T.H. Huxley
Ο άνθρωπος σήμερα έχει την τάση να θεωρεί την Γη το κέντρο του κόσμου, θεωρώντας τον εαυτό του σαν κάτι το ιδιαίτερο, μίας και τον συγκρίνει με τα υπόλοιπα όντα πάνω στα οποία έχει κυριαρχήσει. Όταν ο άνθρωπος όμως στρέψει το βλέμμα του στον ουρανό τότε συνειδητοποιεί ότι η δική του παρουσία στο άπειρο σύμπαν είναι αμελητέα, νοιώθει δέος, και γίνεται πιο ταπεινός. Η πλειοψηφία της σύγχρονης επιστήμης αντιλαμβάνεται το σύμπαν σαν μία καλοκουρδισμένη μηχανή που λειτουργεί με βάση κάποιους κανόνες, σαν ένα συνονθύλευμα από άψυχα βασικά δομικά στοιχεία. Η τεχνολογία έχει σαν στόχο μόνο τον άνθρωπο αδιαφορώντας για το κόστος, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να βρεθούμε μπροστά στις δυνάμεις που απερίσκεπτα εξαπολύσαμε. Ίσως μέσω της κλωνοποίησης να επαναλάβουμε την δημιουργία ενός νέου Αδάμ. Σε ένα τέτοιο κόσμο όμως δεν θα χωράει ο Θεός. Θεός θα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, σε ένα κόσμο που δεν φτιάχτηκε από αυτόν, αλλά που εγωιστικά θα θεωρεί ότι του ανήκει. O Αινστάιν, ο επιστήμονας που επηρέασε όσο κανείς άλλος τον σύγχρονο τρόπο σκέψης παραδέχεται:
«Ένα ανθρώπινο ον είναι μέρος του όλου, που καλείται από εμάς σύμπαν, ένα μέρος περιορισμένο στον χώρο και στον χρόνο. Αυτό συλλαμβάνει τον εαυτό του, τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του ξεχωριστά από το υπόλοιπο… ένα είδος οπτικής ψευδαίσθησης της συνείδησής του. Αυτή η ψευδαίσθηση είναι ένα είδος φυλακής για εμάς, που μας περιορίζει στις προσωπικές μας επιθυμίες και στην έλξη μόνο λίγων ανθρώπων που είναι κοντά μας. Η αποστολή μας πρέπει να είναι να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας από αυτήν την φυλακή διευρύνοντας τον κύκλο της συμπόνιας μας για να αγκαλιάσουμε όλα τα ζωντανά πλάσματα και ολόκληρη την φύση μέσα στην ομορφιά της».
Για τους αρχαίους πολιτισμούς ο κόσμος και η Γη ήταν ένας ζωντανός οργανισμός, που είχε εκτός της υλικής και πνευματική υπόσταση. Όπως στο ανθρώπινο σώμα οι κινήσεις προέρχονται από την ψυχή που σκέπτεται και ενεργεί, έτσι και για την αρχαία επιστήμη η ορατή τάξη του σύμπαντος ήταν η αντανάκλαση αόρατων ιεραρχικά δομημένων πνευματικών δυνάμεων, που με τις ενέργειες τους προκαλούσαν την εξέλίξη της ζωής τόσο στον μακρόκοσμο όσο και στον μικρόκοσμο (με τον ίδιο τρόπο που πίσω από έναν ζωγραφικό πίνακα βρίσκεται η σκέψη και η δράση του καλλιτέχνη). Μία τέτοια κοσμογονική θεώρηση προχωρούσε κατά κύκλους ομόκεντρους από το παγκόσμιο στο επιμέρους, από το αόρατο στο ορατό, από το καθαρό πνεύμα στην οργανωμένη υπόσταση, από τον Θεό στον άνθρωπο.
Σε κάθε αρχαίο πολιτισμό υπήρχε ένα εσωτερικό σύστημα γνώσης του κόσμου των φυσικών δυνάμεων, αλλά και της ανθρώπινης φύσης που ονομαζόταν Σοφία. Οι άνθρωποι που ασχολούνταν με την κατάκτηση της ονομάζονταν Σοφοί, και αργότερα από τον Πυθαγόρα Φιλό-σοφοι. Ο Πυθαγόρας ονόμαζε φιλόσοφο, αυτόν που γνώριζε τις λειτουργίες τόσο της υλικής όσο και της πνευματικής φύσεως, και δίδασκε στους μαθητές του να γνωρίζουν πραγματικά τις αλήθειες αυτές. Η Φιλοσοφία δεν ήταν -και δεν είναι- μια θεωρητική προσέγγιση του κόσμου, αλλά και ένας τρόπος ζωής. Οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι δεν ήταν οι μόνοι που στοχάστηκαν πάνω σε θέματα κοσμογονίας θεολογίας και φυσιολογίας, αλλά αντιθέτως επηρεάστηκαν από διάφορους λαούς και κουλτούρες.
«Σε ολόκληρη την ιστορία, τίποτε δεν είναι πιο εκπληκτικό ή τόσο δύσκολο να περιγραφεί όσο η αιφνίδια άνοδος του πολιτισμού στη Ελλάδα. Πολλά απ' όσα δημιουργούν τον πολιτισμό υπήρχαν ήδη επί χιλιάδες χρόνια στην Αίγυπτο και στη Μεσοποταμία, και είχαν απλωθεί από εκεί στις γειτονικές χώρες. Αλλά ορισμένα στοιχεία έλειπαν, ωσότου τα προμήθευσαν οι Έλληνες. Το τι απετέλεσαν στην τέχνη και τη λογοτεχνία είναι γνωστό στον καθένα, αλλά ό,τι έχουν πραγματοποιήσει στον καθαρά διανοητικό τομέα είναι ακόμη εξαιρετικότερο» (Bertrand Russel, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας) .
Οι Έλληνες εξερεύνησαν το άγνωστο σύμπαν με απροκαταληψία, και με μία φοβερή συνδυαστική ικανότητα, που αφορούσε όλα τα βασικά ζητήματα της Φιλοσοφίας, και τα έθεσαν με χαρακτηριστική για το Ελληνικό πνεύμα καθαρότητα. Δημιούργησαν τις βασικές έννοιες της φιλοσοφίας και της φυσικής επιστήμης και έτσι επηρέασαν καταλυτικά όλη την κατοπινή Ευρωπαϊκή και παγκόσμια επιστήμη. Ταυτόχρονα όμως πρόβαλαν ως υπέρτατο αγαθό την απόκτηση της γνώσης, χωρίς να είναι αυτή προνόμιο μόνο της ιερατικής τάξης.. Η αποκάλυψη της γνώσης βέβαια σύμφωνα με τον Πλάτων δεν είναι εύκολη. Πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. (ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ, η επιγραφή του μαντείου των Δελφών). Η γνώση του εαυτού μας και της σχέσης μας με το κόσμο που μας περιβάλλει σύμφωνα με τον Σωκράτη, αποτελεί την ευτυχία της ζωής και την αφετηρία της Φιλοσοφίας. Η γνώση αυτή μας λέει ο Πλάτων:,
«δεν είναι κάτι που μπορεί να περιγραφεί με λόγια όπως οι άλλες επιστήμες. Χρειάζεται μακρά μελέτη του θέματος και διάπλαση του εαυτού με αυτήν. Τότε, είναι σαν μία σπίθα να ξεπηδά και να ανάβει ένα φως που από εκεί και μετά είναι ικανό να αυτοσυντηρείται».
Στον Φαίδων εξάλλου μας αποκαλύπτει, ότι το μονοπάτι της κατακτήσεως της αλήθειας οδηγεί τόσο στον δρόμο της αγάπης, όσο και στον δρόμο του θανάτου:
Εννοεί βέβαια τον θάνατο της αμάθειας και του εγωισμού, και την αναγέννηση ενός νέου πνευματικού ανθρώπου, όπως δήλωνε κατόπιν και ο Απ. Παύλος: «όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις θάνατον αυτού εβαπτίστημεν». O άνθρωπος συμβολικά πεθαίνει μέσα από το βάπτισμα και ξαναγεννιέται εξαγνισμένος.
Η γνώση της αλήθειας είναι το υπέρτατο αγαθό. Η λέξη Αλήθεια (άνευ –Λήθης) σημαίνει να μην ξεχνούμε. Η Λήθη αυτή σχετίζεται με την άγνοια της θείας μας προελεύσεως και του τελικού μας σκοπού, που είναι η επάνοδος στην θεϊκή μονάδα. Η κατανόηση του θείου πεδίου με το οποίο ο κάθε ένας από εμάς συνδέεται, είναι ο αληθινός τελικός σκοπός της ενσαρκώσεως μας. Σοφία είναι να νικήσουμε τον εαυτό μας, ενώ άγνοια να νικηθούμε από αυτόν μας λέει ο Σωκράτης. Για τον φιλόσοφο ο σκοπός της ζωής είναι η απόκτηση πείρας, μια συνεχή τελειοποίηση του πνεύματος.
Όλες οι επιστήμες, η γλώσσα μας, το πολίτευμα μας, τα πάντα που εμείς απολαμβάνουμε σήμερα προέρχονται από την Αρχαία Ελλάδα. Η ιστορία της επιστήμης ξεκινάει με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, σε μία εποχή που η επιστήμη (επί –ίσταμαι-, στέκομαι από πάνω), και η φιλοσοφία δεν αποτελούσαν ξεχωριστά αντικείμενα όπως σήμερα. Όταν οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι ξεκινούν, ο δρόμος της επιστήμης δεν είχε ακόμα χαραχθεί, έπρεπε να τον ανοίξουν οι ίδιοι. Στην εποχή τους κυριαρχούσε η μυθολογική κοσμογονία και το μόνο δεδομένο είναι η εμπειρική παρατήρηση των φυσικών φαινομένων. Η ορθολογιστική βάση δεδομένων έλειπε, τα όργανα παρατήρησης δεν υπήρχαν ενώ και το κύρος της γνώσης που δεν βασιζόταν στις γνώσεις του ιερατείου ή της μύησης στα μυστήρια ήταν ανύπαρκτο. Έτσι οι πρωτοπόροι της φιλοσοφίας έπρεπε μαζί με τις θεωρίες που ανάπτυξαν να «εφεύρουν» και την ορολογία της επιστήμης και της φιλοσοφίας.
Η ανατροπή αυτή συνέβη τον 6ο αιώνα π.Χ. . Τότε ο Έλληνας θα αφήσει πίσω του την επική μυθολογική ποίηση, η σκέψη του θα εμβαθύνει, και θα τον χαρακτηρίσει μία πιο κριτική στάση απέναντι στη ζωή. Αυτό θα επιτευχθεί με την ναυτιλία και το εμπόριο και τις αποικίες. Η δίψα για γνώση ξεκίνησε από φιλοσοφικά ερωτήματα σχετικά με την φύση του ανθρώπου και του κόσμου. Έτσι σε θεολογικό επίπεδο προχωρώντας πέρα από τις μυθολογικές προσεγγίσεις του Θείου και της δημιουργίας του αρχαίου κόσμου οι Έλληνες Σοφοί διάμεσο της πολλαπλότητας και μεταβλητότητας των φαινομένων προσέγγισαν το Θείο και αναζήτησαν το Εν, την θεία Ουσία του Κόσμου, το Όντως Ον (Παρμενίδης), τον Νου (Αναξαγόρας), το Αγαθόν (Πλάτων), το Αείζωον Πυρ και τον Λόγο (Ηράκλειτος).
Πιο συγκεκριμένα ο Θαλής ο Μιλήσιος ένας από τους 7 σοφούς της αρχαιότητας θεωρούσε ως αρχή των πάντων το «Ύδωρ» και «έβλεπε» έναν θεό μέσα σε καθετί.
Ο Αναξίμανδρος ταύτισε το «Θείο» με το «άπειρο», στο οποίο απέφυγε να δώσει ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά.
Ο Ξενοφάνης ανέπτυξε πιο ξεκάθαρα την ιδέα του «Ενός Θεού» που ξεχωρίζει από «τους υπόλοιπους θεούς και τους ανθρώπους».
Ο Παρμενίδης τον 6ο αιώνα π.Χ. χρησιμοποίησε τον όρο «Ένα» για να ονομάζει την υπέρτατη Θεότητα.
Φανερά επηρεασμένος από αυτόν τον ο Πλάτωνας ( τον 4ο αιώνα π.Χ.) στο έργο του «Τίμαιος», παρουσίασε έναν Δημιουργό, ο οποίος δίνει μορφή στην αδρανή ύλη μέσων των «νοητικών μορφών» (Αρχετύπων).
Ως πιο ορθολογιστής ο μαθητής του Αριστοτέλης, απέρριψε την ιδέα των «αρχετύπων» και μίλησε για έναν κυκλικό χρόνο που βρίσκεται σε κίνηση, δίχως αρχή και τέλος, αλλά και για το «Πρωταρχικό Κινούν». Αυτός είναι ο «Θεός» του Αριστοτέλη, που παρουσιάζεται σαν μια Αρχή και όχι προσωποποιημένος.
Τον 3ο αιώνα μ.Χ., ο Νεοπλατωνιστής Πλωτίνος περιγράφει το «Ένα», ως μια μη υλική, απρόσωπη δύναμη σαν το Υπέρτατο Ον. Ο Πλωτίνος διέκρινε μια Απόλυτη Θεότητα ως πρώτη αρχή, που ήταν απλά «νοητικής φύσης» και μια δημιουργική Θεία Διάνοια που γεννάει τις μορφές.
Σε επιστημονικό επίπεδο, πρώτος ο Πυθαγόρας αναφέρθηκε στην σφαιρικότητα της Γης, και αργότερα ο Έκφαντος και ο Ικέτας δίδαξαν την περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονα της.
Το 235 π.χ ο Ερατοσθένης, υπολόγισε την περίμετρο της Γης μετρώντας την σκιά ενός ραβδιού, και την βρήκε 40.000 χλμ, σχεδόν όσο την υπολογίζουμε και σήμερα, ενώ ο Ίππαρχος 190 π.χ είναι ο πρώτος που διαιρεί τον κύκλο σε 360 μοίρες, και ανακαλύπτει το φαινόμενο της μετάπτωσης των ισημεριών, η οποία ξανάγινε γνωστή στην Ευρώπη τον 16ο αιώνα απ’ τον Νικόλαο Κοπέρνικο.
Όσον αφορά το σύμπαν και την θέση της γης σε αυτό, πρώτος ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (310-230 π.Χ.) υποστήριξε ότι, η Γη δεν ήταν το κέντρο του κόσμου όπως μέχρι τότε πιστευόταν, αλλά μια σφαίρα που περιφερόταν γύρω από τον Ήλιο. Η ηλιοκεντρική αυτή θεωρία επανήλθε στο προσκήνιο 1.800 χρόνια αργότερα από τον Κοπέρνικο.. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε χειρόγραφα του Κοπέρνικου που βρέθηκαν, ίδιος γράφει ότι είχε μελετήσει τον Αρίσταρχο τον Σάμιο, κάτι που δεν συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του βιβλίου του. Οι υπολογισμοί του Κέπλερ απέδειξαν ότι η Γη και οι πλανήτες κινούνταν σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από τον Ήλιο. Οι γενικές του Κέπλερ ήταν βασισμένες στον Πυθαγορισμό.
Για τον Αριστοτέλη (384-323/2 π.Χ.) ο κόσμος ήταν σαν ένα «κρεμμύδι» που αποτελούταν από ομόκεντρες σφαίρες, στο κέντρο των οποίων βρισκόταν η Γη. Το γεωκεντρικό σύστημα του Αριστοτέλη επικράτησε στην Δύση έως τον 16ο αιώνα μ.Χ. Σημαντική και στην Φυσική είναι η συνεισφορά του Αριστοτέλη, ο οποίος έθεσε τις βάσεις της Μηχανικής κίνησης των σωμάτων παρόμοιας με αυτήν του Νεύτωνα (17ος αι. μ.Χ.). Υποστήριζε ότι η ύπαρξη συνεχούς κίνησης προϋποθέτει την ύπαρξη μιας συνεχούς αιτίας, μιας δύναμης δηλαδή που θα επιδρά πάνω στο κινούμενο σώμα.
Ο Ηρόδοτος το (4ο αιώνα π.χ) θεωρείται ο πατέρας της Ιστορίας, ενώ ο Θουκυδίδης ήταν ο θεμελιωτής της αντικειμενικής ιστορικής έρευνας. και ο πρώτος ιστορικός που ξεχώρισε τον μύθο από την ιστορία.
Ο Ιπποκράτης (4ο αιώνα π.χ) ήταν ο θεμελιωτής της επιστημονικής Ιατρικής, ας μην λησμονούμε ότι έως και σήμερα οι γιατροί παίρνουν τον «Ορκο του Ιπποκράτη» για να ασκήσουν το επάγγελμα τους.
Στις θετικές επιστήμες ο Ευκλείδης (3ο αιώνα π.Χ.) έθεσε τις βάσεις των μαθηματικών και της γεωμετρίας, οι οποίες αποτελούν έως και σήμερα την θεμέλιο λίθο όχι μόνο των μαθηματικών, αλλά και της τεχνολογικής επιστήμης. Ο Αρχιμήδης (2ο αιώνα π..Χ) ανακάλυψε τις πρώτες αρχές της υδροστατικής. Εφέυρεσε τις τροχαλίες, τους οδοντωτούς τροχούς, κατασκεύασε αστρονομικά όργανα και τελειοποίησε το ελληνικό αριθμητικό σύστημα.
Ο Ηρόφιλος απ’ την Χαλκηδόνα της Βιθυνίας (3ος αιώνα π.Χ.),στο έργο του «Ανατομία», δίνει για πρώτη φορά ανατομικές περιγραφές ανθρωπίνων οργάνων. Ο Ηρόφιλος αναγνώρισε την αληθινή φύση του νευρικού συστήματος και θεώρησε κέντρο του τον εγκέφαλο. Χώρισε τα νεύρα σε «αισθητικά» και «προαιρετικά», και μετρούσε τους σφυγμούς των ασθενών για να κάνει διαγνώσεις.
Αλλά και όσον αναφορά την δημιουργία του κόσμου, οι απόψεις των Προσωκρατικών Θαλή, Αναξίμανδρου και Αναξιμένη είναι κοντά σε αυτά που υποστηρίζει η σύγχρονη Φυσική, όπως θα εξετάσουμε σε επόμενο κεφάλαιο.
Ο Δημόκριτος το 460 π.Χ. υποστήριζε ότι τα άτομα έχουν διαφορετικό μέγεθος μεταξύ τους, και ότι η κίνηση τους προέρχεται από κάποια πηγή. (Αυτό που σήμερα οι επιστήμονες ονομάζουν ορμή ή κρούση).
Ο Λεύκιππος το 500 π.χ διατύπωσε για πρώτη φορά την ατομική θεωρία την οποία εξέλιξε ο μαθητής του Δημόκριτος. Όσον αφορά την γένεση της ζωής στη Γη, ο Αναξίμανδρος θεωρούσε ότι η ζωή δημιουργήθηκε από τη λάσπη και ότι τα πρώτα ζώα ήταν ψάρια με αγκαθωτό δέρμα. Τα υπόλοιπα ζώα σύμφωνα με την θεωρία του, αποτελούσαν χερσαίους απόγονους των ψαριών. Την ίδια άποψη για την προέλευση της ζωής διατύπωσε κι ο Αναξιμένης, με τη διαφορά ότι θεωρούσε καταλυτική την παρουσία του αέρα και της θερμότητας του Ήλιου.
Η νοοτροπία του σημερινού πολιτισμού βασίζεται στο Αριστοτέλειο ορθολογιστικό μοντέλο σκέψης, το οποίο επικράτησε στα χρόνια της Αναγέννησης έναντι του Πλατωνικού μεταφυσικού μοντέλου. Στην εποχή μας είναι γεγονός ότι η φιλοσοφία δεν είναι απαραίτητη στην επιστήμη (τεχνολογία). Ο λόγος είναι ότι η εξειδίκευση είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την καλύτερη απόδοση των υπαλλήλων στις σύγχρονες κοινωνίες.
Το ερώτημα όμως είναι, αυτή η μονόπλευρη ανάπτυξη του πνεύματος είναι αρκετή; Ίσως το ζητούμενο στην νέα εποχή να είναι ακριβώς αυτό, η παθητικότητα των κοινωνιών, η δημιουργία συνεχών καταναλωτικών αναγκών κλπ. Η γνώση ήταν και είναι δύναμη, και όπως είναι γνωστό η εξουσία θέλει να ελέγχει την δύναμη. Το πνευματικό σκόρπισμα που επέφερε η πολυδιάσπαση της επιστήμης, η και εξειδίκευση των επιστημών μίκρυνε τους πνευματικούς ορίζοντες του ανθρώπου. Η γνώση που λαμβάνει σήμερα ο άνθρωπος περιορίζεται στο γνωστικό του αντικείμενο.
Η φιλοσοφία διευρύνει το πνεύμα γιατί παρατηρεί και προσπαθεί να εξηγήσει την φύση και τους νόμους που την διέπουν, εξασφαλίζοντας έτσι μια συνολικότερη εικόνα για τον κόσμο. Ταυτόχρονα όμως η φιλοσοφία προχωρά πέρα από την ορατή πλευρά των πραγμάτων.
Ο Πλάτων το περιγράφει περίφημα στον μύθο της σπηλιάς, όπου με λίγα λόγια περιγράφει αλυσοδεμένη την ανθρωπότητα να ζει σε μία σκοτεινή σπηλιά, στο μέσο της οποίας καίει μία φωτιά. Οι άνθρωποι είναι αλυσοδεμένοι με τέτοιο τρόπο, ώστε το μόνο που μπορούν να δουν είναι οι σκιές των πραγμάτων στους τοίχους της σπηλιάς. Εάν κάποιος μπορούσε να σκαρφαλώσει στην σπηλιά και να αντικρίσει το αληθινό φως του ήλιου, αφενός τα μάτια του δεν θα άντεχαν το φως, και αφετέρου εάν επέστρεφε πίσω στην σπηλιά και περιέγραφε στους υπολοίπους ότι ο κόσμος των σκιών δεν είναι ο πραγματικός κόσμος θα κινδύνευε να χλευαστεί. Η άνοδος από την υλιστική κατάσταση των σκιών είναι δύσκολη έως ότου δούμε το αληθινό φως.
Στις μεταφυσικές του ανησυχίες ο άνθρωπος, αρχικά δίνει απλές απαντήσεις, ενώ λατρεύει και φοβάται ό,τι δεν κατανοεί και δεν είναι σε θέση να ελέγξει. Μεταφυσική ότι δεν μπορεί να παρατηρήσει το ανθρώπινο μάτι, και δεν μπορεί να ακούσει το ανθρώπινο αυτί. Είναι ο χώρος που βρίσκεται πέρα από την ανθρώπινη αντίληψη, και περιέχει όσα μεσολαβούν ανάμεσα στον άνθρωπο και στην πηγή που τον δημιούργησε. Σύμφωνα με τον Σπέυσιππο:
«το μη υλικό γίνεται αισθητό μέσω της επιστημονικής σκέψης, ενώ το υλικό μέσω της επιστημονικής αντίληψης».
Ακόμα και στον χώρο της ορθολογιστικής επιστήμης ο Max Plank υποστήριζε: