Πρόκειται για ενδιαφέρουσα μελέτη, από την οποία οι ενδιαφερόμενοι μπορούν
να αντλήσουν πολύτιμες πληροφορίες για την απόκτηση ή την εμπέδωση μιας
στοιχειώδους αρχαιογνωσίας.
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν ναό αποκλειστικά το ιδιαίτερο κτίσμα,
μέσα στο οποίο στεγαζόταν και φυλασσόταν το άγαλμα της λατρευόμενης
θεότητας, σε αντιδιαστολή προς το Ιερό, δηλαδή τον ιερό χώρο, ο οποίος
περιλάμβανε τον ναό, τους βωμούς, τα αναθήματα και τις κατοικίες των ιερέων.
Η ιστορία της αρχιτεκτονικής των αρχαίων Ελλήνων μας διδάσκει ότι ναοί
άρχισαν να κατασκευάζονται από την ομηρική εποχή και έπειτα και πως οι
προγενέστεροι τόποι λατρείας ήταν τα Ιερά. Πράγματι, στα κυριότερα δηλαδή
προϊστορικά κέντρα της Ελλάδας, στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, στην Κρήτη -στις
Κνωσό και Φαιστό- , δεν βρέθηκαν λείψανα ναών με την παραπάνω έννοια, σχεδόν
όμως σε όλα τα μέρη της ελληνικής γης αποκαλύφθηκαν λείψανα βωμών στις
μεγάλες αυλές των προϊστορικών βασιλικών παλατιών. Η εύρεση τέτοιων
λατρευτικών τύπων ανταποκρίνεται πληρέστερα με τις σχετικές περιγραφές και
αναφορές των ομηρικών επών, σύμφωνα με τα οποία η μεγάλη αυλή του βασιλικού
παλατιού των προϊστορικών χρόνων ήταν ο ιερός τόπος των πόλεων, στον οποίον
συνέρεαν οι θρησκευτές στις μεγάλες περιοδικές γιορτές, όπου θυσίαζαν και
επικαλούνταν τη βοήθεια των λατρευόμενων θεών. Γι' αυτό και η μεγάλη αυλή
του προϊστορικού βασιλικού ανακτόρου -το έρκος- προσδιορίζεται από τον Όμηρο
"έρκος ιερόν".
Έτσι στην Ιθάκη, στην αυλή του παλατιού του Οδυσσέα, ο Λαέρτης
και ο Οδυσσέας θυσιάζουν στον Ερκείο Δία μηρούς βοδιών και ο Φήμιος
προσπαθεί να καταφύγει εκεί για να βρει άσυλο. Επίσης και στην αυλή του
ανακτόρου του ο Πρίαμος κάνει σπονδές στον Ιδαίο Δία, ζητώντας τη βοήθειά
του. Σύμφωνα με αυτά, ο προϊστορικός ελληνικός ναός ήταν υπαίθριος χώρος που
περιβαλλόταν από τοίχο και περιείχε βωμό και πιθανόν το λατρευτικό άγαλμα.
Τέτοιοι χώροι δεν ήταν μόνο οι αυλές των βασιλικών ανακτόρων αλλά και
σπήλαια, πηγές και άλση. Παράλληλα όμως με το πρωταρχικό αυτό είδος του
ελληνικού ναού συνυπήρχε, κατά τους προϊστορικούς χρόνους, και άλλο είδος
ναών, μέσα σ' αυτό το ίδιο το ανάκτορο ιερό, το οποίο βρισκόταν μέσα στο
άδυτο του παλατιού, δηλαδή στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του βασιλιά και στο
οποίο λατρεύονταν "οι θεοί μύχιοι εν μυχώι δόμου", όπως λέει ο Όμηρος στην
Οδύσσεια. Και πράγματι, σε διάφορα προϊστορικά ανάκτορα της Κρήτης
αποκαλύφθηκαν ναΐσκοι με σκεύη λατρείας και ειδώλια. Από τα πιο σημαντικά
και χαρακτηριστικά είναι το ιερό που βρισκόταν στην Κνωσό, δίπλα στην
αίθουσα του θρόνου του Μίνωα, το οποίο αποτελείται από δύο συνεχόμενα
δωμάτια. Στη μέση του καθενός εγείρεται τετράγωνος κίονας, που φέρει και
στις τέσσερις πλευρές του το σύμβολο του διπλού πέλεκυ, το οποίο ήταν το
έμβλημα του λατρευόμενου Καρίου Διός.
Το ότι τα ανάκτορα των προϊστορικών βασιλιάδων περιέκλειαν τα
ιερά και τους ναούς της πανάρχαιας εκείνης περιόδου προκύπτει, εκτός από τις
ομηρικές περιγραφές και ανασκαφές, και από πολλές γλυπτές και ζωγραφικές
παραστάσεις, οι οποίες βρέθηκαν σε διάφορες ανασκαφές προϊστορικών τόπων.
Έτσι, τοιχογραφία του ανακτόρου της Κνωσού παριστάνει το εσωτερικό ναΐσκου
διαιρεμένο σε τρία δωμάτια, των οποίων οι τοίχοι είναι βαμμένοι με διάφορα
χρώματα: κόκκινο, μπλε και κίτρινο. Λατρευτικό άγαλμα δεν φαίνεται αλλά μόνο
λατρευτικά αντικείμενα σε σχήμα κεράτου δίπλα στους κίονες. Ακόμα, στους
βασιλικούς τάφους των Μυκηνών βρέθηκαν χρυσές πλάκες, πάνω στις οποίες
υπάρχει ανάγλυφη παράσταση με την πρόσοψη κτιρίου, όπου πάνω στις δύο γωνίες
της στέγης του κάθονται από μία περιστέρα, ιερό πτηνό και σύμβολο της
Αφροδίτης. Το κτίριο που παριστάνεται έχει τρεις πόρτες και βωμούς που
διαγράφονται στο βάθος τους καθώς και επιστέγασμα με πολλές αρχιτεκτονικές
λεπτομέρειες, που θυμίζει τα σχέδια των βασιλικών ανακτόρων της Τίρυνθας και
των Μυκηνών. Από αυτές τις ενδείξεις οδηγήθηκε η ιστορία της αρχιτεκτονικής
των αρχαίων Ελλήνων και παραλλήλισε τα πρώτα κτίσματα πραγματικών ναών με
τα σχέδια των προϊστορικών μεγάρων και ανακτόρων. Κατέληξε στο συμπέρασμα
ότι το βασιλικό προϊστορικό ανάκτορο, και μάλιστα το μέγαρο, δηλαδή η
αίθουσα υποδοχής του ανακτόρου, είναι ο πρωταρχικός τύπος του ελληνικού
ναού. Αυτό εξηγεί και γιατί οι αρχαίοι Έλληνες καλούν τους αρχαιότατους
ναούς "μέγαρον" όπως τον ναό της Δήμητρας και της Κόρης, όπως λέει ο
Παυσανίας, τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος. Και
πράγματι, ο ναός της ομηρικής περιόδου που βρέθηκε στην Τροία, από τους
αρχαιότερους των ελληνικών ναών, θυμίζει το σχέδιο του μεγάρου, γιατί
αποτελείται από μια ευρύχωρη τετράγωνη αίθουσα 15,30x8,30 μέτρων και έναν
πρόδομο βάθους2 μέτρων .
Σ' αυτό το κτίσμα βρέθηκε μία βάση κίονα, πάνω στην
οποία στηριζόταν ξύλινος κίονας και όλη η αίθουσα διαιρούνταν σε δύο κλίτη,
που χωρίζονταν από σειρά κιόνων. Στο εσωτερικό διαμέρισμα ήταν στημένο το
άγαλμα ή το ξόανο του θεού. Ο ναός ήταν καθιδρυμένος πάνω σε λόφο, όπου κατά
την εποχή των διαδόχων του Αλεξάνδρου ιδρύθηκε ο ναός της Αθηνάς του Ιλίου
και είναι πολύ πιθανόν αυτός ο πανάρχαιος ομηρικός ναός να είναι ο ναός της
Αθηνάς των χρόνων της άλωσης της Τροίας, που βρισκόταν πάνω στην ακρόπολη,
γύρω από τον οποίο πολλά αναφέρονται στην Ιλιάδα. Στην Τροία άλλος ναός
εκείνης της εποχής αναφέρεται από τον Όμηρο και ο ναός του Σμινθίου
Απόλλωνα.
http://www.hellinon.net/AELLDIK/FOTOS/Naoi.h3.gif
Σύμφωνα με αυτά, ο ναός κατά τους ομηρικούς χρόνους έχει
ανεξαρτητοποιηθεί από την διαφύλαξή του στα βασιλικά ανάκτορα, αντιγράφει το
σχήμα των μεγάρων, μέσα στα οποία, κατά τους προϊστορικούς χρόνους,
κλεινόταν και έμενε αθέατος, παρουσιάζεται τώρα σε υπαίθριο χώρο ως
περίοπτος αυτοτελής οίκος του λατρευόμενου θεού, του οποίου το άγαλμα ή το
ξόανο στεγάζει και στον οποίο δεν πηγαίνει πλέον μόνο ο βασιλιάς να
προσευχηθεί αλλά και κάθε θρησκευτής. Τέτοιος ναός πιθανόν ήταν του Απόλλωνα
στη Δήλο, του οποίου το μέγεθος και τη φήμη εγκωμιάζει ο σχετικός ομηρικός
ύμνος. Επίσης, ανάλογος ναός πρέπει να ήταν και του Πύθιου Απόλλωνα στους
Δελφούς, για τον οποίο ο σχετικός ομηρικός ύμνος λέει ότι είχε μεγάλο
περίβολο. Οι παραπάνω ναοί του 10ου και 9ου αιώνα π.α.χ.χ., που αναφέρονται
στους ομηρικούς ύμνους δεν διασώθηκαν, πολύ πιθανόν είναι όμως ότι, έχοντας
το σχήμα του μεγάρου, ήταν επιμήκη τετράγωνα κτίρια, των οποίων οι δύο
μακροί τοίχοι προεκτείνονταν, σε σχήμα παραστάδων, περικλείοντας τον πρόδομο
και την αίθουσα. Η πρόσοψη μεταξύ των παραστάδων ήταν διακοσμημένη με δύο
ξύλινους κίονες πάνω σε λίθινες βάσεις. Αλλά αυτή η διαμόρφωση του ελληνικού
ναού αποτελεί την πιο απλή διαμόρφωση του πρωταρχικού δωρικού ναού σε
παράσταση.
Το τετράγωνο δωμάτιο του μυκηναϊκού ανακτόρου, το μέγαρο,
ονομάσθηκε τώρα άδυτο ή ναός, ο πρόδομος και η αίθουσα του μεγάρου
ονομάστηκαν πρόναος. Και μέχρι τον 8ο π.α.χ.χ. αιώνα η συγκεκριμένη
αρχιτεκτονική δεν φαίνεται να έκανε μεγαλύτερες προόδους, περιορίστηκε να
εγείρει ναούς κατά το πρότυπο του μυκηναϊκού ανακτόρου. Από τον 8ο π.α.χ.χ.
αιώνα όμως και μετά ο ελληνικός ναός αναπτύσσεται και διακοσμείται, έτσι
καθίσταται οργανικό ον και η ύψιστη εκδήλωση της τέχνης, γιατί αρχιτέκτονες,
γλύπτες και ζωγράφοι συνεργάζονται στην αρμονικότερη ίδρυση και στον
καλλιτεχνικότερο εξωραϊσμό της κατοικίας του θεού. Για την εκλογή του
κατάλληλου τόπου ίδρυσης ναού ζητούνταν, κατά τον λεγόμενο νόμο των ιερών,
χρησμός μαντείου, όπως αυτός της Πυθίας, ή λαμβανόταν υπόψη η παράδοση, κατά
την οποία ο θεός είχε υποδείξει, με ορατό σημάδι, τον αρεστό σ' εκείνο τόπο
ίδρυσης του ναού του. Εξαιτίας αυτού πολλοί ναοί, όπως αυτοί που ήταν στην
Αίγινα, στο Σούνιο, στα Δίδυμα βρίσκονταν μακριά από την πόλη. Όταν όμως δεν
υπήρχε χρησμός ή παράδοση, οι ναοί συνήθως κτίζονταν πάνω σε λόφο ή ύψωμα με
ανοιχτό ορίζοντα, για να είναι περίοπτοι και με φυσική οχύρωση, για να
προφυλάσσονται επαρκέστερα οι θησαυροί και τα άλλα πολύτιμα αφιερώματα και
σκεύη που βρίσκονταν μέσα σ' αυτούς. Ο ναός που εγείρονταν κάτω από αυτές
τις συνθήκες βρίσκονταν στη μέση του χώρου, ο οποίος καλείται τέμενος,
περιβάλλονταν συνήθως από τείχος και περιείχε βωμούς, αναθήματα, στήλες και
αγάλματα. Ο θρησκευτής που εισέρχονταν στο τέμενος θυσίαζε πρώτα και έπειτα
περνώντας μπροστά από τα διάφορα αναθήματα έφτανε στο ναό, του οποίου η
πρόσοψη ήταν συνήθως προς την ανατολή. Και αρχικά, όπως αναφέρθηκε, ο ναός
είχε απλά τον τύπο του μυκηναϊκού μεγάρου, θεμελιώνονταν πάνω σε λίθινες
βάσεις και κτίζονταν με πλίνθους ψημένους στον ήλιο ή από κομμάτια ξερού
πηλού που ανακάτευαν με άχυρο, όπως συνηθίζονταν κατά τους προελληνικούς
χρόνους στην Τροία, Θήρα, Κνωσό, Τίρυνθα και Μυκήνες. Έτσι ήταν κτισμένος
και ο ναός της Αθηνάς στην Ολυμπία κατά τον 8ο ή 7ο αιώνα. Με τον ίδιο τρόπο
ήταν κτισμένος και ο αρχαιότατος ναός στην Πανόπη Φωκίδας, τον οποίο είδε ο
Παυσανίας. Ανάλογος πρέπει να ήταν και ο ναός του Απόλλωνα στα Μέγαρα, του
οποίου ο αυτοκράτορας Αδριανός διέταξε την ανοικοδόμηση με μαρμάρινο υλικό.
Όσον αφορά στα άλλα μέρη του -στέγη και κίονες- αυτά ήταν
φτιαγμένα από ξύλο, όπως ξύλινα ήταν και τα μυκηναϊκά ανάκτορα. Με την
πάροδο του χρόνου όμως, το ξύλο αντικαθιστάται με τον λίθο, ο ναός που
εξωραΐζεται αποκτάει περισσότερους κίονες. Δεν είναι ακριβώς γνωστές
λεπτομερειακά οι φάσεις της εξέλιξης του ελληνικού ναού από τον απλό
πρωταρχικό μυκηναϊκού τύπου. Είναι όμως βέβαιο ότι αρχικά προστέθηκαν δύο
ακόμα κίονες στην πρόσοψη, αργότερα έξι και τέλος εμπλουτίσθηκαν οι μακρές
πλευρές του ναού και του οπισθόδομου με μία ή και δύο σειρές κιόνων. Σε
ενίσχυση των παρατηρήσεων γι' αυτή την εξέλιξη προβάλλονται δύο αρχαιότατοι
ναοί, ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία, το Ηραίον και ο ναός που αποκαλύφθηκε
στο Θέρμο της Αιτωλίας. Το Ηραίον κτίστηκε κατά τον 7ο π.α.χ.χ. αιώνα και
είναι ο πιο αρχαίος δωρικός ναός που έχει ανακαλυφθεί. Ο Παυσανίας αναφέρει
ότι και κατά τους χρόνους του ακόμα διατηρούταν μέσα σ' αυτόν το ναό, ως
κειμήλιο της άλλοτε ξύλινης κιονοστοιχίας του ναού, δρύινος κίονας, γιατί
ξύλινοι ήταν αρχικά οι κίονες, αλλά με την πάροδο του χρόνου, επειδή αυτοί
σάπιζαν, αντικαθιστούταν με λίθινους κίονες. Πράγματι, οι κίονες που
βρέθηκαν στις ανασκαφές αυτού του Ηραίου είναι διαφόρων χρόνων. Αλλά και ο
ναός που αποκαλύφθηκε στο Θέρμο της Αιτωλίας ήταν κτισμένος κατά την
πρωταρχική ναοδομία. Το άδυτο, στενό και μακρύ, ήταν διαιρεμένο σε δύο κλίτη
ή υποστάσεις με μία σειρά από κίονες που στηρίζονταν πάνω σε λίθινες βάσεις.
Της ίδιας τεχνοτροπίας ήταν και ο ναός της Ορθίας Αρτέμιδας στην
Σπάρτη του 9ου ή 8ου αιώνα, ναός ο οποίος αποτελούνταν από έναν απλό
τετράγωνο σηκό, τον οποίο χώριζε κατά μήκος σε δύο μέρη, μια σειρά από
ξύλινους κίονες. Στο βάθος ήταν στημένο μέσα σε ένα μικρό χώρισμα το άγαλμα
της θεάς. Ο εξωτερικός διάκοσμος των πανάρχαιων αυτών ναών γινόταν με
έγχρωμα ψημένα κεραμίδια. Στο Θέρμο το επιστύλιο του ναού ήταν διακοσμημένο
με κοσμήματα αρχαϊκού τύπου. Στην Ολυμπία οι ανασκαφές έφεραν στο φως τα
κομμάτια του τεράστιου ακρωτηρίου, το οποίο επέστρεφε στο τύμπανο του Ηραίου
και το οποίο είναι από ψημένο πηλό και σε σχήμα δίσκου με χρωματιστά
γεωμετρικά ιχνογραφήματα. Αλλά και στη Μεγάλη Ελλάδα και ιδίως στη Σικελία,
Σελινούντα και Γέλα, όπου σώζονται ακόμα αρχαιότατοι ναοί δωρικού ρυθμού, η
διακόσμησή τους με χρωματιστά ψημένα κεραμίδια και η τεχνοτροπία των σχεδίων
και της κατασκευής τους φανερώνουν ότι πράγματι είναι αυταπόδεικτη η θεωρία
του Βιτρούβιου, κατά την οποία η αρχιτεκτονική του ελληνικού ναού προήλθε
από την ξυλοδομία. Τέτοιος ήταν ο ελληνικός ναός κατά την γεωμετρική περίοδο
και την πρώιμη αρχαϊκή εποχή. Από τη στιγμή όμως που άρχισε η αντικατάσταση
του πηλού και του ξύλου με σκληρότερο υλικό -του πωρόλιθου ή του μαρμάρου-
άρχισε εύλογα και η μεταβολή από την αλλαγή του υλικού και η νέα διαμόρφωση
των αρχιτεκτονικών μελών του ναού. Κύρια και ουσιώδη μεταβολή υπέστη ο
κίονας, ο οποίος, πρώτα ήταν ξύλινος και είχε το σχήμα του ξύλινου
μυκηναϊκού κίονα. Σύμφωνα με τις παραστάσεις, ο μυκηναϊκός κίονας ήταν
ξύλινο στήριγμα, πιο λεπτό κοντά στη βάση και πιο παχύ κοντά στην κορυφή,
την οποία στεφάνωνε κυκλικό επίθεμα ή άβακας (άβαξ). Με την χρησιμοποίηση
λίθου αντί ξύλου, ο κίονας αυτός έγινε παχύτερος στη βάση και λεπτότερος
στην κορυφή, το επίθεμα μεγεθύνθηκε και επιμηκύνθηκε, ο κορμός αυλακώθηκε
και έτσι γεννήθηκε ο δωρικός κίονας. Οι ναοί διακοσμημένοι με αυτό το είδος
κιόνων ονομάστηκαν δωρικοί ναοί. Τέτοιοι ναοί ιδρύθηκαν όλα τα μέρη της
Ελλάδας και της Μεγάλης Ελλάδας. Ταυτόχρονα όμως ή λίγο αργότερα, ιδρύθηκαν
στη Μικρά Ασία και μάλιστα στην Ιωνία ναοί διακοσμημένοι με κίονες ιωνικού
ρυθμού και καλούνταν, από αυτόν, ιωνικοί ναοί. Και τα δύο αυτά είδη ναών
έχουν όμοιο γνώρισμα την λεγόμενη κρηπίδα, δηλαδή τη βάση ή το υπόβαθρο πάνω
στο οποίο εγείρονται.
Η κρηπίδα είναι ευρύ και στερεό στρώμα από λίθους, του οποίου το
κάτω μισό τμήμα είναι χωμένο μέσα στη γη και αποτελεί τα θεμέλια του ναού,
το άλλο πάνω μισό προεξέχει από τη γη και καλείται στυλοβάτης, γιατί πάνω σ'
αυτόν στηρίζονται οι κίονες του ναού. Το βάθος των θεμελίων ποίκιλλε ανάλογα
με το βάρος του κτίσματος που θα τοποθετούνταν πάνω τους ή σύμφωνα με τον
τύπο στον οποίο ανήκαν. Εάν η θέση ήταν βραχώδης, όπως πάνω στην Ακρόπολη
λόγου χάρη, το βάθος γίνονταν μέτριο και τα θεμέλια τοποθετούνταν χωρίς
συνδετικό υλικό. Όπου το έδαφος δεν ήταν βραχώδες, συνήθως μέσα στον πυθμένα
του αυλακιού ρίχνονταν στρώμα άμμου, μερικές φορές πηλού, για να ισοπεδώσουν
τη θέση. Στην Έφεσο το κάτω στρώμα των θεμελίων του αρχαιότατου ναού της
Αρτέμιδας ήταν από άνθρακα και αμμοκονίαμα. Η κρηπίδα κατασκευάζονταν από
λίθους, επεξεργασμένους ή μη. Το κάτω μέρος της κρηπίδας του αρχαιότατου
Ηραίου της Ολυμπίας αποτελείται από ακανόνιστες πέτρες. Τα κενά μεταξύ των
λίθων αυτών συμπληρώνονταν με πέτρες και χώμα. Ο στυλοβάτης αποτελείται από
τρία στρώματα λίθων, κλιμακωτά τοποθετημένα. Το δάπεδο του ναού ή των
κιονοστοιχιών εξείχε λίγο από την κορυφή του στυλοβάτη. Και μέχρι τον
στυλοβάτη τα είδη των παραπάνω ναών δεν διέφεραν μεταξύ τους, από τον
στυλοβάτη όμως και πάνω η διαφορά όχι μόνο είναι μεγάλη, αλλά αποτελεί και
το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ρυθμού. Και αυτή τη διαφορά προκαλούσε η
μορφή των κιόνων και η μορφή της ξυλοδεσίας ή του θριγκού, του ανώτερου
δηλαδή μέρους του ναού, το οποίο βρίσκεται επάνω στους τοίχους και στους
κίονες. Ο θριγκός παρουσιάζει την εξής διαφορά: του δωρικού θριγκού το πρώτο
μέλος είναι το επιστύλιο, το οποίο επικάθεται στα ανώτατα μέλη των κιόνων
και το οποίο αποτελείται από μεγάλες τετράπλευρες οριζόντιες δοκούς.
Αυτές οι δοκοί φέρουν στο πάνω μέρος τους κανόνες, δηλαδή
κοντούς πήχεις, από τους οποίους κρέμονται μικρές αποφύσεις, οι καλούμενες
σταγόνες. Οι κανόνες βρίσκονται πάντα ακριβώς πάνω από το μέσο των
μετακιονίων, δηλαδή πάνω από το διάστημα μεταξύ δύο κιόνων. Πάνω από τους
κανόνες προεξέχει μια συνεχής στενή ταινία και κατόπιν έρχεται το διάζωμα.
Το διάζωμα διαιρείται σε τρίγλυφα και μετώπες. Τα τρίγλυφα είναι πλάκες
τοποθετημένες όρθια και φέρουν τρεις κάθετες γλυφές, δύο ολόκληρες και δύο
μισές, μεταξύ των οποίων προεξέχουν οι λεγόμενοι μηροί. Οι μετώπες είναι
τετράπλευρες πλάκες, οι οποίες φέρουν συνήθως παραστάσεις. Τα τρίγλυφα
βρίσκονται πάντοτε πάνω από τους κανόνες. Μετά το διάζωμα ακολουθεί το γείσο
(κορνίζα), του οποίου η κάτω επιφάνεια κλίνει προς τα εμπρός και κοσμείται
με πίνακες που προεξέχουν, τους προμόχθους και με σειρά από σταγόνες. Οι
προμόχθοι βρίσκονται πάντα πάνω από τα τρίγλυφα και στο μέσο των μετοπών. Τα
διαστήματα μεταξύ των προμόχθων ονομάζονται αγυιές.Το επιστύλιο του ιωνικού
θριγκού δεν έχει την επιφάνεια ενιαία, αλλά διαιρεμένη σε δύο ή τρεις
ταινίες, που προεξέχει λίγο η μία από την άλλη, αναμφίβολα έλαβε την
διαμόρφωση αυτή από την ξυλοδομία, κατά την οποία δύο ή τρεις επάλληλοι
δοκοί αποτελούν το επιστύλιο. Αντίθετα, το διάζωμα είναι ενιαίο και επίπεδο
και επειδή πολλές φορές διακοσμούνταν με παραστάσεις, καλείται ζωφόρος. Το
γείσο συνίσταται άλλοτε από οριζόντιες πλάκες, χωρίς τις δωρικές σταγόνες,
άλλοτε βρίσκονται κάτω από αυτές πυκνές τετράπλευρες προεξοχές, οι οποίες
ονομάζονται γεισήποδες ή οδόντες, διότι προφανώς παριστάνουν τα άκρα των
οριζόντιων ξύλινων δοκών της οροφής και υπενθυμίζουν την γένεσή τους από την
ξυλοδομία. Από τον θριγκό και πάνω, τα δύο είδη του ελληνικού ναού έχουν
πάλι, όπως και στην κρηπίδα, κοινό γνώρισμα την διαμόρφωση της στέγης, η
οποία ήταν σαμαρωτή, σχηματίζει μπροστά και πίσω τα τριγωνικά αετώματα ή
τους αετούς. Η επιφάνεια του βάθους των αετωμάτων καλείται τύμπανο, το οποίο
πλαισιώνεται από γείσα χωρίς προμόχθους. Πάνω από το αέτωμα, όπως και όλη τη
στέγη, πλαισιώνει η υδρορροή ή σίμη, στεφάνι δηλαδή, η οποία στεφανώνει το
οικοδόμημα και συνάμα εμποδίζει τα νερά της βροχής να πέφτουν από τη στέγη
στις προσόψεις.
Αυτού του είδους οι ναοί ονομάστηκαν "εν παραστάσι". Με την
πάροδο του χρόνου όμως και μάλιστα από την αρχαϊκή εποχή, οι ναοί
διακοσμήθηκαν με περισσότερους κίονες. Πρώτα εμπλουτίστηκαν με δύο ακόμα
κίονες και ονομάστηκαν πρόστυλοι. Αργότερα η ίδια διάταξη των κιόνων
επαναλήφθηκε και πριν της οπίσθιας στενής πλευράς του ναού και ονομάστηκαν
αμφιπρόστυλοι. Πρόστυλοι ναοί ήταν το Αρτεμίσιο στην Επίδαυρο και ο ναΐσκος
στην Ολυμπία ή θησαυρός των Γελώων. Αμφιπρόστυλος ναός είναι ο ναός της
Απτέρου Νίκης της ακροπόλεως Αθηνών. Οι τρεις αυτοί τύποι είναι οι
κυριότεροι τύποι μακράς σειράς ναών, των οποίων το κοινό γνώρισμα είναι ότι
δεν έχουν κίονες και στα πτερά, δηλαδή κατά τις μακρές πλευρές του κτιρίου.
Οι ναοί αυτοί ονομάζονται άπτεροι. Ως άπτεροι, αυτοί οι ναοί ήταν κτίσματα
μικρών διαστάσεων. Με την μεγέθυνση όμως των ναών, όχι μόνο οι στενές
πλευρές απέκτησαν περισσότερους κίονες, αλλά και οι μακρές διακοσμήθηκαν με
μονή ή και διπλή σειρά κιόνων. Οι ναοί που καλλωπίστηκαν με μία σειρά ή δύο
σειρές κιόνων ονομάσθηκαν περίπτεροι ή δίπτεροι. Κατά τον Βιτρούβιο,
περίπτεροι ναοί καλούνται αυτοί που έχουν από έξι κίονες στις στενές πλευρές
και από έντεκα στις μακρές, σ' αυτές συμπεριλαμβανομένων και των κιόνων των
γωνιών. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους όμως περίπτεροι ναοί είναι όλοι οι ναοί
που έχουν γύρω τους μια σειρά κιόνων, ανεξάρτητα εάν οι στενές πλευρές έχουν
έξι κίονες, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, ή πέντε, όπως ο ναός στο Θέρμο, ή
οκτώ, όπως ο Παρθενώνας.
Ο περίπτερος ναός είναι η αρχαιότερη μορφή από τους κλασικούς
τύπους του ελληνικού, αυτό το αποδεικνύει ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία, το
Ηραίον, του οποίου το σχέδιο χρονολογείται τον 8ο ή 9ο αιώνα π.α.χ.χ. Οι
δίπτεροι ναοί έχουν οκτώ κίονες στην πρόσοψη της κάθε στενής πλευράς και
διπλή σειρά κιονοστοιχιών στις μακρές πλευρές. Ως αρχαιότερο παράδειγμα
δίπτερου ναού αναφέρει ο Βιτρούβιος τον ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο, τον
οποίο έκτισαν ο Χερσίφρων από την Κνωσό και ο γιος του Μεταγένης κατά τον 6ο
αιώνα π.α.χ.χ. και πυρπολήθηκε το 356 π.α.χ.χ. από τον Ηρόστρατο. Στους
παραπάνω τύπους ναών προστίθεται και ο ψευδοπερίπτερος ναός, ο οποίος έχει
επίσης οκτώ κίονες στην πρόσοψη, αλλά από αυτούς μόνο οι τέσσερις μεσαίοι
αναλογούν στον τοίχο του ναού, πάνω σε κάθε μία από τις μακρές πλευρές
υπάρχει απλή σειρά από δεκαπέντε κίονες. Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, ο τύπος
αυτός επινοήθηκε κατά το τελευταίο τρίτο του 3ου π.α.χ.χ αιώνα από τον
Ερμογένη από την Αλαβάνδα, ο οποίος έκτισε το Αρτεμίσιο του Μαιάνδρου στην
Μαγνησία. Κατά τους αρχαιολόγους όμως αρχαιότερος ψευδοπερίπτερος ναός είναι
αυτός που βρίσκεται στην Σελινούντα. Για πιο πλήρη καθορισμό των διάφορων
τύπων που γεννήθηκαν από τον αριθμό των κιόνων προστέθηκε στην παραπάνω
διαίρεση των ναών και η διάκριση τους από τον αριθμό των κιόνων της πρόσοψης
σε ναούς τετράστυλους, όταν έχουν τέσσερις κίονες στην πρόσοψη, εξάστυλους
όταν έχουν έξι και οκτάστυλους, δεκάστυλους ή δωδεκάστυλους, όταν έχουν
οκτώ, δέκα, δώδεκα κίονες. Έτσι π.χ. ο ναός καθορίζεται ως περίπτερος
εξάστυλος, όταν έχει έξι κίονες στις στενές πλευρές και μία σειρά κιόνων
στις μακρές πλευρές. Δίπτερος οκτάστυλος καλείται όταν έχει οκτώ κίονες στις
στενές πλευρές και διπλή σειρά κιόνων στις μακρές του. Παραλλαγή του ιωνικού
ναού είναι ο λεγόμενος κορινθιακός ναός, ο οποίος διαφέρει από τον ιωνικό
μόνο και αποκλειστικά στο κορινθιακό κιονόκρανο και ο οποίος αρχίζει από τον
4ο π.α.χ.χ. αιώνα. Ο ελληνικός ναός κατέληξε πλέον όχι μόνο αυτοτελές
κτίσμα, ελεύθερο στην ύπαιθρο και περίοπτο, αλλά και διακοσμήθηκε με κίονες
και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, ώστε να παρουσιάζει τον πρωτότυπο αλλά και
τελειότερο τύπο του θείου οίκου. Αλλά οτιδήποτε εξυψώνει την πρωτοτυπία του
ελληνικού ναού και τον καθιστά το θαύμα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής
είναι οι αναλογίες των διάφορων μελών του προς τα άλλα, αναλογίες, οι οποίες
τον διαφοροποιούν κάθε ναό άλλων αρχαίων λαών. Οι αναλογίες αυτές έχουν ως
γνώμονα την σχέση των διάφορων μερών του οικοδομήματος με τη διάμετρο του
κίονα προς τη βάση. Πάνω στη βάση αυτής της αρχής οι ναοί σε σχέση με την
απόσταση που χωρίζει τους κίονες από τους άλλους, καλούνται πυκνόστυλοι,
όταν το μεταξύ διάστημα από κίονα σε κίονα είναι ίσο προς τρεις αναλογίες
της διαμέτρου του κίονα προς τη βάση του, δηλαδή το διάστημα είναι τρεις
φορές μακρύτερο από τη διάμετρο του κίονα, σύστυλοι, όταν είναι τέσσερις
φορές, εύστυλοι, τέσσερις και μισή, διάστυλοι, έξι και αραιόστυλοι παραπάνω
από έξι. Ανάλογα με αυτές τις διαφορές της πυκνότητας ή αραιότητας των
κιόνων αντιστοιχούσαν και οι διάφορες ποικιλίες από το ύψος των κιόνων και
του θριγκού.
Με άλλα λόγια, όλα τα μέλη του ναού υπόκεινται στην ίδια αρχή των
αναλογιών. Αλλά και η εσωτερική του διάταξη δεν ανταποκρίνονταν λιγότερο
στην εμπνευσμένη, αρμονική και πλούσια σε διάκοσμο εξωτερική εμφάνιση. Το
κτίριο του ναού, το οποίο περιβάλλονταν από κίονες, είχε συνήθως σχήμα
τετράπλευρου ορθογωνίου. Και, αρχικά αποτελούνταν από μία και μόνη αίθουσα,
η οποία καλούνταν σηκός και στην οποία ιδρύονταν το λατρευτικό άγαλμα της
τιμώμενης θεότητας. Ο σηκός ήταν ερμητικά κλεισμένος και στεγασμένος, όμως
συγκοινωνούσε με τον διάδρομο της εισόδου, που βρίσκονταν μπροστά του, από
μια πόρτα, της οποίας τα κλειδιά κρατούσαν οι ιερείς. Στη μεγέθυνση όμως του
τετράγωνου κτιρίου, ο ελληνικός ναός διαιρέθηκε σε τρία μεγάλα μέρη: τον
πρόναο ή τον πρόδομο, τον σηκό ή το άδυτο και τον οπισθόδομο. Ο πρόναος
σχηματίζονταν με την προέκταση των δύο μακρών τοίχων του σηκού και ενός
εγκάρσιου τοίχου, στον οποίο υπήρχε πόρτα που οδηγούσε στον σηκό. Αυτό το
πρώτο τμήμα του ναού χωρίζονταν ανάλογα την περίσταση από μία σειρά κιόνων,
στις μετακιονίες των οποίων υπήρχαν κιγκλίδες, οι οποίες τον έφραζαν εντελώς
και μάλιστα έτσι προφυλάσσονταν τα πολύτιμα αντικείμενα και αφιερώματα, που
υπήρχαν μέσα στον πρόναο.
Ο σηκός, στον οποίο εισέρχονταν από μεγάλη και συχνά πολυτελή
πόρτα, που υπήρχε στο βάθος του τοίχου του πρόναου, χωρίζονταν πολλές φορές
και μάλιστα από αρχαιοτάτων χρόνων σε δύο ή τρία κλίτη ή υποστάσεις με απλή
ή διπλή σειρά κιόνων. Η μεσαία υπόσταση αφήνονταν μερικές φορές χωρίς σκεπή
και λόγω αυτής της ιδιορρυθμίας ο ναός ονομαζόταν ύπαιθρος. Στο βάθος αυτού
του διαμερίσματος ήταν ιδρυμένο το λατρευτικό άγαλμα της θεότητας και γύρω
από αυτό υπήρχαν και άλλα αναθήματα και αγάλματα. Αυτό το τμήμα του ναού
λέγονταν άδυτο και δεν ήταν προσιτό σε όλους. Το τελευταίο διαμέρισμα του
ναού ήταν ο οπισθόδομος, ο οποίος ήταν γενικά όμοιος με τον πρόναο και
αποτελούσε την οπίσθια πρόσοψη του ναού, όπως ο πρόναος αποτελούσε την
εμπρόσθια πρόσοψη. Συνήθως ο οπισθόδομος ήταν τελείως απομονωμένος από τον
σηκό, μερικές φορές όμως συγκοινωνούσε με αυτόν από μία πόρτα. Αυτό το τμήμα
του ναού είχε τη θέση του θησαυροφυλακίου του Ιερού, οπότε και κλείνονταν με
κιγκλίδες και χάλκινη πόρτα.Τέτοιος ήταν ο ελληνικός ναός σε εξωτερική
εμφάνιση και σε εσωτερική διαίρεση από τον 8ο αιώνα π.α.χ.χ. και μετά, μέχρι
την βίαιη επικράτηση των χριστιανών. Μερικές φορές ο ναός λάμβανε το όνομα
της λατρευόμενης θεότητας. Έτσι, Ποσιδήϊον ή Ποσειδώνιον ήταν ο αφιερωμένος
ναός στον Ποσειδώνα, Ηραίον στην Ήρα, Αμφιαράειον στον Αμφιάραο, Ασκληπείον
στον Ασκληπιό, Ηφαιστείο στον Ήφαιστο κ.λπ.
Πάρα πολλοί είναι οι περίφημοι ελληνικοί ναοί όλων των ρυθμών,
διατάξεων και μεγεθών που ιδρύθηκαν ανά τους αιώνες σε ολόκληρο τον ελληνικό
κόσμο, αλλά οι περιφημότεροι ναοί για το μέγεθος των διαστάσεων ή το κάλλος
του διακόσμου τους ήταν: 1) Οι αρχαιότεροι δωρικοί ναοί της Κάτω Ιταλίας και
της Σικελίας και ιδίως το Ολυμπείο των Συρακουσών, το κολοσσιαίων διαστάσεων
Ολύμπειο του Ακράγαντα, το οποίο είχε πλάτος 46,30 και μήκος113,45 μέτρα
και το οποίο κτίστηκε γύρω στο 480 π.α.χ.χ., ο ναός του Απόλλωνα στην
Σελινούντα, πλάτους 50,11 επί110,36 μέτρα , περίπτερος ναός με οκτώ κίονες
στις στενές πλευρές και δεκαεπτά στις μακρές του και ο ναός της Δήμητρας
στην Ποσειδωνία, ο οποίος είχε εννέα κίονες στην πρόσοψη και δεκαοκτώ στις
πλευρές, 2) οι δωρικοί ναοί της κύριας Ελλάδας και ιδίως το Ηραίον της
Ολυμπίας, ο αρχαιότερος από τους σωζόμενους ναούς των ιστορικών χρόνων, όπως
και ο ναός του Ολυμπίου Διός στην Ολυμπία. Ο ναός του Θέρμου, ιδιαίτερος για
την απλή σειρά των κιόνων του σηκού, ο ναός του Απόλλωνα στην Κόρινθο, έργο
του τέλους του 6ου αιώνα π.α.χ.χ., ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς, ο
οποίος κάηκε το 548 π.α.χ.χ. και ανοικοδομήθηκε γύρω στο 340 - 330 π.α.χ.χ.
και στον οποίο υπήρχε ιδιαίτερο διαμέρισμα όπου βρισκόταν το χάσμα του
μαντείου, ο ναός της παρθένου Αθηνάς που βρίσκεται πάνω στην Ακρόπολη της
Αθήνας, ο λεγόμενος Παρθενώνας και το Ηφαιστείο, ναός αφιερωμένος στον
Ήφαιστο, που βρίσκεται κάτω από την Ακρόπολη, 3) ο ναός της Αφαίας στην
Αίγινα και ο μοναδικός δωρικός ναός στη Μικρά Ασία, ο ναός της Άσσου.
Από τους ιωνικούς ναούς αξιολογότεροι ήταν: Ο αρχαιότατος
ιωνικός ναός που αποκαλύφθηκε στην πόλη της Τροίας, Νεανδρεία, του οποίου τα
κιονόκρανα φέρουν τον λεγόμενο αιολικό τύπο, ο οποίος διαιρούνταν εσωτερικά
σε δύο υποστάσεις από απλή σειρά κιόνων, ο ναός της Αρτέμιδας στην Έφεσο, το
Αρτεμίσιο, έργο του 6ου αιώνα π.α.χ.χ., ναός δίπτερος οκτάστυλος, με είκοσι
κίονες στις μακρές πλευρές, των οποίων οι κατώτεροι σπόνδυλοι είχαν πάνω
τους ανάγλυφες παραστάσεις και ήταν ανάθημα του Κροίσου, αυτός ο ναός
συγκαταλέγονταν στα επτά θαύματα του κόσμου, ο μικρός, αλλά όμορφος, ναός
της Πολιάδας Αθηνάς, τον οποίον αφιέρωσε ο Αλέξανδρος γύρω στο 334 π.α.χ.χ.
και ο οποίος ήταν απλός περίπτερος ναός με κίονες της περίστασης 6x11, ο
ναός του Φιλησίου Απόλλωνα, το Διδυμαίο στα Δίδυμα, δίπλα στη Μίλητο, έργο
του 4ου αιώνα π.α.χ.χ., το οποίο εκτέλεσαν οι αρχιτέκτονες Δάφνις και
Παιόνιος. Ο ναός ανεγείρονταν πάνω σε κρηπίδωμα επτά σκαλιών και είχε μήκος
109 μέτρα και πλάτος51
μέτρα και ήταν δίπτερος με 10x21, τον βαθύ πρόναο
αυτού του ναού υποστήριζαν 12 κίονες, πίσω από τον οποίο υπήρχε δωμάτιο που
ονομαζόταν χρησμογραφείο, γιατί απ' αυτό ανακοινώνονταν οι χρησμοί του Θεού,
ο ψευδοπερίπτερος ναός της Αρτέμιδας στις Σάρδεις, ο ναός της Ήρας στη Σάμο,
το Ηραίον, τον οποίο ο Ηρόδοτος αναφέρει ως τον μέγιστο των ναών, από όσους
είδε, και, ο οποίος, ως δίπτερος, είχε οκτώ κίονες στην πρόσοψη, εννέα στον
οπισθόδομο, ανά είκοσι σε διπλή σειρά κατά τους δύο μακρούς τοίχους. Το
Ερεχθείο, που βρίσκεται πάνω στην Ακρόπολη, θαύμα ιωνικού καλλωπισμού έχει
μήκος108,73 μέτρα
και πλάτος 54,48 μέτρα ,
το Ολυμπείο ή ναός του Ολυμπίου
Διός, που επίσης είναι στην Αθήνα, έργο που αποπερατώθηκε μετά από πολλούς
αιώνες από τον αυτοκράτορα Αδριανό και είχε107,75 μέτρα μήκος και
41 μέτρα
πλάτος. Αυτός ο ναός ήταν δίπτερος κορινθιακού ρυθμού με οκτώ κίονες στις
στενές πλευρές και είκοσι στις μακρές, επίσης είχε άλλους τέσσερις πριν τον
πρόναο και τον οπισθόδομο, στο σύνολό τους ήταν 104 κίονες, των οποίων το
ύψος ήταν17,25 μέτρα .
Μεταξύ των πιο ονομαστών και θαυμαστών ναών των
Ελλήνων ήταν ο Παρθενώνας, για την αρμονική διαμόρφωσή του και τον άφθαστο
πλαστικό του διάκοσμο.
Ο Παρθενώνας ήταν από τα τελειότερα δείγματα της θρησκευτικής
αρχιτεκτονικής των αρχαίων Ελλήνων. Αυτός ο ονομαστός ναός στηρίζεται πάνω
σε κρηπίδωμα τριών μαρμάρινων σκαλοπατιών, πάνω στο ανώτερο από αυτά πατούν
στηριζόμενοι οι δωρικοί κίονες. Αυτοί οι κίονες, οκτώ στις στενές πλευρές
και δεκαεπτά στις μακρές και με ύψος10,45 μέτρα ,
περιβάλλουν το οικοδόμημα,
το οποίο έχει σχήμα μεγάλου ορθογωνίου, μήκους69,50 μέτρων και
πλάτους 31
μέτρων περίπου. Ο αρχιτεκτονικός διάκοσμος είναι ο σοβαρός δωρικός
διάκοσμος. Οι γλυπτές μετώπες, εναλλασσόμενες με τα τρίγλυφα, ως τετράγωνοι
ζωγραφικοί πίνακες, παρουσιάζουν σειρά θεμάτων που έχουν σχέση με τις
αγαπητές παραδόσεις των Αθηναίων, οι οποίες παριστάνουν τη μάχη των Λαπιθών
και των Κενταύρων, το μύθο του Ερεχθέα και της Πανδρόσου, την ιστορία των
μυθολογικών αρχών της Αθήνας και της παράδοσης σχετικά με την θεά Αθηνά. Τα
αετώματα είναι διακοσμημένα με σειρά ολόγλυφων αγαλμάτων, έργων του Φειδία
και της σχολής του και παρίσταναν, αυτά του ανατολικού αετώματος τη γέννηση
της Αθηνάς και αυτά του δυτικού την έριδα για την διεκδίκηση της αττικής γης
μεταξύ της Αθηνάς και του Ποσειδώνα. Κάτω από τον θριγκό, στο ψηλότερο μέρος
του τοίχου, μια μαρμάρινη ταινία περιβάλλει όλο το κτίριο, η ζωφόρος, πάνω
στην οποία απεικονίζεται, ανάγλυφη, η πομπή των Παναθηναίων με τις Ιέρειες
της Θεάς, τη συνοδεία των θρησκευτών για τη θυσία, τα πάνοπλα πολεμικά
άρματα και τη μικρή παρέλαση των ιππέων, των οποίων οι χλαμύδες ανεμίζουν
στον άνεμο. Ο πλαστικός εξωτερικός διάκοσμος του ναού συμπληρώνεται με
διακοσμητικά στολίδια στο ψηλότερο τμήμα του ναού. Τέτοια στολίδια είναι οι
υδρορροές, οι οποίες καταλήγουν σε κεφάλια λιονταριών και τα ακρωτήρια της
στέγης σε σχήματα Σφιγγών, αγγείων, τριπόδων, Νικών, λιονταριών,
χρωματισμένων συνήθως σωστά. Στο εσωτερικό, ο σηκός διαιρούνταν σε τρεις
υποστάσεις από δύο σειρές κιόνων με διπλό ρυθμό κιόνων, που ήταν
τοποθετημένοι οι μεν πάνω στους δε. Η κάτω σειρά, δωρικού ρυθμού,
στηρίζονταν επάνω στο δάπεδο του σηκού και υποβάσταζε το επιστύλιο, πάνω στο
οποίο στηρίζονταν η ανώτερη σειρά κιόνων ιωνικού και δωρικού ρυθμού.
Το άγαλμα της Θεάς, που ήταν ιδρυμένο στο βάθος του σηκού, ήταν
το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς, έργο του Φειδία.
Στηρίζονταν πάνω σε πλούσια ανάγλυφο βάθρο και προκαλούσε την έκπληξη των
θρησκευτών και των περιηγητών, τόσο για τη θαυμάσια πλαστική εκτέλεση, όσο
και για τον αμύθητο πλούτο του ευγενούς μετάλλου, από το οποίο ήταν
κατασκευασμένο και των άλλων πολύτιμων λίθων, με τους οποίους ήταν
διακοσμημένο. Οι κίονες του σηκού, τριγύρω από το άγαλμα, ήταν στολισμένοι
με όπλα. Γύρω από το βάθρο του αγάλματος υπήρχαν έργα τέχνης, αναθηματικοί
πίνακες και πολύτιμα υφάσματα. Το εσωτερικό του οπισθόδομου είχε πιθανόν
τέσσερις κίονες, οι οποίοι κρατούσαν τη στέγη του. Σ' αυτό το διαμέρισμα
φυλάσσονταν και ο θησαυρός της Θεάς, ο οποίος συνίστανται από αναθήματα,
ιστορικά κειμήλια, όπως ήταν το βραχύ και ευθύ ξίφος του Μαρδόνιου (στα
περσικά "ακινάκης"), ο θρόνος του Ξέρξη με τα ασημένια πόδια και ο θησαυρός
της αθηναϊκής πολιτείας με τις σφραγίδες της δημοκρατίας. Αυτός σε γενικές
γραμμές ήταν ο ναός της Παρθένου Αθηνάς, ο οποίος αποτελεί τον τελειότερο
τύπο ελληνικού ναού.
© Πνευματικά δικαιώματα Ιεροπρακτικός Θίασος Δελφύς
να αντλήσουν πολύτιμες πληροφορίες για την απόκτηση ή την εμπέδωση μιας
στοιχειώδους αρχαιογνωσίας.
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν ναό αποκλειστικά το ιδιαίτερο κτίσμα,
μέσα στο οποίο στεγαζόταν και φυλασσόταν το άγαλμα της λατρευόμενης
θεότητας, σε αντιδιαστολή προς το Ιερό, δηλαδή τον ιερό χώρο, ο οποίος
περιλάμβανε τον ναό, τους βωμούς, τα αναθήματα και τις κατοικίες των ιερέων.
Η ιστορία της αρχιτεκτονικής των αρχαίων Ελλήνων μας διδάσκει ότι ναοί
άρχισαν να κατασκευάζονται από την ομηρική εποχή και έπειτα και πως οι
προγενέστεροι τόποι λατρείας ήταν τα Ιερά. Πράγματι, στα κυριότερα δηλαδή
προϊστορικά κέντρα της Ελλάδας, στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, στην Κρήτη -στις
Κνωσό και Φαιστό- , δεν βρέθηκαν λείψανα ναών με την παραπάνω έννοια, σχεδόν
όμως σε όλα τα μέρη της ελληνικής γης αποκαλύφθηκαν λείψανα βωμών στις
μεγάλες αυλές των προϊστορικών βασιλικών παλατιών. Η εύρεση τέτοιων
λατρευτικών τύπων ανταποκρίνεται πληρέστερα με τις σχετικές περιγραφές και
αναφορές των ομηρικών επών, σύμφωνα με τα οποία η μεγάλη αυλή του βασιλικού
παλατιού των προϊστορικών χρόνων ήταν ο ιερός τόπος των πόλεων, στον οποίον
συνέρεαν οι θρησκευτές στις μεγάλες περιοδικές γιορτές, όπου θυσίαζαν και
επικαλούνταν τη βοήθεια των λατρευόμενων θεών. Γι' αυτό και η μεγάλη αυλή
του προϊστορικού βασιλικού ανακτόρου -το έρκος- προσδιορίζεται από τον Όμηρο
"έρκος ιερόν".
Έτσι στην Ιθάκη, στην αυλή του παλατιού του Οδυσσέα, ο Λαέρτης
και ο Οδυσσέας θυσιάζουν στον Ερκείο Δία μηρούς βοδιών και ο Φήμιος
προσπαθεί να καταφύγει εκεί για να βρει άσυλο. Επίσης και στην αυλή του
ανακτόρου του ο Πρίαμος κάνει σπονδές στον Ιδαίο Δία, ζητώντας τη βοήθειά
του. Σύμφωνα με αυτά, ο προϊστορικός ελληνικός ναός ήταν υπαίθριος χώρος που
περιβαλλόταν από τοίχο και περιείχε βωμό και πιθανόν το λατρευτικό άγαλμα.
Τέτοιοι χώροι δεν ήταν μόνο οι αυλές των βασιλικών ανακτόρων αλλά και
σπήλαια, πηγές και άλση. Παράλληλα όμως με το πρωταρχικό αυτό είδος του
ελληνικού ναού συνυπήρχε, κατά τους προϊστορικούς χρόνους, και άλλο είδος
ναών, μέσα σ' αυτό το ίδιο το ανάκτορο ιερό, το οποίο βρισκόταν μέσα στο
άδυτο του παλατιού, δηλαδή στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του βασιλιά και στο
οποίο λατρεύονταν "οι θεοί μύχιοι εν μυχώι δόμου", όπως λέει ο Όμηρος στην
Οδύσσεια. Και πράγματι, σε διάφορα προϊστορικά ανάκτορα της Κρήτης
αποκαλύφθηκαν ναΐσκοι με σκεύη λατρείας και ειδώλια. Από τα πιο σημαντικά
και χαρακτηριστικά είναι το ιερό που βρισκόταν στην Κνωσό, δίπλα στην
αίθουσα του θρόνου του Μίνωα, το οποίο αποτελείται από δύο συνεχόμενα
δωμάτια. Στη μέση του καθενός εγείρεται τετράγωνος κίονας, που φέρει και
στις τέσσερις πλευρές του το σύμβολο του διπλού πέλεκυ, το οποίο ήταν το
έμβλημα του λατρευόμενου Καρίου Διός.
Το ότι τα ανάκτορα των προϊστορικών βασιλιάδων περιέκλειαν τα
ιερά και τους ναούς της πανάρχαιας εκείνης περιόδου προκύπτει, εκτός από τις
ομηρικές περιγραφές και ανασκαφές, και από πολλές γλυπτές και ζωγραφικές
παραστάσεις, οι οποίες βρέθηκαν σε διάφορες ανασκαφές προϊστορικών τόπων.
Έτσι, τοιχογραφία του ανακτόρου της Κνωσού παριστάνει το εσωτερικό ναΐσκου
διαιρεμένο σε τρία δωμάτια, των οποίων οι τοίχοι είναι βαμμένοι με διάφορα
χρώματα: κόκκινο, μπλε και κίτρινο. Λατρευτικό άγαλμα δεν φαίνεται αλλά μόνο
λατρευτικά αντικείμενα σε σχήμα κεράτου δίπλα στους κίονες. Ακόμα, στους
βασιλικούς τάφους των Μυκηνών βρέθηκαν χρυσές πλάκες, πάνω στις οποίες
υπάρχει ανάγλυφη παράσταση με την πρόσοψη κτιρίου, όπου πάνω στις δύο γωνίες
της στέγης του κάθονται από μία περιστέρα, ιερό πτηνό και σύμβολο της
Αφροδίτης. Το κτίριο που παριστάνεται έχει τρεις πόρτες και βωμούς που
διαγράφονται στο βάθος τους καθώς και επιστέγασμα με πολλές αρχιτεκτονικές
λεπτομέρειες, που θυμίζει τα σχέδια των βασιλικών ανακτόρων της Τίρυνθας και
των Μυκηνών. Από αυτές τις ενδείξεις οδηγήθηκε η ιστορία της αρχιτεκτονικής
των αρχαίων Ελλήνων και παραλλήλισε τα πρώτα κτίσματα πραγματικών ναών με
τα σχέδια των προϊστορικών μεγάρων και ανακτόρων. Κατέληξε στο συμπέρασμα
ότι το βασιλικό προϊστορικό ανάκτορο, και μάλιστα το μέγαρο, δηλαδή η
αίθουσα υποδοχής του ανακτόρου, είναι ο πρωταρχικός τύπος του ελληνικού
ναού. Αυτό εξηγεί και γιατί οι αρχαίοι Έλληνες καλούν τους αρχαιότατους
ναούς "μέγαρον" όπως τον ναό της Δήμητρας και της Κόρης, όπως λέει ο
Παυσανίας, τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος. Και
πράγματι, ο ναός της ομηρικής περιόδου που βρέθηκε στην Τροία, από τους
αρχαιότερους των ελληνικών ναών, θυμίζει το σχέδιο του μεγάρου, γιατί
αποτελείται από μια ευρύχωρη τετράγωνη αίθουσα 15,30x8,30 μέτρων και έναν
πρόδομο βάθους
οποία στηριζόταν ξύλινος κίονας και όλη η αίθουσα διαιρούνταν σε δύο κλίτη,
που χωρίζονταν από σειρά κιόνων. Στο εσωτερικό διαμέρισμα ήταν στημένο το
άγαλμα ή το ξόανο του θεού. Ο ναός ήταν καθιδρυμένος πάνω σε λόφο, όπου κατά
την εποχή των διαδόχων του Αλεξάνδρου ιδρύθηκε ο ναός της Αθηνάς του Ιλίου
και είναι πολύ πιθανόν αυτός ο πανάρχαιος ομηρικός ναός να είναι ο ναός της
Αθηνάς των χρόνων της άλωσης της Τροίας, που βρισκόταν πάνω στην ακρόπολη,
γύρω από τον οποίο πολλά αναφέρονται στην Ιλιάδα. Στην Τροία άλλος ναός
εκείνης της εποχής αναφέρεται από τον Όμηρο και ο ναός του Σμινθίου
Απόλλωνα.
http://www.hellinon.net/AELLDIK/FOTOS/Naoi.h3.gif
Σύμφωνα με αυτά, ο ναός κατά τους ομηρικούς χρόνους έχει
ανεξαρτητοποιηθεί από την διαφύλαξή του στα βασιλικά ανάκτορα, αντιγράφει το
σχήμα των μεγάρων, μέσα στα οποία, κατά τους προϊστορικούς χρόνους,
κλεινόταν και έμενε αθέατος, παρουσιάζεται τώρα σε υπαίθριο χώρο ως
περίοπτος αυτοτελής οίκος του λατρευόμενου θεού, του οποίου το άγαλμα ή το
ξόανο στεγάζει και στον οποίο δεν πηγαίνει πλέον μόνο ο βασιλιάς να
προσευχηθεί αλλά και κάθε θρησκευτής. Τέτοιος ναός πιθανόν ήταν του Απόλλωνα
στη Δήλο, του οποίου το μέγεθος και τη φήμη εγκωμιάζει ο σχετικός ομηρικός
ύμνος. Επίσης, ανάλογος ναός πρέπει να ήταν και του Πύθιου Απόλλωνα στους
Δελφούς, για τον οποίο ο σχετικός ομηρικός ύμνος λέει ότι είχε μεγάλο
περίβολο. Οι παραπάνω ναοί του 10ου και 9ου αιώνα π.α.χ.χ., που αναφέρονται
στους ομηρικούς ύμνους δεν διασώθηκαν, πολύ πιθανόν είναι όμως ότι, έχοντας
το σχήμα του μεγάρου, ήταν επιμήκη τετράγωνα κτίρια, των οποίων οι δύο
μακροί τοίχοι προεκτείνονταν, σε σχήμα παραστάδων, περικλείοντας τον πρόδομο
και την αίθουσα. Η πρόσοψη μεταξύ των παραστάδων ήταν διακοσμημένη με δύο
ξύλινους κίονες πάνω σε λίθινες βάσεις. Αλλά αυτή η διαμόρφωση του ελληνικού
ναού αποτελεί την πιο απλή διαμόρφωση του πρωταρχικού δωρικού ναού σε
παράσταση.
Το τετράγωνο δωμάτιο του μυκηναϊκού ανακτόρου, το μέγαρο,
ονομάσθηκε τώρα άδυτο ή ναός, ο πρόδομος και η αίθουσα του μεγάρου
ονομάστηκαν πρόναος. Και μέχρι τον 8ο π.α.χ.χ. αιώνα η συγκεκριμένη
αρχιτεκτονική δεν φαίνεται να έκανε μεγαλύτερες προόδους, περιορίστηκε να
εγείρει ναούς κατά το πρότυπο του μυκηναϊκού ανακτόρου. Από τον 8ο π.α.χ.χ.
αιώνα όμως και μετά ο ελληνικός ναός αναπτύσσεται και διακοσμείται, έτσι
καθίσταται οργανικό ον και η ύψιστη εκδήλωση της τέχνης, γιατί αρχιτέκτονες,
γλύπτες και ζωγράφοι συνεργάζονται στην αρμονικότερη ίδρυση και στον
καλλιτεχνικότερο εξωραϊσμό της κατοικίας του θεού. Για την εκλογή του
κατάλληλου τόπου ίδρυσης ναού ζητούνταν, κατά τον λεγόμενο νόμο των ιερών,
χρησμός μαντείου, όπως αυτός της Πυθίας, ή λαμβανόταν υπόψη η παράδοση, κατά
την οποία ο θεός είχε υποδείξει, με ορατό σημάδι, τον αρεστό σ' εκείνο τόπο
ίδρυσης του ναού του. Εξαιτίας αυτού πολλοί ναοί, όπως αυτοί που ήταν στην
Αίγινα, στο Σούνιο, στα Δίδυμα βρίσκονταν μακριά από την πόλη. Όταν όμως δεν
υπήρχε χρησμός ή παράδοση, οι ναοί συνήθως κτίζονταν πάνω σε λόφο ή ύψωμα με
ανοιχτό ορίζοντα, για να είναι περίοπτοι και με φυσική οχύρωση, για να
προφυλάσσονται επαρκέστερα οι θησαυροί και τα άλλα πολύτιμα αφιερώματα και
σκεύη που βρίσκονταν μέσα σ' αυτούς. Ο ναός που εγείρονταν κάτω από αυτές
τις συνθήκες βρίσκονταν στη μέση του χώρου, ο οποίος καλείται τέμενος,
περιβάλλονταν συνήθως από τείχος και περιείχε βωμούς, αναθήματα, στήλες και
αγάλματα. Ο θρησκευτής που εισέρχονταν στο τέμενος θυσίαζε πρώτα και έπειτα
περνώντας μπροστά από τα διάφορα αναθήματα έφτανε στο ναό, του οποίου η
πρόσοψη ήταν συνήθως προς την ανατολή. Και αρχικά, όπως αναφέρθηκε, ο ναός
είχε απλά τον τύπο του μυκηναϊκού μεγάρου, θεμελιώνονταν πάνω σε λίθινες
βάσεις και κτίζονταν με πλίνθους ψημένους στον ήλιο ή από κομμάτια ξερού
πηλού που ανακάτευαν με άχυρο, όπως συνηθίζονταν κατά τους προελληνικούς
χρόνους στην Τροία, Θήρα, Κνωσό, Τίρυνθα και Μυκήνες. Έτσι ήταν κτισμένος
και ο ναός της Αθηνάς στην Ολυμπία κατά τον 8ο ή 7ο αιώνα. Με τον ίδιο τρόπο
ήταν κτισμένος και ο αρχαιότατος ναός στην Πανόπη Φωκίδας, τον οποίο είδε ο
Παυσανίας. Ανάλογος πρέπει να ήταν και ο ναός του Απόλλωνα στα Μέγαρα, του
οποίου ο αυτοκράτορας Αδριανός διέταξε την ανοικοδόμηση με μαρμάρινο υλικό.
Όσον αφορά στα άλλα μέρη του -στέγη και κίονες- αυτά ήταν
φτιαγμένα από ξύλο, όπως ξύλινα ήταν και τα μυκηναϊκά ανάκτορα. Με την
πάροδο του χρόνου όμως, το ξύλο αντικαθιστάται με τον λίθο, ο ναός που
εξωραΐζεται αποκτάει περισσότερους κίονες. Δεν είναι ακριβώς γνωστές
λεπτομερειακά οι φάσεις της εξέλιξης του ελληνικού ναού από τον απλό
πρωταρχικό μυκηναϊκού τύπου. Είναι όμως βέβαιο ότι αρχικά προστέθηκαν δύο
ακόμα κίονες στην πρόσοψη, αργότερα έξι και τέλος εμπλουτίσθηκαν οι μακρές
πλευρές του ναού και του οπισθόδομου με μία ή και δύο σειρές κιόνων. Σε
ενίσχυση των παρατηρήσεων γι' αυτή την εξέλιξη προβάλλονται δύο αρχαιότατοι
ναοί, ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία, το Ηραίον και ο ναός που αποκαλύφθηκε
στο Θέρμο της Αιτωλίας. Το Ηραίον κτίστηκε κατά τον 7ο π.α.χ.χ. αιώνα και
είναι ο πιο αρχαίος δωρικός ναός που έχει ανακαλυφθεί. Ο Παυσανίας αναφέρει
ότι και κατά τους χρόνους του ακόμα διατηρούταν μέσα σ' αυτόν το ναό, ως
κειμήλιο της άλλοτε ξύλινης κιονοστοιχίας του ναού, δρύινος κίονας, γιατί
ξύλινοι ήταν αρχικά οι κίονες, αλλά με την πάροδο του χρόνου, επειδή αυτοί
σάπιζαν, αντικαθιστούταν με λίθινους κίονες. Πράγματι, οι κίονες που
βρέθηκαν στις ανασκαφές αυτού του Ηραίου είναι διαφόρων χρόνων. Αλλά και ο
ναός που αποκαλύφθηκε στο Θέρμο της Αιτωλίας ήταν κτισμένος κατά την
πρωταρχική ναοδομία. Το άδυτο, στενό και μακρύ, ήταν διαιρεμένο σε δύο κλίτη
ή υποστάσεις με μία σειρά από κίονες που στηρίζονταν πάνω σε λίθινες βάσεις.
Της ίδιας τεχνοτροπίας ήταν και ο ναός της Ορθίας Αρτέμιδας στην
Σπάρτη του 9ου ή 8ου αιώνα, ναός ο οποίος αποτελούνταν από έναν απλό
τετράγωνο σηκό, τον οποίο χώριζε κατά μήκος σε δύο μέρη, μια σειρά από
ξύλινους κίονες. Στο βάθος ήταν στημένο μέσα σε ένα μικρό χώρισμα το άγαλμα
της θεάς. Ο εξωτερικός διάκοσμος των πανάρχαιων αυτών ναών γινόταν με
έγχρωμα ψημένα κεραμίδια. Στο Θέρμο το επιστύλιο του ναού ήταν διακοσμημένο
με κοσμήματα αρχαϊκού τύπου. Στην Ολυμπία οι ανασκαφές έφεραν στο φως τα
κομμάτια του τεράστιου ακρωτηρίου, το οποίο επέστρεφε στο τύμπανο του Ηραίου
και το οποίο είναι από ψημένο πηλό και σε σχήμα δίσκου με χρωματιστά
γεωμετρικά ιχνογραφήματα. Αλλά και στη Μεγάλη Ελλάδα και ιδίως στη Σικελία,
Σελινούντα και Γέλα, όπου σώζονται ακόμα αρχαιότατοι ναοί δωρικού ρυθμού, η
διακόσμησή τους με χρωματιστά ψημένα κεραμίδια και η τεχνοτροπία των σχεδίων
και της κατασκευής τους φανερώνουν ότι πράγματι είναι αυταπόδεικτη η θεωρία
του Βιτρούβιου, κατά την οποία η αρχιτεκτονική του ελληνικού ναού προήλθε
από την ξυλοδομία. Τέτοιος ήταν ο ελληνικός ναός κατά την γεωμετρική περίοδο
και την πρώιμη αρχαϊκή εποχή. Από τη στιγμή όμως που άρχισε η αντικατάσταση
του πηλού και του ξύλου με σκληρότερο υλικό -του πωρόλιθου ή του μαρμάρου-
άρχισε εύλογα και η μεταβολή από την αλλαγή του υλικού και η νέα διαμόρφωση
των αρχιτεκτονικών μελών του ναού. Κύρια και ουσιώδη μεταβολή υπέστη ο
κίονας, ο οποίος, πρώτα ήταν ξύλινος και είχε το σχήμα του ξύλινου
μυκηναϊκού κίονα. Σύμφωνα με τις παραστάσεις, ο μυκηναϊκός κίονας ήταν
ξύλινο στήριγμα, πιο λεπτό κοντά στη βάση και πιο παχύ κοντά στην κορυφή,
την οποία στεφάνωνε κυκλικό επίθεμα ή άβακας (άβαξ). Με την χρησιμοποίηση
λίθου αντί ξύλου, ο κίονας αυτός έγινε παχύτερος στη βάση και λεπτότερος
στην κορυφή, το επίθεμα μεγεθύνθηκε και επιμηκύνθηκε, ο κορμός αυλακώθηκε
και έτσι γεννήθηκε ο δωρικός κίονας. Οι ναοί διακοσμημένοι με αυτό το είδος
κιόνων ονομάστηκαν δωρικοί ναοί. Τέτοιοι ναοί ιδρύθηκαν όλα τα μέρη της
Ελλάδας και της Μεγάλης Ελλάδας. Ταυτόχρονα όμως ή λίγο αργότερα, ιδρύθηκαν
στη Μικρά Ασία και μάλιστα στην Ιωνία ναοί διακοσμημένοι με κίονες ιωνικού
ρυθμού και καλούνταν, από αυτόν, ιωνικοί ναοί. Και τα δύο αυτά είδη ναών
έχουν όμοιο γνώρισμα την λεγόμενη κρηπίδα, δηλαδή τη βάση ή το υπόβαθρο πάνω
στο οποίο εγείρονται.
Η κρηπίδα είναι ευρύ και στερεό στρώμα από λίθους, του οποίου το
κάτω μισό τμήμα είναι χωμένο μέσα στη γη και αποτελεί τα θεμέλια του ναού,
το άλλο πάνω μισό προεξέχει από τη γη και καλείται στυλοβάτης, γιατί πάνω σ'
αυτόν στηρίζονται οι κίονες του ναού. Το βάθος των θεμελίων ποίκιλλε ανάλογα
με το βάρος του κτίσματος που θα τοποθετούνταν πάνω τους ή σύμφωνα με τον
τύπο στον οποίο ανήκαν. Εάν η θέση ήταν βραχώδης, όπως πάνω στην Ακρόπολη
λόγου χάρη, το βάθος γίνονταν μέτριο και τα θεμέλια τοποθετούνταν χωρίς
συνδετικό υλικό. Όπου το έδαφος δεν ήταν βραχώδες, συνήθως μέσα στον πυθμένα
του αυλακιού ρίχνονταν στρώμα άμμου, μερικές φορές πηλού, για να ισοπεδώσουν
τη θέση. Στην Έφεσο το κάτω στρώμα των θεμελίων του αρχαιότατου ναού της
Αρτέμιδας ήταν από άνθρακα και αμμοκονίαμα. Η κρηπίδα κατασκευάζονταν από
λίθους, επεξεργασμένους ή μη. Το κάτω μέρος της κρηπίδας του αρχαιότατου
Ηραίου της Ολυμπίας αποτελείται από ακανόνιστες πέτρες. Τα κενά μεταξύ των
λίθων αυτών συμπληρώνονταν με πέτρες και χώμα. Ο στυλοβάτης αποτελείται από
τρία στρώματα λίθων, κλιμακωτά τοποθετημένα. Το δάπεδο του ναού ή των
κιονοστοιχιών εξείχε λίγο από την κορυφή του στυλοβάτη. Και μέχρι τον
στυλοβάτη τα είδη των παραπάνω ναών δεν διέφεραν μεταξύ τους, από τον
στυλοβάτη όμως και πάνω η διαφορά όχι μόνο είναι μεγάλη, αλλά αποτελεί και
το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ρυθμού. Και αυτή τη διαφορά προκαλούσε η
μορφή των κιόνων και η μορφή της ξυλοδεσίας ή του θριγκού, του ανώτερου
δηλαδή μέρους του ναού, το οποίο βρίσκεται επάνω στους τοίχους και στους
κίονες. Ο θριγκός παρουσιάζει την εξής διαφορά: του δωρικού θριγκού το πρώτο
μέλος είναι το επιστύλιο, το οποίο επικάθεται στα ανώτατα μέλη των κιόνων
και το οποίο αποτελείται από μεγάλες τετράπλευρες οριζόντιες δοκούς.
Αυτές οι δοκοί φέρουν στο πάνω μέρος τους κανόνες, δηλαδή
κοντούς πήχεις, από τους οποίους κρέμονται μικρές αποφύσεις, οι καλούμενες
σταγόνες. Οι κανόνες βρίσκονται πάντα ακριβώς πάνω από το μέσο των
μετακιονίων, δηλαδή πάνω από το διάστημα μεταξύ δύο κιόνων. Πάνω από τους
κανόνες προεξέχει μια συνεχής στενή ταινία και κατόπιν έρχεται το διάζωμα.
Το διάζωμα διαιρείται σε τρίγλυφα και μετώπες. Τα τρίγλυφα είναι πλάκες
τοποθετημένες όρθια και φέρουν τρεις κάθετες γλυφές, δύο ολόκληρες και δύο
μισές, μεταξύ των οποίων προεξέχουν οι λεγόμενοι μηροί. Οι μετώπες είναι
τετράπλευρες πλάκες, οι οποίες φέρουν συνήθως παραστάσεις. Τα τρίγλυφα
βρίσκονται πάντοτε πάνω από τους κανόνες. Μετά το διάζωμα ακολουθεί το γείσο
(κορνίζα), του οποίου η κάτω επιφάνεια κλίνει προς τα εμπρός και κοσμείται
με πίνακες που προεξέχουν, τους προμόχθους και με σειρά από σταγόνες. Οι
προμόχθοι βρίσκονται πάντα πάνω από τα τρίγλυφα και στο μέσο των μετοπών. Τα
διαστήματα μεταξύ των προμόχθων ονομάζονται αγυιές.Το επιστύλιο του ιωνικού
θριγκού δεν έχει την επιφάνεια ενιαία, αλλά διαιρεμένη σε δύο ή τρεις
ταινίες, που προεξέχει λίγο η μία από την άλλη, αναμφίβολα έλαβε την
διαμόρφωση αυτή από την ξυλοδομία, κατά την οποία δύο ή τρεις επάλληλοι
δοκοί αποτελούν το επιστύλιο. Αντίθετα, το διάζωμα είναι ενιαίο και επίπεδο
και επειδή πολλές φορές διακοσμούνταν με παραστάσεις, καλείται ζωφόρος. Το
γείσο συνίσταται άλλοτε από οριζόντιες πλάκες, χωρίς τις δωρικές σταγόνες,
άλλοτε βρίσκονται κάτω από αυτές πυκνές τετράπλευρες προεξοχές, οι οποίες
ονομάζονται γεισήποδες ή οδόντες, διότι προφανώς παριστάνουν τα άκρα των
οριζόντιων ξύλινων δοκών της οροφής και υπενθυμίζουν την γένεσή τους από την
ξυλοδομία. Από τον θριγκό και πάνω, τα δύο είδη του ελληνικού ναού έχουν
πάλι, όπως και στην κρηπίδα, κοινό γνώρισμα την διαμόρφωση της στέγης, η
οποία ήταν σαμαρωτή, σχηματίζει μπροστά και πίσω τα τριγωνικά αετώματα ή
τους αετούς. Η επιφάνεια του βάθους των αετωμάτων καλείται τύμπανο, το οποίο
πλαισιώνεται από γείσα χωρίς προμόχθους. Πάνω από το αέτωμα, όπως και όλη τη
στέγη, πλαισιώνει η υδρορροή ή σίμη, στεφάνι δηλαδή, η οποία στεφανώνει το
οικοδόμημα και συνάμα εμποδίζει τα νερά της βροχής να πέφτουν από τη στέγη
στις προσόψεις.
Αυτού του είδους οι ναοί ονομάστηκαν "εν παραστάσι". Με την
πάροδο του χρόνου όμως και μάλιστα από την αρχαϊκή εποχή, οι ναοί
διακοσμήθηκαν με περισσότερους κίονες. Πρώτα εμπλουτίστηκαν με δύο ακόμα
κίονες και ονομάστηκαν πρόστυλοι. Αργότερα η ίδια διάταξη των κιόνων
επαναλήφθηκε και πριν της οπίσθιας στενής πλευράς του ναού και ονομάστηκαν
αμφιπρόστυλοι. Πρόστυλοι ναοί ήταν το Αρτεμίσιο στην Επίδαυρο και ο ναΐσκος
στην Ολυμπία ή θησαυρός των Γελώων. Αμφιπρόστυλος ναός είναι ο ναός της
Απτέρου Νίκης της ακροπόλεως Αθηνών. Οι τρεις αυτοί τύποι είναι οι
κυριότεροι τύποι μακράς σειράς ναών, των οποίων το κοινό γνώρισμα είναι ότι
δεν έχουν κίονες και στα πτερά, δηλαδή κατά τις μακρές πλευρές του κτιρίου.
Οι ναοί αυτοί ονομάζονται άπτεροι. Ως άπτεροι, αυτοί οι ναοί ήταν κτίσματα
μικρών διαστάσεων. Με την μεγέθυνση όμως των ναών, όχι μόνο οι στενές
πλευρές απέκτησαν περισσότερους κίονες, αλλά και οι μακρές διακοσμήθηκαν με
μονή ή και διπλή σειρά κιόνων. Οι ναοί που καλλωπίστηκαν με μία σειρά ή δύο
σειρές κιόνων ονομάσθηκαν περίπτεροι ή δίπτεροι. Κατά τον Βιτρούβιο,
περίπτεροι ναοί καλούνται αυτοί που έχουν από έξι κίονες στις στενές πλευρές
και από έντεκα στις μακρές, σ' αυτές συμπεριλαμβανομένων και των κιόνων των
γωνιών. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους όμως περίπτεροι ναοί είναι όλοι οι ναοί
που έχουν γύρω τους μια σειρά κιόνων, ανεξάρτητα εάν οι στενές πλευρές έχουν
έξι κίονες, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, ή πέντε, όπως ο ναός στο Θέρμο, ή
οκτώ, όπως ο Παρθενώνας.
Ο περίπτερος ναός είναι η αρχαιότερη μορφή από τους κλασικούς
τύπους του ελληνικού, αυτό το αποδεικνύει ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία, το
Ηραίον, του οποίου το σχέδιο χρονολογείται τον 8ο ή 9ο αιώνα π.α.χ.χ. Οι
δίπτεροι ναοί έχουν οκτώ κίονες στην πρόσοψη της κάθε στενής πλευράς και
διπλή σειρά κιονοστοιχιών στις μακρές πλευρές. Ως αρχαιότερο παράδειγμα
δίπτερου ναού αναφέρει ο Βιτρούβιος τον ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο, τον
οποίο έκτισαν ο Χερσίφρων από την Κνωσό και ο γιος του Μεταγένης κατά τον 6ο
αιώνα π.α.χ.χ. και πυρπολήθηκε το 356 π.α.χ.χ. από τον Ηρόστρατο. Στους
παραπάνω τύπους ναών προστίθεται και ο ψευδοπερίπτερος ναός, ο οποίος έχει
επίσης οκτώ κίονες στην πρόσοψη, αλλά από αυτούς μόνο οι τέσσερις μεσαίοι
αναλογούν στον τοίχο του ναού, πάνω σε κάθε μία από τις μακρές πλευρές
υπάρχει απλή σειρά από δεκαπέντε κίονες. Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, ο τύπος
αυτός επινοήθηκε κατά το τελευταίο τρίτο του 3ου π.α.χ.χ αιώνα από τον
Ερμογένη από την Αλαβάνδα, ο οποίος έκτισε το Αρτεμίσιο του Μαιάνδρου στην
Μαγνησία. Κατά τους αρχαιολόγους όμως αρχαιότερος ψευδοπερίπτερος ναός είναι
αυτός που βρίσκεται στην Σελινούντα. Για πιο πλήρη καθορισμό των διάφορων
τύπων που γεννήθηκαν από τον αριθμό των κιόνων προστέθηκε στην παραπάνω
διαίρεση των ναών και η διάκριση τους από τον αριθμό των κιόνων της πρόσοψης
σε ναούς τετράστυλους, όταν έχουν τέσσερις κίονες στην πρόσοψη, εξάστυλους
όταν έχουν έξι και οκτάστυλους, δεκάστυλους ή δωδεκάστυλους, όταν έχουν
οκτώ, δέκα, δώδεκα κίονες. Έτσι π.χ. ο ναός καθορίζεται ως περίπτερος
εξάστυλος, όταν έχει έξι κίονες στις στενές πλευρές και μία σειρά κιόνων
στις μακρές πλευρές. Δίπτερος οκτάστυλος καλείται όταν έχει οκτώ κίονες στις
στενές πλευρές και διπλή σειρά κιόνων στις μακρές του. Παραλλαγή του ιωνικού
ναού είναι ο λεγόμενος κορινθιακός ναός, ο οποίος διαφέρει από τον ιωνικό
μόνο και αποκλειστικά στο κορινθιακό κιονόκρανο και ο οποίος αρχίζει από τον
4ο π.α.χ.χ. αιώνα. Ο ελληνικός ναός κατέληξε πλέον όχι μόνο αυτοτελές
κτίσμα, ελεύθερο στην ύπαιθρο και περίοπτο, αλλά και διακοσμήθηκε με κίονες
και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, ώστε να παρουσιάζει τον πρωτότυπο αλλά και
τελειότερο τύπο του θείου οίκου. Αλλά οτιδήποτε εξυψώνει την πρωτοτυπία του
ελληνικού ναού και τον καθιστά το θαύμα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής
είναι οι αναλογίες των διάφορων μελών του προς τα άλλα, αναλογίες, οι οποίες
τον διαφοροποιούν κάθε ναό άλλων αρχαίων λαών. Οι αναλογίες αυτές έχουν ως
γνώμονα την σχέση των διάφορων μερών του οικοδομήματος με τη διάμετρο του
κίονα προς τη βάση. Πάνω στη βάση αυτής της αρχής οι ναοί σε σχέση με την
απόσταση που χωρίζει τους κίονες από τους άλλους, καλούνται πυκνόστυλοι,
όταν το μεταξύ διάστημα από κίονα σε κίονα είναι ίσο προς τρεις αναλογίες
της διαμέτρου του κίονα προς τη βάση του, δηλαδή το διάστημα είναι τρεις
φορές μακρύτερο από τη διάμετρο του κίονα, σύστυλοι, όταν είναι τέσσερις
φορές, εύστυλοι, τέσσερις και μισή, διάστυλοι, έξι και αραιόστυλοι παραπάνω
από έξι. Ανάλογα με αυτές τις διαφορές της πυκνότητας ή αραιότητας των
κιόνων αντιστοιχούσαν και οι διάφορες ποικιλίες από το ύψος των κιόνων και
του θριγκού.
Με άλλα λόγια, όλα τα μέλη του ναού υπόκεινται στην ίδια αρχή των
αναλογιών. Αλλά και η εσωτερική του διάταξη δεν ανταποκρίνονταν λιγότερο
στην εμπνευσμένη, αρμονική και πλούσια σε διάκοσμο εξωτερική εμφάνιση. Το
κτίριο του ναού, το οποίο περιβάλλονταν από κίονες, είχε συνήθως σχήμα
τετράπλευρου ορθογωνίου. Και, αρχικά αποτελούνταν από μία και μόνη αίθουσα,
η οποία καλούνταν σηκός και στην οποία ιδρύονταν το λατρευτικό άγαλμα της
τιμώμενης θεότητας. Ο σηκός ήταν ερμητικά κλεισμένος και στεγασμένος, όμως
συγκοινωνούσε με τον διάδρομο της εισόδου, που βρίσκονταν μπροστά του, από
μια πόρτα, της οποίας τα κλειδιά κρατούσαν οι ιερείς. Στη μεγέθυνση όμως του
τετράγωνου κτιρίου, ο ελληνικός ναός διαιρέθηκε σε τρία μεγάλα μέρη: τον
πρόναο ή τον πρόδομο, τον σηκό ή το άδυτο και τον οπισθόδομο. Ο πρόναος
σχηματίζονταν με την προέκταση των δύο μακρών τοίχων του σηκού και ενός
εγκάρσιου τοίχου, στον οποίο υπήρχε πόρτα που οδηγούσε στον σηκό. Αυτό το
πρώτο τμήμα του ναού χωρίζονταν ανάλογα την περίσταση από μία σειρά κιόνων,
στις μετακιονίες των οποίων υπήρχαν κιγκλίδες, οι οποίες τον έφραζαν εντελώς
και μάλιστα έτσι προφυλάσσονταν τα πολύτιμα αντικείμενα και αφιερώματα, που
υπήρχαν μέσα στον πρόναο.
Ο σηκός, στον οποίο εισέρχονταν από μεγάλη και συχνά πολυτελή
πόρτα, που υπήρχε στο βάθος του τοίχου του πρόναου, χωρίζονταν πολλές φορές
και μάλιστα από αρχαιοτάτων χρόνων σε δύο ή τρία κλίτη ή υποστάσεις με απλή
ή διπλή σειρά κιόνων. Η μεσαία υπόσταση αφήνονταν μερικές φορές χωρίς σκεπή
και λόγω αυτής της ιδιορρυθμίας ο ναός ονομαζόταν ύπαιθρος. Στο βάθος αυτού
του διαμερίσματος ήταν ιδρυμένο το λατρευτικό άγαλμα της θεότητας και γύρω
από αυτό υπήρχαν και άλλα αναθήματα και αγάλματα. Αυτό το τμήμα του ναού
λέγονταν άδυτο και δεν ήταν προσιτό σε όλους. Το τελευταίο διαμέρισμα του
ναού ήταν ο οπισθόδομος, ο οποίος ήταν γενικά όμοιος με τον πρόναο και
αποτελούσε την οπίσθια πρόσοψη του ναού, όπως ο πρόναος αποτελούσε την
εμπρόσθια πρόσοψη. Συνήθως ο οπισθόδομος ήταν τελείως απομονωμένος από τον
σηκό, μερικές φορές όμως συγκοινωνούσε με αυτόν από μία πόρτα. Αυτό το τμήμα
του ναού είχε τη θέση του θησαυροφυλακίου του Ιερού, οπότε και κλείνονταν με
κιγκλίδες και χάλκινη πόρτα.Τέτοιος ήταν ο ελληνικός ναός σε εξωτερική
εμφάνιση και σε εσωτερική διαίρεση από τον 8ο αιώνα π.α.χ.χ. και μετά, μέχρι
την βίαιη επικράτηση των χριστιανών. Μερικές φορές ο ναός λάμβανε το όνομα
της λατρευόμενης θεότητας. Έτσι, Ποσιδήϊον ή Ποσειδώνιον ήταν ο αφιερωμένος
ναός στον Ποσειδώνα, Ηραίον στην Ήρα, Αμφιαράειον στον Αμφιάραο, Ασκληπείον
στον Ασκληπιό, Ηφαιστείο στον Ήφαιστο κ.λπ.
Πάρα πολλοί είναι οι περίφημοι ελληνικοί ναοί όλων των ρυθμών,
διατάξεων και μεγεθών που ιδρύθηκαν ανά τους αιώνες σε ολόκληρο τον ελληνικό
κόσμο, αλλά οι περιφημότεροι ναοί για το μέγεθος των διαστάσεων ή το κάλλος
του διακόσμου τους ήταν: 1) Οι αρχαιότεροι δωρικοί ναοί της Κάτω Ιταλίας και
της Σικελίας και ιδίως το Ολυμπείο των Συρακουσών, το κολοσσιαίων διαστάσεων
Ολύμπειο του Ακράγαντα, το οποίο είχε πλάτος 46,30 και μήκος
και το οποίο κτίστηκε γύρω στο 480 π.α.χ.χ., ο ναός του Απόλλωνα στην
Σελινούντα, πλάτους 50,11 επί
στις στενές πλευρές και δεκαεπτά στις μακρές του και ο ναός της Δήμητρας
στην Ποσειδωνία, ο οποίος είχε εννέα κίονες στην πρόσοψη και δεκαοκτώ στις
πλευρές, 2) οι δωρικοί ναοί της κύριας Ελλάδας και ιδίως το Ηραίον της
Ολυμπίας, ο αρχαιότερος από τους σωζόμενους ναούς των ιστορικών χρόνων, όπως
και ο ναός του Ολυμπίου Διός στην Ολυμπία. Ο ναός του Θέρμου, ιδιαίτερος για
την απλή σειρά των κιόνων του σηκού, ο ναός του Απόλλωνα στην Κόρινθο, έργο
του τέλους του 6ου αιώνα π.α.χ.χ., ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς, ο
οποίος κάηκε το 548 π.α.χ.χ. και ανοικοδομήθηκε γύρω στο 340 - 330 π.α.χ.χ.
και στον οποίο υπήρχε ιδιαίτερο διαμέρισμα όπου βρισκόταν το χάσμα του
μαντείου, ο ναός της παρθένου Αθηνάς που βρίσκεται πάνω στην Ακρόπολη της
Αθήνας, ο λεγόμενος Παρθενώνας και το Ηφαιστείο, ναός αφιερωμένος στον
Ήφαιστο, που βρίσκεται κάτω από την Ακρόπολη, 3) ο ναός της Αφαίας στην
Αίγινα και ο μοναδικός δωρικός ναός στη Μικρά Ασία, ο ναός της Άσσου.
Από τους ιωνικούς ναούς αξιολογότεροι ήταν: Ο αρχαιότατος
ιωνικός ναός που αποκαλύφθηκε στην πόλη της Τροίας, Νεανδρεία, του οποίου τα
κιονόκρανα φέρουν τον λεγόμενο αιολικό τύπο, ο οποίος διαιρούνταν εσωτερικά
σε δύο υποστάσεις από απλή σειρά κιόνων, ο ναός της Αρτέμιδας στην Έφεσο, το
Αρτεμίσιο, έργο του 6ου αιώνα π.α.χ.χ., ναός δίπτερος οκτάστυλος, με είκοσι
κίονες στις μακρές πλευρές, των οποίων οι κατώτεροι σπόνδυλοι είχαν πάνω
τους ανάγλυφες παραστάσεις και ήταν ανάθημα του Κροίσου, αυτός ο ναός
συγκαταλέγονταν στα επτά θαύματα του κόσμου, ο μικρός, αλλά όμορφος, ναός
της Πολιάδας Αθηνάς, τον οποίον αφιέρωσε ο Αλέξανδρος γύρω στο 334 π.α.χ.χ.
και ο οποίος ήταν απλός περίπτερος ναός με κίονες της περίστασης 6x11, ο
ναός του Φιλησίου Απόλλωνα, το Διδυμαίο στα Δίδυμα, δίπλα στη Μίλητο, έργο
του 4ου αιώνα π.α.χ.χ., το οποίο εκτέλεσαν οι αρχιτέκτονες Δάφνις και
Παιόνιος. Ο ναός ανεγείρονταν πάνω σε κρηπίδωμα επτά σκαλιών και είχε μήκος
109 μέτρα και πλάτος
αυτού του ναού υποστήριζαν 12 κίονες, πίσω από τον οποίο υπήρχε δωμάτιο που
ονομαζόταν χρησμογραφείο, γιατί απ' αυτό ανακοινώνονταν οι χρησμοί του Θεού,
ο ψευδοπερίπτερος ναός της Αρτέμιδας στις Σάρδεις, ο ναός της Ήρας στη Σάμο,
το Ηραίον, τον οποίο ο Ηρόδοτος αναφέρει ως τον μέγιστο των ναών, από όσους
είδε, και, ο οποίος, ως δίπτερος, είχε οκτώ κίονες στην πρόσοψη, εννέα στον
οπισθόδομο, ανά είκοσι σε διπλή σειρά κατά τους δύο μακρούς τοίχους. Το
Ερεχθείο, που βρίσκεται πάνω στην Ακρόπολη, θαύμα ιωνικού καλλωπισμού έχει
μήκος
Διός, που επίσης είναι στην Αθήνα, έργο που αποπερατώθηκε μετά από πολλούς
αιώνες από τον αυτοκράτορα Αδριανό και είχε
πλάτος. Αυτός ο ναός ήταν δίπτερος κορινθιακού ρυθμού με οκτώ κίονες στις
στενές πλευρές και είκοσι στις μακρές, επίσης είχε άλλους τέσσερις πριν τον
πρόναο και τον οπισθόδομο, στο σύνολό τους ήταν 104 κίονες, των οποίων το
ύψος ήταν
Ελλήνων ήταν ο Παρθενώνας, για την αρμονική διαμόρφωσή του και τον άφθαστο
πλαστικό του διάκοσμο.
Ο Παρθενώνας ήταν από τα τελειότερα δείγματα της θρησκευτικής
αρχιτεκτονικής των αρχαίων Ελλήνων. Αυτός ο ονομαστός ναός στηρίζεται πάνω
σε κρηπίδωμα τριών μαρμάρινων σκαλοπατιών, πάνω στο ανώτερο από αυτά πατούν
στηριζόμενοι οι δωρικοί κίονες. Αυτοί οι κίονες, οκτώ στις στενές πλευρές
και δεκαεπτά στις μακρές και με ύψος
το οποίο έχει σχήμα μεγάλου ορθογωνίου, μήκους
μέτρων περίπου. Ο αρχιτεκτονικός διάκοσμος είναι ο σοβαρός δωρικός
διάκοσμος. Οι γλυπτές μετώπες, εναλλασσόμενες με τα τρίγλυφα, ως τετράγωνοι
ζωγραφικοί πίνακες, παρουσιάζουν σειρά θεμάτων που έχουν σχέση με τις
αγαπητές παραδόσεις των Αθηναίων, οι οποίες παριστάνουν τη μάχη των Λαπιθών
και των Κενταύρων, το μύθο του Ερεχθέα και της Πανδρόσου, την ιστορία των
μυθολογικών αρχών της Αθήνας και της παράδοσης σχετικά με την θεά Αθηνά. Τα
αετώματα είναι διακοσμημένα με σειρά ολόγλυφων αγαλμάτων, έργων του Φειδία
και της σχολής του και παρίσταναν, αυτά του ανατολικού αετώματος τη γέννηση
της Αθηνάς και αυτά του δυτικού την έριδα για την διεκδίκηση της αττικής γης
μεταξύ της Αθηνάς και του Ποσειδώνα. Κάτω από τον θριγκό, στο ψηλότερο μέρος
του τοίχου, μια μαρμάρινη ταινία περιβάλλει όλο το κτίριο, η ζωφόρος, πάνω
στην οποία απεικονίζεται, ανάγλυφη, η πομπή των Παναθηναίων με τις Ιέρειες
της Θεάς, τη συνοδεία των θρησκευτών για τη θυσία, τα πάνοπλα πολεμικά
άρματα και τη μικρή παρέλαση των ιππέων, των οποίων οι χλαμύδες ανεμίζουν
στον άνεμο. Ο πλαστικός εξωτερικός διάκοσμος του ναού συμπληρώνεται με
διακοσμητικά στολίδια στο ψηλότερο τμήμα του ναού. Τέτοια στολίδια είναι οι
υδρορροές, οι οποίες καταλήγουν σε κεφάλια λιονταριών και τα ακρωτήρια της
στέγης σε σχήματα Σφιγγών, αγγείων, τριπόδων, Νικών, λιονταριών,
χρωματισμένων συνήθως σωστά. Στο εσωτερικό, ο σηκός διαιρούνταν σε τρεις
υποστάσεις από δύο σειρές κιόνων με διπλό ρυθμό κιόνων, που ήταν
τοποθετημένοι οι μεν πάνω στους δε. Η κάτω σειρά, δωρικού ρυθμού,
στηρίζονταν επάνω στο δάπεδο του σηκού και υποβάσταζε το επιστύλιο, πάνω στο
οποίο στηρίζονταν η ανώτερη σειρά κιόνων ιωνικού και δωρικού ρυθμού.
Το άγαλμα της Θεάς, που ήταν ιδρυμένο στο βάθος του σηκού, ήταν
το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς, έργο του Φειδία.
Στηρίζονταν πάνω σε πλούσια ανάγλυφο βάθρο και προκαλούσε την έκπληξη των
θρησκευτών και των περιηγητών, τόσο για τη θαυμάσια πλαστική εκτέλεση, όσο
και για τον αμύθητο πλούτο του ευγενούς μετάλλου, από το οποίο ήταν
κατασκευασμένο και των άλλων πολύτιμων λίθων, με τους οποίους ήταν
διακοσμημένο. Οι κίονες του σηκού, τριγύρω από το άγαλμα, ήταν στολισμένοι
με όπλα. Γύρω από το βάθρο του αγάλματος υπήρχαν έργα τέχνης, αναθηματικοί
πίνακες και πολύτιμα υφάσματα. Το εσωτερικό του οπισθόδομου είχε πιθανόν
τέσσερις κίονες, οι οποίοι κρατούσαν τη στέγη του. Σ' αυτό το διαμέρισμα
φυλάσσονταν και ο θησαυρός της Θεάς, ο οποίος συνίστανται από αναθήματα,
ιστορικά κειμήλια, όπως ήταν το βραχύ και ευθύ ξίφος του Μαρδόνιου (στα
περσικά "ακινάκης"), ο θρόνος του Ξέρξη με τα ασημένια πόδια και ο θησαυρός
της αθηναϊκής πολιτείας με τις σφραγίδες της δημοκρατίας. Αυτός σε γενικές
γραμμές ήταν ο ναός της Παρθένου Αθηνάς, ο οποίος αποτελεί τον τελειότερο
τύπο ελληνικού ναού.
© Πνευματικά δικαιώματα Ιεροπρακτικός Θίασος Δελφύς