Έλληνες μαρμαρογλύπτες στην Αθήνα του 19ου αιώνα.--- Γράφτηκε από την Μαρία Μποϊλέ.---
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Έλληνες μαρμαρογλύπτες στην Αθήνα του 19ου αιώνα."
Από τη στιγμή της δημιουργίας του ελεύθερου ελληνικού κράτους, η γλυπτική συνδέθηκε με την ιστορία και τον πολιτισμό του έθνους σε μια προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, σύγχρονης ζωής και παράδοσης, ούτως ώστε να δοθεί η έννοια της συνέχειας σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής και της πνευματικής ζωής.
Τα πρώτα εργαστήρια μαρμαρογλυπτικής στην Αθήνα του 19ου αιώνα ιδρύθηκαν λίγο μετά την απελευθέρωση της χώρας. Στο χώρο της πλαστικής κατά την οθωνική περίοδο, εκτελούνταν για πρώτη φορά εργασίες μεγάλης κλίμακας, καθώς υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις που επέβαλαν την παρουσία τους. Στην νεότευκτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους παρατηρήθηκε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, η οποία χαρακτηρίστηκε από την ανέγερση δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων, από ποικίλες διακοσμητικές εργασίες στα κτήρια, παραγγελίες για προτομές, ανδριάντες και ηρώα των αγωνιστών της Επανάστασης και από ταφικά μνημεία.
Ένα ακόμη εργαστήριο ίδρυσε το 1855 ο Ιωάννης Κόσσος (1822-1873), με την οικονομική αρωγή του Γ. Λασκαρίδου, ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη, στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Έφτιαχνε ανδριάντες, προτομές των ηρώων της Επανάστασης και ταφικά μνημεία. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν τόσο αφοσιωμένος στη δουλειά του, που και άνθρωπο να σκότωναν πλάι του αυτός δεν σήκωνε κεφάλι. Ο Κόσσος απασχολήθηκε σε νεαρή ηλικία ως καραβομαραγκός και κατασκευαστής ακρόπωρων σε αρσανά του πατέρα του στον Πόρο. Αργότερα γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών και σπούδασε γλυπτική, με δάσκαλο το Γερμανό κλασικιστή γλύπτη C. Siegel. Mε υποτροφία, συνέχισε τις σπουδές του στη Φλωρεντία και το 1870 βραβεύτηκε στα «Ολύμπια» (όπως ονομαζόταν τότε το Ζάππειο Μέγαρο) και στην Παγκόσμια Έκθεση Καλλιτεχνίας στη Βιέννη το 1873, με το έργο του «Ιδεώδης Ελλάς».
Το 1858-1860 λειτούργησε το εργαστήριο των Τηνιακών αδελφών Γεωργίου (1830-1881) και Λάζαρου Φυτάλη (1831-1909), στην οδό Ακαδημίας, το οποίο ονόμασαν «Ανδριαντοποιείον». Εκτός αυτών των δύο, εκεί απασχολήθηκαν και τα άλλα δύο αδέρφια, ο Μάρκος (1834-1891), που ήταν σχεδιαστής, και ο Ιωάννης, ως αρχιτέκτονας. Επίσης, δούλεψαν αρκετοί μαθητευόμενοι, μεταξύ των οποίων οι γλύπτες Γεώργιος Βιτάλης (1838-1901), Ιωάννης Βιτσάρης (1843-1892), Δημήτριος Φιλιππότης (1834-1919) και ο ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932). Τα δύο από τα πέντε αδέλφια μιας μεγάλης καλλιτεχνικής οικογένειας, γράφτηκαν στο Σχολείο των Τεχνών το 1846, και σπούδασαν γλυπτική κοντά στον Κρίστιαν Ζίγκελ. Μαθητές ακόμα φιλοτέχνησαν από κοινού έργα σε διάφορες περιοχές. Το 1856 έλαβαν μέρος στον Κοντοσταύλειο διαγωνισμό και μοιράστηκαν το μεγάλο βραβείο των χιλίων δραχμών για το έργο «Ποιμήν κρατών ερίφιον». Ο Γεώργιος Φυτάλης αποφοίτησε από το Σχολείο των Τεχνών το 1857. Το ίδιο έτος συμμετείχε για δεύτερη φορά στον Κοντοσταύλειο διαγωνισμό και κέρδισε το βραβείο των χιλίων δραχμών. Το επόμενο έτος διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών και παρέμεινε σ' αυτή τη θέση ως το 1868, όταν τον αντικατέστησε ο Λεωνίδας Δρόσης. Το 1860 ανακηρύχθηκε μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Συνεργάστηκε στενά με τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου, καθώς, είτε μόνος του είτε με τον αδελφό του Λάζαρο, εξετέλεσε πολλά από τα γλυπτά που ο Καυταντζόγλου σχεδίασε.
Οι πρώτοι μαρμαρογλύπτες, που ήρθαν στην Αθήνα το 1834, ήταν τα αδέλφια Φραγκίσκος (π. 1825-1914) και Γιακουμής (Ιάκωβος) Μαλακατές (π. 1808-1903), οι οποίοι άνοιξαν μαρμαρογλυφείο στη γωνία των οδών Σταδίου και Κοραή, κοντά στο τότε ανάκτορο του Όθωνα, το μέγαρο Σταματίου Δεκόζη Βούρου (σημερινό Μουσείο Όθωνα, το μέγαρο Σταματίου Δεκόζη Βούρου (σημερινό Μουσείο Βούρου-Ευταξία), από το οποίο αναδείχθηκαν δεκάδες μαρμαρογλυπτών και αποφοίτησαν πολλοί από τους μετέπειτα καλλιτέχνες.. Το ονόμασαν «Ερμογλυφείον», γεγονός που σημαίνει ότι επιδίωκαν τη συσχέτιση με την αρχαιότητα. Οι Μαλακατέ κατασκεύαζαν κυρίως ταφικά μνημεία για το Α' Νεκροταφείο. Κατάγονταν από το χωριό Υστέρνια της Τήνου και αναδείχθηκαν σε κορυφαίους γλύπτες. Ο Ιάκωβος υπήρξε ανυπέρβλητος δημιουργός, εκτελεστής και εφαρμοστής. Τιμήθηκε με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος. Οι Βαυαροί αρχιτέκτονες ανέθεταν σε αυτόν όλα τα μεγάλα καλλωπιστικά έργα που αναλάμβαναν. Ο Φραγκίσκος, από την άλλη, υπήρξε δεινός ανδριαντοποιός και άριστος εκτελεστής.
Ο Λάζαρος Φυτάλης αποφοίτησε από το Σχολείο των Τεχνών το 1851 και λίγα χρόνια αργότερα πήγε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε κοντά στο γάλλο γλύπτη Σαρλ Κορντιέ. Το 1857 έλαβε μέρος στον διεθνή διαγωνισμό για το μνημείο του Wellington που θα στηνόταν στο Λονδίνο. Το 1879 συμμετείχε στην ανασκαφή που έφερε στο φως τον Λέοντα της Χαιρώνειας και στην συνέχεια υπέβαλε σχέδιο για την αναστήλωσή του το οποίο δεν έγινε δεκτό.
Ένα ακόμη εργαστήριο ίδρυσε το 1855 ο Ιωάννης Κόσσος (1822-1873), με την οικονομική αρωγή του Γ. Λασκαρίδου, ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη, στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Έφτιαχνε ανδριάντες, προτομές των ηρώων της Επανάστασης και ταφικά μνημεία. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν τόσο αφοσιωμένος στη δουλειά του, που και άνθρωπο να σκότωναν πλάι του αυτός δεν σήκωνε κεφάλι. Ο Κόσσος απασχολήθηκε σε νεαρή ηλικία ως καραβομαραγκός και κατασκευαστής ακρόπωρων σε αρσανά του πατέρα του στον Πόρο. Αργότερα γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών και σπούδασε γλυπτική, με δάσκαλο το Γερμανό κλασικιστή γλύπτη C. Siegel. Mε υποτροφία, συνέχισε τις σπουδές του στη Φλωρεντία και το 1870 βραβεύτηκε στα «Ολύμπια» (όπως ονομαζόταν τότε το Ζάππειο Μέγαρο) και στην Παγκόσμια Έκθεση Καλλιτεχνίας στη Βιέννη το 1873, με το έργο του «Ιδεώδης Ελλάς».
Το 1858-1860 λειτούργησε το εργαστήριο των Τηνιακών αδελφών Γεωργίου (1830-1881) και Λάζαρου Φυτάλη (1831-1909), στην οδό Ακαδημίας, το οποίο ονόμασαν «Ανδριαντοποιείον». Εκτός αυτών των δύο, εκεί απασχολήθηκαν και τα άλλα δύο αδέρφια, ο Μάρκος (1834-1891), που ήταν σχεδιαστής, και ο Ιωάννης, ως αρχιτέκτονας. Επίσης, δούλεψαν αρκετοί μαθητευόμενοι, μεταξύ των οποίων οι γλύπτες Γεώργιος Βιτάλης (1838-1901), Ιωάννης Βιτσάρης (1843-1892), Δημήτριος Φιλιππότης (1834-1919) και ο ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932). Τα δύο από τα πέντε αδέλφια μιας μεγάλης καλλιτεχνικής οικογένειας, γράφτηκαν στο Σχολείο των Τεχνών το 1846, και σπούδασαν γλυπτική κοντά στον Κρίστιαν Ζίγκελ. Μαθητές ακόμα φιλοτέχνησαν από κοινού έργα σε διάφορες περιοχές. Το 1856 έλαβαν μέρος στον Κοντοσταύλειο διαγωνισμό και μοιράστηκαν το μεγάλο βραβείο των χιλίων δραχμών για το έργο «Ποιμήν κρατών ερίφιον». Ο Γεώργιος Φυτάλης αποφοίτησε από το Σχολείο των Τεχνών το 1857. Το ίδιο έτος συμμετείχε για δεύτερη φορά στον Κοντοσταύλειο διαγωνισμό και κέρδισε το βραβείο των χιλίων δραχμών. Το επόμενο έτος διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών και παρέμεινε σ' αυτή τη θέση ως το 1868, όταν τον αντικατέστησε ο Λεωνίδας Δρόσης. Το 1860 ανακηρύχθηκε μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Συνεργάστηκε στενά με τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου, καθώς, είτε μόνος του είτε με τον αδελφό του Λάζαρο, εξετέλεσε πολλά από τα γλυπτά που ο Καυταντζόγλου σχεδίασε.
Το διάστημα 1902-1904 ωστόσο, και με πρωτοβουλία του Λάζαρου Σώχου, ο Λάζαρος Φυτάλης συμμετείχε στην αποκατάσταση του μνημείου, ενώ το 1884 ανέλαβε τη συμπλήρωση του Ταύρου του Κεραμεικού. Η κοινή εκθεσιακή δραστηριότητα των αδελφών Φυτάλη περιλαμβάνει συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έλαβαν μέρος στην Μεγάλη Έκθεση του Λονδίνου το 1851 και 1862, στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1855 και το 1857 (μόνο ο Λάζαρος), καθώς και στα Ολύμπια του 1859, όπου τιμήθηκαν με το α΄ βραβείο, και του 1870, όπου απέσπασαν έπαινο ως εισαγωγείς μαρμάρου. Με σπουδές στο Σχολείο των Τεχνών και επαφή με την ευρωπαϊκή γλυπτική, οι αδελφοί Φυτάλη είχαν στη διάθεσή τους ένα ευρύ φάσμα προτύπων, στο οποίο βασίστηκαν για να δημιουργήσουν συνθέσεις με μυθολογικά, αλληγορικά και ηθογραφικά θέματα, επιτύμβια μνημεία, ανδριάντες και προτομές. Τα έργα που προήλθαν από το εργαστήριό τους χαρακτηρίζονται από προσήλωση στα ιδεώδη του κλασικισμού, ιδεαλιστικές και εξιδανικευτικές διατυπώσεις και ταυτόχρονη υιοθέτηση στοιχείων του ρεαλισμού. Τα τελευταία είναι περισσότερο συχνά στις συνθέσεις του Γεωργίου Φυτάλη, οι οποίες διακρίνονται ακόμη για την πλαστικότητα, την ισορροπία των όγκων και γενικά για την αποφυγή της κλασικιστικής ψυχρότητας, ενώ αντίθετα στο έργο του Λάζαρου υπερισχύουν τα ιδεαλιστικά στοιχεία και η σχεδιαστική ακρίβεια.
Ένας ακόμη σημαντικός γλύπτης ήταν ο Λεωνίδας Δρόσης (1834-1882), ο γλύπτης της Ακαδημίας, όπως ονομάστηκε, γιατί έκανε το κεντρικό αέτωμα του κτηρίου της και τα υπόλοιπα αγάλματα. Εκείνος άνοιξε το εργαστήριό του μακριά από το κέντρο της Αθήνας, στην οδό Λιοσίων. Ο Δρόσης έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην Αθήνα και ακολούθως γράφτηκε φοιτητής της Γλυπτικής στην Πολυτεχνική Σχολή. Έδειξε από νωρίς ζωηρότατη και γόνιμη φαντασία, λεπτή και καλή αίσθηση συνοδευόμενη και από υψηλή έμπνευση. Ως μαθητής κατασκεύασε την προτομή του ναύαρχου Μιαούλη και τον ανδριάντα του βασιλιά Όθωνα με πλήρη στολή. Επαινέθηκε για την ομοιότητα των γλυπτών του με τους ανθρώπους που εικονίζουν, την φυσικότητα των γραμμών και την ανατομική ακρίβεια.
Μετά από επτάχρονες σπουδές στο Πολυτεχνείο, και σε ηλικία είκοσι ετών πήγε με υποτροφία της κυβερνήσεως στο Μόναχο για να συνεχίσει τις σπουδές του. Πήρε μέρος σε διαγωνισμό και βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο και μετάλλιο για το κομψό έργο του που εικόνιζε τον Δαβίδ. Το έργο του εκδόθηκε ως χαλκογραφία και ανατυπώθηκε πετυχαίνοντας πολλές επιδοκιμασίες στην Ευρώπη. Στο Μόναχο παρέμεινε για μια τετραετία και έτυχε της υψηλής προστασίας τουΣίμωνος Σίνα. Από εκεί πήγε στο Λονδίνο, Παρίσι και Ρώμη, όπου ίδρυσε δική του σχολή. Το πιο φημισμένο έργο του είναι η «Πηνελόπη», το οποίο βραβεύτηκε με χρυσό μετάλλιο στην διεθνή έκθεση στο Παρίσι το 1867. Άλλα έργα του είναι ο «Αχιλλέας», τα λαμπρά συμπλέγματα του αετώματος της Ακαδημίας, ο «Αλέξανδρος», ο «Διόνυσος», η «Σαπφώ» και άλλα φιλοτεχνήματα. Βραβεύτηκε για την Σαπφώ στην έκθεση της Βιέννης και τιμήθηκε με παράσημο της Αυστριακής Κυβέρνησης. Επέστρεψε στην Ελλάδα και έγινε καθηγητής της Γλυπτικής στο Πολυτεχνείο. Το 1872 κατασκεύασε το Βαρβάκειο Μνημείο, με υπερφυσικό μέγεθος ανδριάντα του Βαρβάκη και τέσσερις αλληγορίες, την «Ελευθερωμένη Ελλάδα», την «Ιστορία», την «Σκέψη» και την «Ναυτιλία». Επίσης τον «Απόλλωνα» και την «Αθηνά» της Σιναίας Ακαδημίας. Επίσης τον «Σωκράτη» και «Πλάτωνα» που στολίζουν τα προπύλαια της Ακαδημίας.
Κοντά στο μαρμαρογλυφείο των Φυτάληδων στην οδό Ακαδημίας, δημιούργησε το δικό του εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής ο Ιωάννης Βιτσάρης, όταν επέστρεψε από το Μόναχο στην Αθήνα το 1871. Φαίνεται όμως ότι γρήγορα επλήγη από τον ανταγωνισμό του οργανωμένου μαρμαρογλυφείου των Φυτάληδων. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών την περίοδο 1861-1864 με δάσκαλο τον Γεώργιο Φυτάλη, στο εργαστήριο του οποίου δούλευε παράλληλα για εξάσκηση. Το 1861, με υποτροφία του ελληνικού κράτους, πήγε στο Μόναχο, όπου παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Βίλεμ φον Κάουλμπαχ και γλυπτικής με τον Μαξ Βίντνμαν. Το 1871 επέστρεψε στην Αθήνα, έτος που άνοιξε και το εργαστήριο, ενώ φιλοτέχνησε και τμήματα της γλυπτικής διακόσμησης της Ακαδημίας Αθηνών. Παρουσίασε το έργο του σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται η Διεθνής Έκθεση της Βιέννης το 1875, τα Ολύμπια του 1875 και του 1888 και οι εκθέσεις υπέρ του Ερυθρού Σταυρού στη οικία του Βασιλείου Μελά το 1881 και του Παρνασσού το 1885. Ο Ιωάννης Βιτσάρης ανήκει στη γενιά των γλυπτών που απομακρύνονται από τα αυστηρά πλαίσια του κλασικισμού και εισάγουν στο έργο τους ρεαλιστικά στοιχεία. Την περίοδο των σπουδών του ασχολήθηκε με έργα μυθολογικού περιεχομένου, τα οποία εναρμονίζονται με το πνεύμα του κλασικισμού. Από το 1871, που επέστρεψε στην Ελλάδα, άρχισε να στρέφεται σε ρεαλιστικές κατευθύνσεις, που ανιχνεύονται τόσο στην επιλογή των θεμάτων του όσο και στον τρόπο απόδοσής τους. Φιλοτέχνησε κυρίως επιτύμβια μνημεία και προτομές, ανάγλυφα, διακοσμητικές συνθέσεις και γλυπτά ελεύθερης έμπνευσης, στα οποία συνδυάζει ιδεαλιστικούς και κλασικιστικούς τύπους με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά. Τα έργα του διακρίνονται για την έμφαση στη λεπτομερή απόδοση, καθώς και για μια ξεχωριστή ικανότητα να εμψυχώνει τις μορφές του.
Κοντά στο μαρμαρογλυφείο των Φυτάληδων στην οδό Ακαδημίας, δημιούργησε το δικό του εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής ο Ιωάννης Βιτσάρης, όταν επέστρεψε από το Μόναχο στην Αθήνα το 1871. Φαίνεται όμως ότι γρήγορα επλήγη από τον ανταγωνισμό του οργανωμένου μαρμαρογλυφείου των Φυτάληδων. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών την περίοδο 1861-1864 με δάσκαλο τον Γεώργιο Φυτάλη, στο εργαστήριο του οποίου δούλευε παράλληλα για εξάσκηση. Το 1861, με υποτροφία του ελληνικού κράτους, πήγε στο Μόναχο, όπου παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Βίλεμ φον Κάουλμπαχ και γλυπτικής με τον Μαξ Βίντνμαν. Το 1871 επέστρεψε στην Αθήνα, έτος που άνοιξε και το εργαστήριο, ενώ φιλοτέχνησε και τμήματα της γλυπτικής διακόσμησης της Ακαδημίας Αθηνών. Παρουσίασε το έργο του σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται η Διεθνής Έκθεση της Βιέννης το 1875, τα Ολύμπια του 1875 και του 1888 και οι εκθέσεις υπέρ του Ερυθρού Σταυρού στη οικία του Βασιλείου Μελά το 1881 και του Παρνασσού το 1885. Ο Ιωάννης Βιτσάρης ανήκει στη γενιά των γλυπτών που απομακρύνονται από τα αυστηρά πλαίσια του κλασικισμού και εισάγουν στο έργο τους ρεαλιστικά στοιχεία. Την περίοδο των σπουδών του ασχολήθηκε με έργα μυθολογικού περιεχομένου, τα οποία εναρμονίζονται με το πνεύμα του κλασικισμού. Από το 1871, που επέστρεψε στην Ελλάδα, άρχισε να στρέφεται σε ρεαλιστικές κατευθύνσεις, που ανιχνεύονται τόσο στην επιλογή των θεμάτων του όσο και στον τρόπο απόδοσής τους. Φιλοτέχνησε κυρίως επιτύμβια μνημεία και προτομές, ανάγλυφα, διακοσμητικές συνθέσεις και γλυπτά ελεύθερης έμπνευσης, στα οποία συνδυάζει ιδεαλιστικούς και κλασικιστικούς τύπους με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά. Τα έργα του διακρίνονται για την έμφαση στη λεπτομερή απόδοση, καθώς και για μια ξεχωριστή ικανότητα να εμψυχώνει τις μορφές του.
Την ίδια περίοδο με τον Βιτσάρη, ο Δημήτριος Φιλιππότης, ένας άλλος Τηνιακός γλύπτης, μαθητής των Φυτάληδων, προχώρησε στην ίδρυση του μαρμαρογλυφείου του, επιλέγοντας την απόκεντρη τότε οδό Πατησίων, στο ύψος του Πολυτεχνείου. Ο Φιλιππότης πήρε τα πρώτα πρακτικά μαθήματα γλυπτικής κοντά στον πατέρα του, αλλά πραγματοποίησε κανονικές σπουδές γλυπτικής στην Ρώμη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, εργάστηκε κυρίως στην Αθήνα συμβάλλοντας σημαντικά στην προαγωγή της τέχνης του στην Ελλάδα. Ως καλλιτέχνης ήταν παραγωγικότατος. Ήταν δε ο πρώτος που εισήγαγε μία πιο ανάλαφρη θεματογραφία στην γλυπτική που μέχρι τότε υπέφερε από μόνιμη προσκόλληση στον κλασικισμό. Έτσι δημιούργησε αριστουργήματα που απεικονίζουν θέματα της καθημερινής ζωής απλών ανθρώπων, συχνά με ρωμαλεότητα και χάρη που εκπλήσσει. Πολλά γλυπτά του κοσμούν δημόσιους χώρους της πρωτεύουσας: το Παιδί με σταφύλια στην Πλατεία Συντάγματος, ο Ξυλοθραύστης και ο Μικρός ψαράς στο Ζάππειο, ο Θεριστής, η Οπωροπώλις και η Άρτεμις με σκύλο στον κήπο του ΚΑΤ στην Κηφισιά, τα δύο επιβλητικά λιοντάρια στην σκάλα της Βίλας Καζούλη στην Κηφισιά, κ.ά. Έργα του επίσης βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Δημοτικό Βρεφοκομείο, στη Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών (ταφικό μνημείο οικογένειας Κούππα, Αβέρωφ), στο Νεκροταφείο Πειραιώς, στην γενέτειρά του την Τήνο(Μουσείο Νεοελληνικής Γλυπτικής), καθώς και σε πλατείες, ναούς και νεκροταφεία άλλων πόλεων. Ας σημειωθεί ότι η παράδοση της οικογένειας Φιλιππότη στην γλυπτική συνεχίστηκε και συνεχίζεται και σήμερα από τους απογόνους του μεγάλου καλλιτέχνη στην Αθήνα και την Τήνο.
Μετά το 1875 ο Γεώργιος Βρούτος (1843-1908) άνοιξε το δικό του εργαστήριο γλυπτικής στην οδό Φιλελλήνων, απέναντι από την Αγγλικανική Εκκλησία. Ο λογοτέχνης Γρηγόριος Ξενόπουλος, που είχε πάει το 1894, το περιγράφει έτσι: «Επί της οδού Φιλελλήνων, απέναντι της Αγγλικής Εκκλησίας εγείρεται [...] οικίσκος με ανάγλυφον αέτωμα αρχαϊκής παραστάσεως και με προτομάς αρχαίων θεών και ηρώων [...]. Εις το μικρόν εκείνο, το υαλοσκεπές και λευκόν κρησφύγετον της τέχνης, ο χρόνος διαρρέει τερπνώς, η δε ανία της πεζής, της μοχθηράς ζωής λησμονείται υπό την επίδρασιν του μαρμάρινου εκείνου ιδανικού, το οποίον εκτοξεύει οιονεί ακτίνας φωτός [...]». Ο Βρούτος στάθηκε ένας από τους πλέον εργατικούς γλύπτες της γενιάς τους. Φιλοτέχνησε πολλές προτομές, ανδριάντες, ηρώα, ανάγλυφα και ταφικά μνημεία.
Τα μαρμαρογλυφεία, εκτός των άλλων, χρησίμευαν και ως μόνιμα εκθετήρια των γλυπτών. Οι πελάτες μπορούσαν να τα επισκεφτούν και να διαλέξουν ό,τι ήθελαν να αγοράσουν, καθώς και να πειστούν για τις ικανότητες του καλλιτέχνη, παρακολουθώντας τον την ώρα της δουλειάς. Ο λογοτέχνης Γεώργιος Βιζυηνός, με την ευκαιρία του εορτασμού της εικοσιπενταετηρίδας της βασιλείας του Γεωργίου του Α΄, έγραφε σαρκαστικά το 1888: «Τα εργαστήρια των παρ' ημίν καλλιτεχνών ομοιάζουσι προς τα μοναδικά εκείνα των τουρκοκρατουμένων χωρών παντοπωλεία, εν οις, πλην των όσα εξοδεύονται, ευρίσκετε και τινα εύμορφα πράγματα μη έχοντα μεν αοραστάς, προς καλλωπισμόν δε μόνον ή επίδειξιν προ πολλού εκτεθειμένα, και διά τούτο μυιόστικτα και βεβλαμμένα υπό του χρόνου».
Μετά το 1875 ο Γεώργιος Βρούτος (1843-1908) άνοιξε το δικό του εργαστήριο γλυπτικής στην οδό Φιλελλήνων, απέναντι από την Αγγλικανική Εκκλησία. Ο λογοτέχνης Γρηγόριος Ξενόπουλος, που είχε πάει το 1894, το περιγράφει έτσι: «Επί της οδού Φιλελλήνων, απέναντι της Αγγλικής Εκκλησίας εγείρεται [...] οικίσκος με ανάγλυφον αέτωμα αρχαϊκής παραστάσεως και με προτομάς αρχαίων θεών και ηρώων [...]. Εις το μικρόν εκείνο, το υαλοσκεπές και λευκόν κρησφύγετον της τέχνης, ο χρόνος διαρρέει τερπνώς, η δε ανία της πεζής, της μοχθηράς ζωής λησμονείται υπό την επίδρασιν του μαρμάρινου εκείνου ιδανικού, το οποίον εκτοξεύει οιονεί ακτίνας φωτός [...]». Ο Βρούτος στάθηκε ένας από τους πλέον εργατικούς γλύπτες της γενιάς τους. Φιλοτέχνησε πολλές προτομές, ανδριάντες, ηρώα, ανάγλυφα και ταφικά μνημεία.
Τα μαρμαρογλυφεία, εκτός των άλλων, χρησίμευαν και ως μόνιμα εκθετήρια των γλυπτών. Οι πελάτες μπορούσαν να τα επισκεφτούν και να διαλέξουν ό,τι ήθελαν να αγοράσουν, καθώς και να πειστούν για τις ικανότητες του καλλιτέχνη, παρακολουθώντας τον την ώρα της δουλειάς. Ο λογοτέχνης Γεώργιος Βιζυηνός, με την ευκαιρία του εορτασμού της εικοσιπενταετηρίδας της βασιλείας του Γεωργίου του Α΄, έγραφε σαρκαστικά το 1888: «Τα εργαστήρια των παρ' ημίν καλλιτεχνών ομοιάζουσι προς τα μοναδικά εκείνα των τουρκοκρατουμένων χωρών παντοπωλεία, εν οις, πλην των όσα εξοδεύονται, ευρίσκετε και τινα εύμορφα πράγματα μη έχοντα μεν αοραστάς, προς καλλωπισμόν δε μόνον ή επίδειξιν προ πολλού εκτεθειμένα, και διά τούτο μυιόστικτα και βεβλαμμένα υπό του χρόνου».
Βιβλιογραφία:
• Γιοφύλλης Φ., Ιστορία της νεοελληνικής τέχνης (ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής και διακοσμητικής) 1821-1941, τόμος Α΄-Β΄, Αθήνα, Το ελληνικό βιβλίο, 1962.
• Λαμπράκη-Πλάκα Μ., Εθνική Γλυπτοθήκη. Μόνιμη Συλλογή, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, 2006.
• Λυδάκης Στ., Οι Έλληνες γλύπτες. Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία–τυπολογία. Λεξικό γλυπτών, τόμος πέμπτος Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος «Μέλισσα», 1981.
• Μυκονιάτης Ηλ., Ελληνική τέχνη. Νεοελληνική γλυπτική, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1995.
• Στεφανίδης Μ., Εισαγωγή στην ελληνική γλυπτική από την αρχαιότητα ως σήμερα, Αθήνα, Εκδόσεις Φιλιππότη, 1984.
• Παυλόπουλος Δ., Ζητήματα Νεοελληνικής Γλυπτικής, Αθήνα 1998.
• Χρήστου Χρ. & Κουμβακάλη-Αναστασιάδη Μ., Νεοελληνική γλυπτική 1800-1940, Αθήνα, Έκδοση Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, 1982.
• Λαμπράκη-Πλάκα Μ., Εθνική Γλυπτοθήκη. Μόνιμη Συλλογή, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, 2006.
• Λυδάκης Στ., Οι Έλληνες γλύπτες. Η νεοελληνική γλυπτική. Ιστορία–τυπολογία. Λεξικό γλυπτών, τόμος πέμπτος Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος «Μέλισσα», 1981.
• Μυκονιάτης Ηλ., Ελληνική τέχνη. Νεοελληνική γλυπτική, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1995.
• Στεφανίδης Μ., Εισαγωγή στην ελληνική γλυπτική από την αρχαιότητα ως σήμερα, Αθήνα, Εκδόσεις Φιλιππότη, 1984.
• Παυλόπουλος Δ., Ζητήματα Νεοελληνικής Γλυπτικής, Αθήνα 1998.
• Χρήστου Χρ. & Κουμβακάλη-Αναστασιάδη Μ., Νεοελληνική γλυπτική 1800-1940, Αθήνα, Έκδοση Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, 1982.