός από αυτή του Μελέαγρου, τον οποίο ο Ηρακλής συμπόνεσε και του υποσχέθηκε να παντρευτεί την αδερφή του Δηιάνειρα. Κατόπιν συνάντησε τον Θησέα και τον Πειρίθου, που αποπειράθηκαν να αρπάξουν την Περσεφόνη. Ελευθέρωσε τον Θησέα, όχι όμως και τον Πειρίθου, που ήταν δεμένος σ' ένα βράχο υπό την απειλή φιδιών. Κάθε φορά που ο Ηρακλής επιχειρούσε να τον τραβήξει κουνιόταν η γη συθέμελα. Έτσι εγκατέλειψε την προσπάθεια.

Ύστερα από όλες αυτές τις περιπέτειες, ο Ηρακλής παρουσιάστηκε στον Πλούτωνα και του ζήτησε την άδεια να πάρει μαζί του στον επάνω κόσμο τον Κέρβερο. Ο Πλούτωνας συγκατένευσε, αλλά με τον όρο να μη χρησιμοποιήσει ο ήρωας κανένα όπλο, ούτε ασπίδα, ούτε ρόπαλο, παρά μόνο τα χέρια του. Έτσι κι έγινε. Ο Ηρακλής φόρεσε μόνο τη λεοντή του και διαμόρφωσε κάποιες πέτρες κοφτερές στο ένα τους άκρο. Στην πύλη του Αχέροντα συνάντησε τον Κέρβερο και τον κατέβαλε με την τεράστια μυϊκή του δύναμη, πιάνοντας τα τρία σκυλίσια κεφάλια του ανάμεσα στα μπράτσα του. Ο Κέρβερος αντέδρασε στην αρχή χτυπώντας και δαγκώνοντας τον ήρωα με τη φιδίσια ουρά του, αλλά στο τέλος παραδόθηκε.

Ο Πλούτωνας δεν πίστευε ότι ο Ηρακλής θα τα κατάφερνε. Έτσι μόλις αντιλήφθηκε την επιτυχία του, άρχισε να μασάει τα λόγια του και να αρνιέται να τηρήσει την υπόσχεσή του. Θυμωμένος ο Ηρακλής δε δίστασε να τον πείσει τραυματίζοντάς τον μ' ένα βέλος. Με τη βοήθεια της Αθηνάς πέρασε το ποτάμι του Κάτω Κόσμου, τη Στύγα, και έφτασε στην έξοδό του στην περιοχή της Τροιζήνας. Ο Κέρβερος ζαλισμένος από τον πολύ ήλιο δεν μπορούσε ν' αντιδράσει. Ο Ηρακλής τον έφερε στις Μυκήνες και μπροστά στη θέα του φριχτού τέρατος ο Ευρυσθέας βρήκε για μια ακόμα φορά καταφύγιο στο αγαπημένο του χάλκινο πιθάρι.

ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΗΛΑ ΤΩΝ ΕΣΠΕΡΙΔΩΝ
 
Εκτός από τα ταξίδια για το νησί του Γηρυόνη και τον Κάτω Κόσμο, ο Ηρακλής έκανε ένα ακόμη σπουδαίο ταξίδι γεμάτο περιπέτειες. Τράβηξε κατά τη Δύση πέρα από τον Ωκεανό για να φέρει στον Ευρυσθέα τα περίφημα χρυσά μήλα των Εσπερίδων.

Τα δέντρα με τα χρυσά μήλα φύτρωναν στον κήπο των θεών και προέρχονταν από το πολύτιμο δώρο της θεάς Γης προς την Ήρα όταν γίνονταν οι γάμοι της με τον Δία. Ο κήπος των θεών ήταν κοντά στο μέρος όπου ο γίγαντας Άτλαντας σήκωνε στους ώμους του τον ουρανό. Στον κήπο των θεών έμεναν και οι τρεις Εσπερίδες, κόρες της Νύχτας, οι οποίες μη αντέχοντας τον πειρασμό έκοβαν τα χρυσά μήλα της θεάς. Η Ήρα για να τα προστατέψει έβαλε να φυλάει τα δέντρα της ένα εκατοντακέφαλο φοβερό φίδι, ο Λάδωνας, το οποίο δεν κοιμόταν ποτέ. Ο Ηρακλής ξεκίνησε για τη νέα του αποστολή κινούμενος στην αρχή βόρεια και ύστερα έφτασε μέσω Ιλλυρίας στον Ηριδανό ποταμό. Εκεί οι Νύμφες του ποταμού τον προέτρεψαν να ρωτήσει το γερο Νηρέα, θαλασσινό θεό, ποιο δρόμο έπρεπε να ακολουθήσει για να βρει τον κήπο των θεών. Ο Νηρέας δεν ήταν και τόσο πρόθυμος να βοηθήσει τον Ηρακλή και ο ήρωας έπρεπε να τον ζορίσει. Στην αρχή προσπάθησε να τον συλλάβει ενώ κοιμόταν, αλλά ο Νηρέας ξύπνησε και μεταμορφωμένος πότε σε νερό, πότε σε φωτιά επιχείρησε να ξεφύγει. Ο Ηρακλής, όμως, τον έπιασε και αφού ο Νηρέας πήρε την αρχική του μορφή του έδειξε το δρόμο.


Ο ήρωας πέρασε απέναντι στην Αφρική και μετά από περιπέτειες, αφού σκότωσε στη Λιβύη το γίγαντα Ανταίο και στην Αίγυπτο το βασιλιά της Βούσιρη και το γιο του, πέρασε την Αραβία και πηγαίνοντας συνεχώς βόρεια έφτασε στον Καύκασο. Ο γίγαντας Ανταίος καλούσε όποιον ξένο περνούσε από τον τόπο του σε μονομαχία. Είχε όμως ανεξάντλητες δυνάμεις, οι οποίες πήγαζαν από την ίδια τη Γη, τη μητέρα του, όσο πατούσε σ' αυτή. Φυσικά εξόντωνε τους αντιπάλους του και τα κρανία τους τα χρησιμοποιούσε για να χτίσει ένα ναό προς τιμή του πατέρα του Ποσειδώνα. Ο Ηρακλής κλήθηκε να τον αντιμετωπίσει. Τον σήκωσε ψηλά ώστε να τον αποκόψει από την πηγή των δυνάμεών του και τον συνέθλιψε ανάμεσα στα φοβερά του μπράτσα.
Στον Καύκασο ο Ηρακλής συνάντησε τον Προμηθέα, που ήταν δεμένος σ' ένα βράχο του βουνού και ένας αετός ερχόταν και του έτρωγε το συκώτι. Τον είχε τιμωρήσει ο πατέρας των θεών, ο Δίας, επειδή δεν πειθάρχησε και έδωσε τη φωτιά τους ανθρώπους, ένα πολύτιμο δώρο που άλλαξε τη ζωή τους. Ο Ηρακλής σκότωσε τον αετό και απελευθέρωσε τον Προμηθέα. Ο τελευταίος σε αντάλλαγμα του υπέδειξε έναν τρόπο για να πάρει τα μήλα των Εσπερίδων. Του είπε πως το καταλληλότερο πρόσωπο για μια τέτοια δουλειά ήταν ο αδερφός του, ο Άτλαντας, που βαστούσε στους ώμους του τον ουρανό. Τον συμβούλεψε να προσέχει γιατί ο Άτλας ήταν πονηρός και θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον ξεγελάσει.

Έτσι κι έγινε. Ο Ηρακλής βρήκε τον Άτλαντα να κρατάει στους ώμους του τις κολόνες του ουρανού και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να κόψει τα μήλα των Εσπερίδων. Ο Τιτάνας δέχτηκε με προθυμία, αλλά παρακάλεσε τον Ηρακλή να τον απαλλάξει για λίγο από το βάρος του μέχρι να κόψει τα μήλα και να τα φέρει. Ο Ηρακλής, αν και πονηρεύτηκε, μη μπορώντας να κάνει κι αλλιώς πήρε τις κολόνες του ουρανού στους ώμους του.
Ο Άτλας πήγε κατευθείαν στις Εσπερίδες και τους είπε να του δώσουν τα τρία χρυσά μήλα. Πρώτα, όμως, έπρεπε να εξουδετερωθεί ο Λάδωνας, το ακοίμητο φίδι-φύλακας των δέντρων. Οι Εσπερίδες κατασκεύασαν τότε ένα γλυκό ποτό στο οποίο έριξαν υπνωτικά βότανα. Μόλις ο Λάδωνας το ήπιε, έπεσε σε βαθύ ύπνο. Έτσι ο Άτλαντας πήρε τα μήλα. Ο Τιτάνας σκέφτηκε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να φορτώσει σε άλλον τα βάρη του ουρανού. Είπε, λοιπόν, στον Ηρακλή να κρατήσει ακόμα λίγο τα βάρη του μέχρις ότου εκείνος πάει τα μήλα στον Ευρυσθέα και επιστρέψει. Ο Ηρακλής συγκράτησε το θυμό του και επιστράτευσε την πονηριά του. Έκανε πως δέχεται, αλλά παρακάλεσε τον Άτλαντα, επειδή το βάρος του είχε κόψει τις πλάτες, να τον βοηθήσει να βάλει μια κουλούρα στις κολόνες του ουρανού, ώστε να μην ενοχλείται. Πράγματι, ο Άτλας άφησε κάτω τα μήλα και κράτησε τον ουρανό για να διευκολυνθεί ο Ηρακλής. Ο ήρωας όμως του έδωσε μια και τον έσπρωξε κάτω από τον ουρανό και αυτός ξεγλίστρησε και έφυγε.


Έτσι τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων έφτασαν στον Ευρυσθέα, ο οποίος τα χάρισε στον Ηρακλή. Ο τελευταίος δεν ήθελε να τα κρατήσει και τα δώρισε στη θεά Αθηνά. Η θεά τα επέστρεψε πίσω στον κήπο των θεών, μια και η κλοπή τους ήταν ανίερο πράγμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails