Ένας ξένος που γνώρισε καλά
και αγάπησε τους¨Έλληνες!
Ο ΕΥΝΟΥΧΟΣ
______________________________________________
ΠΑΜΦΙΛΟΣ. Άπό που έρχεσαι, Λυκΐνε, και γιατί γελάς ;
Πάντα βέβαια ήσουνα κεφάτος, μα σήμερα θαρρώ πώς
το παρακάνεις, τόσο πού δέν μπορείς να κράτησης τά γέλια
σου.
ΛΥΚΙΝΟΣ. Άπό τήν αγορά έρχομαι, Πάμφιλε, και θά
σε κάμω καϊ σένα νά γελάσης αμέσως μαζί μου, αν ακούσης
σέ ποια δίκη βρέθηκα, όπου δικάζονταν δυο φιλόσοφοι πού
-φιλονεικοΰσαν αναμεταξύ τους.
ΠΑΜΦ. Είναι στ' αλήθεια αρκετά γελοίο κι' αυτό πού
μού λες, ότι δικάζονταν δυο φιλόσοφοι, αυτοί πού θά έπρεπε,
όσες μεγάλες διαφορές και νά έχουν, νά τις λύνουν αναμεταξύ
τους ειρηνικά.
ΛΥΚ. Πώς νά τις λύσουν ειρηνικά, καλότυχε, αυτοί
πού άπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή έρριξε ό ένας καταπάνω
στον άλλο ολόκληρα αμάξια άπό βρισιές, ξεφωνίζοντας καϊ
-παραβγαίνοντας αναμεταξύ τους;
ΠΑΜΦ. Μήπως, Λυκΐνε, άνήκανε σε διαφορετικές σχολές
και φιλονεικοΰσαν γιά τά συνηθισμένα φιλοσοφικά θέματα;
ΛΥΚ. Καθόλου- κάποια άλλη ήταν ή αφορμή. Γιατί και
οι δυο πιστεύουν στην ίδια θεωρία κι' ανήκουν στην ϊδια
σχολή. Κι' ωστόσο και δίκη έγινε και οί δικαστές πού ψηφίζανε
ήσαν οί πρώτοι και γεροντότεροι και σοφωτεροι πού
εχει ή πολιτεία και γιά τους οποίους θά ντρέπονταν κανένας
νά πή εναντίον τους το παραμικρό, κι' όχι νά φτάση σε μιά
τέτοια άδιαντροπιά.
ΠΑΜΦ. Πές μου λοιπόν τήν υπόθεση της δίκης, γιά νά
καταλάβω κι' εγώ τί σ' έκαμε ν' άρχίσης τόσα γέλια.
ΛΥΚ. Όπως ξέρεις, Πάμφιλε, ό βασιλιάς δίνει μιά
«μοιβή, όχι και μικρή, στους φιλοσόφους κάθε σχολής, θέλω
νά πώ στους Στωικούς, στους Πλατωνικούς, στους Επικούρειους,
και δίνει ακόμα και στους Περιπατητικούς αμοιβή
ίση με δλες. Όσες φορές λοιπόν πεθάνη κάποιος άπ' αυτούς,
πρέπει νά τον αναπληρώνουν μ' άλλον πού νά εκλέγεται με
τήν ψήφο των καλυτέρων. Και τό βραβείο τοϋ διαγωνισμού
δεν είναι κανένα βοϊδοτόμαρο, όπως λέει κι’ ό ποιητής, μήτε
κανένα ιερό σφαχτάρι, μά χίλιες δραχμές τό χρόνο, με τόν
όρο νά διδάσκη τους νέους.
ΠΑΜΦ. Τά ξέρω αυτά και μου είπαν ακόμα ότι πέθανε
τελευταία ένας άπ' αυτούς, ό δεύτερος θαρρώ δάσκαλος άπό
τους Περιπατητικούς.
ΛΥΚ. Αυτή είναι, Πάμφιλε, ή Ελένη γιά τήν οποία μονομαχούσαν
αναμεταξύ τους. Κι' ως εδώ δεν ήταν τίποτα άλλο
πιο γελοίο παρά νά βλέπη κανείς τους αύτοκαλουμένους
φιλοσόφους, πού καυχιούνται ότι περιφρονούν τά χρήματα
κι' ύστερα νά πολεμάνε γι' αυτά, σά νά πρόκειται γιά τήν πατρίδα
πού κινδυνεύει, τά πατρογονικά ίερά και τους προγονικούς
τάφους.
ΠΑΜΦ. Κι' ωστόσο ή θεωρία τών Περιπατητικών είναι
νά μήν περιφρονούν πολύ τά χρήματα, μά νά τά θεωρούν κι'
αυτά σάν ένα τρίτο αγαθό.
ΛΥΚ. Καλά λές. Αυτή λένε πώς είναι ή θεωρία τους και
σύμφωνα μ' αυτήν ό πόλεμος τους γινόταν γιά τά πάτρια.
Μά άκουσε τώρα και τή συνέχεια. Γιατί κι' άλλοι πολλοί διαγωνίζονταν
στον Επιτάφιο εκείνου πού πέθανε, μά ξεχωριστά
δυό ήσαν πού διεκδικούσαν τή νίκη· ό γέρο Διοκλής, — ξέρεις
ποιο λέω, τόν εριστικό — και ό Βαγώας, πού τόν νομίζουν
γιά ευνούχο. Στην αρχή λοιπόν ή διαμάχη τους ήταν
μονάχα μέ τά λόγια και καθένας τους έκανε επίδειξη στις
γνώσεις πού είχε άπό τις φιλοσοφικές θεωρίες και ότι είναι
άξιος μαθητής τοΰ Αριστοτέλη και τών θεωριών του' καί, μά
τόν Δία, κανένας τους δέ φάνηκε καλύτερος άπό τόν άλλο.
Τό τέλος όμως τής δίκης κατάληξε έτσι: Ό Διοκλής σταμάτησε
νά κάνη επίδειξη στις γνώσεις του καί γυρίζοντας προς
τόν Βαγώα προσπάθησε νά κριτικάρη ξεχωριστά τή ζωή του'
τότε κι' ό Βαγώας άρχισε ν' άντικριτικάρη τή ζωή τοΰ άλλου.
ΠΑΜΦ. Περίφημα, Λυκΐνε- καί τό περισσότερο μέρος
από τό λόγο τους έπρεπε νά γίνη γι' αυτό τό θέμα. "Αν ήμουνα
εγώ δικαστής, θά επέμενα σ' αυτό περισσότερο καί θα
εξέταζα πρώτα άπ' όλα τό ηθικό μέρος τής ζωής τους παρά
τή ρητορική τους ικανότητα, καί θά έδινα τή νίκη στον πιό
ενάρετο.
ΛΥΚ. Σωστά μιλάς, και σ' αυτό συμφωνώ μαζί σου
κι' έγώ. "Υστερα λοιπόν άπό πολλές βρισιές κι' ατέλειωτες
κατηγόριες, ό Διοκλής είπε τελευταία δτι ό Βαγώας μήτε τό
φιλόσοφο έπρεπε νά κάνη, μήτε βραβεία νά γυρεύη, γιατί είναι
ευνούχος. Αυτοί οί άνθρωποι πρέπει, δπως ισχυρίσθηκε, δχι
μονάχα νά είναι αποκλεισμένοι άπό τή φιλοσοφία, μά κι' άπό
τις θυσίες κι' άπό τ' αγιάσματα κι' άπό κάθε κοινωφελή σύλλογο.
«Είναι, είπε, κακό σημάδι και κακό συναπάντημα αν,
όταν βγαίνη κανένας τό πρωί άπό τό σπίτι του, δή κανένα τέτοιο
». Έκαμε ακόμα πολύ λόγο γι' αυτό τό θέμα και είπε δτι
ό ευνούχος δεν είναι ούτε άνδρας ούτε γυναίκα, μά κάτι σύνθετο,
άνάμιχτο, τερατώδικο, κι' έξω άπό τήν ανθρώπινη φύση.
ΠΑΜΦ. Είναι παράξενο τό έγκλημα πού λές, Λυκΐνε, κι*
άρχισα νά γελώ κι' έγώ, φίλε μου, ακούγοντας αυτή την αλλόκοτη
κατηγορία. Και τί έκαμε ό άλλος; Κάθησε στ' αυγά
του ή τόλμησε ν' άντιτάξη κι' αυτός κάτι σ' αυτά;
ΛΥΚ. Στην αρχή άπό ντροπή και δειλία — γιατί είναι
φυσικό αυτό στους ανθρώπους αυτούς — σώπαινε γιά πολλή
ώρα και κοκκίνιζε και φαινόταν λουσμένος άπό τον ίδρωτα,
έπί τέλους δμως, με μιά λεπτή και γυναικεία φωνή, μίλησε
και είπε πώς δέν έχει δίκιο ό Διοκλής ν' άποκλείη τον ευνούχο
άπό τή φιλοσοφία, πού παραδέχεται ακόμα και τις γυναίκες.
Και γιά νά υποστήριξη τά λεγόμενα του, ανάφερε τήν
Ασπασία, τή Διοτίμα και τή Θαργηλία, κι' ακόμα και κάποιον
ευνούχο Ακαδημαϊκό άπό τους Κέλτες πού διακρίθηκε
λίγο πριν άπό τήν εποχή μας ανάμεσα στους "Ελληνες. Μά ό
Διοκλής είπε δτι κι' εκείνον, αν ήταν μπροστά κι' απαιτούσε
τις ίδιες αμοιβές, θά τον απόκλειε, χωρίς νά τον Οαμπώνη ή
μεγάλη δόξα πού είχε αποχτήσει άπό τον κόσμο. Κι' ανάφερε
κι' αυτός σέ κείνο μερικές γνώμες τών Στωικών και ξεχωριστά
σκώμματα είπωμένα άπό τους Κυνικούς γιά τή σωματική
αυτή ατέλεια. Γι' αυτά έπρεπε ν' αποφασίσουν οί δικαστές
· και ή ουσία του σκεπτικού τους έπρεπε νά είναι στο αν
επιτρέπεται νά σπουδάζη ό ευνούχος τή φιλοσοφία και νά
τοΰ δίνεται ή άδεια νά διδάσκη τους νέους. «Και βέβαια, έλεγε
ό Διοκλής* στο φιλόσοφο είναι απαραίτητο νά έχη σεβάσμιο
παρουσιαστικό και τέλειο σώμα, και τό σπουδαιότερο,
μεγάλη γενειάδα πού νά έμπνέη εμπιστοσύνη στους οπαδούς
και στους μαθητές του και νά τοΰ άξίζη νά παίρνη τις χίλιες
δραχμές πού δίνει ό βασιλιάς. Αντίθετα ό ευνούχος είναι
χειρότερος κι' άπό τους βακήλους,(1) γιατί ενώ αυτοί κάνουν
(1. Βάκηλοι λέγονταν οί ευνούχοι ίερόδουλοι της Κυβέλης.)
καμιά φορά απόπειρα νά δείξουν τον ανδρισμό τους, εκείνος
ευνουχίσθηκε αμέσως από την αρχή κι' είναι ενα αμφίβολο
ζώο, ϊδιο με τις κουρούνες πού μήτε ανάμεσα στα περιστέρια
μήτε ανάμεσα στά κοράκια μπορείς νά τις κατάταξης».
Ό Βαγώας τότε του αποκρίθηκε ότι δέν πρόκειται νά γίνη κρίση
γιά τό σώμα, μά θά πρέπει νά έξετασθή ή ψυχική και πνευματική
δύναμη και ή γνώση των επιστημονικών θεωριών, κι' ανάφερε
σάν μαρτυρία στά λεγόμενα του τόν Αριστοτέλη πού θαύμαζε υπερβολικά
τον εύνοϋχο Ερμεία, τόν τύραννο από την Άτάρνη (1),
τόσο πού θυσίαζε σ' αυτόν δπως και στους θεούς. Έτόλμησε ακόμα
νά πρόσθεση ότι ό ευνούχος είναι πολύ πιό κατάλληλος
δάσκαλος γιά τους νέους, γιατί σάν τέτοιος πού είναι δέν
μπορεί νά τοϋ γίνη καμιά συκοφαντία γιά τις σχέσεις του,
μήτε και νά πάθη εκείνο τό πάθημα τοΰ Σωκράτη πού κατηγορήθηκε
ότι διαφθείρει τα παιδαρέλια. Κι' επειδή ό αντίπαλος
του τόν κορόιδεψε ότι δέν έχει γένια, τουαποκρίθηκε
«ξυπνά, όπως τουλάχιστο νόμιζε: —
«"Αν πρέπει νά κρίνονται οί φιλόσοφοι άπό τή μεγάλη γενειάδα τους, τότε είναι πιο δίκαιο νά προτιμηθή ό τράγος άπ' όλους».
Έν τω μεταξύ παρουσιάσθηκε κάποιος τρίτος— πού τ' όνομα του ας
μείνη κρυφό — και είπε : —
« Ώ άνδρες δικαστές, αν και ό ρήτορας έχει μάγουλα και γυναικεία φωνή και μοιάζει σ' όλα του με εύνούχο, αν γδυθή θά μας φανή πάρα πολύ άντρίκειος.
Κι' αν δέν είναι ψέματα όσα λένε γι' αυτόν, κάποτε τόν πιάσανε και μοιχό νά έχη τά άρθρα μέσα στά άρθρα , όπως λέει καί ό νομικός κώδικας.»
Μά τότε προφασίσθηκε πώς είναι ευνούχος καί βρίσκοντας αυτό
τό καταφύγιο αθωώθηκε, γιατί δέν πείσθηκαν οι δικαστές γιά
τήν κατηγορία του άπό τήν εξωτερική του εμφάνιση. Τώρα
όμως νομίζω πώς είναι ικανός νά υποστήριξη τ' αντίθετα, άφού
πρόκειται γιά αμοιβή.
Μέ τά λεγόμενα αυτά αρχίσανε όλοι τά γέλια, όπως ήταν
φυσικό. Ό Βαγώας τότε ταράχθηκε ακόμα περισσότερο,
άλλαξε όλα τά χρώματα καί περιλούσθηκε άπό κρύο ίδρωτα,
γιατί άπό τή μιά δέν ήθελε νά ντροπιασθή καί νά όμολογή-
ση τή μοιχεία, κι' άπό τήν άλλη έλπιζε ότι αυτή ή κατηγορία
θά τού έβγαινε σέ καλό στην προκείμενη αντιδικία.
(1. Εύφορο λεκανοπέδιο στην ακτή της Αιολικής γης μέ τήν ομώνυμη
πόλη Άτάρνη απέναντι άπό τή Λέσβο.)
ΠΑΜΦ. — Γιά γέλια είναι, μά τήν αλήθεια, Λυκίνε, αυτά
τά πράγματα καί φαίνεται πώς σας κάμανε νά διασκεδάσετε
αρκετά. Μά ποιο ήταν το τέλος καί ποια απόφαση βγάλανε
οί δικαστές ;
12. ΛΥΚ. Δεν ήσαν όλοι σύμφωνοι στην ψηφοφορία, μά άλλοι
θέλανε νά τόν ξεγυμνώσουν, όπως γίνεται στό σκλαβοπάζαρο,
γιά νά διαπιστώσουν από τα’ αχαμνά του αν μπορή νά.
φιλοσοφή, κι' άλλοι σοφιστήκανε κάτι πιό γελοίο, νά καλέσουν
μερικές γυναίκες άπό κάποιο οίκο ανοχής καί νά τον
βάλουνε νά συνουσιασθή μαζί τους, κι' ένας άπό τους δικαστές,
ο πιό γέρος καί ο πιό αξιόπιστος, νά βρίσκεται μπροστά
καί νά βλέπη αν φιλοσοφή. Στό τέλος, άφού γελούσανε όλοι
καί δεν ήταν κανένας πού νά μήν του έχη πονέσει ή κοιλιά,
του άπό τά γέλια, άποφασίσανε ν' άναβληθή ή δίκη καί νά
τόν στείλουν στην Ιταλία. Καί τώρα ό άλλος, (ό Διοκλής),
γυμνάζεται καί προετοιμάζεται, όπως λένε, γιά ρητορική
επίδειξη, καί συγκροτεί κατηγορητήριο καί υποκινεί τό
παράπτωμα της μοιχείας, μά κάνει κακό του εαυτού του, σάν
τους κακούς εκείνους ρήτορες, καί βάζει ανάμεσα στους άνδρες
καί τόν αντίδικο του με το παράπτωμα πού του αποδίδει..
Κι' ό Βαγώας πάλι έχει, όπως λένε, άλλα σχέδια καί κάνει
ό,τι μπορεί γιά νά φανή άνδρας, κι' έχει τήν υπόθεση στά
χέρια του κι' ελπίζει πώς στό τέλος θά νικήση, αν άποδείξη
πώς δεν είναι καθόλου κατώτερος άπό τά γαϊδούρια πού καβαλάνε
τίς φοράδες. Γιατί αυτή, φίλε μου, φαίνεται πώς είναι ή
καλύτερη κρίση γιά τή φιλοσοφία καί ή απόδειξη είναι αναμφισβήτητη.
Γι' αυτό θά ευχόμουνα κι' εγώ ώστε ό γιος μου —
πού είναι ακόμα πολύ νέος·—νά μήν έτοιμάζη τήν κρίση καί.
τή γλώσσα του γιά τή φιλοσοφία, άλλα τ' αχαμνά του.