Το περιοδικό Monthly Review (Μηνιαία Επιθεώρηση) στο τεύχος Νο 50 (115) Φεβρουαρίου 2009 δημοσιεύει ένα αφιέρωμα περί Ελληνικότητας, το οποίο ακολουθεί ένα παλιότερο αφιέρωμα του ιδίου περιοδικού για τις Ελληνικές Αξίες.
Η Ελληνικότητα δεν εστιάζεται στον τόπο, αλλά στον τρόπο: είναι ο τρόπος του βίου. Ο υπέρτατος στόχος της συλλογικής συμβίωσης εκδηλώθηκε Αρχαία Ελλάδα με τη συγκρότηση της πόλεως και αποσκοπούσε στον λεγόμενο κατ’ αλήθειαν βίο.
Η πόλις ξεπερνά έναν απλό συνοικισμό, αφού διαθέτει και μεταφυσικό νόημα. Η μετοχή στην πόλιν σημαίνει μετοχή στον λόγο. Λόγος ονμάζεται ο συσχετισμός υποκειμένων και αντικειμένων στην παγκόσμια αρμονία. Αυτός ο συσχετισμός παραμένει αναλλοίωτος και άφθαρτος στο χρόνο. Ο λόγος φανερώνει την ύπαρξη: καλεί και γοητεύει τη θέα. Έτσι, το σύμπαν ονομάστηκε κόσμος (κόσμημα). Αλήθεια σημαίνει μη λήθη, μη απόκρυψη, δηλαδή φανέρωση, η οποία έχει το χαρακτηριστικό της αναφορικότητας: συγκροτεί σχέση (κοινωνία). «Καθ΄ ό,τι αν κοινωνήσωμεν, αληθεύομεν, α δε αν αδιασωμεν, ψευδόμεθα» γράφει ο Ηράκλειτος. Η ιδιωτεία, δηλαδή η άρνηση ενεργούς ενασχόλησης με τα κοινά δεν θεωρούνταν απλώς υποτιμητική, αλλά ακύρωση του ίδιου του σκοπού της πόλεως. Εκτός από την Εκκλησία του Δήμου, η οντολογία αυτή ήτανε πανταχού παρούσα: στην αρχιτεκτονική, στο θέατρο, στη γλυπτική, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ένας ναός, ένα άγαλμα (αγάλλομαι) προξενεί την αγαλλίαση από τη θέα μίας αθάνατης ιδέας (της ομορφιάς, της δύναμης...).
Κατόπιν έχουμε τη μεγάλη συνάντηση των Ελλήνων με τον Χριστιανισμό, καταλύτης της οποίαs ήταν η καταξίωση της ελληνικής γλώσσας ως κοινής στο μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου. Η γλώσσα, αναπόσπαστο κομμάτι κι αυτό της Ελληνικότητας, είχε προηγουμένως αποτελέσει το όχημα επέκτασης του ελληνικού πολιτισμού κατά τους «Ελληνιστικούς Χρόνους».
Το οντολογικό περιεχόμενο της αλήθειας κατά τη συνάντηση αυτή μεταβάλλεται, όμως ο κεντρικός άξονας παραμένει ο ίδιος: ο κατ’ αλήθειαν τρόπος υπάρξεως, ελεύθερος από τη φθορά και τον θάνατο. Αλήθεια εδώ είναι η φανέρωση του Θεού στην ιστορική παρουσία του Χριστού. Η διπλή φύση (Θεϊκή και ανθρώπινη) του Χριστού δείχνει την ελευθερία από κάθε αναγκαιότητα φθοράς ή προκαθορισμό της ουσίας του. Έτσι, μπορεί και ο (κτιστός) άνθρωπος να υπάρξει με τον τρόπο του άκτιστου Θεού: να νικήσει τον θάνατο. Αυτό γίνεται με τον εγκεντρισμό του, ως πρόσωπο, στο σώμα της Εκκλησίας. Πυρήνας της είναι το δείπνο της Ευχαριστίας, όπου η πρόσληψη των βασικών είδων τροφής δεν υπηρετεί την αυτοσυντήρηση της ατομικότητας, αλλά την «ομότροπη πρόσβαση στη ζωή των μελών του εκκλησιαστικού σώματος». Η Εκκλησία του Δήμου αναβιώνει στην Ευχαριστιακή Σύναξη.
Η ελληνική μεταφυσική διαφοροποιείται από κάθε άλλη θρησκευτική παράδοση από τον κοινωνιοκεντρικό και όχι ατομοκεντρικό χαρακτήρα της. Η γνώση της αλήθειας δεν είναι ατομικό συλλογιστικό κατόρθωμα. Είναι εμπειρία μετοχής στη δυναμική κοινωνίας σχέσεων.
Έτσι, στη Βυζαντινή κοινότητα κατά παράδοση το σύνολο των πολιτών αποτελούσε το ανώτατο όργανο αυτοδιοίκησης, ενώ υπόχρεοι φόρου δεν ήταν απ’ ευθείας οι πολίτες της αυτοκρατορίας, αλλά οι κοινότητες, οι οποίες όφειλαν να τους κατανείμουν με βάση την αρχή της αλληλεγγύου αποδόσεως. Επίσης, το Ρωμαικό Δίκαιο της αυτοκρατορίας προσαρμόστηκε αντίστοιχα και αναγνώριζε τη νομιμότητα της εφαρμογής του τοπικού ή εθιμικού δικαίου.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η κοινότητα-ενορία διατήρησε την Ελληνικότητα στους αιώνες, με αποτέλεσμα να παραμείνει ζωντανός ο λαϊκός πολιτισμός και η παράδοση των Ελλήνων. Η εξεγερμένη και απελευθερωμένη Ελλάδα όρισε από την αρχή στα Συντάγματά της ότι η Ελληνικότητα είναι πράγματι τρόπος βίου: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες» (Επίδαυρος), καθώς όλοι ανεξαιρέτως οι αγωνιστές της Επανάστασης προέτασσαν το «υπέρ πίστεως» πριν το «υπέρ πατρίδος» (Κολοκοτρώνης). Η εθνική ταυτότητα δεν αναζητήθηκε στην καταγωγή ή στη γλώσσα, αλλά στη θρησκεία, όπως απέδειξε άλλωστε και η Ιστορία: οι τουρκόφωνοι Χριστιανοί εναρμονίζονται με εξαιρετική άνεση στην Ελληνική εθνική συνείδηση, σε αντίθεση με τους Ελληνόφωνους εξισλαμισθέντες. Εξάλλου, και οι μεγαλύτεροι κοινωνιολόγοι (Durkheim, Weber) συμφωνούν ότι η θρησκεία αποτελεί την πεμπτουσία της κοινωνίας (“God is society, writ large”), και ότι η θρησκεία δεν είναι «ιδιωτική υπόθεση», αλλά όλης της κοινωνίας αφού αποπνέει τον πολιτισμό της, ακόμα και σε όσα μέλη της απέχουν από αυτήν.
Έκτοτε, έχουμε την έναρξη της αλλοτρίωσης, η οποία εδράζεται στην «αερογέφυρα» 2000 ετών που Δυτικοί εφάρμοσαν στους νεοέλληνες. H Αντιβασιλεία του Όθωνα – αφού έβαλλε κατά του μοναχισμού κλείνοντας δια νόμου 412 από τα 563 μοναστήρια - αντέγραψε παντού ξένους θεσμούς αδιαφορώντας για τις ιδιαιτερότητες και τις προτεραιότητες του λαού που κυβερνούσε: συγκεντρωτική διοίκηση χωρίς Σύνταγμα, παράλυτη αυτοδιοίκηση, αντιγραφή του Βαυαρικού νομικού πλαισίου και οργάνωση της εκπαίδευσης, εγκαθίδρυση «εθνικής» Εκκλησίας.
Τα σημερινά κόμματα, δυστυχώς δεν φαίνεται να έχουν την παραμικρή ιδέα για όλα αυτά. Ενώ μία «μαγιά» (Μακρυγιάννης) της Ελληνικότητας διατηρείται και η αναζήτηση της αυθεντικής νεοελληνικής ταυτότητας διαπερνά όλους τους χώρους (από τον Παπαδιαμάντη μέχρι τις γενιές του 30 και του 60), όπως αποδεικνύεται περίτρανα στη μεταπολεμική ιστορία από αυτές τις διεργασίες εξαιρείται παντελώς η πολιτική. Ο μεταπρατισμός παράγει πολιτικούς, οι οποίοι ασχολούνται με τα κοινά αποκλειστικά με διαχειριστικό άξονα. Τους ενδιαφέρει το βραχύ ή οι στεγνές εντυπώσεις, χωρίς να αντιλαμβάνονται τι θα μπορούσε να κομίσει η χώρα στη διεθνή σκηνή.
Η νομενκλρατούρα των διανοουμένων οπωσδήποτε αισθάνεται αμήχανη απέναντι στην άποψη του Samuel Huntington ότι «η Ελλάδα αποτελεί Ορθόδοξη ανωμαλία στην Ευρώπη» και ότι «δεν ανήκει στον Δυτικό κόσμο»(!). Χαρακτηριστική του κλίματος είναι μία παλαιά δήλωση Έλληνα πολιτικού που υπηρέτησε από τα δύο κορυφαία αξιώματα: «οι Έλληνες έχουν πολλαπλώς υποδουλωθεί: στους Ρωμαίους, στους Βυζαντινούς και στους Τούρκους». Η απάντηση ήρθε αμείλικτη το 2001, όταν ο Πάπας της Ρώμης ζήτησε συγγνώμη από τους Έλληνες για τις Σταυροφορίες, θεωρώντας μας αυτόματα ως άμεσους κληρονόμους του Βυζαντίου.
Η διάσταση διανόησης-λαού γίνεται ολοένα και πιο φανερή. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι κινείται σε τροχιά να προσεγγίσει ημι-αποικιοκρατικά χαρακτηριστικά. Μια τέτοια θεώρηση εξηγεί και τον ζωηρό διάλογο στα θέματα που ανέκυψαν τα τελευταία χρόνια (πχ. ταυτότητες). Έτσι, η άρχουσα πολιτικο-ιδεολογική ισορροπία στη σημερινή Ελλάδα θα μπορούσε να θυμίζει τις «νικημένες κοινωνίες», όπου μετά από μακρά περίοδο ξένης επικυριαρχίας και του αντίστοιχου μιμητισμού που ακολουθεί, η ντόπια ελίτ υιοθετεί την παραμοφωμένη εικόνα που έχει επιβάλλει ο κυρίαρχος πολιτισμός – εν προκειμένω η Δύση – για την οικεία κοινωνία, το φαινόμενο δηλαδή που κατά τον Edward Said λαμβάνει χώρα πλέον στις κοινωνίες του Αραβικού κόσμου, και στην ουσία διαιωνίζει τη δυτική ηγεμονία στην περιοχή.
πηγή