Монолог:
Портрет Анастасии
http://www.lygeros.org/5375-ru.html
Эскиз:
http://www.lygeros.org/Dessins/4830.jpg
Читает: Кира Стамболиди
Стихотворение:
Не плачь ночью
http://www.lygeros.org/3215-ru.html
Эскиз:
http://www.lygeros.org/Dessins/7911.jpg
Η πρεμιέρα του προγράμματος, το οποίο χρηματοδοτείται από το Ωνάσειο Ίδρυμα Νέας Υόρκης, θα γίνει στις 16 Απριλίου στο Πανεπιστήμιο Μίτσιγκαν και στη συνέχεια θα παρουσιαστεί σε άλλα πέντε αμερικανικά πανεπιστήμια τα οποία έχουν προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών ή μουσικές σχολές που δείχνουν ενδιαφέρον για τον Καβάφη, και αυτά είναι τα πανεπιστήμια Ινδιάνα, Κολούμπια, Αιέβα, Γέιλ και Μπρόου.
Το εγχείρημα θεωρείται μοναδικό, καθώς πέρα από την ερμηνεία, συνολικά δεκαεπτά τραγουδιών σε ποίηση Καβάφη (που επιλέχτηκαν από 50 μελοποιήσεις Ελλήνων και ξένων) από την Αλεξάνδρα Γκράβα, με συνοδεία στο πιάνο του Παντελή Πολυχρονίδη, περιλαμβάνει παρέμβαση-σχολιασμό από τον επίσης παρόντα στη σκηνή, καθηγητή Βασίλειο Λαμπρόπουλο, για στοχασμό πάνω στην «περίεργη τριβή του καβαφικού στίχου με τις διάφορες διαφορετικές μελοποιήσεις».
Σύμφωνα με τους συντελεστές του προγράμματος, διαφορετικοί συνθέτες που περιλαμβάνονται σε αυτό, χρησιμοποίησαν διαφορετικά ιδιώματα για να μελοποιήσουν τον Καβάφη, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζηδάκις, Δημήτρης Μητρόπουλος, αλλά και πολύ σπουδαίοι Αμερικανοί, όπως ο Ντέιβιντ Κόπερ, αλλά και νέοι σύγχρονοι Έλληνες συνθέτες της Διασποράς, όπως η Καλλιόπη Τσουπάκη, ο Δημοσθένης Στεφανίδης, ο Κώστας Ρικλίδης।
Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης ήταν ένα παλληκάρι που όλοι οι τούρκοι τον έτρεμαν. Εμφανίζονταν σαν φάντασμα από το πουθενά και τους χτύπαγε εκεί που δεν το περίμεναν. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Ιωάννη, αλλά λόγω της γενναιότητας και της εξυπνάδας του έγινε ο αρχηγός της οικογένειας των Κολοκοτρωναίων. Από τον πύργο του στην Καστανίτσα της Μάνης εξορμούσε μαζί με τον αδελφοποιητό* κλέφτη κι’ οπλαρχηγό Παναγιώταρο Βενετσανάκη και κατατρόπωνε τους τούρκους. Κάθε βράδυ σκεφτόταν πως θα καταφέρει να ενώσει τους Έλληνες εναντίον του ασιάτη δυνάστη. Όλος ο Μοριάς μιλούσε γι’ αυτόν τον λιπόσαρκο και μικρόσωμο άνδρα, αλλά με καρδιά λιονταριού που ξευτέλιζε σε κάθε ενέδρα τους τούρκους. Στην ομάδα του έρχονταν ολοένα περισσότεροι καταπιεσμένοι Έλληνες που ήθελαν να ξεφύγουν.
Κατά το έτος 1770, ο Ορλώφ είχε αποβιβάσει στρατεύματα στον Μοριά και επιτίθονταν κατά των τούρκων και των αλβανών μισθοφόρων. Οι σκληροτράχηλοι αλβανοί όμως, νίκησαν εύκολα τους ασύνταχτους και ελλιπώς εφοδιασμένους Έλληνες. Οι αλβανοί μετά την νίκη εναντίον του ορλωφικού στρατεύματος, έγιναν ανεξέλεγκτοι. Καίγαν χωριά, λήστευαν, βίαζαν, έπαιρναν ομήρους και σκότωναν τους φιλήσυχους κατοίκους του Μοριά (παλιά μου τέχνη κόσκινο).
Οι πρώτοι αλβανοί κακούργοι που έδρασαν στον Μοριά, όταν επέστρεψαν πίσω στην Αλβανία διέδωσαν στους συμπατριώτες τους πόσο εύκολα μπορεί να γίνει πλούσιος κανείς από την λαφυραγωγία. Έτσι λοιπόν, νέα στίφη βαρβάρων επιτέθηκαν σαν ακρίδες στον δύσμοιρο Μοριά και απομύζησαν και την τελευταία ικμάδα ζωής των Ελλήνων.
Ο μόνος που αντιστέκονταν ήταν ο Κωνσταντής. Δεν καταδίωκε τους αλβανούς μόνο στην Μάνη, αλλά σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Ο Κωνσταντής είχε θέσει ως στόχο να ξεκάνει τον αρχιλήσταρχο Μπεκιάρη. Αυτός ήταν ο πιο αιμοδιψής εκ των αλβανών, ο οποίος, είχε κάψει ολόκληρα χωριά για να πάρει λάφυρα. Απ’ όπου κι αν περνούσε άφηνε πίσω του καπνίζοντα ερείπια και την γη βαμμένη απ’ το αίμα των άτυχων θυμάτων του. Γι’ αυτό τον λόγο, ο Κωνσταντής, μετέβη στα Καλάβρυτα – στο λημέρι του Μπεκιάρη. Ο Κωνσταντής του έστησε ενέδρα στην γέφυρα του Μπίσμπαγα στην Καστάνα. Καθώς ο Μπεκιάρης περνούσε καμαρωτός πάνω στο άλογο του την γέφυρα μαζί με την συμμορία του, σέρνοντας μαζί του σκλάβους και ομήρους Έλληνες, ο Κωνσταντής ρίχνει την πρώτη ντουφεκιά και σωριάζει κάτω τον κακούργο Μπεκιάρη. Συνειδητοποιώντας τι έγινε, τα τσακάλια του Μπεκιάρη έτρεξαν να κρυφτούν, αλλά τα παλικάρια του Κωνσταντή τους κυνήγησαν και τους χτύπησαν αλύπητα.
Ενδεικτικό περιστατικό του θράσους των αλβανών κατσαπλιάδων αποτελεί το ότι έκλεβαν ακόμα και τους τούρκους μπέηδες που τους είχαν καλέσει στον Μοριά. Ο Μετζ Αράπης, ένας άλλος αλβανός λήσταρχος, έφτασε στο σημείο να απειλήσει τον Χαλήλ Μπέη, τον πιο πλούσιο γαιοκτήμονα στην Κόρινθο. Ο Χαλήλ Μπέης που γνώριζε τον Κωνσταντή από παλιά, αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθειά του. Του έστειλε γράμμα και του ζήτησε να έρθει να τον σώσει από τους αλβανούς που τον απειλούν. Ο Κωνσταντής φυσικά, δεν έχασε την ευκαιρία και εξόντωσε τον Μετζ Αράπη. Δεν θα άφηνε ούτε έναν αλβανό στον Μοριά και στα Φίχτια της Νεμέας.
Οι τούρκοι το 1779, μετά από αυτά τα γεγονότα αποφάσισαν να στείλουν 6.000 στρατιώτες με επικεφαλής τον Χασάν Τσεζαερλή πασά για να εξοντώσει τους 12.000 αλβανούς που είχαν μαζευτεί στον Μοριά.
Στις 28 Μαΐου του 1779, ο Χασάν Τσεζαερλή πασάς κάλεσε όλους τους Έλληνες οπλαρχηγούς να έρθουν στους Μύλους Αργολίδας και να δηλώσουν υποταγή σε αυτόν. Ήθελε να τον προσκυνήσουν. Ο Κωνσταντής όμως, ως Έλληνας δεν σκύβει το κεφάλι μπροστά σε κανέναν, πόσο μάλλον σε έναν τούρκο. Τον πληροφόρησε όμως πως θα τον βοηθήσει να εξοντώσει την αλβανική μάστιγα. Μαζί με άλλους 20 οπλαρχηγούς της Ανδρούσας, του Λεονταρίου και της Κυπαρισσίας και 1850 άνδρες θα οδεύσει στην Τριπολιτσά. Και στην δεύτερη πρόσκληση του πασά, ο Κωνσταντής δεν εμφανίζεται, αλλά τον ενημερώνει πως έχει καταλάβει όλες τις οδικές διαβάσεις από την Τριπολιτσά προς το όρος Μαίναλο και πως αν έφευγε από εκεί οι αλβανοί θα εισέβαλαν στην δυτική Πελοπόννησο και θα την κατέστρεφαν για δεύτερη φορά.
Στις 10 Ιουνίου του 1779 ο τούρκος πασάς με 6.000 στρατιώτες και 3.000 Έλληνες κλέφτες φτάνει στο χωριό Στενό μετά από δύσκολη πορεία μέσα από το όρος Παρθένι. Από εκεί θα στείλει μήνυμα στον Κωνσταντή να έρθει με τα παλληκάρια του από τα τρίκορφα και να περικυκλώσουν μαζί τους αιμοδιψείς αλβανούς.
Ο Κωνσταντής δεν δέχεται ευχάριστα τις εντολές από τον τούρκο, αλλά θα συμμαχούσε και με τον διάολο για να διώξει τις αλβανικές ορδές από τον Μοριά. Το σχέδιο πέτυχε και οι περίπου 12.000 αλβανοί πιάστηκαν μέσα στην «τανάλια». Οι αλβανοί σαν λεφούσι από μέλισσες επιτίθενται στις οχυρώσεις του Κωνσταντή. Τα παλληκάρια του αμύνονται και με τις βολές τους διώχνουν κακήν κακώς του αλβανούς. Η μάχη ανάβει και τα κορμιά των αλβανών πέφτουν στην γη σαν ώριμα φρούτα. Ο κλοιός στενεύει γύρω τους ασφυκτικά και πανικοβάλλονται. Διαισθάνονται ότι το τέλος τους είναι πολύ κοντά. Επιτίθενται ξανά στις οχυρώσεις του Κωνσταντή, όχι πια για πλιάτσικο αλλά για να σώσουν την ίδια τους την ζωή. Οι αλβανοί χάνουν σε όλα τα μέτωπα, οι κλέφτες τους πετσοκόβουν χωρίς κανένα οίκτο. Άλλωστε, πολλοί από αυτούς έχασαν πατεράδες, αδέλφια γιους και ανίψια, μανάδες, αδελφές και κόρες από αυτά τα τομάρια. Οι αλβανοί φωνάζουν στον Κωνσταντή να τους λυπηθεί: «αμάν Κολοκοτρώνη δεν κάνεις νισάφι» (να δείξει οίκτο) και αυτός με αντρειωμένη φωνή τους ανταπαντάει: «τι νισάφι, να σας κάνω, όπου ήλθατε και χαλάσατε την πατρίδα μου, μας πήρατε σκλάβους και μας κάματε τόσα κακά;»
Η σφαγή των αλβανών είναι μεγάλη, αλλά τους άξιζε. Πήραν τα «επίχειρα» των ανόσιων έργων τους. Από τους 12.000 αλβανούς που ήταν σε αυτήν την μάχη, μόνο 700 κατάφεραν να γλυτώσουν. Τόση μεγάλη ήταν η καταστροφή που και μετά από δεκαετίες ακόμα ορκίζονταν στο όνομα του Κωνσταντή «να μην γλυτώσω από το σπαθί του Κολοκοτρώνη». Ο πασάς, μόλις τελείωσε η μάχη έστησε τρόπαιο και φώναξε τους κλέφτες να τον προσκυνήσουν. Ο Κωνσταντής όμως δεν τον προσκύνησε. Ποτέ δεν θα προσκυνούσε, ακόμα κι’ όλος ο Μοριάς να το έκανε, αυτός θα έμενε όρθιος. Πήρε λοιπόν τα παλληκάρια του και αποσύρθηκε στην Μάνη.
Ο πασάς δεν του το συγχώρεσε ποτέ αυτό και βάλθηκε να τον εξοντώσει. Τον επόμενο χρόνο, το 1780 με 14.000 τούρκους αποβιβάστηκε στο Γύθειο της Λακωνίας. Στις 10 Ιουλίου 6.000 τούρκοι υπό την αρχηγία του Αλήμπεη πολιορκούν την Καστανίτσα. Οι βόμβες των κανονιών χτυπούσαν τους πύργους της Μάνης, τα τείχη γκρεμίζονταν και οι καπνοί από τα ντουφέκια έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Οι μάχες διήρκησαν 10 μερόνυχτα. Ο Παναγιώταρος περίμενε ενισχύσεις από τους υπόλοιπους Μανιάτες, αλλά δεν πήγε κανείς, γιατί ο Μαυρογένης (προύχοντας της Μάνης) τους έχει πει άλλα. Οι πύργοι μετατράπηκαν σε χαλάσματα και οι τραυματίες αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Ο Κωνσταντής και ο Παναγιώταρος την νύχτα της 19ης προς την 20η αποτόλμησαν την έξοδο. Το σκοτάδι βοηθούσε και τα παλληκάρια του Κωνσταντή σπάσαν τον ασφυκτικό κλοιό. Τα σπαθιά τους έβγαζαν φωτιές καθώς έστρωναν το διάβα τους με τα κορμιά των τούρκων. Σ’ αυτή τη φάση ο Παναγιώταρος πέφτει νεκρός από τους τούρκους. Τα αδέλφια του Κωνσταντή, ο Γεώργιος και ο Βασίλειος σκοτώνονται στις συμπλοκές αγωνιζόμενοι. Ο άλλος αδελφός του ο Απόστολος τραυματίζεται σοβαρά στην διάρκεια της εξόδου και τρέχει να σωθεί σαν κυνηγημένο αγρίμι μακριά από τους διώκτες του. Αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από τα σκυλιά και για να μην πέσει στα χέρια τους, αυτοκτονεί.
Ο Κωνσταντής σοβαρά τραυματισμένος και αυτός, τρέχει παραπατώντας μέσα στο σκοτάδι πάνω στην χέρσα γη της Μάνης. Βρίσκει κάτι πουρνάρια σε έναν λόγγο και κρύβεται εκεί. Οι ώρες περνάνε και ο Κωνσταντής φλέγεται από την δίψα και αποζητάει το νερό, βγαίνει από την κρυψώνα του και αμέσως τον εντοπίζουν επτά μπαρδουνιώτες τούρκοι. Τους ζητάει να τον αφήσουν να φύγει. Οι τούρκοι κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης τους φωνάζει: «βρε τούρκοι και εγώ θα χαθώ, μα κι’ από σας θα φάγω όσους μπορέσω». Ο ένας από τους τούρκους ήταν στο σώμα του Κωνσταντή όταν πολεμούσαν τους αλβανούς. Οι τούρκοι του ορκίζονται ότι θα τον βοηθήσουν να διαφύγει και θα τον προστατέψουν. Ο Κωνσταντής αν και δεν εμπιστευότανε τους τούρκους, έδωσε βάση στους όρκους τους. Εκάθησαν λοιπόν να συζητήσουν για τον τρόπο που θα διαφύγει, ο Κωνσταντής ζητάει λίγο νερό για να σβήσει την δίψα που το βασανίζει από την νύχτα. Τρεις από τους τούρκους σηκώνονται να του φέρουν νερό, αλλά αυτοί έχουν άλλα στο μυαλό τους. Γυμνώνουν τα σπαθιά τους και ορμάνε σαν τσακάλια πάνω στον τραυματισμένο Κωνσταντή και τον κατακρεουργούν. Αφού τελείωσαν το ανόσιο έργο τους, τον αποκεφάλισαν και πέταξαν το πτώμα του σε ένα βάραθρο στην περιοχή της Άρνας. Εκείνη την τρομερή νύχτα της εξόδου σώθηκε και ο δεκάχρονος γιος του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Κωνσταντής ήταν μόνο 35 χρονών όταν σκοτώθηκε. Μπορεί να μην πρόλαβε να δει μια ελεύθερη Ελλάδα, αλλά φύτεψε τον σπόρο της Λευτεριάς στην καρδιά του μικρού Θεόδωρου, του πυρπολητή των ψυχών των σκλαβωμένων Ελλήνων. Αν ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης δεν εξόντωνε τους αλβανούς, ίσως να μην μπορούσε να γίνει η επανάσταση, γιατί δεν θα υπήρχαν Έλληνες στον Μοριά.
*Η αδελφοποίηση αποτελεί ιεροτελεστία, κατά την οποία, μη συγγενικά πρόσωπα χαράζουν την παλάμη τους με μαχαίρι για να στάξει αίμα και μετά δίνουν τα χέρια (χειραψία) για να αναμειχθούν τα αίματα. Η όλη τελετή συνοδεύεται από όρκους αμοιβαίας προστασίας και υποστήριξης.
Πυρήνας Καβάλας
Αίας ο Τελαμώνιος
———–
Τ’ έχουν της Μάνης τα βουνά όπου είναι βουρκωμένα;
Καν o βοριάς τα βάρεσε, καν h νοτιά τα πήρε.
Μηδέ νοτιά τα βάρεσε, μηδ’ δ βοριάς τα πήρε,
Παλεύει o καπετάν πασιάς με τον Κολοκοτρώνη.
Στεριά παλεύει o Αλήμπεης μ’ άρματα του πελάγου,
Στην Άρεια που έρριψε τ’ ορδί διαβάζει το φερμάνι.
Ποιος είνε o Παναγιώταρος, ποιόν λεν Κολοκοτρώνη;
Να ‘ρθούν να προσκυνήσουνε, ραγιάδες να γενούνε.
Τ’ ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο του φάνη,
Δεν προσκυνούμ’ Αλήμπεη, ο νους σου μην το βάνη
Τ’ άρματα δεν τα δίδομε, ραγιάδες να γενούμε,
Παρά θα γένη πόλεμος με τόπια, με ντουφέκια.
Κι’ Αλήμπεης, σαν τ‘άκουσε πολύ του κακοφάνη,
Δώδεκα μέρες πολεμάει με τόπια, με ντουφέκια.
Την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν,
Καρσί στον Πύργο τόβαλαν, τον πύργο να χαλάσουν.
Βλέπουν τον πύργο κ’ έτρεμε κ’ ήθελε να πέση,
Κ’ οι κλέφταις έπλακωσανε καΐ τα νησιά γιομίσαν.
Κ’ οι Μπαρδουνιώταις πάν κοντά που ξέρουν τα γιατάκια,
Στη Μάρο δεν επήγανε. στην Πάρο και στη Λάρσα.
Που ήτον ο Παναγιώταρος κι ο Γιαννο-Ρουμελιώτης
Πουλάκι επήγε κ’ έκατσε στην έρημη Καστάνια.
Δεν εκελάιδει κ’ έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα.
Πολύ κακό πού πάθανε οι Κολοκοτρωναίοι,
Πού τους εσκλάβωσ’ ή Τουρκιά, τα’ Αλήμπεη τ’ ασκέρι.
Την ταπεινή Αναγνώσταινα την πήραν οι Λαλιώταις,
Τη δόλια την Γεωργάκαινα την παν στην Καλαμάτα.
Κ’ η Κωσταντού ήταν πονηρή κ’ έντύθηκε τα’ ανδρίκια,
Πήρε το αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι
Και με τους άνδρες έσμιξε και πάει τη μέσα Μάνη.
Κ’ Αλήμπεης πού τα’ άκουσε πολύ του κακοφάνη
Δεν είχα Τούρκους εδικούς, δεν είχα παλληκάρια.
Για να την πιάσουν ζωντανή
…………………………………
Πολύ σκοτίδιασε δ ουρανός, πάλι να βρέξει θέλει,
σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά και της Μηλιάς ο κάμπος.
Έσύρανε τα ρέματα, έσυραν τα λαγκάδια,
Κ’ εκόπηκε το πέρασμα, κ’ εκόπη το γιοφύρι.
που κει περνάει η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
με τα μπαϊράκια τα χρυσά, τοις άσημομπιστόλαις.
Κινάν και πάν’ς την εκκλησιά για να λειτουργηθούνε,
φορούν τα πόσια τα χρυσά, τοις άσημοπαλάσκαις.
Σίντας ξελειτουργήσανε και βγηκαν’ς την κουβέντα,
πετάχτηκε ο Κωσταντής και λέει του Δημητράκη
«Τούτ’ η χαρά που ‘χομ’ εμείς σε λύπη θα μας φέρη,
πολλή Τουρκιά μας έζωσε, ο Θεός να μας γλυτώση».
Τ’ ακούει ο Παναγιώταρος κ’ εσβήστη από τα γέλια,
«Τι λες κουμπάρε Κωσταντή τι λες τι κουβεντιάζεις;
Τίγαρις είναι του Μυστρά να το πατούν οι Τούρκοι;
Ποτέ δεν επατήθηκε της Καστανιάς ο πύργος,
ουδέ ο Τούρκος τον πάτησε, μαϊδέ και δ Αλλαμάνος».
Τρεις περδικούλαις κάθουνται’ς τον πύργο της Καστάνις,
η μία κλαίει τον Κωσταντή, η άλλη το Δημητράκη
κ’ η τρίτη η καλύτερη κλαίει τον Παναγιώτη.