Τα μαχητικά οδηγούν την κούρσα των εξοπλισμών.---
Τα μαχητικά αεροπλάνα αντιστοιχούν στο ένα τρίτο του συνόλου των παγκόσμιων πωλήσεων όπλων, με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην κορυφή της λίστας των πωλητών και την Ινδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ, να είναι οι μεγάλοι αγοραστές, σύμφωνα με το σουηδικό think tank SIPRI.- Σε μια έκθεση που δημοσιεύτηκε προ ημερών, το ανεξάρτητο σουηδικό ινστιτούτο προειδοποίησε ότι η αύξηση των πωλήσεων των μαχητικών αεροσκαφών θα μπορούσαν να έχει αποσταθεροποιητικό αντίκτυπο σε πολλά μέρη του κόσμου.
Μεταξύ των ετών 2005 και 2009, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πωλήσει 341 μαχητικά αεροσκάφη, παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση από τα 286 αεροπλάνα που πωλήθηκαν κατά την προηγούμενη πενταετία, ενώ η Ρωσία πώλησε 219 αεροπλάνα, με 331 την προηγούμενη πενταετία, ενώ η Γαλλία πώλησε 75 μαχητικά, 58 την προηγούμενη πενταετία.
Μόνο 11 από τις χώρες του κόσμου περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των παραγωγών μαχητικών αεροσκαφών: οι Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Σουηδία, Ινδία και η Ιαπωνία, ενώ η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Βρετανία είναι παραγωγοί ως μέρος της κοινοπραξίας Eurofighter.
Ωστόσο, ο κατάλογος των αγοραστών είναι πολύ μεγαλύτερος.
Κατά τη διάρκεια της πενταετούς περιόδου, περισσότερες από 50 χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Αλγερίας (32), Μπαγκλαντές (16), Ισραήλ (82), Ιορδανία (36), Πακιστάν (23), η Συρία (33), Βενεζουέλα (24), Χιλή ( 28), Πολωνία (48), Κίνα (45) και Υεμένη (37), αγόρασαν συνολικά 995 νέα και μεταγχειρισμένα μαχητικά αεροσκάφη.
Η Ινδία αγόρασε τα περισσότερα μαχητικά κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, 115 στον αριθμό.
Η Ινδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ αντιπροσώπευαν την ίδια περίοδο σχεδόν το ένα τρίτο όλων των αγορών μαχητικών και το SIPRI προειδοποιεί, ότι "πολλοί άλλοι εισαγωγείς των μαχητικών αεροσκαφών βρίσκονται σε περιοχές σοβαρών διεθνών εντάσεων."
Ενώ τα μαχητικά αεροσκάφη παρουσιάζονται συχνά ως ένα από τα πιο σημαντικά αμυντικά όπλα για την διατήρηση της ακεραιότητας μιας χώρας, αυτά τα ίδια προσφέρουν στις χώρες που τα έχουν στο δυναμικό την δυνατότητα για μια εύκολη και με ελάχιστη προειδοποίηση βαθιάς επίθεσης σε γειτονικές χώρες.
Σαφή παραδείγματα αυτού, σύμφωνα με το SIPRI, ήταν η ισραηλινή αεροπορική επίθεση στη Συρία το Σεπτέμβριο του 2007 και η ρωσική αεροπορική επίθεση στη Γεωργία τον Αύγουστο του 2008.
Η απόκτηση μαχητικών αεροσκαφών σαφώς και μπορεί να έχει σοβαρές αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις για τις περιφέρειες του πλανήτη, αναφέρεται στην έκθεση.
Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, τονίζει η έκθεση του SIPRI, ενώ η μεταφορά των βαλλιστικών πυραύλων και των πυραὐλων κρουίζ βρίκεται ψηλά στην ημερήσια διατάξη του ελέγχου των εξαγωγών όπλων, εν μέρει λόγω της ικανότητάς τους να μεταφέρουν πυρηνικά και άλλα όπλα μαζικής καταστροφής, η μεταφορά πυραύλων, ικανών να φέρουν πυρηνικές κεφαλές, από μαχητικά αεροσκάφη, δεν είναι.
Για τις χώρες-παραγωγούς, τα οικονομικά οφέλη από τα αεροπλάνα είναι σημαντικά. Η πραγματική τιμή ενός μαχητικού είναι δύσκολο να εκτιμηθεί και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μπορει να αυξηθεί κατακόρυφα, όπως η περίπτωση του F-35.
Σε κάθε περίπτωση, οι παραγωγοί προωθούν τις πωλήσεις με κάυε δυνατό μέτρο, διότι συνεπάγονται σημαντικά εισοδήματα στον εθνικό πλούτο και στην εγχώρια απασχόληση.
Για παράδειγμα, η κοινοπραξία Eurofighter εξαργύρωσε για την προσφορά της μεταξύ έξι και επτά δισεκατομμυρίων δολαρίων από την πώληση 72 αεροσκαφών στη Σαουδική Αραβία, ενώ η Αυστραλία κατέβαλλε στις Ηνωμένες Πολιτείες 4,8 δισεκατομμύρια για 24 F/A-18E και η Ινδία 1,5 έως 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια για 40 ρωσικά Su-30MKI.
Τα αστρονομικά ποσά των συμβάσεων εξηγούν τους εξοντωτικούς ανταγωνισμούς για να κερδηθούν οι προσφορές, όπως ο διαγωνισμός στη Βραζιλία, ο οποίος αναμένεται να αποφέρει σε μακροχρόνια βάση περίπου επτά δισεκατομμύρια δολάρια στον νικητή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ ΟΔΗΓΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΥΡΣΑ ΤΩΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΩΝ"
Τα μαχητικά αεροπλάνα αντιστοιχούν στο ένα τρίτο του συνόλου των παγκόσμιων πωλήσεων όπλων, με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην κορυφή της λίστας των πωλητών και την Ινδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ, να είναι οι μεγάλοι αγοραστές, σύμφωνα με το σουηδικό think tank SIPRI.- Σε μια έκθεση που δημοσιεύτηκε προ ημερών, το ανεξάρτητο σουηδικό ινστιτούτο προειδοποίησε ότι η αύξηση των πωλήσεων των μαχητικών αεροσκαφών θα μπορούσαν να έχει αποσταθεροποιητικό αντίκτυπο σε πολλά μέρη του κόσμου.
Μεταξύ των ετών 2005 και 2009, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πωλήσει 341 μαχητικά αεροσκάφη, παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση από τα 286 αεροπλάνα που πωλήθηκαν κατά την προηγούμενη πενταετία, ενώ η Ρωσία πώλησε 219 αεροπλάνα, με 331 την προηγούμενη πενταετία, ενώ η Γαλλία πώλησε 75 μαχητικά, 58 την προηγούμενη πενταετία.
Μόνο 11 από τις χώρες του κόσμου περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των παραγωγών μαχητικών αεροσκαφών: οι Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Σουηδία, Ινδία και η Ιαπωνία, ενώ η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Βρετανία είναι παραγωγοί ως μέρος της κοινοπραξίας Eurofighter.
Ωστόσο, ο κατάλογος των αγοραστών είναι πολύ μεγαλύτερος.
Κατά τη διάρκεια της πενταετούς περιόδου, περισσότερες από 50 χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Αλγερίας (32), Μπαγκλαντές (16), Ισραήλ (82), Ιορδανία (36), Πακιστάν (23), η Συρία (33), Βενεζουέλα (24), Χιλή ( 28), Πολωνία (48), Κίνα (45) και Υεμένη (37), αγόρασαν συνολικά 995 νέα και μεταγχειρισμένα μαχητικά αεροσκάφη.
Η Ινδία αγόρασε τα περισσότερα μαχητικά κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, 115 στον αριθμό.
Η Ινδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ αντιπροσώπευαν την ίδια περίοδο σχεδόν το ένα τρίτο όλων των αγορών μαχητικών και το SIPRI προειδοποιεί, ότι "πολλοί άλλοι εισαγωγείς των μαχητικών αεροσκαφών βρίσκονται σε περιοχές σοβαρών διεθνών εντάσεων."
Ενώ τα μαχητικά αεροσκάφη παρουσιάζονται συχνά ως ένα από τα πιο σημαντικά αμυντικά όπλα για την διατήρηση της ακεραιότητας μιας χώρας, αυτά τα ίδια προσφέρουν στις χώρες που τα έχουν στο δυναμικό την δυνατότητα για μια εύκολη και με ελάχιστη προειδοποίηση βαθιάς επίθεσης σε γειτονικές χώρες.
Σαφή παραδείγματα αυτού, σύμφωνα με το SIPRI, ήταν η ισραηλινή αεροπορική επίθεση στη Συρία το Σεπτέμβριο του 2007 και η ρωσική αεροπορική επίθεση στη Γεωργία τον Αύγουστο του 2008.
Η απόκτηση μαχητικών αεροσκαφών σαφώς και μπορεί να έχει σοβαρές αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις για τις περιφέρειες του πλανήτη, αναφέρεται στην έκθεση.
Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, τονίζει η έκθεση του SIPRI, ενώ η μεταφορά των βαλλιστικών πυραύλων και των πυραὐλων κρουίζ βρίκεται ψηλά στην ημερήσια διατάξη του ελέγχου των εξαγωγών όπλων, εν μέρει λόγω της ικανότητάς τους να μεταφέρουν πυρηνικά και άλλα όπλα μαζικής καταστροφής, η μεταφορά πυραύλων, ικανών να φέρουν πυρηνικές κεφαλές, από μαχητικά αεροσκάφη, δεν είναι.
Για τις χώρες-παραγωγούς, τα οικονομικά οφέλη από τα αεροπλάνα είναι σημαντικά. Η πραγματική τιμή ενός μαχητικού είναι δύσκολο να εκτιμηθεί και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μπορει να αυξηθεί κατακόρυφα, όπως η περίπτωση του F-35.
Σε κάθε περίπτωση, οι παραγωγοί προωθούν τις πωλήσεις με κάυε δυνατό μέτρο, διότι συνεπάγονται σημαντικά εισοδήματα στον εθνικό πλούτο και στην εγχώρια απασχόληση.
Για παράδειγμα, η κοινοπραξία Eurofighter εξαργύρωσε για την προσφορά της μεταξύ έξι και επτά δισεκατομμυρίων δολαρίων από την πώληση 72 αεροσκαφών στη Σαουδική Αραβία, ενώ η Αυστραλία κατέβαλλε στις Ηνωμένες Πολιτείες 4,8 δισεκατομμύρια για 24 F/A-18E και η Ινδία 1,5 έως 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια για 40 ρωσικά Su-30MKI.
Τα αστρονομικά ποσά των συμβάσεων εξηγούν τους εξοντωτικούς ανταγωνισμούς για να κερδηθούν οι προσφορές, όπως ο διαγωνισμός στη Βραζιλία, ο οποίος αναμένεται να αποφέρει σε μακροχρόνια βάση περίπου επτά δισεκατομμύρια δολάρια στον νικητή.