Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Η Μεσαιωνικη Αττική

Μεσαιωνικη Αττική : Η άγνωστη ιστορία των Αθηνών και της επαρχίας.---------

Ο στρατηγός Στιλίχων ήταν σε θέση να καταστρέψει τους Γότθους, όταν διατάχτηκε από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο να φύγει από το Ιλλυρικό. Ο ύπαρχος Ρουφίνος κατακρεουργήθηκε από δικούς του στρατιώτες και η πραγματική εξουσία στην Κωνσταντινούπολη πλέον πέρασε στον ευνούχο Ευτρόπιο. Ο θάνατος του Ρουφίνου και η αναχώρηση του Στιλίχωνος έδωσε απόλυτη ελευθερία στις κινήσεις για τον Αλάριχο. Το 395 λεηλάτησε την Αττική αλλά απέφυγε την Αθήνα, η οποία συνθηκολόγησε.
 Το 396, εξάλειψε τα τελευταία απομεινάρια των Μυστηρίων στην Ελευσίνα, θέτοντας τέλος στην παράδοση των απόκρυφων θρησκευτικών τελετών. Στη συνέχεια εισέβαλε στην Πελοπόννησο και κατέλαβε τις πιο διάσημες πόλεις -Κόρινθο, Άργος, και Σπάρτη- πουλώντας πολλούς από τους κατοίκους τους ως δούλους. 
Εδώ, όμως, η νικηφόρα καριέρα του υπέστη σοβαρό πλήγμα. Το 397 ο Στιλίχων διέσχισε τη θάλασσα προς την Ελλάδα και πέτυχε την παγίδευση των Γότθων στα βουνά της Φολόης, στα σύνορα της Ηλείας και Αρκαδίας. Από εκεί ο Αλάριχος δραπέτευσε με δυσκολία, και ανοχή από τον Στιλίχωνα. Ο Αλάριχος στη συνέχεια διέσχισε τον Ισθμό της Κορίνθου και βάδισε βόρεια μέχρι την Ήπειρο και την Δαλματιαλεηλατώντας.
Η Αιλία Ευδοκία (401 - 460) (Αγία Ευδοκία), ήταν σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β´ και μία εξέχουσα ιστορική προσωπικότητα με σημαντική συμβολή στην καθιέρωση του Χριστιανισμού κατά την έναρξη της Αυτοκρατορίας. Ονομαζόταν Αθηναΐς. Καταγόταν από την Αθήνα και ήταν κόρη του Λεοντίου, καθηγητή της ρητορικής στην Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Η Αθηναΐς, όπως και ο πατέρας της, ήταν εθνική (ειδωλολάτρις) στο θρήσκευμα και έλαβε αξιόλογη μόρφωση, αφού είχε διδαχθεί τον Όμηρο, τους τραγικούς, τον Λυσία και τον Δημοσθένη, νεοπλατωνική φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία.
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για το κλείσιμο της νεοπλατωνικής σχολής της Αθήνας, της Ακαδημίας του Πλατωνα ειναι από τα έργα ιστο­ρικών εκείνης της περιόδου. Η άποψη που επικρατεί με βάση μια επιφανειακή ανάγνωση των σχετικών πηγών είναι ότι το 529 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε τη σχολή για να καταφέρει πλήγμα στην ει­δωλολατρία και ότι ως συνέπεια αυτού του διωγμού επτά καθηγη­τές φιλοσοφίας μετανάστευσαν στην Περσία. Έπειτα απο έρευνα  αποδεικνύει ότι:
 1. Ο Ιουστινιανός έκλεισε τη σχολή όχι για να καταφέρει πλήγμα στην ειδωλολατρία, αλλά για να κάνει μια ευρύτερη μεταρρύθ­μιση στην ανώτατη εκπαίδευση, και 
2. Οι επτά καθηγητές έφυγαν για την Περσία, όχι ύστερα από κά­ποιο διωγμό σε βάρος τους, αλλά επειδή οι ίδιοι το θέλησαν, δύο χρόνια μετά το κλείσιμο της νεοπλατωνικής σχολής.
Προκύπτει όμως το ερώτημα: γιατί έφυγαν οι επτά νεοπλατω­νικοί καθηγητές στην Περσία; Η παραδοσιακή άποψη είναι ότι έφυγαν ως συνέπεια διωγμού το 529. Επτά καθηγητές φιλοσοφίας με­τανάστευσαν στην αυλή του Πέρση βασιλιά Χοσρόη, αλλά αυτοί έφυγαν εκούσια, ήταν δυσαρεστημένοι με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. 
Η δυσαρέσκεια των καθηγητών προέκυ­ψε από το ότι η γενικότερη νομοθεσία δεν τους επέτρεπε να πάρουν μέρος στη δημόσια ζωή. Οι επτά καθηγητές που έφυγαν εκούσια για την Περσία μετά το 531 είχαν όλο το χρόνο να προγραμματίσουν το ταξίδι τους. Αποτελούσαν μια πολυεθνική ομάδα: ο 80χρονος Δαμάσκιος από τη Συρία, ο Σιμπλίκιος από την Κιλικία, ο Ευλάμιος (ή Ευλάλιος ) από τη Φρυγία, ο Ισίδωρος από τη Γάζα, ο Πρισκιανός από τη Λυδία και οι Ερμείας και Διογένης από τη Φοινίκη. Κανένας δεν ήταν γηγενής Αθηναίος. Αυτοί οι εκλεκτοί φιλόσοφοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Βυζά­ντιο για μια καλύτερη τύχη. Δεν την βρίσκουν. Επιστρέφουν σύντομα, το 532, έχοντας απογοητευθεί από το Χοσρόη και έχο­ντας καταλάβει ότι οι Βυζαντινοί είναι πολύ καλύτεροι από τους Πέρσες, που ζουν ανήθικη ζωή. Ο ίδιος ο Ιουστινιανός τους επιτρέπει να πιστεύουν ανενόχλητοι στη θρησκεία τους κανο­νικά όπως και πριν.
Με την πτώση του βυζαντινού συνορου πόλης Σιρμίου, ο χαγάνος των Αβάρων Βαϊανός (Bayan) απέκτησε μια σημαντική βάση επιχειρήσεων νοτίως του Δούναβη, και οι επιδρομές των Αβαρων και Σλάβων εντάθηκαν. Οι σλαβικές επιδρομές το 583 έφτασαν ως την Πελοπόννησο, και οδήγησαν τους κατοίκους της Λακωνίας να καταφύγουν στη Μονεμβασιά. Το 584, οι Άβαροι κατέλαβαν τις οχυρές πόλεις Σιγγιδόνα (Βελιγράδι) και Βιμινάκιο στον Δούναβη, και έφτασαν ως την Αγχίαλο, καταστρέφοντας ουσιαστικά την οχυρωμένη συνοριακή ζώνη (limes) κατά μήκος του Δούναβη. Ο κύριος όγκος του στρατού ήταν απασχολημένος στην Ανατολή, ο Μαυρίκιος δεν μπορούσε να συγκεντρώσει παρά μικρές δυνάμεις προς αντιμετώπιση των Αβαροσλάβων. Στο βαλκανικό θέατρο, λόγω του αμυντικού χαρακτήρα των επιχειρήσεων και της ένδειας των βαρβαρικών φύλων, δεν υπήρχε η δυνατότητα για τους στρατιώτες να συντηρούνται και να αποκομίζουν λεία μέσω λεηλασιών, με αποτέλεσμα πολλοί να είναι απρόθυμοι να υπηρετήσουν εκεί.
 Είχαν ως αποτέλεσμα τα λίγα και με χαμηλό ηθικό στρατεύματα να μην επιτύχουν έστω και τοπικές νίκες. Μια νίκη του στρατηγού Κομεντίολου στην Αδριανούπολη επί των Σλάβων το 584/585 αποτέλεσε μάλλον την εξαίρεση, και δεν στάθηκε δυνατό να σταματήσει τις επιδρομές, η οποίες απλώς εξετράπησαν προς την νότιο Ελλάδα. Σε αυτή την περίοδο ανάγεται πιθανότατα και η καταστροφή μεγάλου μέρους της αρχαίας Αθήνας.
Η Ειρήνη η Αθηναία (752 - 803), η Ειρήνη Σαρανταπήχαινα, ήταν Βυζαντινή αυτοκράτειρα από το 780 έως το 802. Μέχρι το 797 συμβασίλευε με τον γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ΄, ασκώντας η ίδια αποκλειστικά σχεδόν την εξουσία, και κατόπιν βασίλευσε μόνη. Το όνομά της είναι συνδεδεμένο με την πρώτη αναστήλωση των εικόνων που θεσπίστηκε από την Ζ΄Οικουμενική Σύνοδο και με την τύφλωση του γιου της που διατάχτηκε από την ίδια. 
Καταγόταν από την πλούσια οικογένεια των Σαρανταπήχων της Αθήνας και διακρινόταν για τη μόρφωση και την ομορφιά της.
Ήταν ορφανή, την έφερε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε' στην Κωνσταντινούπολη, όπου το 769 παντρεύτηκε τον γιο του, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα Δ'
(775-780). Μετά το θάνατο του Λέοντα η Ειρήνη ανέλαβε την κηδεμονία του δεκάχρονου Κωνσταντίνου ΣΤ΄. Ήταν ήδη γνωστό πως ήταν εικονόφιλη: ενώ ζούσε ακόμη ο Λέων Δ΄ είχαν βρεθεί εικόνες στο προσκέφαλό της και ο αυτοκράτορας την επέπληξε σφοδρότατα και διέκοψε κάθε επαφή μαζί της.
Τα χρόνια που ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτονος ήταν απασχολημένος με τις εσωτερικές εξεγέρσεις και την ανάκτηση των ανατολικών συνόρων, ο Σαμουήλ επέκτεινε την κυριαρχία του από την Αδριατική θάλασσα μέχρι τον Εύξεινο Πόντο ανακτώντας τα περισσότερα εδάφη που είχε η Βουλγαρία πριν την εισβολή του Σβιατοσλάβ Α' του Κιέβου. Επίσης ήταν επικεφαλής καταστροφικών επιδρομών στην Ελλάδα, που αποτελούσε μέρος της βυζαντινής επικράτειας. Το 996 ο Βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός επέτυχε συντριπτική νίκη ενάντια στο βουλγαρικό στρατό στη Μάχη του Σπερχειού. Ο Σαμουήλ και ο γιος του, Γαβριήλ Ρωμανός, κατάφεραν να διαφύγουν.
Με τη νίκη επί των Βουλγάρων και την υποταγή των Σέρβων, εκπληρώθηκε ένας από τους στόχους του Βασίλειου Β', καθώς η αυτοκρατορία ανέκτησε τα σύνορά της στον Δούναβη για πρώτη φορά μετά από 300 χρόνια. Ο Βασίλειος γιόρτασε το γεγονός με ένα θρίαμβο στην Αθήνα, αφού πριν επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη συνέχισε την προέλασή του από τη Στρώμνιτσα έως το Μελένικο, εισέβαλε στη Πελαγονία και από τη πεδιάδα της Καρατζόβας έφθασε στη Θεσσαλονίκη (1015) και στη συνέχεια μέσω Λιβαδιάς έφτασε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα και προσκύνησε στην Παναγία την Αθηνιώτισσα (στον Παρθενώνα).
 Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο στόλος του, επιβιβάστηκε στα καράβια και έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη. Από τη “Χρυσή Πύλη” μπήκε θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα, στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι και όρθιος πάνω σε μεγαλόπρεπο άρμα.
Ο Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος (1138 - 1222) ήταν Βυζαντινός λόγιος και ορθόδοξος Μητροπολίτης Αθηνών. Γεννήθηκε περί τα 1138 στις Χωνές της Φρυγίας, πρώην Κολοσσαί, και προερχόταν από την εύπορη οικογένεια των Ακομινάτων. Αδερφός του ήταν ο ιστορικός Νικήτας Ακομινάτος. Σε νεαρή ηλικία τον έστειλε ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη για να μορφωθεί. Εκεί, προστάτης και διδάσκαλός του έγινε ο σοφός Ευστάθιος, αργότερα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Εκπαιδεύτηκε στην κλασική παιδεία, γνώρισε τον Όμηρο, Πίνδαρο, Δημοσθένη, Θουκυδίδη και άλλους αρχαίους συγγραφείς και μπόρεσε να έρθει σε επαφή με τους ανώτερους εκκλησιαστικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Ανέπτυξε χαρακτήρα δραστήριο, ευγενή και πράο. Αρχικά υπηρέτησε στον Πατριάρχη Θεοδόσιο ως υπογραμματέας του, και χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Αθηνών το 1175 και Μητροπολίτης Αθηνών το 1182. Η αρχιερατεία του Ακομινάτου ανήκει στα λίγα φωτεινά σημεία της σκοτεινής ιστορίας των Αθηνών του Μεσαίωνα. 
Φτάνει στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του 1182 για να διαδεχθεί το μητροπολίτη Γεώργιο Ξηρό. Η Μητρόπολη Αθηνών ήταν τότε μητρόπολη 28ης τάξης και είχε υπό τη διοίκηση της, τις επισκοπές Δαυλείας, Ευρίπου, Κορώνειας, Άνδρου, Ωρεού, Σκύρου, Καρύστου, Πορθμού, Αυλώνος, Σύρου, Σερίφου και Κέας. Εγκαθίσταται στο επισκοπικό μέγαρο στη Μητρόπολη της Αθήνας, την Παναγία την Αθηνιώτισσα (Παρθενώνας). 
Αρχισε τον αγώνα του για να ανορθώσει υλικά και πνευματικά το ποίμνιο του ειχε καταπέσει στέλνοντας συνεχώς επιστολές στην Κωνσταντινούπολη αλλά και ερχόμενος σε συνεργασία με διοικητές του Θέματος της Ελλάδας αλλά και με αξιωματούχους του κράτους. Με το κήρυγμα του προσπαθούσε να εμφυσήσει στον λαό της Αθήνας ξανά το χριστιανικό πνεύμα και τρόπο ζωής από το οποίο η φτώχεια κυρίως τους είχε κάνει να απομακρυνθούν. Προσπάθησε να ξαναβάλει σε τάξη και τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους και κληρικούς οι οποίοι εμπλέκονταν σε πολλές κακοδιοικήσεις και σκάνδαλα. Το 1187 του δόθηκε από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης η επισκοπή της Αίγινας για να αυξηθούν τα λιγοστά έσοδα της Μητρόπολης του.
 Η κατάσταση όμως ήταν τόσο άσχημη για τους πληθυσμούς της περιοχής αλλά και για όλη την Ελλάδα, ωστόσο μόνο το πρώτο χρόνο μπόρεσε μετά πολλών βασάνων να μαζέψει τον ετήσιο φόρο και ύστερα παραιτήθηκε από την αξίωση του γι'αυτήν την επισκοπή γιατί όπως εξηγεί σε μια επιστολή του,το νησί ήταν σχεδόν ακατοίκητο και καταφύγιο πειρατών οπότε δεν μπορούσε να έχει έσοδα από εκεί. Το 1203 υπεράσπισε την Αθήνα από την επίθεση του Λέοντα Σγουρού, που είχε ιδρύσει ανεξάρτητη ηγεμονία στο Ναύπλιο και την Αργολίδα.
 Στην αρχή προσπάθησε να συνομιλήσει με τον άρχοντα αλλά όταν εκείνος αρνήθηκε εγκατέστησε στην Ακρόπολη βλητικές μηχανές και τοξεύοντας τους στρατιώτες του Σγουρού, τους έδιωξε από την Αθήνα. Όταν το 1204 οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και κατόπιν, υπό τον Βονιφάτιο Μομφερρατικό, κατέλαβαν τη νότια Ελλάδα και βρέθηκαν μπροστά στην Αθήνα,ο Ακομινάτος καταλαβαίνοντας το μάταιο της αντίστασης παρέδωσε την πόλη. Μετά από λίγες βδομάδες και αφού οι Φράγκοι στρατιώτες είχαν λεηλατήσει την πόλη, την Παναγία την Αθηνιώτισσα και το ίδιο το σπίτι του Μητροπολίτη, παίρνει μόνο τα αναγκαία για την επιβίωση του και φεύγει πρώτα για τη Θεσσαλονίκη, μετά στη Χαλκίδα και τελικά εγκαθίσταται μόνιμα στην Κέα στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, όπου και θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Βονιφάτιος Μομφερατικος παραχώρησε την Αθήνα μαζί με τα Μέγαρα στον επιφανή ιππότη από τη Βουργουνδία Όθωνα ντε λα Ρος, στον οποίο είχε παραχωρήσει νωρίτερα και τη Θήβα. Ο Όθων προσαγορεύτηκε «Κύριος των Αθηνών».
 Τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του Γκυ ντε λα Ρος. Ο Γκυ αναγνωρίστηκε το 1260 από τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ΄ ως δούκας των Αθηνών. Ο οίκος των Ντε λα Ρος ηγεμόνευσε μέχρι το 1308, οπότε πέθανε άκληρος ο Γκυ Β΄. Τον διαδέχτηκε ο εξάδελφός του Γκωτιέ της Βρυέννης, κόμης του Λέτσε της Απουλίας. Μετά την Μάχη της Κωπαΐδας το 1311, όπου οι Φράγκοι νικήθηκαν από τους Καταλανούς και όπου σκοτώθηκε ο δούκας της Αθήνας, το δουκάτο πέρασε στην κυριαρχία των Καταλανών που πρόσφεραν την ηγεμονία στο στέμμα των βασιλέων της Αραγωνίας. Η κυριαρχία των Καταλανών καταλύθηκε το 1388 με την κατάληψη της Ακρόπολης από τον Φλωρεντινό τραπεζίτη και τυχοδιώκτη Νέριο Ατσαϊόλι, που από το 1385 είχε καταλάβει την πόλη της Αθήνας. Με εξαίρεση μια βραχύχρονη βενετική κατοχή (1395-1403) ο οίκος τωνΑτσαγιόλι ηγεμόνευσε μέχρι το 1458, όταν οι Τούρκοι, που από το 1456 είχαν καταλάβει την Αθήνα έγιναν κύριοι και της Ακρόπολης.
 Η Αθήνα αποτελούσε το καύχημα των δυτικών κυριάρχων. Ο βασιλιάς της Αραγωνίας και δούκας της Αθήνας Πέτρος Δ΄ της Αραγωνίας είχε χαρακτηρίσει την Ακρόπολη το 1380 ως «το πιο ακριβό στολίδι που υπάρχει στον κόσμο», ενώ οι Φλωρεντινοί δούκες με τη φιλορθόδοξη πολιτική και την ελληνότροπη συμπεριφορά τους παρασκεύαζαν τον εξελληνισμό του δουκάτου και θεωρούσαν μέγιστο αγαθό τη διαβίωσή τους στην πόλη αυτή.
 Στην Πελοπόννησο κάλεσε 10 χιλ. αρβανίτες ο Μανουήλ Καντακουζηνός, γύρω στο 1370, στις οποίες παραχώρησε γαίας για εγκατάσταση, και αργότερα, γύρω στο 1400, άλλες 10 χιλ. ο Θεόδωρος Παλαιολόγος. Στα μέρη που εγκαταστάθηκαν υπηρετούσαν και ως μισθοφόροι. Το 1378 Σώμα Ναβαρραίων κατέλαβε την Κέρκυρα και στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της Καταλανικής εταιρείας, η οποία κατείχε εδάφη στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Οι Ναβαρραίοι κατέλαβαν τα Σάλωνα, τη Βοιωτία και την Αίγινα. Συγκεκριμένα, το 1379 ο Χουάν ντε Ουρτούμπια επιτέθηκε στη Βοιωτία και κατέλαβε τη Θήβα. Στη συνέχεια όμως, οι Καταλανοί συνασπίστηκαν με τους Βενετούς και με τη βοήθεια του Βασιλιά της Αραγωνίας, υποχρέωσαν του Ναβαρραίους να εγκαταλείψουν τη Στερεά Ελλάδα και να κατευθυνθούν στην Πελοπόννησο.
 Επειδή η επιδρομή των Ναβαραίων επέφερε μεγάλα κενά στο δουκάτο των Αθηνών, διότι άλλοι από τους κατοίκους φονεύθηκαν και άλλοι μετανάστευσαν, ο Δούκας των Αθηνών, το έτος 1382 κάλεσε Αρβανίτες, για να πυκνώσουν τον πληθυσμό, στους οποίους παραχώρησε γη και διετή ατέλεια. Αυτό το έπραξε διότι είχε ανάγκες τόσο σε γεωργούς και κτηνοτρόφους, όσο και για την απόκρουση επικείμενων επιδρομών. Ταυτόχρονα ο Καταλανός διοικητής Ραμόν ντε Βιλανόβα για να εξασφαλίσει την επικυριαρχία του στον Βοιωτικό χώρο, εγκατέστησε Αρβανίτες στην Λοκρίδα, αλλά και άλλους από αυτούς σε χωριά της Βοιωτίας, μεταξύ των οποίων τα χωριά: Βρασταμίτης (Υψηλάντης) Ζαγαράς (Ευαγ­γελίστρια), Ζερίκια (Ελικών), Κυριάκι, Σιάχος (Πέτρα), Σουληνάρι (Σωληνάρι), Δομβραίνα, Στροβίκι και Χώστια. Τότε φαίνεται ότι έγινε η μεγάλη αρβανίτικη εποίκηση στην Αττική και Βοιωτία. Σε λίγο βλέπουμε 1500 Αρβανίτες ιππείς να περιτρέχουν την Αττική για να επιβάλουν την τάξη. Ανάλογη αστυνόμευση γινόταν και στην Βοιωτία.
 Ο ηγέτης των Ιταλών Νέριος είχε μισθοφόρους Αρβανίτες στην Κόρινθο, τους οποίους εγκατέστησε αργότερα στην Αττική και την Βοιωτία. Έτσι διπλασιάσθηκε ο αρβανίτικος πληθυσμός. Εγκατάσταση Αρβανιτών έγινε και αργότερα στα ορεινά της Βοιωτίας μετά την κατάληψη, από τον Κάρολο Τόκκο το 1418, του Δεσποτάτου της Ηπείρου και την κάθοδο των Αρβανιτών στην Αττική. Από την Αττι­κή κινήθηκαν σιγά – σιγά και προς τα νησιά  Σαλαμίνα, Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες, αφού η ερήμωσή τους οδήγησε στον εποικισμό από Αρβανίτες. 
Οι Τούρκοι όταν καταλαμβάνουν τη Θεσσαλία (1393) και την Φωκίδα, πιέζουν τους εκεί Αρβανίτες και τους αναγκάζουν να καταφύγουν στην κυρίως Ελλάδα. Ο εποικισμός που είχε αρχίσει το 1388 συνεχίστηκε μέχρι το 1430. Επί Αντωνίου Ατζαϊώλη (1402-1435) έγινε η δεύτερη μεγάλη κάθοδος Αρβανιτών, αλλά λόγω κάποιου λοιμού έφυγαν και πήγαν στην Αργολίδα και τα νησιά, ενώ 300 οικογένειες Αρβανιτών πήγαν στην Εύβοια.
Η Aττική υπήρξε σημαντική επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή, ενώ η πόλη των Αθηνών, συνυφασμένη άρρηκτα με το κλασικό της παρελθόν, παρέμεινε κέντρο εκπαίδευσης. Μετά το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών το 529 από τον Ιουστινιανό η πόλη έπεσε σε παρακμή, ενώ στα μεσοβυζαντινά χρόνια γνώρισε νέα άνθηση. Είναι ενδεικτικό ότι ο Βασίλειος Β΄ την επισκέφθηκε το 1018 για να προσκυνήσει την Παναγία Αθηνιώτισσα στον Παρθενώνα και να προσφέρει πολύτιμα αναθήματα μετά τη νίκη του κατά των Βουλγάρων.
 Στους δεκάδες νέους ναούς που χτίστηκαν την εποχή αυτή στον εκτεταμένο πολεοδομικό ιστό της Αθήνας αποτυπώνονται η συσσωρευμένη αρχιτεκτονική παράδοση και οι διαρκείς αναζητήσεις, που καταλήγουν στη δημιουργία ενός νέου τύπου ναού, γνωστού και ως αθηναϊκού. Κύρια χαρακτηριστικά του οι μικρές διαστάσεις, οι αρμονικές αναλογίες, οι κομψοί οκτάπλευροι τρούλοι και η επιμελημένη τοιχοδομία με περίτεχνο κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Πιο ταπεινές στη σχεδίαση και στα υλικά τους, οι εκκλησίες στην ύπαιθρο κάλυπταν τις ανάγκες λατρείας των αγροτικών οικισμών.
Ο πληθυσμός της Βυζαντινής Αττικής μειώθηκε σε σύγκριση με την γειτονική περιοχή της Βοιωτίας. Οι θέσεις των ιστορικών ημερομηνίών που παρουσιάζουν ενδιαφέρον είναι ο 12ος και 13ος αιώνας, όταν η Αττική ήταν υπό την κυριαρχία των Φράγκων.
 Το μεγάλο μοναστήρι της Δάφνης, που χτίστηκε την περίοδο του Ιουστινιανού Α´, είναι μια μεμονωμένη περίπτωση πουδεν σηματοδοτεί ευρεία ανάπτυξη της Αττικής, κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Από την άλλη πλευρά, τα κτίρια που χτίστηκαν κατά τον 11ο και 12ο αιώνα δείχνουν μια μεγαλύτερη ανάπτυξη που συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Φράγκων.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αττική
http://www.byzantinemuseum.gr/el/permanentexhibition/byzantine_world/Byzantine_Attica/
http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=ecclesia_history/contents_texts.asp&main=texts&file=22.htm
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αλάριχος_Α΄
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ευδοκία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Εκστρατείες_του_αυτοκράτορα_Μαυρικίου_στα_Βαλκάνια
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ειρήνη_η_Αθηναία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βασίλειος_Β´
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μιχαήλ_Χωνιάτης
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Δουκάτο_των_Αθηνών
http://www.hsiodos.gr/Άσκρη/Παναγιά/Αρβανίτικα.aspx

http://greekhistoryandprehistory.blogspot.gr/2016/08/blog-post_20.html
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η Μεσαιωνικη Αττική"

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ

Οι Μεγαρείς γράφουν την πρώτη κωμωδία.Η αρχαία ελληνική τραγωδία και κωμωδία δοξάζει ακόμα τη σύγχρονη Ελλάδα και εντυπωσιάζει το παγκόσμιο κοινό με τα αιώνια μηνύματα που μεταφέρει.
Το θαυμαστό αυτό είδος τέχνης γνώρισε την ακμή του την κλασική περίοδο,η εμφάνισή του όμως χάνεται στα βάθη της ελληνικής ιστορίας,για τα οποία οι πηγές είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Κατά την αρχαιότητα όμως οι Μεγαρείς επέμειναν ότι η πολιτική σάτιρα,που εξελίχθηκε στον ανώτατο βαθμό της με τον Αριστοφάνη, πρωτοεμφανίστηκε στην πόλη τους, στα Μέγαρα. Πρέπει να έχουν δίκιο.
Ο πρώτος που φαίνεται ότι παρουσίασε ένα είδος πρωτογενούς σάτιρας και κωμωδίας ήταν ο Σουσαρίων, περίπου το 600 π.Χ.


Εκείνη την περίοδο είχαν ξεσπάσει φοβερές ταραχές στα Μέγαρα, ανάμεσα στο φτωχό όχλο των αγροτών και τους ολιγαρχικούς ευγενείς.
Γύρω στο 640π.Χ. ο όχλος ξεσηκώθηκε, έσφαξε τα ζώα των ευγενών και πολλούς από τους ίδιους και εγκατέστησε κυβερνήτη το Θεαγένη. Γύρω στο 620 οι ευγενείς επανήλθαν, αλλά το 610 έγινε άλλο ένα, βιαιότερο κίνημα των φτωχών.
Σύμφωνα με την ελεγεία του Μεγαρίτη ολιγαρχικού Θεόγνιδος, ο οποίος έφυγε κυνηγημένος από την πόλη και εγκαταστάθηκε στη Θήβα, κατά τη δεύτερη επικράτηση της φτωχολογιάς, οι πλούσιοι και οι αρχόντοι πάθανε μεγάλες συμφορές.
Δημεύτηκε η περιουσία τους, εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, ντύθηκαν με γιδοτόμαρα και αναγκάστηκαν να κάνουν τους βοσκούς σε ζώα που παλιότερα ήταν δικά τους αλλά τώρα ανήκαν στην πλέμπα, που είχε πάρει την εξουσία. Τους λοιδορούσαν και τους εξευτέλιζαν όπου τους πετύχαιναν, στους δρόμους, στα χωράφια, στην αγορά.
Φαίνεται ότι αυτή η λοιδορία έγινε πιο συστηματικά και επαγγελματικά από το Σουσαρίωνα, για να γεννηθεί έτσι η κωμωδία.
Ο Σουσαρίων έφτιαχνε κείμενα και ποιήματα με τα οποία κορόιδευε τους έκπτωτους ευγενείς και βωμολοχούσε εναντίον τους, κάνοντας το λαό να ξεκαρδίζεται με την κατάντια των πρώην αφεντάδων τους.
Σύμφωνα με τον Μπέκερ, ο Σουσαρίων ήταν ο πρώτος που έδωσε τακτικό μετρικό τύπο στους ιάμβους, οι οποίοι ήταν στα χνάρια των παλιών , φαλλικών λεγομένων, κωμωδιών. Δημιούργησε μάλιστα και παράδοση, αφού την εποχή του Πεισίστρατου στην Αθήνα ξακουστοί κωμωδιογράφοι ήταν οι Μεγαρίτες Μαίσων και Μύλλος.

Πηγή: Δημήτρης Καμπουράκης ,"Μια σταγόνα ιστορία" (α' τόμος)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ"

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΤΩΝ ΓΑΛΑΤΩΝ.

Άγνωστες μάχες των Ελλήνων: Όταν οι Γαλάτες επιχείρησαν να αφανίσουν την Αρχαία Ελλάδα -----
Όλοι μας εχουμε μεγαλώσει με τα κόμικ του Αστερίξ,του Οβελίξ και των συντρόφων τους οι οποιοι έσπερναν πανικό στους Ρωμαίους σε κάθε τους αναμέτρηση..Πόσοι απο εμάς όμως γνωρίζουμε οτι αυτή η βαρβαρική φυλή είχε λεηλατήσει ολόκληρη την Ευρώπη,φθάνοντας μέχρι την Ελλάδα;
Α’ Γαλατική εκστρατεία
Με τον Πύρρο στην Ιταλία και τον ραδιούργο Πτολεμαίο Κεραυνό στον Μακεδονικό θρόνο, η Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους αιμοδιψείς Κέλτες [τότε βρίσκονταν στη Βόρειο Βαλκανική, περίπου στα εδάφη της σημερινής Κροατίας]. Οι Γαλάτες είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: ο Κερέθριος ήταν ο ηγέτης ενάντια στους Θράκες, οι εισβολείς στην Παιονία είχαν ως καθοδηγητές τον Βρέννο και τον Ακιχώριο, ενώ ο Βέλγιος (ή Βόλγιος) επιτέθηκε στους Μακεδόνες και στους Ιλλυριούς και αντιμετώπισε τον Πτολεμαίο Κεραυνό. Ο Μονούνιος των Δαρδάνων, μαθαίνοντας ότι οι Κέλτες πλησίαζαν, έστειλε πρεσβευτές στον Πτολεμαίο Κεραυνό, προσφέροντάς του συνθηκολόγηση και υποστήριξη ενάντια στον εχθρό με 20.000 άνδρες. Ο Κεραυνός αρνήθηκε λέγοντας: «Η Μακεδονία θα ήταν χαμένη αν ο λαός που υπέταξε ολόκληρη την Ανατολή χρειαζόταν υποστήριξη από τους Δαρδάνους για να προστατεύσει τον τόπο του…».


Η Κελτική εξάπλωση_600 - 300 π.Χ_wikipedia
Η Κελτική εξάπλωση_600 – 300 π.Χ_wikipedia

Οι Κέλτες του Βελγίου είχαν ήδη κατακλύσει την Ιλλυρία και πλησίαζαν στα δάση κοντά στα δυτικά σύνορα της Μακεδονίας. Προσέφεραν στον Πτολεμαίο διατήρηση της βασιλείας του έναντι βαριάς φορολογίας. Εκείνος τους περιγέλασε αποκρινόμενος:
«…αυτή η πρότασή σας καταδεικνύει τον τρόμο που έχετε για τα Μακεδονικά όπλα. Ειρήνη θα κάνουμε μόνο αν ρίξετε τα όπλα σας στη γη και μου παραδώσετε τους αρχηγούς σας ως ομήρους…»
Η αλαζονεία του Κεραυνού έμελε να είναι η καταδίκη του. Προκάλεσε τους Γαλάτες σε μια βιαστική ανοιχτή μάχη, πιστεύοντας ότι ήταν άτρωτος. Δε συμβουλεύτηκε καν τους στρατηγούς του, οι οποίοι εις μάτην τον προέτρεπαν να περιμένει να συγκεντρώσει περισσότερο στρατό για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. Η σύγκρουση ήταν λυσσαλέα. Οι Κέλτες, πολεμώντας μανιασμένα, δεν άργησαν να συναντήσουν τον Μακεδόνα βασιλιά στη μάχη, ο οποίος, απερίσκεπτος καθώς ήταν, όρμησε προς το μέρος τους, επιβαίνοντας σε ελέφαντα. Οι γραμμές των Μακεδόνων, που υστερούσαν αριθμητικά, διασπάστηκαν και ο ελέφαντας του Κεραυνού σωριάστηκε πληγωμένος στο έδαφος, με τον Πτολεμαίο να τραυματίζεται βαριά. Οι Κέλτες τον έπιασαν ζωντανό, τον αποκεφάλισαν και κάρφωσαν το κεφάλι του σε δόρυ, περιφέροντάς το ως σημάδι νίκης και μέσο εκφοβισμού των αντιπάλων τους.
Μετά τη συντριβή του Μακεδονικού στρατού, οι Γαλάτες ξεχύθηκαν στην απροστάτευτη γη της Μακεδονίας. Λεηλάτησαν την ύπαιθρο με τρομερή μανία αλλά δεν κατόρθωσαν να κάνουν το ίδιο με τις οχυρωμένες πόλεις, καθώς δεν ήξεραν πώς να τις εκπορθήσουν. Στην ύπαιθρο όμως έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό καίγοντας και σφάζοντας ό,τι και όποιον έβρισκαν στο διάβα τους. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού ανέβηκε στο Μακεδονικό θρόνο ο αδερφός του Μελέαγρος. Η βασιλεία του κράτησε μόλις δύο μήνες διότι οι Μακεδόνες που είχαν βιώσει τα δεινά που είχε φέρει στον τόπο τους ο φιλόδοξος Κεραυνός δεν ήθελαν κάποιον συγγενή του στο θρόνο. Στη θέση αυτού στέφθηκε βασιλιάς ο Αντίπατρος, ανιψιός του Κάσσανδρου. Και αυτός όμως δεν κατάφερε να εξαλείψει τη Γαλατική απειλή. Ένας ευγενής με το όνομα Σωσθένης τον ανάγκασε να παραιτηθεί, συγκέντρωσε στρατό και άρχισε να μάχεται ενάντια στον εισβολέα, καταφέρνοντας να εκδιώξει τελικά τους Κέλτες απ’ τη Μακεδονία. Επειδή η φύση της πρώτης Κελτικής εκστρατείας το 279 π.Χ. ήταν κυρίως αναζήτηση λαφύρων παρά οργανωμένη προσπάθεια αποικισμού, οι Κέλτες, με κορεσμένη την δίψα τους για λάφυρα, δεν βρήκαν το σθένος να συνεχίσουν την εκστρατεία τους κι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Β’ Γαλατική εκστρατεία


Βρέννος

Υπήρχε ωστόσο μεταξύ αυτών κάποιος του οποίου η δίψα για αίμα και πλούτη ήταν ακόρεστη. Ο Γαλάτης αρχηγός Βρέννος, μιλώντας δημόσια αλλά και κατ’ ιδίαν με Γαλάτες αξιωματούχους, πίεζε για ακόμα μια εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα. Φθονούσε τα κέρδη του Βελγίου από την προηγούμενη εκστρατεία στη Μακεδονία και ήθελε και αυτός ανάλογα πλούτη για τον εαυτό του. Σε μια συνέλευση μάλιστα έφερε ενώπιον όλων κάποιους μικρόσωμους, κεκαρμένους και φτωχοντυμένους Έλληνες αιχμαλώτους και τους έβαλε δίπλα δίπλα με τους ψηλότερους των φρουρών του. Είπε ότι οι Ελληνικές πόλεις κράτη στην ασύλητη ακόμη νότια περιοχή της Ελλάδας ήταν ανίσχυρες εκείνον τον καιρό, διέθεταν ωστόσο αρκετά πλούτη και ναούς γεμάτους με ασήμι και χρυσό. Έδειχνε τους αιχμαλώτους και υποστήριζε ότι το μόνο που είχαν να κάνουν για να περιέλθει στην κατοχή τους ο ελληνικός πλούτος ήταν να επιτεθούν σε αυτά τα αδύναμα ανθρωπάκια.
Για την εκστρατεία αυτή οι Γαλάτες συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό πεζών, τους οποίους ορισμένες πηγές υπολογίζουν περισσότερους από 200.000, χωρίς να περιλαμβάνουν τους μη μάχιμους (ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά) που ακολουθούσαν. Οι Κελτικές ορδές ξεκίνησαν στις αρχές της άνοιξης του 278 π.Χ. . Από το Γαλατικό στρατό 20.000 άνδρες κατευθύνθηκαν προς τη χώρα των Δαρδάνων υπό τις διαταγές του Λεοννόριουκαι του Λουτάριου. Οι υπόλοιποι συνέχισαν νότια προς τη Μακεδονία. Ο Σωσθένης τήρησε αμυντική στάση, κατάφερε να συγκρατήσει τη βαρβαρική ορμή και τους απώθησε προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Η αντίσταση των Μακεδόνων οδήγησε τους Γαλάτες ακόμα πιο νότια, στη Θεσσαλική γη. Οι Έλληνες, στο άκουσμα της είδησης πως οι βάρβαροι πλησιάζουν, αποφάσισαν να δράσουν. Ο Ελληνικός στρατός γνώριζε καλά τι θα αντιμετωπίσει. Ο Παυσανίας αναφέρει σχετικά :«Το Ελληνικό γενναίο πνεύμα χάθηκε μέσα σε λίγες στιγμές ωστόσο η δύναμη του φόβου ανάγκασε τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι έπρεπε να πολεμήσουν. Γνώριζαν ότι αυτή η πάλη δεν γινόταν για την ελευθερία τους, όπως τότε που αντιμετώπισαν τους Πέρσες. Δεν έφτανε πλέον να προσφέρουν γη και ύδωρ. Τα γεγονότα που συνέβησαν στη Μακεδονία, στη Θράκη και στην Παιονία ήταν ακόμα νωπά στη μνήμη τους, ενώ νέες αιματοχυσίες λάμβαναν πλέον χώρα και στη Θεσσαλία. Κάθε άνδρας ως ξεχωριστή μονάδα και κάθε πόλη συνολικά συνειδητοποιούσαν ότι οι Έλληνες έπρεπε είτε να αντεπεξέλθουν στις περιστάσεις, είτε να αφανιστούν».
Ως καλύτερο σημείο οχύρωσης επιλέχτηκε για ακόμα μια φορά το στενό πέρασμα τωνΘερμοπυλών. Το σημείο αυτό αποτελούσε μια στενή πύλη η οποία κατά την αρχαιότητα βρισκόταν μεταξύ του όρους Οίτη και της θάλασσας και ήταν το βασικό πέρασμα προς τη νότια Ελλάδα. Στο σημείο αυτό οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις Περσικές ορδές το 480 π.Χ. και οι Αθηναίοι αναχαίτισαν επιτυχώς τους Μακεδόνες 128 χρόνια αργότερα. Το 279 π.Χ. οι Βοιωτοί έστειλαν 10.000 οπλίτες και 500 ιππείς με επικεφαλής τους Κηφισόδοτο, Θεαρίδα, Διογένη και Λύσσανδρο. Από τους Φωκείς εστάλησαν 3.000 πεζικάριοι και 500 ιππείς. Περίπου 13.000 η συνολική δύναμη των Ελλήνων της σημερινής νότιας Ελλάδας. Μαζί με αυτούς ήταν και 500 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και άλλοι τόσοι στρατιώτες από το βασίλειο των Σελευκιδών μαζί με πολλές αθηναϊκές τριήρεις. Οι μοναδικοί που δεν έστειλαν στρατό ήταν οι Πελοποννήσιοι. Η απουσία πλοίων στον κελτικό στρατό τους εφησύχαζε μια και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να περάσουν τη θάλασσα του Κορινθιακού παρά μόνον από το στενό του Ισθμού. Αποφάσισαν λοιπόν να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη του Ισθμού και να τους περιμένουν.
Η πρώτη Ελληνική εκστρατεία αναχαίτισης – Αποτυχία στον Σπερχειό ποταμό
Όταν οι Έλληνες συγκέντρωσαν όλες τους τις δυνάμεις, πληροφορήθηκαν ότι οι Γαλάτες είχαν ήδη προσεγγίσει την Μαγνησία και την Φθιώτιδα. Αποφάσισαν να στείλουν ένα απόσπασμα αποτελούμενο από όλο το ιππικό καθώς και 1.000 ελαφρά οπλισμένους άντρες στο Σπερχειό, προσπαθώντας να μην επιτρέψουν στους Γαλάτες να διασχίσουν τον ποταμό. Με την άφιξή τους, οι Ελληνικές δυνάμεις κατέστρεψαν τις γέφυρες του ποταμού και έλαβαν θέσεις μάχης στις όχθες του.
Αλλά ο Βρέννος, αν και βάρβαρος, δεν ήταν απολίτιστος ούτε είχε άγνοια των πολεμικών τακτικών. Την ίδια νύχτα έστειλε στρατιωτικό απόσπασμα στο Σπερχειό, μακριά από τις κατεστραμμένες γέφυρες, σε σημεία όπου μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό. Ο Βρέννος επέλεξε δεινούς κολυμβητές και ψηλούς στρατιώτες γι’ αυτή την αποστολή. Άλλωστε, οι Κέλτες ήταν κατά πολύ ψηλότεροι από τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, κάτι που είχαν διαπιστώσει και οι Ρωμαίοι πριν από τους Έλληνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αρκετοί Γαλάτες διέσχισαν κολυμπώντας τον ποταμό τη νύχτα χρησιμοποιώντας τις ασπίδες τους ως σχεδίες, ενώ οι ψηλότεροι εξ αυτών σχεδόν διέσχισαν τα νερά περπατώντας στον πυθμένα με το κεφάλι τους να προβάλλει έξω από το νερό. Οι Έλληνες που βρίσκονταν στο Σπερχειό, όταν πληροφορήθηκαν ότι το βράδυ οι βάρβαροι είχαν διασχίσει τον ποταμό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και επέστρεψαν στις γραμμές της κύριας στρατιάς, φοβούμενοι το ενδεχόμενο της περικύκλωσης. Ο Βρέννος ανάγκασε τους κατοίκους που βρίσκονταν γύρω από το Μαλιακό κόλπο να ξαναχτίσουν τις γέφυρες πάνωαπό το Σπερχειό. Εκείνοι, φοβούμενοι τις συνέπειες της άρνησής τους, υπάκουσαν.
Ο Βρέννος διέσχισε με το στρατό του τις γέφυρες και κατευθύνθηκε προς την Ηράκλεια. Οι Γαλάτες λεηλατούσαν τα πάντα στο διάβα τους σφαγιάζοντας όσους συναντούσαν στα περίχωρα, χωρίς να επιτίθενται στην πόλη. Η Ηράκλεια προστατευόταν από τους Αιτωλούς, οι οποίοι πριν ένα έτος είχαν αναγκάσει τους κατοίκους της να συμμετάσχουν στην Αιτωλική Συμπολιτεία. Οι Αιτωλοί θεωρούσαν ότι η πόλη τούς ανήκε, εξίσου με τους Ηρακλειδείς. Ο Βρέννος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την πόλη της Ηράκλειας. Κύριος στόχος του ήταν να υπερκεράσει τις δυνάμεις που προστάτευαν τα στενά των Θερμοπυλών και να εισβάλλει στη Νότια Ελλάδα.
Μάχη στα στενά των Θερμοπυλών
Ορισμένοι Έλληνες λιποτάκτες είχαν ενημερώσει τον Βρέννο για τις δυνάμεις που θα αντιμετώπιζε στις Θερμοπύλες. Παρά την ύπαρξη της Ελληνικής στρατιάς, προέλασε από την Ηράκλεια και ξεκίνησε την επίθεση την αυγή της επόμενης μέρας. Δεν είχε μαζί του Έλληνα μάντη και δεν προέβη σε μυστηριακές θυσίες………αν όντως οι Κέλτες πίστευαν σε τέτοιου είδους δοξασίες. Οι Έλληνες αντιτάχθηκαν σιωπηρά και με τάξη. Όταν προσέγγισαν τους Γαλάτες, το ιππικό απομακρύνθηκε ελάχιστα από τον κύριο κορμό, ενώ οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες έμειναν πιο πίσω εκτοξεύοντας ακόντια, βέλη και πέτρες.


Κελτικό ιππικό
Κελτικό ιππικό

Το ιππικό και των δύο παρατάξεων δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο επειδή το έδαφος στο πέρασμα δεν ήταν μόνο στενό αλλά και ολισθηρό λόγω του βραχώδους εδάφους και των χειμάρρων που κυλούσαν ανάμεσα στα βράχια. Οι Γαλάτες ήταν ελαφρύτερα οπλισμένοι από τους Έλληνες: πολλοί από αυτούς πολεμούσαν γυμνοί από τη μέση και πάνω και ως μοναδικό αμυντικό όπλο είχαν τις ασπίδες τους, οι οποίες ήταν κατώτερες τεχνολογικά από τις ελληνικές και τους παρείχαν ελάχιστη προστασία. Με τρομερό πάθος και πολεμική ορμή, την ώρα της μάχης μετατρέπονταν σε ανίκητες πολεμικές μηχανές. Χτυπημένοι από τσεκούρι ή ξίφος, συνέχιζαν να πολεμούν ώσπου να πέσουν νεκροί. Τρυπημένοι από ακόντια ή βέλη συνέχιζαν να μάχονται με το σθένος τους αναλλοίωτο όσο υπήρχε μέσα τους ζωή. Ορισμένοι έβγαζαν τα καρφωμένα στο σώμα τους ακόντια και τα εκσφενδόνιζαν πίσω στους αντιπάλους τους ή τα χρησιμοποιούσαν για μάχη σώμα με σώμα.
Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι που βρίσκονταν στις τριήρεις, αγκυροβολημένοι στη λάσπη που εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα, με δυσκολία και κίνδυνο έφεραν τα πλοία τους όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ακτή, εξαπολύοντας βέλη ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να ριφθεί ενάντια στους Γαλάτες. Οι τελευταίοι ευρισκόμενοι σε πλήρη σύγχυση και μέσα σε πολύ περιορισμένο χώρο, προκάλεσαν κάποιες απώλειες στους Έλληνες αλλά οι ίδιοι υπέστησαν ακόμα μεγαλύτερες. Αυτή η εξέλιξη ανάγκασε τους αρχηγούς τους να τους αποσύρουν πίσω στο Γαλατικό στρατόπεδο. Υποχωρώντας άτακτα και υπό πλήρη σύγχυση, αρκετοί από αυτούς ποδοπατήθηκαν από τους συντρόφους τους ενώ κάποιοι έπεσαν σε βάλτους και βούλιαξαν κάτω από τη λάσπη. Οι απώλειές τους κατά την υποχώρηση ήταν εξίσου μεγάλες με αυτές που υπέστησαν στη μάχη.
Αφού οι Κέλτες είχαν πλέον λεηλατήσει στο διάβα τους σπίτια και ναούς, παραδίνοντας το Κάλλιο στις φλόγες, επέστρεψαν από τον ίδιο φυσικό αυχένα με σκοπό να συναντήσουν τον υπόλοιπο Γαλατικό στρατό. Καθ’ οδόν συνάντησαν τους Πατρινούς, οι οποίοι ήταν οι μόνοι μεταξύ των Αχαιών που είχαν απαντήσει στο πολεμικό κάλεσμα των Αιτωλών. Εκπαιδευμένοι ως οπλίτες, διενήργησαν μια κατά μέτωπον επίθεση ενάντια στους Γαλάτες αλλά υπέστησαν εκτενείς απώλειες απέναντι σε έναν σαφώς πολυπληθέστερο στρατό. Στη σημερινή θέση Κοκκάλια (τοποθεσία που οφείλει την ονομασία της στα πολλά διασκορπισμένα και θρυμματισμένα οστά που απαντώνται εκεί μέχρι και σήμερα, ανεξίτηλα σημάδια μιας τρομακτικής μάχης), οι 8.000 Αιτωλοί, άνδρες και γυναίκες, συνέχιζαν να καταδιώκουν τους βαρβάρους και να τους επιτίθενται. Πολλά από τα βέλη που τους έριχναν έβρισκαν στόχο επειδή οι Γαλάτες δεν είχαν ισχυρή αμυντική θωράκιση. Οι Αιτωλοί οπισθοχωρούσαν όταν οι Γαλάτες τους επιτίθεντο και επέστρεφαν δριμύτεροι όταν οι τελευταίοι γύριζαν τα νώτα τους. Οι Καλλιείς οι οποίοι είχαν υποστεί τη μεγαλύτερη καταστροφή, επεδείκνυαν τη μεγαλύτερη οργή. Κατάφεραν να εκδικηθούν το θάνατο των συντρόφων τους προκαλώντας μεγάλες απώλειες στο Γαλατικό απόσπασμα. Από τους 40.800 λιγότεροι από τους μισούς επέστρεψαν στις Θερμοπύλες.


Απεικόνιση διαδρομής Γαλατών

Ηρακλειώτες και Αινιάνες – πρόθυμοι «πληροφοριοδότες»
Εν τω μεταξύ, οι αποδυναμωμένοι Έλληνες που βρίσκονταν στις Θερμοπύλες επρόκειτο να υπερκερασθούν από τις στρατιές του Βρέννου σε μια τραγική επανάληψη της ιστορίας. Όπως στην πρώτη μάχη των Θερμοπυλών, έτσι και τώρα ο Βρέννος ακολούθησε τις υποδείξεις των Ηρακλειωτών και των Αινιανών ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο που είχαν ακολουθήσει οι Πέρσες (την Ανοπαία Ατραπό). Το έκαναν αυτό όχι διότι δεν ήταν πιστοί στον Ελληνικό αγώνα αλλά επειδή ήθελαν να φύγουν οι Κέλτες το γρηγορότερο δυνατόν από τη γη τους πριν την ερημώσουν. Ο Βρέννος, αφήνοντας διοικητή του κύριου σώματος της στρατιάς τον Ακιχώριο, κατευθύνθηκε με 40.000 άνδρες προς το πέρασμα. Κατέστησε σαφές στον αντικαταστάτη του ότι δεν έπρεπε να επιτεθεί στους Έλληνες προτού ολοκληρωθεί η κίνηση της περικύκλωσης. Εκείνη την ημέρα η ομίχλη ήταν πυκνή και είχε απλωθεί μέχρι τις παρυφές της Οίτης, εμποδίζοντας την ορατότητα των Φωκέων που φυλούσαν το πέρασμα. Οι Γαλάτες τους αιφνιδίασαν, ωστόσο οι Φωκείς αντιστάθηκαν γενναία. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από το πέρασμα. Κατόρθωσαν εντούτοις να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους και να τους αναφέρουν την επικείμενη περικύκλωση προτού αυτή λάβει χώρα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Αθηναίοι κατάφεραν να αποσύρουν έγκαιρα τις τριήρεις και τα στρατεύματά τους. Το ίδιο έπραξαν και οι υπόλοιπες Ελληνικές δυνάμεις, με εκάστης ο στρατός να επιστρέφει στην πατρίδα του. Σε αυτή τη μάχη δεν υπήρξε κάτι ανάλογο με τους 300 Σπαρτιάτες και τους 700 Θεσπιείς. Ίσως για αυτό το λόγο να είναι λιγότερο γνωστή. Το πέρασμα ήταν πλέον ανοιχτό, με ολόκληρη τη Νότια Ελλάδα να είναι απροστάτευτη στην Κελτική επέλαση.
Επιδρομή στους Δελφούς
Ο Βρέννος και ο Ακιχώριος είχαν πλέον να επιλέξουν την επόμενη κίνηση………να βαδίσουν εναντίον των Αθηνών. Ο Βρέννος, χλευάζοντας τους αθάνατους θεούς των Ελλήνων είπε ειρωνικά ότι «εκείνοι που έχουν τα πλούτη θα πρέπει να φερθούν γενναιόδωρα στους θνητούς.». Χωρίς να σπαταλήσει χρόνο, διέταξε τον Ακιχώριο να εγκαταστήσει ένα μέρος του στρατού στην Ηράκλεια για να κρατά απασχολημένους τους Αιτωλούς και στη συνέχεια, με τον υπόλοιπο στρατό, να ακολουθήσει πορεία με κατεύθυνση στους Δελφούς. Ο ίδιος αναχώρησε από τις Θερμοπύλες διασχίζοντας τα στενά του Παρνασσού με σκοπό να συλήσει το θησαυροφυλάκιο που βρισκόταν στον ιερό ναό του θεού Απόλλωνα.
Τρομοκρατημένοι οι κάτοικοι των Δελφών, αναζήτησαν καταφύγιο στο Μαντείο. Σε υπεράσπιση του Μαντείου προσέτρεξαν οι Φωκιείς από την Άμφισσα και περίπου 1200 Αιτωλείς. Η κύρια στρατιά των Αιτωλών στράφηκε ενάντια στον Ακιχώριο, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ ξεκινήσει από την Ηράκλεια για να συναντήσει το Βρέννο (έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή που ο Βρέννος τού ανέθεσε). Στην ουσία οι Αιτωλοί αναλώθηκαν σε συνεχή ανταρτοπόλεμο παρενοχλώντας την οπισθοφυλακή της Γαλατικής παράταξης η οποία μετέφερε τα λάφυρα από τις προηγούμενες λεηλασίες. Αυτή η δολιοφθορά ανάγκασε τους Γαλάτες να κινούνται με αργό ρυθμό. Ο Βρέννος αφίχθη στους Δελφούς όπου είχε πλέον να αντιμετωπίσει τους Έλληνες που είχαν καταφτάσει να υπερασπιστούν το ιερό. Προσπάθησε να εγείρει το ηθικό των στρατιωτών του δείχνοντάς τους στον ορίζοντα το μαντείο και λέγοντάς τους ότι τα αγάλματα και τα άρματα με τα τέσσερα άλογα, ευδιάκριτα από εκείνο το σημείο, ήταν κατασκευασμένα από καθαρό χρυσάφι και θα αποδεικνύονταν ακόμα πιο μεγάλα σε αξία όταν ζυγίζονταν.


Ο Θνήσκων Γαλάτης, ένα ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο ενός ελληνιστικού έργου του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ. Μουσεία Καπιτωλίου, Ρώμη_wikipedia
Ο Θνήσκων Γαλάτης_Ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο Ελληνιστικού έργου _ τέλη 3ου αιώνα π.Χ. _Μουσείο Καπιτωλίου, Ρώμη_wikipedia

Οι Δελφιείς από την άλλη πλευρά είχαν ως μοναδική πηγή θάρρους την πίστη ότι ο θεός Απόλλωνας ήταν στο πλευρό τους παρά τις δικές τους ικανότητες και δυνάμεις. Κατάφεραν ωστόσο να αποκρούσουν την επίθεση των αναρριχώμενων στους βράχους Γαλατών εκσφενδονίζοντας πέτρες και ακόντια από την κορυφή του λόφου. Σύμφωνα με την ποιητική περιγραφή του Παυσανία, οι Γαλάτες, εκτός από τους Έλληνες, είχαν να αντιμετωπίσουν και τα στοιχεία της φύσης, σεισμούς, κεραυνούς και αστραπές, σημάδια θεόσταλτα από το θεό Απόλλωνα. Πέραν της «θεϊκής παρέμβασης» φαίνεται πιθανό να επικρατούσε στην περιοχή σφοδρή καταιγίδα, με αποτέλεσμα αρκετοί από τους Γαλάτες να σκοτωθούν από τις συνεχείς κατολισθήσεις βράχων.
Ωστόσο, πολλές ήσαν οι απώλειες και για τους Έλληνες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας η κατάσταση για τους Γαλάτες δεν ήταν καλύτερη. Αφόρητο ψύχος κάλυψε την περιοχή ενώ βράχοι έπεφταν συνέχεια από τον Παρνασσό και καταπλάκωναν πολλούς από τους στρατιώτες του Βρέννου, οι οποίοι ήταν μαζεμένοι σε ομάδες για να προστατευθούν από ενδεχόμενες αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιθέσεις των Ελλήνων. Μόλις ο ήλιος πρόβαλε πάνω από τους Δελφούς, οι Έλληνες επιτέθηκαν κατά μέτωπο με εξαίρεση τους Φωκιείς, οι οποίοι, γνωρίζοντας καλά το μέρος, επέλεξαν να κατέβουν στις δύσβατες πλαγιές του Παρνασσού και να χτυπήσουν τους Κέλτες στα μετόπισθεν εξαπολύοντας βέλη και ακόντια. Στην αρχή της μάχης οι Γαλάτες αντιστάθηκαν γενναία, ειδικότερα η φρουρά του Βρέννου. Ωστόσο, μόλις τραυματίστηκε ο αρχηγός τους, αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, καθώς οι Έλληνες επετίθεντο από όλες τις μεριές. Κατά την οπισθοχώρησή τους αυτή σκότωσαν όσους από τους συντρόφους τους ήταν τραυματισμένοι, ή βαριά άρρωστοι από τις κακουχίες και δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν.
Αποτυχία Γαλατικής εκστρατείας
Με τον ερχομό της επόμενης νύχτας, οι Γαλάτες κατελήφθησαν από συναισθήματα σύγχυσης και φόβου. Πολλοί από αυτούς στράφηκαν ενάντια στους συντρόφους τους και άρχισαν να αλληλοεξοντώνονται. Οι Φωκιείς ήταν οι πρώτοι που ανέφεραν στους υπόλοιπους Έλληνες τον ακατάσχετο πανικό που είχε κυριεύσει τον εχθρό. Αυτή η εξέλιξη όπλισε με περισσότερο θάρρος και αποφασιστικότητα τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Γαλάτες, εκτός από το ανελέητο κυνηγητό από τους Έλληνες, είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν και την πείνα, καθώς κάθε προσπάθεια συγκέντρωσης βρώσιμων υλών από τη γύρω περιοχή βαφόταν με αίμα. Περίπου 6.000 Κέλτες χάθηκαν στη μάχη και άλλους 10.000 να ακολουθούν στον πανικό που ακολούθησε. Σε αυτούς προσετέθησαν ακόμα τόσοι, ως θύματα της πείνας και του κρύου. Οι απόψεις για την τύχη του Βρέννου διίστανται: ο Παυσανίας ισχυρίζεται ότι αυτοκτόνησε αφού πρώτα κατανάλωσε «άκρατον οίνον». Ο Ιουστίνος παρουσιάζει ως μέσο της αυτοκτονίας ένα μαχαίρι ενώ ο Διόδωρος αναφέρει ότι πρώτα μέθυσε και στη συνέχεια χρησιμοποίησε ένα σπαθί. Το πλέον πιθανό είναι ότι ο Βρέννος, λόγω των εκτεταμένων τραυμάτων που έφερε, αυτοκτόνησε με το σπαθί του σύμφωνα με το κελτικό έθιμο που απαιτούσε οι βαριά τραυματισμένοι άντρες να αφαιρούν τη ζωή τους αλλά και τη ζωή των άμεσων συγγενικών τους προσώπων.
Πιθανότατα οι Γαλάτες πίστευαν ότι ο αργός θάνατος ήταν εξαιρετικά ατιμωτικός, ή ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να πέσουν ζωντανοί στα χέρια του εχθρού. Οι Αθηναίοι, μαθαίνοντας τα γεγονότα, ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Βοιωτούς και ξεκίνησαν να καταδιώκουν από κοινού τους Γαλάτες σκοτώνοντας αυτούς που καθυστερούσαν κι έμεναν πίσω. Οι Γαλάτες κατόρθωσαν να αποσυρθούν από τους Δελφούς και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον Ακιχώριο, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναχωρήσει από την Ηράκλεια για να καλύψει την υποχώρηση των συντρόφων του. Έχοντας πλέον αυτόν ως αρχηγό, μετά από υπόδειξη και επιθυμία του αποθανόντος Βρέννου, κατευθύνθηκαν προς το γαλατικό στρατόπεδο. Καθ’ οδόν, και νιώθοντας καυτή την ανάσα των Αιτωλών στην πλάτη τους, συνάντησαν κοντά στο Σπερχειό τους Θεσσαλούς και τους Μαλιείς, οι οποίοι είχαν σταθεί εκεί αποφασισμένοι να ανταποδώσουν τα δεινά που τους προξένησαν οι επίδοξοι κατακτητές. Οι περισσότεροι Έλληνες ιστορικοί της εποχής καταμαρτυρούν ότι ουδείς Γαλάτης επέζησε της σφαγής στον Σπερχειό ποταμό.


Εποικίσεις Γαλατικών φύλων

Ωστόσο, σύμφωνα με κάποιες άλλες μαρτυρίες, Γαλατικό απόσπασμα που είχε επιτεθεί στους Δελφούς, οι Τεκτόσαγες, κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ και άλλοι, υπό τις διαταγές των Κομοντόριου και Βαθάναττου, κατευθύνθηκαν προς το Βορρά έχοντας μαζί τους αρκετά από τα λάφυρα που είχαν συγκεντρώσει. Μέσω διαρκών επιθέσεων από αυτούς που είχαν δεινοπαθήσει κατά την κάθοδό τους, έφτασαν στη χώρα των Δαρδανών κι εκεί χωρίστηκαν: ο μεν Βαθάναττος στράφηκε προς την Ιλλυρία και εγκαταστάθηκε στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Σάβου και Δούναβη, ενώ ο στρατός του Κομοντόριου νίκησε τους Τριβαλλούς και τους Γέτες και εγκαταστάθηκε στην Τύλη, στις δύο πλευρές του Αίμου, κοντά στη σημερινή Βουλγαρική πόλη Στάρα Ζάγορα. Οι Γαλάτες υπό τις διαταγές του Λουτάριου και του Λεοννόριου πέρασαν στον Ελλήσποντο και, αφού υποσχέθηκαν πίστη και φιλία στο Νικομήδη, βασιλιά της Βιθυνίας, εγκαταστάθηκαν στην Ανατολία, σε μια περιοχή που έλαβε το όνομά τους (Γαλατία).
Σημασία της Ελληνικής νίκης


Απεικόνιση Γαλατικής κεφαλής σε Θρακικό νόμισμα. (Αρχαιολογικό μουσείο Κωνσταντινούπολης)

Οι Γαλάτες εισβάλλοντας στην Ελλάδα είχαν σκοπό όχι απλώς να τη λεηλατήσουν αλλά και να την αποικίσουν. Πήραν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους με σκοπό να βρουν νέες εστίες και να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτές. Σε αυτήν την άποψη συνηγορεί το ότι μετά τη δεύτερη εισβολή, οι επιζήσαντες δημιούργησαν κελτικό βασίλειο στην Τύλη, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία και παρέμειναν εκεί για αρκετούς αιώνες ως μια αυτοτελής εθνική ομάδα.
Είναι αξιομνημόνευτη η αποφασιστικότητα που επέδειξαν μέσα στην απελπισία τους οι Έλληνες. Αξιοσημείωτο είναι ότι αγωνιζόμενοι να επιζήσουν, αφάνισαν δεκάδες χιλιάδες Γαλάτες παρότι συνολικά δεν είχαν συγκεντρώσει περισσότερους από 30.000 μαχητές. Το κατόρθωμα αυτό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο σωματότυπος και η αριθμητική υπεροχή του εχθρού, σε συνδυασμό με την έλλειψη των μεγάλων ηγετών στον Ελλαδικό χώρο – δεδομένης της απουσίας των Πύρρου και του Αντίγονου Γονατά – καθιστούσε αναμενόμενη την Κελτική επικράτηση.
Ωστόσο, σε μια εποχή φθοράς των παλαιών αξιών, εμφύλιων σπαραγμών και με την λάμψη του Ελληνικού πολιτισμού να σβήνει, το Ελληνικό πνεύμα, με πρωταγωνιστές τους Αιτωλούς, απέδειξε για ακόμα μια φορά την αξία του ενάντια σε έναν ισχυρό και αλώβητο λαό που δέσποζε σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη και ο οποίος στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα είχαν κατακτήσει τη μετέπειτα κοσμοκράτειρα Ρώμη.
Οι Έλληνες, σε μια εποχή παρακμής, τέλεσαν έναν άθλο μεγαλύτερο ίσως εκείνου της αναχαίτισης των Περσικών ορδών μερικούς αιώνες πριν, όταν η Ελλάδα ήκμαζε σε όλους τους τομείς. Είναι πράγματι θλιβερό που μια τόσο σημαντική στιγμή στην Ελληνική ιστορία δεν έχει την προβολή που της αρμόζει.
 - See more at: http://www.pronews.gr/portal/20160529/sports/istoria/agnostes-mahes-ton-ellinon-otan-oi-galates-epiheirisan-na-afanisoyn-tin#sthash.SIfGo6DH.dpuf
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΤΩΝ ΓΑΛΑΤΩΝ."

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Η ΚΥΠΡΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ.

Η Επανάσταση του 1821 και η Κύπρος.---- Η Κύπρος στο μακρύ διάστημα της Τουρκοκρατίας (1570 - 1878) μοιράστηκε την τύχη του υπόλοιπου υπόδουλου Ελληνισμού αλλά και τους κοινούς αγώνες για ελευθερία. Τον Ιούνιο του 1798 στο Βελιγράδι, ο συνεργάτης και σύντροφος του Ρήγα Βελεστινλή, Ιωάννης Καρατζάς, από τη Λευκωσία, ακολούθησε το δάσκαλο του στο μαρτύριο,
Στις παραμονές της επανάστασης του 1821 πολλοί Κύπριοι έγιναν μέλη της "Φιλικής Εταιρείας", ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός υποσχέθηκε οικονομική Βοήθεια. Σύμφωνα με την παράδοση, τον Ιούνιο του 1821 ο Ψαριανός πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης αποβιβάστηκε μυστικά στις ακτές της Αμμοχώστου και δυτικά της Κερύνειας, στη Λάπηθο, και πήρε μαζί του τροφές, χρήματα αλλά και εθελοντές.
Στις 9 Ιουλίου 1821 ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός απαγχονίστηκε στην Πλατεία Σεραγίου, στο κέντρο της Λευκωσίας. Μαζί του αποκεφαλίστηκαν οι τρεις άλλοι Μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρηνείας Λαυρέντιος.
Ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες οι σφαγές των υπόλοιπων προγραφέντων κληρικών και πολλών προκρίτων, οι δημεύσεις - ιδιοποιήσεις των περιουσιών των εκτελεσθέντων και οι ανεξέλεγκτες λεηλασίες από τα τουρκικά στρατεύματα.Το σύνολο των Κυπρίων αγωνιστών του 1821 υπολογίζεται σε χίλιους. Κύπριοι πολεμιστές εντοπίζονται στις πρώτες μάχες στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, αλλά και στο Μεσολόγγι, στην Πελοπόννησο, στην Αθήνα, στις ναυτικές επιχειρήσεις, ενώ άλλοι ανέλαβαν σημαντικές διοικητικές ή εκκλησιαστικές θέσεις στην "αναγεννηθείσα Ελλάδα".
Κύπριοι Εθελοντές στους Αγώνες του Έθνους 1897 - 1913.
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, Κύπριοι εθελοντές κατατάσσονταν σε κάθε επαναστατική κινητοποιήση του Ελληνισμού και σε κάθε πολεμικό επεισόδιο ή επιστράτευση. Η έλευση των Βρετανών, το 1878, βάσει αμυντικής συμφωνίας μεταξύ Αγγλίας και Τουρκίας, έφερε αρκετά αγαθά στην Κύπρο, αλλά και πολλές απογοητεύσεις που πλήθαιναν με το χρόνο.
 Στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 οι Κύπριοι εθελοντές έφτασαν τους 1000.Στην πλειοψηφία τους ήταν αγρότες, από διάφορες περιοχές του νησιού.Οι περισσότεροι υπηρέτησαν στο νικηφόρο τμήμα του Ελληνικού στρατού, στην ταξιαρχία του Συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Σμολένσκη, γεγονός που τους επέτρεψε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους με υψηλό ηθικό.
Στο Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908), η ιστορική έρευνα εντόπισε μέχρι σήμερα 8 Κύπριους Μακεδονομάχους.Ο γνωστότερος είναι ο Γεώργιος Αργυρίου Κυπραίος από την Πέγεια της Πάφου, που διακρίθηκε ως ομαδάρχης στην περιοχή Μοναστηρίου - Μοριχόβου.Στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 - 1913 πολέμησαν με τον Ελληνικό στρατό 1500-1800 περίπου Κύπριοι εθελοντές. 55 από αυτούς σκοτώθηκαν στην πολιορκία των Ιωαννίνων και στις πολύνεκρες μάχες του Ελληνοβουλγαρικού πολέμου.
Στον κατάλογο των εθελοντών περιλαμβάνονται άνθρωποι κάθε ηλικίας, επαγγέλματος ή τάξης, πλειοψηφούν, όμως, εμφανώς οι αγρότες.Κορυφαία στιγμή της Κυπριακής παρουσίας ήταν ο θάνατος του Δήμαρχου Λεμεσού, πρώην βουλευτή (1901-1911) Χριστόδουλου Σώζου, που σκοτώθηκε πολεμώντας στις 6 Δεκεμβρίου του 1912, στο Μπιζάνι.
Κύπριοι Εθελοντές 1914 - 1922
Ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος και η ένταξη της Τουρκίας στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα την καταγγελία της "Κυπριακής Συνθήκης" του 1878 και την προσάρτηση της Κύπρου στη Βρετανική Αυτοκρατορία (Νοέμβριος 1914).Το καλοκαίρι του 1916 άρχισε η μαζική κατάταξη Κυπρίων στο βρετανικό στρατό, στο ειδικό σώμα των έμμισθων ημιονηγών που δημιουργήθηκε. Μέχρι το Μάρτιο του 1919 στρατολογήθηκαν 16000 περίπου άνδρες.
Οι Κύπριοι "μουλάρηδες", μετά από μια σύντομη στρατιωτική εκπαίδευση στους στρατώνες της Θεσσαλονίκης, υπηρέτησαν σχεδόν αποκλειστικά, στο Μακεδόνικο Μέτωπο. Στα συμμαχικά νεκροταφεία της Μακεδονίας βρίσκονται οι τάφοι 30 περίπου Κυπρίων που έχασαν τη ζωή τους, στο διάστημα 1916-1920.
 Άλλοι Κύπριοι κατατάχθηκαν εθελοντικά στον ελληνικό στρατό και στην "Εθνική Αμυνα". Πέντε από αυτούς σκοτώθηκαν στη μάχη του Σκρα, το 1918.
Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 συνετάραξε την Κύπρο λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας και των επικίνδυνων συνεπειών από την εκρίζωση του Ελληνισμού από τα απέναντι παράλια. Αν και χιλιάδες Κύπριοι γράφτηκαν ως εθελοντές, η κυπριακή συμμετοχή στη Μικρασιατική εκστρατεία ήταν σχετικά μικρή, εξαιτίας των αυστηρών - αυτή τη φορά - βρετανικών απαγορεύσεων. Αντίθετα, στη Μικρασία ήταν εμφανής η παρουσία αρκετών Κυπρίων αξιωματικών του ελληνικού στρατού, αποφοίτων της Σχολής Ευελπίδων ή παλιών υπαξιωματικών.
Οι Κύπριοι πεσόντες του Μικρασιατικού πολέμου υπολογίζονται σε 30. Λίγο αργότερα η Ιερά Σύνοδος της Κύπρου, το σύνολο των βουλευτών της και ο δήμαρχος της Λευκωσίας, με την προκήρυξη τους της 6ης Μαρτίου 1928,ευθαρσώς υπογράμμισαν, ότι "επί πεντήκοντα έτη εκρατήθημεν μακράν των μητρικών αγκαλιών, κρατούμεθα δε και νυν, παρά την εκφρασθείσα πλειστάκις (...) ομόφωνον ημών γνώμην, όπως ενωθώμεν μετά της μητρός Ελλάδος," Η προκήρυξη αυτή κυκλοφόρησε με την ευκαιρία συμπληρώσεως 50 ετών από την έλευση των Βρετανών στην Κύπρο.
Ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος και η Κύπρος.
Η Κύπρος ήταν η πρώτη Βρετανική Αποικία που έστειλε στρατιώτες σε επιχειρήσεις του Β' Παγκοσμίου πολέμου, τον Ιανουάριο του 1940. Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς, υπηρέτησαν στο "Κυπριακό Σύνταγμα" και την "Κυπριακή Εθελοντική δύναμη" του Βρετανικού στρατού 20.000 στρατιώτες, από τους οποίους οι 800 ήταν γυναίκες, που στελέχωσαν διάφορες βοηθητικές υπηρεσίες. Το "Κυπριακό Σύνταγμα", περιελάμβανε βοηθητικά σώματα (λόχους ημιονηγών, σκαπανέων, μεταγωγικού, αποβατικών σκαφών,κινητών πλυντηρίων) αλλά και τάγμα Πεζικού και Μηχανικού. Οι Κύπριοι υπηρέτησαν σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Γαλλία, όπου οι ημιονηγοί διακρίθηκαν στην εκκένωση της Δουγκέρκης, στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή και την Ιταλία
.Στην Ελλάδα μέχρι τη γερμανική εισβολή, τον Απρίλιο του 1941, μεταφέρθηκαν 5.000 - 6.000 άνδρες του "Κυπριακού Συντάγματος" (Ελληνες και Τούρκοι).
Οι περισσότεροι χρησιμοποιήθηκαν σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, για τη διάνοιξη οδικών και οχυρωματικών έργων και τη μεταφορά εφοδίων και πυρομαχικών. Εκατοντάδες συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη, κατά τη συμμαχική υποχώρηση.Στον ελληνικό στρατό κατάφεραν να καταταγούν μόνον όσοι Κύπριοι ζούσαν στην Ελλάδα. Ανάμεσα τους, 40 περίπου φοιτητές που σπούδαζαν στην Αθήνα και πολέμησαν στο αλβανικό μέτωπο, Αργότερα, πολλοί Κύπριοι συνέχισαν την ένοπλη δράση τους πολεμώντας στις αντιστασιακές οργανώσεις εναντίον της τριπλής φασιστικής κατοχής, είτε στις ελληνικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ΚΥΠΡΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ."

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Ο ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ ΑΕΤΟΣ

Ὁ συμβολισμός τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ-----
 
Ἀρχαιότατο σύμβολο ὁ μονοκέφαλος ἀετός εἶναι γνωστός ὡς αὐτοκρατορικό σύμβολο ἰσχύος, ζωτικότητας καί ἀναγέννησης.----- Ἀπαντᾶται σέ ὅλη τή μακραίωνη ἱστορία τῶν δύο ρωμαϊκῶν αὐτοκρατοριῶν, ἀλλά καί στίς προγενέστερες ἑλληνικές πόλεις, ὅπως καί σέ ἀναρίθμητες ἄλλες συμβολικές χρήσεις συνοδεύοντας θεούς καί ἥρωες.
 Ὡστόσο, ἡ παραλλαγή τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ ὑπῆρξε σύμβολο ὑπέρτατης δύναμης γιά τούς Μυκηναίους, τούς Βαβυλώνιους καί τούς Χιττῖτες, ἀπό τούς ὁποίους εἶναι πιθανό νά τόν υἱοθέτησαν οἱ Τουρκομάνοι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί οἱ Σελτζοῦκοι τοῦ Ρούμ, γιά νά τόν δανειστοῦν οἱ Σταυροφόροι καί νά τόν μεταφέρουν στήν Εὐρώπη, ὅπου ἔγινε γνωστός ὡς αὐτοκρατορικό σύμβολο τῆς Ρωσίας τῶν Τσάρων καί τῆς Αὐστρίας τῶν Ἀψβούργων.
Τά δύο κεφάλια τοῦ ἀετοῦ ἑρμηνεύονται συνήθως ὡς ἔκφραση τῆς διπλῆς φύσης ἤ τῆς δυσυπόστατης ἰσχύος αὐτῶν πού τόν χρησιμοποιοῦν, ἀλλά καί ὡς μιά ὑπέρτατη ἔκφραση κυριαρχίας καί δύναμης.
Στό Βυζάντιο ὁ δικέφαλος ἀετός ἐμφανίζεται καί γίνεται γνωστός κατά τήν ἐποχή τῶν Κομνηνῶν.
Ὁ συμβολισμός τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ στή νεοελληνική ἱστορία ξεκινᾶ κατά τήν αὐγή τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ μέ τόν διανοούμενο αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Θεόδωρο Β´ Λάσκαρι, ὁ ὁποῖος εἰκονίζεται τό 1250 περίπου πατώντας σέ ὑποπόδιο μέ παράσταση τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ˙ πρᾶγμα πού ἴσως συμβολίζει τά αὐτοκρατορικά δικαιώματα στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία. Ὁ 13ος αἰώνας εἶναι μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία τό Βυζάντιο, —ἡ Ρωμανία ὅπως εἶναι τό πραγματικό του ὄνομα—, βρίσκεται σέ διμέτωπο ἀγῶνα ἀντιμετωπίζοντας τήν ἐπιβολή τῆς Δύσης καί τῆς Ἀνατολῆς. Εἶναι μιά ἐποχή, στήν ὁποία διακρίνεται καθαρά ἕνα ἀπό τά μόνιμα χαρακτηριστικά τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας: οἱ ἀπειλές γιά ὁλοκληρωτικό ἀφανισμό καί οἱ συνεχεῖς ἀγῶνες γιά ἐπιβίωση. Εἶναι καί μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία οἱ διανοούμενοι καί οἱ αὐτοκράτορες τῆς Νίκαιας πιάνουν ξανά τό νῆμα τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας γιά νά ἀνοίξουν τόν δρόμο πρός τόν Νέο Ἑλληνισμό.
Ὁ βασιλικός δικέφαλος ἀετός περνᾶ στούς Παλαιολόγους καί διατηρεῖται ὡς σύμβολο καί μετά τήν Ἅλωση. Ἀποκτᾶ τότε ἀλυτρωτική, δηλαδή ἀπελευθερωτική, σημασία καί γίνεται σύμβολο τῆς Μεγάλης Ἰδέας, πού γεννήθηκε στήν Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ τήν αὐγή τῆς 29ης Μαΐου 1453. Ἡ ἔνδοξη πτώση τῆς Βασιλεύουσας καί τῆς Αὐτοκρατορίας συνοδεύεται ἀπό τήν αὐτοθυσία τοῦ "ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος" ἀγωνιζόμενου αὐτοκράτορα καί τῶν συμπολεμιστῶν του, πού ἠθικά καί συναισθηματικά συγκλονίζει πάντα τόν Ἑλληνισμό μέ ἀμείωτη ἔνταση. Γιά τό ὑπόδουλο Γένος τά αὐτοκρατορικά δικαιώματα δέν μεταφέρονται στή νέα δυναστεία τοῦ ἀσιάτη κατακτητῆ καί οἱ σουλτάνοι δέν εἶναι οἱ νόμιμοι διάδοχοι τῶν αὐτοκρατόρων.
 Ἡ Κωνσταντινούπολη δέν εἶναι πλέον ἡ οἰκουμενική πρωτεύουσα, ἀλλά ἡ σκλαβωμένη μάνα τῶν Ρωμηῶν. Στήν πόλη τῶν αὐτοκρατόρων κυριαρχεῖ τώρα τό ἑτερόδοξο, τό ἀλλότριο, ἡ ἀμάθεια καί ἡ βαρβαρότητα. Δέν ὑπάρχει πιά ἡ ὑπερεθνική, ὑπερφυλετική ἑνότητα πού ἐνσαρκώνει ὁ αὐτοκράτορας καί πραγματώνει ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία.
Ἡ νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα ἐπιβάλλεται ἀπό τήν ὀθωμανική διοίκηση. Αὐτό, ὅμως, πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔλαμψε, καταυγάζοντας Ἀνατολή καί Δύση, εἶναι βέβαιο ὅτι θά ἀνορθωθεῖ καί πάλι μέ νέα δόξα καί ἀκτινοβολία. Ὁ δικέφαλος ἀετός δέν χάνεται, ἀλλά ἀνανεώνει τή συμβολική του δύναμη καί σημαίνει τώρα τήν ἐλπίδα καί τήν πίστη γιά τήν ἀνάσταση καί τήν ἀνόρθωση τῆς Ρωμανίας. Ἡ παρουσία τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ μπορεῖ ἐπίσης νά θεωρηθεῖ ὡς ὑπόμνηση τῆς βυζαντινῆς μας καταγωγῆς καί τῆς συνέχειας τῆς Ρωμηοσύνης.
Ὁ δικέφαλος ἀετός γίνεται κατά τήν Τουρκοκρατία σύμβολο καί γιά ἕνα ἀκόμη σταθερό χαρακτηριστικό τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας: τό αἴτημα τῆς ἀναγέννησης καί τῆς ἀποκατάστασης τῆς ἀρχαίας δόξας.
Ὁ δικέφαλος ἀετός, χωρίς νά ἀναφέρεται στή λαϊκή ποίηση καί τό δημο¬τικό τραγούδι, ἐμφανίζεται σέ πολυάριθμες καί πολύμορφες ἀπεικονίσεις. Στά δάπεδα τῶν μεταβυζαντινῶν ἐκκλησιῶν ὑπάρχει συχνά δικέφαλος ἀνάγλυφος ἀετός κάτω ἀπό τόν τροῦλλο. Ἐμφανίζεται στή διακόσμηση τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν, στίς σφραγίδες γιά τό Χριστόψωμο, στήν ξυλογλυπτική, τά ἐκκλησιαστικά σκεύη, τά σινιά, τά κεντήματα, τά παγούρια, τήν ὑφαντική καί τίς ἐνδυμασίες, τήν ἀγγειοπλαστική καί τήν κεραμική. Στήν ἀρχιτεκτονική βρίσκεται στή ζωγραφική τῶν λαϊκῶν σπιτιῶν, τά ὑπέρθυρα, τό τζάκι καί τίς κτητορικές ἐπιγραφές. Ὁ δικέφαλος ἀετός γίνεται ἐπίσης ἔμβλημα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἐκεῖ ὅμως, ὅπου ὁ δικέφαλος ἀετός ἀποτελεῖ τό πιό συχνό θέμα, εἶναι ἡ λαϊκή ἀργυροχοΐα, ὅπου διακοσμεῖ ἕνα κόσμο λεβεντιᾶς, φιλότιμου καί ἀρετῆς˙ ὅπως στά γιαταγάνια καί τά χατζάρια, τά καριοφύλια, τίς παλάσκες, τά χαϊμαλιά, τίς πόρπες, τά κιουστέκια, τά γιορντάνια, τά τεπελέκια, τά σκουλαρίκια, τά βραχιόλια, τίς ταμπακιέρες, τά φυλαχτά, τούς σταυρούς καί πάμπολλα ἄλλα πολύτιμα ἀντικείμενα - φορεῖς τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ.
Σήμερα ἡ χρήση τοῦ συμβολισμοῦ τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ σημαίνει τήν ἐπιμονή στή δύναμη τῆς παράδοσης, τήν ὑπόμνηση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας καί τό αἴτημα γιά ἀναγέννηση.


Ταυτότητα Δημήτρης Μαυρίδης Πολυτονικό


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ο ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ ΑΕΤΟΣ"

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Οι 10 επαναστάσεις πριν το 1821

Μπορεί η ιστορία να έχει γράψει με χρυσά γράμματα την Επανάσταση του 1821, η οποία μετά από χρόνια οδήγησε στη δημιουργία του ελληνικού κράτους, όμως στα 400 χρόνια σκλαβιάς οι Έλληνες δεν έμειναν με τα χέρια σταυρωμένα.Εδώ αναφέρονται περιληπτικά οι επαναστάσεις αυτές.

1463: Δέκα χρόνια μόνο μετά την άλωση της Πόλης, σημειώνεται επαναστατικό κίνημα σε Σπάρτη, Λακεδαίμονα και Αρκαδία με επικεφαλής τους Πέτρο Μπούα και Μιχαήλ Ράλλη.

1479: Κίνημα στη Μάνη από τον Κορκόδειλο Κλαδά.

1481: Επαναστατεί η Χειμάρρα και η Αυλώνα με αρχηγούς τον Κλαδά και τον Ιωάννη Καστριώτη.

1496, 1499: Επανάσταση σε Ήπειρο, Στερεά και Πελοπόννησο με υποκίνηση του Καρόλου Η’.

1532: Επανάσταση σε Κορώνη και Πάτρα με αρχηγούς τον Νικόλαο Μαμωνά-Παλαιολόγο, τον Μιχαήλ Καλόφωνο και άλλους.

1571: Επανάσταση σε Πελοπόννησο, Στερεά, Μακεδονία και Αιγαίο μετά την καταστροφή του τουρκικού στόλου στη Ναύπακτο από τους ενωμένους στόλους της Ευρώπης.

1612: Επανάσταση στα Γιάννενα από τον ηρωικό Δεσπότη Τρίκκης Διονύσιο τον «Σκυλόσοφο».

1684: Οι Έλληνες ξεσηκώνονται στο πλευρό των Ενετών και ελευθερώνουν τον Μωρηά. Η ελευθερία αυτή θα κρατήσει μέχρι το 1715.

1770: Κατά τα Ορλωφικά, όλη η Ελλάδα ξεσηκώνεται απ’ άκρη σε άκρη. Μετά την προδοσία της επανάστασης, οι τουρκικές αρχές προέβησαν σε φρικτές σφαγές εις βάρος Ελλήνων χριστιανών.

Περισσότερα: Οι 10 επαναστάσεις πριν το 1821 | E-Radio.gr Θέματα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Οι 10 επαναστάσεις πριν το 1821"

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Η λέξη Έλληνας απαγορευόταν επί 1.500 χρόνια με ποινή θανάτου!
  


Η μεγαλύτερη καταστροφή του ελληνισμού –χωρίς αμφιβολία– έγινε κατά τη διάρκεια του 4ου μ.Χ. αιώνα. 
Από τότε και για τα επόμενα 1500 χρόνια ακόμη και το όνομα Έλληνας απαγορεύτηκε τελείως να χρησιμοποιείται.
Στη διάρκεια αυτών των 1500 ετών ψάξτε να βρείτε το όνομα Έλληνας σε ό,τι έμεινε γραπτό στην ελληνική γλώσσα. Δεν υπάρχει. Έγινε καταπιεστικά Ρωμαίος ή Ρωμιός και η Ελλάδα και οι Έλληνες ξεχάστηκαν για πάντα.
Το όνομα Έλληνας ήταν απαγορευμένο επί ποινή ΘΑΝΑΤΟΥ.
Συκοφαντήθηκε ανελέητα και κακόβουλα και έγινε συνώνυμο του ειδωλολάτρη, μία λέξη ειδικά κατασκευασμένη για τους Έλληνες μόνο με «πνευματική» μανία.
Κατά το υπόλοιπο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα χρόνια του Βυζαντίου και κατά την τουρκοκρατία, ο ραγιάς Ρωμιός είχε ξεχάσει τελείως την Ελλάδα, την ελληνικότητά του και το ίδιο το όνομά του.
Τον έκαναν να απεχθάνεται τον Έλληνα και για αυτό έγινε Ρωμιός και μάλιστα να είναι υπερήφανος για αυτό.
Κανένας άλλος λαός στον κόσμο δεν πέταξε το όνομά του για να πάρει το όνομα του κατακτητή. Θλιβερό κατάντημά μας.
Έμεινε, όμως, η ελληνική γλώσσα η οποία εξυπηρέτησε το εκάστοτε κατεστημένο, αλλά και αυτή αλλοιώθηκε βάναυσα να το υπηρετεί.
Χιλιάδες λέξεις της πήραν άλλη σημασία που ήθελαν οι κατακτητές οι οποίοι ήξεραν ότι ένα λαό τον κατακτάς όταν όντως του αλλάζεις τη γλώσσα του.
Η 25η Μαρτίου 1821 έφτασε σαν ένας εφιάλτης και τον ξύπνησε, γιατί στο βαθύ υποσυνείδητο όλοι οι σκλάβοι Ρωμιοί ήξεραν ότι ήταν «Έλληνες».
Ευτυχώς τους είχε μείνει και αυτό μέσα στη ρωμαίικη παράδοση.
Τα δημοτικά μας τραγούδια και πάλι ευτυχώς κράτησαν κάτι από αυτή την καταστροφική ισοπέδωση. Αυτή ήταν η ζοφερή κατάσταση των Ελλήνων όταν ανέτειλε το 1821.
Κατά την Αναγέννηση οι Ευρωπαίοι μας «άνοιξαν» λίγο τα μάτια, αλλά η λάμψη της, δυστυχώς, δεν μπορούσε να φτάσει σε κάθε ελληνική γωνιά της Μεσογείου.
Εξάλλου ακολούθησαν και τα 400 χρόνια της μαύρης Τουρκοκρατίας.
Μέχρι και το 1821 –και πολύ μετά από αυτό– η πραγματικότητα ήταν ότι όλος ο Ελληνισμός έμεινε πρώτα από όλα ανιστόρητος και συνεπώς ανελλήνιστος.
Η ρωμιοσύνη τον κρατούσε απολίτιστο και κάτω από την εξουσία των δογμάτων και τον τυραννούσε πολιτικά, αλλά περισσότερο πνευματικά.
Ακόμη και μετά το 1821 η Ευρώπη φιλελληνικά προσπάθησε να μας βοηθήσει, αλλά το ρωμαίικο έμεινε πάντοτε εναντίον της Ελλάδας και κάθε τι ελληνικό.
Ακόμη και σήμερα ονομάζουμε τους προγόνους μας, τους φωτοδότες της ανθρωπότητας φευ, τους ιδεολάτρες που έσπειραν το σημερινό μας πολιτισμό, χλευαστικά τους υποβιβάζουμε και τους αποκαλούμε αηδιαστικά ειδωλολάτρες!
Η ελληνικότητά μας ακόμη και σήμερα διαστρεβλώνεται, τις περισσότερες φορές αποκρύπτεται και αλλοιώνεται τόσο άδικα ώστε να την απωθούμε.
Ο σημερινός Έλληνας αγνοεί τελείως το παρελθόν του και τον εαυτό του.
Με τη ρωμιοσύνη γίναμε ένας λαός σχιζοφρενής.
Τι μέλλον μπορεί να έχει ένας λαός ο οποίος δεν γνωρίζει την ένδοξη ιστορία και το λαμπρό παρελθόν του το οποίο θα πρέπει να τον οδηγεί στο μέλλον για σημαντικότερα κατορθώματα;
Οι Ευρωπαίοι ακόμη και σήμερα περιμένουν σπίθες αναλαμπής από τον ελληνισμό που δεν έρχονται.
Ως Ρωμιοί τι έχουμε δώσει στον κόσμο;
Η Ευρώπη κατά την Αναγέννηση αναγεννήθηκε μέσα στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα.
Εμείς είμαστε αιώνες πίσω και ζούμε μέσα σε ένα δογματισμό και κρατικισμό που δεν είναι ελληνικά και αυτό ακριβώς μας απομονώνει από την Ευρώπη, αλλά περισσότερο εκμηδενίζει τις δημιουργικές δυνάμεις του Ελληνισμού.
Με μία τόσο μακραίωνη ταπείνωση, ο σημερινός Έλληνας δεν γνωρίζει το χθες και είναι ανίκανος να προβλέψει και να βαδίσει στο ελληνικό του μέλλον.
Αυτό μας έχει φέρει σε μία κατάσταση βαρβαρότητας που τη ζει σήμερα ο Έλληνας μέσα στη χρεοκοπία του.
Το πιο σημαντικό πράγμα που μας έφερε τα ο 1821 –εκτός από την ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό– είναι που ξανάφερε στην επιφάνεια και ζωντάνεψε τα ονόματα Ελλάς και Έλληνες.
Να, λοιπόν γιατί η γενναία Ελληνική Επανάσταση αφορίστηκε τόσο πανηγυρικά!
Η ρωμιοσύνη μας ήθελε ανιστόρητους, βάρβαρους και σκλάβους.
Ποιος το αμφιβάλει αυτό;
Εάν έχετε διαβάσει δύο-τρία βιβλία Ιστορίας, βάλτε το χέρι στην καρδιά σας και πέστε ότι όλα τα ανωτέρω είναι ψέματα.
Η καρδιά που χτυπάει ελληνικά και βλέπει ελεύθερα και με πόνο την κατάντιά μας, θα ομολογήσει την αλήθεια που φαίνεται με γυμνό μάτι.
Ας κοιτάξουμε λίγο γύρω μας.
Είχε απόλυτο δίκιο ο ποιητής μας Κωστής Παλαμάς που διακήρυξε:

Αυτό το λόγο θα σας πω
δεν έχω άλλο κανένα,
Μεθύστε με το αθάνατο
κρασί του Εικοσιένα.

Μόνο τότε θα ψάλλουμε με πολλή υπερηφάνεια τα αθάνατα λόγια του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού.

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
Των 
Ελλήνων τα ιερά
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά!

ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Ας σκεφτούμε ΟΜΩΣ τι μας λένε και τι μας συμβουλεύουν τα λόγια αυτά!

Του Θωμά Ηλιόπουλου*
*Ο ΘΩΜΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ είναι εκπαιδευτικός στη Μελβούρνη και αρθρογράφος σε ομογενειακά και Ελληνικά έντυπα


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ " "
Related Posts with Thumbnails