.
.
του Αθ. Τσακνάκη
.
Ο όρος «θεσιθηρία» προέρχεται από την
σύνθεση των λέξεων «θέση» και «θήρα» (κυνήγι), άρα, κατ’ αρχήν,
«θεσιθήρας» είναι ο άνθρωπος που κυνηγά μιά θέση, φαινόμενο που δεν θα
έπρεπε να χαρακτηρίζεται ως «αποκρουστικό», αφού κάθε άνθρωπος
δικαιούται μία θέση εντός τής κοινωνίας που τον γέννησε. Ωστόσο, ο όρος
«θεσιθηρία» φέρει, πλέον, μόνον αρνητική φόρτιση και υπονοεί εκείνη
ακριβώς την ψυχική διαστροφή, κατά την οποία ένας άνθρωπος κυνηγά
απεγνωσμένα και με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο μία θέση στον δημόσιο
τομέα, επειδή προσβλέπει στην «μονιμότητα» και στην «αργομισθία».
Όταν η θεσιθηρία εμφανίζεται σε
μεμονωμένες περιπτώσεις ανθρώπων, τότε η κοινωνία, που την υφίσταται,
οπωσδήποτε νοσεί, αλλά δεν κινδυνεύει άμεσα. Όταν, όμως, η συγκεκριμένη
διαστροφή χαρακτηρίζει τις προσδοκίες ολόκληρων κοινωνικών ομάδων ή
τάξεων, τότε η κοινωνία παρακμάζει με ταχείς ρυθμούς. Τραγικά
παραδείγματα τέτοιων κοινωνιών, οι οποίες οδηγήθηκαν στον πολιτικό
αφανισμό λόγω αυτής τής παρά φύσιν πρακτικής τους, υπήρξαν οι κάποτε
ονομαζόμενες «χώρες τού υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η θεσιθηρία ευδοκιμεί και εξαπλώνεται σε
κοινωνίες όπου η δημοκρατία τείνει να (ή έχει ήδη) αντικατασταθεί από
την κομματική ολιγαρχία, και η ελεύθερη ψήφος από την πελατειακή
εξυπηρέτηση. Σε ένα τέτοιου είδους νοσηρό κλίμα, παρατηρείται μία σειρά
από έντονα εκφυλιστικά φαινόμενα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και
εξέχουν η απαξίωση τής Παιδείας και η παρερμηνεία τής Εργασίας. Οι
συνέπειες τής πρώτης καταδικάζουν σε βαριά πνευματική αναπηρία την
νεολαία, ενώ τής δεύτερης, σε εξευτελιστικό παρασιτισμό την μέση ηλικία,
δηλαδή αχρηστεύουν τις πλέον δημιουργικές κατηγορίες ανθρώπων.
Σκοπός τής Παιδείας, κατά τα ήθη των
πολιτισμένων λαών, είναι η διεύρυνση και αναβάθμιση των κάθε είδους
δημιουργικών ικανοτήτων τού ανθρώπου και, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τα
αξιόλογα έθνη μεριμνούν ώστε οι νέες γενιές να λαμβάνουν, από πολύ
μικρή ηλικία, τα αγαθά τής Παιδείας. Ο μορφωμένος και καλλιεργημένος
άνθρωπος είναι ένας σαφέστατα ικανότερος και εντιμότερος πολίτης, φίλος
και συνεργάτης, ενώ αποτελεί και ένα αξιόπιστο στήριγμα τής κοινωνίας
όπου ζει και δημιουργεί. Παρά ταύτα, σε ένα θεσιθηρικό περιβάλλον, η
Παιδεία – ή, ορθότερα, η «μαζική τυπική εκπαίδευση» – καταντά να είναι
απλά και μόνον ένα μέσον προς επίτευξη μιάς θέσης στον δημόσιο τομέα ή,
έστω, σε κάποιο άθλιο παρακλάδι του.
Η αλυσίδα τού εν λόγω παραλογισμού
περιλαμβάνει τα ακόλουθα βήματα: (1) Ο νέος πολίτης αποφασίζει να
σπουδάσει οτιδήποτε του λάχει, ώστε να διοριστεί στο Δημόσιο, όπου ήδη
έχει «τακτοποιηθεί» ο μισός, αν όχι ολόκληρος, ο οικογενειακός και
συγγενικός περίγυρός του. (2) Σκοπός αυτών των τυπικών και, ως επί το
πλείστον, παντελώς αδιάφορων σπουδών του είναι να αποκτήσει κάποια
τυπικά προσόντα, ώστε και αυτός να εξασφαλίζει χωρίς κόπο την τυπική
επιβίωσή του. (3) Όντας εκπαιδευόμενος, απαιτεί, με περισσό θράσος, να
του παρέχουν αναντίρρητα οποιαδήποτε θεμιτή ή αθέμιτη ευκολία, ώστε να
μην του στερήσουν το «μέλλον» του. (4) Στο τέλος νομιμοποιείται ως
«επαγγελματίας δικαιούχος» από εκείνους που κατανοούν απολύτως την
νοοτροπία του, επειδή και οι ίδιοι την ασπάζονται και την έχουν ήδη
εφαρμόσει με επιτυχία. (5) Ένας ακόμη παράσιτος, λοιπόν, βεβηλώνει την
έννοια «πεπαιδευμένος πολίτης», έχοντας ατιμάσει τον ιερό θεσμό τής
Παιδείας. Αυτή η διαδικασία, βέβαια, διανθίζεται με ένα πλήθος
«εξετάσεων» και «διαγωνισμών» μεταξύ ημιμαθών μετριοτήτων, ώστε να
δίνεται η εντύπωση ότι τιμάται η «αξιοκρατία», όρος που πολλοί θα
εύχονταν να μην είχε εφευρεθεί ποτέ και σε καμμία γλώσσα τού πλανήτη.
Θανατηφόρες συνέπειες τής ανωτέρω
εγκληματικής συνωμοσίας είναι η βαθμιαία παρακμή των τεχνών και των
επιστημών, η οποία οδηγεί στην εντεινόμενη απουσία αληθινών τεχνιτών και
επιστημόνων, άρα στην παντελή ανικανότητα τής κοινωνίας να παράξει
οτιδήποτε, είτε στον πνευματικό είτε στον υλικό τομέα, καθώς και η
επεκτεινόμενη διαφθορά τής πολιτικής – και όχι μόνον αυτής – ηγεσίας
της, η οποία, κατ’ ανάγκη, αποτελεί φρικτό προϊόν των εξίσου φρικτών
επιλογών ενός λαού απαίδευτου, τυχοδιωκτικού και αντιπαραγωγικού.
Σε μία θεσιθηρική κοινωνία, την απαξίωση
τής Παιδείας συμπληρώνει πάντοτε και η παρερμηνεία τής έννοιας
«Εργασία». Στα πολιτισμένα κράτη, σκοπός τής Εργασίας είναι η παραγωγή
έργου προς όφελος τού ίδιου τού εργαζόμενου, αλλά και ολόκληρης τής
κοινωνίας όπου αυτός ανήκει. Κάθε εργαζόμενος αμείβεται από το κοινωνικό
σύνολο ανάλογα με την προσφορά του προς αυτό και εξαιτίας τού έργου που
παράγει. Εάν, ωστόσο, δεν παράγει έργο, παύει να είναι εργαζόμενος και
δεν δικαιούται κανενός είδους αμοιβή, εκτός εάν ανήκει δικαιωματικά στην
τάξη των συνταξιούχων.
Η θεσιθηρική διαστροφή αντιμετωπίζει την
Εργασία εντελώς διαφορετικά. Επειδή ενδόμυχα αναγνωρίζει – καίτοι σχεδόν
ποτέ δεν ομολογεί ανοιχτά – την παντελή ανικανότητα των θεσιθήρων να
παράξουν οποιασδήποτε μορφής ουσιαστικό και ωφέλιμο έργο, αφού είναι
απαίδευτοι και ακατάρτιστοι, χρησιμοποιεί τον αριθμητικό όγκο τους γιά
να εκβιάσει την πολιτική ηγεσία και να επιτύχει την μισθοδοσία τους
αποκλειστικά και μόνον επειδή κατάφεραν να «κατέχουν» κάποια θέση, και
όχι επειδή παράγουν έργο μέσω αυτής. Άρα, ο μισθός τού διορισμένου
θεσιθήρα είναι ένα είδος «φόρου κατοχής», τον οποίο καταβάλλει η
κοινωνία σε όσους «κατέχουν» κάποια θέση, επειδή την «κατέχουν». Οι
θεσιθήρες, από την πλευρά τους, προκειμένου να αποδείξουν ότι η εργασία
τους είναι δήθεν κοπιαστική και δήθεν σημαντική, και γι’ αυτό
δικαιούνται τον μισθό τους, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να
εξαπλώνεται η νόσος τής γραφειοκρατίας και να αυξάνονται τα εμπόδια και
οι δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των πολιτών. Το αντικοινωνικό οπλοστάσιό
τους διαθέτει πάντοτε ένα πλήθος κατάλληλων «όπλων», όπως η κωλυσιεργία,
η αργοπορία, η ανευθυνότητα, η αναβολή, η αργία και άλλα, παρόμοια και
εξίσου αηδιαστικά.
Δηλητηριώδεις καρποί αυτής τής βλαβερής
παρερμηνείας τού όρου «Εργασία» είναι η διασπάθιση τού δημοσίου
χρήματος, η επιβράβευση τής ραθυμίας, η καθιέρωση τού κοινωνικού
εκβιασμού, η ανισότητα, η αδικία και, τελικά, η πτώχευση και η
εξαθλίωση. Κοντά σε αυτούς τους καρπούς ας προστεθεί και η βαθύτατη
απογοήτευση των ουσιαστικά εργαζομένων, οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι
είναι τα τραγικά θύματα τού θεσιθηρικού παρασιτισμού.
Μία απαίδευτη και άεργη κοινωνία δεν
χρειάζεται να αναζητά αλλού τις αιτίες τής κατάπτωσης και τής διάλυσής
της, παρά μόνον στην νοοτροπία της και στην καθημερινή πρακτική της,
στον καθρέφτη τής ψυχής της. Ίσως είναι δικαίωμα τού κάθε ανθρώπου να
επιλέγει να ζει σαν κτήνος αλλά, μετά από μία τέτοια επιλογή, δεν έχει
κανένα δικαίωμα να διαμαρτύρεται όταν άλλοι άνθρωποι τού φέρονται σαν να
είναι κτήνος. Η αλήθεια είναι πικρή, αλλά η γνώση της είναι
θεραπευτική…
.