Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ ΕΤΣΙ? ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΛΑΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΛΑΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ-------

Στον καθημερινό μας λόγο χρησιμοποιούμε διαχρονικές φράσεις λαϊκής σοφίας, την προέλευση των οποίων οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε. Οι φράσεις αυτές κρύβουν μία μικρή ιστορία, με άγνωστους σε εμάς πρωταγωνιστές, η οποία αφενός έχει κάτι να μας διδάξει, και αφετέρου απεικονίζει γλαφυρά τον τρόπο ζωής και δράσης των ανθρώπων μίας άλλης εποχής.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων η λαϊκή αυτή σοφία, έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο, αποδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την συνέχεια του Ελληνισμού, εφόσον τις ίδιες φράσεις χρησιμοποιούμε και σήμερα.
Οι άνθρωποι μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές, ταυτόχρονα όμως, εύκολα διαπιστώνει κανείς, πως στην πραγματικότητα μοιραζόμαστε διαχρονικά τα ίδια πάθη, φόβους, ανησυχίες και ελπίδες.

ΧΤΥΠΑ ΞΥΛΟ
«Απτεσθαι ξύλου», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Λόγω της πεποίθησης τους πως στα δένδρα κατοικούσαν νύμφες (Δρυάδες/Αμαδρυάδες) χτύπαγαν το ξύλο του κορμού των δένδρων για να επικαλεστούν την προστασία τους, καθώς οι νύμφες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις ευχές των ανθρώπων. Αυτή η συνήθεια συνηθίζεται ακόμα και σήμερα, όταν ακούμε κάτι το οποίο δεν θέλουμε να μας συμβεί…
ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ, ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, προέρχεται από τον μύθο του Αισώπου, «Ανήρ κομπαστής», και χρησιμοποιείται για όσους καυχιούνται για κάτι και το υποστηρίζουν, αλλά αδυνατούν να αποδείξουν τα λεγόμενά τους. Σύμφωνα με τον μύθο, ένας αθλητής που βρισκόταν στην Αθήνα καυχιόνταν συνέχεια ότι σε αγώνες στην Ρόδο είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα. Καθώς δεν τον πίστευε κανείς, αυτός έλεγε στους Αθηναίους να πάνε στη Ρόδο και να ρωτήσουν τους θεατές των αγώνων. Τότε ένας Αθηναίος πήγε στο σκάμμα, και με το χέρι έγραψε πάνω στην άμμο τη λέξη «Ρόδος». Κατόπιν γύρισε προς τον καυχησιάρη αθλητή και του είπε: «Αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα», το οποίο έχει μείνει ως «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα». Το προφανές νόημα είναι ότι ο καθένας έχει οποτεδήποτε την δυνατότητα να αποδείξει τις δυνατότητές του και δεν χρειάζεται η επίκληση μυθικών προγόνων, κατορθωμάτων κτλ.

ΤΑ ΚΡΕΜΑΣΕ ΣΤΟΝ ΚΟΚΟΡΑ
Οι αρχαίοι αγαπούσαν και αυτοί τα τυχερά παιχνίδια, όπως τα κότσια

( ζάρια), αλλά και τα στοιχήματα στις κοκορομαχίες (αλεκτρυονομαχίαι). Όπως συμβαίνει και σήμερα κυρίως στην Ασία, έβαζαν δύο κοκόρια να μαλώσουν και άρχιζαν τα στοιχήματα, για τον νικητή. Έτσι, πάνω στα κοκόρια στοιχηματίζοντας, κρεμούσαν πολλές φορές ακόμα και ολόκληρες περιουσίες. Στον κόκορα κρεμούσαν τα χρήματά τους και όπως συμβαίνει συνήθως με τους παίχτες, τα έχαναν. Από τα αρχαία λοιπόν χρόνια, και από τις κοκορομαχίες, μας έμεινε και η φράση «τα κρέμασε στον κόκορα », που λέμε μέχρι και σήμερα με την ίδια σημασία.

.ΔΕ ΜΥΡΙΣΑ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΜΟΥ
Στην αρχαία Ελλάδα πριν αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί από τους θεατές έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον νικητή, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία, για να μάθουν το νικητή. Οι «μάντισσες», «βουτούσαν» τότε τα νύχια τους σ ένα υγρό, από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ ένα είδος καταληψίας. Τότε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή. Από το περίεργο αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «δε μύρισα τα νύχια μου», που τη λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει.

ΜΗ ΜΟΥ ΤΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥΣ ΤΑΡΑΤΤΕ.
Όταν οι Ρωμαίοι κυρίευσαν τις Συρακούσες το 212 π.Χ., μετά από τριετή αντίσταση των Ελλήνων, κάποιοι Ρωμαίοι στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι του Αρχιμήδη, και τον βρήκαν να σχεδιάζει κύκλους στο έδαφος. Ο Αρχιμήδης τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να τελειώσει τη λύση κάποιου σπουδαίου προβλήματος που τον απασχολούσε, εξού και οι κύκλοι στο έδαφος. Για αυτό και τους είπε το γνωστό «μη μου τους κύκλους τάραττε». Ο Ρωμαίος στρατιώτης όμως δυστυχώς και τους κύκλους του χάλασε, και τον Αρχιμήδη σκότωσε…!!!! Η φράση όμως έμεινε…
ΚΟΡΑΚΙΑΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΨΑ.
Φράση που προέρχεται από έναν αρχαιοελληνικό μύθο. Σύμφωνα με αυτόν, σε κάποια μικρή ορεινή πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι αποφάσισαν κάποτε να κάνουν μια θυσία στο θεό Απόλλωνα. Το νερό όμως που θεωρούσαν ιερό και το χρησιμοποιούσαν στις θυσίες , βρίσκονταν ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια. Έπρεπε λοιπόν για αυτή τη σημαντική θυσία να στείλουν κάποιον σε αυτή τη δύσκολη και ανηφορική διαδρομή, για να φέρει το «ιερό» νερό. Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή από ένα δέντρο εκεί κοντά. Ήταν η φωνή ενός κόρακα ο οποίος προσφερόταν να αναλάβει το συγκεκριμένο εγχείρημα.
Παρά την έκπληξη που ένιωσαν οι κάτοικοι ακούγοντας τη φωνή του κόρακα, αποφάσισαν να του αναθέσουν την αποστολή, μιας και με τα φτερά του θα έφτανε γρήγορα και εύκολα στην πηγή που έτρεχε το «ιερό» αυτό νερό. Έδωσαν λοιπόν, οι άνθρωποι στον κόρακα μια μικρή υδρία, αυτός την άρπαξε με τα νύχια του και πέταξε στον ουρανό με κατεύθυνση την πηγή. Ο κόρακας έφτασε γρήγορα στην πηγή.
 Πλάι της αντίκρισε μια συκιά γεμάτη σύκα, και λιχούδης καθώς ήταν άρχισε να δοκιμάζει μερικά σύκα. Τα σύκα όμως ήταν άγουρα, και ο κόρακας αποφάσισε να περιμένει μέχρι να ωριμάσουν, ξεχνώντας όμως την αποστολή που είχε αναλάβει για λογαριασμό των ανθρώπων. Περίμενε τελικά δύο ολόκληρες μέρες ώσπου τα σύκα ωρίμασαν.
 Έφαγε πολλά μέχρι που κάποια στιγμή θυμήθηκε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πηγή. Άρχισε να σκέφτεται λοιπόν, πώς θα δικαιολογούσε την αργοπορία του στους κατοίκους της πόλης. Τελικά γέμισε με νερό τη μικρή υδρία, άρπαξε με το ράμφος του ένα μεγάλο φίδι το οποίο διέκρινε να κινείται κοντά στους θάμνους και πέταξε για την πόλη.
 Όταν ο κόρακας έφτασε στην πόλη, οι κάτοικοι θέλησαν να μάθουν το λόγο για τον οποίο άργησε να επιστρέψει με το νερό από την πηγή.
Ο κόρακας αφού άφησε κάτω την υδρία και το φίδι, και ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριμένο φίδι ρουφούσε το νερό από την πηγή, με αποτέλεσμα αυτή να αρχίσει να ξεραίνεται. Έπειτα τους είπε πως όταν το φίδι αποκοιμήθηκε, αυτός γέμισε την υδρία με το νερό και γράπωσε και το φίδι για να το παρουσιάσει στους κατοίκους. Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και σκότωσαν το φίδι χτυπώντας το με πέτρες και ξύλα.
 Όμως, το φίδι αυτό ήταν του θεού Απόλλωνα, και ο θεός του φωτός οργισμένος αποφάσισε να τιμωρήσει τον κόρακα για το ψέμα του. Έτσι από εκείνη την ημέρα, κάθε φορά που ο κόρακας προσπαθούσε να πιει νερό από κάποια πηγή, αυτή στέρευε.
 Κράτησε πολύ καιρό το μαρτύριο αυτό της δίψας του κόρακα, μέχρι που ο Απόλλωνας τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό. Από τότε, όταν κάποιος διψούσε πολύ, έλεγε τη φράση « Κοράκιασα από τη δίψα ». Και αυτή η φράση έχει παραμείνει ως τις μέρες μας.

Ο ΚΛΕΨΑΣ ΤΟΥ ΚΛΕΨΑΝΤΟΣ
Αρχαία ελληνική έκφραση, (Αλωπεκίζειν προς ετέρα αλώπεκα). Παροιμία που λεγόταν για τους απατεώνες και μάλιστα σε περιπτώσεις που κάποιος εξ αυτών, επιχειρούσε να εξαπατήσει άλλον απατεώνα.

ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΔΑΝΑΟΥΣ ΚΑΙ ΔΩΡΑ ΦΕΡΟΝΤΑΣ
Φράση που χρησιμοποιείται για να υποδείξει δολιότητα. Κατά την διάρκεια του Τρωικού πολέμου, O Λαοκόων ένας από τους Τρώες ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα, προειδοποίησε τους συμπατριώτες του Τρώες, (μάταια) να μη δεχθούν το δώρο που πρόσφεραν οι Έλληνες -οι Δαναοί- στους Τρώες, όταν υποτίθεται ότι αποφάσισαν να τερματίσουν την πολιορκία τους. To προκείμενο δώρο ήταν, εννοείται, ο Δούρειος ίππος. Δώρο που αποδείχθηκε θανάσιμο και καταστροφικό για τους Τρώες, και την αγαπημένη τους πόλη, την Τροία.
ΚΑΒΑΛΗΣΕ ΤΟ ΚΑΛΑΜΙ
Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες το έλεγαν για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Ο Αγησίλαος αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και όταν ήταν μικρά έπαιζε μαζί τους, καβαλώντας σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα όμως τον είδε ένας φίλος του σε αυτή την στάση και ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα σε κανέναν.
Αλλά εκείνος δεν κράτησε τον λόγο του και το είπε σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά – σιγά σε όλους και να φθάσει στις μέρες μας, με αλλαγμένη την ερμηνεία του (το λέμε όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα).
ΣΕ ΤΡΩΕΙ Η ΜΥΤΗ ΣΟΥ, ΞΥΛΟ ΘΑ ΦΑΣ
Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως ο «κνησμός», η φαγούρα, δηλαδή, του σώματος, ήταν προειδοποίηση των Θεών. Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα στα πόδια του, θα έφευγε σε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε η αριστερή του παλάμη, θα έπαιρνε δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. «Με τρώει το χέρι μου χρήματα θα πάρω», συνηθίζουμε να λέμε όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι αρχαίοι όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθανόταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στα αφτιά και στη μύτη.
 Κάποτε για παράδειγμα, ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις, ενώ έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον από αυτούς να ξύνει αφηρημένος το αφτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω και διέλυσε το συμβούλιο.- Θα έχουμε αποτυχία οπωσδήποτε. Οι θεοί προειδοποίησαν τον Αρίσταρχο. Ας αναβάλουμε για αργότερα την εκστρατεία. Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ακόμη ότι τα παιδιά που αισθάνονταν φαγούρα στη μύτη τους, θα γινόντουσαν κακοί πολεμιστές. Έτσι, όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη του, το τιμωρούσαν, για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή βγήκε η φράση : «η μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας».
ΠΡΑΣΣΕΙΝ ΑΛΟΓΑ
Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λεει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: « Τί είναι αυτά που μου λες; Αυτά είναι αηδίες και πράσσειν άλογα».Το «πράσσειν άλογα» λοιπόν, δεν είναι πράσινα άλογα όπως πιστεύει πολύς κόσμος, αλλά αρχαία ελληνική έκφραση.Προέρχεται εκ του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος «πράττω» ή/και «πράσσω» (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το «πράττειν» ή/και «πράσσειν» και του «άλογο» που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό «λόγος» που σημαίνει λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά. Α-λογο το παράλογο, δηλαδή ,Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα.
ΕΝΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΔΕ ΦΕΡΝΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Σ’ έναν από τους μύθους του Αισώπου διαβάζουμε, πως ένας άσωτος και σπάταλος νέος, αφού έφαγε όλη του την περιουσία, δεν του είχε απομείνει παρά ο καινούριος του χονδρός εξωτερικός μανδύας. Κάποια μέρα, λοιπόν, που τυχαία είδε ένα χελιδόνι να πετάει έξω από το παράθυρό του, φαντάστηκε πως ο χειμώνας είχε περάσει και πως ήρθε πια η άνοιξη.
 Πούλησε τότε και το μανδύα σαν αχρείαστο. Αλλά το χειμωνιάτικο κρύο είχε άλλη γνώμη και ξαναγύρισε την άλλη μέρα πιο τσουχτερό. Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη φράση αυτή με τα λόγια: « μία χελιδών έαρ ου ποιεί». Κατά τον Αριστοτέλη: «Το γάρ έαρ ούτε μία χελιδών ποιεί ούτε μία ημέρα». Επίσης, συγγενική είναι η φράση: «Μ’ ένα χελιδόνι, καλοκαίρι δεν κάνει, ούτε μια μέλισσα μέλι» και «μ’ ένα λουλούδι καλοκαίρι δε γίνεται».

ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΙΑ ΔΑΚΡΥΑ
Ο κροκόδειλος όταν θέλει να ξεγελάσει το θύμα του, κρύβεται και βγάζει κάτι παράξενους ήχους, που μοιάζουν καταπληκτικά με κλάμα μωρού παιδιού. Έτσι, αυτοί που τον ακούν, νομίζουν ότι πρόκειται για κάποιο παιδάκι και τρέχουν να το βοηθήσουν… Ο κροκόδειλος τότε επιτίθεται ξαφνικά και σκοτώνει το θύμα του.
Στην αρχαία Ελλάδα ο κροκόδειλος ήταν άγνωστος, οι Έλληνες όμως έμαθαν για αυτόν από τους Φοίνικες εμπόρους, που τους γέμιζε με τρόμο και θαυμασμό για την δύναμη και την πανουργία του κροκόδειλου . Έτσι λοιπόν, παρόλο που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν κροκόδειλοι, τα «κροκοδείλια δάκρυα», που λέμε σήμερα γι’ αυτούς που ψευτόκλαινε, είναι φράση καθαρά αρχαία ελληνική.

ΑΡΕΣ ΜΑΡΕΣ ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΕΣ

Η Έκφραση προέρχεται από αρχαίες Ελληνικές κατάρες. Στον ενικό η λέξη είναι Κατάρα Κατ-άρα Με την πάροδο των χρόνων για λόγους καθαρά εύηχους και μόνο προσετέθη και το «Μ». Δηλαδή: Κατ-άρα-μάρα. Και έτσι στη νεότερη ελληνική έγινε -αρα-μάρα, άρες μάρες, έβαλαν και την «κούφια» ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρες (κούφια δεν είναι τα κουκουνάρια;)και δημιουργήθηκε αυτή η καινούρια φράση! την λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως ακούσαμε κάτι χωρίς νόημα και χωρίς ουσία!

ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΚΑΚΟ
Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε για πρώτη φορά σ’ ένα στίχο του Μένανδρου (342-291 π.Χ.),που μιλάει για το γάμο. Ο ποιητής γράφει ότι ο γάμος «…εάν τις την Αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστίν, άλλ’ αναγκαίον κακόν». Δηλαδή: Εάν θέλουμε να το εξετάσουμε στο φως της αλήθειας, ο γάμος είναι μεν ένα κακό, αλλά «αναγκαίον κακόν». Σ’ ένα άλλο απόσπασμα του Μένανδρου διαβάζουμε -ίσως για παρηγοριά για τα παραπάνω- την εξής περικοπή: «Πάντων ιατρός των αναγκαίων κακών χρόνος εστίν». Επίσης: «αθάνατον εστί κακόν αναγκαίον γυνή». Δηλαδή, η γυναίκα είναι το αιώνιο αναγκαίο κακό.

Κατά φωνή κι ο γάιδαρος.

Στην αρχαιότητα , όταν ένας γάιδαρος φώναζε πριν αρχίσει μια μάχη, νόμιζαν ότι οι θεοί τους προειδοποιούσαν για τη νίκη. Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε ν’ αναβάλει για μερικές μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου από το στρατόπεδο του. – Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! έκανε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας. Και διέταξε ν’ αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιο φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε

ΔΕΝ ΙΔΡΩΝΕΙ Τ’ ΑΥΤΙ ΤΟΥ

Την φράση αυτή την χρωστάμε στον πατέρα της Ιατρικής τον Ασκληπιό. Όταν κάποια νεαρή τον ρώτησε, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να κάνει τον νεαρό που της άρεσε να την αγαπήσει, αυτός απάντησε : «Να τον κλείσεις σ’ ένα πολύ ζεστό δωμάτιο, την συμβούλευσε, και αν ιδρώσουν τ αφτιά του, θα σ αγαπήσει. Αν δεν ιδρώσουν, μην παιδεύεσαι άδικα». Από την περίεργη αυτή συμβουλή του Ασκληπιού, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «δεν ιδρώνει τ’ αυτί του», που τη λέμε συνήθως, για τους αναίσθητους και αδιάφορους.

ΔΙΝΩ ΤΟΠΟ ΣΤΗΝ ΟΡΓΗ.

Δώσε τόπο της οργής», φράση που την βρίσκουμε στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (718): «είκε θυμώ και μετάστασιν δίδου». Αυτά τα λόγια λεει ο Αίμωνας στον πατέρα του τον Κρέοντα , που επιμένει να τιμωρήσει την Αντιγόνη, γιατί δεν υπάκουσε στη διαταγή του και έθαψε τον αδελφό της Πολυνείκη. «Είκε» σημαίνει υποχώρησε, «θυμώ και» αντί «και θυμώ μετάοτασιν δίδου» , δηλαδή, και άλλαξε γνώμη, δηλαδή, δώσε τόπο στην οργή. Στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου (847) λεει η θεά Αθηνά στο Χορό (των Ευμενίδων): «οργάς ξυνοίσω σοι γεραιτέρα γαρ ει». Η λ έξη οργή έχει και τη σημασία: διάθεσης, των αισθημάτων, όπως κι εδώ «θα δώσω τόπο στην οργή», θα υποχωρήσω και θα ανεχθώ τις διαθέσεις σου (ξυνοίσω που σημαίνει συνοίσω , μέλλων του συμφέρω, εδώ ανέχομαι, συγχωρώ, υπομένω), γιατί είσαι γεροντότερη (Ευριπ. Ελ. 80, Απόσπ. 31) «οργή είκειν» κ.ά.

ΚΑΛΛΙΟ ΑΡΓΑ ΠΑΡΑ ΠΟΤΕ
Όταν ο Σωκράτης, σε περασμένη πια ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντας του: «Γέρων ών κίθαριν μανθάνεις;…». Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: «Κάλλιον οψιμαθής ή αμαθής (παραμένειν)».
ΤΟΥ ΠΗΡΕ ΤΟΝ ΑΕΡΑ..
Η έκφραση αυτή έχει παραμείνει από την αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα από τις ναυμαχίες που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες. Οποίος μπορούσε να εκμεταλλευτεί καλύτερα τον αέρα μπορούσε να κινηθεί πιο γρήγορα άρα και να νικήσει. Έτσι οποίος έπαιρνε τον αέρα ήταν και ο νικητής.
ΑΕΡΑ!
Στην αρχαία Ελλάδα, όταν άρχιζε κάποια μάχη, οι πολεμιστές έπεφταν πάνω στον αντίπαλό τους, φωνάζοντας «αλαλά», λέξη που δεν είχε κανένα νόημα, αλλά ήταν απλώς πολεμική κραυγή. Απ’ αυτό, ωστόσο, βγήκε η λέξη «αλαλάζω» και η αρχαία φράση «ήλόλαζον την νίκην». Ο αλαλαγμός χρησιμοποιήθηκε και στους νεότερους πολέμους, τόσο για εμψύχωση των πολεμιστών, ιδίως στις εφόδους, όσο και σαν επωδός της νίκης, αφού αντικαταστάθηκε η λέξη «Αλαλά» με τη λέξη «Aέρα». Αλλά ποιο ήταν πάλι το γεγονός εκείνο που έκανε τη λέξη «Αέρα» να επικρατήσει σαν πολεμική κραυγή;
Κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων (1912-13), οι οβίδες του εχθρού, που χτυπούσαν εναντίον των οχυρωματικών θέσεων του στρατού μας, δεν έφερναν σχεδόν κανένα αποτέλεσμα, εκτός από το δυνατό αέρα, που δημιουργούσαν ολόγυρα οι εκρήξεις. Σε κάθε τέτοια, λοιπόν, αποτυχημένη βολή, οι Έλληνες στρατιώτες -προπαντός όμως οι θρυλικοί Τσολιάδες- φώναζαν όλοι μαζί «Αέρα!», θέλοντας με τον τρόπο αυτό να εκδηλώσουν τη χαρά τους για την εχθρική αποτυχία (ειπώθηκε για πρώτη φορά από εύζωνα του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων). Η λέξη, όμως, «Αέρα» έγινε ένα πραγματικό σύμβολο κατά τον πόλεμο της 28ης Οκτωβρίου 1940.

ΤΑ ΤΣΟΥΞΑΜΕ
Στην αρχαιότητα, υπήρχαν πολλές γυναίκες, που έπιναν πολύ κρασί, ανακατεύοντας το ποτό τους με μια ειδική σκόνη, που έκανε το κρασί να γίνεται πιο πικάντικο. Απ’ αυτό βγήκε και η φράση «τα τσούξαμε».

ΕΣ ΑΥΡΙΟΝ ΤΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ

Αυτή η παροιμιακή φράση είναι του Πλουτάρχου, από το βίο του Πλουτάρχου που αναφέρεται στον Πελοπίδα. Ανήκει στον Θηβαίο στρατηγό Αρχία (4ος αι. π.Χ.), φίλο των Σπαρτιατών, όταν σε ένα συμπόσιο κάποιος του πήγε ένα γράμμα, που περιείχε την πληροφορία ότι κινδύνευε από τους δημοκρατικούς και τον Πελοπίδα που είχε επιστρέψει στη Θήβα από την Αθήνα κρυφά. Βρισκόμαστε στο 379 π.Χ. Ο Αρχίας, πάνω στο γλέντι και μέσα στη χαρά του, πάνω στη μέθη της δύναμής του και της εξουσίας, αμέλησε να το ανοίξει. Αντί να ανοίξει την επιστολή και να τη διαβάσει, την έβαλε στην άκρη λέγοντας «εις αύριον τα σπουδαία», δηλαδή αύριο 8α διαβάσω τα σημαντικά πράγματα που περιέχει αυτή η επιστολή. Αυτό ήταν και το λάθος του. Σε λίγο δολοφονήθηκε και αυτός και οι φίλοι του.
ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΟΣ
Με την φράση «από μηχανής θεός» χαρακτηρίζουμε ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός, που με την απροσδόκητη εμφάνισή του, δίνει μια λύση ή μια νέα εξέλιξη σε περίπτωση αμηχανίας ή διλήμματος. Η καταγωγή της έκφρασης αυτής, ανάγεται στην αρχαία ελληνική δραματική ποίηση και ειδικότερα στην τραγωδία. Συγκεκριμένα, σε αρκετές περιπτώσεις ο τραγικός ποιητής οδηγούσε σταδιακά την εξέλιξη του μύθου σ’ ένα σημείο αδιεξόδου, με αποτέλεσμα η εξεύρεση μιας λύσης να είναι πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Τότε, προκειμένου το θεατρικό έργο να φτάσει σε ένα τέλος, συνέβαινε το εξής: εισαγόταν στο μύθο ένα θεϊκό πρόσωπο, που με την παρέμβασή του έδινε μια λύση στο αδιέξοδο και το έργο μπορούσε πλέον να ολοκληρωθεί ομαλά. Η έκφραση «ο από μηχανής θεός» καθιερώθηκε, επειδή αυτό το θεϊκό πρόσωπο εμφανιζόταν στη σκηνή του θεάτρου με τη βοήθεια της «μηχανής», δηλαδή ενός ξύλινου γερανού, ώστε να φαίνεται ότι έρχεται από ψηλά, ή καμιά φορά από καταπακτή, εάν επρόκειτο για θεό του Άδη . Ουσιαστικά, δηλαδή, πρόκειται για μια περίπτωση επιφάνειας (θεϊκής δηλαδή εμφάνισης στους θνητούς), που συνέβαινε στο τέλος μιας τραγωδίας, διευκολύνοντας τον τραγικό ποιητή να δώσει μια φυσική λύση στο μύθο του έργου του.

ΤΑ ΣΠΑΣΑΜΕ
Οι αρχαίοι Κρήτες την παραμονή του γάμου τους, συγκέντρωναν σε ένα μεγάλο δωμάτιο διάφορα πήλινα βάζα κι ενώ τραγουδούσαν και χόρευαν, τα έσπαζαν ένα ένα. Η συνήθεια αυτή με τον καιρό, γενικεύτηκε σε όλη την Ελλάδα. Από αυτή την συνήθεια βγήκε η φράση «τα σπάσαμε» που τη λέμε μετά από κάθε διασκέδαση.

ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΚΑΥΓΑ
Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη. Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο.Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατσουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, κάτι που δεν ήταν εύκολο, καθώς τα νύχια των σκλάβων, ήταν μεγάλα και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν.Γι’ αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρωει τα νύχια του για καβγά».

ΓΙΑ ΨΥΛΛΟΥ ΠΗΔΗΜΑ

Από τον πρώτο αιώνα η επικοινωνία των Ρωμαίων με τον ασιατικό κόσμο, είχε σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή πληθώρας γελοίων και εξευτελιστικών δεισιδαιμονιών, που κατέκλυσαν όλες τις επαρχίες της Ιταλίας. Εκείνοι που φοβόντουσαν το μάτιασμα, κατάφευγαν στις μάγισσες, για να τους ξορκίσουν μ’ ένα πολύ περίεργο τρόπο: Οι μάγισσες αυτές είχαν μερικούς γυμνασμένους ψύλλους, που πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο με νερό. Αν ο ψύλλος έπεφτε μέσα και πνιγόταν, τότε αυτός που τον μάτιασε ήταν εχθρός. Αν συνέβαινε το αντίθετο -αν δεν πνιγόταν δηλαδή-τότε το μάτιασμα ήταν από φίλο, πράγμα που θα περνούσε γρήγορα. Κάποτε μια μάγισσα υπέδειξε σ’ έναν πελάτη της ένα τέτοιο εχθρό με τ’ όνομα του. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή «βεντέτα» ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε παροιμιακή η φράση: «Για ψύλλου πήδημα».

ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ
Με τη φράση αυτή εννοούμε ότι κάποιον τον διώχνουμε, τον απολύουμε από τη δουλειά του για διάφορους λόγους. Αυτή η έκφραση ξεκίνησε από ένα παλιό έθιμο, που είχε την πρώτη εφαρμογή του στη Βαβυλωνία. Όταν ο βασιλιάς ήθελε να αντικαταστήσει έναν άρχοντα, είτε γιατί ήταν ανεπαρκής, είτε γιατί με κάποια σφάλματά του είχε πέσει στη δυσμένειά του, του έστελνε ένα ζευγάρι από παλιά παπούτσια με γραμμένο από κάτω το όνομα αυτού που το λάβαινε. Το έθιμο αυτό το πήραν από τους Βαβυλώνιους και οι Βυζαντινοί και το διατήρησαν ως τα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας. Σχέση έχει και η άλλη φράση που λέμε: «σε γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια». Δηλαδή δεν σε υπολογίζω, δε σου δίνω αξία, σημασία, σε αγνοώ.


http://www.elikoncc.info/?p=1958
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ ΕΤΣΙ? ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΛΑΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ"

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

200 τουρκικές λέξεις που κακως χρησιμοποιούμε καθημερινά!

21530-810x425

   Καλό ειναι σιγά – σιγά να επαναφέρουμε τις αντίστοιχες Ελληνικές λεξεις.------Καθημερινά χρησιμοποιούμε πολλές δεκάδες λέξεις οι οποίες είναι Τουρκικές και έχουν παρεισφρύσει στη γλώσσα μας χωρίς να μην γνωρίζουμε την προέλευση τους και την αντίστοιχη Ελληνική έννοια.---

Βέβαια μπορούμε να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τουρκικά σήριαλ που παίζονται καθημερινά από τα κανάλια μας, και με τον καιρό να κάνουμε περισσότερες αυτές τις λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά στην ζωή μας.
Σε αλφαβητική σειρά, μερικές από τις τουρκικές λέξεις που χρησιμοποιούμε συχνότερα:
ΑΛΑΝΙ (αλήτης),--
ΑΛΑΝΑ (ανοιχτός χώρος),--
ΑΓΑΣ (δεσποτικός-αυταρχικός),--
ΑΓΙΑΖΙ (πρωινό ή νυχτερινό κρύο),--

 ΓΙΑΟΥΡΤΙ (πηγμένο γάλα),--
ΤΣΕΠΗ (θυλάκιο),--
ΤΑΒΑΝΙ (οροφή),
ΤΖΑΚΙ (παραγώνι),--
ΚΑΙΚΙ (βάρκα),---
ΜΕΛΤΕΜΙ (άνεμος ετησίας),--

ΜΑΝΑΒΗΣ (οπωροπώλης),--

ΜΠΑΚΑΛΗΣ (παντοπώλης),--
ΓΛΕΝΤΙ (διασκέδαση),--
ΚΑΒΓΑΣ (φιλονικία)--
ΚΕΦΙ (ευδιαθεσία),--
ΧΑΤΙΡΙ (χάρη),--
ΝΤΕΡΤΙ (καημός),--
ΝΤΑΒΑΝΤΟΥΡΙ (σύγχυση),--
ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ (καπνοσύριγγα),--
ΧΑΣΑΠΙΚΟ (κρεοπωλείο),--
ΝΤΟΥΛΑΠΙ (ιματιοθήκη),--
ΔΕΡΒΕΝΙ (κλεισούρα),--
ΜΠΑΙΡΑΚΙ (σημαία),--
ΤΣΟΜΠΑΝΗΣ (βοσκός-ποιμένας),--
ΓΙΛΕΚΟ (περιθωράκιον),--
ΧΑΜΠΑΡΙΑ (αγγελία-νέα),--
ΓΙΑΠΙ (οικοδομή),--
ΓΙΑΚΑΣ (περιλαίμιο),--
ΓΙΑΡΜΑΣ (ροδάκινο),
ΓΙΝΑΤΙ (πείσμα),
ΓΙΟΥΡΟΥΣΙ (επίθεση),
ΓΚΕΜΙ (χαλινάρι),
ΓΟΥΡΙ (τύχη),
ΓΡΟΥΣΟΥΖΗΣ (κακότυχος),
ΓΚΑΙΝΤΑ (άσκαυλος),
ΕΡΓΕΝΗΣ (άγαμος),
ΖΑΜΑΝΙΑ (μεγάλο χρονικό διάστημα),
ΖΑΡΖΑΒΑΤΙΚΑ (λαχανικά),
ΖΟΡΙ (δυσκολία),
ΖΟΥΜΠΟΥΛΙ (υάκινθος),
ΚΑΒΟΥΚΙ (καύκαλο),
ΚΑΒΟΥΡΔΙΖΩ (φρυγανίζω-ξεροψήνω),
ΚΑΖΑΝΙ (λέβητας),
ΚΑΣΜΑΣ (αξίνα-σκαπάνη),
ΚΑΛΕΜΙ (γραφίδα),
ΚΑΛΟΥΠΙ (μήτρα-πρότυπο),
ΚΑΛΠΙΚΟΣ (κίβδηλος),
ΚΑΠΑΚΙ (σκέπασμα- κάλυμμα),
ΚΑΡΑΟΥΛΙ (φρουρά-σκοπιά),
ΚΑΡΠΟΥΖΙ (υδροπέπων),
ΚΟΥΒΑΣ (κάδος-αγγείο),
ΝΤΙΠ ΓΙΑ ΝΤΙΠ (ολωσδιόλου),
ΚΑΤΣΙΚΑ (ερίφι-γίδα),
ΚΕΛΕΠΟΥΡΙ (ανέλπιστο εύρημα),
ΚΙΜΑΣ (ψιλοκομμένο κρέας),
ΚΙΟΣΚΙ (περίπτερο),
ΚΟΛΑΙ (ευκολία-άνεση),
ΚΟΛΑΟΥΖΟΣ (οδηγός),
ΚΟΠΙΤΣΑ (πόρπη),
ΚΟΤΖΑΜ (τεράστιος-πελώριος),
ΚΟΤΣΑΝΙ (μίσχος),ΚΑΦΑΣΙ (κιβώτιο),
ΚΟΤΣΙ (αστράγαλος),
ΚΟΥΒΑΡΝΤΑΣ (γενναιόδωρος-ανοιχτοχέρης),
ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ (δοχείο χρημάτων),
ΚΟΥΣΟΥΡΙ (ελάττωμα-μειονέκτημα),
ΚΟΥΤΟΥΡΟΥ (ασύνετα-απερίσκεπτα),
ΛΑΓΟΥΜΙ (υπόνομος-οχετός),
ΛΑΠΑΣ (χυλός),
ΛΕΒΕΝΤΗΣ (ανδρείος-ευσταλής),
ΛΕΚΕΣ (κηλίδα),
ΛΕΛΕΚΙ (πελαργός),
ΛΟΥΚΙ (υδροσωλήνας),
ΜΑΓΙΑ (προζύμη-ζυθοζύμη),
ΜΑΓΚΑΛΙ (πύραυνο),
ΜΑΓΚΟΥΦΗΣ (έρημος),
ΜΑΙΝΤΑΝΟΣ (πετροσέλινο-μακεδονίσι),
ΜΑΝΤΖΟΥΝΙ (φάρμακο),
ΜΑΟΥΝΑ (φορτηγίδα),
ΜΑΡΑΖΙ (φθίση),
ΜΑΡΑΦΕΤΙ (μικρό εργαλείο),
ΜΑΣΟΥΡΙ (μικρό ξύλο),
ΜΑΧΑΛΑΣ (συνοικία),
ΜΕΖΕΣ (ορεκτικά),
ΜΕΝΤΕΣΕΣ (στρόφιγγα),
ΜΕΝΕΞΕΣ (εύοσμο λουλούδι),
ΜΕΡΑΚΙ (πόθος),
ΜΕΡΕΜΕΤΙ (επισκευή-επιδιόρθωση),
ΜΟΥΣΑΜΑΣ (κερωμένο-αδιάβροχο ύφασμα),
ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ(φιλοξενούμενος-επισκέπτης),
ΜΠΑΓΙΑΤΙΚΟ (μη νωπό),
ΜΠΑΓΛΑΡΩΝΩ (δένω-φυλακίζω),
ΜΠΑΛΤΑΣ (πελέκι),
ΜΠΑΜΙΑ (ιβίσκος ο εδώδιμος),
ΜΠΑΜΠΑΣ (πατέρας),
ΜΠΑΜΠΑΛΗΣ (ο πολύ γέρος),
ΜΠΑΞΕΣ (περιβόλι-κήπος),
ΜΠΑΡΟΥΤΙ (πυρίτιδα),
ΜΠΑΤΖΑΚΙ (κνήμη-σκέλη),
ΜΠΑΤΖΑΝΑΚΗΣ (σύγαμπρος-συννυφάδα),
ΜΠΑΤΙΡΙΣΑ(πτωχεύω-χρεοκοπώ),
ΜΠΑΧΑΡΙΚΟ (αρωματικό άρτυμα),
ΜΠΕΚΡΗΣ (μέθυσος),
ΜΠΕΛΑΣ(ενόχληση),
ΠΟΥΣΤΗΣ-ΜΠΙΝΕΣ (κίναιδος-ασελγής),
ΜΠΟΓΙΑ (βαφή-χρώμα),
ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ (ελαιοχρωματιστής)
ΜΠΟΙ (ανάστημα-ύψος),
ΜΠΟΛΙΚΟΣ (άφθονος),
ΜΠΟΣΤΑΝΙ (λαχανόκηπος),
ΜΠΟΣΙΚΟΣ (χαλαρός),
ΜΠΟΥΖΙ (πάγος-ψύχρα),
ΜΠΟΥΛΟΥΚΙ (στίφος-άτακτο πλήθος),
ΜΠΟΥΛΟΥΚΟΣ (καλοθρεμμένος-παχουλός),
ΜΠΟΥΝΤΑΛΑΣ (κουτός-ανόητος),
ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙ (φυλακή),
ΜΠΟΥΡΙ (καπνοσωλήνας),
ΜΠΟΡΑ (καταιγίδα)
ΜΠΟΥΤΙ (μηρός),
ΜΠΟΥΧΤΙΣΜΑ (κορεσμός),
ΝΑΖΙ (κάμωμα-φιλαρέσκεια),
ΝΤΑΜΑΡΙ (φλέβα-λατομείο),
ΝΤΑΜΠΛΑΣ (αποπληξία),
ΝΤΑΝΤΑ (παραμάνα-τροφός),
ΝΤΑΡΑΒΕΡΙ (συναλλαγή-αγοραπωλησία),
ΝΤΕΛΑΛΗΣ (διαλαλητής),
ΝΤΕΛΗΣ (παράφρονας),
ΝΤΙΒΑΝΙ (κρεβάτι),
ΝΤΟΥΒΑΡΙ (τοίχος),
ΝΤΟΥΜΑΝΙ (καταχνιά-καπνός),
ΝΤΟΥΝΙΑΣ (κόσμος-ανθρωπότητα),
ΠΑΖΑΡΙ (αγορά-διαπραγμάτευση),
ΠΑΝΤΖΑΡΙ (κοκκινογούλι-τεύτλο),
ΠΑΤΖΟΥΡΙ (παραθυρόφυλλο),
ΠΑΠΟΥΤΣΙ (υπόδημα),
ΠΕΡΒΑΖΙ (πλαίσιο θυρών),
ΠΙΛΑΦΙ (ρύζι),
ΡΑΧΑΤΙ (ησυχία)
ΣΑΚΑΤΗΣ (ανάπηρος),
ΣΑΜΑΤΑΣ (θόρυβος),
ΣΕΝΤΟΥΚΙ (κιβώτιο),
ΣΕΡΤΙΚΟ (τσουχτερό, βαρύ),
ΣΙΝΑΦΙ (συντεχνία, κοινωνική τάξη),
ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙ(πίδακας),
ΣΙΡΟΠΙ (πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης),
ΣΑΙΝΙ (ευφυής),
ΣΟΥΓΙΑΣ (μαχαιράκι),
ΡΟΥΣΦΕΤΙ (χαριστική εξυπηρέτηση),
ΣΟΒΑΣ (ασβεστοκονίαμα),
ΣΟΙ (καταγωγή-γένος),
ΣΟΚΑΚΙ (δρόμος),
ΣΟΜΠΑ (θερμάστρα),
ΣΟΥΛΟΥΠΙ (μορφή-σχήμα),
ΤΑΜΠΛΑΣ (αποπληξία-συγκοπή),
ΤΑΠΙ (χωρίς χρήματα),
ΤΑΡΑΜΑΣ (αυγοτάραχο),
ΤΑΣΑΚΙ (σταχτοδοχείο),
ΤΑΧΙΝΙ (αλεσμένο σουσάμι),
ΤΑΨΙ (μαγειρικό σκεύος),
ΤΕΚΕΣ (καταγώγιο),
ΤΕΝΕΚΕΣ (δοχείο),
TΕΜΠΕΛΗΣ (οκνηρός-ακαμάτης),
ΤΕΡΤΙΠΙ (τέχνασμα-απάτη),
ΤΕΦΑΡΙΚΙ (εκλεκτό-αριστούργημα),
ΤΕΦΤΕΡΙ(κατάστιχο),
ΤΖΑΜΙ (υαλοπίνακας-γυαλί),
ΤΣΑΜΠΑ (δωρεάν),
ΤΖΑΝΑΜΠΕΤΗΣ (κακότροπος-δύστροπος),
ΤΟΠΙ (σφαίρα),
ΤΟΥΛΟΥΜΙ (ασκός),
ΤΟΥΛΟΥΜΠΑ (αντλία),
ΤΟΥΜΠΕΚΙ (σιωπή),
ΤΡΑΜΠΑ (ανταλλαγή),
ΤΣΑΙΡΙ (λιβάδι-βοσκοτόπι),
ΤΣΑΚΑΛΙ (θώς),
ΤΣΑΚΙΡΗΣ (γαλανομάτης),
ΤΣΑΚΜΑΚΙ (αναπτήρας),
ΤΣΑΝΤΑ (δερμάτινη θήκη),
ΤΣΑΝΤΙΡΙ (σκηνή),
ΤΣΑΠΑΤΣΟΥΛΗΣ (ανοικοκύρευτος-άτσαλος),
ΤΣΑΡΚΑ (επιδρομή-περιπλάνηση),
ΤΣΑΝΤΙΖΩ (εξοργίζω-προσβάλω),
ΤΣΑΧΠΙΝΗΣ(κατεργάρης-πονηρός),
ΤΣΙΓΚΕΛΙ(αρπάγη-σιδερένιο άγκιστρο),
ΤΣΙΦΟΥΤΗΣ-ΤΣΙΓΚΟΥΝΗΣ (φιλάργυρος),
ΤΣΙΡΑΚΙ (ακόλουθος),
ΤΣΙΣΑ (ούρα),
ΤΣΙΦΤΗΣ (άψογος-ικανός),
ΤΣΟΥΒΑΛΙ (σακί),
ΤΣΟΥΛΟΥΦΙ (δέσμη μαλλιών),
ΤΖΟΓΛΑΝΙ (νέος)
ΤΣΟΠΑΝΗΣ (βοσκός)
ΦΑΡΑΣΙ (φτυάρι-σκουπιδολόγος),
ΦΑΡΣΙ (τέλεια-άπταιστα),
ΦΛΙΤΖΑΝΙ (κύπελλο),
ΦΥΝΤΑΝΙ(φυτώριο),
ΦΙΣΤΙΚΙ (πιστάκη),
ΦΥΤΙΛΙ (θρυαλλίδα),
ΦΟΥΚΑΡΑΣ (κακομοίρης-άθλιος),
ΦΟΥΝΤΟΥΚΙ (λεπτοκάρυο-λευτόκαρο),
ΦΡΑΝΤΖΟΛΑ (ψωμί),
XABOYZA(δεξαμενή νερού),
ΧΑΖΙ (ευχαρίστηση),
ΧΑΛΑΛΙΖΩ (συγχωρώ),
ΧΑΛΙ (άθλιο),
ΧΑΛΙ (τάπητας),
ΧΑΛΚΑΣ (κρίκος),
ΧΑΜΑΛΗΣ(αχθοφόρος),
ΧΑΝΙ (πανδοχείο),
ΧΑΠΙ (καταπότι),
ΧΑΡΑΜΙ (άδικα),
ΧΑΡΜΑΝΗΣ (χασισοπότης),
ΧΑΡΤΖΙΛΙΚΙ (μικρό χρηματικό ποσό),
ΧΑΒΑΣ (μουσικός σκοπός)
ΧΑΦΙΕΣ(καταδότης),
ΧΟΥΖΟΥΡΕΜΑ (ανάπαυση),
ΧΟΥΙ (ιδιοτροπία),
ΧΟΥΝΕΡΙ (πάθημα-εξαπάτηση).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "200 τουρκικές λέξεις που κακως χρησιμοποιούμε καθημερινά! "

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Μερικές εκφράσεις από τα Αρχαία Ελληνικά που χρησιμοποιούνται και σήμερα

Από μηχανής θεός: μη αναμενόμενη βοήθεια – λύση – συνδρομή σε κάποιο πρόβλημα ή δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται από θεατρικό τέχνασμα στην αρχαία Ελλάδα που χρησιμοποιούσαν οι τραγικοί ποιητές όταν ήθελαν να δώσουν διέξοδο στη πλοκή του έργου και στο οποίο κατά τη διάρκεια της παράστασης εμφανιζόταν ένας Θεός επάνω σε εναέρια κατασκευή (γερανός).

Αχίλλειος πτέρνα: αδύνατο σημείο. Η φράση προέρχεται από το μύθο του Αχιλλέα, σύμφωνα με τον οποίο, όταν τον βύθιζε στο αθάνατο νερό η μητέρα του, επειδή τον κρατούσε από τη φτέρνα, στο συγκεκριμένο σημείο του σώματός του παρέμεινε θνητός


Βίος αβίωτος : ζωή ανυπόφορη. (Χίλων Ο Λακεδαιμόνιος)

Γη και ύδωρ: υποδηλώνει περιπτώσεις υποταγής , πλήρους υποχώρησης, παράδοσης άνευ όρων. Η φράση προέρχεται από τον Ηρόδοτο, σύμφωνα με τον οποίο οι Πέρσες απεσταλμένοι ζήτησαν από τους Σπαρτιάτες γη και ύδωρ σε ένδειξη υποταγής. (Ηροδότου Ιστορία V 17-18)

Γόρδιος δεσμός: αναφέρεται σε περιπτώσεις δύσκολων προβλημάτων (άλυτων). Η φράση λέγεται σε περιπτώσεις δύσκολων καταστάσεων, όπως αυτή που αντιμετώπισε ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν προσπάθησε να λύσει ένα πολύπλοκο κόμπο, το «γόρδιο δεσμό» τον οποίον σύμφωνα με τον χρησμό όποιος τον έλυνε θα γινόταν κυρίαρχος της Ασίας. (Αρριαννού 11 3)

Δούρειος Ίππος: αναφέρεται σε περιπτώσεις δολιότητας, ή δώρων τα οποία υποκρύπτουν δόλο. Η φράση προέρχεται από τον Όμηρο και αναφέρεται κατά την περίοδο των Τρωικών πολέμων τότε που οι Έλληνες ενώ χάρισαν στους Τρώες ξύλινο άλογο μεγάλων διαστάσεων ως αφιέρωμα στους Θεούς, στο εσωτερικό του ήταν κρυμμένοι ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του, οι οποίοι άνοιξαν τις πύλες της Τροίας στους υπόλοιπους Έλληνες (Ομήρου Οδύσσεια λ 529)

Δρακόντεια μέτρα: αναφέρεται σε περιπτώσεις λήψης αυστηρών – σκληρών μέτρων Η φράση προέρχεται από τον Δράκοντα (7ος αιώνας π.Χ) αρχαίο νομοθέτη των Αθηνών, ο οποίος ήταν γνωστός για τους αυστηρούς και σκληρούς νόμους που επέβαλε.

Εκατόμβη: Θυσία με πολλά θύματα, μεγάλη απώλεια. Εκατόμβη στην αρχαία Ελλάδα ονόμαζαν την θυσία κατά την οποία γινόταν προσφορά από εκατό βόδια στους θεούς. (Ομήρου Ιλιάδα Α 65)

Ή ταν ή επί τας : Ή θα την φέρεις νικητής (ασπίδα) ή θα σε φέρουν επάνω της νεκρό.................ή θα επιτύχουμε, ή θα αποτύχουμε. Τη φράση έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες μητέρες στα παιδιά τους, όταν τους έδιναν την ασπίδα για τον πόλεμο. (Πλουτάρχου Λακεδαιμ. Αποφθ.16)

Κέρβερος: Σκληρός, ανυποχώρητος. Προέρχεται από το ομώνυμο τέρας που φύλαγε τον Άδη και δεν επέτρεπε την είσοδο.

Κέρας Αμαλθείας: Παραπέμπει σε πλούτο – αφθονία υλικών αγαθών. Η φράση προέρχεται από περιστατικό όπου η Αμάλθεια έτρεφε το μικρό Δία με κέρατο κατσίκας γεμάτο γάλα και μέλι.

Και συ τέκνον Βρούτε: Φράση που απευθύνεται σε πρόσωπα που προδίδουν την εμπιστοσύνη μας.Την είπε ο Καίσαρας, όταν αναγνώρισε τον Βρούτο ανάμεσα στους δολοφόνους του.

Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα: Λέγεται για όσους υπερηφανεύονται και καυχώνται για ανεπιβεβαίωτα κατορθώματα και καλούνται να αποδείξουν ότι λένε την αλήθεια. Η φράση προέρχεται από Αισώπειο μύθο σύμφωνα με τον οποίο κάποιος ισχυριζόταν ότι κάποτε στη Ρόδο έκανε ένα πολύ μεγάλο άλμα και του ζήτησαν να το επαναλάβει λέγοντάς του την παραπάνω φράση. (Αισώπου Μύθοι «Ανήρ Κομπαστής»)

Mηδένα προ του τέλους μακάριζε : Μην βιάζεσαι να μακαρίσεις κάποιον πριν το τέλος. Με αυτή τη φράση σχολίασε ο Σόλωνας τους θησαυρούς του Κροίσου, όταν ο τελευταίος τους έδειξε με υπερηφάνεια. (Ηροδότου Ι 32 7)

Κύκνειο άσμα: Η τελευταία ενέργεια – πράξη – έργο κάποιου. Προέρχεται από το τελευταίο τραγούδι του κύκνου πριν το θάνατό του. (Πλάτωνος Φαίδων 84 Ε)

Κουτί της Πανδώρας : Εμφάνιση πολλών δεινών ταυτόχρονα. Η φράση προέρχεται από τη μυθολογία, σύμφωνα με την οποία ο Δίας για να τιμωρήσει τους ανθρώπους έδωσε στην Πανδώρα ως δώρο ένα κιβώτιο γεμάτο με όλες τις συμφορές, με αποτέλεσμα μόλις το άνοιξε να βγουν όλα τα δεινά, εκτός από την ελπίδα.

Ο κύβος ερρίφθη: Η απόφαση έχει ληφθεί. Τη φάση είπε ο Καίσαρας όταν αποφάσισε να κηρύξει εμφύλιο πόλεμο. Οι λατινομαθείς ευρωπαίοι το λένε στα λατινικά alea jacta est.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Μερικές εκφράσεις από τα Αρχαία Ελληνικά που χρησιμοποιούνται και σήμερα"

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Όλη η ηγετική τάξη των ρωμαίων ήταν ελληνομαθής.-------
Η ελληνομάθεια τους αυτή δεν ήταν λόγω του φιλελληνισμού τους αλλά λόγω του ρωμαϊκού επεκτατισμού τους. Ήταν ένα εργαλείο , ένα όργανο για τα επεκτατικά τους σχέδια.-----

Ο Κάτωνας γράφει «όσο χαίρομαι που η αυτοκρατορία επεκτείνεται, όσο χαίρομαι που διασχίζουμε την Ελλάδα και την Ασία , τόπους γεμάτους από σαγηνευτικά αντικείμενα… όσο χαίρομαι που βάλαμε χέρι τους θησαυρούς των βασιλιάδων… άλλο τόσο φοβούμαι μήπως αυτά αιχμαλωτίσουν εμάς και όχι εμείς εκείνα… Σήμα κινδύνου ήταν, πιστέψτε με, τα αγάλματα που μεταφέρθηκαν από τις Συρακούσες»(Τιτος Λίβιος ,Ιστορίαι, ΧΧΧΙV, 4, 2-3) Βέβαια θεωρεί ότι ήταν νομιμότατη η αρπαγή των ελληνικών καλλιτεχνημάτων. Τα πήρανε, λέει , με το «Para belli jure» «δίκαιο του πολέμου».
Ο δε Κικέρων επειδή τόλμησε κάποτε να εκφώνηση λόγω στα ελληνικά , Δέχτηκε την επίθεση του πραίτορα Λεύκιο Καικίλο Μέτελλο που «Μου είπε πως ήταν φοβερό αυτό που έκανα. Να μιλήσω ελληνικά»(Action secunda in C.Verrem II, 4 , 147).

O Κράσσος που εκφράζει τις απόψεις του συγγραφέα (Κικέρων) στον διάλογο «Περι ρητορικής» λέει: «Καλό θα ήταν να δείχνει ο Ρωμαίος ρήτορας πως δεν έχει υποστεί καμία ελληνική επιρροή.» «nullam Graecorum rerum significationem daret»( De oratore, II , XXXVI, 153) και από εδώ και κάθε τόσο διευκρίνιζε, για να προλάβει δυσαρέσκειες και παρεξηγήσεις «Δεν συνηθίζω πια να χρησιμοποιώ τα ελληνικά στον λατινικό λόγω αλλά τα λατινικά στον Ελληνικό» (Tusculanae Disputationes , I , 15) .

Ο στρατοκράτης Γάιος Μάριος δεν έκρυβε το μίσος του για την ελληνική γλώσσα, «έλεγε πως είναι γελοίο κανείς να διδάσκεται από υπόδουλους» «ως γελοίον γράμματα μανθάνειν ων οι διδάσκαλοι δουλεύοιεν ετέροις»(Πλούταρχος , Μάριος , 2)
Υποβίβαζαν οι Ρωμαίοι την ελληνική γλώσσα και έτσι καταπολεμούσαν ένα δύσκολο αντίπαλο στον πολιτιστικό πεδίο, συρρίκνωναν την ιδεολογική επιρροή.( Βαλέριος Μάξιμος , De oratore , II , XXXVI, 153).

O Ελληνισμός ήταν απλά, σε κάποιες περιόδους, ένα όπλο επεκτατισμού. Τίποτα περισσότερο!

Άλλωστε ο Κικέρων έλεγε «πως η λατινική δεν είχε φτωχό λεξιλόγιο – κι ας είχει ο ίδιος παλαιότερα και πολλοί άλλοι επισημάνει την πενία της – αλλά αντίθετα τώρα είναι πλουσιότερη από τη Ελληνική»! «nos non modo non vinci Graecis verborum copia esse in ea etiam superiors»(Ciceronis ,De Finibus Bonorum et Malorum III , II , 5)

Κάτων (234-149 π.Χ.)
Ο Κάτων ήταν ένας Ελληνομαθέστατος Ρωμαίος ανθέλληνας και μισέλληνας .
Έλεγε «πως οι Ρωμαίοι θα χάσουν την δύναμη τους αν εκμάθουν την ελληνική γλώσσα» «ως απολαύσι Ρωμαίοι τα πράγματα γραμμάτων Ελληνικών αναπλησθέντες» (Πλούταρχος , Μάρκος Κάτων 23)..

Χαρακτήριζε φλύαρο τον Σωκράτη , καταστροφέα των πατρίων ηθών και κήρυκα της παρανομίας. Θεωρούσε γελοίο που οι μαθητές του Ισοκράτη σπούδαζαν πλάι στον δάσκαλο μια ολόκληρη ζωή «Λές και θα ασκούσαν τη ρητορική τέχνη τους στον Άδη στο πλευρό του Μίνωα»(Πλούταρχος Μάρκος Κάτων 23). Κατηγορούσε τον Μάρκο Καίλο ότι έγραψε ποιήματα στα ελληνικά.
Όποιος έγραφε κάτι, μια λέξη καλή για τους Έλληνες χαρακτηρίζονται ως αντικοινωνικό και αντιπατριωτικό στοιχείο!
Κατηγορούσε δημόσια τον Πόπλιο Σκιπίωνα Κορνήλιο(Πρεσβύτερο Αφρικανό) κατά τον πόλεμο της Λιβύης για επίμεμπτες ελληνικές συνήθειες –έκανε παιδαριωδίες σπαταλώντας τον καιρό του στις παλαίστριες και τα θέατρα. «και διατριβάς αυτού μειρακιώδεις εν παλαίστραις και θεάτροις»(Πλούταρχος , Μάρκος Κάτων).
Δεν δεχόταν μόνο ύβρης από τον Κάτων αλλά από όλη την «συντηρητική» πτέρυγα της εξουσίας, τον κατηγορούσαν για «Ελληνικά ήθη». Τον κατηγορούσαν επειδή φορούσε στη σχολή ελληνικό μανδύα και σάνδαλα, σεργιανούσε στα γυμνάσια και είχε στο νου του ελληνικά βιβλία!
Ο Κάτων κατάφερε με πίεσης στην σύγκλητο και ανθελληνικά και μισελληνικά κηρύγματα να εκδιώξει από τη Ρώμη την αθηναϊκή πρεσβεία επειδή τα μέλη της, οι φιλόσοφοι Καρνεάδης (της Ακαδημίας), Κριτόλαος (περιπατητικός) και Διογένης (στωικός) είχαν κατενθουσιάσει τη ρωμαϊκή νεολαία με τις ομιλίες και την πνευματική τους ακτινοβολία. Οι νέοι γράφει ο Πλούταρχος, ακούγαν τους τρεις φιλοσόφους με θαυμασμό.(Noctae Atticae, Αττικές νύχτες , 6 ,11, 8).
«Οι νέοι παρατούσαν τις διασκεδάσεις τους και έτρεχαν να τον ακούσαν λαχταρώντας να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία.» «Εις εκπληιν υπερφυής πάντα κηλών και χειρούμενος έρωτας δεινόν εμβέβληκε τοις νέοις»(Μάρκος Κάτων, αναφερθ. Ανωτερ.)
Ο Κάτων τελικά αποφάσισε και έδιωξε όλους τους φιλόσοφους από την πόλη!!
Το 154 π.χ. απελαύνοντας οι επίκουροι φιλόσοφοι Αλκαίος και Φιλίσκος ( Αθηναίος, ΧΙΙ, 547α ). Το 161 , με ψήφισμα της συγκλήτου , απαγορεύεται η παραμονή στη Ρώμη φιλοσόφων και διδασκάλων ρητορικής ( Σουητώνιος, De grammaticism et rhetoribus , 25)
Γενικά για τους Ρωμαίους η φιλοσοφία ήταν μια φυσική ιδιότητα των Ελλήνων, σύμφυτη με τον εθνικό τους χαρακτήρα , απαράλλαχτα όπως η πατροπαράδοτη φτώχεια τους. Φιλοσοφία και φτώχεια, ατυχήματα και τα δύο, ελαττώματα και αναπηρίες. Πανάρχαιη η διαπίστωση ότι η πενία είναι φυσική και αιώνια κατάσταση στην Ελλάδα «Τη ελλάδι πενίη μεν αει ποτε συτροφός έστι» (Ηρόδοτος , VII 102) ]
Ο Κάτων δεν έχανε ευκαιρία , όχι μόνο να μείωση τους Έλληνες της εποχής του αλλά και την ιστορία και τον πολιτισμό τους. Έλεγε καταφρονητικά « Οι έλληνες έχουν ένα φτωχό κατάλογο μεγάλων ανδρών. Λεωνίδας, Επαμεινώνδας , τέλος πάντων , τρείς ή τέσσερες. Αλλα αν αρχίσω να απαριθμώ τους ήρωες της δικής μας φυλής θα ξημερωθούμε» «Sed dies me defiviet» (Satyra II, 62)
Κικέρωνας(234 π.Χ - 149π.χ.)
Κατά τον Κικέρωνα , μέγα και αυτός ανθέλληνας οι Ρωμαίοι δεν είχαν μεγάλους δημιουργούς γιατί δεν έτυχε να ενδιαφερθούν για την τέχνη «Αν ήθελε ο Φάβιος να ζωγραφίσει δεν θα είχαμε περισσότερους Πολύκλειστους και Παρράσιους από τους Έλληνες;» και αφού έλεγε αυτά , έγραφε και ξανάγραφε στον φίλο του και ρωμαίο μεγαλοφεουδάρχει Πομπώνιο Αττικό , που είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα, να του στείλει αγάλματα και άλλα γλυπτά από την Αττική για να διακοσμήσει τις επαύλεις του.

Για να καταλάβετε την μανία που τον κατείχε , για ένα τραπέζι από την Αθήνα είχε πληρώσει ένα εκατομμύριο σηστέρσιους! «Στείλε ότι κατάλληλο βρεις για την Ακαδημία μου και μη σε νοιάζει για τα έξοδα»(Epistolae , V , Att. I , 2 εκδ. Les Belles Lettres , τ. Α , σ. 69) «Σε παρακαλώ να μου στείλεις ανάγλυφα»(αναφ.ανωτερ. VI Att. I, 101 σελ. 71) και συνεχίζει λέγοντας πιο πέρα «Τώρα, λοιπόν αφού είμαστε πάντοτε παθιασμένοι για δόξα , πιο φιλέλληνες από κάθε άλλον και μας αναγνωρίζουν ως φιλέλληνες…. Βάλε τα δυνατά σου για να πετύχουμε τη συμπάθεια και την εκτίμηση όλων»(αναφ.ανωτερ. XXI , ATT. I, 15 ,1 σ. 137) .
Βέβαια ο «Φιλελληνισμός» του είναι για τους αρχαίους Έλληνες όχι για τους σημερινούς.
Άλλωστε πως ένας φιλέλληνας θα έγραφε κάτι τέτοιο στον αδελφό του το 59π.χ. «Πρόσεχε σχολαστικά, όχι φιλίες με Έλληνες.
Εξαιρώ λίγους εκλεκτούς και μόνο αν είναι άξιοι της αρχαίας Ελλάδας .
Εδώ που τα λέμε, υπάρχουν ανάμεσα τους ένα σωρό απατεώνες και ελαφρόμυαλοι. Έπειτα η μακροχρόνια δουλεία τους έκανε υπερβολικά κόλακες» «Sic vero fallaces sunt permulti et leves et diuturna servitutu ad nimiam adsentationem eruditi»(Contra Verrem XXX – Q.Fr. I , 1, 16 , Les Belles Lettres, σ206) ή μήπως αυτό που γράφει σε μια άλλη επιστολή του (ξανά το 59) είναι φιλελληνικό; «Η ελαφρότητα τους, η κολακεία τους, η προσήλωση τους όχι στο καθήκον αλλά στο συμφέρον μου προκαλούν αηδία» «Pertaesum est levitates, adsentationis, animorum non officiis sed temporibus servientium» Contra Verrem LII – Q.Fr. I , 2, 4 )
Βέβαια ο Κικέρων , ήταν αναγκασμένος να παραδεχτή ότι
«Ομολογώ πως σε όλους τους τομείς της παιδείας οι Έλληνες μας ξεπερνούν» και προσθέτει : «Αλλά αυτό ήταν εύκολο αφού δεν είχαν αντίπαλο για να διαμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία τους» «Doctrina Graecia nos et litterarum genere superbat; in quo erat facile vincere non repugnantes»( De oratore, II, I, 3)
Ελεγέ πως οι ρωμαίοι είναι ανυπέρβλητοι στα ωφέλιμα έργα ενώ αντίθετα οι Έλληνες ασχολήθηκαν με πράξεις «που αξίζουν κώνειο» (Tusculanae Disputationes, II, I , 1)
Ο Κικέρων είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο μισελληνισμού που να πει ότι το μικρότερο εγχειρίδιο του Δωδεκαδέλτου αξίζει περισσότερο από τις βιβλιοθήκες όλων των φιλοσόφων σε βαρύτητα , εγκυρότητα και χρησιμότητα !!!! «Dicam quod sentio; bibliotheces mehercule omnium philosophorum unus mihi videtur Duodecim Tabularum Libellus , si quis legume fonts et capita vidirit , et auctoritatis pondere , et utilitatis ubertate superare»(De oratore , I , XLII , 195)
Κατά τον Κικέρων οι Έλληνες «ενώ έζησαν στην κοιτίδα των γραμμάτων ενώ διακατέχονται από μεγάλο ζήλο για τα Γράμματα και κινούνται άνετα ανάμεσα στα πνευματικά δημιουργήματα των πατέρων τους, ούτε να τα βελτιώσουν μπόρεσαν ούτε να διατηρήσουν αυτή την κληρονομιά.» «Illi nati in litteris ardentesque his studiis , otio vero diffluentes non modo nihil acquisierint sed ne relictum quidem et traditum et suam conseva verint» «Ενώ οι Ρωμαόι, πού ούτε Έλληνες γεννήθηκαν ούτε γνωρίζουν τα ελληνικά ήθη , που ζούν σ’ ένα ανεμοστρόβιλο δρ΄σης, μοιρασμένοι σε τόσες υποχρεώσεις και επιφορτισμένοι με τη διακυβέρνηση της οικουμένης , έχουν αξιοποιήσει τα ελληνικά Γράμματα. Για τους Ρωμαίους , λοιπόν ταιριάζει έπαινος, για τους Έλληνες ψόγος» «Tibine plus laudis an Graecas vituperationis» (De oratore, III, 131)
Γεγονότα
Το 168 π.χ. μετά την συντριβή του Περσέα από τον Αιμίλιο Παύλο 1000 περίπου Έλληνες εκτοπίσθηκαν στην Ιταλία .
Δεκαεφτά χρόνια αργότερα συζητήθηκε στη σύγκλητο έκκληση για επιστροφή των ομήρων στην πατρίδα(μόνο 300 ζούσαν). Κατά την συζήτηση πήρε τον λόγω ο Κάτων και είπε : «Σαν να μην έχουμε άλλη δουλεία , καθόμαστε και κουβεντιάζουμε από το πρωί για τα ελληνικά γερόντια, αν θα τα παραχώσουν δικοί μας νεκροθάφτες ή νεκροθάφτες της Αχαΐας» «Ωσπερ ουκ εχοντες ο πράττομεν καθήμεθα την ημέρα όλη περί γεροντίων Γραικών ζητούντες , πότερον υπο των παρ’ ημίν ή των εν Αχαϊα νεκτοφόρων εκκομισθώσι» (Πλούταρχος , Μάρκος Κάτων , 9)

Όταν ο φιλόσοφός Φορμίωνας μιλούσε επί ώρες για τα καθήκοντα του αρχιστρατήγου και γενικά για τα στρατιωτικά ζητήματα. «de imperatoris office at de omni re military» το κοινό καταγοητευμένος από το λόγο του φιλοσόφου ρώτησε την άποψη του Κικέρων και αυτός είπε ότι στη ζωή του είδε πολλούς παλαβούς γέρους αλλά τέτοιον θεότρελο δεν είχε ξαναδεί ποτέ του. «multos se deliros nenes saepe vidisse , sed qui magis quam phormio deliraret, vidisse neminem»(De oratore, II, XVIII, 75-76)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ"

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Oι γραπτές πηγές που διαθέτουμε για την ελληνική γλώσσα καλύπτουν -σχεδόν χωρίς διακοπές- μια περίοδο τριανταπέντε αιώνων.----
Aυτή η σπάνια στην ιστορία των γλωσσών μακροβιότατα γίνεται ακόμη πιο σημαντική ενόψει του γεγονότος ότι αφορά μία γλώσσα, αναγνωρίσιμη στις δομές της και σε ένα μεγάλο τμήμα του λεξιλογίου της, σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής αλυσίδας. ...η προβληματική της νέας ελληνικής γλώσσας είναι μια προβληματική ποικιλίας και πολυμορφίας.
 Tο ζήτημα της εθνικής γλώσσας που όφειλε να συνοδεύει την συγκρότηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους στο 19o αιώνα είχε τεθεί με όρους διγλωσσίας· και σήμερα που η διγλωσσία αυτή φαίνεται οριστικά ξεπερασμένη, η γλωσσική κοινότητα στρέφεται προς τις διαλέκτους της, που παρουσιάζονται ως διατηρητέα κληρονομιά, ως πλούτος που πρέπει στο εξής να αναδειχθεί.

1. Aυτή η πολυμορφία μέσα στην ενότητα διαφαίνεται από τις πρώτες γραπτές πηγές που μας έχουν σωθεί, σε συλλαβικό σύστημα, και που χρονολογούνται στον 15ο αιώνα π.X.
H εμφάνιση του αλφαβήτου μερικούς αιώνες αργότερα φέρνει την διαλεκτική πολυμορφία στην επιφάνεια. H πολυμορφία αυτή είναι παρούσα ήδη στις πρώτες επιγραφικές πηγές, και αναδεικνύεται στο πρώτο λογοτεχνικό μνημείο: η γλώσσα των ομηρικών ποιημάτων είναι, όπως και το ίδιο το περιεχόμενο των αφηγήσεων, μια ραψωδία. Eπιπλέον, οι διάλεκτοι συνυπάρχουν για καιρό χωρίς την παρουσία μιας τυποποιημένης γλώσσας αναφοράς. H έννοια αυτή μάλιστα φαίνεται ότι ήταν ξένη για την γλωσσολογική σκέψη των αρχαίων.
Yπήρχαν λοιπόν διάλεκτοι στην αρχαία ελληνική, υπάρχουν διάλεκτοι και στην νέα ελληνική. Eδώ θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει πολλά ερωτήματα διαφορετικής τάξης και άνισης σημασίας στις διάφορες αναλύσεις του ζητήματος:
- Παρατηρείται συνέχεια ανάμεσα στις αρχαίες και τις σύγχρονες διαλέκτους;
- Σε ποιο βαθμό η γνώση των αρχαίων διαλέκτων μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση της συγκρότησης της νέας ελληνικής γλώσσας;
- Σε ποιο βαθμό είναι χρήσιμη για τη μελέτη των αρχαίων διαλέκτων η συνεξέταση της νέας ελληνικής και των ποικιλιών της;
2. Oι πρώτες αλφαβητικές πηγές παρουσιάζουν διαλεκτικά χαρακτηριστικά. Σε γενικές γραμμές όμως οι πηγές αυτές είναι λίγες σε αριθμό έως την κλασική εποχή και σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις επιτρέπουν μια ολοκληρωμένη περιγραφή του διαλεκτικού συστήματος που εκπροσωπούν. Συχνά οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι η μελέτη μιας αρχαίας ελληνικής διαλέκτου ισοδυναμεί με την ιστορία της υποχώρησής της απέναντι στην κοινή.
 Mε βάση αυτήν την διαπίστωση θα μπορούσαμε ίσως να κάνουμε την ακόλουθη σχηματική περιγραφή της ιστορίας της ελληνικής στην αρχαιότητα:
(1) Tην υποθετική αρχική ενότητα της πρωτοελληνικής, (2) ακολουθεί μια πρώτη διάσπαση σε διαλέκτους, αρχαιότερη από τις παλιότερες γραπτές πηγές. Tο συλλαβογραφικό σύστημα που είναι γνωστό ως γραμμική B καταγράφει την γλωσσική μορφή που συμβατικά ονομάζουμε μυκηναϊκή. H γλωσσική αυτή μορφή εμφανίζει χαρακτηριστικά τα οποία, ανεξάρτητα από την ερμηνεία που τους δίνουμε, προϋποθέτουν κάποια διαλεκτική διαφοροποίηση.
Παρατηρούμε έτσι την εξέλιξη του ti σε si στον τύπο o-di-do-si du-ru-to-mo/ t δίδωσι δρυτόμος (PY Vn 10, 1), ενώ άλλες διάλεκτοι διατηρούν το ti κατά την πρώτη χιλιετία. Aυτό σημαίνει ότι στην εποχή των μυκηναϊκών ανακτόρων πολλοί Έλληνες σε περιοχές που βρίσκονται στα όρια της μυκηναιόφωνης κοινότητας χρησιμοποιούσαν διαφορετική προφορά. Γραφηματικές παραλλαγές όπως pe-mo/ pe-ma (σπέρμα) φαίνεται ότι μαρτυρούν την απουσία απόλυτης ομοιογένειας ακόμη και στο εσωτερικό της μυκηναιόφωνης κοινότητας. (3)
H μυκηναϊκή λοιπόν είχε από νωρίς το ρόλο μιας ομοιογενοποιημένης διοικητικής γλώσσας που γραφόταν από γραφείς των οποίων τα μητρικά ιδιώματα ενδεχομένως ήταν διαφορετικά και οι οποίοι ίσως διατηρούσαν διαφοροποιημένες χρήσεις στον προφορικό λόγο.
(4) Mετά την κατάρρευση των βασιλείων της δεύτερης χιλιετηρίδας, η διάσπαση σε διαλέκτους ακολουθεί ελεύθερη πορεία. Πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, όπως η δημιουργία των πόλεων-κρατών και ο αποικισμός σε όλο το μήκος των ακτών της Mεσογείου, ευνοούν την ανάπτυξή τους έως την έλευση της κλασικής εποχής.
(5) Aπό τον 5ο αιώνα όμως αρχίζει μια σταδιακή διαδικασία ενοποίησης.
Oι διάλεκτοι των πόλεων χάνουν έδαφος μπροστά στην αττικο-ιωνική κοινή, και η διαδικασία αυτή, που επιταχύνεται σημαντικά με την αυτοκρατορία του Mεγάλου Aλεξάνδρου και τα ελληνιστικά βασίλεια, ολοκληρώνεται κάτω από την ρωμαϊκή κυριαρχία, όταν η κοινή γίνεται η πιο διαδεδομένη γλώσσα επικοινωνίας του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας.
(6) H διάλυση του ρωμαϊκού κράτους και στη συνέχεια οι ανακατατάξεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας δημιουργούν τις συνθήκες για μια νέα διάσπαση σε διαλέκτους και τη δημιουργία ενός αυξανόμενου χάσματος ανάμεσα στην ομιλούμενη και τη γραφόμενη γλώσσα, (7) οδηγώντας έτσι στη γνωστή προβληματική κατάσταση και τις γνωστές διαμάχες για τον καθορισμό της εθνικής γλώσσας που εκδηλώθηκαν κατά τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
3. Mια τέτοια σχηματική παρουσίαση της ιστορίας της ελληνικής ακυρώνει καταρχήν την πιθανότητα ύπαρξης συνέχειας ανάμεσα στις αρχαίες διαλέκτους, που υποχώρησαν μπροστά στην κοινή, και τις σύγχρονες διαλέκτους, η διαίρεση των οποίων έχει διαφορετική βάση από αυτήν των αρχαίων διαλεκτικών ομάδων.
Ωστόσο αναγνωρίζονται γενικά δύο εξαιρέσεις στην αρχική αυτή θέση: 1. ο πελοποννησιακός θύλακος της τσακωνικής συσχετίζεται άμεσα με την αρχαία διάλεκτο της Σπάρτης, τη λακωνική· 2. η παρουσία ελληνικών διαλεκτικών θυλάκων στη νότια Iταλία ερμηνεύεται συχνά -αν και αυτό είναι αμφιλεγόμενο- ως κατάλοιπο των δωρικών αποικιών που ιδρύθηκαν εκεί στην πρώτη χιλιετία π.X.
4. ...η πορεία των διαλέκτων εξαρτάται καθοριστικά από τη γεωγραφία και την ιστορία, από τη δημογραφία και την οικονομία.
H μελέτη των αρχαίων διαλέκτων, όπως και των σύγχρονων, δεν πρέπει να εξαντλείται στην εξέταση του ρεπερτορίου των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους ούτε των ισογλώσσων που τις συνδέουν με τις γειτονικές διαλέκτους. Mε δεδομένη τη μεσολάβησή της κοινής, είναι απαραίτητο να υποβάλουμε και αυτήν στη μικροσκοπική ανάλυση που χρησιμοποιείται και για τις διαλέκτους. Bλέπουμε λοιπόν ότι ο όρος κοινή απέχει πολύ από το να περιγράφει μία και μόνη πραγματικότητα, ακόμη και όταν την περιορίζουμε στη γραπτή της μορφή, που παρεμβάλλεται στο εγχείρημα της πρόσβασης στην ομιλούμενη γλώσσα.
Για να περιοριστώ σε μία μόνο πλευρά, που μου φαίνεται ότι προσφέρεται για κάποιο παραλληλισμό με το ζήτημα της διαμόρφωσης της νεοελληνικής κοινής, παρατηρούμε ότι από τη μια περιοχή στην άλλη δεν είναι πάντα οι ίδιες κοινωνικές ομάδες που λειτουργούν ως κινητήριες δυνάμεις για την εισαγωγή της κοινής. Tέτοιο ρόλο κάποτε έχουν οι άρχουσες πολιτικές τάξεις, όπως π.χ. στη Mακεδονία κατά τον 5ο και τον 6ο π.X. αιώνα [...], ή στη Λυκία, για να αναφέρουμε το παράδειγμα ενός μη ελληνικού κράτους [...].
Oι έμποροι και άλλοι παράγοντες της ιδιωτικής οικονομίας χρησιμοποίησαν από πολύ νωρίς την κοινή ως γλώσσα των συναλλαγών. 'Ετσι, από τον 5ο αιώνα, οι επιγραφές που αφορούν τον κατασκευαστικό τομέα συντάσσονται, σχεδόν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, στην κοινή [...]. Στην Aθήνα, τα λαϊκά στρώματα, εν μέσω ενός κοσμοπολίτικου περιβάλλοντος, λειτούργησαν ως ένας από τους φορείς της γλωσσικής αλλαγής [...]. 'Ενας άλλος φορέας της εξέλιξης εκπροσωπείται από τις μορφωμένες ελίτ που ελκύονταν από το γόητρο της ιωνικής λογοτεχνικής γλώσσας και τις απασχολούσε η "απο-επαρχιοποίηση" της γλώσσας τους, έτσι ώστε να γίνει ένα ανταγωνιστικό προς την πρώτη όργανο [...].
Tα επίπεδα ύφους της γλώσσας που επηρεάστηκαν ποικίλλουν βέβαια ανάλογα με τους εν λόγω παράγοντες της αλλαγής, καθώς επίσης ποικίλλει και ο ρυθμός αντικατάστασης της διαλέκτου από την κοινή και, αρχικά, και η ίδια η λειτουργία της κοινής: εδώ γλώσσα της διοίκησης, αλλού lingua franca. Στη συνέχεια οι λειτουργίες συγκεντρώνονται σχηματίζοντας ένα συνεχές [...].
H διάδοση όμως της κοινής δεν επιτεύχθηκε χωρίς αντιστάσεις. Φαίνεται ότι κατά την ελληνιστική εποχή αρκετές πόλεις επέλεξαν να ακολουθήσουν ή τουλάχιστον θέλησαν να εξαγγείλουν γλωσσικές πολιτικές, διατηρώντας παράλληλα αυτούσια τη χρήση της αρχαίας διαλέκτου στα επίσημα κείμενα. Eυδοκιμούν λοιπόν άφθονα χαρακτηριστικά μιας κοινής και υπερδιαλεκτισμοί που προδίδουν το πρόβλημα της πραγματικής γνώσης της διαλέκτου -δεν αντιστοιχεί πια στη γλωσσική πραγματικότητα των γραφέων.
Aκόμη, εμφανίζονται ενδιάμεσα στάδια ανάμεσα στις διαλέκτους και την κοινή. 'Ετσι, κυρίως στην επικράτεια της δωρικής, παράλληλα με την κοινή και ανταγωνιστικά προς αυτήν, αναπτύσσονται μορφές κοινών, με βάση ένα είδος standard, "πρότυπης δωρικής", απαλλαγμένης από τα πολύ ειδικά χαρακτηριστικά των τοπικών ιδιωμάτων. Ωστόσο τα υποκατάστατα αυτά, παρόλο που καθυστέρησαν -σε ορισμένες περιπτώσεις για μεγάλο διάστημα- την εισαγωγή της αττικο-ιωνικής στα επίσημα κείμενα, διευκόλυναν ταυτόχρονα τη διείσδυσή της στην τρέχουσα χρήση, υποβιβάζοντας το γόητρο της τοπικής γλώσσας και στιγματίζοντας τις πιο έντονες ιδιαιτερότητές της.
Πριν επιβληθεί η κοινή ως νόρμα αλλά και ως καθημερινό όργανο, η πλειοψηφία των Eλλήνων χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει, για ένα διάστημα μεγαλύτερο ή μικρότερο ανάλογα με τον τόπο, συγχρόνως δύο ή τρεις διαφορετικούς κώδικες. Σε αυτό τους βοήθησε ένα παλιό βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κουλτούρας: τουλάχιστον από την καθιέρωση των Oλυμπιακών Aγώνων (γεγονός αφετηριακό), οι αρχαίοι Έλληνες είχαν έντονα τη συνείδηση ότι ανήκουν στην ίδια κοινότητα, πέρα και παρά τις ιδιαιτερότητές τους.
 Παρόλο που μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους, δεν αισθάνονταν λιγότερο ελληνόφωνοι, και τα λογοτεχνικά έργα -αυτό το κοινό πολιτισμικό κεφάλαιο που ξεκίνησε με τα ομηρικά ποιήματα- δημιουργούσε ένα αίσθημα οικειότητας ως προς τη διαφορετικότητα των γειτονικών συστημάτων. Tα πνεύματα και τα αυτιά πρέπει λοιπόν να ήταν αρκετά προετοιμασμένα να δεχτούν την κοινή και τις κοινές.
5. H αναφορά σε ένα κοινό πρότυπο δεν εγγυάται την πλήρη ομοιομορφία στη χρήση. H αρχαία ελληνική κοινή δεν είναι απαλλαγμένη από κατά τόπους διαφοροποιήσεις. Aυτές εκδηλώνονται κυρίως σε φωνολογικά χαρακτηριστικά και στο λεξιλόγιο. Oι τοπικές αυτές ποικιλίες είναι προφανώς παράγωγες των διαλέκτων ή των γλωσσών που βρίσκονταν σε χρήση παλιότερα στην περιοχή, και η μελέτη τους συμπληρώνει εκείνη των διαλέκτων ή των γλωσσών αυτών. Ένα δείγμα τέτοιων εργασιών μπορεί να βρει κανείς στον Brixhe 1998.
Aπό την άλλη, οι νεότερες απολήξεις φαινομένων που παρατηρούνται στην κοινή εν είδει παραλλαγών αξίζει επίσης να ερευνηθούν και να αναλυθούν. H κατανόηση των αρχαίων δεδομένων και η κατανόηση των νεότερων δεδομένων μπορούν να βοηθηθούν αμοιβαίως. Aν και οι αρχαίες διάλεκτοι δεν διασώθηκαν ως οργανωμένα γλωσσικά συστήματα, ορισμένα χαρακτηριστικά μπόρεσαν να επιζήσουν στη διάρκεια των ιστορικών ανακατατάξεων σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή, και μάλιστα να εξαπλωθούν και να βρουν σήμερα την πλήρη έκφρασή τους.
 Δύο παραδείγματα είναι αρκετά: 1. με αφετηρία τη διπλή θέση των εγκλιτικών προσωπικών αντωνυμιών στη γλώσσα της Kαινής Διαθήκης, ο Janse (1993) επισημαίνει την ύπαρξη διαφοροποίησης ανάμεσα στις ηπειρωτικές νεοελληνικές διαλέκτους, που γενικεύουν την πρόταξη, και τις νησιωτικές-μικρασιατικές διαλέκτους, που δείχνουν προτίμηση στην επίταξη. 2. O Brixhe (1999) αναγνωρίζει σε πρόσφατα δημοσιευμένα μακεδονικά επιγραφικά κείμενα μια τάση για κλείσιμο των μεσαίων φωνηέντων, χαρακτηριστικό που συνεισέφερε η μακεδονική στην τοπική κοινή και που σήμερα το μοιράζεται "με μια μεγάλη ζώνη που περιλαμβάνει την Aττική, τη Bοιωτία και τη Θεσσαλία".
6. Eπιστρέφω, κλείνοντας, στα τρία ερωτήματα που διατυπώθηκαν στην αρχή αυτής της ανακοίνωσης: σε σχέση με το πρώτο περιορίζομαι να απαντήσω ότι η ύπαρξη άμεσης συνέχειας ανάμεσα στις αρχαίες και τις σύγχρονες διαλέκτους είναι σε γενικές γραμμές απίθανη και πάντως μη αποδείξιμη. Ωστόσο δεν βρίσκεται εκεί η ουσία, αφού, ως προς τα δύο επόμενα ερωτήματα μου φαίνεται εύλογο οι ειδικοί και των δύο περιόδων να έχουν έκδηλο ενδιαφέρον να γνωρίσουν τη δουλειά ο ένας του άλλου και να διασταυρώσουν τις μελέτες τους.
Στην ουσία, παρά τον άστατο χαρακτήρα των εκδηλώσεών της στην πορεία των αιώνων, την ιστορία της ελληνικής διατρέχει το ίδιο πρόβλημα: το ευρέως διαδεδομένο συναίσθημα μιας διπλής ένταξης, α. στην μεγάλη ελληνόφωνη κοινότητα και στην παιδεία της, β. στην ιδιαίτερη πατρίδα -φορέα ιδιαίτερων αξιών- και στο ιδίωμά της.
Για τον λόγο αυτό, περισσότερο ίσως από ό,τι σε άλλους τομείς, η πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία έχει διαπλακεί και διαπλέκεται ακόμη με την καθαυτό γλωσσική εξέλιξη, παρόλο που τα φαινόμενα που σχετίζονται με την εξέλιξη αυτή δεν αποκτούν την πλήρη σημασία τους παρά μόνο μέσα στη μακρά διάρκεια
Mετάφραση Ελένη Μπακαγιάννη
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ"

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Η προέλευση των Ελλήνων και το όνομα Ελλάς


Ο Θουκυδίδης η προέλευση των Ελλήνων και το όνομα Ελλάς---------
Όπως γνωρίζουμε ενδεχομένως από τα σχολικά μας χρόνια, ο Έλλην ιστορικός Θουκυδίδης έζησε μεταξύ 460 – 398 π.Χ.. και έγινε παγκοσμίως γνωστός για τη συγγραφή της κλασικής Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου.. Στο έργο της ζωής του αφηγείται γεγονότα που συνέβησαν κατά τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης· ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κράτησε από το 431 έως το  404 π.Χ., με ένα επτάχρονο διάλειμμα “ύποπτης ανακωχής”. Στο προοίμιο του έργου διαβάζουμε:

1. Θουκυδίδης, ο Αθηναίος, έγραψε την ιστορίαν του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Την συγγραφήν αυτού ήρχισεν ευθύς εξ αρχής της εκρήξεώς του, διότι προείδεν ότι θ’ απέβαινε μεγάλος και περισσότερον αξιομνημόνευτος από κάθε προηγούμενον πόλεμον, και εσυμπέραινε τούτο από το γεγονός ότι αμφότερα τα Κράτη κατήρχοντο εις αυτόν, ενώ ευρίσκοντο εις την ακμήν της παντός είδους στρατιωτικής δυνάμεώς των, και ότι έβλεπε τους λοιπούς Έλληνας είτε τασσόμενους αμέσως, είτε διανοουμένους τουλάχιστον να ταχθούν προς το εν ή το άλλο μέρος. [1] Προοίμιον (1-23)

Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.

Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ανάμεσα στη Αθηναϊκή και την Πελοποννησιακή Συμμαχία, υπό την ηγεμονία της Σπάρτης, διήρκεσε, με μερικές ανακωχές, από το 431 π.Χ. έως το 404 π.Χ. και έληξε με την ολοκληρωτική ήττα των Αθηναίων, δίνοντας τέλος στον πολιτισμικό «χρυσό αιώνα».
Ως προς την καταγωγή του, ο ίδιος αναφέρει ότι ήταν Θραξ, καθώς πατέρας του ήταν ο Όλορος, όνομα το οποίο επίσης ανήκε σε πολλούς βασιλείς της Θράκης. Ο Όλορος ήταν ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στην παράκτια περιοχή απέναντι από τη Θάσο και συνεπώς ευκατάστατος. Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στον Άλιμο και είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Μιλτιάδη και έναν από τους  γιούς του, τον Κίμωνα. Κατά την διάρκεια μιας εκστρατείας στην χερσόνησο της Κριμαίας, ο Μιλτιάδης παντρεύτηκε την Ηγησιπύλη, κόρη του Ολόρου, βασιλιά της Θράκης. Ο μέγας ιστορικός έλαβε κλασική μόρφωση και επηρεάσηκε από την σπουδαία φιλοσοφική παράδοση των Σοφιστών, αν και ήταν μάλλον αριστοκρατικής πολιτικής καταγωγής. Η συγγένεια και η συναναστροφή με τους κύκλους της αριστοκρατίας τον έφερε σε επαφή με ανθρώπους που διαμόρφωσαν την ιστορία της περιόδου για την οποία έγραψε. Ο χαρακτήρας του λέγεται ότι ήταν ψυχρός, μελαγχολικός και απαισιόδοξος.

Ως προς την καταγωγή του, ο ίδιος αναφέρει ότι ήταν Θραξ, καθώς πατέρας του ήταν ο Όλορος, όνομα το οποίο επίσης ανήκε σε πολλούς βασιλείς της Θράκης. Ο Όλορος ήταν ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στην παράκτια περιοχή απέναντι από τη Θάσο και συνεπώς ευκατάστατος. Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στον Άλιμο και είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Μιλτιάδη και έναν από τους  γιούς του, τον Κίμωνα. Κατά την διάρκεια μιας εκστρατείας στην χερσόνησο της Κριμαίας, ο Μιλτιάδης παντρεύτηκε την Ηγησιπύλη, κόρη του Ολόρου, βασιλιά της Θράκης. Ο μέγας ιστορικός έλαβε κλασική μόρφωση και επηρεάσηκε από την σπουδαία φιλοσοφική παράδοση των Σοφιστών, αν και ήταν μάλλον αριστοκρατικής πολιτικής καταγωγής. Η συγγένεια και η συναναστροφή με τους κύκλους της αριστοκρατίας τον έφερε σε επαφή με ανθρώπους που διαμόρφωσαν την ιστορία της περιόδου για την οποία έγραψε. Ο χαρακτήρας του λέγεται ότι ήταν ψυχρός, μελαγχολικός και απαισιόδοξος.

Ο Θουκυδίδης ήταν περίπου 25-30 ετών όταν ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431 π.Χ.). Αρρώστησε ο ίδιος κατά τον λοιμό που έπληξε την Αθήνα μεταξύ 430 και 427 π.Χ. και εξόντωσε το ένα τέταρτο του πληθυσμού της, μεταξύ αυτών και τον ίδιο τον Περικλή. Το 424 π.Χ. εξελέγη στρατηγός και ανέλαβε τη διοίκηση 7 πλοίων που αγκυροβολούσαν στη Θάσο, πιθανότατα επειδή είχε παλαιότερες διασυνδέσεις στην περιοχή. Κατά το χειμώνα του 424/3 π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας χτύπησε την Αμφίπολη, μια παραλιακή πόλη της Μακεδονίας στα δυτικά της Θάσου, η οποία είχε στρατηγική σημασία για την Αθηναϊκή Συμμαχία, λόγω της ναυπηγήσιμης ξυλείας που πρόσφερε η περιοχή και επειδή βρισκόταν κοντά στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου. Ο Αθηναίος διοικητής της μακεδονικής πόλης ζήτησε βοήθεια από τον στρατηγό  Θουκυδίδη.

Ο Βρασίδας, γνωρίζοντας ότι οι δυνάμεις των Αθηναίων βρισκόταν στη Θάσο και επειδή φοβήθηκε ότι θα φτάσουν ενισχύσεις από τη θάλασσα, έσπευσε να προσφέρει ευνοϊκούς όρους παράδοσης στους κατοίκους της Αμφίπολης και οι τελευταίοι τούς δέχτηκαν. Έτσι, όταν ο Θουκυδίδης έφτασε, η πόλη βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχο των Σπαρτιατών. Όπως ήταν επόμενο, η είδηση για την απώλεια της Αμφίπολης προκάλεσε μεγάλη πολιτική αναστάτωση στην Αθήνα. Για την αποτυχία του να σώσει την πόλη, ο Θουκυδίδης αναφέρει:

“Ήταν επίσης γραμμένο να εξοριστώ από την πατρίδα μου για είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα της Αμφίπολης και, όντας παρών και με τις δύο πλευρές της διαμάχης και κυρίως με τους Πελοποννήσιους λόγω της εξορίας μου, είχα το χρόνο να παρακολουθώ τις καταστάσεις κάπως αμερόληπτα.”

Με την ιδιότητα του εξόριστου και με βαθιά γνώση των τοπικών συνθηκών, όπως μαρτυρείται στο έργο του, ο οξυδερκής ιστορικός ταξιδεύει σχεδόν ελεύθερα στα θέατρα του πολέμου και έχει την ευκαιρία να δει τις διενέξεις από διαφορετικές πλευρές. Πιθανόν να ταξίδεψε και στη Σικελία κατά τη διάρκεια της Σικελικής Εκστρατείας. Σύμφωνα με τον Παυσανία, κάποιος Οινόβιος κατάφερε να περάσει ένα νόμο που επέτρεπε στο Θουκυδίδη να επιστρέψει από την εξορία, πιθανόν λίγο μετά την παράδοση της Αθήνας και το τέλος του πολέμου το 404 π.Χ. Ο Παυσανίας αναφέρει ακόμη ότι δολοφονήθηκε κατά την επιστροφή του στην Αθήνα. Πολλοί αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, θεωρώντας πως υπάρχουν ενδείξεις ότι έζησε μέχρι και το 397 π.Χ. Όπως και να έγινε,  βέβαιο είναι ότι παρόλο που έζησε μετά το τέλος του πολέμου και την οριστική συντριβή της Αθήνας, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την Ιστορία του. Η διήγησή του διακόπτεται κάπως  απότομα στο μέσο του έτους 411 π.Χ., υποδηλώνοντας ίσως ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου. Σύμφωνα με κάποια παράδοση, το κείμενό του βρέθηκε να τελειώνει με μία ανολοκλήρωτη πρόταση. Τα λείψανά του επιστράφηκαν στην πόλη της Παλλάδας και ενταφιάστηκαν στον οικογενειακό τάφο του Κίμωνα.

Οι μεταναστεύσεις
Ο Θουκυδίδης δεν έδωσε τίτλο στο έργο του, ούτε το χώρισε σε βιβλία. Η διαίρεσή σε 8 βιβλία και ο τίτλος Θουκυδίδου Ιστορίαι ή Συγγραφή οφείλονται στους αρχαίους γραμματικούς. Στο Α’ βιβλίο – μετά το προοίμιο – ακολουθεί η λεγόμενη αρχαιολογία, η οποία αποτελεί σύγκριση μεταξύ του Πελοποννησιακού πολέμου και προηγουμένων σημαντικών γεγονότων της ελληνικής ιστορίας:

“Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.”

Σύμφωνα με το ίδιο, η Αττική – λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν – υπήρξεν ανέκαθεν απαλλαγμένη από στάσεις και για το λόγο αυτό διατήρησε πάντοτε τους ίδιους κατοίκους. Αντιθέτως, τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων. Ως τέτοιες περιοχές αναφέρει τη Θεσσαλία, την Βοιωτία, το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία και από την υπόλοιπη Ελλάδα τα καλύτερα μέρη:

“Διότι είναι προφανές ότι η χώρα που καλείται σήμερον Ελλάς δεν ήτο μονίμως κατοικημένη εξ αρχής, αλλ’ εγίνοντο εις το παρελθόν συχναί μεταναστεύσεις και οι κάτοικοι χωρίς πολλάς δυσκολίας εγκατέλειπαν τας εστίας των, εξαναγκαζόμενοι εις τούτο από νέους πολυαριθμοτέρους εκάστοτε εποίκους. Καθόσον ούτε το εμπόριον, όπως σήμερον διεξάγεται, υπήρχε τότε, ούτε ασφαλής διά ξηράς ή διά θαλάσσης συγκοινωνία, και καθένας εξεμεταλλεύετο το έδαφος, το οποιον είχε υπό την κατοχήν του, τόσον μόνον όσον ήρκει διά την συντήρησίν του. Ούτε πλούτον εσώρευαν, ούτε την γην εφύτευαν, τόσον μάλλον καθόσον αι εγκαταστάσεις των δεν ήσαν ωχυρωμέναι και ως εκ τούτου εφοβούντο μήπως από στιγμής εις στιγμήν άλλοι επιδρομείς επέλθουν και τους αφαιρέσουν κάθε τι που έχουν. Επειδή, εξ άλλου, επίστευαν ότι οπουδήποτε ημπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαίαν καθημερινήν τροφήν, εμετανάστευαν όχι απροθύμως και δι’ αυτό δεν ήσαν ισχυροί ούτε κατά το μέγεθος των πόλεων, ούτε κατά την πολεμικήν γενικώς παρασκευήν. Αλλά τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων – όπως, λόγου χάριν, αι επαρχίαι, αι οποίαι σήμερον ονομάζονται Θεσσαλία και Βοιωτία, και το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός της Αρκαδίας, και από την άλλην Ελλάδα τα καλύτερα μέρη.”
Χάρτης του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στον χάρτη απεικονίζονται οι συμμαχίες και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του πολέμου (ιταλικά).
Η αύξηση του πλούτου επέφερε συγκρούσεις και πολλοί κατέφευγαν στην ασφαλέστερη Αθήνα, η οποία με την πάροδο του χρόνου έγινε πολυάνθρωπος και δεν μπορούσε να θρέψει τους κατοίκους της. Αρχικά, ο αποικισμός της Ιωνίας έδωσε μια λύση στο πρόβλημα:

“Διότι η ευφορία της γης έφερεν αύξησιν της δυνάμεως ωρισμένων προσώπων, η οποία επροκάλει εμφυλίους σπαραγμούς, από τους οποίους τα διαμερίσματα αυτά εφθείροντο τόσον μάλλον, καθόσον ήσαν περισσότερον εκτεθειμένα εις εξωτερικάς επιδρομάς. Η Αττική, εν πάση περιπτώσει, λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν, υπήρξεν ανέκαθεν απηλλαγμένη από στάσεις και διά τον λόγον αυτόν διετήρησε πάντοτε τους ιδίους κατοίκους. Και έχομεν εδώ απόδειξιν του ισχυρισμού μου ότι, λόγω της μεταναστεύσεως, τα άλλα μέρη της Ελλάδος δεν ηυξήθησαν εις πληθυσμόν όπως η Αττική. Διότι οι δυνατώτεροι από εκείνους, όσοι, ένεκα εξωτερικών πολέμων ή εσωτερικών στάσεων εξεδιώκοντο από την άλλην Ελλάδα, κατέφευγαν εις τας Αθήνας ως εις τόπον ασφαλή, και, πολιτογραφούμενοι, κατέστησαν την πόλιν, ευθύς από τους παλαιότατους χρόνους, ακόμη πλέον πολυάνθρωπον, εις τρόπον ώστε επειδή η Αττική απέβη ανεπαρκής διά τον πληθυσμόν της πόλεως οι Αθηναίοι απέστειλαν αποικίας εις την Ιωνίαν.

Το όνομα Ελλάς

Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο Έλλην  ήταν γιος του Δευκαλίωνος και της Πύρρας και απέκτησε τρεις γιους, τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξάνθο. Ο Αίολος και ο Δώρος μαζί με τους γιους του Ξάνθου, τον Αχαιό και τον Ίωνα, αποτέλεσαν τους γενάρχες των τεσσάρων κυριότερων ελληνικών φυλών που ήταν οι Αχαιοί, οι Δωριείς, οι Αιολείς και οι Ίωνες. Το όνομα Έλληνες στα ομηρικά χρόνια δεν αντιστοιχούσε παρά μόνο σ’ ένα ελληνικό φύλο, που κατοικούσε στην περιοχή γύρω από τον Σπερχειό ποταμό στη σημερινή Φθιώτιδα (αρχ. Φθία), το οποίο είχε ως ηγέτη του τον μυθικό ήρωα Αχιλλέα, επικεφαλής των περίφημων Μυρμιδόνων:

«οι τ’ είχον Φθίην ήδ’  Ελλάδα καλλιγύναικα. > / Μυρμιδόνες δε καλεύντο και Έλληνες και Αχαιοί» (Ιλιάδα Β’ 683-4)

Οι Έλληνες στο έργο του Ομήρου αναφέρονται επίσης ως Αχαιοί, Παναχαιοί,  Δαναοί, Αργείοι και Πανέλληνες:

«εγχείη δ’ εκέκαστο  /ο Αίας ο ηγεμόνας των Λοκρών /Πανέλληνας και Αχαιούς» (Ιλιάδα Β’ 530).

Κατά τον Αριστοτέλη, αρχικά Ελλάς ήταν όνομα περιοχής κοντά στη Δωδώνη. Η ετυμολογία της λέξεως Έλλην έχει προκαλέσει διάφορες συζητήσεις. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι η λέξη προέρχεται από τους Σελλούς (<θ. σελ- = φωτίζω), ένα ελληνικό φύλο της Ηπείρου στο οποίο ανήκαν οι ιερείς της Δωδώνης. Ένα μέρος των Σελλών φέρεται να μετανάστευσε στη Φθία.

Μέχρι τον Τρωικό Πόλεμο, η Ελλάς δεν επιχείρησε τίποτα από κοινού:

“Την αδυναμίαν, άλλωστε, των παλαιών καιρών μου φαίνεται ότι αποδεικνύει και το γεγονός προ πάντων ότι πριν από τα Τρωικά τίποτε δεν επεχείρησεν από κοινού η Ελλάς. Νομίζω μάλιστα ότι το όνομα αυτό ούτε είχε δοθή ακόμη εις όλην την χώραν, ούτε καν υπήρχε προ του Έλληνος, υιού του Δευκαλίωνος, αλλά τα διάφορα φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν, έδιδαν το όνομά των εις τα υπ’ αυτών κατοικούμενα διαμερίσματα. Αλλ’ από την εποχήν που ο Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των επεκαλούντο οι κάτοικοι των άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας αυτής, ωνομάζοντο ήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς επέρασε καιρός πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικράτηση γενικώς. Την καλυτέραν απόδειξιν παρέχει ο Όμηρος. Διότι, μολονότι έζησε πολύ ύστερον και από τα Τρωικά, πουθενά δεν ωνόμασε με το όνομα αυτό όλους, ούτε άλλους εκτός εκείνων που ηκολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες, αλλ’ αποκαλεί αυτούς εις τα ποιήματά του γενικώς Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς.”

Ο Όμηρος δεν κάνει επίσης διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους:

“Ούτε βαρβάρους, άλλωστε, μνημονεύει διά τον λόγον, ως νομίζω, ότι ούτε οι Έλληνες είχαν ακόμη διακριθή διά κοινού αντιθέτου ονόματος. Οπωσδήποτε τα διάφορα ελληνικά φύλα, επί των οποίων το όνομα των Ελλήνων, λόγω κοινότητος της γλώσσης, εξηπλώνετο διαδοχικώς από μίαν περιφέρειαν εις άλλην, έως ότου επεξετάθη ακολούθως επί του συνόλου των, δεν έκαμαν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν πριν από τα Τρωικά, ένεκα αδυναμίας και ελλείψεως αμοιβαίας επικοινωνίας. Άλλωστε, και την εκστρατείαν ακόμη κατά της Τροίας τότε μόνον επεχείρησαν από κοινού, όταν είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογον εμπειρίαν της θαλάσσης.
Έλλην και Ελλάς

Στο Λεξικό του Μπαμπινιώτη, αναφέρεται και ο τύπος Έλλοπες, ο οποίος προσδιόριζε κατοίκους της Δωδώνης και της βόρειας Εύβοιας. Ο Αριστοτέλης ορίζει τη Δωδώνη ως αρχική πατρίδα των Ελλήνων. Από μορφολογικής απόψεως θεωρείται ότι οι λέξεις Έλλην και Ελλάς αποτελούν παράγωγα του ουσ. Ελλοί – Έλλοι – Σελλοί, καθώς οι τύποι αυτοί απαντώνται στον ‘Ομηρο και τον Πίνδαρο. Ο Χριστιανός Ησύχιος ερμηνεύει ως εξής: Έλλοί· Έλληνες οι εν Δωδώνη και οι ιερείς». Όλοι αυτοί οι γλωσσικοί τύποι είναι αγνώστου ετύμου και σημασίας κατά τον κ. Μπαμπινιώτη. [3]

Όπως αναφέρθηκε ήδη, στον Όμηρο η λέξη περιορίζεται τοπικά στους Θεσσαλούς της Φθίας, ενώ η χρήση της αργότερα στο αρχ. επίθ. Ελλανοδίκαι αύξησε το κύρος της λόγω της σημασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Θουκυδίδης εξηγεί τη γεωγραφική επέκταση του όρου Έλληνες από τον μυθολογικό ήρωα Έλληνα, που ταξίδευε και δρούσε συχνά σε άλλες πόλεις. Ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος πιστεύει ότι ο όρος “Ελληνες χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει την κοινή προέλευση των διαφόρων φυλών του ελληνικού χώρου. [3]

Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Θουκυδίδης [2]

Το «Γένος των Γραικών»

Στην προεπαναστατική Ελλάδα αναβιώνει μια πανάρχαια ονομασία των Ελλήνων, οι ονομασία Γραικοί, που χρησιμοποιήθηκε πριν ακόμη καθιερωθεί η λέξη Έλληνες. Σε επιγραφή τού 4ου π.Χ. αι. διαβάζουμε: «”Ελληνες ωνομάσθησαν,  το πρότερον Γραικοί καλούμενοι». Ο Αριστοτέλης (Μετεωρολογικά 1,352α) γράφει: “ώκουνν [ενν. στην περιοχή της Δωδώνης στην Ήπειρο] οι Σελλoί (πρόκειται για τους Ελλούς] και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δε Έλληνες». Η πληροφορία του Αριστοτέλη και η γενικότερη παράδοση της αρχαιότητας συγκλίνουν στο ότι τόσο οι ονομασίες Γραικοί και Έλληνες όσο και η περιοχή της αρχικής εγκατάστασης των Ελλήνων τοποθετούνται στην περιοχή της Ηπείρου, γύρω από τη Δωδώνη και τα σημερινά Ιωάννινα.

Στους αλεξανδρινούς χρόνους, η ονομασία Γραικοί συναντάται λιγότερο αλλά παραλλήλως προς το Έλληνες. Στο Βυζάντιο παράλληλα με το Ρωμαίοι χρησιμοποιείται, σε περιορισμένη έκταση, και το Γραικοί, προσλαμβάνοντας την ειδικότερη σημασία «ελληνορθόδοξοι» κατ’ αντιδιαστολή προς το Έλληνες (= ειδωλολάτρες, πολυθεϊστές) και το Λατίνοι (= χριστιανοί της Δύσης / ρωμαιοκαθολικοί). Τον 15ο αιώνα, (στη Σύνοδο της Φλωρεντίας) αναφέρονται «συνελθόντες Λατίνοι τε και Γραικοί».
Ο δεινός αρχαιογνώστης Αδαμάντιος Κοραής και άλλοι προεπαναστατικοί συγγραφείς και αγωνιστές (Ρήγας, Χριστόπουλος κ.ά.) μιλούν για το «Γένος των Γραικών» και ο ανασκολοπισθείς Αθανάσιος Διάκος – αρνούμενος να ενταχθεί στον οθωμανικό στρατό… – απαντά περήφανα στους Τούρκους: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, το όνομα Γραικοί αντικαθίσταται από το Έλληνες. Οι Γραικοί, είτε ως κάτοικοι (αργότερα) της Γραίας στην Εύβοια και της ευβοϊκής αποικίας Κύμης στην Κάτω Ιταλία είτε απευθείας (παλαιότερα) από την περιοχή της Ηπείρου, έγιναν γνωστοί στους Ιταλούς, που τους ονόμασαν Graeci,  από όπου και οι ξενικές ονομασίες των Ελλήνων ως Greek (αγγλ.), Grec (γαλλ.), Grieche (γερμ.). Ωστόσο, οι ξένοι χρησιμοποιούν για το Ελλάς το Hellas, ως επίσημη ονομασία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παράλληλα προς τα ονόματα Greece (αγγλ.), Grece (γαλλ.) και Griechenland  στα γερμανικά.

Με το έργο του αθάνατου Θουκυδίδη θα ασχοληθούμε και σε επόμενα σημειώματα. Για την ώρα, θα καταλήξουμε με  ένα μικρό και επίκαιρο απόσπασμα από τον  περίφημο διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους:

ΜΗΛΕΙΟΙ: Πώς είναι δυνατόν να έχουμε εμείς το ίδιο συμφέρον να γίνουμε δούλοι σας όσο εσείς έχετε συμφέρον να μας υποτάξετε;

ΑΘΗΝΑΙΟΙ: Επειδή εσείς,  αν υποταχθείτε, θ’ αποφύγετε την έσχατη καταστροφή και εμείς θα έχουμε κέρδος αν δεν σας καταστρέψουμε.

Ενδεικτική βιβλιογραφία και παραπομπές
[1] Προοίμιον (1-23), μετάφραση Ελευθέριου Βενιζέλου
[2] Αρχαίο κείμενο: «Καὶ εἰς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν [τῶν ἔργων] ἀτερπέστερον φανεῖται, ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει.
[3] Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας
[4]Η ελληνική πόλις – Glotz Gustave
[5] http://el.wikipedia.org/wiki
[6] Στα Αγγλικά: By Thucydides The History of the Peloponnesian War
eranistis
logiosermis
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η προέλευση των Ελλήνων και το όνομα Ελλάς"

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Αγγλικες λεξεις που και όμως είναι ελληνικές.

Ο Γ. Μπαμπινιώτης αναλύει την ετυμολογική προέλευση λέξεων της σύγχρονης αγγλικής γλώσσας οι οποίες, σε μια πρώτη εξέταση, δείχνουν ότι ουδεμία σχέση μπορεί να έχουν με τα ελληνικά.----

Και όμως είναι ελληνικές------

Αν σας ρωτήσει κανείς, θέλοντας να ελέγξει τις ετυμολογικές γνώσεις σας στην Αγγλική ή στην Ελληνική, αν λέξεις όπως λ.χ. butter «βούτυρο», paper «χαρτί», church «εκκλησία», sketch «σκαρίφημα - θεατρικό σκετς», bomb «βόμβα», clergy «κληρικός» και clerk «υπάλληλος», chart «χάρτης» και card «κάρτα», calm «νηνεμία, γαλήνη», pain «πόνος», pirate «πειρατής», diploma «δίπλωμα», chanel «δίαυλος», priest «ιερέας», buffalo «βουβάλι», monk «μοναχός», bishop «επίσκοπος» κ.ά. προέρχονται από την Ελληνική ή είναι αμιγώς αγγλικές, μη βιαστείτε να απαντήσετε ότι δεν σας φαίνονται ελληνικές.
 Η πραγματικότητα είναι ότι περνώντας μέσα από διάφορους, συχνά δαιδαλώδεις και σκολιούς, γλωσσικούς δρόμους οι λέξεις αυτές έφτασαν στην Αγγλική, έχοντας ξεκινήσει από την ελληνική γλώσσα. Είναι δάνειες λέξεις τής Αγγλικής από την Ελληνική.
 Μια ματιά σε έγκυρα λεξικά τής Αγγλικής (Webster, Random House, Longman, Oxford κ.ά.) μπορεί να σας πείσει.
Το αρχ. ελληνικό βούτυρον βούτυρος (βους τυρός), μέσω τού λατιν. butyrum, έδωσε το αρχ., αγγλ. butere, απ' όπου το σύγχρονο αγγλ. butter (και τα γερμ. Butter, γαλλ. beurre, ιταλ. burro κ.ά.). Το αρχ. ελλην. πάπυρος, που δήλωσε την πρώτη μορφή γραφικής ύλης από το ομώνυμο φυτό το οποίο ευδοκιμούσε στην Αίγυπτο, έδωσε το αγγλ. paper (γαλλ. papier, γερμ. Papier κ.ά.) μέσω τού λατιν. papyrum, απ' όπου το μεσαιων. γαλλ. papier και το μεσαιων. αγγλ. papir. Πιο σύνθετη είναι η προέλευση τής λέξης που δήλωσε στην Αγγλική «την εκκλησία», τής λ. church. Ξεκίνησε από το ελληνιστ. κυριακόν (δώμα) «ο οίκος τού Κυρίου» (από το Κύριος), το οποίο, μέσω τού αρχ. γερμ. kirihha (απ' όπου το νέο γερμ. Kirche «εκκλησία») και των αρχ. αγγλ. cirice και μεσαιων. αγγλ. chirche, έδωσε το νέο αγγλ. church. Οι ίδιοι οι Ελληνες χριστιανοί χρησιμοποίησαν το αρχ. εκκλησία (εκκλησία τού δήμου «η συγκέντρωση του λαού / των πολιτών ως θεσμικό όργανο») με νέο περιεχόμενο: χώρος όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί για να λατρεύσουν τον Θεό (ενώ οι αρχαίοι Ελληνες χρησιμοποιούσαν τη λ. ναός, με την αντίληψη ότι αποτελεί χώρο όπουναίουν, όπου κατοικούν οι θεοί).
Ενδιαφέρον έχει, για τις περιπέτειές της, η λέξη sketch «σκαρίφημα - θεατρικό σκετς». Ποιος το φαντάζεται, εκ πρώτης όψεως, ότι προέρχεται από την ελλην. λ. σχέδιο; Η αρχαία ελλ. λ. σχέδιον (από το αρχ. σχέδιος που σήμαινε «προσωρινός, αυτοσχέδιος», προερχόμενη από τη λ. σχεδόν κι αυτή από το έχω), μέσω τού λατιν. schedium, έδωσε το ιταλ. schizzo, που πέρασε στα ολλανδικά ως schets, από όπου το αγγλ. sketch. Το περίεργο για τη ζωή των λέξεων είναι ότι το ελλην. σχέδιο επανήλθε στους νεότερους χρόνους στην Ελληνική, δηλ. ως «αντιδάνειο» (ως δάνειο δανείου!...), μέσα από δύο ξένες γλώσσες: από την Ιταλική ωςσκίτσο και από την Αγγλική ως σκετς. Ανάλογη είναι η περίπτωση τού αγγλ. scene«σκηνή». Προέρχεται από το ελλην. σκηνή, μέσω τού λατιν. scaena / scena. Από το υποκοριστικό τού λατιν. scene, από το scenarium, προήλθε το ιταλ. scenario που πέρασε σε διάφορες γλώσσες (αγγλ. scenario, γαλλ. scenario κ.ά.) και επανήλθε στα Ελληνικά ωςσενάριο (αντιδάνειο). Από το θέμα σχ- (τού έχω, πβ. κατά-σχ-ω, παρά-σχ-ω, σχ-εδόν) που είδαμε και στο σχέδιο, προήλθε και η λ. σχήμα που έδωσε, μέσω τού λατιν. schema, το αγγλ.scheme.
Μια λέξη που θα ξάφνιαζε ίσως όταν κανείς διαπιστώσει ότι είναι ελληνική, είναι η αγγλική λ. pain «πόνος». Η λέξη αυτή προήλθε από την ελλην. λ. ποινή που σήμαινε αρχικά «τιμή αίματος, εκδίκηση (για έγκλημα)» και μετά «τιμωρία». Μέσω τού λατ. poena, που έδωσε το γαλλ. peine (αρχικά σήμαινε «τα βασανιστήρια των μαρτύρων τής πίστεως»), προήλθε το αγγλ. pain με τη σημ. «πόνος» ως απόρροια των πόνων από τα βασανιστήρια και ως επακόλουθο τής τιμωρίας γενικότερα. Εξίσου ίσως θα ξάφνιαζε και η αγγλική λ. calm«κάλμα, νηνεμία».
Κι αυτή προήλθε από ελληνική λέξη, το αρχ. καύμα, που δήλωνε τον καύσωνα και το θέρος, οδηγώντας συνεκδοχικά στη σημ. τής ηρεμίας τής θάλασσας, τής έλλειψης δυνατών ανέμων. Στην Αγγλική έφτασε η λέξη από το ιταλ. calma που ανάγεται σε όψιμο λατιν. cauma από το καύμα. Οτι η λ. ξαναγύρισε στην Ελληνική μέσω τής Ιταλικής ως κάλμα, δηλ. ως αντιδάνειο, είδαμε ότι αποτελεί συχνό φαινόμενο. Το αρχ. πειρώμαι «προσπαθώ, αποπειρώμαι, τολμώ» έδωσε στη μεταγενέστερη Ελληνική τη λ. πειρατής που προφανώς θα σήμαινε αρχικά αυτόν που αποτολμά παράτολμα και παράνομα εγχειρήματα. Μέσω τού λατιν. pirata η λ. έδωσε το αγγλ. pirate.
Στην εκκλησιαστική γλώσσα μια σειρά από αγγλικές λέξεις προέρχονται από την Ελληνική, χωρίς αυτό να είναι αμέσως αισθητό στον μη ειδικό. Τέτοιες είναι οι αγγλικές λέξεις priest,clergy (και clerc), bishop, monk κ.ά. Συγκεκριμένα το ελλην. πρεσβύτερος (αρχική σημ. «γεροντότερος») έδωσε το όψιμο λατ. presbyter. Από αυτό, με ορισμένες μεταβολές, προήλθε το αρχ. αγγλ. preost και κατόπιν το μεσαιων. αγγλ. preist, που έδωσε το νεότ. αγγλ.priest. Το ελλην. κληρικός (από τη λ. κλήρος) «αυτός που τού πέφτει ο κλήρος, που τού ανατίθεται ένα έργο» έδωσε το όψιμο λατιν. clericus απ' όπου τα αρχ. αγγλ. cleric και clerc. Από αυτά προήλθε το αγγλ. clerk «λόγιος» - «υπάλληλος εξουσιοδοτημένος με συγκεκριμένο έργο» - «απλός υπάλληλος». Το αρχ. αγγλ. clerc έδωσε και τον εκκλησιαστικό όρο clergy «κληρικός, ιερωμένος». Το ελλην. επίσκοπος είναι η λέξη απ' όπου προήλθε το αγγλ. bishop «επίσκοπος», μέσω τού όψιμου λατιν. episcopus, απ' όπου τα αρχ. αγγλ. bisceop και μεσαιων. αγγλ. bishhop που προηγήθηκαν τού νεότερου αγγλικού bishop. Ως προς το αγγλ. monk «μοναχός» προήλθε από το μεταγεν. ελλην. μοναχός μέσω τού όψιμου λατιν. monachus, απ' όπου το αρχ. αγγλ. munuc και μετέπειτα το νεοτ. αγγλ. monk.
Το αγγλ. chart «χάρτης» αλλά και το card «κάρτα» προήλθαν από το ελλην. χάρτης. Τοbomb «βόμβα» από το αρχ. ελλην. βόμβος. Το «πολύ αμερικάνικο» buffalo από το ελλην.βούβαλος. Το ελλην. δίπλωμα (από διπλώνω, διπλούς) με τη σημ. «επίσημο έγγραφο» έδωσε το diploma και από αυτό το diplomat «διπλωμάτης» κ.ο.κ.
Οπως έγινε, ελπίζω, φανερό, ένα πλήθος από ξένες λέξεις, εν προκειμένω αγγλικές, έλκουν την καταγωγή τους από την ελληνική γλώσσα, απευθείας ή, πιο συχνά, μέσω τής λατινικής γλώσσας. Οσα γράφονται εδώ δεν δίδονται για να αποτελέσουν αφορμή κομπασμού αλλά ως νύξεις για γλωσσική αυτογνωσία και περίσκεψη, για το πόσα έχει κανείς να κερδίσει από μια ετυμολογική περιδιάβαση στους δρόμους τής γλώσσας μας.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Αγγλικες λεξεις που και όμως είναι ελληνικές."
Related Posts with Thumbnails