Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Η μαγευτική τέχνη του ψηφιδωτού

Η κατασκευή ενός ψηφιδωτού αντιγράφου είναι μια μοναδική εμπειρία δημιουργικότητας που δίνει χαρά και βαθιά ικανοποίηση σε όποιον καταπιάνεται με αυτήν. Τουλάχιστον έτσι πιστεύουμε όσοι ασχολούμαστε ερασιτεχνικά (ή και επαγγελματικά) με τα μυστικά της τέχνης του ψηφιδωτού, στο εργαστήριο ψηφιδωτού "ΨΗΦΙΔΩΝ ΓΝΩΣΙΣ" υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση του καθηγητή ψηφοθέτη Νίκου Τόλη. Ακολουθούν δύο παρουσιάσεις: η πρώτη δείχνει συνοπτικά τον τρόπο κατασκευής ενός ψηφιδωτού αντιγράφου με τον παραδοσιακό τρόπο της άμεσης ψηφοθέτησης σε προσωρινό υπόστρωμα και η δεύτερη είναι μια προσπάθεια παρουσίασης ψηφιδωτών έργων τέχνης από την αρχαιότητα μέχρι τη σημερινή εποχή.

Το ψηφιδωτό είναι σχέδιο ή παράσταση για τη διακόσμηση δαπέδου, τοίχου ή οροφής, που σχηματίζεται με την συναρμολόγηση και συγκόλληση μικρών ποικιλόχρωμων κύβων (ψηφίδων) από μάρμαρο, πέτρα, σμάλτο ή οπτή γη (αλλιώς ψηφοθέτημα ή μωσαϊκό). Συνεκδοχικά, με τον όρο «ψηφιδωτό» δηλώνεται η τέχνη της διακόσμησης μιας επιφάνειας με τη μέθοδο αυτή.
Το ψηφιδωτό επηρεάστηκε πολύ αλλά και επηρέασε την ζωγραφική με την οποία έχει και τα περισσότερα κοινά στοιχεία.

ΥΛΙΚΑ

Στην αρχαιότητα τα ψηφιδωτά κατασκευάζονταν αρχικά με ακατέργαστα (φυσικά) χαλίκια, ομοιόμορφα σε μέγεθος. Οι Έλληνες επινόησαν επίσης και την τεχνική των ψηφίδων (στα Λατινικά “tesserae”, “κύβοι’’ ή ‘’ζάρια’’), μικρών τεμαχίων κομμένων σε τριγωνικό, τετράγωνο ή άλλο κανονικό σχήμα, ώστε να ταιριάζουν ακριβώς στον κάνναβο των κύβων που σχηματίζουν την επιφάνεια του ψηφιδωτού.
Οι ψηφίδες ποικίλουν σημαντικά σε μέγεθος, ανάλογα με τη λειτουργία που επιτελούν: στα μεσαιωνικά έργα π.χ. οι περιοχές που απαιτούν λεπτομέρεια, όπως τα πρόσωπα και τα χέρια, είναι σχηματισμένα με ψηφίδες μικρότερες του συνήθους. Οι κανονικές διακοσμήσεις δαπέδων στην αρχαιότητα αποτελούνται από ψηφίδες ενός εκατοστού περίπου.
Όσο το ψηφιδωτό χρησιμοποιείτο στην κατασκευή δαπέδων, το κύριο ζητούμενο από τα υλικά του, εκτός από το χρώμα τους ήταν και η αντοχή τους στη φθορά.

Πέτρα

Η πέτρα κυριάρχησε για μεγάλο διάστημα καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας αλλά και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και τα φυσικά χρώματα της πέτρας παρείχαν το βασικό φάσμα αποχρώσεων που είχε στη διάθεσή του ο καλλιτέχνης. Μολονότι προτιμούνταν συνήθως το μάρμαρο και ο ασβεστόλιθος, στα ρωμαϊκά ψηφιδωτά χρησιμοποιήθηκε πολύ και ο μαύρος βασάλτης (ιδίως στην ασπρόμαυρη τεχνική). Η φυσική πέτρα χρησιμοποιείται και στα μοντέρνα ψηφιδωτά (π.χ. στα ψηφιδωτά που καλύπτουν την εξωτερική επιφάνεια του σταδίου του Ντιέγκο Ριβέρα στο Μεξικό(1957).

Γυαλί

Το γυαλί πρωτοεμφανίστηκε ανάμεσα στα υλικά των ψηφιδωτών κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (3ος-1ος π.Χ. αι.)και προσέφερε απεριόριστες χρωματικές δυνατότητες στην τέχνη αυτή. Οι καλλιτέχνες ψηφιδωτών της παλαιοχριστιανικής εποχής έδωσαν νέα κατεύθυνση στην τέχνη με την αξιοποίηση των χρυσών και των ασημένιων ψηφίδων. Όπως στον καθρέφτη, στις γυάλινες αυτές ψηφίδες επικολλούσαν φύλλο μετάλλου , χρυσού ή κασσίτερου.. Οι ψηφίδες αυτές έδιναν πολύ λαμπερές χρυσές ή ασημένιες ανταύγειες και χρησιμοποιούνταν, κυρίως, για να αποδώσουν το εκπορευόμενο από το Θεό φως(μαυσωλείο της Γκάλα Πλακίντια , Ραβέννα 450μ.Χ. ), Το χρυσό βάθος έγινε ο κανόνας από τον 6ο αι.

Άλλα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στα χριστιανικά ψηφιδωτά ήταν το φίλντισι, οι ημιπολύτιμοι λίθοι (σπάνια) και ψηφίδες από ψημένο πηλό (τερακότα).

ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΑ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

Ουρούκ, 4.000 π.Χ

Το ψηφιδωτό εμφανίστηκε κατά την πρωτοϊστορική εποχή στη Μεσοποταμία (τέλη της 4ης χιλιετηρίδας) σε ναό της Ουρούκ, υπό μορφή ημικιόνων, διακοσμημένων με πήλινα καρφιά που έφερναν έγχρωμη κεφαλή, σχηματίζοντας γεωμετρικά σχέδια, κόκκινα μαύρα και άσπρα. Στη δυτική Μ.Ασία σώζονται τα παλαιότερα δείγματα ψηφιδωτών δαπέδων με χονδροειδή χαλίκια, ένθετα σε πρωτόγονου τύπου κονίαμα (Γόρδιο, κοντά στην Άγκυρα, 8ος π.Χ. αι.)

Αρχαία ελληνικά και ελληνιστικά ψηφιδωτά

Τρεις φάσεις στην εξέλιξη της τέχνης του ψηφιδωτού: η πρώτη, σχετιζόμενη με την Ελλάδα, τελειοποίησε σταδιακά το ψηφιδωτό από φυσικά χαλίκια.
Η δεύτερη σχετίζεται με την επινόηση και τη διάδοση της τεχνικής των ψηφίδων και έλαβε χώρα εν μέρει στον ελληνιστικό κόσμο και εν μέρει σε ρωμαϊκό έδαφος.
Η τρίτη, ρωμαϊκό κατά βάση φαινόμενο, χαρακτηριζόταν από την εκλαΐκευση του ψηφιδωτού και την εφαρμογή του σε νέες λειτουργίες.

Ρωμαϊκά ψηφιδωτά

Οι Ρωμαίοι εισήγαγαν το ψηφιδωτό στην εκλεπτυσμένη μορφή του, τόσο στην αρχιτεκτονική της κατοικίας όσο και στους τόπους λατρείας τους.

Η Πομπηία έχει διασώσει ένα πλήθος ψηφιδωτών στην τεχνική του opus vermiculatum (από πολύ μικρές, ακανόνιστες ψηφίδες) (2ος-1ος π.Χ.αι.) Το διασημότερο από αυτά είναι ‘Η Μάχη της Ισσού’,το μεγαλύτερο από τα γνωστά έργα , φιλοτεχνημένο στη μικρογραφική τεχνική του ψηφιδωτού. οι Ρωμαίοι μετέτρεψαν το ψηφιδωτό από τέχνη για τους λίγους σε συνηθισμένο διακοσμητικό μέσο (οικίες Δήλου 2ος π.Χ.αι.) Κατά τη διάρκεια του 3ου π.Χ. αι. ητέχνη του ψηφιδωτού υπέστη ριζική αλλαγή και χρησιμοποιήθηκε, εκτός από τα δάπεδα, στην αρχιτεκτονική κήπων (κρήνες με ψηφιδωτά), στη διακόσμηση θόλων λουτρών και κτηρίων και για τη φιλοτέχνηση θρησκευτικών εικόνων.

Παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά

Από τις παλαιότερες χριστιανικές διακοσμήσεις τοίχων με ψηφιδωτά είναι εκείνη της εκκλησίας της Σάντα Κοντσάντσα (Αγίας Κωνσταντίας) της Ρώμης , που κτίστηκε το 320-330 ως μαυσωλείο της κόρης του Κωνσταντίνου. Το θεματολόγιο των παραστάσεων έχει πολλά διονυσιακά και ειδωλολατρικά στοιχεία, επειδή προφανώς δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη χριστιανικό εικονογραφικό πρόγραμμα αλλά και λόγω της αλληγορικής σημασίας της αμπέλου και του οίνου στη χριστιανική θρησκεία.

Βυζαντινά ψηφιδωτά

Ψηφιδωτό από την Αγία Σοφία
Τα ψηφιδωτά που φιλοτεχνήθηκαν στη Ραβέννα για τον Οστρογότθο βασιλιά Θεοδώριχο (493-526 μ.Χ.) είναι οι πρώτες ολοκληρωμένες εκδηλώσεις της βυζαντινής τέχνης στη Δύση. Κυριαρχεί  το  χρυσό  φόντο και ακολουθεί το ασημένιο που αποτελεί καινοτομία στα ψηφιδωτά της Ιταλίας. Στην Ανατολή, ο περίκεντρος ναός του Αγίου Γεωργίου στην Θεσσαλονίκη δείχνει την πρωιμότερη άνθηση του βυζαντινού ψηφιδωτού (400 μ.Χ. περίπου). Στις μορφές των αγίων για τα πρόσωπα και τα χέρια χρησιμοποιείται κυρίως φυσική πέτρα , που οι λεπτές τονικές διαβαθμίσεις της έρχονται σε αντίθεση με τις έντονων χρωμάτων γυάλινες ψηφίδες της κόμης και των ενδυμάτων.

Στα ψηφιδωτά του 6ου αι.συναντώνται οι πρώτες εκλεπτύνσεις που εισήγαγαν οι βυζαντινοί για να τονίσουν τη λάμψη των χρυσών ψηφίδων.Τις τοποθετούσαν σε  λοξές γωνίες κι έτσι προσέδιδαν στα ιερά πρόσωπα μια εξαίσια φωτεινή αίγλη.

Η λεγόμενη Αναγέννηση των Παλαιολόγων (1261-1453) οδήγησε στην ανανέωση της βυζαντινής τέχνης των ψηφιδωτών. Καθώς η ζωγραφική έδειξε προτίμηση για την προοπτική και τον τρισδιάστατο χαρακτήρα, οι ψηφιδογράφοι αναμόρφωσαν την τεχνική τους: μικρότερο μέγεθος ψηφίδων, τα περιγράμματα έπαψαν να είναι άκαμπτα και έγιναν λεπτότερα, επανήλθε το χρώμα και το ενδιαφέρον για τις οπτικές εντυπώσεις του χρυσού. Η αίσθηση του χρώματος χαρακτηρίζει ένα από τα μεγαλύτερα ψηφιδωτά αριστουργήματα, το τύμπανο της Δέησης στο νότιο υπερώο της Αγια-Σοφιάς.

Μεσαιωνικά ψηφιδωτά της Δυτικής Ευρώπης

Τα ψηφιδωτά δαπέδου γνώρισαν στη Δύση μια μοναδική αναγέννηση. Κατά τον πρώιμο μεσαίωνα οι βυζαντινοί ανέπτυξαν έναν ιδιαίτερο τύπο κάλυψης δαπέδου με γεωμετρικά ψηφιδωτά από κομμάτια μαρμάρου διαφόρων μεγεθών και σχημάτων (opus sectile, μαρμαροθετήματα). Η τέχνη αυτή που αποκλήθηκε Κοσμάτι(από την ομώνυμη οικογένεια μαρμαρογλυπτών της Ρώμης) , διαδόθηκε στη Δύση, όπου υπήρξε μια αναβίωση της διακόσμησης των δαπέδων των ναών με ψηφίδες και με σκηνές τόσο θρησκευτικές όσο και μυθολογικές.

Από την Αναγέννηση στα σύγχρονα ψηφιδωτά

Ψηφιδωτό του σταδίου Ντιέγκο Ριβέρα, 1957
Μετά την πτώση του Βυζαντίου, αν και συνέχισε να  χρησιμοποιείται στη διακόσμηση των εκκλησιών, το ψηφιδωτό μιμήθηκε περισσότερο τη ζωγραφική και έχασε τη λάμψη του.
Η νεώτερη αναβίωση του ψηφιδωτού οφείλεται σε πολλούς λόγους, όπως η αγάπη του κοινού για τη μεσαιωνική τέχνη, για το εξπρεσιονιστικό και αφηρημένο στοιχείο που ενυπάρχει στα ψηφιδωτά, η υφή τους, που ταιριάζει στη  μοντέρνα  αρχιτεκτονική.  Η μεγαλύτερη σύγχρονη χρησιμοποίηση του ψηφιδωτού ως αρχιτεκτονικής διακόσμησης συναντάται στο Μεξικό, όπου σημαντικοί καλλιτέχνες διακόσμησαν με ψηφιδωτά δημόσια κτήρια, όπως οι Ντιέγκο Ριβέρα, Φρανσίσκο Έπενς, κ.ά.
Το ψηφιδωτό σήμερα -εκτός από τη συμβατική χρήση του- αποτελεί μια από τις πολυάριθμες τεχνικές για τη  διακοσμητική  κάλυψη  μιας επιφάνειας με τη χρήση διάφορων ανθεκτικών ή μη υλικών.

Προκολομβιανά ψηφιδωτά

Η τεχνική συναντάται στα εδάφη των Μάγια από το 590 π.Χ. , αλλά έγινε πιο γνωστή επί της αυτοκρατορίας των Αζτέκων (1376-1519). Οι μεξικανοί τεχνίτες δούλευαν με οψιδιανό, χαλαζία, βήρυλλο, μαλαχίτη, νεφρίτη, χρυσό , φίλντισι, όστρακο, αλλά κυρίως τυρκουάζ. Λόγω του πλούτου των θρησκευτικών εθίμων χρησιμοποιούσαν τα υλικά αυτά για να κατασκευάσουν τελετουργικά σύνεργα: μάσκες, ασπίδες, κράνη, περιλαίμια, λαβές μαχαιριών, κάτοπτρα, φιγούρες ζώων κλπ.
Μνημειακή χρήση της τεχνικής συναντάται στην υπό τύπο ψηφιδωτού εξωτερική επένδυση τοίχων ορισμένων κτηρίων στη Μίλτα (της Οαχάκα) αλλά και στις περίτεχνες προσόψεις των Μάγια (Γιουκατάν).

ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η μαγευτική τέχνη του ψηφιδωτού"

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Ο Έλληνας γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος, (1889-1974)


γύψινο πρόπλασμα της Nίκης του Παιωνίου από τον Tόμπρο
Γράφτηκε από την Μαρία Μποϊλέ

Η ελληνική γλυπτική του 20ού αιώνα ευτύχησε να έχει έναν πραγματικά ταλαντούχο και πληθωρικό γλύπτη, τον Μιχάλη Τόμπρο, ο οποίος στην πρώιμη περίοδο της καριέρας του δοκίμασε τις ικανότητές του στις κλασικές φόρμες, ενώ εν συνεχεία πειραματίστηκε σε καινοτόμες και εξαιρετικά πρωτοποριακές, για την Ελλάδα, μορφές έκφρασης.

Καταγόταν από μεγάλη οικογένεια μαρμαρογλυπτών της Άνδρου. Από το 1903 έως το 1909, σπούδασε γλυπτική και σχέδιο στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, με δασκάλους τον Γεώργιο Βρούτο, τον Λάζαρο Σώχο, τον Αλέξανδρο Καλούδη και τον Δημήτριο Γερανιώτη. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στην Ακαδημία Ζυλιάν κοντά στους L. H. Bouchard και P. M. Landowski.

Το 1919 άρχισε να διδάσκει γλυπτική στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου, αλλά το 1923 αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω αντιδράσεων που προκάλεσε η στάση του κατά της ίδρυσης του Πολεμικού Μουσείου. Έζησε κατά διαστήματα στη γαλλική πρωτεύουσα έως το 1928, ενώ κατά τα έτη 1935-36 υπήρξε εκδότης του περιοδικού τέχνης «ο 20ός αιώνας». 

Με παρέμβαση του μεταξικού καθεστώτος, διορίσθηκε καθηγητής της γλυπτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1938 και την ίδια χρονιά, πάλι με την υποστήριξη της δικτατορίας του Μεταξά, εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Biennale της Βενετίας. Το 1943, στο μέσο της Κατοχής, διορίστηκε διευθυντής Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας. Από το 1957 έως το 1959 διετέλεσε διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και το 1960 σταμάτησε να διδάσκει. Το 1968 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Η κλασική μόρφωση του καλλιτέχνη και οι αναλογίες του στη γλυπτική από την αρχή της καριέρας του διευκόλυναν την παρουσία του στα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα της ελληνικής πρωτεύουσας. Το 1915 εξέθεσε, σε ηλικία 25 ετών, το έργο του «Ο αθλητής», που απέσπασε τιμητικές κριτικές. Το 1917 χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό «Πινακοθήκη» ως ένας καλλιτέχνης «όστις θα δώσει τας χρηστοτέρας ελπίδας του ευρυτάτου μέλλοντος».


"Χορεύτρια" ( Χαλκός, 31 Χ 16.5 εκ. )
Έτος : 1927

Tο 1919 ο γλύπτης ανέλαβε, με εντολή του Eλευθερίου Bενιζέλου, να αντιγράψει και να σμικρύνει στο ένα τρίτο του μεγέθους της τη Nίκη του Παιωνίου, που είχε βγει στην επιφάνεια κατά τις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Iνστιτούτου, για να χυτευτεί σε ορείχαλκο στο Παρίσι, προκειμένου να την προσφέρει ο Bενιζέλος το 1920 στον συνομιλητή του, τον Γάλλο αρχιστράτηγο των Συμμαχικών Δυνάμεων Λουί-Φρανσέ ντ' Eσπερέ. Tο γύψινο πρόπλασμα της Nίκης του Παιωνίου από τον Tόμπρο –ο οποίος επηρεάστηκε από αυτήν και σε δικά του έργα– εκτίθεται στο Mουσείο Oλυμπίας (Mανόλης Ανδρόνικος, αρχαιολογικός οδηγός OΛYMΠIΑ, «Eκδοτική Αθηνών»).

 
Κεφάλι κόρης, 1931, μάρμαρο
32Χ17Χ21


Προτομή Σοφίας Σλήμαν ( Εγκαστρωμένου), 1937
Θέση : Προθάλαμος Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθήνας
Σημαντικό προσόν του ήταν η άρτια τεχνική κατάρτιση και η γνώση των κανόνων της πλαστικής τέχνης. Διακρίθηκε ιδιαίτερα σε προτομές, ανδριάντες και μνημειακά σύνολα. Η πορεία του προς το μοντερνισμό από το 1950 και εξής έγινε απόλυτα σαφής με την ενασχόλησή του με την Αφαίρεση, στο πλαίσιο της οποίας έδωσε ορισμένα από τα πιο εντυπωσιακά έργα του, επανεξέτασε τη φύση και τη φυσιογνωμία του γλυπτού και δημιούργησε συμβολικές και φανταστικές εικόνες.

Κορμός Αμερικανίδας αθλήτριας (μερική άποψη), 1928.
Μπρούτζος, 142 εκ. x 68 εκ. x 40 εκ.
 Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο.


Το ξωτικό, 1955, Μπρούντζος , 116 x 65 x 27 εκ.,
Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών.
Ο Τόμπρος, που ουσιαστικά διαμόρφωσε την εικαστική του γλώσσα την περίοδο του Μεσοπολέμου, ήταν από τους πρώτους που επιχείρησαν το συγκερασμό του ελληνικού με το ευρωπαϊκό στοιχείο. Στις δεκαετίες του '20 και του '30 πέρασε από τις επιδράσεις του Maillol στη δωρική λιτότητα, βασισμένη σε δωρικά πρότυπα, αφού ενδιάμεσα καταπιάστηκε παρενθετικά με κυβιστικές και γενικά αφαιρετικές προσεγγίσεις, όχι μόνο της ανθρώπινης μορφής, αλλά και άλλων θεμάτων.


Χοντρή καθισμένη γυναίκα, 1948;

Σε έκθεση που έγινε το 1928, αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα από το Παρίσι, παρουσίασε στην Αθήνα τα έργα Χορεύτρια και Κορμός Χορεύτριας σε ορείχαλκο. Και στα δύο, η επίδραση της Νίκης του Παιωνίου, την οποία ο Τόμπρος συμπλήρωσε για το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, είναι αδύνατον να παραγνωριστεί στην οργάνωση των αξόνων των άκρων, στη γυμνότητα του αριστερού στήθους και στον χιτώνα με το ιμάτιο.


Ταφικό μνημείο οικογένειας Μιχάλη Τόμπρου
Θέση : α΄Νεκροταφείο Αθήνας, Έργο ( 1971 )
Το 1929, πραγματοποίησε το έργο «Δύο φίλες» σε μάρμαρο, το οποίο μετέφερε σε ορείχαλκο τον επόμενο χρόνο. Οι δύο γυναίκες υλοποιούν το νόημα της φιλίας. Εδώ ο Τόμπρος στηρίχθηκε σε ένα σπάνιο μοτίβο των υστεροελληνιστικών χρόνων (Σύμπλεγμα νέας γυναίκας και κοριτσιού, 1ος αιώνας π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Σμύρνης).


Δύο φίλες, 1929, Μάρμαρο , 66 x 33 x 21 εκ., Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών.

Το 1932 ο γλύπτης πραγματοποίησε στροφή προς την ελληνική παράδοση με την προτομή της Μεγαρίτισσας σε ορείχαλκο, που έχει ως πρότυπο την Κόρη του Ευθυδίκου. Η επιλογή αυτή εκφράστηκε και θεωρητικά από τις σελίδες του περιοδικού "20ός αιώνας", που το κυκλοφόρησε ακολουθώντας αντίστοιχα γαλλικά περιοδικά στη νοοτροπία και στην εμφάνιση.

Μνημείο Αιωνίας Ποίησης
Έτος : 1930, Θέση : Πλατεία Αιωνίας Ποίησης, Σκύρος
Πρόκειται για μνημείο αφιερωμένο στον Βρετανό ποιητή Ρούπερτ Μπρούκ

Το άγαλμα του Αφανούς Ναύτη στην Χώρα της Άνδρου

Ο έφιππος ανδριάντας του Γεώργιου Καραϊσκάκη στην Αθήνα

Εν κατακλείδι, ο Μιχάλης Τόμπρος χαρακτηρίζεται ως ένας καλλιτέχνης πρωτοπόρος και μοντέρνος εξαιτίας των νεωτεριστικών στοιχείων που εισήγαγε στην ελληνική γλυπτική. Χωρίς να αμφισβητεί το μάθημα του Rodin, αποκατέστησε τις γέφυρες με την κλασική τέχνη, που ουσιαστικά είχαν διακοπεί από τους ακαδημαϊκούς, έδειξε την εκτίμησή του προς τον προ-κλασικό εικαστικό κόσμο και σεβάστηκε τη λαϊκή παράδοση και κληρονομιά. Θα μπορούσαμε να πούμε με βεβαιότητα πως υπήρξε ο πρώτος Έλληνας γλύπτης που σηματοδότησε τη μετάβαση της εγχώριας πλαστικής τέχνης από το Μόναχο και τον Κλασικισμό, στο Παρίσι και τα κινήματα της ανεξάρτητης πρωτοπορίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Παυλόπουλος, Δ., Ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος (1889-1974), δακτυλογραφημένη διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1996.
Παυλόπουλος Δ., Ζητήματα Νεοελληνικής Γλυπτικής, Αθήνα 1998

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ο Έλληνας γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος, (1889-1974)"

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος


Εξωτερική άποψη του κτιρίου σήμερα. Στο προαύλιο χώρο δεσπόζει ο πυργίσκος του υποβρυχίου «Παπανικολής».
Εξωτερική άποψη του κτιρίου σήμερα. Στο προαύλιο χώρο δεσπόζει ο πυργίσκος του υποβρυχίου «Παπανικολής».
Η ίδρυση
Η πρώτη προσπάθεια ίδρυσης του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος έγινε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, το 1867, από τον ιδρυτή του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, πλοίαρχο του Π.Ν., Γεράσιμο Ζωχιό, ο οποίος εισηγήθηκε να αναλάβει το Ταμείο το έργο της συγκέντρωσης και διατήρησης των αντικειμένων, που έχουν σχέση με την ελληνική ναυτική ιστορία. Ωστόσο, η ιδέα του έμελλε να υλοποιηθεί ως ιδιωτική πρωτοβουλία, 82 χρόνια μετά.

Αναμνηστική φωτογραφία της Ιδρυτικής Συνέλευσης του ΝΜΕ στο γραφείο του τότε Υπουργού Ναυτικών Γερασίμου Βασιλειάδη, 7 Απριλίου 1949.
Αναμνηστική φωτογραφία της Ιδρυτικής Συνέλευσης του ΝΜΕ στο γραφείο του τότε Υπουργού Ναυτικών Γερασίμου Βασιλειάδη, 7 Απριλίου 1949.
Το 1949 μία ομάδα έγκριτων πολιτών του Πειραιά μαζί με αξιωματικούς του Πολεμικού και Εμπορικού Ναυτικού, έχοντας ως κοινό δεσμό την αγάπη για τη θάλασσα και τα πλοία συγκεντρώθηκαν στο γραφείο του τότε υπουργού Ναυτικών Γεράσιμου Βασιλειάδη και υπέγραψαν την ιδρυτική πράξη του σωματείου με την επωνυμία«Εταιρεία Ναυτικού Μουσείου και περισυλλογής κειμηλίων των κατά θάλασσαν αγώνων του Έθνους».
Η οικία Πιπινέλη στην Ακτή Μουτσοπούλου 18, όπου στεγάστηκε αρχικά το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος.
Η οικία Πιπινέλη στην Ακτή Μουτσοπούλου 18, όπου στεγάστηκε αρχικά το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος.
Το πρώτο οίκημα στο οποίο στεγάστηκε το Μουσείο το 1955 βρισκόταν στην Ακτή Μουτσοπούλου 18, στο λιμενίσκο της Ζέας, και ανήκε στην Άννα Μ. Πιπινέλη. Εκεί τοποθετήθηκαν πρόχειρα τα μέχρι τότε συγκεντρωθέντα εκθέματα. Οι διοικήσεις του Μουσείου έψαχναν για μία μόνιμη στέγη, πάντα στον Πειραιά, τη ναυτιλιακή πρωτεύουσα της χώρας.
Το 1964 προκρίθηκε το οικόπεδο, στο οποίο βρίσκονται σήμερα οι εγκαταστάσεις του Ναυτικού Μουσείου, δίπλα στη θάλασσα, στον όρμο της Ζέας, όπου ναυλοχούσαν οι αθηναϊκές τριήρεις.
Το 1966, το Μουσείο μεταστεγάζεται σε κτίριο επί των οδών Μπουμπουλίνας και Κουντουριώτου, έως την ολοκλήρωση του κτιρίου στη Μαρίνα Ζέας. Στη φωτογραφία εξωτερική άποψη του κτιρίου.
Το 1966, το Μουσείο μεταστεγάζεται σε κτίριο επί των οδών Μπουμπουλίνας και Κουντουριώτου, έως την ολοκλήρωση του κτιρίου στη Μαρίνα Ζέας. Στη φωτογραφία εξωτερική άποψη του κτιρίου.
Την ίδια εποχή ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Κυριαζής επιχορηγεί την έκδοση του λευκώματος Πλοία και Ναυμαχίες του ’21, από τις πωλήσεις του οποίου εξασφαλίστηκε το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την ανέγερση του παρόντος, ιδιόκτητου πλέον κτιρίου στη Φρεαττύδα, στο οποίο το Μουσείο λειτουργεί από το 1970 περίπου. Το οίκημα διαθέτει επιφάνεια εκθετηρίων χώρων περίπου 1.700 τ.μ. και στην είσοδό του έχει ενσωματώσει ένα τμήμα των τειχών του Κόνωνος που προστάτευαν το αρχαίο λιμάνι.
Στιγμιότυπο από την τελετή θεμελίωσης του κτιρίου που πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιουνίου 1966. Ο Nαύαρχος Πύρρος Λάππας, Επίτιμος Αρχηγός Γ.Ε.Ν., τοποθετεί τον θεμέλιο λίθο του Μουσείου.
Στιγμιότυπο από την τελετή θεμελίωσης του κτιρίου που πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιουνίου 1966. Ο Nαύαρχος Πύρρος Λάππας, Επίτιμος Αρχηγός Γ.Ε.Ν., τοποθετεί τον θεμέλιο λίθο του Μουσείου.
Οι σκοποί
Οι πρωταρχικοί σκοποί του μουσείου, όπως ορίζονται στο Καταστατικό, είναι:
- Η αναζήτηση, περισυλλογή, διαφύλαξη και έκθεση των ιστορικών κειμηλίων που αναφέρονται στους ναυτικούς αγώνες, καθώς και σε κάθε θαλάσσια δραστηριότητα των Ελλήνων από την προϊστορική εποχή ως τις μέρες μας.
- Η μελέτη και η τεκμηρίωση της ναυτικής μας ιστορίας.
- Η διάσωση και η προβολή της ναυτικής κληρονομιάς.
- Η ανάδειξη της χώρας μας, με τη μακραίωνη ναυτική ιστορία, σε δυναμικό παράγοντα της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας στην έρευνα για τη ναυτική ιστορία και παράδοση.
- H καλλιέργεια της αγάπης για τη θάλασσα, η οποία αποτελεί για τους Έλληνες αστείρευτη πηγή ζωής.
Naftiko_Mouseio_1Οι συλλογές και τα αρχεία
Στις αίθουσες του Ναυτικού Μουσείου παρουσιάζονται σήμερα περισσότερα από 3.500 εκθέματα, ταξινομημένα χρονολογικά και θεματικά, τα οποία ζωντανεύουν τη ναυτική ιστορία και παράδοση από την προϊστορική εποχή ως τις μέρες μας. Μοντέλα πλοίων, αρχαιολογικά ευρήματα, ιστορικά κειμήλια, έργα ζωγραφικής, στολές, όπλα, ναυτικά όργανα και χάρτες ανασυνθέτουν μια ιστορική διαδρομή 10.000 χρόνων, από το πρώτο αρχαιολογικά τεκμηριωμένο θαλασσινό ταξίδι στο Αιγαίο το 8000 π.Χ. και τη θαλασσοκρατορία των Μινωιτών έως τους δυναμικούς σύγχρονους εμπορικούς στόλους των Ελλήνων εφοπλιστών.
Άποψη αίθουσας του Μουσείου στο κτίριο της Μαρίνας της Ζέας.
Άποψη αίθουσας του Μουσείου στο κτίριο της Μαρίνας της Ζέας.
Άποψη αίθουσας του Μουσείου στο κτίριο της Μαρίνας της Ζέας.
Άποψη αίθουσας του Μουσείου στο κτίριο της Μαρίνας της Ζέας.
Άποψη αίθουσας του Μουσείου
Άποψη αίθουσας του Μουσείου
Σημαντικό τμήμα του Μουσείου αποτελούν και τα Αρχεία του. Το Μουσείο διαθέτει πλούσιο αρχείο ιστορικών εγγράφων που εκτείνεται χρονολογικά από την εποχή της ελληνικής επάναστασης μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρχείο φωτογραφιών που καλύπτει τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα του τόπου μας από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Επίσης υπάρχει συλλογή σπανίων ναυτικών χαρτών του 16ου-19ου αι., καθώς και πλούσιο αρχείο ναυπηγικών σχεδίων ελληνικών πολεμικών και εμπορικών πλοίων διαφόρων εποχών.
Ναυτική Βιβλιοθήκη
Από την ίδρυση του μουσείου κρίθηκε αναγκαία η συγκρότηση μιας ειδικής ναυτικής βιβλιοθήκης ως αναπόσπαστο τμήμα του με πρωταρχικό σκοπό να συγκεντρωθούν βιβλία σχετικά με τη ναυτιλία, τη θάλασσα, την ιστορία και την παράδοση της Ελλάδος.
Σήμερα, η βιβλιοθήκη του Μουσείου αποτελεί τη μεγαλύτερη ναυτική βιβλιοθήκη της χώρας μας, με περισσότερους από 17.000 τόμους βιβλίων και περιοδικών, ελληνικών και ξενόγλωσσων. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεγάλη ενότητα από μνημειακές, παλαιές και σπάνιες εκδόσεις, πολύτιμα λευκώματα αλλά και μοναδικά αντίτυπα βιβλίων από το 16ο μέχρι και το 19ο αιώνα, όπως μια ελληνική έκδοση της Γεωγραφίας του Πτολεμαίου του 1546 και μια λατινική του 1596, ο Πορτολάνος του Δημητρίου Τάγια των αρχών του 19ου αιώνα (το δεύτερο γνωστό αντίτυπο βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη) κ.ά.
Στόχος μας είναι μέσα στα επόμενα χρόνια η βιβλιοθήκη του Μουσείου να αναπτυχθεί περισσότερο, να εκσυχρονιστεί και να ενισχυθεί με κατάλληλο εξοπλισμό, ώστε να αποτελέσει ένα ζωντανό κύτταρο έρευνας για τους επιστήμονες της ναυτικής μας παράδοσης και κληρονομιάς.
Δραστηριότητες
Το Ναυτικό Μουσείο είναι το μεγαλύτερο του είδους στη χώρα μας. Οργανώνει εκθέσεις, συνέδρια και ημερίδες, συμμετέχει σε ερευνητικά προγράμματα και διεθνή συνέδρια. Πραγματοποιεί σε καθημερινή βάση εκπαιδευτικά προγράμματα, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει επιδοθεί σε ένα μεγάλο εκδοτικό έργο με τη δημοσίευση πρωτότυπων ιστορικών λευκωμάτων και μελετών.
Το Ναυτικό Μουσείο είναι ενεργό μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων, του Διεθνούς Συμβουλίου Ναυτικών Μουσείων, του Συνδέσμου Ναυτικών Μουσείων της Μεσογείου και του Δικτύου των Μουσείων και Φορέων για την προστασία της θαλάσσιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Μεσογείου.
Εκθέσεις και εκδηλώσεις
Οι περιοδικές εκθέσεις αποτελούν μια από τις πλέον γόνιμες δραστηριότητες του Ναυτικού Μουσείου και ανανεώνουν την επαφή του με το κοινό. Το Μουσείο οργανώνει περιοδικές εκθέσεις στους χώρους του, όπως η έκθεση για τον μεγάλο θαλασσογράφο Κωνσταντίνο Βολανάκη και η έκθεση για το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ», αλλά και«ταξιδεύει» οργανώνοντας εκθέσεις ή συμμετέχοντας σε εκθέσεις που οργανώνουν άλλοι πολιτιστικοί φορείς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αναδεικνύοντας και προβάλλοντας τη ναυτική παράδοση της χώρας μας. Από τις πιο σημαντικές διεθνείς συμμετοχές του Μουσείου ξεχωρίζουν η έκθεση «Έλληνες και θάλασσα: Τα ελληνικά πλοία από την αρχαιότητα έως σήμερα» στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, στη Νέα Υόρκη, και η έκθεση με θέμα «Ναυσιπλοΐα και Ναυτική Τέχνη της Ελλάδος» στο Ναυτικό Σαλόνι του Αμβούργου με τιμώμενη χώρα την Ελλάδα. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η έκθεση για την ιστορία της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της διεθνούς ναυτιλιακής εκθέσεως «Ποσειδώνια 2012»,καθώς στην έκθεση των Ποσειδωνίων έλαβαν μέρος περισσότερες από 86 χώρες και οι επισκέπτες ξεπέρασαν τους 18.000.
Στιγμιότυπο από τον αγώνα «Ελληνική Ναυτιλία» που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2013.
Στιγμιότυπο από τον αγώνα «Ελληνική Ναυτιλία» που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2013.
Το Μουσείο οργανώνει και συμμετέχει, επίσης, σε συνέδρια και προγράμματα κοινοτικού χαρακτήρα που σκοπό τους έχουν την ανάδειξη της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς των λαών της Μεσογείου.
Τη χρονιά που μας πέρασε το Μουσείο θεσμοθέτησε για πρώτη φορά δύο ετήσιους αγώνες ιστιοπλοΐας, τον αγώνα «Ναυτοσύνη», ύστερα από πρωτοβουλία της ελληνικής κλάσεως Dragon και τον αγώνα κλασικών σκαφών με τίτλο «Ελληνική Ναυτιλία» με τη συνδρομή και των Ναυτικών Ομίλων Ελλάδος, Παλαιού Φαλήρου και Πειραιώς. Η δραστηριότητα αυτή έτυχε ομολογουμένως μεγάλης αποδοχής από το ευρύτερο κοινό.
Εκπαιδευτικά προγράμματα
Ένα από τα σημαντικότερα έργα του Μουσείου σήμερα είναι η πραγματοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, με συμμετοχή περίπου 17.000 μαθητών όλων των βαθμίδων ετησίως. Επιδίωξή μας είναι το Μουσείο να αποτελέσει για τους μικρούς επισκέπτες μας χώρο σκέψης, δράσης, προβληματισμού και ψυχαγωγίας.
Τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Μουσείου πραγματοποιούνται στους χώρους της μόνιμης έκθεσης και απευθύνονται σε μαθητές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα σχεδιάζονται για τις περιοδικές εκθέσεις του Μουσείου.
Εκδοτικό έργο
Πολύ σημαντικό για την προώθηση της έρευνας για τη ναυτική ιστορία και παράδοση είναι το εκδοτικό έργο που επιτελεί ο φορέας μας. Το 2010 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το βιβλίο που εξέδωσε το Μουσείο Από τα πελάγη… στους αιθέρες. Το χρονικό της Ναυτικής Αεροπορίας, το οποίο έγραψε ο Αντιναύαρχος Ιωάννης Παλούμπης. Το ίδιο έχει συμβεί με την έκδοση της ιστορίας των Ελληνικών Υποβρυχίων, που την έγραψαν οι δύο Αντιναύαρχοι επίτιμοι Αρχηγοί Στόλου, Τιμόθεος Μασούρας και Θωμάς Κατωπόδης, η οποία τιμήθηκε με επαίνο από την Ακαδημία Αθηνών το 2011, και την πεντάτομη έκδοση Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – Οι πολεμιστές του Ναυτικού θυμούνται του Αντιναύαρχου Π.Ν.ε.α. Αναστασίου Δημητρακόπουλου, που το 2013 τιμήθηκε με εύφημο μνεία. Όλοι οι συγγραφείς έχουν παραχωρήσει τα πνευματικά τους δικαιώματα στο Μουσείο.
Το Μουσείο εκδίδει, επίσης, από το 1991 το τριμηνιαίο περιοδικό Περίπλους Ναυτικής Ιστορίας με σκοπό την προώθηση της επιστημονικής έρευνας και την ευαισθητοποίηση του αναγνωστικού κοινού στη διαφύλαξη και τη συνέχιση της ναυτικής παράδοσης. Βέβαια, στην πορεία των χρόνων το περιοδικό εκσυγχρονίστηκε και εμπλουτίστηκε, με αποτέλεσμα σήμερα η κυκλοφορία του να έχει αυξηθεί εντυπωσιακά.
Στο περιοδικό παρουσιάζονται, επίσης, οι δραστηριότητες του Μουσείου και αναδεικνύονται οι συλλογές του, ενώ παράλληλα, δημοσιεύονται τα πρακτικά επιστημονικών συναντήσεων (συνέδρια και ημερίδες), που διοργανώνει ή στις οι οποίες συμμετέχει το Μουσείο.
Κοινοτικά Προγράμματα
Το Μουσείο συμμετείχε στο παρελθόν σε κοινοτικά προγράμματα μεταξύ των οποίων και στο επιχειρησιακό πρόγραμμα της «Κοινωνίας της Πληροφορίας» με το έργο ΠΛΟΥΣ το οποίο εντάχθηκε στο Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης της Ε.Ε. Με το πρόγραμμα αυτό η τεχνολογική υποδομή του Μουσείου εκσυχρονίστηκε, ενώ ψηφιοποιήθηκαν και τεκμηριώθηκαν τα εκθέματα του Μουσείου.
Σήμερα το Μουσείο ξεκινά ένα νέο μεγάλο κοινοτικό πρόγραμμα με τον τίτλο Περίπλους: Εικονική περιήγηση και εκπαιδευτικές δραστηριότητες στο Ναυτικό Μουσείο, το οποίο περιλαμβάνει ψηφιοποίηση μεγάλου μέρους των αρχείων του και των λοιπών συλλογών του, διαδραστικές διαδικτυακές εφαρμογές και δημιουργία συμμετοχικών εμπειριών στον διαδικτυακό τόπο του ΝΜΕ και στις διαδραστικές εγκαταστάσεις στο χώρο του μουσείου.
Το 2014 το Μουσείο θα πραγματοποιήσει τη διοργάνωση του 2ου ιστιοπλοϊκού αγώνα «Ναυτοσύνη» προς τιμή του Πολεμικού Ναυτικού, θα συνδιοργανώσει μαζί με το Πλωτό Ναυτικό Μουσείο «Γεώργιος Αβέρωφ» το Πανελλήνιο Συνέδριο των Ναυτικών Μουσείων με θέμα «Πλοία μνημεία της ελληνικής ναυτικής παράδοσης και μουσειακή πραγματικότητα» και θα φιλοξενήσει στους χώρους του την έκθεση έργων τέχνης της ζωγράφου Μαρίνα Ζωγραφάκη.
Αναστασία Αναγνωστοπούλου-Παλούμπη, Πρόεδρος Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος"
Related Posts with Thumbnails