Από τη στιγμή της δημιουργίας του ελεύθερου ελληνικού κράτους, η γλυπτική συνδέεται με την ιστορία και τον πολιτισμό του ελληνικού έθνους σε μια προσπάθεια να συνδεθεί το παρελθόν με το παρόν, η σύγχρονη ζωή με την παράδοση και να δοθεί η έννοια της συνέχειας σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής και πνευματικής ζωής.
Στα Ιόνια νησιά συναντάμε μια δραστήρια καλλιτεχνική παραγωγή πριν από την Επανάσταση του 1821, λόγω της απουσίας του τουρκικού ζυγού και της επαφής με την Ευρώπη, παράγοντες που έκαναν τους καλλιτέχνες να υιοθετήσουν ένα δυτικότροπο γλυπτικό ιδίωμα. Η επτανησιακή πλαστική που εμφανίζεται γύρω στο 1800, επικεντρώνεται στην Κέρκυρα. Η γλυπτική στο Ιόνιο, είναι επηρεασμένη από τον ιταλικό κλασικισμό, διατηρώντας έναν δημόσιο και προπαγανδιστικό χαρακτήρα. Σημαντική ανάπτυξη παρουσίασε η προσωπογραφία με την οποία ασχολούνται οι πρώτοι γλύπτες στα Επτάνησα, όπως ο Παύλος Προσαλέντης και ο μαθητής του Διονύσιος Βέγιας. Στη τέχνη του Προσαλέντη, η επίδραση του Κανόβα (Antonio Canova) είναι εμφανής και αποτελεί, ουσιαστικά, την πρώτη μορφή έκφρασης του κλασικισμού στην Ελλάδα. Άλλος ένας μαθητής του Κανόβα ήταν και ο Δημήτριος Τριβώλλης-Πιέρρης, ενώ σημαντικός είναι και ο ρόλος του Ιωάννη Βαπτιστή Καλοσγούρου, που είχε μαθητεύσει στη Σχολή του Προσαλέντη αλλά και στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας, με φανερή την επίδραση του Κανόβα στο έργο του(1).
Το 1847, εισάγεται το μάθημα της γλυπτικής στο Πολυτεχνείο με δάσκαλο τον Κρίστιαν Ζίγκελ (Christian Siegel), ενώ είχε ήδη αρχίσει να διδάσκεται από το 1837 όταν το Πολυτεχνείο λειτουργούσε ως Κυριακάτικον Σχολείον(2). Οι Έλληνες γλύπτες εξοικειώθηκαν γρήγορα με τη τεχνική και τα εκφραστικά μέσα του κλασικισμού. Η σύνδεση της νεοελληνικής τέχνης με την Ακαδημία του Μονάχου, ήρθε ως φυσικό επακόλουθο της κυριαρχίας του κλασικισμού στη βαυαρική πρωτεύουσα και της πρόσληψής του στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Η αρχή της τέχνης ως «μίμησης της φύσης», που έχει της βάσεις της στην τέχνη της Αναγέννησης, έβρισκε την περίοδο αυτή στη γλυπτική περισσότερο από ότι στη ζωγραφική την εφαρμογή της. Ο τρισδιάστατος χαρακτήρας της, η ενσωμάτωσή της στον πραγματικό χώρο και η δυνατότητα άμεσης εποπτείας από τον θεατή έδιναν στη γλυπτική το προβάδισμα, περιορίζοντας όμως την ελευθερία της. Πρότυπα των καλλιτεχνών της περιόδου ήταν ο Κανόβα και o Τορβάλτσεν (B. Thorvaldsen)(3). Η τάση εξιδανίκευσης και ωραιοποίησης, που παρατηρείται στα γλυπτά της περιόδου είναι αποτέλεσμα της παραδοσιακής τεχνικής και του φορμαλισμού. Η ανθρώπινη μορφή εξακολουθεί να έχει κυρίαρχη θέση στη θεματογραφία, αλλά χωρίς την κίνηση και το πάθος των έργων του ρομαντισμού και του ρεαλισμού(4).
Στο χώρο της πλαστικής κατά την οθωνική περίοδο, εκτελούνται για πρώτη φορά εργασίες μεγάλης κλίμακας. Στην Ελλάδα πάντα υπήρχαν λιθοξόοι. Οι πρώτοι μαρμαρογλύπτες, που αναφέρονται στην Αθήνα την εποχή εκείνη, ήταν οι αδελφοί Ιάκωβος και Φραγκίσκος Μαλακατές, που ήδη το 1835 είχαν στήσει το πρώτο ερμογλυφείο της πρωτεύουσας, δίνοντας έργα στο πνεύμα του κλασικισμού, επηρεασμένα από τα έργα του Κανόβα. Ανδριαντοποιείο ονόμαζαν το εργαστήριο γλυπτικής οι αδελφοί Φυτάλη από την Τήνο, που είχαν πρότυπο τους τον Κανόβα και τον Τορβάλντσεν(5).
Το 1851, πραγματοποιείται η Παγκόσμια Έκθεση του Λονδίνου όπου στέλνονται δύο ανάγλυφα αντίγραφα παραστάσεων από τη ζωφόρου του Παρθενώνα, σε παρισινό και πεντελικό μάρμαρο, τα οποία εκτελούν ο Λάζαρος και Γεώργιος Φυτάλης. Το 1855, στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού, η Ελλάδα εκπροσωπείται από εννέα γλύπτες με δεκατέσσερα έργα. Στην Παγκόσμια Έκθεση του Λονδίνου το 1862, η παρουσία της ελληνικής γλυπτικής ήταν πλούσια, με τριάντα πέντε γλυπτά, ενώ τα ζωγραφικά έργα ήταν μόλις πέντε πίνακες(6).
Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της γλυπτικής έπαιξαν ο Δημήτριος και Ιωάννης Κόσσος προσδίδοντάς της ιστορικό νόημα, δημόσιο χαρακτήρα και λειτουργική αξία. Ο Δημήτριος, παραμένει προσκολλημένος στις φορμαλιστικές απαιτήσεις του κλασικισμού, ενώ ο Ιωάννης, ξεχωρίζει για την καλλιτεχνική του συνέπεια, τη λιτότητα στο πλάσιμο των μορφών, την τεχνική αρτιότητα και την ανάπτυξη μιας γλυπτικής χωρίς διακοσμητικές υπερβολές(7). Ο τελευταίος εκφραστής του κλασικισμού, και ίσως ο πιο γνήσιος, με επιρροές από την αρχαιότητα και το έργο του Κανόβα, ήταν ο Λεωνίδας Δρόσης, που μαθήτευσε κοντά στον Κρίστιαν Ζίγκελ στην Αθήνα και στον Μαξ Βίντμαν (M. Widmann) στο Μόναχο. Από το εργαστήριό του βγήκαν καλλιτέχνες όπως: ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο Γεώργιος Μπονάνος, ο Λάζαρος Σώχος, ο Γεώργιος Ιακωβίδης κ.α. Είχε την ικανότητα να συνδυάζει το μνημειώδες με το λειτουργικό και να δίνει έργα επιβλητικά στο σύνολό τους, χωρίς να χαλαρώνεται η δύναμη και η ακρίβεια της εκτέλεσής τους στις μικρές γλυφές του μαρμάρου(8).
Μετά τον Όθωνα, βρισκόμαστε σε μια εποχή, όπου η παγιωμένη έως τότε σχέση των Νεοελλήνων με την αρχαιότητα, αρχίζει να διαταράσσεται και γλύπτες, όπως ο Γεώργιος Βιτάλης, ο Γεώργιος Βρούτος, ο Δημήτριος Φιλιππότης και Ιωάννης Βιτσάρης, εισάγουν νεωτερισμούς αντιδρώντας στον κλασικισμό, προτιμώντας τον ρεαλισμό και τα θέματα της καθημερινής ζωής. Ο Γεώργιος Βιτάλης σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών και μετά στο Μόναχο με δάσκαλο τον Μαξ Βίντμαν. Στράφηκε στο ρεαλισμό, εγκαταλείποντας την αδράνεια και τη στατικότητα(9). Στη Ρώμη, στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά, μετεκπαιδεύτηκε και ένας άλλος καλλιτέχνης, ο Γεώργιος Βρούτος, με συντηρητικές καταβολές και με κάποιες αναλαμπές ρεαλιστικής έκφρασης. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη Κόσσου και του Γεωργίου Φυτάλη, ενώ το έργο του Κανόβα σαφώς τον επηρέασε. Η πραγματική, όμως, ανανέωση στο χώρο της γλυπτικής γίνεται από τον Τήνιο Δημήτρη Φιλιππότη που σπούδασε σε Αθήνα και Ρώμη. Ο Φιλιππότης, θα στραφεί σε θέματα της καθημερινής ζωής και δεχόμενος τις επιδράσεις του ρομαντισμού και του ρεαλισμού, θα ακολουθήσει μια τεχνοτροπία που αρχίζει να διαφοροποιείται από τον ακαδημαϊσμό, χωρίς ωστόσο να φτάνει στο επίπεδο του Βέλγου γλύπτη Μενιέ (Constantin Emile Meunier). Ήταν ένας ικανός ανατόμος του γυμνού, άριστος στις λεπτομέρειες του αγάλματος, αλλά αδύνατος στις συνθέσεις μεγαλύτερων μνημείων(10). Στο κλίμα της ανανέωσης, κινήθηκε και ο Ιωάννης Βιτσάρης με σπουδές σε Αθήνα και Μόναχο. Μέχρι το τέλος δε φαίνεται να απορρίπτει την εικονογραφική παράδοση του κλασικισμού, αν και οι συνθέσεις του είναι εμφανώς επηρεασμένες από το πνεύμα του ρομαντισμού και του ρεαλισμού.
Μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο το 1897, την εξέγερση του 1909, τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Διχασμό, την εκστρατεία στην Μικρά Ασία και την Έξοδο του 1922, η γλυπτική ανέβαλε το ρόλο του εμψυχωτή και ο γλύπτης περισσότερο από τον ζωγράφο ή τον λογοτέχνη ταυτίστηκε με την εικόνα του καλλιτέχνη-πατριώτη(11).
Η γλυπτική ήταν συντηρητικότερη από τη ζωγραφική σε ότι αφορά τη σχέση της με τα μοντέρνα καλλιτεχνικά κινήματα. Σε μια περίοδο που ο κλασικισμός άρχισε να χάνει έδαφος προς όφελος του ρομαντισμού και η δύναμη του ακαδημαϊσμού είχε μειωθεί, ο συμβολισμός άρχισε να επηρεάζει τη γλυπτική μετά το 1900, όπως φαίνεται και μέσα από το έργο του Θωμά Θωμόπουλου. Ο καλλιτέχνης, όμως, που πραγματικά έκανε πρωτοπορία, ήταν ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ένας γλύπτης που άλλοτε έλκεται από το ρομαντισμό και το ρεαλισμό και άλλοτε τον ενδιαφέρει η αφαίρεση.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ελληνικής τέχνης είναι επιβεβλημένη. Η «φυσιοκρατική σχολή της Μπαρμιζόν» επανεκτιμάται, ενώ πολλοί διακρίνουν στην εμφάνιση του «ιδεαλισμού» το ανανεωτικό στοιχείο της ελληνικής τέχνης. Στο περιοδικό Τέχνη, στις 7 Μαΐου 1899, ο Παύλος Νιρβάνας κάνει λόγο για μια τέχνη υποκειμενική και πνευματική. Στην ελληνική γλυπτική, το μεταβατικό στάδιο από τον 19ο στον 20ό αιώνα εκπροσωπείται από τον Λάζαρο Σώχο και τον Γεώργιο Μπονάνο, που αν και δε γνώρισαν το κλασικιστικό Μόναχο, το ύφος τους παρέμεινε κλασικό. Από τη πρώτη στιγμή η κριτική τους αντιμετώπισε θετικά και τους χαρακτήρισε περήφανα «κλασικούς». Όταν εξέθεσαν το 1908, η Πινακοθήκη έγραφε «…Οι γλύπται μας, με όλην την ανεπάρκειαν ή μάλλον την έλλειψιν υποστηρίξεως, σώζουν ευτυχώς κάποια ιδανικά. Και εδικαιούτο τις να απονείμη τοιαύτην επίδοσιν εν τω τόπω, εν τω οποίω εθαυματούργησεν άλλοτε η γλυπτική, ήτις περιέσωσε την δόξαν του Καλού, πρότυπον παραμείνασα άφθαρτον εις την μετέπειτα εξέλιξιν της τέχνης…»(12).
Ο κλασικισμός έχει πλέον ολοκληρώσει τον κύκλο του. Στην Ευρώπη, η γλυπτική του Ροντέν (Auguste Rodin), ο συμβολισμός και η art nouveau, ασκούσαν επιρροή στους καλλιτέχνες. Το Παρίσι, γίνεται ο νέος πόλος έλξης των καλλιτεχνών, προσελκύοντας το ενδιαφέρον των Ελλήνων δημιουργών. Η αρχαιολατρεία, σταδιακά, έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Χαρακτηριστικά διαβάζουμε στο περιοδικό Ο Καλλιτέχνης: «…Επικρατεί ακόμη εις τους πολλούς εν Ελλάδι η ιδέα των αιθερίων φαντασιών και των μεταφυσικών ονειροπολήσεων και ότι η τέχνη δημιουργεί την απόλυτον σύλληψιν του ωραίου ιδεώδους, το οποίον είναι πρωτότυπον, αμετάβλητον και θείον εις την πραγματικότητα. Εναντίον της χιμαιρικής ταύτης οντότητος, ως λέγει και ο Βερόν εις την αισθητικήν του θα δοκιμάσωμεν να ενεργήσωμεν…Εξετάζοντες εν τούτοις τα κοινώς λεγόμενα ¨Ηθικά αποτελέσματα της τέχνης¨ υποπίπτομεν συχνάκις εις καθαρόν εμπειρισμόν και δια τούτο η νεωτέρα αισθητική περιορίζεται εις το να καταγράψη τα πράγματα και να τα κατατάξη εις την αληθεστέραν τάξιν. Αλλ’ εκ της παρατηρήσεως ταύτης των πραγμάτων απορρέει αξίωμα μεγίστης σπουδαιότητος και τούτο είναι ότι εις παν έργον τέχνης εκτός της υλικής αυτού υποστάσεως κυριαρχεί ο χαρακτήρ και προσωπικότης του καλλιτέχνου…»(13). Η έμφαση στην προσωπικότητα του καλλιτέχνη προϋποθέτει καλλιτεχνική ελευθερία, απαλλαγή από προκαθορισμένα σχήματα και δυνατότητα επιλογής μορφολογικών τύπων και τεχνοτροπίας, κάτι που ο κλασικισμός δε μπορούσε να ικανοποιήσει.
Ο γλύπτης, που θα ασκήσει επιρροή κατά την περίοδο αυτή, και ο οποίος διακρίνεται για τον εκλεκτικισμό, είναι ο Θωμάς Θωμόπουλος. Ο Θωμόπουλος, σπούδασε στο Μόναχο (1898-1900) και επισκέφτηκε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις και από το 1912 έως το θάνατό του ήταν καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Οι θετικές κριτικές συνόδευαν το έργο του, αναγνωρίζοντας τη ριζοσπαστικότητά του. Κάνει πολλές εκθέσεις και είναι συνεργάτης της Πινακοθήκης, που με κάθε ευκαιρία παρουσίαζε το έργο του. Από πολύ νωρίς είχε χαρακτηρισθεί ως ο «ρηξικέλευθος και ανήσυχος γλύπτης»(14).
Λίγο πριν τον πόλεμο, η γλυπτική παρουσιάζει μια κάμψη. Οι μεγάλες παραγγελίες, τα μνημειακά έργα και τα δημόσια μνημεία έχουν μειωθεί. Η γλυπτική περνά σε δεύτερη μοίρα, κάτι που επισημαίνει ο Θωμόπουλος το 1908, λέγοντας «…Την γλυπτικήν μας την παραπέταξαν οι…γλύπται μας και οι Έλληνες. Μία τέχνη, η οποία από καταβολής κόσμου εδόξασε την Ελλάδα, την ρίξανε οι σημερινοί Έλληνες στις μάνδρες της Αττικής…Οι γλύπται μας συναγωνίζονται προς τους μαρμαράδες και τανάπαλιν, οι μαρμαράδες τους γλύπτας, ο κόσμος γελάει και πληρώνει, ενώ η δυστυχισμένη Ελληνική αυτή τέχνη μόλις κρατείται στα πόδια της…»(15).
Τα πρώτα έργα του ήταν συνθέσεις στο πνεύμα του συμβολισμού. Η αποτύπωση μιας ιδέας, συναισθημάτων και παθών είναι για τα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα μια καινοτομία. «…Αι προσπάθειαι αυταί της θετικής και αυστηράς εκτελέσεως στιγμιαίων συναισθημάτων είναι κάτι πολύ εύελπι δια την νέαν ελληνικήν τέχνην…»(16), σχολίαζαν στα Παναθήναια το 1901. Με τον καιρό, ο Θωμόπουλος προσεγγίζει το ρεαλισμό στα πρότυπα του Ροντέν, αν και δε θα ξεχάσει τις ακαδημαϊκές του καταβολές.
Τη συγκεκριμένη περίοδο δεν έχουμε εντυπωσιακά-μνημειώδη έργα, πέρα των ιδιωτικών μνημείων του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών. Η επιστροφή στη μνημειακή γλυπτική θα πραγματοποιηθεί μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο, με τα ηρώα και τις πολεμικές συνθέσεις. Ωστόσο, η ελληνική γλυπτική της περιόδου εκπροσωπείται στις μεγάλες εκθέσεις με έργα μικρών διαστάσεων, κυρίως συμβολικού χαρακτήρα.
Ένας συνομήλικος του Θωμόπουλου που θα ξεχωρίσει, εκείνη την εποχή, είναι ο Πέτρος Ρούμπος, ο οποίος όπως σημειώνεται στο περιοδικό Ο Καλλιτέχνης, είναι «αυτοσπούδακτος», ανατρέποντας την άποψη ότι σπούδασε, στη Σχολή Καλών Τεχνών, γλυπτική(17). Οι επιρροές του Θωμόπουλου στο έργο του Ρούμπου είναι φανερές, καθώς κινείται στο χώρο του συμβολισμού. «…Το ανθρώπινον σώμα ζει υπό τη σμίλην του, πάλλεται, κινείται εις τα κύτταρά του, τας ίνας του, με το κυκλοφορούν αίμα…», αναφέρει Ο Καλλιτέχνης για το έργο του(18). Στις προτομές του είναι περισσότερο ρεαλιστής και η έμφαση στις λεπτομέρειες έχει στόχο την απόδοση του παλμού της κίνησης και της ζωντάνιας στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Όπως ο Φρίξος Αριστεύς στη ζωγραφική, έτσι και ο Ρούμπος στη γλυπτική είναι οι εκπρόσωποι της διακοσμητικής τέχνης στον ελληνικό εικαστικό χώρο(19).
Οι σύγχρονες συνθήκες, είχαν επιβάλλει στους Έλληνες καλλιτέχνες να στραφούν στη Δύση, αλλά και να υιοθετήσουν τα πρότυπά της. Έτσι, οι καλλιτέχνες ακολουθούσαν τις δυτικές εξελίξεις στο πεδίο των εικαστικών, με την ελπίδα να γίνει αποδεκτό το έργο τους στο ελληνικό κοινό. Πολλοί, ωστόσο, εξέφρασαν την αντίθεσή τους απέναντι σε μια δουλική προσχώρηση, αν και θα έπρεπε να περάσει καιρός προκειμένου να γίνει κατανοητό, ότι κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο προκειμένου η Ελλάδα να αντιμετωπιστεί ως ισότιμο μέλος μιας ευρύτερης ενότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει απώλεια της οντότητάς της.
ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΗΣ ΣΤΕΙΑΚΑΚΗΣΙστορικός της Τέχνης
Βιβλιογραφία
Σημειώσεις
1. Παπανικολάου, Μιλτιάδης. Ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα. 18ος και 19ος αιώνας, τόμος 2, Αθήνα Εκδόσεις ΑΔΑΜ, 2002, σ.50-53.
2. Μυκονιάτης, Ηλίας. Ελληνική τέχνη. Νεοελληνική γλυπτική, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1995.
3. Παπανικολάου, Μιλτιάδης Μ. Ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα. Ζωγραφική και γλυπτική του 20ού αιώνα, τόμος 1, Αθήνα Εκδόσεις ΑΔΑΜ, 1999, σ.18.
4. Στο ίδιο, σ.72.
5. Παπανικολάου, Μιλτιάδης. ό.π., τόμος 2, 2002, σ.113-118.
6. Μυκονιάτης, Ηλίας. ό.π., 1995.
7. Παπανικολάου, Μιλτιάδης. ό.π., τόμος 2, 2002, σ.118-121.
8. Προκοπίου, Άγγελος Π. Ιστορία της τέχνης 1750-1950. Νεοκλασικισμός, τόμος Α΄, Αθήνα, Εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδης, 1967, σ.400-409.
9. Παπανικολάου, Μιλτιάδης. ό.π., τόμος 2, 2002, σ.206-209.
10. Προκοπίου, Άγγελος Π. ό.π., τόμος Α΄, 1967, σ.410-411.
11. Μυκονιάτης, Ηλίας. ό.π., 1995.
12. Πινακοθήκη, έτος Η΄, τχ.87, Μάιος 1908, σ.66-68.
13. Ο Καλλιτέχνης, έτος Α΄, τχ.2, Μάιος 1910, σ.53-55.
14. Πινακοθήκη, έτος Α΄, τχ.11, Ιανουάριος 1902, σ.251-255.
15. Πινακοθήκη, έτος Η΄, τχ.87, Μάιος 1908, σ.66-68.
16. Παναθήναια, έτος Β΄, 31 Δεκεμβρίου 1901, σ.175.
17. Ο Καλλιτέχνης, τχ.4, Ιούλιος 1911, σ.95-102.
18. Στο ίδιο.
19. Παπανικολάου, Μιλτιάδης. ό.π., τόμος 2, 2002, σ.81.