Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1912-13. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1912-13. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Η Μάχη του Κιλκίς 19-21 Ιουνίου, 1913

 

ΜΑΧΗ ΚΙΛΚΙΣ
«Ὅλα τά εἶχα προβλέψει, τά εἶχα σκεφθεῖ, ὅλα ἐκτός ἀπό τήν τρέλλα τῶν Ἑλλήνων»....------ Εἶναι λόγια τοῦ Νικολάου Ἰβανώφ, ἀντιστρατήγου, διοικητῆ τῆς 2ης Βουλγαρικῆς Στρατιᾶς, μετά τήν ἥττα του στό Κιλκίς. 
Χωρίς νά τό γνωρίζει ὁ Βούλγαρος στρατηγός ἐπαναλαμβάνει τά λόγια τοῦ θρυλικοῦ Γέρου τοῦ Μοριά, τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πού ἔλεγε λίγα χρόνια μετά τήν ἁγιασμένη Ἐπανάσταση τοῦ ’21: «Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελλούς. Ἠμεῖς, ἄν δέν ἤμεθα τρελλοί, δέν ἐκάναμεν τήν ἐπανάστασιν, διατί ἠθέλαμεν συλλογισθῆ πρῶτον διά πολεμοφόδιαν, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθῆκες μας, τά μαγαζιά μας, ἠθέλαμεν λογαριάσει τήν δύναμιν τῆν ἐδικήν μας, τήν τούρκικη δύναμη.
Τώρα ὅπου ἐνικήσαμεν, ὅπου ἐτελιώσαμεν μέ καλό τόν πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, ἐπαινόμεθα. Ἄν δέν εὐτυχούσαμεν, ἠθέλαμεν τρώγει κατάρες ἀναθέματα…» («Ἅπαντα περί Κολοκοτρωναίων», ἐκ. «ΙΔΕΒ», σελ. 215) Ναί, ἡ ἴδια «τρέλλα», ὁ ἡρωισμός, ἡ «νηφάλιος μέθη» τῶν Ἑλλήνων, φανερώθηκε καί στή Σαλαμίνα καί στήν Πόλη καί στό Μεσολλόγι καί στό ἔνδοξο ’40.
Ἡ ελληνική ἱστορία ἔχει μία ἰδιοτυπία, μοναδική ἴσως στήν οἰκουμένη. Εἶναι ἱστορία ἀδιάλειπτων ἀγώνων γιά ἐπιβίωση. Μῆλον τῆς ἔριδος οἱ γεωγραφικές ἑστίες του στή συμβολή δύο ἠπείρων, ἀντιμετωπίζουν εἰσβολές, ἐπιθέσεις, κατοχές καί φρικτές σκλαβιές, ἐρημώσεις κατά τήν διάρκεια ἀδιάκοπων ἐπεκτατικῶν ἐξορμήσεων ἀπό ὅλα τά σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. Ὅλοι τίς διεκδικοῦν, ὅλοι τίς ποδοπατοῦν μέ τά στίφη τους. Ἀλέθεται ὁ Ἑλληνισμός, ἡ«Πονεμένη Ρωμηοσύνη» στίς μυλόπετρες τῆς ἱστορίας, ἀλλά «… ἰδού ζῶμεν». Ή, ὅπως ὡραία τό διατύπωσε ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης στά «ἀπομνημονεύματά» του: «Ὅτι ἀρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ὡς τώρα, ὅλα τά θερία πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέν μποροῦνε· τρῶνε ἀπό μας καί μένει καί μαγιά…».
Ἀπό τήν ἴδια τήν μαγιά τῶν ἡρώων τοῦ ’21 ἦταν φτιαγμένοι καί οἱ μαχητές τῶν Βαλκανικῶν πολέμων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συνέχεια τῆς μεγάλης Ἐπανάστασης. Ἑκατό περίπου χρόνια μετά, τό Γένος, ἑδραζόμενο στήν λαϊκή ὁμοψυχία:«Ἕλληνας ὁμοφρονέοντας… χαλαπούς εἶναι περιγίγνεσθαι», ὅταν ὁμονοοῦν οἱ Ἕλληνες εἶναι ἀνίκητοι διαλαλεῖ ὁ Ἡρόδοτος («Ἱστορία» ΙΧ, 2) χάρις καί στήν θυσία τῶν παλληκαριῶν τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, διπλασιάζει τά φτερά του.
Οἱ Βαλκανικοί Πόλεμοι τοῦ 1912-13 εἶναι ἀπελευθερωτικοί πόλεμοι. Καί ὁ στρατός μας ἐλευθέρωνε σκλάβους Ρωμηούς, οἱ ὁποῖοι γιά 500 καί πλέον χρόνια διατήρησαν ἄσβεστη τήν ἐθνική τούς συνείδηση, γιατί –αναμφίλεκτη ἀλήθεια αὐτό– κρατήθηκαν ἀπό «τό ἄμφιο» τῆς ἑλληνοσώτειρας Ἐκκλησίας μας.
Στίς 30 Αὐγούστου τοῦ 1907 ὁ λαός τῆς Δράμας ἀποχαιρετᾶ τόν ἐθνο-ιερομάρτυρα Ἐπίσκοπο Χρυσόστομο, πού ὅδευε γιά τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, τήν αἱματοκυλισμένη Σμύρνη. Λίγο πρίν τήν ἐπιβίβασή του στό τρένο, ὁ δημογέροντας Νίκας, προσφωνόντας τον, ὑψώνει τήν φωνή του, ὀρθώνει τήν λεβέντικη κορμοστασιά του, ἀτενίζει ἀγέρωχα τόν ποιμενάρχη καί τοῦ φωνάζει: «Δέσποτα, μᾶς παρέλαβες λαγούς καί μᾶς ἔκαμες λιοντάρια. Μείνε ἥσυχος. Θά γίνει τό θέλημά σου.» (Ν. Βασιλειάδη: «Γιά τήν Ἐλευθερία», σελ. 265)
Ἡ Ἐκκλησία στάθηκε ὁ Κυρηναῖος τοῦ Γένους σ’ ὅλη τήν πολυαίωνη σκλαβιά, αὐτή, μέ τούς ἀτρόμητους Μητροπολίτες της, ἦταν ἡ ψυχή τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Ἄς τό θυμοῦνται αὐτό ὅσοι ἐκκλησιομάχοι κουνοῦν σήμερα τό δάχτυλο καί βυσσοδομοῦν κατά τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας.
Ἔλεγε μεταξύ ἄλλων ὁ μεγάλος λογοτέχνης μας Στρατής Μυριβήλης, σέ ὁμιλία του, τό 1953: «Σάν ἔπεσε τό Βυζάντιο, ἡ Ἐκκλησία ἀντικατέστησε τόν τσακισμένο κρατικό ὀργανισμό σάν ὑποκατάστατος μηχανισμός τῆς ἐθνικῆς ἑνότητας. Τά σύμβολα τῆς Αὐτοκρατορίας τά κράτησε ἡ Ἐκκλησία καί τά διατήρησε μέσα στούς μαύρους αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς. Καί μέσα σ’ αὐτούς τούς φοβερούς αἰῶνες, αὐτή στάθηκε τό πνευματικό καί ἐθνικό κέντρο τῆς μαρτυρικῆς φυλῆς. Ἐνάντια στούς ἀρχηγούς της ξέσπαγε κάθε ἐπίθεση τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τόσο ἀπό μέρους τῶν κατακτητῶν, ὅσον καί ἀπό μέρους τῶν Φράγκων. Καί σωστά τόπανε, πώς σέ πολλές κρίσιμες ὧρες τό ράσο στάθηκε ἡ ἐθνική σημαία τῆς Ἑλλάδας στά χρόνια της σκλαβιᾶς. Σ’ αὐτό τό διάστημα, ἑκατοντάδες χιλιάδες Ἕλληνες χάθηκαν γιά τό ἑλληνικό ἐθνικό σύνολο. Ποιοί ἦταν αὐτοί; Ἦταν ὅλοι ὅσοι μέ τή βία ἤ μέ τόν φόβο ἄφησαν τή θρησκεία τους.»
Συμπέρασμα ἀδιάσειστο: «Ἄν ὑπάρχουμε σήμερα σάν ἑλληνική φυλή, εἶναι γιατί κρατηθήκαμε ἀπό τό ἄμφιο τῆς Ἐκκλησίας μας ὅλα αὐτά τά χρόνια».
(Ὁ Μυριβήλης πολέμησε στούς Βαλκανικούς πολέμους καί τραυματίστηκε. Ὅταν ὁ πατέρας του ἔμαθε στή Λέσβο τό νέο, ἀπό τή χαρά του κέρασε ὅλο τό χωριό. «Ἄλλοι καιροί, ἄλλα ἤθη». Τότε μεγαλουργοῦσαν οἱ καρδιές, τώρα μεγαλουργοῦν τά χρήματα, ὅπως ἔλεγε ὁ Κανάρης).
Ἔτσι φτάσαμε στούς Βαλκανικούς πολέμους καί στήν τριήμερη μάχη τοῦ Κιλκίς, στίς 19-21 Ἰουνίου τοῦ 1913 πού φέτος τιμοῦμε τά ἑκατόχρονα ἀπό τήν διεξαγωγή της. Ἡ μάχη τοῦ Κιλκίς – Λαχανά, ἤ δίδυμη μάχη ὡς εἴθισται νά λέγεται, ἦταν ἡ πρώτη ἀποφασιστική σύγκρουση μεταξύ τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Βουλγάρων κατά τόν Β’ Βαλκανικό Πόλεμο (Β’ ΒΠ) ὑπῆρξε ἡ πιό κρίσιμη καί ἡ πλέον φονική μάχη, ὄχι μόνο τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων, ἀλλά καί τῆς νεότερης ἐλλληνικῆς ἱστορίας. Χάρις στήν νίκη τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ἡ Μακεδονία, ἡ Ἤπειρος, τά νησιά τοῦ Αἰγαίου, ἀκόμη καί ἡ Κρήτη καί ἡ Θράκη ἑνώθηκαν ὁριστικά μέ τό λυμφατικό τότε ἑλληνικό κράτος καί απετράπη ἡ προσπάθεια τῶν Βουλγάρων νά ὑλοποιήσουν το ὄνειρο τῆς «Μεγάλης Βουλγαρίας» (Συνθήκη Ἁγίου Στεφάνου, 1878).
Ἔλεγε ὁ ἀθηναιογράφος λογοτέχνης Δημήτρης Καμπούρογλου: «Ὅλα τά ἔθνη γιά νά προοδεύσουν πρέπει νά βαδίσουν ἐμπρός πλήν τοῦ ἑλληνικοῦ πού πρέπει νά στραφεῖ πίσω», ὄχι βέβαια ὡς στείρα προγονολατρία ἀλλά ὡς μελέτη τῶν τιμαλφῶν ἀξιῶν τοῦ Γένους, μέ σκοπό τήν παιδαγωγία κυρίως τῶν νέων. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ σπουδή τῆς ἱστορίας ἐμφυσεῖ στό παιδί ἀγάπη γιά τήν πατρίδα, τοῦ προσφέρει πρότυπα ζωῆς, τοῦ γνωρίζει τά ἐλλατώματα καί τά προτερήματα τοῦ Γένους, ἐνεργεῖ, μ’ ἕναν λόγο, ἐντός του διαπλαστικά, ὡς κατ’ ἐξοχήν παράγοντας αὐτοσυνειδησίας. Καί δή τί καλύτερο παράδειγμα φιλοπατρίας ἀπό τήν μάχη τοῦ Κιλκίς, τήν ὁποία ἐν συντομία θά ἐξιστορήσουμε, ἐπιμένοντας κυρίως στά βιώματα αὐτήκοων καί αὐτοπτῶν μαρτύρων.
Τό ἀθάνατο ἔπος
Τό κίνημα τῶν Νεοτούρκων (Ιούνιος τοῦ 1908) κι ὁ κίνδυνος νά ἐξοντωθοῦν ἀπό τήν τουρκική μισαλλοδοξία ὅλοι οἱ Χριστιανοί τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θράκης, ὁδήγησε τό 1912 τούς Ἕλληνες, τούς Βούλγαρους, Σέρβους καί Μαυροβούνιους νά ξεχάσουν προσωρινά τίς διαφορές τους καί νά συσσωματωθοῦν κατά τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος ἔληξε νικηφόρος γιά τά βαλκανικά κράτη, ὅμως οἱ Βούλγαροι «ἐμνήσθησαν ἡμερῶν ἀρχαίων», ξαναθυμήθηκαν τόν χάρτη τῆς Μεγάλης Βουλγαρίας καί νόμισαν ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα νά πραγματοποιήσουν τά παλιά χιμαιρικά τους σχέδια εἰς βάρος καί τῆς Σερβίας καί τῆς Ἑλλάδας. Ἡ ἀπληστία τῆς Βουλγαρίας, ἡ ὑπερφίαλη συμπεριφορά της πρός τούς συμμάχους κι ἕνα πλῆθος ἀπό δόλιες ἐνέργειες, ἔστρεψαν τήν Ἑλλάδα καί τήν Σερβία ἐναντίον της καί ὁδήγησαν στόν Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο (Β’ ΒΠ).
Στίς 19 Μαίου τοῦ 1913 ὑπεγράφη στη Θεσσαλονίκη ἡ συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ἑλλάδας καί Σερβίας γιά νά ἀντισταθμίσει τίς ἐνέργειες τῶν Βουλγάρων, πού συγκέντρωναν μυστικά τό στρατό τους, γιά νά χτυπήσουν αἰφνιδιαστικά τούς πρώην συμμάχους τους. Μία τελευταία προσπάθεια τῶν κυβερνήσεων Ἑλλάδας καί Σερβίας, γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ σύγκρουση, ματαίωσαν οἱ ἴδιοι οἱ Βούλγαροι μέ τήν ἀξίωσή τους νά ἁπλωθοῦν σ’ ὁλόκληρη τή ΝΔ Μακεδονία, τήν ὁποία κατεῖχε ὁ ἑλληνικός στρατός. Ἔτσι ὁδηγήθηκαν τα πράγματα στήν σύγκρουση.
Στίς 16 Ἰουνίου τοῦ 1913 οἱ Βούλγαροι, ἀφοῦ μετέτεφεραν τίς περισσότερες δυνάμεις τους ἀπό τή Θράκη στή Μακεδονία πρός τήν πλευρά τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Σέρβων ἄρχισαν σφοδρότατη ἐπίθεση. Γιά τούς Ἕλληνες καί τούς Σέρβους δέν ἀπέμενε παρά μονάχα ἡ γενική ἀντεπίθεση. Ἀλλά πρίν ἀπό κάθε ἄλλη ἐνέργεια ὁ στρατός μας ξεκαθάρισε τήν Θεσσαλονίκη ἀπό τούς Βουλγάρους, πού μέ δόλο εἶχαν εἰσδύσει στήν πρωτεύουσα τῆς Μακεδονίας, ἀπό τήν ἡμέρα κιόλας τῆς ἀπελευθέρωσής της. Καί ὕστερα ἄρχισαν οἱ μεγάλες ἐπιχειρήσεις. Καί πρώτη στή σειρά ἡ ἔνδοξη μάχη τοῦ Κιλκίς.
Τό Γενικό Ἐπιτελεῖο Στρατοῦ στήν ἔξοχη πολύτομη ἔκδοσή του, πού ἐπιγράφεται «ὁ Ἑλληνικός στρατός κατά τούς Βαλκανικούς Πολέμους τοῦ 1912-1913 (Ἀθήνα, 1932)» περιγράφει μέ θαυμαστό καί ἀναλυτικό τρόπο ὅλες τίς φάσεις τῆς πολεμικῆς ἐκείνης ἐπιχείρησης, πού δόξασε γιά μία φορά ἀκόμη τά ἑλληνικά ὄπλα καί ὑπῆρξε θέατρο ἀσύγκριτων ἡρωισμῶν τῶν ἀξιωματικῶν καί τῶν ἀνδρῶν τοῦ στρατοῦ μας.
Στά νότια του Κιλκίς ἤσαν γερά ὀχυρωμένοι οἱ Βούλγαροι καί 4 μεραρχίες τοῦ κέντρου τούς χτύπησαν δυνατά στίς 19 Ἰουνίου 1913.
Στίς 20 Ἰουλίου, δεύτερη μέρα της μάχης, τό Γενικό Στρατηγεῖο πρόσταξε γενική ἐπίθεση ἀπό τήν αὐγή σέ ὅλο τό μέτωπο. Κι ἐνῶ στό δεξιό ἄκρο τοῦ μετώπου ἡ 7η Μεραρχία ἀνέτρεψε τούς ἀπέναντι ἐχθρούς της καί μπῆκε στή Νιγρίτα, οἱ μεραρχίες τοῦ κέντρου προχωροῦν πρός τό Κιλκίς μέ πολύ ἀργό ρυθμό, γιατί ἡ ἄμυνα τῶν Βουλγάρων, πού ἔκαναν συνεχῶς ἰσχυρές ἀντεπιθέσεις, ἦταν ἀποφασιστική καί πεισματώδης. Στόν τομέα τοῦ Λαχανά ἡ 1η Μεραρχία (στρατηγός Μανουσογιαννάκης) προχώρησε πιό γρήγορα πρός τίς νότιες προσβάσεις τῆς ὀχυρωμένης τοποθεσίας καί κυρίευσε καί 6 ἐχθρικά κανόνια.
Τό δειλινό τῆς 20ης Ἰουνίου ἡ κατάσταση εἶναι πολύ κρίσιμη. Ἡ ἀντίσταση τῶν Βουλγάρων εἶναι λυσσαλέα. Τό ἑλληνικό πεζικό ἔπρεπε νά τούς βγάζει μέ τίς λόγχες ἀπό τά χαρακώματά τους καί οἱ ἀπώλειες ἦταν τεράστιες. Τό Γενικό Στρατηγεῖο ἔστειλε νέα διαταγή στίς Μεραρχίες τοῦ κεντρικοῦ μετώπου νά κυριεύσουν «πάση θυσία» τό Κιλκίς, πρίν σκοτεινιάσει. Ἡ 2η Μεραρχία (στρατηγός Καλάρης) σέ ἐκτέλεση τῆς διαταγῆς ἐνήργησε νυκτερινή ἐπίθεση. Μέ ἐπικό ἀγώνα, φοβερές ἀπώλειες (οἱ περισσότεροι ἀξιωματικοί τέθηκαν ἐκτός μάχης).
Ἀνατρέποντας τήν μία μετά τήν ἄλλη τίς 3 γραμμές ἄμυνας τῶν Βουλγάρων, στίς 9:40 τό πρωί τῆς 21ης Ἰουνίου,ἡ γαλανόλευκη κυματίζει στήν πόλη καί περιχαρής ὁ διοικητής στρατηγός Καλάρης τηλεγραφεῖ στό Γενικό Ἐπιτελεῖο: «Ἀγγέλω νίκην Κιλκίς. Ἐχθρός ὑποχωρεῖ ἐγκαταλείψας ὀχυρωμένας θέσεις…» Τό κάστρο τοῦ Βουλγαρισμοῦ πάρθηκε. Ἀλλά μέ πόσες θυσίες! Κατά ἀνακοίνωση τοῦ Στρατηγείου οἱ ἀπώλειες ἀνῆλθαν σέ 10.000 νεκρούς καί τραυματίες. (Ὁ Γαβριήλ Συντομόρου, στό βιβλίο τοῦ «Σαραντάπορο, Κιλκίς, Λαχανᾶς: οἱ πρῶτες μας νίκες», ἔκδ. Ζῆτρος, γράφει: «Στήν πραγματικότητα οἱ ἀπώλειες αὐτές δέν πρέπει νά ξεπέρασαν τούς 8.670 νεκρούς καί τραυματίες, σέ σύνολο περίπου 110.000 περίπου ἀνδρῶν τῶν 8 Μεραρχιῶν καί τῆς Ταξιαρχίας Ἱππικοῦ, πού πῆραν μέρος στή τριήμερη μάχη Κιλκίς – Λαχανά).
Εἶναι χαρακτηριστικό της μάχης ὁ θάνατος 10 διοικητῶν μονάδων, οἱ ὁποῖοι πρόβαλλαν τήν προσωπική τους συμπεριφορά καί ἐθελοθυσία ὡς παράδειγμα μίμησης στούς ἄνδρες τους. Παραθέτουμε τά ὀνόματα τῶν ἡρώων, τιμώντας ἔτσι καί τούς χιλιάδες «ἀγνώστους στρατιῶτες» τους, πού πάντοτε θά τούς εὐγνωμονεῖ τό ἔθνος μας: Καμάρας, Καμπάνης, Παπακυριαζῆς, Κορομηλᾶς, Καραγιαννόπουλος, Διαλέτης, Κουτήφορης, Κατσιμήδης, Χατζόπουλος, Ἰατρίδης… Αἰωνία ἡ μνήμη… Τά «κόκκαλα» τους τά ἱερά πότισαν τήν λευτεριά μας.
Μαθητής μικρός τήν δεκαετία τοῦ 30, ὁ Σ. Λίβας, μετέπειτα στρατιωτικός γιατρός, ἔγραψε τίς ἀναμνήσεις του, μέ τίτλο «Ἡ παλιά, μικρή μας πόλη». Σέ κείμενο μέ τίτλο «οἱ Μαχητές τοῦ Κιλκίς», γράφει τά ἑξῆς συγκινητικά:
«Ἕνα ἀπέραντο «Ἐθνικό Νεκροταφεῖο», πού κρύβει στά σπλάχνα τοῦ τά κορμιά χιλιάδων παλληκαριῶν, εἶναι ὁ τόπος μας. Καί πάνω στά κορμιά αὐτά στήθηκαν τά θεμέλια αὐτῆς τῆς πόλης. Καί τό σιτάρι πού φτιάχνει τό ψωμί μας, θεριεύει καί μεστώνει ρουφώντας ἀπό τή γῆ αἷμα ἀντί για νερό. Κάθε λόφος γύρω μας κι ἕνας «κρανίου τόπος». Κάθε χωράφι κι ἕνας «ἀγρός αἵματος» για νά χρησιμοποιήσω τοῦ χαρακτηρισμούς τοῦ Εὐαγγελίου πού τόσο ταιριάζουν στήν περίπτωση».
Τά πρῶτα χρόνια, τ΄ ἀλέτρια πού ὄργωναν τή γῆ, ἔφεραν στήν ἐπιφάνεια λευκά κόκκαλα «κόκαλα Ἑλλήνων ἱερά», ἀντάμα μέ σκουριασμένες ξιφολόγχες καί δερμάτινες παλάσκες, περασμένες σέ ζωστῆρες πού ἔζωναν, κάποτε λυγερά σώματα παλληκαριῶν. Κι ὅλοι μας λίγο – πολύ, ἔχουμε νά θυμόμαστε πώς κάποτε, σκάβοντας τίς αὐλές τῶν σπιτιῶν μας εἴχαμε βρεῖ σκουριασμένα ὄπλα κι ἀνθρώπινα κρανία. Σάν στοιχειωμένος ἔμοιαζε ὁ τόπος μας καί τά παιδιά φοβόταν νά βγοῦν τό βράδυ ἀπό τά σπίτια τους.
Θυμᾶμαι τούς πρώτους περιπάτους πού κάναμε μέ τό νηπιαγωγεῖο, ἐκεῖ κοντά στούς πρόποδες τοῦ Ἀη- Γιώργη. «Ἡ δασκάλα μᾶς ἔλεγε ὅτι οἱ παπαροῦνες στόν τόπο μας, εἶναι πιό κόκκινες ἀπό ἀλλοῦ, γιατί παίρνουν τό χρῶμα τους ἀπό τό αἷμα τῶν σκοτωμένων παλληκαριῶν. Κι ἐμεῖς διστάζαμε νά τίς κόψουμε, ἀπό φόβο, μήπως καί ματώσουμε τά χέρια μας…» (σελ. 179).
Μαρτυρίες πρωταγωνιστῶν
Μεταξύ τῶν ἡρώων διοικητῶν συνταγμάτων πού ἔπεσαν στήν μάχη τοῦ Κιλκίς, εἶναι καί ὁ Ἀντώνιος Καμπάνης, διοικητής τοῦ 8ου Συντάγματος τῆς 4ης Μεραρχίας. Τόν ἴδιο καιρό ὁ γιός τοῦ Δημήτριος, ὑπηρετεῖ καί αὐτός ὡς στρατιώτης. Στό βιβλίο τοῦ «Ἀναμνήσεις τοῦ Πολέμου καί τῆς Εἰρήνης» περιγράφει τήν σκηνή πού σπεύδει γιά τόν«τελευταίο ἀσπασμόν» τοῦ ἠρωϊκοῦ σκηνώματος τοῦ γονιοῦ του. Φτάνει στή μεγάλη σκηνή πού ἦταν τό χειρουργεῖο τῆς IV Μεραρχίας:
«Μπῆκα στή σκηνή καί πάνω σ’ ἕνα φορεῖο είδα τόν πατέρα. Εἶχε τά μάτια ἀνοιχτά. Τό πρόσωπο γελαστό καί εὐχαριστημένο. Μόνο τό στῆθος του ἦταν γεμάτο τρύπες. Στά χέρια του φοροῦσε γάντια καλοκαιρινά χακί, ἀλλά ὅπως ἦταν σκισμένα καί κρεμασμένα, κατάλαβα ὅτι εἶχαν κοπεῖ τά δάχτυλά του. Ἀργότερα, ὅταν εἶδα τά κιάλια του, πού ἦταν καί αὐτά γεμάτα βλήματα, ἀντελήφθηκα πώς ἡ ὀβίδα εἶχε σκάσει τήν ὥρα πού τά σήκωνε, γιά νά παρατηρήσει τίς ἐχθρικές θέσεις.
Τό θέαμα γιά μένα ἦταν τραγικό, ἀλλά μεγαλύτερη ἀκόμη συγκίνηση μοῦ προξένησαν οἱ ἑκατοντάδες τραυματίες τοῦ Συντάγματός του, πού περνοῦσαν καί τόν ἀσπάζονταν κλαίγοντας. Ἄκουσα μερικούς νά λένε: Ἦταν αὐστηρός, ἀλλά δίκαιος καί ἀγαποῦσε τούς ἄνδρες του».
Νομίζω πώς ὁ ἐπικήδειος αὐτός, ἄν μποροῦσε νά τόν ἀκούσει, θά τόν εἶχε ἀπολύτως ἱκανοποιήσει. Γιατί πραγματικά πρόσεχε ξεχωριστά τους ἄνδρες του, καί γιά νά προστατεύσει τή ζωή τούς εἶχε σκοτωθεῖ ὁ ἴδιος» (σελ. 123).
Μέ τέτοιους ἄξιους ἡγήτορες φθάσαμε στή νίκη. Ἕνας στρατός γενναίων μέ ἀρχηγούς «λιοντάρια» πῶς νά μήν ἀνέλθει στήν κορυφή τῆς δόξης καί τῆς ἀθανασίας.
Τό 1964 ἐκδίδεται τό «Ἀναμνηστικό Λεύκωμα» ἐπί τή 50/ἐτηρίδι ἀπό τῆς μάχης τοῦ Κιλκίς. Στήν σελίδα 44 διαβάζουμε: «Ἦταν δύο σύγγαμβροι ἀπό τήν Κύμη τῆς Εὐβοίας, ὁ συνταγματάρχης Ἰωάννης Παπακυριαζής καί ὁ ταγματάρχης Ἰωάννης Βελισσαρίου. Καί οἱ δύο λεβέντες. Τά ἀνδραγαθήματα τους ὑπῆρξαν ἀπό τά φωτεινότερα δείγματα ἀτομικῆς γενναιότητος. Οἱ δύο αὐτοί συγγενεῖς εἶχαν τσακωθῆ… σάν σύγγαμβροι πού ἤσαν. Στήν μάχη τοῦ Κιλκίς βρέθηκαν οἱ μονάδες τους νά πολεμοῦν πλάι- πλάι καί ὁ συναγωνισμός τῶν δύο τσακωμένων ἔφθασε στό ἀποκορύφωμα.»
Στήν τελευταία μάχη, ὅπως ἀναφέρει ὁ στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος στά ἡμιτελῆ ἀπομνημονεύματά του, ἐπῆλθε τό δράμα «…Ἤρξατο τότε σφοδρότατος καταιγισμός πυρός, κατά τήν διάρκειαν τοῦ ὁποίου οἱ 6 λόχοι τοῦ Βελισσαρίου, προχωροῦντες ταχέως ἔφθασαν εἰς ἀπόστασιν ἑφόδου ἀπό τῆς πρώτης γραμμῆς τῶν βουλγαρικῶν ὀρυγμάτων. Καί εἶδον τό ἀλησμόνητον θέαμα τῆς ἑφόδου τῶν 6 εὐζωνικῶν λόχων τοῦ Βελισσαρίου, οἱ ὁποῖοι καθ’ ἄς εἶχον ὁδηγίας ὑπό τοῦ διοικητοῦ των, ἔβαλον αἰφνιδίως ταχύτατον ὀλιγόλεπτον πῦρ ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, μετά τό ὁποῖον ὤρμησαν ἀκάθεκτοι καί μέ βροντώδεις ἀλαλαγμούς ἐναντίον τῶν ἐπί τῆς πρώτης ὀφρύος τοῦ λόφου βουλγαρικῶν χαρακωμάτων. Ἡ γραμμή τῶν ἐφορμούντων λόχων μέ τάς ἀπαστραπτούσας ὑπό τόν ἥλιον ὑπερχιλίας λόγχας ὠμοίαζεν πρός χαλύβδινην ταινία, ἡ ὁποία ἀπειλητική ἐπήρχετο ἐναντίον τῶν ἐχθρικῶν ὀρυγμάτων. Ὁ ἀγών ὑπῆρξεν μεγαλειώδης. Οἱ Βούλγαροι ἀνετράπησαν ἤ ἐξοντώθησαν διά τῆς λόγχης. Αὐτό ἦτο τό μεγαλύτερον κατόρθωμα τοῦ Βελισσαρίου καί μέ δικαίαν ὑπερηφάνειαν ἐφώναξεν εἰς τόν λοχαγόν Ζήραν, ἄλλον γενναῖον, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσεν εἰς τό σύνταγμα τοῦ Παπακυριαζῆ, τοῦ μπατζανάκη τοῦ Βελισσαρίου.
Βρέ Ζήρα, ποῦ εἶναι ὁ διοικητής σου νά δή;
ΖΗΡΑΣ. Σκοτώθηκε…
Εἶχε πέσει πρό ὀλίγου μόλις, μαχόμενος μέ τόν ἴδιον ἀπαράμμιλον τρόπον. Καί τότε τό πρόσωπον τοῦ συγγάμβρου«ἐμαύρισεν ἀπό τό πένθος». Ἔβγαλε τό πηλήκιόν του, ἔκαμε τόν σταυρό του, ἐδάκρυσεν καί ἐτράβηξεν μπροστά μέ περισσοτέραν ὁρμήν. Ἐκεῖ παρακάτω στή Τζουμαγιά, στό ὑψόμετρο 1378, τόν περίμενε κι’ αὐτόν ὁ Χάρος».
Ἕνα ἐξαιρετικό βιβλίο, πραγματικός θησαυρός, πού ἀναφέρεται στή μάχη τοῦ Κιλκίς εἶναι τοῦ π. Δημητρίου Καλλίμαχου, ἐθελοντή ἱεροκήρυκος τῆς Ἐ’ Μεραρχίας. Ὁ Καλλίμαχος παρακολουθεῖ ἐκ τοῦ σύνεγγυς τήν μάχη παίρνει μέρος σ’ αὐτήν, ἐμψυχώνει τούς στρατιῶτες, παρηγορεῖ τούς πληγωμένους καί ἀναλαμβάνει, πολλές φορές, τό βαρύ καθῆκον τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν πολεμιστῶν. Τό 1942, ἐξέδωσε στή Νέα Ὑόρκη τίς ἐμπειρίες του, σέ βιβλίο μέ τίτλο: «Ἀθάνατη Ἑλλάς» Ἀπό τό ἔξοχο αὐτό πόνημα, ἀποσποῦμε κάποιες σελίδες του, στίς ὁποῖες μοσχοβολᾶ ἡ πίστη καί ἡ φιλοπατρία τοῦ στρατοῦ μας. Στήν μακραίωνη ἱστορία μας πάντοτε τό Γένος ἀγωνίζεται «ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος» καί ματαιοπονοῦν ὅσοι θέλουν νά χωρίσουν τά δύο αὐτά «ριζιμιά λιθάρια» τοῦ ἱστορικοῦ μας βίου. Ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ἡ φωνή τοῦ Μακρυγιάννη μᾶς κανοναρχεῖ: «Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί ἡ θρησκεία εἶναι τό πᾶν… Καί τότε λέγονται ἔθνη, ὅταν εἶναι στολισμένα μέ πατριωτικά αἰσθήματα· τό ἐναντίον λέγονται παλιόμαθες τῶν ἐθνῶν καί βάρος τῆς γης.»
Περιγράφει ὁ Καλλίμαχος τόν θάνατο τοῦ ἥρωα Καμάρα, τήν στιγμή πού τραυματίζεται, μπροστά καί ὄρθιος, θανάσιμα:
«Γονατίζει ὁ εὐγενικός συνταγματάρχης καί μέ τό λάμπον ξίφος του ἀκόμη εἰς τά χέρια ἀπευθύνει τόν τελευταῖον πρός τούς ἄνδρας του χαιρετισμόν:
Θάρρος παιδιά, θάρρος, γενναῖοι μου!
Τό αἷμα τρέχει κρουνηδόν ἀπό τό τραῦμα καί ο Καμάρας σωριάζεται:
Πονῶ, πονῶ πολύ, καίομαι…
Ὅταν μετεφέρετο πρός τά χειρουργεῖα, ἀτενίσας διά τελευταίαν φοράν τούς ἄνδρας του ἐδάκρυσε καί εἶπε:
Ἄχ, πού σ’ ἀφήνω, σύνταγμά μου. Σᾶς χαιρετῶ, καλά μου παλληκάρια, καί μέ τήν εὐχήν μου ὅλοι ἐμπρός νά δοξάσετε τήν τιμημένη μας πατρίδα!
Καί τώρα ζῆ εἰς τήν ἀθανασίαν ὁ ἀλησμόνητος Καμάρας μας, ἰδεώδης τῦπος ἀνθρώπου καί στρατιώτου, ἐπιβαλλόμενος μᾶλλον μέ τήν ἀπέραντον καλοκαγαθίαν τοῦ πατρός, παρά μέ τήν συνηθισμένην τραχύτητα τοῦ στρατιωτικοῦ.
Εὐσεβής, φιλεύσπλαχνος, ἀγαθώτατος, εὐθύς καί εἰλικρινής καί πράος, ἠδύνατο νά εἶναι καί ἰδεώδης τύπος λειτουργοῦ τοῦ Ὑψίστου. Εἰς τά Βοδενά, ὅπου ἔμεινεν ἐπί μήνας τό σύνταγμά του, ἔγινεν ἱεροφάντης τῆς Ἑλληνικῆς Ἰδέας, προσηλυτίζων τά ἑτερογενῆ στοιχεῖα μέ μέσα ἀνθρωπιστικά. Καί ὅταν προυκάλει χορούς καί διασκεδάσεις καί ἐορτᾶς καί ὅταν συνωμίλει μειλίχιος στρατιώτης, πάντοτε ἐν εἶχεν ἰδεῶδες, πῶς νά ἐμπεδώση τήν πεποίθησιν εἰς τήν ἐκπολιτιστικήν ἀποστολήν τῆς Ἑλληνικῆς διοικήσεως. Ὅταν ἔφυγεν ἀπό τά Βοδενά, δέν ἔμεινε κανείς ἀδάκρυτος πάσης φυλῆς καί θρησκείας.
Αὐτός ἦτο ὁ Καμάρας, ὁ πρωτομάρτυς τῆς γιγαντομαχίας τοῦ Κιλκίς. (σελ. 71)»
Συγκινητικότατες ὅμως εἶναι καί οἱ ἀναφορές στούς ἁπλούς στρατιῶτες. Ἔδειξε ἀπαράμιλλο ἡρωισμό ὁ Ἕλληνας στρατιώτης στήν μάχη τοῦ Κιλκίς. Ἦθος ὀρθόδοξο καί ἀγάπη ἄδολη καί ἀπρασάλευτη προς την πατρίδα εἶναι οἱ δύο ὀδοδεῖκτες πού τόν ὁδηγοῦν στά «κρημνά τῆς ἀρετῆς».
Διαβάζουμε στήν σελίδα 165:
«Εἶδα ματωμένο γράμμα νεκροῦ· τό ἐπῆρα καί ἀνέγνωσα: (παρατίθεται ὅπως το ἔγραψε ο ἡρωικός μαχητής)
«Ἦνε τόρα δυό μέρες Ἀγαπημένη μου Βασιληκούλα, πού κάμωμε πόλεμο μέ αὐτά τά παληόσκυλα· μᾶς βαροῦνε πολί μί οὐβίδες· χαθήκανε πουλᾶ πεδιά θκάμας· πάγ κι’ ἡ Γιανςμας τὸν πῆρε οὐβίδα τοῦ κεφάλτ. Τόρα περιμένομ σέ μιά ρεματιά νά ξαπουστάσουμ λιγουλάκι κι σί γράφο. Βασιληκούλα σί χάνο γιά τή Πατρίδα· αὐτό τό χουριό πού θέλουμ νά πάρουμ τού λέν Κιλκίδα κέ λέν πὼς τό μουσχάρη θά πλέξ στό ἔμα· ἔχο ἕνα ἔστημα πώς κεγῶ θά πάγο νά φάγο κούμαρα νά βρό τόν παπούλημ ἀλά νά μή κλάψσ Βασιληκούλαμ· ἅμα ἦνε γιά τί Πατρίδα δάκρια δέν ἐχ’ κλάματα μοναχά γιά ὅσοι ψοφοῦν στό στρόμα· θημᾶμε τί ἔλεγε κι Μῆτρος τοῦ Παπούλ γιά τσεγναίκες τό παλιό κερό στή Σπάρτ: ἡ τάς ἡ ἐπιτᾶς. Κλάματα δέ θέλο· ντροπῆς πράματα νά σκοῦζτε γιά μᾶς ἐδό τσβουλγαροχτόν, ἐγκδιτάδες ντίπ κι γιά οὖλες τσατιμίες πού πράξαν σταδέλφια μας Μακεδόνοι. Μόνο ἕνα κερί στήν ἅγια Παρασκεβί φτάνι· γιά διαθήκ ἴνε τά πεδάκιά μας· ἅμα μιγαλόσν νά πᾶν κιφτά στόν πόλεμο, στή Πόλ μί τόν Βουλγαροχτόνο βασιληά μας νά μνιμονεύσν τόν τάφουν μί ἔμα.
Σί φιλό Βασιληκούλαμ πολύ· γιά χαρά γιά τή Πατρίδα. Ἁπτό ρέμα Κιλκίδας Ἀντρέας».
Μεγαλειώδης ὕμνος ἀγωνιστού τῆς νέας μας ἐποποιίας. Ἀπό τό γράμμα αὐτό τοῦ ἁπλοϊκοῦ ὀρεσιβίου σπαρταρίζει θυσία τοῦ ἀθανάτου μαχητοῦ, ὅστις βαδίζει εἰς τόν θάνατον ὡς νυμφίος καί ἀπαγορεύει τά δάκρυα, ἐνθυμίζων τήν ἡρωικήν καρτερίαν τῶν Σπαρτιατίδων εἰς τήν ἁπλοϊκήν σύντροφον τῆς ζωῆς του».
Εἶναι γνωστό πώς ἡ μάχη διεξήχθη ἐν μέσω φοβεροῦ καύσωνος (περίπου 40 βαθμούς Κελσίου). Τά σιταροχώραφα τοῦ κάμπου του Κιλκίς, ἐξαιτίας τῶν ὀβίδων πῆραν φωτιά. Πολλοί βαριά τραυματισμένοι στρατιῶτες, μή μπορώντας νά μετακινηθοῦν, κάηκαν ζωντανοί…
Ἄλλο ἡρωικό παράδειγμα αὐταπάρνησης καί ἀνδρείας στή σελίδα 76:
«Στρατιώτης τοῦ 22ου ἐτραυματίσθη εἰς τόν βραχίονα.
Τυχηρός ἤσουνα, συνάδελφε, πού πῆρες τό παράσημο, τοῦ λέγει ὁ παραπλεύρως του, αἶντε τράβα τώρα στό χειρουργεῖο…
Τί ἔκανε, λέει; Μέ μία τσουγκρανιά νά φύγω; Τό παληοτόμαρό μου βαστάει ἀκόμα· ἔχω νά φάγω καί ἄλλους ἀπ’ αὐτούς τούς ἄτιμους πού σφάξανε γυναικόπαιδα!
Καί συνεχίζει τόν ἀγώνα.
Παίρνει δεύτερο βόλι καί ἐξακολουθεῖ νά μάχεται καί τό δεύτερον τραῦμα γίνεται τρίτον καί ἕπεται συνέχεια… Καί ὅταν πλέον ἡ δυνατή αἱμορραγία τόν ἀναγκάζη νά πέση κάτω, οἱ τραυματοφορεῖς, ὅταν ἐπλησίασαν νά τόν παραλάβουν, ἐπέδσεαν ἐν ὄλω ἑπτά τραύματα! Καί παρεπονεῖτο ὁ Ρουμελιώτης στρατιώτης, διότι δέν ἦτο δυνατόν πλέον νά συνεχίση τόν ἀγώνα του.
Μωρ’ δέν μποροῦσε νά εἶχα κι’ ἄλλο παληοτόμαρο, νά βγάλω αὐτό τό τρυπημένο καί νά τό βάλω τό καινούργιο!»
Μία τελευταία μαρτυρία ἀπό τό τέλος τῆς μάχης. Ὁ Ἕλληνας στρατιώτης ἔχει συνείδηση τῆς ἀποστολῆς:
«Ὤ τριακόσιοι, σηκωθεῖτε
Καί ξανάλθετε σ’ εμᾶς
Τα παιδιά σας θελ’ ἰδῆτε
Πόσο μοιάζουνε μέ σᾶς»
έψαλλε ὁ ἐθνικός μας ποιητής. Καί ὁ μαχητής τοῦ Κιλκίς ἀπό τό ἴδιο χρέος ἐμφορεῖται. Σηκώνει στίς πλάτες τοῦ τήν ἱστορία τοῦ Γένους καί «ντροπή νά ντροπιασθεῖ».
«Μετά τήν μάχην ἐγύρισα νά μεταβῶ πρός τά χειρουργεῖα, νά παρακολουθήσω τόν βουβόν πόνον τῶν ἡρώων. Ἤθελα νά ἐπισκοπήσω συγχρόνως τήν ἀκτίνα, ὅπου διεδραματίζετο πρό ὀλίγου ἀκόμη μία ἀπό τάς ἀγριωτέρας πολεμικᾶς τραγωδίας τῶν νεωτέρων χρόνων.
Ἐνδιαφερόμην νά ὑπολογίσω  τόν ἀριθμόν τῶν εὐγενῶν θυμάτων, διά τούς ὁποίους ἤμην ὑποχρεωμένος νά μεριμνήσω πρός ταφήν καί τέλεσιν τῶν νομίμων.
Ὁ ἀπέραντος χῶρος τοῦ θεάτρου τῆς μάχης ὠμοίαζε πρός μακελλεῖον. Καί ὅταν ἀντίκρυσα τήν φρικιαστικήν εἰκόνα καμμένων σπαρτῶν καί ψημένων σωμάτων καί εἶδα σκοτωμένους μέ τήν λόγχην στά χέρια καί μέ ἀποκρυσταλλωμένην εἰς τό πρόσωπον τήν ψυχολογίαν της ὁρμῆς καί τῆς χαλυβδίνης ἀποφασιστικότητος, ἐδάγκασα ἀσυναισθήτως τά χείλη ἀποθαυμάζων. Ἀγγελιοφόρος τῆς Δ’ Μεραρχίας ἐστάθη καί ἤκουσα νά ἀπαγγέλη:
Στοῦ Κιλκίς τήν ὁλόμαυρη ράχη
Περπατώντας ἡ δόξα μονάχη
Μελετᾶ τά λαμπρά παλλικάρια
Καί στήν κόμη στεφάνη φορεῖ
Γινομένο ἀπ’ ὀλίγα χορτάρια
Πούχαν μείνη στήν ἔρημη γῆ
Ἔρημη ἡ γῆ μέ τά ὀλίγα της ἐναπομείναντα χόρτα ἐστολίζετο ἀπό τῆς ἡμέρας αὐτῆς μέ τόν στέφανον τῆς Ἀθανασίας καί τά ἄσημα ἕως χθές καί πτωχά ἐκεῖνα ὑψώματα παρεδίδοντο εἰς τήν δόξαν καί τόν θαυμασμόν τῶν αἰώνων» (σελ. 83).
Γι’ αὐτό νίκησαν ἐκεῖνα τά λαμπρά παλλικάρια. Ἦταν φτιαγμένα ἀπό τή μαγιά τῶν πολέμαρχων τοῦ Εἰκοσιένα. Ἦταν φτωχά παιδιά, ἡ ψυχή τους ὅμως σπίθιζε ἀπό φιλοπατρία. Ἡ πατρίδα εἶναι ἡ μάνα μας καί τήν ἀγαπᾶμε καί ὅταν εἶναι φτωχή καί ἀναγκεμένη σάν σήμερα. «Φίλει τήν πατρίδα καν ἄδικος ἤ» ἔλεγε ὁ Πλάτων. Πατρίδα εἶναι οἱ τάφοι τῶν προγόνων, τά ἁγιασμένα κόκκαλα τῶν ἡρώων, τά ξωκλήσια τῆς Παναγίας μας.
«Δέν θά μοῦ πήγαινε αὐτό τό ντούφεκι, ἄν δέν ἤσουν ἐσύ γλυκό χῶμα πού νιώθεις σάν ἄνθρωπος. Ἄν δέν ἦταν πίσω μας λίκνα καί τάφοι πού μουρμουρίζουν, ἄν δέν ἦταν άνθρωποι, κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα μέτωπα, κομμένα στόν ἥλιο μέ τό σπαθί τοῦ Θεοῦ» γράφει περήφανα ὁ Νίκ. Βρεττάκος.
«Ἡ μεγαλωσύνη στά Έθνη δέν μετριέται μέ τό στρέμμα, μέ τῆς καρδιᾶς τό πύρωμα, μετριέται και μέ τό αἷμα» λέει ὁ ποιητής.
Τώρα πού μᾶς ταλανίζει ἡ κρίση καί σκύψαμε τό κεφάλι, ἄς στραφοῦμε «πίσω» γιά νά ἀντλήσουμε δύναμη. Ἄς κλείσουμε μές στήν ψυχή μας ἕνα Μεσσολόγι, ἕνα Κιλκίς, ἕνα Σαράντα καί ἄς βαδίσουμε στίς ἀτραπούς τῆς ἱστορίας ὁλόρθοι. «Εἴμαστε παλαβοί ἐμείς οὶ Ἑλληνες, ἁλλά ἔχουμε γνωστικό Θεό» ἔλεγε ὁ Κολοκοτρώνης καί Αὐτός θά μᾶς σώσει. Δέν μᾶς πρέπει ὁ φόβος, καταγόμαστε ἀπό γενιές ἡρώων σάν αὐτούς πού δόξασαν τήν πατρίδα στόν τόπο τόν ἱερό τοῦ Κιλκίς.
Κλείνουμε μέ τούς στίχους τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ Κωστῆ Παλαμᾶ, πού τούς ἀπήγγειλε τό 1928, κατά τά ἀποκαλυπτήρια του μνημείου πού δεσπόζει στό ἡρῶον τῆς μάχης. Ὁ ὕμνος ὀνομάζεται «ἡ Πατρίδα στούς νεκρούς της» Νά, πῶς τελείωνε ὁ ποιητής:
« –  Παιδιά μου, ὅσοι, προφῆτες μου, στρατιῶτες, ἀρχηγοί,
σάν τά λιοντάρια στήσατε κορμιά καί σάν τά κάστρα,
καί μεσ’ στή μακεδονική ματοθρεμμένη γῆ
βάλατε τήν εἰκόνα μου φερτή σάν ἀπό τ΄ ἄστρα
στοῦ Λαχανά καί στοῦ Κιλκίς τήν ἐκκλησιά τήν πλάστρα,
πνοές κι ἄν πλανάστε σ’ ἄλλη ζωή, λείψανα κι ἄν κοιμάστε,
σᾶς λειτουργῶ στή δόξα μου. Μακαρισμένοι νά ‘στέ».

Τοῦ Δημητρίου Νατσιοῦ, Δασκάλου – Θεολόγου

http://greeknation.blogspot.gr/2016/06/19-21-1913.html#more

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η Μάχη του Κιλκίς 19-21 Ιουνίου, 1913"

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και η θέση της Ελλάδος

hellas1920
Πολιτικοστρατιωτική Κατάσταση στην Ευρώπη το 1914
Το 1914 βρήκε την Ευρώπη διαιρεμένη σε δύο αντίπαλους συνασπισμούς, την Τριπλή Συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων(Αυστροουγγαρία, Γερμανία και Ιταλία) και την Τριπλή Συνεννόηση ή Αντάντ (Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία).
Η πρώτη από τις συμμαχίες αυτές υπεγράφη στη Βιέννη στις 20 Μαρτίου 1882 και ανανεώθηκε προς το τέλος του 1912. Η θέση όμως της Ιταλίας στην Τριπλή Συμμαχία φαινόταν μάλλον αμφίβολη, λόγω της παραμονής ακόμη υπό Αυστροουγγρικό ζυγό των επαρχιών του Τρεντίνου, του Μπολτζάνο και της Τεργέστης που κατοικούνταν από Ιταλούς, αλλά και των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων των δύο χωρών στα Βαλκάνια.
Τριπλή Συμμαχία Κεντρικών Δυνάμεων
Τριπλή Συμμαχία Κεντρικών Δυνάμεων
Η δεύτερη, η Τριπλή Συνεννόηση, απαίτησε πολύ χρόνο για να υλοποιηθεί. Προηγήθηκε η υπογραφή συμφωνίας συμμαχίας μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας στην Πετρούπολη, στις 18 Αυγούστου του 1892, σε αντιστάθμισμα της Τριπλής Συμμαχίας. Ακολούθησε η συμφωνία του Λονδίνου με την εγκάρδια συνεννόηση της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, στις 8 Απριλίου του 1904, με την οποία επιλύονταν όλες οι μεταξύ τους διαφορές στα θέματα των αποικιών τους. Τέλος ολοκληρώθηκε με τη συνθήκη Αγγλο – Ρωσικής φιλίας της Πετρουπόλεως, στις 131 Αυγούστου του 1907, με την οποία διακανονίζονταν οι απαιτήσεις των δύο χωρών στην Άπω Ανατολή. Οι συνθήκες όμως αυτές δε δέσμευαν τη Μεγάλη Βρετανία σε περίπτωση ευρωπαϊκής συρράξεως.
Στο μεταξύ οι διαφορές που χώριζαν τα κράτη της Ευρώπης ήταν πολλές και σοβαρές. Η Γαλλία διεκδικούσε τις επαρχίες της Αλσατίας και της Λωρραίνης, τις οποίες είχε απωλέσει κατά το Γαλλογερμανικό Πόλεμο του 1870. Η Ρωσία επιδίωκε να διασφαλίσει τα απειλούμενα από τις Κεντρικές Δυνάμεις συμφέροντά της στα Βαλκάνια. Επίσης κατά τον πόλεμο με την Ιαπωνία τα έτη 1904 – 1905, με αφορμή τα ζητήματα που αφορούσαν στην Άπω Ανατολή, είχε υποστεί σοβαρότατες απώλειες σε άντρες και έχασε ολόκληρο σχεδόν τον πολεμικό της στόλο.
Η Ιταλία, μετά την αποτυχία ικανοποιήσεως των βλέψεών της στην Τύνιδα το 1883 και την ήττα της στην Αιθιοπία το 1896, στράφηκε κατά της τουρκοκρατούμενης Τριπολίτιδας και την 14 Δεκεμβρίου του 1900 υπέγραψε συμφωνία με τη Γαλλία, με την οποία οι δύο χώρες αναγνώριζαν αμοιβαία τις βλέψεις τους στην Τριπολίτιδα και το Μαρόκο, αντίστοιχα. Επιπλέον, στις αρχές του έτους 1902, η Γαλλία πέτυχε την εξασφάλιση της ουδετερότητας της Ιταλίας, σε περίπτωση επιθέσεως τρίτης χώρας εναντίον της. Η Γερμανία, επιδιώκοντας να θέσει υπό δοκιμασία τη Γαλλο – Ρωσική συμμαχία, προσπάθησε να δημιουργήσει πρόβλημα στη Γαλλία για το Μαρόκο, απέτυχε όμως, γιατί η Διεθνής Διάσκεψη στην Αλχεθίρα της Νότιας Ισπανίας, τον Ιανουάριο του 1906, δικαίωσε τη Γαλλία, η οποία εγκατέστησε στο Μαρόκο Γαλλικό Προτεκτοράτο.
Η Αυστροουγγαρία εξάλλου, εκμεταλλευόμενη τις αδυναμίες της Ρωσίας, προσάρτησε πραξικοπηματικά στις 22 Σεπτεμβρίου – 5 Οκτωβρίου 1908 τις κατεχόμενες από την Τουρκία επαρχίες της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Η Σερβία αντέδρασε στην ενέργεια αυτή, λόγω του εκεί Σέρβικου στοιχείου, αλλά υποχρεώθηκε σε υποταγή και παραίτηση των αξιώσεών της. Παρέμεινε ωστόσο η πικρία του Σέρβικου λαού που επηρέασε σημαντικά τα γεγονότα του 1914.
Μετά την εγκατάσταση του Γαλλικού Προτεκτοράτου στο Μαρόκο το 1906, η Ιταλία, με την άδεια των Μεγάλων Δυνάμεων, αξίωσε να αναπτύξει οικονομικά την Τριπολίτιδα, αλλά αντέδρασε ο Σουλτάνος και οι Ιταλοί επιτέθηκαν και κατέλαβαν την Τριπολίτιδα και την ενδοχώρα. Επιπλέον, κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα και βομβάρδισαν τα Δαρδανέλια. Έτσι, εξανάγκασαν την Τουρκία να δεχτεί διαπραγματεύσεις ειρήνης, οι οποίες όμως παρατάθηκαν για αρκετούς μήνες, οπότε κηρύχθηκε ο πόλεμος Τουρκίας – Χριστιανικών Βαλκανικών Κρατών και η Τουρκία υποχρεώθηκε να υπογράψει στις 18 Οκτωβρίου 1912 στο Ουσύ της Λωζάνης (Ελβετία) προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης, με την οποία δεχόταν τις αξιώσεις των Ιταλών. Σημαντική επίσης ήταν η υποχρέωση της Ιταλίας να εκκενώσει τα Δωδεκάνησα, μόλις οι Τούρκοι θα έφευγαν εντελώς από την Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή. Η εκεί όμως συνεχιζόμενη αντίσταση των ιθαγενών έδωσε την πρόφαση στους Ιταλούς να αναβάλουν επ’ αόριστο την εκκένωση της Δωδεκανήσου.
Τριπλή Συμμαχία Αντάντ
Τριπλή Συμμαχία Αντάντ & Σύμμαχοι
Τα Βαλκανικά Κράτη εξάλλου, επιδίωκαν τη λύτρωσή τους από την Τουρκική κυριαρχία. Ο αναβρασμός στην Αλβανία από το 1911 και η ήττα της Τουρκίας στον Ιταλο – Τουρκικό Πόλεμο δημιούργησαν την ευκαιρία για ένοπλη επέμβαση. Έτσι, στις 13 Μαρτίου του 1912 υπογράφηκε μυστική συνθήκη μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας, η οποία εκτός των άλλων προέβλεπε και τη διανομή μετά τον πόλεμο των απελευθερωμένων εδαφών. Η Βουλγαρία θα έπαιρνε τα εδάφη ανατολικά της Ροδόπης και του Στρυμόνα, ενώ η Σερβία τα εδάφη βόρεια και δυτικά του όρους Σκάρδου (ορεινός όγκος στα δυτικά των Σκοπίων). Η ζώνη όμως των εδαφών πλάτους περίπου 60 χλμ. εκατέρωθεν του Αξιού θα ήταν στη διαιτησία του Τσάρου. Στις 29 Μαΐου 1912 υπογράφηκε στη Σόφια αμυντική συνθήκη και μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, χωρίς σ’ αυτή να γίνεται μνεία για την τύχη των εδαφών που θα απελευθερώνονταν. Το Μαυροβούνιο, έχοντας βλέψεις στην πεδιάδα και τη λίμνη της Σκόδρας, ήρθε σε προφορική συνεννόηση και συμφωνία με τις άλλες Βαλκανικές Κυβερνήσεις.
Στις 8 Οκτωβρίου 1912 πρώτο το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ακολούθησαν στις 4 – 17 Οκτωβρίου η Σερβία και η Βουλγαρία και αμέσως την επομένη η Ελλάδα. Μέσα σε λίγο χρόνο τα Χριστιανικά Βαλκανικά Κράτη πέτυχαν να συντρίψουν σχεδόν τον όγκο των τουρκικών δυνάμεων και να απελευθερώσουν το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών εδαφών της Τουρκίας. Προέκυψαν όμως δύο σοβαρά προβλήματα, εκείνο της τύχης της Κωνσταντινουπόλεως και το άλλο της εξόδου της Σερβίας στην Αδριατική. Η Ρωσία επιθυμούσε την Σουλτανική κυριαρχία στην Κωνσταντινούπολη για να μην εισέλθουν σ’ αυτή οι Βούλγαροι και να μην περάσει ο Ελληνικός Στόλος τα στενά. Η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία επίσης επιδίωκαν τη δημιουργία μεγάλου Αλβανικού κράτους για να μη φτάσουν οι Σέρβοι στις δαλματικές ακτές και οι Έλληνες στο στόμιο της Αδριατικής. Οι δύο χώρες στις 31 Δεκεμβρίου 1912 υπέγραψαν συμφωνία ιδρύσεως της Αλβανικής Ηγεμονίας, αναγνωρίζοντας αμοιβαία τις ζώνες επιρροής τους σ’ αυτή.
Βενιζέλος
Στις 3 Δεκεμβρίου 1912 η Βουλγαρία, εκ μέρους των Συμμάχων πλην της Ελλάδας, υπέγραψε ανακωχή δεκαπέντε ημερών με την Τουρκία, ενώ συνεχιζόταν η πολιορκία των Ιωαννίνων, της Αδριανουπόλεως και της Σκόδρας. Η Ελλάδα δεν συμμετείχε στην ανακωχή για να μη διακοπεί ο αποκλεισμός των τουρκικών ακτών και καταστεί δυνατή η ενίσχυση των τουρκικών δυνάμεων από τη Μικρά Ασία.
Το Δεκέμβριο 1912 συγκλήθηκαν δύο συνδιασκέψεις στο Λονδίνο, μία με αντιπροσώπους των πέντε εμπολέμων και μία με τους Πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων. Η δεύτερη έπρεπε να καθορίσει το μελλοντικό καθεστώς στα Βαλκάνια.
Στο μεταξύ επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες. Η Ιταλία ήθελε τα μεσημβρινά σύνορα της Αλβανίας να επεκταθούν νοτιότερα και να μη συζητηθεί το θέμα της Δωδεκανήσου, γιατί επιθυμούσε την παραχώρησή της στην Τουρκία, σύμφωνα με τη μεταξύ τους προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης του Ουσύ της Λωζάνης. Η Τουρκία από την πλευρά της διεκδικούσε τη Χίο και τη Λέσβο, προβάλλοντας λόγους ασφαλείας των ακτών της.
Στις 30 Μαΐου 1913 ή Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη στο Λονδίνο κατέληξε σε συνθήκη ειρήνης με την οποία η Τουρκία παραχωρούσε στα Βαλκανικά Κράτη τα εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου – Μήδειας στην Ανατολική Θράκη, καθώς και την Κρήτη. Κάθε σύμμαχος υποχρεωνόταν να συνάψει ιδιαίτερη συνθήκη με τη Τουρκία για τα μεταξύ τους θέματα.
Η συνθήκη του Λονδίνου, ωστόσο, άφηνε εκκρεμή τα σύνορα της Αλβανίας, την τύχη των νησιών του Αιγαίου και τη διανομή των εδαφών στους νικητές. Η Βουλγαρία με την ενθάρρυνση της Αυστροουγγαρίας είχε υπερβολικές αξιώσεις, έφερε βαρέως την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Έλληνες και του Μοναστηρίου από τους Σέρβους και αξίωνε απειλητικά την προσάρτηση των περιοχών του Κοσσόβου και του Μοναστηρίου, καθώς και των κοιλάδων κοντά στη Θεσσαλονίκη. Μπροστά στη νέα απειλή η Ελλάδα και η Σερβία, στις 1 Ιουνίου 1913, συνήψαν δεκαετή συμμαχία που εγγυόταν τις εδαφικές τους κατακτήσεις, καθώς και την απόκτηση κοινών συνόρων δυτικά του Αξιού.
Τσάρος Βουλγαρίας Φερδινάνδος Ι
Τσάρος Βουλγαρίας Φερδινάνδος Ι
Οι Βούλγαροι, κλιμακώνοντας τις προκλήσεις τους, δημιουργούσαν συνεχώς μεθοριακά επεισόδια και τη νύχτα 17 Ιουνίου 1913 επιτέθηκαν με σκοπό να απωθήσουν τους Έλληνες προς τη θάλασσα και τους Σέρβους προς τα Σκόπια. Έτσι, εξερράγη ο δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος που κατέληξε στην ολοσχερή ήττα των Βουλγάρων. Οι Ρουμάνοι πέρασαν και αυτοί τα σύνορα στις 10 Ιουλίου και προέλασαν προς τη Σόφια, ενώ οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση, κατέλαβαν χωρίς μάχη την Αδριανούπολη. Κατόπιν της εξελίξεως αυτής ο βασιλέας της Βουλγαρίας Φερδινάνδος Ι έκανε έκκληση προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, με την επέμβαση των οποίων υπογράφηκε στις 30 Ιουλίου ανακωχή μεταξύ των εμπόλεμων, για να ακολουθήσει στις 10 Αυγούστου η υπογραφή συνθήκης ειρήνης στο Βουκουρέστι. Με αυτή καθορίστηκαν τα σύνορα της Βουλγαρίας προς τη Ρουμανία, τη Σερβία και την Ελλάδα, στην οποία παραχωρήθηκε η περιοχή της Μακεδονίας μέχρι το Νέστο ποταμό μαζί με το λιμάνι της Καβάλας, μετά από απαίτηση της Γερμανίας και παρά την αντίδραση της Αυστροουγγαρίας.
Τα προβλήματα των συνόρων της Αλβανίας και της τύχης των νησιών του Αιγαίου εξακολούθησαν να παραμένουν άλυτα, ενώ δεν υπογράφηκαν αμέσως συνθήκες των Βαλκανικών Κρατών με την Τουρκία. Η πρώτη απ’ αυτές υπογράφηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1913 στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, η οποία αναγνώρισε την Τουρκική κυριαρχία στην Ανατολική Θράκη, συμπεριλαμβανομένης και της Αδριανουπόλεως. Η συνθήκη Τουρκίας – Σερβίας υπογράφηκε στις 14 Μαρτίου του 1914 στην Κωνσταντινούπολη και η μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας στις 14 Νοεμβρίου 1914 στην Αθήνα, χωρίς και πάλι να καθορίζεται η τύχη των νησιών του Αιγαίου που με τη συνθήκη του Λονδίνου αφηνόταν στις Μεγάλες Δυνάμεις να αποφασίσουν. Η οριστική παραχώρηση των νησιών αυτών έγινε τελικά, στις 24 Ιουλίου 1923, με τη συνθήκη της Λωζάνης.
Στις 29 Ιουλίου του 1913 η πρεσβευτική συνδιάσκεψη των Μεγάλων Δυνάμεων στο Λονδίνο ανακήρυξε αυτόνομη ηγεμονία την Αλβανία, υπό κληρονομικό ηγεμόνα, με την υπόδειξη και εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Στις 8 Αυγούστου 1913 η συνδιάσκεψη καθόρισε τα νότια σύνορα της Αλβανίας, που θα περιλάμβαναν τις περιοχές Κορυτσάς και Αργυροκάστρου και την ακτή μέχρι το ακρωτήριο της Φτελιάς. Τα σύνορα μεταξύ Κορυτσάς και Φτελιάς θα καθόριζε Διεθνής Επιτροπή, με βάση τα εθνολογικά δεδομένα; τις γεωγραφικές συνθήκες και τη γλώσσα. Η Επιτροπή όμως αυτή μεταβαίνοντας εκεί, το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1913, δεν έλαβε υπόψη της τη θρησκεία, την εθνική συνείδηση, την παιδεία και τη γλώσσα. Αγνόησε έτσι, ότι στο Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο, τους Αγίους Σαράντα και τη Χειμάρρα οι κάτοικοι μιλούσαν μόνο την ελληνική, ενώ στην Κορυτσά και το Λεσκοβίκι μιλούσαν και τις δύο γλώσσες την Ελληνική και την Αλβανική.
Η Επιτροπή ξανασυνήλθε στη Φλωρεντία στις 17 Δεκεμβρίου του 1913 και με πρωτόκολλο αποφάσισε ότι ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος θα περιλαμβανόταν στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, στις 13 Φεβρουαρίου του 1914, γνώρισαν στην Ελληνική Κυβέρνηση ότι θα παραχωρούνταν στην Ελλάδα τα νησιά του Αιγαίου πλην Ίμβρου, Τενέδου και Καστελλόριζου την ημέρα που ο Ελληνικός Στρατός θα αποχωρούσε από τη Βόρεια Ήπειρο. Η Κυβέρνηση υπέκυψε στον εκβιασμό και με αίτησή της ζήτησε προνόμια για τον πληθυσμό της Βόρειας Ηπείρου.
Γουλιέλμος του Βηδ Πρίγκηπας Αλβανίας
Γουλιέλμος του Βηδ Πρίγκηπας Αλβανίας
Αρχές Μαρτίου του 1914 αποβιβάστηκε στο Δυρράχιο ο ηγεμόνας της Αλβανίας Γερμανός Πρίγκιπας Γουλιέλμος του Βηδ, ενώ η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση αναρχίας από τους φυλετικούς ανταγωνισμούς. Η Ελληνική Κυβέρνηση πιστή στις υποχρεώσεις της, άρχισε να εκκενώνει τα εδάφη της Βόρειας Ηπείρου, ο πληθυσμός της οποίας όμως εξεγέρθηκε, ανακήρυξε αυτονομία και σχημάτισε Προσωρινή Κυβέρνηση υπό το Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο με την εντολή να προβάλει ένοπλη αντίσταση. Έτσι, οργανώθηκε στρατός, τον οποίο στελέχωσαν πολλοί Έλληνες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί και συγκροτήθηκαν αποσπάσματα Ιερολοχιτών, από άντρες και γυναίκες, για την ανακατάληψη του εθνικού εδάφους από τη Χειμάρρα μέχρι την Κορυτσά.
Γεώργιος Ζωγράφος
Κατά τις πρώτες συγκρούσεις επικράτησαν οι Αλβανοί, αλλά μετά τον Απρίλιο οι Βορειοηπειρώτες πέτυχαν πολλές νίκες και ανακατέλαβαν τα εδάφη που είχε εγκαταλείψει ο Ελληνικός Στρατός, φτάνοντας και πέρα από το Βεράτι. Για να σταματήσει η αναρχία επενέβη η Διεθνής Επιτροπή στην Προσωρινή Κυβέρνηση και με το πρωτόκολλο που υπογράφηκε στην Κέρκυρα, στις 17 Μαΐου του 1914, παραχωρήθηκαν στους Βορειοηπειρώτες προνόμια διοικήσεως, παιδείας, θρησκείας, περιουσίας και προσωπικής ασφάλειας. Οι ταραχές όμως συνεχίστηκαν.
Με την υποκίνηση της Ιταλίας, ο Εσσάτ Πασάς με τους Μουσουλμάνους επαναστάτησε κατά του Γουλιέλμου που υποστηριζόταν από την Αυστροουγγαρία και τις ορεσίβιες φυλές των Μελισσόρων και Μιρδιτών με αποτέλεσμα η Αλβανία να διαιρεθεί σε δύο στρατόπεδα.
Η θέση της Ελλάδας
Η δεκαετής αμυντική συμμαχία μεταξύ της Ελλάδας και της Σερβίας της 1ης Ιουνίου του 1913, που επικυρώθηκε στις 21 Ιουνίου του 1913, κυρίως προέβλεπε:
- Αμοιβαία βοήθεια σε περίπτωση προσβολής της από άλλη χώρα.
- Συγκέντρωση από την Ελλάδα, με την έναρξη των εχθροπραξιών, 90.000 αντρών στην ευρεία περιοχή της Θεσσαλονίκης και του στόλου της στο Αιγαίο, ενώ η Σερβία θα συγκέντρωνε 150.000 άντρες στα νότια σύνορά της προς την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.
- Απαγόρευση μειώσεως των δυνάμεων αυτών παρά μόνο κατόπιν γραπτής συμφωνίας των Γενικών Επιτελείων των δύο σύμμαχων κρατών. Σε περίπτωση που η Ελλάδα βρισκόταν στην ανάγκη να αμυνθεί εναντίον άλλης χώρας, πλην της Βουλγαρίας, είχε την υποχρέωση να βοηθήσει τη Σερβία αν η τελευταία εμπλεκόταν με τη Βουλγαρία, εφόσον το επέτρεπαν οι δυνατότητές της. Η Σερβία αν βρισκόταν στην ανάγκη να αμυνθεί κατά άλλης χώρας, πλην της Βουλγαρίας, και η Ελλάδα δεχόταν επίθεση απ’ αυτή, η Σερβία ήταν υποχρεωμένη να βοηθήσει την Ελλάδα με δυνάμεις που οι δύο χώρες θα συμφωνούσαν μεταξύ τους. Οι όροι αυτοί είχαν μεγάλη σημασία και έγιναν αιτία διαφωνιών του πολιτικού κόσμου της Ελλάδας για την ακολουθητέα γραμμή στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις με απόφασή τους παραχώρησαν στην Ελλάδα τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία είχε απελευθερώσει ο Ελληνικός Στόλος στην αρχή ακόμη του Βαλκανο Τουρκικού Πολέμου 1912 – 13. Η Ελλάδα αποδέχθηκε την απόφαση, αλλά η Τουρκία αρνήθηκε, λόγω της εγγύτητας προς τα στενά και τις μικρασιατικές ακτές. Η Τουρκία, στο μεταξύ, είχε πετύχει να της παραχωρηθεί από τη Βραζιλία το θωρηκτό «Rio de Zaneiro» και είχε αναθέσει στα Αγγλικά ναυπηγεία τη ναυπήγηση ενός ακόμη με χρόνο παραδόσεως το φθινόπωρο του 1914.
Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς
Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς
Βλέποντας αυτά ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος ανησύχησε και προσπάθησε, μέσω της Γερμανικής Κυβερνήσεως, να έρθει σε κάποια συνεννόηση με την Τουρκία. Αυτή όμως την απέρριψε και άρχισε τους διωγμούς των Ελλήνων της Τουρκίας, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσουν η Καβάλα και τα νησιά από πρόσφυγες. Έτσι, άρχισε να φαίνεται νέα απειλή πολέμου και η Επιτελική Υπηρεσία του Στρατού υπέβαλε στον Πρωθυπουργό έκθεση με τις δυνατότητες πολεμικών επιχειρήσεων κατά της Τουρκίας που συνέταξε ο αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς, ως Διευθυντής της Α’ Διευθύνσεως.
Η έκθεση προσδιόριζε τους αντικειμενικούς σκοπούς και ανέλυε τους παράγοντες, τη στάση των Βαλκανικών Κρατών, τη ναυτική υπεροχή των αντιπάλων και το βαθμό προπαρασκευής για υπερπόντια εκστρατεία. Η ανάμιξη των Μεγάλων Δυνάμεων θεωρούνταν απίθανη. Η στάση της Βουλγαρίας, λόγω της εδαφικής παρεμβολής της μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, είχε σημασία αλλά οπωσδήποτε θα επηρεαζόταν από τη στάση της Ρουμανίας και της Σερβίας. Η Ρουμανία δεν ήθελε αναταραχή στη Βαλκανική και υποχρεώσεις έναντι της Ελλάδας. Η Σερβία αν και σύμμαχος, λόγω του νοτιοσλαβικού ζητήματος με την Αυστροουγγαρία, δεν συνέδραμε την Ελλάδα.
Η έκθεση παρουσίαζε ως πιθανή μια Τουρκο Βουλγαρική συμφωνία κατά της Ελλάδας και απέκλειε ανάληψη αποβατικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία. Το να βασιστεί η Ελλάδα στη θέληση της Ρουμανίας και της Σερβίας να συγκρατήσουν τη Βουλγαρία κρινόταν ως ολέθριο σφάλμα. Σύμφωνα με την έκθεση, η ναυτική υπεροχή της Ελλάδας ήταν χρήσιμη για τον εφοδιασμό της Χώρας με τρόφιμα, πολεμικό υλικό, την ασφάλεια των νησιών και των ελληνικών ακτών, καθώς και την ανάληψη αποβατικών επιχειρήσεων. Εκβίαση ή αιφνιδιαστική διάβαση των Στενών των Δαρδανελίων ήταν ανώτερη των δυνάμεων του Ελληνικού Στόλου.
Η Ελληνική Κυβέρνηση με έντονη διακοίνωσή της για τους διωγμούς των Ελλήνων στην Τουρκία, τόνιζε ότι η συνέχισή τους θα την εξανάγκαζε να φτάσει στα έσχατα. Αλλά και οι Μεγάλες Δυνάμεις έκαναν συστάσεις. Έτσι, προσωρινά η Τουρκία σταμάτησε τους διωγμούς.
Στις 20 Μαΐου του 1914 ο Τούρκος επιτετραμμένος στην Αθήνα εξέθεσε στον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο ότι θα ήταν πλεονέκτημα και για τις δύο χώρες αν γινόταν ανταλλαγή των πληθυσμών. Ο Πρωθυπουργός ζήτησε διευκρινίσεις και σε δύο ημέρες είχε το σχέδιο ανταλλαγής του πληθυσμού της περιφέρειας της Σμύρνης με τους Μουσουλμάνους της Μακεδονίας. Ο Βενιζέλος ενέκρινε το σχέδιο, αλλά οι Τούρκοι ξανάρχισαν τους διωγμούς με αγριότητα και πλημμύρισαν πάλι τα νησιά με πρόσφυγες. Η σκληρότητά τους ήταν τέτοια που το Πατριαρχείο προέβη στο κλείσιμο των εκκλησιών στη Μικρά Ασία και κήρυξε την Ορθόδοξη Εκκλησία σε διωγμό.
Θωρηκτό Λήμνος
Θωρηκτό Λήμνος
Η κατάσταση έγινε πολύ σοβαρή και ο πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος. Η Ελληνική Κυβέρνηση στις 11 Ιουνίου του 1914 με έντονη διακοίνωσή της στην Υψηλή Πύλη απαιτούσε να σταματήσουν αμέσως οι διωγμοί και να διασφαλισθεί η ζωή και η περιουσία των Ελλήνων στην Τουρκία. Ειδοποίησε επίσης τον Πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη να αποχωρήσει και να διακόψει τις σχέσεις με τη Τουρκία, αν αυτή δε συμμορφωνόταν με τη διακοίνωση. Ταυτόχρονα η Ελλάδα αγόρασε από την Αμερική δύο θωρηκτά τα «Idaho» και «Mississipi» που μετονομάστηκαν σε «Λήμνος» και «Κιλκίς» αντίστοιχα.
Η Κυβέρνηση στις 12 Ιουνίου του 1914 με διακοίνωση και προς τη σύμμαχο Σερβία, την ενημέρωνε για τους διωγμούς του Ελληνισμού και τη διακοίνωσή της προς τη Τουρκία, τονίζοντας ταυτόχρονα την απόφασή της να φτάσει στα άκρα αν η Τουρκία δε συμμορφωνόταν. Επιπλέον, ζητούσε την πλήρη ηθική συμπαράστασή της.
Στις 16 Ιουνίου 1914 η Σέρβική Κυβέρνηση απάντησε στην Ελληνική διακοίνωση, ότι η Σερβία επιθυμούσε τη διατήρηση της ειρήνης, ότι η οικονομία της δεν είχε ανορθωθεί και το πολεμικό της υλικό δεν είχε αναπληρωθεί, ενώ η Βουλγαρία και η Αλβανία καραδοκούσαν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση. Επίσης ανέφερε ότι η Τριπλή Συνεννόηση ήθελε ηρεμία στη Βαλκανική και παρακαλούσε να αποφευχθούν οι ακρότητες.
Στις 18 Ιουνίου 1914 απάντησε στην Ελληνική διακοίνωση και η Τουρκία, αρνούμενη την αλήθεια των κατηγοριών περί διωγμών και ισχυριζόμενη ότι οι ολίγοι, που απομακρύνθηκαν, έφυγαν στα πλαίσια της συμφωνίας περί ανταλλαγής των πληθυσμών. Τέλος, ζητούσε τη σύσταση μικτής Ελληνο Τουρκικής επιτροπής που θα επόπτευε την ανταλλαγή πληθυσμών και περιουσιών. Κατόπιν αυτού επήλθε κάποια χαλάρωση και συμφωνήθηκε να συναντηθεί ο Πρωθυπουργός με το Μεγάλο Βεζύρη τον Ιούλιο στις Βρυξέλλες και να συζητήσουν για την ανταλλαγή των πληθυσμών και τα νησιά του Αιγαίου.
Στις 19 Ιουλίου 1914 η Επιτελική Υπηρεσία του Στρατού υπέβαλε στον Πρωθυπουργό νέο υπόμνημα, εκθέτοντας τον ενδεδειγμένο τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων κατά της Τουρκίας. Σ’ αυτό τονιζόταν ότι η Ελλάδα είχε συμφέρον να προκαλέσει τον πόλεμο μόνο όταν θα είχε απόλυτη υπεροχή στη θάλασσα, χωρίς να εμπλακεί σε μακροχρόνιες και δαπανηρές ναυτικές επιχειρήσεις. Η Ελλάδα έπρεπε να πλήξει την Τουρκία καίρια, γρήγορα και αποφασιστικά και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με απόβαση ολόκληρου του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία και την εκεί καταστροφή των Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Η ενέργεια αυτή είχε πολλές πιθανότητες επιτυχίας, αποκλειόταν όμως πολιτικά, εξαιτίας της εχθρικής στάσεως της Βουλγαρίας, καθώς και της αμφίβολης υποστηρίξεως της Σερβίας και της Ρουμανίας. Η Επιτελική Υπηρεσία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η σωστή λύση θα ήταν η απόβαση μιας ενισχυμένης μεραρχίας, κυρίως στην Καλλίπολη και δευτερευόντως στις Μικρασιατικές ακτές, με σκοπό να καταστρέφει τα πυροβολεία των Στενών, για να διέλθει ο Στόλος και να απειλήσει την Κωνσταντινούπολη. Οι ενέργειες έπρεπε να γίνουν χωρίς κήρυξη πολέμου και εντελώς μυστικά, ώστε να εξαναγκαστεί η Τουρκία σε συνθηκολόγηση.
Βιβλιογραφία
Αρχείο ΔΙΣ/ΓΕΣ, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Τόμος ΙΔ
Σπ. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1828 – 1964, Τόμος Γ’, Αθήνα 1966.
I. Πολιτάκου, Στρατιωτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, Αθήνα 1980.
Αλ. I. Δεσποτόπουλου, η Συμβολή της Ελλάδος στην έκβαση των δύο Παγκόσμιων Πολέμων, Αθήνα 1992.
The Times History of the war (Τόμοι 21), Printing House Square, – London, 1915.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και η θέση της Ελλάδος"

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

1912: ΟΤΑΝ ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΠΗΓΑΙΝΑΝ ΦΑΝΤΑΡΟΙ ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΑ!!!

!

image004 
*Η κορύφωση: Ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει τη Θεσσαλονίκη
*Μια σύγκριση του ηρωικού παρελθόντοςμε το παρόν, φυγοστράτων πολιτικών 
Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Σήμερα μας φαίνεται απίστευτο, αλλά υπήρξαν εποχές, που αρκετοί βουλευτές και οι πρώην βουλευτές, έσπευδαν να καταταγούν εθελοντικά στο στράτευμα όταν η Ελλάδα κινδύνευε!!! ‘Όχι όπως στις μέρες μας με τους πολλούς αστράτευτους κοινοβουλευτικούς άνδρες…

Και αυτό φάνηκε κατά τρόπο μεγαλειώδη στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912- 1913, οι οποίοι διπλασίασαν τότε την Ελλάδα.
Αρκετοί βουλευτές τότε αλλά και πρώην βουλευτές χωρίς να υπολογίζουν τα προβλήματα της ηλικίας τους, έσπευσαν να καταταγούν και να πολεμήσουν δίνοντας ακόμα και τη ζωή τους όπως για παράδειγμα, ο πρώην βουλευτής Κέρκυρας Λορέντζος Μαβίλης. 
Σήμερα, δεν γνωρίζουμε όλους τους κοινοβουλευτικούς άνδρες που έσπευσαν τότε να κάνουν το καθήκον τους και μάλιστα εθελοντικά.
Γνωρίζουμε όμως μερικούς, που τα ονόματά τους περιέχονται κατά τρόπο απροσδόκητο σε μια ανοιχτή επιστολή (31 Ιουλίου 1913) του τότε πολεμικού ανταποκριτή της εφημερίδας «Πατρίς» Β. Κατωπόδη. Ο Κατωπόδης έκανε το καθήκον του σαν στρατιώτης στα μέτωπα της Μακεδονίας και της Ηπείρου και σαν δημοσιογράφος, στέλνοντας δεκάδες ανταποκρίσεις στην εφημερίδα του  Σπ. Σίμου προσωπικού φίλου του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο Σίμος που ήταν τότε εκτός από διευθυντής της «Πατρίδος» και βουλευτής, είχε τοποθετηθεί ως πολιτικός σύμβουλος του στρατηγού Σαπουντζάκη στο μέτωπο της Ηπείρου.

*Ο τίτλος της επιστολής Χατζηγιάννη στη "Νέα Ημέρα".
Η διαμάχη Κατωπόδη- Χατζηγιάννη
Το καλοκαίρι του 1913 ξέσπασε μια διαμάχη, όταν ο δημοσιογράφος της «Νέας Ημέρας» Γρηγόριος Βασιλάς, με ανοιχτή επιστολή του γραμμένη στο Δεδέαγατς  (25 Ιουλίου 1913) επέκρινε Αθηναίους πολεμικούς ανταποκριτές, ότι έστελναν φανταστικές περιγραφές μαχών, που τις έγραφαν στα γραφεία τους
Ο βουλευτής  της Λάρισας Δημήτριος Χατζηγιάννης, με επιστολή του στην εφημερίδα «Νέα Ημέρα» (δημοσιεύθηκε στις 27 Ιουλίου 1913) είχε κατηγορήσει τον Τύπο, γιατί δεν έστειλε απεσταλμένους στην περιοδεία του ως μέλους κοινοβουλευτικής επιτροπής, στις περιοχές της Θράκης, τις οποίες είχαν καταστρέψει οι Βούλγαροι στρατιώτες υποχωρώντας. Υπογράμμιζε μάλιστα ότι η ελληνική κοινοβουλευτική επιτροπή δεν είδε Έλληνες δημοσιογράφους στα μέρη όπου σημειώθηκαν οι Βουλγαρικές θηριωδίες, όπως στο Δεμίρ Ισσάρ (σήμερα Σιδηρόκαστρο) στις Σέρρες και το Δοξάτο Δράμας. Τουναντίον, έλεγε, ότι συνάντησε ξένους δημοσιογράφους. Φυσικά εξαιρούσε τον Γρηγόριο Βασιλά, απεσταλμένο της «Νέας Ημέρας».
Ο Χατζηγιάννης κατηγόρησε ευθέως τους Αθηναίους δημοσιογράφους ότι έγραφαν περιγραφές μαχών από τα γραφεία τους είτε της Θεσσαλονίκης είτε της Αθήνας!

*Η κατάληξη της επιστολής Χατζηγιάννη με την υπογραφή του
Τότε ο Βασίλειος Κατωπόδης έστειλε ανοιχτή επιστολή κατακεραυνώνοντας τον Χατζηγιάννη για την υπηρεσία του στο Στράτευμα, στο οποίο είχε καταταγεί εθελοντικά (στον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο), αν και ήταν ήδη βουλευτής.
«Ωσεί δε μνησικακών- έγραφε ο Κατωπόδης- διότι οι Έλληνες δημοσιογράφοι δεν σου έκαναν την τιμήν  να σου γίνουν ουρά, εκτρέπεσαι εις ύβρεις και συκοφαντίας κατά των μεν- ότι δήθεν δεν είδες Έλληνας δημοσιογράφους εις το στρατόπεδον ενώ πράγματι το αντίθετον συνέβη, ημείς ουδέποτε σε είδομεν- και δίδεις πιστοποιητικά ικανότητος εις τους δε, εις εκείνους δηλαδή, που σου έκαναν ουράν εις Γκιουμουλτζίναν και Δεδέαγατς…».
Ο Κατωπόδης αναφέρεται στην έντονη παρουσία του στις πολεμικές επιχειρήσεις και κατηγορεί ευθέως τον βουλευτή:
«Ως ενθυμείσαι πριν με συναντήσεις εις την Μακεδονίαν, με συνήντησες εις την Άρταν, όπου καθ’  ήν εποχήν οι Έλληνες ηγωνίζοντο εις τας οροσειράς της Αετορράχης και της Μανωλιάσας, συ στρατιώτης ων και βουλευτής μαζύ, προετίμας να κρύπτεσαι  επί μήνας ολοκλήρους κάμνων τον άρρωστον  εις το νοσοκομείον της Άρτας, εις τρόπον ώστε, η στάσις σου αυτή να γίνη κοινόν σκάνδαλον μεταξύ των φιλοτίμων  και πατριωτικοτάτων πολιτών της Άρτας. Ενθυμείσαι ότι τότε οσάκις ηρχόμην εκεί χάριν των δημοσιογραφικών αναγκών, απέστρεφον το πρόσωπόν μου μόλις σε συνήντων, διότι σε διαβεβαιώ ότι μου έκαμνες αποτροπιασμόν και αηδίαν όπως έκανεν αποτροπιασμόν  εις όλους τους πολίτας της Άρτας το να σε βλέπουν να στεγάζεσαι εις τα διάφορα νοσοκομεία και να τριγυρίζης εις τους δρόμους, καθ’ ην εποχήν τα παιδιά του λαού επλήρωναν εις αίμα τον πατριωτικόν φόρον εις τα βουνά της Μανωλιάσας. Ενθυμείσαι μάλιστα ότι αυτήν την εποχήν άλλοι βουλευταί ως ο Γρανίτσας, ο Αραβαντινός, ο Καφαντάρης, ο Νεγρεπόντης ηγωνίζοντο εις την πρώτην γραμμήν ή προσέφερον πολυτίμους υπηρεσίας εις τον στρατόν». 
Ο Κατωπόδης κατηγορούσε τον Χατζηγιάννη: «Συ, ο στρατιώτης, προτίμησες να προσκολληθείς εις την κοινοβουλευτικήν επιτροπήν και να γίνεις επιτιμητής του Τύπου, ο οποίος δεν παρηκολούθησεν την μεγάλην σου δράσιν!».
Εδώ όμως ο Κατωπόδης είναι άδικος. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο δεν έλαβαν μέρος οι βουλευτές με διαταγή του υπουργείου Στρατιωτικών. 
Ανταπάντησε αμέσως ο Χατζηγιάννης με νέα επιστολή του στη «Νέα Ημέρα» (1 Αυγούστου 1913) γράφοντας μεταξύ άλλων: «Εις την εκστρατείαν της Ηπείρου  έλαβον μέρος οικειοθελώς, ενώ ηδυνάμην και εγώ να μένω εις Αθήνας, ασθενήσας δε εκ των κακουχιών, όπως και χιλιάδες άλλαι στρατιωτών, μετεφέρθην εις νοσοκομείον  της Άρτης, όπου και ενοσηλεύθην». Και παραπέμπει  ονομαστικά σε γνωματεύσεις στρατιωτικών γιατρών. 
Στη διαμάχη παρενέβη και ο πολεμικός ανταποκριτής της «Νέας Ημέρας» στην ΄Ηπειρο Νικόλαος Χ. Λάσκαρις, ο οποίος σε επιστολή του στην εφημερίδα του (28 Αυγούστου 1913) κατηγορούσε μεταξύ άλλων τους Αθηναίους πολεμικούς ανταποκριτές ως «γράφοντες τον πόλεμον από το… κρεβάτι τους».


Βουλευτές φανταράκια στον πόλεμο
Ας δούμε όμως ποιοι ήταν οι βουλευτές, που επαινεί ο Κατωπόδης, ότι πολέμησαν ακόμα και στην πρώτη γραμμή, αλλά και ορισμένους άλλους:
  • Ο δικηγόρος Παναγιώτης Αραβαντινός, που γεννήθηκε το 1882 και εκλεγόταν  βουλευτής Αργολιδοκορινθίας.
Εξελέγη βουλευτής από 28 Νοεμβρίου 1910 έως 29 Δεκεμβρίου 1911. Στη συνέχεια από 11 Μαρτίου 1912 έως 18 Απριλίου 1915 (δηλαδή όταν διεξάγονταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν βουλευτής). Επανεξελέγη κατά τα έτη 1923-1925 και ως βουλευτής Ψαρών για τη Βουλή των ετών, 1928-1932, Πέθανε στις 27 Απριλίου 1932.
  • Ο συγγραφέας Στέφανος Γρανίτσας  υπήρξε βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας.
Εξελέγη από 8 Αυγούστου 1910 έως 12 Οκτωβρίου 1910. Ακολούθως εξελέγη από 28 Νοεμβρίου 1910 έως 29 Δεκεμβρίου 1911 και  από 11 Μαρτίου 1912 έως 18 Απριλίου 1915 (δηλαδή όταν διεξάγονταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν βουλευτής). Κατόπιν επανεξελέγη  στη Βουλή των ετών 1915-1920. Πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου 1915.

*Ο Στέφανος Γρανίτσας
Ο Στέφανος Γρανίτσας πολέμησε ως ανθυπολοχαγός. Όπως αναφέρει η εφημερίδα «Πατρίς»  (6 Δεκεμβρίου 1912) το όνομα του Γρανίτσα, ως επικεφαλής δυνάμεως είχε γίνει περιώνυμο στην περιοχή του Σουλίου, μαζί με τα ονόματα των οπλαρχηγών Φουρτούνα (παλαιός Μακεδονομάχος), Κολοβού και Λεοντίου.
Σύμφωνα με την εφημερίδα "Νέα Ημέρα" (8-11-1912) ο οπλαρχηγός Γρανίτσας με 20 άνδρες βοηθώντας και τον Κρητικό οπλαρχηγό Κ. Μάνο βάδισε σε μια περίπτωση από τη Ζώριτσα της Άρτας και έφτασε στην κορυφή του βουνού, αφού καθ' όδόν εξουδετέρωσε μια συμμορία Τσάμηδων.
  • Ο πολιτικός Γεώργιος Καφαντάρης γεννήθηκε το 1872 στην Ανατολική Φραγκίστα Ευρυτανίας.

*Ο Γεώργιος Καφαντάρης
Εξελέγη βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας από 20-2-1905 έως 1-2-1906, από 26-3-1906 έως 25-3-1910 και  από 11 Μαρτίου 1912 έως 18 Απριλίου 1915 (δηλαδή όταν διεξάγονταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν βουλευτής).  Επανεξελέγη ως βουλευτής Ευρυτανίας κατά τα έτη 1915-1920, 1920-1922, 1923-1925 (Εθνοσυνέλευση) , 1926-1928, 1928-1932, 1932-1933, 1933-1935, το 1936 (από 26 Ιανουαρίου έως 4 Αυγούστου 1936).
Υπηρέτησε σε διάφορα υπουργεία και το 1924 ανέλαβε για σύντομη θητεία την πρωθυπουργία.
Όταν άρχισε ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος παρουσιάσθηκε και κατετάγη στο Α΄Σύνταγμα.
  • Ο Μιλτιάδης Νεγρεπόντης,  γεννήθηκε στη Μασσαλία.
Εξελέγη βουλευτής Αττικής από 28 Νοεμβρίου 1910 έως 20 Δεκεμβρίου 1911(Β΄ Αναθεωρητική Βουλή) από 11 Μαρτίου 1912 έως 18 Απριλίου 1915 (δηλαδή όταν διεξάγονταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν βουλευτής) και από 31 Μαΐου 1915 έως 29 Οκτωβρίου 1915, από 12 Ιουλίου 1917 έως 10 Σεπτεμβρίου 1920. Διετέλεσε δύο φορές υπουργός Οικονομικών.
Αξίζει να σημειωθεί  ότι κατά τους Βαλκανικούς, διοργάνωσε πρώτος τη στρατιωτική υπηρεσία αυτοκινήτων και τη διηύθυνε κατά τη διάρκεια της θητείας του.

*Ο Μιλτιάδης Νεγρεπόντης
Σε χρονογράφημα της εφημερίδας «Χρόνος» (9 Οκτωβρίου 1912) με τίτλο «Ολίγη Λάρισα» και υπογραφή Μ. (ίσως είναι ο Τίμος Μωραϊτίνης) αναφέρεται στην είσοδο του Στρατού μας στη Λάρισα και προστίθεται:«Να και τα αυτοκίνητα του Στρατηγείου. Το έν οδηγεί με στολήν λοχίου του Μηχανικού ο κ. Μ. Νεγρεπόντης, ο βουλευτής Αττινοβοιωτίας. Φέρει μεταξύ βαθμοφόρων και τον φίλον κ. Γ. Ροϊλόν τον στρατιωτικόν ζωγράφον: Μετά το 1897, το οποίον έγινε αφορμή να ζωγραφίση την «Μάχην των Φαρσάλων» και τα «Δελέρια» μας ήλθεν και πάλιν δια να ζωγραφίση την Ελλάδα της Νίκης».
  • Αλλά και ο επικρινόμενος από τον Κατωπόδη βουλευτής Λάρισας Δημήτριος Χατζηγιάννης, είχε πλούσια πολιτική δράση.
Το 1910 δημοσίευσε το έργο του «Το αγροτικό ζήτημα της Θεσσαλία». Το έργο αυτό συνέβαλε στην ενημέρωση της κοινής γνώμης για την δραματική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν στις αρχές του 20ου αιώνα οι κολλήγοι της Θεσσαλίας. 

*Ο Δημήτριος Χατζηγιάννης
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στις εκλογές που διεξήχθησαν στις 8 Αυγούστου του 1910. Επανεξελέγη στις 11 Μαρτίου 1912 (άρα ήταν βουλευτής όταν εξερράγη ο πόλεμος). Στη συνέχεια εξελέγη ξανά βουλευτής το 1932-1933 και το 1933- 1935. Από το 1927 μέχρι το 1932 ήταν γενικός γραμματέας του Αγροτικού Κόμματος. Πολιτεύθηκε και μετά την Κατοχή και το 1947 έγινε υφυπουργός Γεωργίας και τρία χρόνια αργότερα υπουργός.  Δήμαρχος Λάρισας από το 1955-1959 η πρώτη, 1959-1964 η δεύτερη και 1967-1969 η τρίτη θητεία του) στο δημαρχιακό αξίωμα. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος της Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας.
Και πρώην βουλευτές ανταποκρίθηκαν στο προσκλητήριο της πατρίδας
Υπήρξαν όμως και οι πρώην βουλευτές, που ανταποκρίθηκαν στο προσκλητήριο της πατρίδας και έσπευσαν στα πεδία των μαχών.
Ένας από αυτούς  ήταν ο Αλέξανδρος Ρώμας. Πρώην Πρόεδρος της Βουλής και βουλευτής Ζακύνθου.  Στο αξίωμα του προέδρου της Βουλής αναδείχθηκε τρεις φορές και προήδρευσε συνολικά σε 175 συνεδριάσεις.
Την πρώτη φορά εξελέγη Πρόεδρος στις 3 Νοεμβρίου 1897. Για δεύτερη φορά εξελέγη Πρόεδρος της Βουλής στις 7 Απριλίου 1905. Την τρίτη φορά, αναδείχθηκε Πρόεδρος της Βουλής στις 24 Σεπτεμβρίου 1909.
Στενά συνδεδεμένος με τους Γαριβαλδινούς της Ιταλίας πήρε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ως εθελοντής του τάγματος των Ερυθροχιτώνων. Ανδραγάθησε στο μάχη του Δομοκού και προήχθη στο βαθμό του ταγματάρχη. Προηγουμένως αναμίχθηκε ενεργά στους αγώνες στήριξης της Κρητικής Επανάστασης του 1897 και μεταφέροντας τρόφιμα και εφόδια στους Κρητικούς με πλοίο συνελήφθη αιχμάλωτος από τις ναυτικές μονάδες των Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν αποκλείσει τη Μεγαλόνησο.
Το 1909 δημιούργησε το σώμα των «Ελλήνων Ερυθροχιτώνων», το οποίο συντηρούσε με δικά του έξοδα.

*Η είδηση του τραυματισμού του πρώην Προέδρου της Βουλής Αλεξανδρου Ρώμα 
Πολέμησε επικεφαλής του σώματος αυτού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους στη Σιάτιστα, στα Γρεβενά, το Μπιζάνι, τη Μονή Τσέπου και διακρίθηκε ιδιαίτερα στην μάχη του Δρίσκου, όπου και τραυματίστηκε στο χέρι τον Νοέμβριο του 1912. Όταν τον μετέφεραν στο ορεινό χειρουργείο, συνάντησε εκεί τον βαριά τραυματισμένο πρώην βουλευτή της Κέρκυρας και ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Τον συνεχάρη και λίγο μετά, ο Μαβίλης εξέπνευσε. Ο Ρώμας στο Δρίσκο προήχθη σε αντισυνταγματάρχη επί του πεδίου της μάχης λόγω του ηρωισμού που επέδειξε.
Ο Ρώμας είχε εκλεγοταν συνεχώς βουλευτής από το 1895 έως το 1909 όταν ανατικατέστησε τον Δ. Στεφάνου, Επανεξελέγη στην Α΄Αναθεωρητική Βουλή του 1910 και στη Βουλή των ετών 1912-1915 (άρα ήταν βουλευτής όταν εξερράγη ο πόλεμος). 

*Ο Λορέντζος Μαβίλης
Είδαμε ήδη και την περίπτωση του Λορέντζου Μαβίλη. Γεννήθηκε στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως δικαστικός. Είχε αριστοκρατική καταγωγή και ισπανικές ρίζες από την πλευρά του πατέρα του. Νωρίς ήρθε σε  επαφή του με τον «σολωμικό» πνευματικό κύκλο της Κέρκυρας, πριν καταλήξει για σπουδές στη Γερμανία.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αφοσιώθηκε στην ποίηση γράφοντας κυρίως σονέτα και υπερασπίστηκε με θέρμη την δημοτική ως εκλεγμένος βουλευτής Κερκύρας, όταν είχε κατηγορηθεί ο Παλαμάς.

*Η είδηση του θανάτου του ποιητή και πρώην βουλευτή Λορέντζου Μαβίλη
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει, στην εθελοντική συμμετοχή του στην Κρητική Επανάσταση, τον άτυχο  Ελληνοτουρκικό Πόλεμος του 1897, καθώς και στο γεγονός ότι έχασε τη ζωή του μαχόμενος στα βουνά της Ηπείρου κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο.
Ο Λορέντζος Μαβίλης είχε εκλεγεί βουλευτής στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή των ετών 1910-1911.

*Ο Ιωάννης Μακρόπουλος 
Ένας νεαρός φαντάρος, που τότε δεν είχε σχέση με την πολιτική ακόμα, πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους και τραυματίσθηκε στη μάχη της Μπάνιτσας στην περιοχή της Φλώρινας. Ήταν ο Ιωάννης Μακρόπουλος από τη Λαμία, ο οποίος αναδείχθηκε Πρόεδρος της Βουλής στις 15 Δεκέμβριου 1952. Προηγουμένως, τον Ιανουάριο του 1945 συμμετείχε στην κυβερνητική αντιπροσωπεία, η οποία διαπραγματεύθηκε με το ΕΑΜ τη συμφωνία της Βάρκιζας.

*Ο Αγαμέμνων Σλήμαν 
Ένας άλλος Λαρισαίος βουλευτής που πήγε εθελοντής στον Βαλκανικό Πόλεμο ήταν και ο Αγαμέμνων Σλήμαν γιος του μεγάλου αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν και της Σοφίας Εγκαστρωμένου. Κατετάγη εθελοντικά στα σύνορα της Θεσσαλίας, πριν αρχίσει ο πόλεμος, όπως έγραψε ο «Χρόνος» στις 29 Σεπτεμβρίου 1912. Ο Σωματάρχης του, ζήτησε να τον πάρει ως γραφέα του, αλλά ο Σλήμαν δήλωσε ότι επιθυμεί να πολεμήσει.
Ο Αγαμέμνων Σλήμαν είχε εκλεγεί βουλευτής στη Βουλή των ετών 1905-1906 και αργότερα στην Α' Αναθεωρητική Βουλή του 1910, στη Β΄Αναθεωρητική Βουλή των ετών 1910-1911, στη Βουλή των ετών 1912-1915 (άρα ήταν βουλευτής όταν εξερράγη ο πόλεμος). Επανεξελέγη το 1915-1917 και το 1920-1922.
Στους βουλευτές έχουμε και την περίπτωση του βουλευτή Αττικής και Βοιωτίας Δημοσθένη Σωτηρίου, που είχε τραυματισθεί. Είχε εκλεγεί βουλευτής στη Βουλή των ετών 1912-1915 ("Νέα Ημέρα" 13-11-1912).
Άλλο παράδειγμα, είναι ο πρώην βουλευτής Θεμιστοκλής Οικονομόπουλος, που έδρασε σαν οπλαρχηγός και τραυματίσθηκε στο πόδι, στο ύψωμα του Αγίου Νικολάου («Πατρίς» 9 Δεκεμβρίου 1912). Είχε εκλεγεί βουλευτής Τροιζηνίας το 1905-1906 και Αργολιδοκορινθίας στην Α΄Αναθεωρητική Βουλή του 1910.
Ο πρώην βουλευτής Παπαναστασίου Αλέξανδρος, που είχε εκλεγεί βουλευτής Αρκαδίας στην Α΄ και στη Β' Αναθεωρητική Βουλή των ετών 1910 και 1911, κατετάγη στο Α΄ Σύνταγμα κατά την "Νέα Ημέρα". Το ίδιο και ο Αντώνιος Μαυρογορδάτος  βουλευτής Σύρου στις Βουλές (7-11-1912). των ετών 1885-1886, 1890-1892 και 1905-1906. Αργότερα εξελέγη στη Βουλής των ετών 1915-1915.
Υπήρξε όμως και ένα πρώην βουλευτής που έχασε τη ζωή του στον πόλεμο εκείνο. Πρόκειται για τον Γεώργιο Καπιτσίνη πρώην βουλευτή Επιδαύρου Λιμηράς. Σκοτώθηκε στη μάχη της Σιάτιστας. Το όνομά του περιλαμβάνεται στο Δελτιο Απωλειών του υπουργείου Στρατιωτικών που δημοσιεύθησε στις 11 Νοεμβρίου 1912. Είχε διατελέσει βουλευτής κατά τα έτη 1902-1904. Ήταν πρώην στρατιωτικός που είχε παραιτηθεί και για έξι χρόνια έζησε στην Αμερική. Κατετάγη ως υπολοχαγός Πυροβολικού αν και ήθελε να γίνει αεροπόρος ("Νέα Ημέρα" 13-11-1912).
Τέλος έχουμε και την περίπτωση του πατέρα του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Κυριάκου  Μητσοτάκη (1883-1944), που διετέλεσε  βουλευτής Χανίων της Κρητικής Πολιτείας και στον Βαλκανικό Πόλεμο του 1912, ηγούμενος σώματος Κρητών εθελοντών, πολέμησε στη Μακεδονία και την Ήπειρο.
Οι Κύπριοι αδελφοί μας
Στους πολέμους που έκανε η Ελλάδα, είχε πάντα τη συμπαράσταση  των Κυπρίων αδελφών, παρά το γεγονός ότι ήταν υπό τον ζυγό ξένων.  Σ' αυτoύς ειδικά τoυς αγώvες παρά τον Αγγλικό ζυγό, πoλέμησαv εθελοντικά oι βoυλευτές του κυπριακού κοινοβουλίου  Ευάγγελος Χατζηϊωάvvoυ, Νικόλαος  Κλ. Λαvίτης και o δήμαρχoς Λεμεσoύ και πρώηv βoυλευτής Χριστόδoυλoς Σώζoς.

*Ο δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος
Ο Σώζoς μάλιστα, έχασε τη ζωή του στις 6 Δεκεμβρίoυ 1912  στα υψώματα τoυ Πρoφήτη Ηλία κοντά  στo Μπιζάvι, έχovτας δίπλα τoυ τov βoυλευτή Ευάγγελo Χατζηιωάvvoυ, πoυ τραυματίστηκε μάλιστα σoβαρά στo πρόσωπo, αλλά τελικά διέφυγε τov κίvδυvo.
Θα με ρωτήσετε γιατί αναμόχλευσα αυτήν την ιστορία. Μα, προφανώς για να τονίσω το ηρωικό πνεύμα και τον πατριωτισμό των πολιτικών της εποχής εκείνης, σε σχέση με πολλούς φυγόστρατους πολιτικούς της εποχής μας.
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

*Οι προφυλακές του ελληνικού στρατού 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "1912: ΟΤΑΝ ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΠΗΓΑΙΝΑΝ ΦΑΝΤΑΡΟΙ ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΑ!!!"
Related Posts with Thumbnails