Ο αινιγματικός Ηράκλειτος από την αρχαιότητα κιόλας είχε κερδίσει το τίτλο ο “σκοτεινός” και “αινικτής”. Τη φιλοσοφία του τη διατύπωσε στο σύγγραμμά του Περί φύσεως, χωρίς ακριβείς αποδείξεις, με χτυπητούς αφορισμούς, σύντομους, που να μοιάζουν σαν χρησμοί. Για το ύφος του αυτό τον ονόμασαν "σκοτεινό". Οι αρχαίοι τον θεωρούσαν από τους πιο βαθυστόχαστους φιλοσόφους στην εποχή του, αλλά και σήμερα τον κατατάσσουν, μαζί με το Δημόκριτο, στους προδρόμους των σύγχρονων φυσικών επιστημών.
Αν και οι ακριβείς χρονολογίες της ζωής του είναι άγνωστες – θα πρέπει να άκμασε στο μεταίχμιο των αιώνων 60υ και 50υ π.Χ. – η θέση του στην ιστορία της φιλοσοφίας έχει σαφώς καθοριστεί από το γεγονός ότι άσκησε επώνυμη κριτική στον Πυθαγόρα και από το ότι ο Παρμενίδης τον υπαινίσσεται με τρόπο αρκετά σαφή. Είναι ο διασημότερος και βαθύτερος από τους μεγάλους προσωκρατικούς φιλοσόφους.
Τα πάντα ρει και ουδέν μένει.
Αν τον θεωρούμε δυσνόητο, τούτο οφείλεται όχι μόνο στο ότι διαθέτουμε λίγα μόνο αποσπάσματα απ’ ό,τι πράγματι έγραψε. Ήταν σαφώς πνεύμα αλαζονικό και υπεροπτικό και του άρεσε να εξαπολύει μεμονωμένα ρητά που θύμιζαν χρησμούς, παρά να αναπτύσσει μια υπομονετική και συνεχή σειρά επιχειρημάτων. μέθοδος με την οποία επικοινωνούσε με τους άλλους έμοιαζε με του Δελφικού μαντείου, το οποίο, όπως έλεγε, "ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, άλλά σημαίνει”.
Η ασάφεια αυτή των λόγων του ίσως να οφείλεται στο γεγονός πως το βιβλίο του γράφτηκε στην ιωνική διάλεκτο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται, όπως το είχε επισημάνει ήδη ο Αριστοτέλης, πολυάριθμα γραμματικά ζητήματα. Πολλοί είναι, ωστόσο, αυτοί που ισχυρίζονται πως το σκοτεινό ύφος του Ηράκλειτου ήταν ηθελημένο, καθώς κι ότι ο Εφέσιος πρέπει να κατέφυγε στον ερμητισμό, ώστε να είναι καταληπτός μόνο από έναν περιορισμένο αριθμό μυημένων ο ίδιος ο Σωκράτης άλλωστε ομολογούσε πως, για να διαβάσει τέτοιο βιβλίο δίχως να πνιγεί μέσα του, θα χρειαζόταν τη βοήθεια ενός δεινού «Δηλίου κολυμβητή».
Εάν μη έλπηται ανέλπιστον, ουκ εξευρήσει (δηλαδή “αν δεν ελπίζεις το ανέλπιστο, δεν θα το βρεις”)
Όμως αξίζει τον κόπο να γνωρίσουμε κάποιες από τις ιδέες που σρίσκονται κάτω από τις, ασύνδετες μεταξύ τους, φράσεις του. Αποκαλύπτουν ένα ενδιαφέρον στάδιο της ιστορίας
της σκέψεως.
Ο στόχος της κριτικής του κατά του Πυθαγόρα και άλλων ήταν οι έρευνές τους στην έξω φύση, η αναζήτηση εκ μέρους τους γεγονότων. ‘Ή πολυμάθεια δεν μας βοηθεί στην κατανόηση", έγραψε. Διαφορετικά θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο"
Τέτοια μάθηση μας προσφέρουν οι αισθήσεις, αλλά "Μάτια και αυτιά είναι κακοί μάρτυρες, αν η ψυχή δεν εννοεί”. Οι αισθήσεις μας παρουσιάζουν ένα διαφορετικό κόσμο στον καθένα. Κοίταξε μέσα σου – δηλ. μέσα στο νου σου – και θα βρεις τον “λόγον” δηλαδή την αλήθεια που είναι κοινή για όλα τα πράγματα. Είναι το πρώτο σαφές βήμα για την υπονόμευση των αισθήσεων ως οδηγών προς την αλήθεια.
Ο κρυμμένος νόμος της φύσης, τον οποίο ισχυριζόταν πως είχε ανακαλύψει ήταν – όπως φαίνεται – ότι όλα τα πράγματα βρίσκονται σε σύγκρουση, η οποία είναι ουσιώδης για τη ζωή και επομένως καλή. Το πυθαγόρειο ιδεώδες ενός κόσμου ειρηνικού και αρμονικού το απέρριπτε, ως ιδεώδες θανάτου. “‘Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων” και “Η φιλονικία είναι δικαιοσύνη”.
Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς. Και τους μεν θεούς έδειξε, τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε, τους δε ελευθέρους.
Τα ρητά αυτά πιθανώς είχαν στόχο τον Αναξίμανδρο που είχε περιγράψει τη συνεχή αλληλοδιείσδυση των αντιθέτων στοιχείων ως αδικία, για την οποία τα στοιχεία αυτά
θα έπρεπε με τη σειρά τους να τιμωρηθούν. Ως τώρα οι φιλόσοφοι αναζητούσαν το μόνιμο και το σταθερό. Δεν υπάρχει τέτοιο, λέει ο Ηράκλειτος, ούτε κανείς θα επιθυμούσε έναν
κόσμο στάσιμο. Ό,τι ζει, ζει χάρη στο θάνατο κάποιου άλλου. “Ή φωτιά ζει με το θάνατο του αέρα, και ο αέρας ζει με το θάνατο της φωτιάς το νερό ζει με το θάνατο της γης και η γη με το θάνατο του νερού”
Εκ πάντων εν και εξ ενός πάντα.
Ο Ηράκλειτος. διακήρυττε πως όλα μεταβάλλονται, τίποτε δε μένει σταθερό, ακίνητο: “τα πάντα ρει, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης, αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν". Την αδιάκοπη αυτή κίνηση (ροή), κατά την οποία τα πάντα γίνονται και καταστρέφονται, ο Ηράκλειτος την έβλεπε ως μια αέναη πάλη αντίθετων αρχών, "εναντιοδρομία": “πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι”. Την κίνηση αυτή και την αλλαγή την υπηρετούν ευεργετικές αντιθέσεις: “το αντίξοον συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην”.
‘Είς εμοί μύριοι, εάν άριστος ήι.’ (Για εμένα ο ένας αξίζει όσο δέκα χιλιάδες, εάν είναι άριστος)
Οι Πυθαγόρειοι μίλησαν για την αρμονία των αντιθέτων, αλλά πώς μπορούν τα αντίθετα
να ζουν αρμονικά, παρά μόνο χωρίς τη θέλησή τους; Πρόκειται, είπε, για συγκερασμό αντίθετων τάσεων, όπως αυτός που συμβαίνει στο τόξο. Θα πρέπει να φανταστούμε, έτσι νομίζω, ένα τόξο μόλις τανυσμένο αλλά ακινητοποιημένο. Καθώς σκοπεύει, δεν αντιλαμβανόμαστε καμιά κίνηση, και το θεωρούμε σαν αντικείμενο στατικό, σε τέλεια ακινησία. Αλλά στην πράξη έχουμε μια συνεχή διελκυστίνδα, που μπορούμε να την αντιληφθούμε, μόλις η χορδή ελευθερωθεί. Το τόξο θα βρεθεί αμέσως σε πλεονεκτική θέση, θα τιναχτεί και θα τεντωθεί στην αρχική θέση. Η βάση της ισορροπίας είναι ο αγώνας, που είναι καθαυτόν καλός, αφού αποτελεί την πηγή της ζωής. Είναι άτοπο να θεωρούμε τη μία του πλευρά ή φάση αγαθή και την άλλη κακή.
“Ο κόσμος", λέει ο Ηράκλειτος, "είναι μια αιώνια φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο" . Αν υποθέσουμε, όπως για τους Ίωνες, ότι παραδέχονταν μία πρωταρχική ουσία, από την οποία προήλθε εξελικτικά ο κόσμος, τότε η φωτιά είναι κατά τον Ηράκλειτο η πρώτη αρχή. Αλλά ο Ηράκλειτος δεν ήταν σαν τους Ίωνες. Δεν πίστευε σε καμιά κοσμογονία, όπως αυτή του Αναξίμανδρου, σε μια εξέλιξη του κόσμου από μια αρχική απλή κατάσταση. “Υπάρχει, υπήρχε και θα υπάρχει” ό,τι και τώρα, και η φωτιά αποτελεί μάλλον ένα είδος συμβόλου της φύσης του κόσμου. Αποτελεί η φωτιά την καλύτερη υλική έκφραση (και κανένα άλλο είδος εκφράσεως δεν ήταν τότε δυνατό) των δύο του κύριων αρχών: (i) το παν γεννάται από τον αγώνα, και (ίί) το παν βρίσκεται σε συνεχή κίνηση. Γιατί η φωτιά μόνο ζει κατ’ αρχήν καταστρέφοντας και εκμηδενίζοντας, και κατά δεύτερο λόγο συνεχώς μεταβάλλεται ως ύλη, έστω και αν φαίνεται – όπως η φλόγα του κεριού – σταθερή και διαρκής για αρκετό διάστημα. Αν ο όλος κόσμος μοιάζει κάπως έτσι, τότε είναι πετυχημένη η παρομοίωσή του με κάποια μορφή φωτιάς.
Η αντίληψη του Ηράκλειτου για το “λόγο” είναι περίεργη και δυσνόητη. "Ακούστε όχι εμένα, αλλά το "λόγο"", λέει, και ο “λόγος” φαίνεται να έχει εδώ μια από τις συνηθισμένες
του σημασίες: “λογαριασμός”, “περιγραφή”, αλλά και ένα είδος ύπαρξης ανεξάρτητης από τον χρησιμοποιούντα τη λέξη, έτσι που τα δύο αυτοί να μπορούμε να τα αντιπαραθέσουμε. Ο "λόγος" ισχύει πάντοτε, όλα τα πράγματα συμφωνούν μαζί του, είναι κοινός για όλα και "πρέπει κανείς να ακολουθεί ό,τι είναι κοινό. Ταυτίζεται, υποθέτουμε, με τη “γνώμη” (=σκέψη) , με τη β0ήθεια της οποίας "διευθύνονται όλα τα πράγματα μέσα απ’ όλα". Ένας κατοπινός φιλόσοφος λέει ότι, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, "ανασαίνovτας προσλαμβάνουμε τον θεϊκό λόγο” δηλ. το θείο πνεύμα που κατευθύνει το παν είναι (α) ταυτόσημο με το πνεύμα μέσα μας, όπως δέχονται και οι Πυθαγόρειοι, (β) είναι επίσης κάτι υλικό. Είναι το ίδιο πράγματι με το κοσμικό πυρ, γιατί σύμφωνα με έναν άλλον αρχαίο σχολιαστή του Ηράκλειτου . “λέει (ο Ηράκλειτος) ότι αυτή η φωτιά έχει νου και αυτός είναι η αιτία της τάξης του σύμπαντος”. Η έννοια της λογικής φωτιάς
δείχνει πόσο δύσκολο γίνεται το να εξηγήσει κανείς τα πάντα, χωρίς να προχωρήσει πέρα από την έννοια του υλικού.
Ο Ηράκλειτος έκλινε προς τον ορθολογισμό: “κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα”. Το λογικό, ο λόγος, στον Ηράκλειτο δεν είναι δεμένος με μεταφυσικές, ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Για το λόγο έκανε μια έκθεση, που η επίδρασή της φτάνει μέχρι τα χρόνια μας. Όλα στον κόσμο γίνονται λογικά, σύμφωνα μ’ έναν αυστηρό νόμο, αδιάφορα αν δεν το αισθάνονται οι άνθρωποι. Ο λόγος είναι ο κοσμικός νόμος, η δύναμη που βρίσκεται μέσα στα πράγματα. Το ανθρώπινο λογικό είναι ένα κομμάτι, μια συνέπεια του κοσμικού λόγου. Παίρνοντας μέρος σ’ αυτόν οι άνθρωποι γίνονται λογικοί. Γι’ αυτό ο λόγος είναι κοινός και υποχρεωτικός για όλους, μ’ όλο που οι άνθρωποι φαντάζονται και συλλογιούνται και ενεργούν ελεύθερα. Δικαιοσύνη και ηθική την πηγή τους την έχουν στον κοσμικό λόγο. Στον Ηράκλειτο η θεότητα είναι ενδοκοσμικός νους, που δημιουργεί (από μέσα του) τη φύση, την ιστορία, τη θρησκεία, το δίκαιο, την ηθικότητα.
Οι τρεις βασικές έννοιες του πανθεϊσμού του είναι: α) η ενότητα, β) η αιώνια αλλαγή, γ) η αδιάσπαστη νομοτέλεια της κοσμικής τάξης.Η πρώτη ύλη του κόσμου είναι η φωτιά, η θερμότητα, που είναι το πρώτο ευκίνητο στοιχείο μέσα στη φύση. Το πέρασμα από την πρώτη αυτή ύλη σ’ όλες τις άλλες (αέρα, νερό, χώμα) ο Ηράκλειτος το έβλεπε ως μια διαρκή αλλαγή της φωτιάς, δηλ. ως μια αιώνια κίνηση της φωτιάς, που σβήνει και ξανανάβει. Ο πόλεμος (η πάλη) των στοιχείων ("πόλεμος πάντων πατήρ"), η "εναντιοδρομία", έχει κίνητρο το πυρ. Περίσσευμα θερμότητας σημαίνει περίσσευμα κίνησης και περίσσευμα ψυχρού σημαίνει ακινησία και νέκρα. Ο κόσμος κατά τον Ηράκλειτο. δε δημιουργήθηκε από κανέναν: "κόσμος τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών, ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωτον". Ο Ηράκλειτος θεωρείται υλιστής φιλόσοφος και η αντίληψή του για τη σχετική κίνηση και εξέλιξη του κόσμου τον χαρακτηρίζει ως πρόδρομο του διαλεκτικού υλισμού
Η κεντρική ιδέα της φυσικής του είναι αυτή του κύκλου και της αρμονίας των αντιθέτων. Καθοδική κίνηση είναι αυτή της φωτιάς που τίκτει τη θάλασσα, από την οποία πάλι γεννώνται από τη μια η γη κι από την άλλη οι στρόβιλοι του ανέμου. Γιατί είναι αλήθεια, “όταν πέφτει ο κεραυνός, η βροχή γίνεται βίαια και θυελλώδης”, και, όσον αφορά τη θάλασσα πάλι, ο Ηράκλειτος θα πρέπει να είχε ζήσει από πρώτο χέρι την αργή πρόσχωση του λιμανιού της Εφέσου, που έδιωχνε τη θάλασσα μακριά του. Η αντίθετη, ανοδική κίνηση επαναφέρει τη γη στο νερό και το νερό στη φωτιά μέσω των ξηρών εκπνοών που τρέφουν τα άστρα κι ιδιαίτερα τον ήλιο: γιατί οι εκπνοές αυτές συνιστούν την κατ’ εξοχήν ασώματη αρχή, από την οποία τα πάντα απορρέουν κι η οποία βρίσκεται σε αέναη ροή. Ανευρίσκουμε λοιπόν και πάλι μέσα σε αυτή τη φυσική εξήγηση των ατμοσφαιρικών φαινομένων όχι μόνο ίο θέμα της ανακύκλησης και της ενότητας των αντιθέτων αλλά και αυτό του επιμερισμού του Ενός σε πολλά και της επιστροφής του πολλαπλού στο πρωταρχικό Εν.
Στο πεδίο της αστρονομίας τώρα, φαίνεται πως ο Ηράκλειτος γνώριζε την πορεία της Σελήνης και του Ηλίου καθώς και των πλανητών, έχοντας μελετήσει τις τροχιές τους, των οποίων μάλιστα ίσως είχε υπολογίσει την κλίση. Αν κατά παράδοξο τρόπο μας βεβαιώνει πως μέρα και νύχτα είναι ένα και το αυτό, συμβαίνει γιατί καθεμιά τους δίνει ζωή στην άλλη με τον ημερολογιακό ρυθμό, ρυθμό που δίνει υπόσταση στη θεματική της αρμονίας των αντιθέτων και της ανακύκλησης.
Ο Ηράκλειτος εκφράζεται με αινίγματα, έλεγαν οι Έλληνες, και υπήρχαν δύο κύριοι λόγοι για κάτι τέτοιο. Πρώτα πρώτα ο χαρακτήρας του ήταν τέτοιος που να τον ευχαριστεί μια γλώσσα εvτυπωσιακή και παραδοξολογούσα. Μπορούσε να μας προσφέρει σαφή παράδοξα, όπως "Καλό και κακό είναι ένα και το αυτό", ή άλλοτε μια παρομοίωση θελκτική αλλά βασανιστική, όπως: ”Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια· δική του είναι η βασιλεία"· Κατά δεύτερο λόγο ο Ηράκλειτος είναι δύσκολος, γιατί η διανόηση στην περίπτωσή του έφτασε σε στάδιο παράξενα δύσκολο. Δεν μπορούσε να
ανέχεται πια τις αφελείς ιωνικές κοσμογονίες, ούτε να θεωρεί εύκολο και φυσικό να περιορίζει τη ζωή και τη σκέψη στον ζουρλομανδύα της υλικής ουσίας. Ήταν σαφές πώς πολύ γρήγορα θα τον διερρήγνυε.
Η διάρρηξη συνέβη με τρόπο παράξενο και οφειλόταν τελικά στο έργο ενός διανοητή και δυνατού αλλά και περιορισμένου, του οποίου και η δύναμη και οι αυτο-περιορισμοί σχημάτισαν κάτι σαν κοιλάδα στην ελληνική σκέψη. Αυτός ο φιλόσοφος ήταν ο Παρμενίδης, που έζησε το πρώτο μισό του 50υ αιώνα και ήταν το ακριβώς αντίθετο του Ηράκλειτου. Για τον Ηράκλειτο οι μόνες πραγματικότητες ήταν η κίνηση και η μεταβ0λή, για τον Παρμενίδη η κίνηση δεν ήταν δυνατή και τη σύνολη πραγματικότητα αποτελούσε μία και μόνη, ακίνητη και αμετάβλητη ουσία.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
Γεννήθηκε στην Έφεσο, το 544 π.Χ. και πέθανε το 484 π.Χ. Ο Ηράκλειτος ανήκε σε μια εξαιρετικά διακεκριμένη αριστοκρατική οικογένεια της Εφέσου· φαίνεται, μάλιστα, πως σε όλη του τη ζωή διατήρησε κάποιο αίσθημα περιφρόνησης έναντι των ανθρώπων, λεπτομέρεια έκδηλη σε ορισμένα αποσπάσματα του, όπου στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη των συμπολιτών του. Ήταν όμως αντίπαλος τόσο της τυραννίας, όσο και της δημοκρατίας. Πήρε μέρος στους πολιτικούς αγώνες της πατρίδας του, στο πλευρό πάντοτε των αριστοκρατών, καταδικάζοντας την αρχή της ισότητας.
Κάποια παράδοση τον θέλει μελαγχολικό χαρακτήρα ενώ ορισμένοι χριστιανοί, άρα αρκετά μεταγενέστεροι, συγγραφείς ισχυρίζονται πως διώχθηκε για αθεϊσμό. Για τους δασκάλους του δεν γνωρίζουμε και πολλά πράγματα· από ορισμένους μάλιστα θεωρήθηκε μαθητής του Ξενοφάνη: το πιθανότερο, όμως, είναι πως ο τελευταίος είχε ήδη εγκαταλείψει την Ιωνία όταν γεννήθηκε ο Ηράκλειτος. Εν πάση περιπτώσει, όμως, ο Ηράκλειτος θα πρέπει να είχε διαβάσει το ποίημα του και να γνώριζε τις κοσμολογίες των Μιλησίων, εφόσον μας λέει (απ. 38) πως ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος αστρονόμος. Μνημονεύει ακόμα τον Πυθαγόρα (απ. 81) και τον Εκαταίο. Είναι πιθανόν, τέλος, ο Παρμενίδης να γνώριζε το έργο του Ηράκλειτου, που πρέπει να ήταν είκοσι πέντε χρόνια μικρότερος του.
Σύµφωνα µε τον Διογένη Λαέρτιο "Όταν του ζήτησαν να θεσπίσει νόµους, αδιαφόρησε τελείως, επειδή είχε ήδη επικρατήσει κακός τρόπος κυβέρνησης της πόλης και πήγε στο ιερό της Αρτέµιδος κι έπαιζε µε τα παιδιά αστραγάλους. Τελικά, µίσησε τους ανθρώπους και έφυγε για να ζήσει στα βουνά τρώγοντας χόρτα και βότανα. Επειδή όµως αυτό έγινε αιτία να αρρωστήσει από υδρωπικία, κατέβηκε στην πόλη και ρωτούσε αινιγµατικά τους γιατρούς αν µπορούσαν µετά από πολλή βροχή να δηµιουργήσουν ξηρασία. Οι γιατροί δεν καταλάβαιναν τι τους έλεγε και αυτός τάφηκε σ’ ένα βουτοστάσιο ελπίζοντας πως η ζεστασιά της κοπριάς θα τραβήξει από µέσα την βλαβερή υγρασία. Όµως ούτε αυτό είχε αποτέλεσµα και έτσι πέθανε.
ΘΕΩΡΙΕΣ
Όπως και ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος ξεκινά από την παρατήρηση του κόσμου, τον οποίο θεωρεί και αυτός ως ενιαίο όλο, που ως τέτοιο ούτε γεννήθηκε ούτε και θα χαθεί ποτέ. Και ενώ εκείνος την ουσία του κόσμου τη βρίσκει στη θεότητα, ο Ηράκλειτος τη βλέπει σε μία νοητική αρχή, το λόγο. Η αδιάκοπη αλλαγή, αστάθεια κάθε μερικού, του δημιουργεί τόσο δυνατή εντύπωση, ώστε σ’ αυτό βλέπει τον καθολικό κοσμικό νόμο. Σε αντίθεση με τον Ξενοφάνη και την Ελεατική Σχολή, που πίστευε στην ακινησία του "είναι", του όντος,
ο Ηράκλειτος. διακήρυττε πως όλα μεταβάλλονται, τίποτε δε μένει σταθερό, ακίνητο: τα πάντα ρει, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης, "αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν". Την αδιάκοπη αυτή κίνηση (ροή), κατά την οποία τα πάντα γίνονται και καταστρέφονται, ο Ηράκλειτος την έβλεπε ως μια αέναη πάλη αντίθετων αρχών, "εναντιοδρομία": πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι. Την κίνηση αυτή και την αλλαγή την υπηρετούν ευεργετικές αντιθέσεις: το αντίξοον συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην. Πηγή για τις σωστές αυτές γνώσεις είναι το λογικό, ο λόγος.
Προς τον ορθολογισμό κλίνει και ο Ηράκλειτος: κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα. Το λογικό, ο λόγος, στον Ηράκλειτο δεν είναι δεμένος με μεταφυσικές, ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Για το λόγο έκανε μια έκθεση, που η επίδρασή της φτάνει μέχρι τα χρόνια μας. Όλα στον κόσμο γίνονται λογικά, σύμφωνα μ’ έναν αυστηρό νόμο, αδιάφορα αν δεν το αισθάνονται οι άνθρωποι. Ο λόγος είναι ο κοσμικός νόμος, η δύναμη που βρίσκεται μέσα στα πράγματα. Το ανθρώπινο λογικό είναι ένα κομμάτι, μια συνέπεια του κοσμικού λόγου. Παίρνοντας μέρος σ’ αυτόν οι άνθρωποι γίνονται λογικοί. Γι’ αυτό ο λόγος είναι κοινός και υποχρεωτικός για όλους, μ’ όλο που οι άνθρωποι φαντάζονται και συλλογιούνται και ενεργούν ελεύθερα. Δικαιοσύνη και ηθική την πηγή τους την έχουν στον κοσμικό λόγο. Στον Η. η θεότητα είναι ενδοκοσμικός νους, που δημιουργεί (από μέσα του) τη φύση, την ιστορία, τη θρησκεία, το δίκαιο, την ηθικότητα.
Οι τρεις βασικές έννοιες του πανθεϊσμού του είναι: α) η ενότητα, β) η αιώνια αλλαγή, γ) η αδιάσπαστη νομοτέλεια της κοσμικής τάξης.Η πρώτη ύλη του κόσμου είναι η φωτιά, η θερμότητα, που είναι το πρώτο ευκίνητο στοιχείο μέσα στη φύση. Το πέρασμα από την πρώτη αυτή ύλη σ’ όλες τις άλλες (αέρα, νερό, χώμα) ο Ηράκλειτος το έβλεπε ως μια διαρκή αλλαγή της φωτιάς, δηλ. ως μια αιώνια κίνηση της φωτιάς, που σβήνει και ξανανάβει. Ο πόλεμος (η πάλη) των στοιχείων ("πόλεμος πάντων πατήρ"), η "εναντιοδρομία", έχει κίνητρο το πυρ. Περίσσευμα θερμότητας σημαίνει περίσσευμα κίνησης και περίσσευμα ψυχρού σημαίνει ακινησία και νέκρα. Ο κόσμος κατά τον Ηράκλειτο. δε δημιουργήθηκε από κανέναν: "κόσμος τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών, ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωτον". Ο Ηράκλειτος θεωρείται υλιστής φιλόσοφος και η αντίληψή του για τη σχετική κίνηση και εξέλιξη του κόσμου τον χαρακτηρίζει ως πρόδρομο του διαλεκτικού υλισμού.
από:http://www.xrysalogia.gr