Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Το άδοξο τέλος των αγωνιστών του 1821

Οι αγώνες και οι θυσίες και το άδοξο τέλος των αγωνιστών του 1821

Άλλοι δολοφονήθηκαν, άλλοι κατηγορήθηκαν αδίκως και σύρθηκαν στις φυλακές, και κάποιοι άλλοι κατάντησαν επαίτες …
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη 
Αρκετοί αγωνιστές  της Επανάστασης του 1821, αντί να ανταμειφθούν από την πατρίδα με τιμές για την προσφορά τους στον Αγώνα, σαν τον Κρόνο  που τρώει τα παιδιά του, άλλοι δέχτηκαν ύβρεις,  άλλοι διασύρθηκαν με απαράδεκτες κατηγορίες, κάποιοι άλλοι φυλακίστηκαν  και δολοφονήθηκαν και ορισμένοι κατάντησαν ζητιάνοι στα δυσμάς του βίου τους για να επιβιώσουν…
Αλέξανδρος Υψηλάντης συνελήφθη μετά τη μάχη στο Δραγατσάνι από τους αυστριακούς, κλείστηκε στα υγρά μπουντρούμια και αποφυλακίστηκε με κλονισμένη την υγεία. Πέθανε τρείς μήνες μετά (19-1-1828), μόλις 36 ετών, εγκαταλελειμμένος στη Βιέννη! Το απαράδεκτο για το ελληνικό κράτος, είναι, πως, όταν μεταφέρθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 τα οστά του, σε μικρό κιβώτιο, απο το Ιάσιο στην Ελλάδα, έμειναν για μία διετία στα αζήτητα του τελωνείου του Αεροδρομίου Αθηνών!..
Ο Αδελφός του Δημήτριος Υψηλάντης, διασύρθηκε και κατηγορήθηκε, επειδή διαφώνησε  για έναν συμβιβασμό με τους Οθωμανούς, από ανεγκέφαλους, που με Ψήφισμα τον καθαίρεσαν και τον υποβίβασαν σε πολίτη β΄ τάξεως!.. Ευτυχώς ένα χρόνο μετά, (20-3-1827), ο σουλιώτης στρατηγός Κίτσος Τζαβέλας πέτυχε στην Συνέλευση, ακύρωση του ατιμωτικού Ψηφίσματος.  
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης φυλακίσθηκε δυο φορές. Την πρώτη στο Ναύπλιο με τον γιο του Πάνο στις αντιπαραθέσεις πολιτικών –στρατιωτικών και τη δεύτερη στο Παλαμήδι το 1833, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, μαζί με τον Δημήτριο Πλαπούτα, γιατί διαφώνησαν με την πολιτική της αντιβασιλείας. Στις 25-5-1834 καταδικάστηκε σε θάνατο παρά τις διαφωνίες Τερτσέτη-Πολυζωϊδη. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835.
Η  Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, που ξόδεψε την περιουσία της στον Αγώνα, επειδή αντέδρασε και ζήτησε να αποφυλακισθεί ο Κολοκοτρώνης, κρίθηκε επικίνδυνη, συνελήφθη, φυλακίστηκε και εξορίστηκε στις Σπέτσες. Δολοφονήθηκε από τους συμπεθέρους της Κουτσαίους, χωρίς να αναζητηθούν οι δράστες.
Η Μαντώ Μαυρογένους, που διέθεσε τα πλοία της στον αγώνα,  απογοητευμένη από τον ατυχή έρωτα της με το Δημήτριο Υψηλάντη και καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη Κωλέττη, πέθανε στη Μύκονο πάμπτωχη, παραγκωνισμένη και λησμονημένη από την πατρίδα που ελευθέρωσε.
Ο Νικηταράς Τουρκοφάγος ( «πούχε στα πόδια του φτερά και στην καρδιά ατσάλι») συνελήφθη το 1839 από την κυβέρνηση και καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλακή,  γιατί τάχα το ρωσόφιλο κόμμα που ανήκε,  επεδίωκε  αντικατάσταση του Όθωνα με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα. Εξέτισε την ποινή στις φυλακές Αιγίνης και αποφυλακίστηκε με κλονισμένη υγεία, σχεδόν ολική τύφλωση, από τα βασανιστήρια. Αντί για σύνταξη, τού χορηγήθηκε «άδεια επαιτείας» στον ναό της Ευαγγελίστριας «εκάστην Παρασκευή!»
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, συλλαμβάνεται στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου με εντολή  της κυβέρνησης Κωλέττη - Κουντουριώτη από το πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα, μεταφέρεται  στη Μονή Αγίου Σεραφείμ στον Ελικώνα και μετά στο φρούριο των Αθηνών,  προπηλακιζόμενος και λιθοβολούμενος. Στις 5-6-1825, με διαταγή του Γκούρα, τρείς άνδρες του τον θανατώνουν μετά από βασανιστήρια   και τον πετούν στο λιθόστρωτο του ναού της Απτέρου Νίκης, για να θεωρηθεί ότι  κατέπεσε επιχειρώντας να δραπετεύσει!
Ο  Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ηγετική μορφή του Αγώνα, φυλακίστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας  στο Ναύπλιο,  όταν ξέσπασε στη Μάνη ανταρσία απο τον αδελφό του Τζαννή.  Ζήτησε τότε να πάει στη Μάνη να καθησυχάσει τα πράγματα, δεν του επετράπη, και όταν επεχείρησε  να διαφύγει με αγγλικό πλοίο, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Αποφυλακίσθηκε το 1832, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια από τους γιους του, με ηθικούς αυτουργούς τους αγγλογάλλους, στις 27-9-1831.

                                     Καραϊσκάκης και Μακρυγιάννης

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, επί τετράμηνο, 2-4 έως 25-6-1834 κατηγορήθηκε και διασύρθηκε από τον Μαυροκορδάτο, ότι  υποσχέθηκε εγγράφως στον Ομέρ Βρυώνη να του παραδώσει Μεσολόγγι και Αιτωλικό. Εκρίθη ένοχος εσχάτης προδοσίας, κατέφυγε αργότερα στο Ναύπλιο, όπου η κυβέρνηση τον αποκατέστησε  πλήρως. Τραυματίσθηκε θανάσιμα πολεμώντας τους τούρκους στο Κερατσίνι και  υπήρξε έντονη φημολογία,  ότι  τον σκότωσε ελληνικό βόλι, χωρίς να αποδεικνύεται… Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης καταδικάστηκε  το 1852 σε θάνατο με την κατηγορία ότι σχεδίαζε τη δολοφονία του Όθωνα. Δυο χρόνια μετά αφέθηκε ελεύθερος και ονομάστηκε το 1864 στρατηγός από τον βασιλιά Γεώργιο Α΄.
 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ " Το άδοξο τέλος των αγωνιστών του 1821 "

Άγνωστες μορφές του Ελληνισμού: Λένω Μπότσαρη


Η ατρόμητη Σουλιώτισσα
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 στις κακοτράχαλες πλαγιές του Σουλίου ακούγονται κλάματα και οιμωγές. Άντρες και γυναίκες από το Σούλι τραβάνε τον μακρύ δρόμο του ξεριζωμού από την γλυκιά τους πατρίδα. Ο καταραμένος ο Αλή πασάς τα κατάφερε να τους διώξει με την στενή πολιορκία, καθώς δεν έμπαινε τίποτε στο Σούλι, μήτε σπυρί σιταριού. Το μακρύ ποτάμι των Σουλιωτών χωρίζεται σε τρεις φάλαγγες. Η πρώτη και πιο πολυπληθής με 2000 ψυχές και αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα, θα τραβήξει προς την ανυπόταχτη πολιτεία της Πάργας, στις ακτές του Ιονίου. Οι άλλες δύο φάλαγγες στάθηκαν πιο άτυχες καθώς χτυπήθηκαν αλύπητα από τους τουρκαλβανούς στρατιώτες του Αλή πασά. Σε μια από αυτές ήταν και η Λένω Μπότσαρη, κόρη του Νότη Μπότσαρη και πρώτη ξαδέρφη του Μάρκου Μπότσαρη, ήρωα της επανάστασης.
Η ομορφιά και η εξυπνάδα της Λένως ήταν ξακουστή σ’ όλη την Ήπειρο, μέχρι που κι’ ο ίδιος ο Αλής είχε τάξει μεγάλη αμοιβή σ’ όποιον την έφερνε στο χαρέμι του. Ήταν μόλις 20 ετών, μα η γενναιότητα και η τόλμη της μπορούσαν να βάλουν κάτω δεκάδες άντρες. Ο Νότης, ο πατέρας της καμάρωνε την κόρη του που ήξερε να χειρίζεται το ντουφέκι και το σπαθί καλύτερα από πολλούς άντρες. Τα γαλάζια μάτια και τα κατάξανθα μαλλιά της, έδιναν την αίσθηση νεράιδας βγαλμένης από κάποιο παραμύθι.
Η Λένω ακολούθησε κι’ αυτή την μοίρα των υπολοίπων Σουλιωτών και βαδίζοντας μέσα από κακοτράχαλους δρόμους και βουνά. Μέσα στον σκληρό χειμώνα τα παιδιά, οι τραυματίες και οι μεγαλύτερες γυναίκες δεν άντεχαν, αλλά η Λένω ήταν εκεί για να τις εμψυχώσει αν και μόλις 20 χρονών αναδείχτηκε σε αρχηγό των γυναικών.
Τράβηξαν για το μοναστήρι στο Ζάλογγο που είναι φύσει οχυρή θέση, αλλά δυστυχώς χωρίς έξοδο διαφυγής. Οχυρώθηκαν και περίμεναν. Ήξεραν πως ο Αλής, όπως πάντα, δεν επρόκειτο να τηρήσει τις υποσχέσεις και τους όρκους που τους έδωσε. Ο Μπεκίρ Τζογαδούρος, ο αρχηγός της τουρκοαλβανικής ορδής, επιτέθηκε στις 16 Δεκεμβρίου με αλαλαγμούς στο μοναστήρι. Οι Σουλιώτες ήταν 1.148 και αμύνθηκαν λυσσαλέα χτυπώντας τους τουρκαλβανούς με τα ντουφέκια τους.
Καθώς η μάχη είχε ανάψει τα κορμιά των λιάπηδων (μουσουλμάνων αλβανών) κάλυπταν την χέρσα γη σαν ένα μεγάλο χαλί. Όσο εξελισσόταν η μάχη το χιόνι σκέπαζε τα κορμιά και το κρύο τρυπούσε τα κόκαλα. Μετά από ώρες τα βόλια των Σουλιωτών σώθηκαν και έμειναν με τα σπαθιά και τα γυμνά τους χέρια.
Στις 17 Δεκεμβρίου οι λιάπηδες ορμήσαν σαν τσακάλια πάνω στους Σουλιώτες για να ξεσκίσουν τις σάρκες τους, αλλά οι Σουλιώτες ως άλλοι Σπαρτιάτες και αυτοί τους χτυπούσαν με ό,τι μέσο διέθεταν. Ο θείος της Λένως, ο Κίτσος Μπότσαρης, βλέποντας το μάταιο του αγώνα, κάλεσε την Λένω κοντά του και της είπε: «απόψε σουρουπώνοντας καλά, θα βγούμε με τα σπαθιά. Θα μάσεις τις γυναίκες, θα μπεις μπροστά, θα σας βάλουμε στην μέση». Η Λένω άκουσε τα λόγια του θείου της. Έτρεξε να συντονίσει τις υπόλοιπες γυναίκες και να τις ενθαρρύνει να μην λιγοψυχήσουν αυτές τις δύσκολες ώρες, αν και ήξερε πως οι Σουλιώτισσες δεν είναι σαν τις υπόλοιπες γυναίκες, αλλά σωστά παλληκάρια δίπλα στους άνδρες και τους αδελφούς τους.
Όταν είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά, οι Σουλιώτες μαζεύτηκαν γύρω από τους αρχηγούς τους Κίτσο και Νότη Μπότσαρη για τις τελευταίες οδηγίες.
Μια βουή ακούστηκε μέσα από το μοναστήρι. Οι λιάπηδες έσφιγγαν στα χέρια τους τα ντουφέκια κι’ η καρδιά τους χτυπούσε δαιμονισμένα, μιας και ήξεραν τι είναι ικανοί να κάνουν έστω και μια δράκα Σουλιωτών.
Οι Σουλιώτες ξεχύθηκαν σαν ένα σώμα και πέσαν μ’ ορμή πάνω στους τουρκαλαβανούς. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι δεν ξεχώριζες ποιοι είναι οι Σουλιώτες και ποιοι οι λιάπηδες. Το τουφεκίδι ανάβει. Η Λένω βρισκόταν στην μέση της φάλαγγας. Το σπαθί της παίρνει φωτιά σκοτώνοντας πολλούς λιάπηδες στο πέρασμά της. Πατούσε τα κορμιά τους και σαν μπροστάρισα που ήταν άνοιγε δρόμο για τις άλλες γυναίκες που μετέφεραν μωρά παιδιά και τραυματίες στις πλάτες τους. Οι στιγμές τραγικές και ηρωικές συνάμα.
Η Λένω προχωρούσε μπροστά μην μπορώντας να δει τι γίνεται πίσω της. Μερικά γυναικόπαιδα αποκλείσθηκαν από τους τουρκαλβανούς και μην έχοντας να κάνουν κάτι καλύτερο τραβιούνται για το Ζάλογγο. Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας 56 γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους και 13 άνδρες θα βρεθούν γαντζωμένοι στο φρύδι του Ζαλόγγου.
Οι Τουρκαλβανοί πλησιάζουν με άγριες διαθέσεις, θέλουν να τις ατιμάσουν. Οι Σουλιώτισσες όμως ήταν αποφασισμένες. Δεν επρόκειτο να αφήσουν κανένα χέρι ξένο να τις αγγίξει, πάνω από όλα γι’ αυτές ήταν η Τιμή. Πιάστηκαν χέρι – χέρι, χορεύοντας και τραγουδώντας, κι’ αφού έριξαν τα παιδιά τους στο κενό, ακολουθούν μετά μία – μία, φιλώντας η πρώτη την δεύτερη και η δεύτερη την τρίτη. Τα σώματά τους έπεφταν στο βάραθρο σαν φύλλα το φθινόπωρο. Τόσο ανάλαφρα και αέρινα, πέρα από κάθε τι υλικό και ανθρώπινο.
Η Λένω σώθηκε και μαζί με τους άλλους Σουλιώτες που έσπασαν τον κλοιό των λιάπηδων κατευθύνθηκαν νότια. Δεν γνώριζαν προς τα πού πήγαιναν, απλά και μόνο βάδιζαν.
Μέσα στις κακουχίες ο πόνος για τον χαμό των οικείων δεν ζυγώνει. Δεν είχαν καιρό για στεναχώριες και για κλάματα.
Φτάνοντας στο χωριό Βουλγαρέλι της Άρτας αποφάσισαν να πάνε προς τα απάτητα βουνά των Αγράφων, για να ενωθούν με άλλους αγωνιστές από την Θεσσαλία και να πολεμήσουν τους τούρκους. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες έφτασαν στην Βρεστένιτσα και συνέχισαν προς την οχυρή θέση της μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στον Σέλτσο. Την 22α Δεκεμβρίου έφτασαν εκεί και εγκαταστάθηκαν κατάκοποι από τις πορείες μέσα στο καταχείμωνο. Κάτω από το μοναστήρι περνάει σαν ένα μεγάλο φίδι ο ποταμός Αχελώος (ή Ασπροπόταμος).
Οι Σουλιώτες μάζεψαν προμήθειες και μπαρουτόβολα από τις γύρω περιοχές για την άμυνά τους. Έβαλαν τέσσερις φρουρές στην περίμετρο του μοναστηριού και φύλαγαν κάθε μονοπάτι. Ήξεραν καλά, ότι ο Αλή πασάς δεν θα ησυχάσει αν δεν ξεπαστρέψει όλη την Σουλιώτικη φάρα.
Στο μεταξύ, ο Αλή πασάς μάζεψε στρατό περίπου 5.000 λιάπηδων υπό την αρχηγία του Μπεκήρ Τζογαδούρου και του Βασιάρη για να κυνηγήσουν τους Σουλιώτες και να μην αφήσουν ούτε έναν ζωντανό. Τους ζήτησε μόνο να του φέρουν την Λένω στο χαρέμι του να δει από κοντά την ομορφιά της.
Έρχεται η στιγμή που 8000 τουρκαλβανοί θα κυκλώσουν την Μονή Σέλτσου μαζί με τον Βελή πασά, γιο του Αλή πασά. Οι μήνες όμως, περνάνε χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι οι λιάπηδες για να εξοντώσουν τους Σουλιώτες.
Κάποιος Γιώργης Κίριος από τα Γιάννενα, δασκαλεμένος από τον Αλή πασά που του είχε τάξει το αρματολίκι της Λάκκας, παριστάνει τον μετανιωμένο και ζήτησε μαζί με τον αδελφό του να πολεμήσει στο πλευρό των Σουλιωτών. Ο Κίτσος Μπότσαρης με την μεγαλοψυχία που τον διέκρινε, τον συγχωρεί και τον βάζει στην φρουρά του μοναστηριού. Αυτός όμως τις νύχτες, έχοντας πάντα στον νου του την προδοσία έστελνε μηνύματα στον Μπεκήρ Τζογαδούρο και του αποκάλυψε ένα μονοπάτι που πάει ίσια στην Μονή.
Μέτα την αποκάλυψη του μονοπατιού, οι στρατηγοί καταστρώνουν το ύπουλο σχέδιό τους. Ο Τζογαδούρος θα έκανε ένα ψεύτικο αιφνιδιασμό και θα χτυπούσε τις θέσεις με τους περισσότερους Σουλιώτες όταν 3.000 τουρκαλβανοί με 1.200 εφεδρικούς αλβανούς θα χτυπούσαν τους Σουλιώτες από ένα δύσβατο μονοπάτι στο πιο αδυνατισμένο σημείο από την πλευρά του προφήτη Ηλία.
Στις 15 Απριλίου τα μεσάνυχτα, όπως πριν από κάθε καταιγίδα, έτσι και τότε, η γαλήνια ηρεμία έσπασε με τουφεκίδι και κραυγές τρόμου. Οι λιάπηδες επιτέθηκαν σαν τις ύαινες που περιμένουν να ξεσκίσουν το κουφάρι του ετοιμοθάνατου ζώου. Όμως, οι Σουλιώτες δεν τους έκαναν την χάρη και τους χτύπησαν με ό,τι είχαν. Η κολασμένη νύχτα γέμισε κλάματα, βρισιές και κατάρες πότε στα Ελληνικά πότε στα αλβανικά και πότε στα τούρκικα.
Ο πατέρας της Λένως, ο Νότης Μπότσαρης λαβώνεται στο σώμα. Δύο βόλια τον βρήκαν. Μέχρι να τρέξει να τον βοηθήσει η Λένω τον χτύπησε και τρίτο βόλι. Όταν τον βρήκε ήταν κάτω από ένα δέντρο στον περίβολο του μοναστηριού. Προσπάθησε να τον γιατρέψει όπως – όπως και με λόγια γλυκά να του απαλύνει τον πόνο. Ο Νότης όμως, το ένοιωθε πως είχε φτάσει πια το τέλος του.
Όταν τον ρώτησε η Λένω τι να κάνει, αυτός της αποκρίθηκε: «να πεθάνεις παιδί μου, ήρθε η ώρα σου», όπως απαντούσαν τα αρχαία χρόνια οι Σπαρτιάτισσες μανάδες στους γιους τους «ή ταν ή επί τας».
Εκείνη την στιγμή ένα τέταρτο και τελευταίο βόλι βρίσκει τον Νότη Μπότσαρη στο μέτωπο σωριάζοντας το άψυχο σώμα του στα πρώτα χόρτα του Απρίλη ποτίζοντάς τα με το άγιο αίμα του.
Η Λένω έτρεξε με το σπαθί στο χέρι να ξεφύγει από τους διώκτες της που κατέφθαναν με βήμα ταχύ. Οι άλλες Σουλιώτισσες ξέροντας τον δρόμο της Τιμής πήγαν στην άκρη του γκρεμού που στεφανώνει το μοναστήρι και έπεσαν από ύψος 300 μέτρων στο σκοτεινό βάραθρο. Ένα δεύτερο Ζάλογγο μόλις είχε γεννηθεί.

Η Λένω με χίλια βάσανα κατεβαίνει την απότομη πλαγιά και κατευθύνεται προς τον Αχελώο. Χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξε στα παγωμένα νερά του ποταμού και κολύμπησε με όλη την δύναμη που της είχε απομείνει. Οι τουρκαλβανοί σαν λυσσασμένα σκυλιά την ακολουθούν για να την κατασπαράξουν. Μετά από πολύ πάλεμα στα νερά του ορμητικού ποταμού κατάφερε να φτάσει μια λωρίδα γης που σχηματίστηκε μέσα στο ποτάμι. Κατάκοπη μα σώα βγήκε έξω. Από απέναντι την κοιτούσαν οι λιάπηδες σκεφτόμενοι την αμοιβή που τους έταξε ο πασάς αν του την φέρουν ζωντανή. Ένας λιάπης της φωνάζει «Δεν λυπάσαι πουλάκι μου τα νιάτα σου; Έλα να σε γλυτώσω». Της έδωσε το ντουφέκι του από την λαβή. Η Λένω όμως, ως Σουλιώτισσα προτιμάει χίλιες φορές τον θάνατο πάρα την αιχμαλωσία στα χέρια των πιο αδίστακτων εχθρών της. Προσποιήθηκε λοιπόν πως πάει να πιάσει το ντουφέκι, και χουφτώνει την σκανδάλη. Το βόλι φεύγει σαν μαχαίρι και βρίσκει τον λιάπη σωριάζοντάς τον κάτω. Ένας άλλος βλέποντας την τόλμη της κοπέλας όρμησε κατά πάνω της. Η Λένω τον χτύπησε με τα χέρια της και του έσφιξε τον λαιμό για να το πνίξει. Πάλεψε μ’ όλη της την δύναμη. Του έμπηξε τα νύχια της στα μάτια και στο σώμα. Τέλος τον έσπρωξε στα αφρισμένα νερά του Αχελώου και πέσαν μαζί μέσα κάνοντας πάταγο. Συνέχισε να μάχεται σαν πραγματική λέαινα.
Αυτό ήταν δεν ξαναείδε κανείς πια ζωντανή την γενναία Σουλιώτισσα, την Λένω την κόρη του Νότη Μπότσαρη μα ούτε και τον λιάπη. Από τότε εκείνο το σημείο της όχθης λέγεται «το πήδημα της Καπετάνισσας». Από όλο αυτόν τον χαμό έμειναν όρθιοι μόνο 80 από τους 1.400 Σουλιώτες και άλλους Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Όλοι οι υπόλοιποι ή σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Για την αυτοθυσία της Λένως γράφτηκαν μετά πολλά δημοτικά τραγούδια, για να θυμίζουν πως μόνη μια κοπέλα 20 χρονών τα έβαλε με την τουρκιά και την «νίκησε». Αυτό είναι το δημοτικό τραγούδι της Λένως.
Όλαις οι καπετάνισσαις από το Κακοσούλι
όλαις την Άρτα πέρασαν, ‘ς τα Γιάννινα τοις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι αρφαναίς, σκλαβώθηκαν οι μαύραις,
κʼ η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κ’ εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και ʽς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια ‘ς την ποδιά και βόλια ‘ς τοις μπαλάσκαις
-Κόρη, για ρηξε τ’ άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.
-Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια”.
Πυρήνας Καβάλας - Αίας ο Τελαμώνιος
http://xryshaygh.wordpress.
http://antistasi.org/?p=23317
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Άγνωστες μορφές του Ελληνισμού: Λένω Μπότσαρη"

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Πώς παρουσιάζεται η Eλληνική Eπανάσταση (1821) στα Τουρκικά σχολικά βιβλία

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μετάφραση του τουρκικού σχολικού εγχειριδίου (Emin Oktay, Tarih, Lise: III, έκδ. 1988, σσ. 237-240) και καταδεικνύει τον τρόπο που διδάσκονται οι γείτονες την κοινή μας Ιστορία.
Τα σχόλια και οι υποσημειώσεις είναι των συγγραφέων Κατσουλάκου Θ.,Τσαντίνη Κ. από το βιβλίο τους “Προβλήματα Ιστοριογραφίας στα Σχολικά Εγχειρίδια των Βαλκανικών Κρατών. Επανάσταση του. ΄21, Βαλκανικοί Πόλεμοι. εκδ. Εκκρεμές” (ηλεκτρονική μορφή κειμένου από 24grammata.com)
Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1820-1829), κατά το Τουρκικό εγχειρίδιο
Οι Έλληνες1, οι οποίοι είχαν περισσότερα προνόμια2 απ’ όλους τους χριστιανικούς λαούς που τελούσαν υπό οθωμανική κυριαρχία, ζούσαν κυρίως στην Ελλάδα3, στην Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου, στη Δυτική Μικρασία και στα παράλια της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου, όπου ήταν εγκαταστημένοι σε πόλεις και κωμοπόλεις και ασχολούνταν με τις τέχνες και το εμπόριο και ιδιαίτερα με τη ναυτιλία.

Οι Έλληνες είχαν υποταχτεί οριστικά στο οθωμανικό κράτος επί Μωάμεθ του Πορθητή4. Είχαν παραχωρηθεί τότε και σ’ αυτούς, όπως και στους άλλους χριστιανούς, ελευθερίες ως προς τα θέματα θρησκείας και γλώσσας. Στην Πελοπόννησο μάλιστα και στα νησιά του Αιγαίου οι Έλληνες ζούσαν σχεδόν αυτόνομοι5.

Οι Οθωμανοί θεωρούσαν ανώτερους τους Έλληνες από τους άλλους χριστιανούς και τους διόριζαν σε ορισμένες θέσεις και ιδιαίτερα σε θέσεις διερμηνέων6. Ορισμένοι μάλιστα Έλληνες άρχοντες από το Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως προωθούνταν σε θέσεις ηγεμόνων της Βλαχίας και της Μολδαβίας7.

Σε σχέση με τους άλλους χριστιανικούς λαούς οι Έλληνες ήταν πιο εύποροι και πιο φωτισμένοι. Οι σχέσεις που είχαν αναπτύξει με τη Ρωσία κατά τον 18ο αιώνα συντέλεσαν στη διάδοση εθνικοαπελευθερωτικών ιδεών μεταξύ τους8. Στην πραγματικότητα οι Ρώσοι ήδη από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου9 ξεσήκωναν τους Έλληνες σε κάθε ευκαιρία εναντίον του οθωμανικού κράτους. Όταν στη διάρκεια της εκστρατείας του 1768 ο ρωσικός στόλος είχε καταπλεύσει στην Πελοπόννησο, οι Έλληνες είχαν επαναστατήσει, αλλά η επανάσταση είχε κατασταλεί αμέσως10. Στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης τα ελληνικά πλοία υπό τουρκική σημαία κυκλοφορούσαν ελεύθερα παντού και μονοπώλησαν το εμπόριο της Μεσογείου11. Έτσι πλούτισαν πολλοί Έλληνες που ζούσαν σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης (όπως η Μασσαλία, η Τεργέστη, η Οδησσός) και ίδρυσαν στην Ελλάδα πολλά σχολεία και διέδωσαν σ’ όλους τους Έλληνες τις ιδέες της εθνικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Τις ιδέες τις ενίσχυσε η Γαλλική Επανάσταση. Τέλος οι Έλληνες ίδρυσαν μια μυστική οργάνωση που στόχευε στην απόκτηση της ανεξαρτησίας τους και ονομαζόταν Εθνική Εταιρεία12.

Η Εθνική Εταιρεία ιδρύθηκε αρχικά το 1814 στην Οδησσό από τρία άτομα (δύο Έλληνες και ένα Βούλγαρο)13. Ουσιαστικός στόχος της ήταν η επανίδρυση της αρχαίας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας14. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ο τσάρος της Ρωσίας ήταν πληροφορημένοι σχετικά με την ίδρυση της Εταιρείας.

Η Εθνική Εταιρεία ενδυναμώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα και ίδρυσε πολλά παραρτήματα στην Κωνσταντινούπολη και την Ελλάδα. Οι κυριότεροι εύποροι και φωτισμένοι Έλληνες έγιναν μέλη της, ανάμεσά τους και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως15. Αρχηγός της ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, γιος του πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας και υπασπιστής του τσάρου.

Χάρη στις ενέργειες της Εθνικής Εταιρείας οι Έλληνες είχαν προετοιμαστεί πλήρως για να επαναστατήσουν. Δεν άφηνε όμως περιθώριο για να ξεσπάσει η επανάσταση ο Αλή πασάς16, βαλής των Ιωαννίνων, που ήταν γνώστης όλων των δραστηριοτήτων της Εταιρείας. Όταν πάντως ο Αλή πασάς έκανε τη δική του επανάσταση εναντίον του σουλτάνου, οι Έλληνες επωφελήθηκαν: ενώ οι οθωμανικές δυνάμεις ήταν απασχολημένες μ’ αυτόν, η Εθνική Εταιρεία αποφάσισε να ξεσπάσει η επανάσταση.
σημειώσεις/ επεξηγήσεις
1 Χρησιμοποιούνται δύο λέξεις στο τουρκικό κείμενο για την απόδοση του όρου «Έλληνες», “Rum” και “Yunan”. Η πρώτη αποδίδεται γενικά στους Έλληνες της Τουρκοκρατίας: ρωμιούς, ραγιάδες, ενώ η λέξη Yunan = Ίωνες, χαρακτηρίζεται η Ελληνική Επανάσταση και το ελληνικό κράτος. Με τον όρο “Rum” χαρακτηρίζεται και σήμερα η ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινουπόλεως.

Για ένα μεγάλο διάστημα Ρούμελη ονομαζόταν ολόκληρο το ευρωπαϊκό οθωμανικό κράτος (Rum-eli, χώρα των Ρωμαίων, Ρωμιών, Ελλήνων, πρβλ. Ρωμυλία). Το άλλο τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το ασιατικό, ονομαζόταν Anadolu (Ανατολή).

2 Το θέμα των προνομίων είναι αρκετά σκοτεινό ως προς την έκταση και την εφαρμογή σε διάφορες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Βασικό στοιχείο για την εκχώρησή τους υπήρξε η ειδική μνεία στο Κοράνι για τους λαούς της Βίβλου, χριστιανούς και εβραίους. Εδώ λαμβάνονται με την ευρεία έννοια, της παραχωρήσεως δηλαδή ελευθερίας σχετικά με τη θρησκεία, τη γλώσσα, την κοινοτική διοίκηση και άλλα, που ποίκιλλαν κατά τον τρόπο παροχής, το χρόνο και τον τρόπο εφαρμογής. Η πολιτική των προνομίων χρησιμοποιήθηκε από τους Τούρκους για να ενισχυθεί το ανθενωτικό πνεύμα των Ορθοδόξων.

Στο κείμενο, πάντως, έμμεσα τονίζεται η «αχαριστία» των Ελλήνων, οι οποίοι, μολονότι είχαν περισσότερα προνόμια, επηρεασμένοι από τους ξένους, επαναστάτησαν.

3 Εννοεί τη Στερεά Ελλάδα.

4 Βλέπε 15η παρατήρηση του βουλγαρικού κειμένου.

5 Προφανώς υπονοούνται τα προνόμια και οι οικονομικές διευκολύνσεις (αχτναμέδες) που χορηγήθηκαν σε ορισμένες περιοχές, όπως τα νησιά (Χίος, Κυκλάδες), η Ήπειρος (Γιάννενα, Ζαγοροχώρια), η Μακεδονία (Μαντεμοχώρια), που παράλληλα εξασφάλιζαν και τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γ. Κοντογεώργη, 1983, σ. 15. Αντίθετα η Πελοπόννησος δεν έχει προνομιακό καθεστώς και αρχικά παραχωρείται σε Τούρκους τιμαριώτες (βλ. Ι.Ε.Ε., ΙΑ΄, σ. 207). Τον 18ο αι. μεγάλες εκτάσεις κατέχουν Τούρκοι ιδιώτες στο Ναύπλιο, Μεθώνη, Κορώνη (Ι.Ε.Ε. σ. 210), ενώ όλη η Πελοπόννησος διαιρείται σε 24 βιλαέτια, Μ.Β. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν 1715-1821, ανατύπωση, Αθήνα 1978, σ. 99. Διοικείται από το «μόρα-βαλεσή» ως πασαλίκι με κέντρο την Τριπολιτσά. Ιδιότυπη εξαίρεση αποτελεί μόνο η Μάνη, που υπάγεται στη δικαιοδοσία του Καπουδάν πασά και αυτοδιοικείται από ντόπιο καπετάνο, τον «μανιάτ-μπέη» (1776-1821), Π. Καλονάρου, Μάνη, εδ. Π. Πατσιλινάκος, Αθήνα 1981, σ. 57.

6 Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης επάνδρωσαν σε μεγάλο βαθμό τον τουρκικό κρατικό μηχανισμό. Ιδιαίτερα διέπρεψαν ως διερμηνείς (δραγουμάνοι).

7 Η ευνοϊκή μεταχείριση των Φαναριωτών από το σουλτάνο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της εκτίμησης και της ειδικής μεταχείρισης που είχαν οι Έλληνες από την Υψηλή Πύλη. Άρα το συμπέρασμα για το μαθητή είναι εύλογα η αχαριστία των Ελλήνων προς τον «ευεργέτη» τους σουλτάνο. Αποσιωπάται τελείως η αδήριτη αναγκαιότητα που επέβαλε τους Φαναριώτες στην τουρκική διοίκηση ως Μεγάλους Διερμηνείς και ως ηγεμόνες στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες (1709-1821). Η ανάγκη επικοινωνίας με τις χώρες της Δύσης (συνθήκες-διομολογήσεις) κατέστησε απαραίτητη την παρουσία των γλωσσομαθών Φαναριωτών, μια και το Κοράνι απαγόρευε την εκμάθηση γλωσσών των απίστων.

8 Οι απελευθερωτικοί αγώνες των Ελλήνων θεωρούνται κινήματα που προήλθαν αποκλειστικά και μόνο από την επαφή των Ελλήνων με τη Ρωσία. Αγνοούνται όλα τα επαναστατικά κινήματα πριν από τον Μεγάλο Πέτρο. Τον 15ο αι. κατά τον τουρκοβενετικό πόλεμο επαναστατεί η Πελοπόννησος. Τον 16ο αι. η Ήπειρος και η Πελοπόννησος, παραμονές της ναυμαχίας της Ναυπάκτου (1571). Από το 1600 έως το 1611 ο επίσκοπος Διονύσιος Τρίκκης, ο «Σκυλόσοφος», ξεσηκώνει τη Θεσσαλία και την Ήπειρο.

9 Είναι η εποχή που ο Μεγάλος Πέτρος αναπροσαρμόζει την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας, αναζητώντας παράθυρο στο Νότο, και καλεί τους Έλληνες «εις το ασκέρι του και εις το μεγάλο φλάμπουρό του». Από τότε διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι η απελευθέρωση των Ελλήνων θα έρθει από το ξανθό γένος του Βορρά, και αρχίζουν να διαδίδονται οι προφητείες του Αγαθάγγελου, Κ.Ν. Σάθα, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήνησι 1869, σ. 213.

10 Πρόκειται για τα Ορλωφικά κατά τη διάρκεια του Α΄ επί Μεγάλης Αικατερίνης Ρωσοτουρκικού πολέμου (1767-1774), που κλείνει με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, Τ. Αθ. Γριτσοπούλου, Τα Ορλωφικά, εν Αθήναις 1967.

11 Τονίζεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι χάρη στη ρωσική σημαία κυκλοφορούσαν ελεύθερα τα ελληνικά πλοία. Η εμπορική και ναυτιλιακή ανάπτυξη των Ελλήνων οφείλεται φυσικά και στη γενικότερη οικονομική και πολιτική συγκυρία στη Μεσόγειο. Επισημαίνουμε ενδεικτικά ορισμένα γεγονότα: την παρακμή της Βενετίας, τη ναυτολόγηση Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τις ελληνικές παροικίες, την αδράνεια του εμπορικού αγγλογαλλικού στόλου λόγω των πολέμων, την πλήρη αδιαφορία των οθωμανικού στρατιωτικού κράτους για το θαλασσινό εμπόριο. Ασφαλώς σπουδαίο ρόλο έπαιξε και η ναυτική παράδοση των Ελλήνων. Με ιδιαίτερη συμφωνία (1783), που ουσιαστικά ήρθε ως επεξήγηση των ασαφειών της προηγούμενης συνθήκης (1774), τα ελληνικά πλοία με ρωσική σημαία απέκτησαν το δικαίωμα ελεύθερης ναυσιπλοΐας στα Στενά.

12 Έτσι αποδίδεται η Φιλική Εταιρεία.

13 Προφανώς το σλαβοκατάληκτο όνομα του Γιαννιώτη εμπόρου Αθανασίου Τσακάλωφ οδήγησε τον Τούρκο συγγραφέα να εκλάβει ως Βούλγαρο τον πιο μορφωμένο Έλληνα από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, του οποίου ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ελληνικότητα. Ο Τσακάλωφ είναι γιος του Γιαννιώτη εμπόρου Ιωάννη Τσακάλογλου, που μετοίκησε στη Μόσχα για εμπορικούς λόγους και άλλαξε το όνομά του από Τσακάλογλου στο «ρωσοπρεπές» Τσακάλωφ, κατά τη συνήθεια της εποχής.

14 Ο στόχος της Φιλικής δεν είναι σαφής. Σύμφωνα με την προκήρυξή της «η Εταιρεία συνίσταται από καθ’ αυτό Έλληνας φιλοπάτριδας και ονομάζεται Εταιρεία των Φιλικών. Ο σκοπός των μελών αυτής είναι η καλυτέρευση του Έθνους και, αν ο Θεός το συγχωρέσει, η ελευθερία του» (από κείμενο της Φιλικής στα κρατικά αρχεία της Ρουμανίας, που δημοσιεύτηκε στα Ντοκουμέντα για την ιστορία της Ρουμανίας, τ. Δ΄ σσ. 32-39, βλ. Η Επανάσταση του ’21. ΚΜΕ σ. 76). Η ελληνική άποψη είναι ότι μοναδικός «σκοπός της Φιλικής ήταν η απελευθέρωση της πατρίδας και πέρα από αυτό δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι αποφασίστηκε οτιδήποτε άλλο, π.χ. ποιο θα ήταν το καθεστώς της ανεξάρτητης Ελλάδας βασιλεία ή αβασίλευτη δημοκρατία» (Ι.Ε.Ε., τ. ΙΑ΄, σ. 425).

15 Νεότερες έρευνες πιστοποιούν τη σχέση του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ με τους Φιλικούς, Θ. Ζώρα, Ο απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ εις έκθεσιν του Ολλανδού επιτετραμμένου Κωνσταντινουπόλεως, Παρνασσός ΙΒ (1976), 127-138. Αντίθετα ο τσάρος, που αρχικά αγνοεί την ύπαρξη της Εταιρείας, θα αντιταχθεί στα σχέδια του Υψηλάντη και των Φιλικών, όπως μαρτυρεί ο Καποδίστριας, απαντώντας σε επιστολή Έλληνα της Οδησσού, Βλ. Μέντελσον-Μπαρτόλδυ, σ. 52.

16 Πράγματι από τους βασικούς λόγους που επέβαλαν την επίσπευση της Επανάστασης ήταν η εμπλοκή της Πύλης σε πόλεμο με τον Αλή πασά. Αλλά ο Αλής ήταν εκείνος που περίμενε εναγωνίως την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, όπως μαρτυρεί και το αλβανικό εγχειρίδιο (σ. 162), το οποίο αναφέρει ότι ο Αλής βοήθησε τη Φιλική Εταιρεία και ανυπομονούσε να ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση στο Μωριά, όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όταν την Άνοιξη του 1820 η Πύλη τον καταδίκασε σε θάνατο, στήριξε τις ελπίδες του στους σαράντα χιλιάδες στρατιώτες του· ήλπιζε μάλιστα ότι ο σουλτάνος θα ζητούσε να συμβιβαστεί μαζί του.
Κατσουλάκος Θεόδωρος και Τσαντίνης Κώστας

http://www.24grammata.com/?p=2905





ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Πώς παρουσιάζεται η Eλληνική Eπανάσταση (1821) στα Τουρκικά σχολικά βιβλία"

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Διάλεξη του Νίκου Λυγερού με θέμα: "Διαχείριση κρίσεων". Ορεστιάδα, 13/03/2014

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Διάλεξη του Νίκου Λυγερού με θέμα: "Διαχείριση κρίσεων". Ορεστιάδα, 13/03/2014 "

17 Μαρτίου χθές.....


 Τέτοια μέρα πριν από 193 χρόνια, στις 17 Μάρτη του 1821έφτασε στο αραξοβόλι Αρμυρού Καλαμάτας ένα καράβι με 400 βαρέλια μπαρούτι και άλλα πολεμοφόδια. Όλα για τις ανάγκες του Μεγάλου Αγώνα που είχε οριστεί να ξεκινήσει μετά από λίγες μέρες, ανήμερα του Ευαγγελισμού. Τα πολεμοφόδια είχαν συγκεντρωθεί  στις Κυδωνίες, (σημερινό Αϊβαλί ) ύστερα από έρανο που είχε κάνει στην Κωνσταντινούπολη το προηγούμενο Φθινόπωρο ο Παπαφλέσσας.Καπετάνιος του καραβιού ήταν οΧριστόδουλος Μέξης ή Ποριώτης. 
Σημαντικό είναι, ότι μια τέτοια προμήθεια πολεμικού υλικού προσχεδιασμένη και με στόχο να φτάσει το υλικό έγκαιρα στους αγωνιστές της Μεσσηνίας και της Μάνης, δείχνει τη σωστή απόφαση καθώς και την προετοιμασία για την έναρξη της Επανάστασης από την Καλαμάτα. Δείχνει, όμως, ότι είναι και ένα πολεμικό  σημαντικό γεγονός, που υπερτερεί κατά πολύ από μεμονωμένες εκδηλώσεις πατριωτών άλλων περιοχών της Πελοποννήσου, την ίδια χρονική περίοδο, που στράφηκαν με τα όπλα εναντίον κάποιων τούρκων ταξιδιωτών ή φοροεισπρακτόρων.
Υπεύθυνοι για την αναμονή και παραλαβή του υλικού ήταν ο Αναγνωσταράς και ο Νικηταράς. Την ίδια νύχτα με 250 φορτηγά ζώα και 200 οπλοφόρους αγωνιστές, πήγαν στον Αρμυρό και ύστερα από συνεννόηση με τον Κατσή Μαυρομιχάλη, αδερφό του Πετρόμπεη, ο οποίος ήταν τελωνοσταθμάρχης  γιατί το αραξοβόλι ανήκε στη Μάνη, μπήκαν στο καράβι και ξεφόρτωσαν περίπου το 1/3 των πολεμοφοδίων και τα μετέφεραν (νύχτα) σε απόκρημνα κρησφύγετα στην περιοχή της Ιεράς Μονής Μαρδακίου Νέδουσας Αλαγονίας.
Τα υπόλοιπα 2/3 των πολεμοφοδίων τα πήραν στη συνέχεια οι Μανιάτες και ο καπετάν Μέξης άνοιξε πανιά και έφυγε.
Κατά μία εκδοχή, συνοδός του φορτίου από τις Κυδωνίες μέχρι εδώ ήταν ο Χαράλαμπος Μάλης, ένας Κύπριος δάσκαλος και φλογερός πατριώτης, που δίδασκε τα Ελληνικά  στα   παιδιά οικογενειών στην Πόλη. Τον είχε γνωρίσει σε προηγούμενο ταξίδι στην Πόλη ο Παπαφλέσσας, τον είχε κάνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ο Χαράλαμπος Μάλης, εκτός από  το φορτίο που συνόδεψε, έμεινε εδώ και έλαβε μέρος στην Επανάσταση. Αργότερα, λόγω της μόρφωσής του, είχε χρησιμοποιηθεί σε διάφορες θέσεις της τότε Διοίκησης του τόπου μας. 
Η έναρξη, λοιπόν, της Επανάστασης που έγινε στη Καλαμάτα στις 23 Μάρτη, βρήκε όσους αγωνιστές  είχαν και κρατούσαν σισανέδες και κουμπούρες, να έχουν και γεμάτα τα σελάχια τους με  μπαρουτόσκαγα που είχε φέρει το καράβι…
Να είμαστε καλά και να τα θυμόμαστε αυτά τα ιστορικά γεγονότα!
(Ilias Parlos)



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "17 Μαρτίου χθές....."

Ν. Λυγερός - Συνέντευξη Τύπου: «Στρατηγική για την Ζώνη Καινοτομίας Θεσσαλονίκης». 17/3/2014

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ν. Λυγερός - Συνέντευξη Τύπου: «Στρατηγική για την Ζώνη Καινοτομίας Θεσσαλονίκης». 17/3/2014 "

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Τα κόμματα είναι ο δήμιος της δημοκρατίας μας.

 Εχοντας πρώτα εξοντώσει την δημοκρατία στο εσωτερικό του.----

Στις περισσότερες αναρτήσεις, αλλά και στα σχόλια, επιμένω στην αντιδιαστολή “ηγεσία ενός κόμματος” από τη μια και “μέλη και οπαδοί” ή “κομματικός λαός” από την άλλη.-- Δεν είναι τυχαίο.--- Και έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτή η διάκριση. Με την χρήση απλώς της λέξης “κόμμα” συμπεριλαμβάνουμε και τους δύο, ηγεσία και κομματικό λαό, σε μια έννοια, και συνήθως κάνοντάς το, φορτώνουμε άθελά μας τα αμαρτήματα που προορίζονται να βαρύνουν αποκλεστικά την κομματική ηγεσία και στις πλάτες του “κομματικού λαού”.
Το κόμμα, το κοινοβουλευτικό κόμμα, με τον τρόπο που υπάρχει και λειτουργεί στις κοινοβουλευτικές “δημοκρατίες”, έχει σκοτώσει την δημοκρατία στο εσωτερικό του πολύ πριν πάρει μέρος, μαζί και με τα άλλα κόμματα, στην εξόντωση και στον σφαγιασμό της δημοκρατίας στο πολίτευμα μιας χώρας.
Σε ένα κόμμα, η ηγεσία του είναι εντελώς ξεχωριστή από το κομματικό σύνολο των μελών και οπαδών, την “βάση” του κόμματος. Μπορεί εύκολα η βάση να αλλάξει εντελώς, να συρρικνωθεί ή να επεκταθεί, να αλλάξει τελείως σύσταση, αλλά η ηγεσία του κόμματος θα παραμείνει περίπου στο σύνολό της ως είχε και πριν συμβεί αυτή η αλλαγή στην κομματική βάση. Δηλαδή οι αλλαγές στην κομματική βάση καθόλου ΔΕΝ αντικατοπτρίζονται στην ηγεσία και κορυφή του κόμματος. Δεν μεταφέρονται παρά στο ελάχιστο.
Οπως δεν μεταφέρεται, παρά στο ελάχιστο, και η γνώμη μα και η θέληση της βάσης του κόμματος στην ηγεσία. Ουσιαστικά η βάση του κόμματος απευθύνει ευχολόγια προς την ηγεσία. Προβάλλει τις κρυφές της επιθυμίες προς αυτήν και οι οποίες επιθυμίες της κομματικής βάσης σπάνια ταυτίζονται με τις πραγματικές πολιτικές προθέσεις της ηγεσίας του κόμματος. Η ηγεσία του κόμματος αδιαφορεί σχεδόν προκλητικά για την θέληση και τις επιθυμίες της κομματικής της βάσης.
Η ηγεσία του κόμματος φαίνεται να ευθυγραμμίζεται, ως έναν βαθμό πάντα, με τις επιθυμίες της βάσης της αλλά και ευρύτερα τις επιθυμίες του λαϊκού εκείνου στρώματος το οποίο υποτίθεται πως αντιπροσωπεύει, αποκλειστικά και μόνο κατά την προεκλογική περίοδο. Φαινομενικά πάντα. Σε όλες τις άλλες περιόδους ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑΝ σχεδόν λόγο να ανταποκριθεί στις επιθυμίες και την θέληση του κομματικού λαού. Αλλά και του λαού γενικώτερα.
Ολα αυτά συμβαίνουν διότι το κοινοβουλευτικό κόμμα είναι ένας βαθειά ΟΛΙΓΑΡΧΙΚΟΣ οργανισμός. Το κοινοβουλευτικό κόμμα χρησιμοποιεί για την εσωτερική ανάδειξη των στελεχών και της ηγεσίας του ένα σύστημα αντιπροσώπευσης μακράς θητείας το οποίο επιτρέπει και τις συνεχείς επανεκλογές των ίδιων και των ίδιων. Οτι γίνεται δηλαδή στο ίδιο το κοινοβουλευτικό πολίτευμα γίνεται και μέσα στο κοινοβουλευτικό κόμμα. Οπως λειτουργεί το ένα, λειτουργεί και το άλλο.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εκλέγονται οι ίδιοι και οι ίδιοι στις κομματικές θέσεις εξουσίας. Ολοι αυτοί, τα στελέχη δηλαδή του κομματικού ρετιρέ, παρά τις τεράστιες μεταξύ τους διαφορές και συγκρούσεις, αποκτούν στο τέλος ένα κοινό συμφέρον: να παραμείνουν στην εξουσία που έχουν και να την ασκούν με τον τρόπο που εκείνοι επιθυμούν και όχι με τον τρόπο που επιθυμεί ο “κομματικός λαός”.
Δηλαδή ο πάνω-πάνω κομματικός όροφος, η ηγεσία του κόμματος, η εξουσία του κόμματος, ΑΥΤΟ-ΝΟΜΕΙΤΑΙ από την κομματική βάση, την οποία ουσιαστικά εξουσιάζει. Αποκτά ως ομάδα ανθρώπων τα δικά της εξουσιαστικά συμφέροντα τα οποία βρίσκονται απέναντι και σε αντίθεση με τα συμφέροντα του κομματικού πληρώματος της βάσης. Δημιουργώντας μια ιδιότυπη νομενκλατούρα και μια οικογενειοκρατία. Η οποία μπορεί και να αναπαράγεται για γενεές επί γενεών.
Η ανώτερη αυτή ομάδα των κομματικών στελεχών, παρά τις διαφορές της με τις αντίστοιχες ομάδες των “αντιπάλων” κομμάτων, έχει τα ίδια συμφέροντα και με εκείνες, καθώς κι εκείνες κάνουν το ίδιο πράγμα στην δική τους κομματική βάση. Την αγνοούν και την εξουσιάζουν.
Ουσιαστικά οι ηγεσίες των κομμάτων, η πολιτική ηγεσία του τόπου δηλαδή, είναι χωρισμένη, σε επίπεδο συμφερόντων και πολιτικών προθέσεων, από το κοινωνικό και το εκλογικό σώμα. Με τον ίδιο τρόπο που η ηγεσία ενός κόμματος είναι χωρισμένη από την βάση του κόμματος. Η πολιτική ηγεσία του τόπου δηλαδή είναι η εξουσιαστική εκείνη ομάδα που στέκεται πάνω και απέναντι από την κοινωνία και την εξουσιάζει, με όπλο το ψευδο-δημοκρατικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Είτε μέσα στα κόμματά τους, είτε στο πολίτευμα το ίδιο.
Να θυμόσαστε, ως μακρινοί απόγονοι εκείνων των εφευρετών της δημοκρατίας, κάθε φορά που βλέπετε αυτούς τους ανθρώπους που συνηθίσαμε να ονομάζουμε “η πολιτική ηγεσία του τόπου”, πως έχετε μπροστά σας μερικούς από τους μεγαλύτερους εχθρούς που γνώρισε ποτέ η δημοκρατία. Και μάλιστα στον τόπο της.
Θραξ Αναρμόδιος
Αναρτήθηκε από τον/την anarmodios στο Οκτωβρίου 11, 2011
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Τα κόμματα είναι ο δήμιος της δημοκρατίας μας."

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΙ ΠΛΟΥΣΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Οι Αριθμοί μιας δυνατής Ελλάδας

Και να που βρέθηκαν νοτίως της Κρήτης 175 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο, το 3ο μεγαλύτερο κοίτασμα παγκοσμίως.
Εντωμεταξύ ο χρυσός που υπάρχει στην Θράκη μας αξίζει 38 δις ευρώ.
Έχουμε εκεί, στην Μακεδονία και την Θράκη , τα 3 μεγαλύτερα κοιτάσματα χρυσού της Ευρώπης.
 Η αξία του πετρελαίου και του αερίου μας είναι - κρατηθείτε - 10.000.000.000.000 (10 ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΔΟΛΛΑΡΙΑ !) όπως αναφέρει το Γεωλογικό Ινστιτούτο των ΗΠΑ, το USGS.
Είμαστε μια χώρα που ελέγχει μια χερσαία και θαλάσσια έκταση όση είναι η Γερμανία και η Αυστρία μαζί (450.000 τετρ. χιλιόμετρα), αφού εκτεινόμαστε από την Αδριατική ως τις ακτές του Λιβάνου (περιλαμβανομένης της Κύπρου μας) και από το τριεθνές στον Έβρο ως ανοιχτά της Λιβύης.
Θέλεις 2 ώρες ταξίδι με το αεροπλάνο για να πας από το πιο δυτικό (Κέρκυρα) στο πιο ανατολικό άκρο του Ελλαδικού χώρου (Λάρνακα).Σαν να πετάς δηλαδή από τις Βρυξέλλες προς τη Μασσαλία.

Στον κόσμο ζουν συνολικά 17.000.000 Ελλαδίτες, Κύπριοι, Βορειοηπειρώτες, Κωνσταντινουπολίτες, Ίμβριοι, Τενέδιοι κλπ.
Είμαστε 2οι στον κόσμο σε καταθέσεις στην Ελβετία. Δεχόμαστε 16.000.000 τουρίστες τον χρόνο και διαθέτουμε μια σημαντική τουριστική βιομηχανία.
Εχουμε και μια δυνατή αμυντική βιομηχανία που φτιάχνει από άρματα και τζηπ ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ-ΕΛΒΟ ως προηγμένα συστήματα λέηζερ και υπερσύγχρονα μη επανδρωμένα αεροπλάνα όπως έκανε το Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων(ΚΕΑ) στο Ελληνικό.
Εχουμε τρία πολύ μεγάλα ναυπηγεία που κατασκευάζουν όποιο είδος πλοίου σκεφτεί κανείς.
Εχουμε βιομηχανίες αμαξωμάτων που κατασκευάζουν καταπληκτικά βαρέα φορτηγά, λεωφορεία, τρόλεϋ, βαγόνια τραίνων, επικαθήμενα, μπετονιέρες, βυτία κλπ.
Μέχρι και .ΠΟΡΣΕ(!) φτιάχνομε στην Κατερίνη ( δείτε στο Διαδίκτυο την βιομηχανία REPLICAR HELLAS).
Διαθέτουμε 2.400 υπερδεξαμενόπλοια και μεγάλα φορτηγά και είμαστε έτσι 1οι στον κόσμο στην εμπορική ναυτιλία, ενώ άλλα 1.500 τεράστια τάνκερ και φορτηγά έχουν οι Κύπριοι πλοιοκτήτες και είναι 5οι στον κόσμο.
Είμαστε 2οι παγκοσμίως στο πρόβειο γάλα, 3οι στις ελιές, 3οι παγκοσμίως στον κρόκο, στα ακτινίδια, στα ροδάκινα.
Είμαστε 1οι στον κόσμο σε νικέλιο, 1οι σε λευκόλιθο, 1οι στον κόσμο σε υδρομαγνησίτη, 1οι στον κόσμο σε περλίτη, (1.600.000 τόννοι), 2οι παγκοσμίως σε μπετονίτη (1.500.000 τόννοι), 1οι στην ΕΕ σε βωξίτη (2.174.000 τόννοι), 1οι και σε χρωμίτη, 1οι και σε ψευδάργυρο, 1οι και σε αλουμίνα.
Έχουμε την 2η καλύτερη Πολεμική Αεροπορία στο ΝΑΤΟ (μετά τις ΗΠΑ, ενώ οι Τούρκοι είναι προτελευταίοι), ενώ έχουμε και το 2ο καλύτερο Πολεμικό Ναυτικό στο ΝΑΤΟ, με την Τουρκία να είναι ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ!F
Δεν υπάρχει μικρή και μίζερη Ελλάδα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΙ ΠΛΟΥΣΙΑ ΕΛΛΑΔΑ"

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Διάλεξη του Νίκου Λυγερού με θέμα: "Το λιμάνι ως θάλασσα ξηράς".8\3\2014

)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Διάλεξη του Νίκου Λυγερού με θέμα: "Το λιμάνι ως θάλασσα ξηράς".8\3\2014 "

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ



--Κωπήλατο σκάφος τύπου μικρής γαλέρας μεσαιωνικών χρόνων

που χρησιμοποιούσαν οι Ψαριανοί στις πειρατικές επιχειρήσεις τους.

Χαλκογραφία Λυκούργου Κογεβίνα

ΜΟΥΣΕΙΟ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗΣ ---

Εισαγωγή

Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικράτησαν, οδήγησαν στην έξαρση της πειρατείας. Σε αυτή, στράφηκαν άνεργοι ναυτικοί και πρόσφυγες. Έτσι σε όλη της διάρκεια του Αγώνα, αναρίθμητα ήταν τα περιστατικά πειρατείας που έλαβαν χώρα. Κυριότερες βάσεις των πειρατών ήταν οι Σποράδες και η Γραμβούσα. Όταν ο Καποδίστριας ήρθε στην Ελλάδα, ήταν επιφορτισμένος με την αντιμετώπιση της. Την αρχηγία της επιχείρησης στις Σποράδες ανέλαβε ο Μιαούλης και στη Γραμβούσα ο Βρετανός υποναύαρχος Στέινς. Μέσα σε λίγες ημέρες η επιχείρηση τελείωσε με επιτυχία. Έτσι καταπολεμήθηκε σε μεγάλο βαθμό η πειρατεία και ολόκληρη η Ευρώπη επαίνεσε τον Καποδίστρια.





Στα χρόνια πριν την Ελληνική Επανάσταση

Στα μέσα του 18ου αιώνα, το Οθωμανικό Ναυτικό διατηρούσε ίχνη μόνο από την παλιά του δόξα. Κάθε είδους πειρατές (Αλγερινοί, Τυνήσιοι κ.α.) λεηλατούσαν νησιά και παράλια της Μεσογείου, καθώς και εμπορικά πλοία. Το 1788, η Πύλη για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση, επέτρεψε στους Έλληνες ναυτικούς, να εξοπλίσουν επίσημα πλέον τα πλοία τους, ώστε να μπορούν να προστατευτούν αποτελεσματικά, αποκρούοντας τις πειρατικές επιθέσεις. Ο εξοπλισμός των πλοίων είχε άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση των πειρατικών επιθέσεων και τη σωτηρία ανθρώπινων ζωών, πλοίων και εμπορευμάτων. Αυτή η απόφαση, σηματοδότησε νέα ώθηση στη ναυτική ανάπτυξη και την ευημερία ελληνικών περιοχών που οι κάτοικοί τους είχαν ως κύρια ασχολία τη ναυτιλία (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, Πόρος, Κάσος, Γαλαξίδι Τρίκερι). Η επανάσταση της Γαλλίας και οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι που ακολούθησαν, προκάλεσαν την αύξηση των κερδών – μέσω του εμπορίου – των ναυτικών και τους έδωσαν τη δυνατότητα να αυξήσουν τον αριθμό των πλοίων, να βελτιώσουν την κατασκευή τους ώστε να γίνουν πιο ταχύπλοα και να ταξιδεύουν με περισσότερα άτομα, από το συνηθισμένο πλήρωμα.





Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης

Μέχρι και την έναρξη της Επανάστασης, όπως ήταν φυσικό, δεν υπήρξαν νομοθετικά κείμενα για την πάταξη της πειρατείας. Ωστόσο με την κήρυξη του Αγώνα, εκδόθηκε από τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, διάταξη για την διανομή των λειών (30 Μαρτίου 1821) με την οποία θεσπίστηκαν και οι πρώτες κυρώσεις κατά των πειρατών. Την ανωτέρω διάταξη, υιοθέτησε και το Υπουργείο των Ναυτικών, όταν συστήθηκε για πρώτη φορά στη Κόρινθο την 6 Μαρτίου 1822, αποτελούμενο από έναν αντιπρόσωπο από κάθε προαναφερθέν νησί. Στις 19 Απριλίου 1821, σε προκήρυξη των κατοίκων της Ύδρας τονιζόταν ο σεβασμός στην ουδέτερη σημαία και εφιστόταν η προσοχή στην αμερόληπτη νηοψία. Πιο συγκεκριμένα, τόνιζαν ότι όλοι έπρεπε να σέβονται τα πλοία με ουδέτερη σημαία, έστω και αν αντιπροσώπευαν εχθρικά συμφέροντα και να τα εμποδίσουν μόνο αν μετέφεραν στρατεύματα ή πολεμοφόδια, αλλά και τότε να παίρνουν τα πολεμοφόδια καταβάλλοντας την αξία τους και ύστερα να τα οδηγούν άθιχτα, μαζί με τα εχθρικά στρατεύματα στα λιμάνια από όπου είχαν ξεκινήσει.

Κατά την πρώτη έξοδο του ελληνικού στόλου (22 Απριλίου 1821), ένα από τα πλοία των Σπετσών υπό των πλοίαρχο Αργύριο Στεμνιτζιώτη, κατέλαβε μια αυστριακή γολέτα με Τούρκους επιβάτες, των οποίων άρπαξε πολλά πράγματα και έβαλε τη ζωή τους σε κίνδυνο. Με αυστηρή διαταγή όμως του στόλου, οι επιβάτες έμειναν άθικτοι και έφυγαν όλοι σώοι με την αυστριακή γολέτα, αφού πρώτα τους επιστράφηκαν τα πράγματα τους, ενώ ο παραβάτης πλοίαρχος γύρισε τιμωρημένος στο νησί του. Αυτή η ενέργεια του στόλου, έδειχνε τις προθέσεις των προκρίτων των τριών νησιών, να κρατήσουν την τάξη στη θάλασσα και να σεβαστούν τις ουδέτερες σημαίες. «Βάσιμος σκοπός μας είναι» έγραφαν οι Σπετσιώτες, «να διαφυλάξουμε τα δίκαια των εθνών».

Στις 23 Απριλίου του 1821, στο πρώτο «προκήρυγμα του ελληνικού στόλου» αναφέρεται ρητά ότι «στόχος των Ελλήνων είναι οι Οθωμανοί και όχι οι άλλες δυνάμεις που είναι σεβαστές και τιμώμενες και ότι όποιος πειράξει αδίκως και ληστρικώς ή πλοίο ελληνικό ή άντρα χριστιανό ή άλλης δύναμης ουδέτερης, θα κρίνεται εχθρός του γένους και θα καταστρέφεται».

Στις 27 Απριλίου, ο στόλος έφτασε στη Βρύση του Πασά, στο βόρειο μέρος της Χίου. Την επόμενη ο Γιακουμάκης Τομπάζης, που είχε εκλεγεί αρχηγός του υδραίικου στολίσκου και ναύαρχος του στόλου, έδωσε όρκο, (ολόκληρο το υπόδειγμα όρκου ΕΔΩ ) όπου μεταξύ άλλων ανέφερε : «να κινήσω το ναυτικόν της Ύδρας κατά του βαρβάρου τυράννου της πατρίδος και των οπαδών του, χωρίς να βλάψω άλλον, όπου κριθή εύλογον από το κοινόν συμβούλιον, …να σέβωμαι την ιδιοκτησία των αθώων ομογενών μας, των ευρωπαϊκών υπηκόων και αυτών των Τούρκων, όταν παραδίδωσι τα όπλα χωρίς πόλεμον., …να φέρω ή να στείλω εις Ύδραν το μέρος των λαφύρων όπου ο παρών στόλος ήθελε κάμει, δια να τα μοιράσει η πατρίς κατά τους νόμους όπου θέλει διορίσει. Αν δε παραβώ τον άνω ζητηθέντα όρκον μου, κηρύττομαι ανάξιος του εμπιστευθέντος μοι υπουργήματος και υπόχρεως να δώσω λόγο είς τον Θεόν, εις την πατρίδα μου και εις όλους τους αρχηγούς του γένους.»

Ο Δημήτριος Υψηλάντης τον Ιούλιο του 1821, σε εγκύκλιο που εξέδωσε μεταξύ των άλλων καθόρισε και τις πρώτες διατάξεις περί καταδρομής. Σ΄ αυτή έλεγε : «όποιος θέλει να αρματώσει και να εκβή εις κούρσος, πρέπει να πάρει από τους εφόρους του τόπου του αποδεικτικόν της τιμιότητος και αξιότητός του και με το αποδεικτικόν τούτο, να έρχεται εις μίαν των τριών νήσων, Ύδρα, Σπέτζιες και Ψαρά προκειμένου να πάρουν την άδεια». Στη συνέχεια καθόριζε τις συνέπειες για κείνους που δεν εφάρμοζαν σωστά την εγκύκλιο και ρύθμιζε τα της διανομής της λείας.

Σε εκτέλεση σχετικού ψηφίσματος του πρώτου Ελληνικού Συντάγματος της Επιδαύρου, δημιουργήθηκε για την διανομή των λειών και τιμωρία των πειρατών το «Θαλάσσιον Κριτήριον». Το δικαστήριο αυτό, απαρτιζόταν από πέντε μέλη και εκδίκαζε από τις 17 Απριλίου 1823, τις ανωτέρω υποθέσεις και ήταν το πρώτο ελληνικό δικαστήριο. Αργότερα από τον Καποδίστρια, συστήθηκε και «Ανώτατο Συμβούλιο της ανακρίσεως των αποφάσεων» του «Θαλάσσιου Κριτηρίου», συγκροτημένο από τέσσερα μέλη και στο οποίο εκδικαζόντουσαν οι εφέσεις των υποθέσεων του «Θαλασσίου Κριτηρίου».

Ωστόσο όταν το 1822, η Προσωρινή Διοίκηση διακήρυξε τον αποκλεισμό των τουρκικών φρουρίων, πολλά ευρωπαϊκά πλοία διασπούσαν τους αποκλεισμούς προμηθεύοντας τους πολιορκημένους Τούρκους. Έλληνες ναυτικοί ανέλαβαν να σταματήσουν αυτούς τους ανεφοδιασμούς, αλλά παράλληλα άδραξαν την ευκαιρία και ναυτικοί, οι οποίοι δρώντας ως κοινοί πειρατές, επετίθεντο προς αναζήτηση λείας στα σκάφη που διεξήγαγαν εμπόριο στη Μεσόγειο. Όμως στις αρχές του Αγώνα, τα ευρωπαϊκά κράτη δεν είχαν αναγνωρίσει στους Έλληνες το δικαίωμα των εμπολέμων και έτσι δεν αναγνώριζαν τη νομιμότητα των καταδρομών χαρακτηρίζοντας αυτές σαν πράξεις πειρατικές.

Εδώ θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ πειρατών και κουρσάρων. Οι κουρσάροι ασκούσαν πολεμική πειρατεία ή κούρσεμα. Πρόκειται για πολεμικές πράξεις που είχαν την έγκριση και την υποστήριξη της κυβέρνησης του κράτους από το οποίο προέρχονταν οι κουρσάροι ή μιας άλλης. Αυτές οι πράξεις, απέβλεπαν στο να παρενοχλούν τις θαλάσσιες μεταφορές των εμπολέμων (επίθεση σε εχθρικές βάσεις και πλοία και αρπαγή φορτίων) και να ελέγχουν τις μεταφορές των ουδετέρων, ασκώντας νηοψία. Αντίθετα η πειρατεία γινόταν χωρίς κυβερνητική έγκριση και μόνο για ληστεία. Στην πράξη όμως, τα πράγματα δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα και πολλοί πειρατές αναγνωρίζονταν από τις κυβερνήσεις τους και έπαιρναν δίπλωμα κουρσάρου με τον όρο να επιτίθεντο σε εχθρικά πλοία. Σε περίπτωση ανάγκης, είχαν την έγκριση να εισέλθουν σε ουδέτερα λιμάνια για ανεφοδιασμό ή επισκευές.

Στα τέλη του δεύτερου έτους της Επανάστασης και στις αρχές του τρίτου, ακολούθησε η μεταστροφή της βρετανικής πολιτικής. Έτσι οι δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών Κάνιγκ και του κυβερνήτη Χάμιλτον της φρεγάτας «Cambrian», περί της αναγνώρισης από τα ελληνικά πλοία του δικαιώματος της νηοψίας επί βρετανικών εμπορικών και της κατάσχεσης των λαθραίων εμπορευμάτων του πολέμου κάθε είδους το οποία προοριζόταν για τους εχθρούς, σήμαιναν δύο πράγματα. Πρώτον, την αναγνώριση της ελληνικής πλευράς ως εμπόλεμο μέρος και δεύτερον ότι οι ελληνικές επιθέσεις κατά οθωμανικών πλοίων θεωρούνταν πια, νόμιμες πράξεις πολέμου. Κατόπιν αυτών της δηλώσεων, πέντε ελληνικά καταδρομικά που είχαν χαρακτηρισθεί ως πειρατικά και είχαν προσδεθεί από τους Βρετανούς στα υπό βρετανική κατοχή τότε Επτάνησα, αφέθησαν ελεύθερα και απελευθερώθηκαν Έλληνες ναύτες που κρατούντο με το πρόσχημα ότι ενεργούσαν πειρατεία.

Οι υποχρεώσεις των Ελλήνων ναυτικών για σεβασμό στην ουδέτερη σημαία και την αμερόληπτο νηοψία, επισημοποιούνται και από την διακήρυξη των προκρίτων της νήσου Ύδρας, περί σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου της 31 Ιανουαρίου 1823.

Όμως το 1824, η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνεται με τη συμμετοχή στον πόλεμο του αιγυπτιακού στόλου. Αυτό το γεγονός προξένησε την αύξηση των ευρωπαϊκών πλοίων (κυρίως των αυστριακών) τα οποία έσπευσαν να βοηθήσουν τους Αιγυπτίους. Η ελληνική κυβέρνηση ωστόσο, τόνιζε στα καταδρομικά πλοία την ανάγκη τήρησης της ουδετερότητας κατά τις νηοψίες, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου. Οι ναύαρχοι όφειλαν να στέλνουν τα εχθρικά φορτία στην έδρα της κυβέρνησης και να φέρονται με φιλανθρωπία στα πληρώματα που συνελάμβαναν.

Οι καταδρομές στην αρχή, είχαν θετικά αποτελέσματα (οικονομική ωφέλεια απαραίτητη για τη συντήρηση του Αγώνα και την επιβίωση των ναυτικών, περιορισμός του τουρκικού στόλου στα Στενά, με συνέπεια την χωρίς δυσκολίες εξάπλωση της Επανάστασης σε όλο τον ελληνικό χώρο). Δυστυχώς όμως με τη πάροδο του χρόνου, η καταδρομή εξελίχθηκε σε ασύστολη πειρατεία στρεφόμενη όχι μόνο εναντίων Τούρκων και Ελλήνων αλλά και ξένων πλοίων (Αγγλικά, Γαλλικά, Ολλανδικά, Αυστριακά κ.α.)

Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά ο κυριότερος είναι ότι η κεντρική διοίκηση δεν είχε τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων που εξέδιδε. Έτσι περιορίσθηκε μόνο να τροποποιήσει τις διατάξεις, ώστε η άδεια καταδρομής να δίνεται όχι από τα Ναυαρχεία των τριών νησιών αλλά από τη Κεντρική Διοίκηση. Όμως η όλο και πιο συχνή έκδοση αδειών καταδρομής, συνέτεινε στην περαιτέρω εξάπλωση της πειρατείας, αφού πολλοί ναυτικοί χρησιμοποιούσαν τα έγγραφα αυτά όχι μόνο για τη νηοψία πλοίων αλλά και για την αρπαγή εμπορευμάτων. Στην πειρατεία, κατέφευγαν για να επιζήσουν και πολλοί πρόσφυγες από κατεστραμμένες περιοχές. Ακόμα ένας από τους λόγους που ενίσχυσε την πειρατεία ήταν η δημιουργία Εθνικού Στόλου, όταν έπαψε η χρησιμοποίηση ιδιωτικών πλοίων και η ναυτολόγηση πληρωμάτων από τα αργούντα ιδιωτικά πολεμικά στα λιμάνια των τριών νησιών (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά). Μέσα σε αυτή τη κατάσταση, τα νησιά θεωρούσαν ότι ήταν ανεξάρτητα από τη Κεντρική Διοίκηση και ότι ο στόλος τους θα μπορούσε να εξασκεί πειρατεία, η οποία αποτελούσε και την κυρία οικονομική πρόσοδο για την επιβίωση των νησιωτικών αυτών πληθυσμών. Στη πραγματικότητα τα ίδια άτομα ήταν στη στεριά ληστές και στη θάλασσα πειρατές.



Σπετσιώτικο πλοίο τύπου αμερικανικής γολέττας. Ήταν ταχύτατο και ελαφρύ και χρησίμευε ως καταδρομικό. Κατά την διάρκεια του Αγώνος ναυπηγήθηκαν στις Σπέτσες 29 πλοία τέτοιου τύπου.

Χαλκογραφία Λυκούργου Κογεβίνα. Μουσείο Χαρακτικής.







Το 1825, ο αμερικανικός στόλος κατέπλευσε στο Αιγαίο. Επισκέφτηκε πρώτα τη Σμύρνη και στη συνέχεια το Ναύπλιο, όπου κατάπλευσε υψώνοντας την ελληνική σημαία και χαιρετίζοντας τη με 21 βολές. Στη Σμύρνη ο Γάλλος μοίραρχος Δε Ριγνύ, επισκέφτηκε το Αμερικανό ναύαρχο Ρότζερ και του παραπονέθηκε για τις πειρατεία των Ελλήνων. Τότε ο αμερικάνος ναύαρχος του απάντησε ότι «η πειρατεία με όλη την υπερβολή της, αποτελεί ένα από τα μέσα που έχουν απομείνει στους Έλληνες και η κοινή γνώμη θα τους συγχωρήσει». Αυτοί που ασχολήθηκαν περισσότερο με την πειρατεία ήταν οι Κασιώτες, οι Ψαριανοί και οπλαρχηγοί καταγόμενοι από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία (Ολύμπιοι). Αποσπάσματα της δράση τους περιγράφονται περαιτέρω.





Κασιώτες πειρατές

Από τα νησιά, εκείνο που έδωσε το παράδειγμα της συστηματικής πειρατείας ήταν η Κάσος. Οι Κασιώτες ναυτικοί δεν τήρησαν ποτέ τα όρια της νόμιμης καταδρομής. Η συμπεριφορά τους αυτή ανάγκασε τον Δημήτριο Υψηλάντη, στις 5 Ιουνίου 1821, να τους απευθύνει έντονη επιστολή διότι «τολμούν να καταπατούν παντιέρας ξένων αυλών».

Χαρακτηριστικό είναι ότι το γαλλικό προξενείο της Κύπρου τον Οκτώβριο του 1822, ανέφερε ότι 12 Κασιώτικα καταδρομικά διέκοψαν σε τέτοια έκταση τη θαλάσσια επικοινωνία του νησιού, ώστε Τούρκοι επίσημοι να ζητούν να επιβιβάζονται σε γαλλικά πολεμικά. Ήταν δε τόσο σκληροί οι Κασιώτες πειρατές, που μερικοί είχαν καταγγελθεί από του ίδιους τους πρόκριτους του νησιού. Η τόλμη των Κασιωτών έφτασε μέχρι την εκτέλεση αμφιβίων επιχειρήσεων σε συνεργασία με άλλους ναυτικούς από την Κάρπαθο, την Ύδρα και Ψαρά. Έτσι πραγματοποιούσαν επιδρομές σε πολλούς παραθαλάσσιους οικισμούς των Δωδεκανήσων, της Ιωνίας και μέχρι τις ακτές της Συρίας. Από τις επιδρομές αυτές υπέφεραν πολλά οι Ελληνικοί πληθυσμοί, ιδίως των Δωδεκανήσων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να επαναστατήσουν διότι ήσαν κοντά σε μεγάλους τουρκικούς πληθυσμούς. Οι άτυχοι αυτοί νησιώτες, υποχρεώθηκαν εκτός της βαριάς τουρκικής φορολογίας να μισθοδοτούν και τα τουρκικά αποσπάσματα που οργανώθηκαν για την αντιμετώπιση των Κασιωτών. Η δυσχέρεια που αντιμετώπιζαν οι διώκτες των πειρατών, ήταν να τους πιάσουν επ΄ αυτοφώρω. Για το λόγο αυτό, προτιμούσαν να πιέζουν τους προκρίτους των νησιών από τους οποίους ζητούσαν αποζημιώσεις. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι την κατάληψη της Κάσου από τον Αιγυπτιακό στόλο στις 25 Μαΐου 1824, ένα περίπου μήνα πριν από την καταστροφή των Ψαρών (20 Ιουνίου 1824) όπου καταστράφηκαν ή συνελήφθησαν όλα τα Κασιώτικα πλοία. Ήταν δε τόσο μεγάλος ο φόβος για τις πειρατικές ικανότητες των Κασιωτών ώστε μετά την καταστροφή της Κάσου, ο τότε διοικητής της Γαλλικής Μοίρας Πλοίαρχος Ντρουά, έστειλε επειγόντως τη φρεγάτα «La Cybele» για να ερευνήσει τη Γραμβούσα, μήπως έχουν καταφύγει εκεί Κασιώτικα πλοία και δημιουργήσουν μια καινούργια πειρατική βάση, όπως και στη πραγματικότητα έγινε.





Ψαριανοί πειρατές

Οι Ψαριανοί ναυτικοί είχαν αποκτήσει μεγάλη πείρα σε πειρατικές ενέργειες από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1770. Την οποία πειρατεία συνέχισαν να εξασκούν συστηματικά με την έκρηξη της Επαναστάσεως. Στις πηγές αναφέρεται ότι τον Ιούνιο του 1823, αυστριακό μπρίκι συνέλαβε στη Λέρο το μύστικο του Ανδρέα Σταματάρα μαζί με ένα άλλο ψαριανό μύστικο και μια κασιώτικη γολέτα και τα οδήγησε στη Σμύρνη. Εκεί τα πούλησε στις τουρκικές αρχές αντί 25.000 δίστηλων ταλλήρων για την κάλυψη των ζημιών της αυστριακής ναυτιλίας. Οι Τούρκοι οδήγησαν τους Έλληνες πειρατές, οδικός μέχρι τα Μουδανιά της Προποντίδας και εκεί τους επιβίβασαν σε πλοίο, με σκοπό να τους μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διαδρομή όμως λόγω των εναντίων ανέμων που φυσούσαν εν όψει του Αγίου Στεφάνου, οι κρατούμενοι Έλληνες κατόρθωσαν να απαλλαγούν από τα δεσμά τους και να γίνουν κύριοι του σκάφους. Αμέσως φόρεσαν τα ρούχα του τουρκικού πληρώματος, κατόρθωσαν να εξαπατήσουν τις αρχές των Μπογαζίων (Στενών) και μετά από πολλές περιπέτειες να καταπλεύσουν σώοι στα Ψαρά.

Μετά το ολοκαύτωμα της 10ης Ιουλίου 1824, οι διασωθέντες Ψαριανοί, φιλοξενήθηκαν για μερικούς μήνες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Στη συνέχεια ενισχυθέντες από τον πάμπλουτο στη Ρωσία συμπατριώτη τους Βαρβάκη, άρχισαν να ναυπηγούν μικρά πλοία. Επειδή δεν μπορούσαν να προσληφθούν σαν πληρώματα στα υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία, λόγω ανεργίας και μη δυνάμενοι να υπηρετήσουν σε άλλες θέσεις, διότι η προσωρινή κυβέρνηση δεν είχε τους απαραίτητους πόρους, επιδόθηκαν στη πειρατεία, λεηλατώντας ανεξέλεγκτα τις προσβάσεις του Θερμαϊκού και του Παγασητικού. Με τη πρόοδο του χρόνου ναυπήγησαν και μπρίκια. Με τα πλοία αυτά έκαναν επιδρομές στα παράλια της Συρίας και της Αιγύπτου, αποκομίζοντας μεγάλες λείες. Το κακό επιτεινόταν κατά τη χειμερινή περίοδο οπότε η τουρκική αρμάδα επανέπλεε στην Ελλήσποντο, οι δε ελληνικές μοίρες παροπλίζονταν στην Ύδρα και στις Σπέτσες. 30 Ψαριανά πλοία είχαν εγκαταστήσει την πειρατική βάση τους στη Τήνο και 15 άλλα δρούσαν μεμονωμένα. Πιεζόμενοι και διωκόμενοι για πειρατεία από τα ξένα πολεμικά, πέτυχαν περί το Μάιο του 1826, να αποκτήσουν από την ελληνική διοίκηση άδειες καταδρομής. Οι άδειες αυτές συνοδευόντουσαν από συγκεκριμένες διαταγές, που διέγραφαν καθαρά τον χώρο και τον τρόπο της δράσης τους, ώστε να τηρούνται οι κανόνες που ρύθμιζαν την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και να μην παραβιάζεται το διεθνές δίκαιο. Όμως οι Ψαριανοί ναυτικοί εγκατέλειψαν την αποστολή και τα καθήκοντα τους (που περιορίζονταν αυστηρά στην καταδίωξη των τουρκικών εμπορικών πλοίων ή πλοίων φερόντων μεν ξένη σημαία, αλλά μεταφερόντων τρόφιμα και πολεμοφόδια προοριζόμενα για τον εφοδιασμό των πολιορκουμένων υπό των Ελλήνων φρουρίων της Ευρίπου και Καρύστου) και στράφηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε πράξεις πειρατείας. Κανένα εμπορικό πλοίο, μικρό ή μεγάλο, ελληνικό ή ξένο, δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα μάτια των πειρατών, που είχαν εγκαταστήσει το ορμητήριο τους στους όρμους των νησιών των Βορείων Σποράδων. Έτσι, κάθε πλοίο που θα τολμούσε να πλεύσει στα πελάγη που προσδιορίζονται από το στόμιο του Παγασητικού, το Αρτεμίσιο ακρωτήριο και τη θαλάσσια περιοχή της Σκύρου ως τη Χαλκιδική και την Κασσάνδρα προς βορρά και προς νότο, τη νότια έξοδο του Ευβοϊκού κόλπου, αποτελούσε τη βέβαιη λεία πειρατών. Πολλές ήταν οι χωρίς αποτέλεσμα διαμαρτυρίες, ζημιωμένων εμπόρων και πλοιοκτητών προς την κυβέρνηση, για την καταπολέμηση της πειρατείας. Πολλοί δε Ψαριανοί πειρατές είχαν καταφύγει στην Άνδρο, μεταξύ των οποίων οι Σταμ. Μαρίνης, Νικ. Μπαρμπέρης, Μώρος και Βόγιος. Αρκετοί επίσης Ψαριανοί συνεργάζονταν με τους πειρατές της Γραμβούσας.

Ακόμα, οι συχνότερες επιδρομές τους, αποσκοπούσαν στη λεηλασία των παράλιων οικισμών, την απαγωγή ποιμνίων, όπλων, πλοίων και τη σύλληψη σημαινόντων αιχμαλώτων, που θα μπορούσαν να ανταλλαγούν με λύτρα. Η συνήθης τιμή ανταλλαγής ενός αιχμαλώτου έφτανε τα 3.000 – 5.000 γρόσια, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που συλληφθέντες αντηλλάγησαν ακόμα και για 8.000 γρόσια. Ο κόλπος του Τσανταρλή και του Αδραμυτίου, η περιοχή της Φώκαιας και της Αίνου, η Μυτιλήνη, η Τένεδος, η Ίμβρος και τα Μοσχονήσια υπήρξαν τα παράλια που δεινοπάθησαν περισσότερο από τους Ψαριανούς.

Στις επιχειρήσεις των Ψαριανών υπέφερε και η ουδέτερη ναυτιλία και ιδιαίτερα η αυστριακή που μονοπωλούσε τότε το εμπόριο στα παράλια της Ιωνίας. Σε αυτές τις επιχειρήσεις διακρίθηκαν πειρατές όπως οι Στ. Κουνιάδης, Γεώργιος Μικές και Δημ. Καλημέρης και πολλοί άλλοι. Ο τελευταίος μάλιστα συνελήφθη από αυστριακό μπρίκι, μεταφέρθηκε στην Αυστρία και καταδικάστηκε για πειρατεία σε κάθειρξη 13 ετών.

Το Μάιο του 1826, πέντε ψαριανά πειρατικά συνέλαβαν βρετανικό εμπορικό και λαφυραγώγησαν τα μεταφερόμενα στην Πόλη πολύτιμα αργυρά σκεύη του εκεί Βρετανού πρέσβη Κάνιγκ, αδελφού του Βρετανού πρωθυπουργού. Το τόλμημα αυτό φόβισε και τους ίδιους τους πειρατές, οι οποίοι μετέφεραν τα λάφυρα αυτά στην Αίγινα και τα έθαψαν, όμως μετά από γενική κατακραυγή αναγκάσθηκαν να τα επιστρέψουν.

Τα νησιά ήταν γεμάτα με κάθε είδος εμπορεύματα, η δε Σύρος έγινε το κέντρο και η επίσημη αγορά των πειρατών, όπου πουλιόνταν ακόμα και δούλοι. Όταν όμως οι πειρατείες των Ψαριανών έφτασαν στον απροχώρητο, ο Βρετανός πλοίαρχος Χάμιλτον, απηύθυνε στις 3 Μαΐου 1826, απειλητική διακοίνωση προς την επιτροπή των Ψαριανών στην Αίγινα, στην οποία ζητούσε την απαγόρευση των καταδρομών και την πώληση λειών και απειλούσε ομαδικά και την επιτροπή και την πόλη της Αίγινας. Κλήθηκε τότε στην Αίγινα ο Γάλλος μοίραρχος Δε Ριγνύ για να πατάξει τους πειρατές στην ίδια τη φωλιά τους. Ο Κανάρης, ο οποίος βρισκόταν στο νησί και προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, προσεβλήθη από τον όχλο των πειρατών, αλλά η έγκαιρη εμφάνιση των γαλλικών φρεγατών «La Sirene» και «Galathee», οι οποίες αποβίβασαν αγήματα, τους διασκόρπισε. Ταυτόχρονα από τις γαλλικές φρεγάτες κάηκαν 14 πειρατικά πλοιάρια καθώς και όσα βρέθηκαν στα ναυπηγεία. Η ελληνική διοίκηση επιδοκίμασε την ενέργεια αυτή. Αμέσως μετά αποβιβάστηκε στη Αίγινα με εντολή της διοίκησης ο λόχος του φιλέλληνα Φαβιέρου και με τη συνδρομή των Ψαριανών προκρίτων, έκαψε τα υπόλοιπα πλοία και έδιωξε τους πειρατές.





Ολύμπιοι οπλαρχηγοί και πειρατεία

Το 1821, μετά την έναρξη της επαναστάσεως διάφοροι οπλαρχηγοί καταγόμενοι από Θεσσαλία, Μαγνησία, Κασσάνδρα, Δυτ. Μακεδονία και Όλυμπο, συγκεντρώθηκαν αρχικά στην περιοχή του Ολύμπου. Στη συνέχεια κήρυξαν την επανάσταση στην Κασσάνδρα, την οποία επεκτείνανε στη Δυτική Μακεδονία και τον Όλυμπο. Δυστυχώς όμως η επανάσταση βόρεια του Ολύμπου, δεν μπόρεσε να εδραιωθεί και τερματίστηκε το Μάιο του 1822. Έτσι οι οπλαρχηγοί αυτοί με τις ένοπλες ομάδες τους και τις οικογένειες τους αναγκάσθηκαν να μετακινηθούν στις Βόρειες Σποράδες, όπου εγκαταστάθηκαν και από εκεί άρχισαν διάφορες επιδρομές. Σε αυτούς τους οπλαρχηγούς περιλαμβάνονταν οι Γέρος Καρατάσος, Γάτσος, ο καπετάν Διαμαντής, ο Δουμπιώτης, ο Τσάμης Καρατάσος, ο Λάζος, ο Αποστολάρας, οι Ζορμπαίοι κ.α.

Είναι φυσικό μια τέτοια συγκέντρωση αγωνιστών σε νησιά μικρά και σχετικά άγονα όπως οι Σποράδες, να δημιουργούσαν προστριβές με τον ντόπιο πληθυσμό που υποχρεώθηκε σε εισφορές, φορολογίες και αρπαγές. Οι Σκιαθίτες κράτησαν τους Ολύμπιους έξω από το κάστρο της πόλης τους και οι Σκοπελίτες βρίσκονταν με αυτούς σε μεγάλη εχθρότητα. Ήταν δε τέτοια, που οι Ολύμπιοι αρνήθηκαν να εκστρατεύσουν στους Ωρεούς, φοβούμενοι για την ασφάλεια των οικογενειών τους (Σεπτέμβριος 1823). Ακόμη χειρότερα, όταν ο Καπουδάν Πασάς Χοσρέφ Τοπάλ, ζήτησε την υποταγή των νησιών αυτών, οι πρόκριτοι όχι μόνο δέχτηκαν αλλά κάλεσαν τον Τούρκο ναύαρχο να έλθει και να διώξει του Ολύμπιους. Πράγματι ο ναύαρχος επιχείρησε απόβαση στη Σκιάθο, η οποία όμως αποκρούσθηκε από 800 Ολύμπιους, με βαριές απώλειες για τους Τούρκους. Το αρχείο της Ύδρας είναι γεμάτο από επιστολές προκρίτων των Σποράδων οι οποίοι διαμαρτύρονται για τα βάσανα τους από την συμπεριφορά των Ολύμπιων εποίκων και ζητούν την επέμβαση της κεντρικής διοίκησης.

Άξια μνημόνευσης είναι και η επιδρομή εναντίον της Βυρητού. Ο εμίρης της Συρίας Μπεσίρης είχε ζητήσει στρατιωτική υποστήριξη από τους Έλληνες για να πολεμήσει τους Τούρκους. Η αίτηση είχε ευνοϊκή αποδοχή από τους Ολύμπιους. Έτσι δημιουργήθηκε εκστρατευτικό σώμα το οποίο σύντομα έφτασε στην Άνδρο. Η συμπεριφορά όμως των Ολύμπιων ήταν τέτοια απέναντι στους κατοίκους της Άνδρου, που η ανάμνηση της έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας με τη φράση «τον καιρό τον λιάπηδων». Τελικά το σώμα έφτασε στη Βυρητό στις 17 Μαρτίου 1826. Όμως οι άντρες που αποβιβάστηκαν ξεκίνησαν πλιάστικο με αποτέλεσμα τούρκικη δύναμη να τους αποκρούσει εύκολα. Αναγκάστηκαν έτσι να στρατοπεδεύσουν έξω από τη πόλη, ενώ σε λίγο τα πλοία εξαιτίας του καιρού, αναγκάσθηκαν να αποπλεύσουν. Αυτό φόβισε τους αποβιβασθέντες που βρέθηκαν μόνοι σε ξένο περιβάλλον και μετά από μερικές μέρες και αψιμαχίες επιβιβάστηκαν ξανά στα πλοία και επέστρεψαν. Όταν γύρισαν οι Ολύμπιοι εγκαταστάθηκαν όχι μόνο στη Σκιάθο και τη Σκόπελο αλλά και στη Σκύρο, όπου συνέχισαν τις ληστείες εναντίον του πληθυσμού.

Για να πείσει η Διοίκηση τους Ολύμπιους να εγκαταλείψουν τις βάσεις τους και να αποβιβασθούν στις Θερμοπύλες, προκειμένου να προσβάλλουν τον εκεί τουρκικό στρατό, έστειλε το Σεπτέμβριο του 1827, τον υπουργό πολέμου Κωλέτη. Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, οι οπλαρχηγοί πείστηκαν, ωστόσο αντί ο στολίσκος τους να κατευθυνθεί στην Αταλάντη, έφτασε στη Θάσο όπου λεηλάτησαν τα πάντα. Οι Ολύμπιοι, συνέχισαν τις πειρατικές τους επιδρομές κατά των μακεδονικών και θρακικών παραλίων και των νησιών του Αιγαίου χωρίς να εξαιρούν τους ελληνικούς πληθυσμούς. Κατά τις επιδρομές τους αυτές, επέβαιναν είτε ιδιόκτητων πλοιαρίων είτε πλοιαρίων που επίτασσαν από τους ναυτικούς των Σποράδων.





Άλλοι πειρατές – χρηματικές απώλειες

Με τη πειρατεία ασχολήθηκαν ακόμα οι Μανιάτες, οι Σφακιανοί και πολλοί άλλοι, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης την εποχή εκείνη. Η κεντρική διοίκηση δεν είχε τη δύναμη να επιβάλει την τάξη και περιοριζόταν να εκδίδει εγκυκλίους.

Κατά το 1826, οι πειρατές είχαν εγκαταστήσει βάσεις στο στενό Άνδρου – Τήνου, στις Βόρειες Σποράδες, στην Αντίπαρο, στη Μύκονο και τη Γραμβούσα, ενώ είχαν κατορθώσει να επεκτείνουν τη δράση τους σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Ταυτόχρονα ο εντοπισμός τους από τα μεγάλα και δυσκίνητα σκάφη των ξένων δυνάμεων αποδεικνυόταν εξαιρετικά δύσκολος. Ο Δε Ριγνύ ανέφερε τον Απρίλιο του 1826, ότι «είναι αδύνατον στο Αιγαίο να πλεύσει σκάφος έστω και 10 λεύγες χωρίς να προσβληθεί από πειρατές. Σε καμία άλλη θάλασσα δεν έχει εμφανισθεί τέτοια θρασεία πειρατεία της οποίας οι δράστες να μένουν ατιμώρητοι αλλά και προστατευόμενοι». Και πρόσθετε «ένας Υδραίος ληστεύει Ποριώτη, ποτέ όμως συμπατριώτη του και δεν παραλείπει να ανάψει καντήλι στην εικόνα της Παναγίας για την επιτυχία της επόμενης ληστείας του». Κατά την εκτίμηση του Δε Ριγνύ, η έκταση των ζημιών από την πειρατεία στην ουδέτερη ναυτιλία κατά την περίοδο 1821 – 1826, έφτανε για την Αυστρία στα 4 εκ. φράγκα, για τη Βρετανία τα 900 χιλιάδες φράγκα και για τη Γαλλία τα 300 χιλιάδες φράγκα. Οι χαμηλές ζημιές της γαλλικής ναυτιλίας οφείλονται κατά τον Δε Ριγνύ, στην παρουσία της γαλλικής ναυτικής μοίρας με έδρα τη Σμύρνη.





Προσπάθειες αντιμετώπισης

Το υπουργείο Ναυτικών της Προσωρινής Διοίκησης, θορυβήθηκε από τις πολλαπλές καταγγελίες και αναγκάστηκε να λάβει διάφορα μέτρα, το οποία όμως δεν είχαν αποτέλεσμα. Αντίθετα, ιδιαίτερα μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, οπότε και διακόπηκαν οι ναυτικές επιχειρήσεις λόγω έλλειψης αντιπάλου, η πειρατεία αυξήθηκε.



Ιωάννης Καποδίστριας. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο

ΦΩΤΟ: http://www.nhmuseum.gr/







Κυριότερες βάσεις των πειρατών ήταν η Γραμβούσα και οι Βόρειες Σποράδες. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι μόνο κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1827, είχαν λεηλατηθεί 81 πλοία. Ολόκληρη η Ευρώπη είχε αγανακτήσει, ενώ οι ναύαρχοι της συμμαχίας (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) είχαν οργιστεί και κατέκριναν δριμύτατα την κυβέρνηση ως ανίσχυρη.

Μπροστά στην αφόρητη αυτή κατάσταση, η Προσωρινή Διοίκηση υπό την πίεση των μεγάλων δυνάμεων, αναγκάστηκε να καταργήσει την καταδρομή και να ακυρώσει όλες τις σχετικές άδειες. Ταυτόχρονα διακήρυξε ότι δεν επιτρέπονταν παράνομες ενέργειες με καμιά δικαιολογία ή σύλληψη πλοίων με ουδέτερη σημαία, ότι μπορούσαν να αιχμαλωτιστούν μόνο όσα αποδεικνύονταν ένοχα για την παραβίαση πραγματικού αποκλεισμού και ότι οι παραβάτες αυτών των κανόνων θεωρούνταν πειρατές, έστω και αν ήταν εφοδιασμένοι με ταξιδιωτικά έγγραφα. Συγχρόνως υπόγραφε χρεωστικά ομόλογα, ελλείψη μετρητών για να εξοφλήσει απαιτήσεις αποζημιώσεων λόγω πειρατείας και έστειλε στις Κυκλάδες ναυτική μοίρα για την εξολόθρευση των πειρατών, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Ακόμα, για την εξάλειψη του κακού, η βρετανική κυβέρνηση διέταξε την παρεμπόδιση των ταξιδίων όλων των ένοπλων πλοίων με ελληνική σημαία ως τη δημιουργία ελληνικής κυβέρνησης ικανής να εξασφαλίσει τη θαλασσοπλοΐα (με εξαίρεση των πολεμικών και όσων έπλεαν με διαταγή της ελληνικής κυβέρνησης). Σύμφωνα με τη διαταγή αυτή, τα μέρη όπου επικρατούσε η πειρατεία, τράβηξαν αμέσως την προσοχή τόσο των ναυάρχων της συμμαχίας όσο και του Καποδίστρια, που είχε εκλεγεί Κυβερνήτης.

Ο Κόρδιγκτον, κατόπιν συνάντησης του με τον Κυβερνήτη στη Μάλτα, πριν ο τελευταίος έρθει στην Ελλάδα (άφιξη του στο Ναύπλιο 7-1-28 και στην Αίγινα 8-1-28), δέχτηκε να καθαρίσει τη Γραμβούσα, ενώ ο Κυβερνήτης, ανέλαβε τις Βόρειες Σποράδες.





Η καταπολέμηση της πειρατείας στις Βόρειες Σποράδες

Έτσι, οι Βόρειες Σποράδες υπέφεραν τα πάνδεινα, τόσο από τα στρατεύματα των Θεσσαλο – Μακεδόνων, όσο και από άλλους πειρατές. Όπως μαθαίνουμε και από σχετική επιστολή που οι πρόκριτοι Σκοπέλου αποστέλλουν στις 13 του Νοεμβρίου του 1826, στους πρόκριτους της Ύδρας ένας από αυτούς ήταν και ο καπετάν Στυργιανός. Ήταν δε τόση η τρομοκρατία, ώστε οι φτωχοί νησιώτες φοβόντουσαν μήπως ο πειρατής πληροφορηθεί την αναφορά τους και για τον λόγο αυτό, παρακαλούσαν το γράμμα τους να παραμείνει μυστικό.



Ο Πλοίαρχος Αντώνιος Κριεζής

συνέβαλλε στην αντιμετώπιση της

πειρατείας στις βόρειες Σποράδες.







Ο δραστήριος έπαρχος Βορείων Σποράδων, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, παρά να στέλνει συνεχώς στη Διοίκηση αναφορές καταγγέλλοντας επωνύμως τις πράξεις βίας των πειρατών και ζητώντας μάταια την αποστολή δύο εξοπλισμένων πλοίων για την καταδίωξη τους.

Αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί ότι τον Αύγουστο του 1825, το Υπουργείο Ναυτικών έστειλε διαταγή προς τους Ψαριανούς πλοιάρχους που βρισκόντουσαν στη Σκόπελο για να αναλάβουν την καταδίωξη των δρώντων στη περιοχή πειρατών. Τρεις από αυτούς δέχτηκαν στην αρχή την εκτέλεση της διαταγή προς μεγάλη χαρά των Σκοπελιτών, όμως την επόμενη μέρα ζήτησαν εκβιαστικά και έλαβαν από τους τελευταίους τρόφιμα και μετρητά, φύλαξαν την περιοχή για τρεις ημέρες, και μετά οι Σκοπελίτες εξαναγκάστηκαν από τη συμπεριφορά τους να τους απολύσουν. Μετά από αυτά τα γεγονότα, ένα ψαριανό πλοίο παρέμεινε με τη δικαιολογία ότι είχε ναύτες ασθενείς αλλά στις 15 Αυγούστου, το πλήρωμα του βγήκε στη στεριά και άρχισε να καταστρέφει τα αμπέλια, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει συμπλοκή με τους ιδιοκτήτες των αμπελιών. Τελικά οι Ψαριανοί, άρχισαν να πυροβολούν από το ελλιμενισμένο πλοίο τους και έθεσαν σε αποκλεισμό το νησί.

Άλλη μακροσκελή αναφορά των κατοίκων της περιοχής Ζαγορά Βόλου προς τον έπαρχο Δημάδη, περιλαμβάνει παράπονα ότι καταληστεύονται από πειρατές που είχαν σαν βάση τη περιοχή της Γλώσσης και σαν τέτοιους αναφέρει τους Σουλιώτη και Βουργαροχρήστο.

Για την αντιμετώπιση της πειρατείας στη περιοχή των Βορείων Σποράδων, τρία ήταν τα πρόσωπα πάνω στα οποία στηρίχτηκε ο Καποδίστριας : Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης και ο πλοίαρχος Αντώνιος Κριεζής. Ο Κυβερνήτης στις 23 Ιανουαρίου του 1828, με διαταγή του, δίνει εντολή στο ναύαρχο Μιαούλη να σπεύσει στα νησιά Σκόπελο, Σκιάθο, Σκύρο και Ηλιοδρόμια, και να λάβει τα όποια μέτρα η φρόνηση και η εμπειρία του υπαγορεύουν. Για το λόγο αυτό, του έδινε το δικαίωμα να εκδώσει προκηρύξεις προς το λαό και διαταγές προς τη Δημογεροντία και τους στρατιωτικούς, έτσι ώστε να παύσουν για πάντα τα δεινά των κατοίκων και να αποκατασταθεί η ευταξία. Ο Μιαούλης απασχολημένος εκείνη την εποχή με τον ναυτικό αποκλεισμό της Χίου, δεν έλαβε έγκαιρα την πιο πάνω διαταγή, με αποτέλεσμα να μην ενεργηθούν αμέσως τα διατασσόμενα. Το γεγονός αυτό φαίνεται ότι αγνοούσε και ο Καποδίστριας και για τον λόγο αυτό με διαταγή της 3 Φεβρουαρίου 1828, οι εντολές επαναλήφθηκαν. Ο Μιαούλης σε απάντησή του στον Κυβερνήτη, αφού παρουσίασε τις ελλείψεις του ναυτικού σε πλοία, του πρότεινε για την αναπλήρωση αυτών των ελλείψεων, την κατάσχεση των αξιόπλοων πειρατικών πλοίων που βρίσκονταν στις Σποράδες και την πυρπόληση των υπολοίπων, προς παραδειγματισμό των πειρατών.

Για τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο Καποδίστριας εξέδωσε ειδικό διάταγμα, ζητώντας του να εξετάσει την επικρατούσα κατάσταση στο Αιγαίο και να λάβει κάποια πρώτα μέτρα. Ο Μαυροκορδάτος, ο οποίος μέχρι τότε μετείχε του Αγώνα και των Ελληνικών Κυβερνήσεων (και γνώριζε όπως ήταν φυσικό καλύτερα τις αιγαιοπελαγίτικες περιοχές) προς χάρη συντομίας τις αποστολής, ζήτησε να περιέλθει στα κεντρικότερα νησιά και εκτός της φρεγάτας που του παραχωρούσε η κυβέρνηση, μια γολέτα για τη μεταφορά των δημογερόντων από τα πιο απομακρυσμένα νησιά.

Ο Μαυροκορδάτος στις 13 Φεβρουαρίου 1828, υπέβαλλε στον Καποδίστρια έκθεση του στην οποία περιέγραφε την κατάσταση στις Βόρειες Σποράδες. Σύμφωνα με την έκθεση στα τρία νησιά των Βορείων Σποράδων υπήρχαν 2.500 άνδρες και 200 σχεδόν οικογένειες αυτών. Τα πλοία που υπήρχαν ήταν 80, από τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα μισά. Τα περισσότερα από τα πλοία, είχαν έγγραφα καταδρομής από την Αντικυβερνητική επιτροπή. Ανέφερε ακόμη ότι οι κάτοικοι της Θάσου είχαν δώσει στους ληστοπειρατές το ποσό των 250.000 γρόσιων και της Ίμβρου το πόσό των 500.000 γρόσιων για να σταματήσουν τις επιδρομές τους, αλλά τελικά αυτός ο φόρος δεν τους γλίτωσε. Και τα δύο νησιά διέθεταν και τουρκική φρουρά και δεν είχαν καμιά αντίρρηση για την ένωση τους με την Ελλάδα, εάν διασφαλίζονταν από τις επιδρομές. Ο καλύτερος τόπος για τη μεταφορά ληστών και πειρατών σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο, ήταν η Σαλαμίνα.

Στις 17 Φεβρουαρίου 1828, ο Καποδίστριας απεύθυνε διαταγή προς τους οπλαρχηγούς των Σποράδες με την οποία τους κατέστησε σαφή την πρόθεση της κυβέρνησης για το ξεκαθάρισμα των νησιών και ταυτόχρονα τους καλούσε να ακολουθήσουν τον Μιαούλη στη Σαλαμίνα και να ενταχθούν στο νόμιμο στράτευμα.

Στις 18 Φεβρουαρίου, ο Μιαούλης αναχώρησε από τον Πόρο, με στολίσκο που τον αποτελούσε το δίκροτο «Ελλάς», οι κανονιοφόροι «Φιλελληνίς» και «Βαυαρία» και μια ένοπλη τράτα. Στις 19 έφτασε στη Σκόπελο, όπου συγκέντρωσε όλα τα πλοία που βρήκε στο λιμάνι και τους όρμους του νησιού (41 πλοία). Ταυτόχρονα ζήτησε από όλους τους πειρατές να υπακούσουν στις διαταγές του Κυβερνήτη και μετά τους άφησε να συσκεφθούν και να του απαντήσουν. Κατόπιν μετέβη στη Σκιάθο, όπου και κατάσχεσε όσα πλοία μπόρεσε να βρει εκεί (38 πλοία). Στη Σκιάθο τον συνάντησαν οι πειρατές Σκοπέλου και Σκιάθου και αφού του εξέθεσαν τη γενικότερη σύμφωνη γνώμη τους με το σχέδιο του Κυβερνήτη, του ζήτησαν να μην μετακινηθούν από τα νησιά, προβάλλοντας ως δικαιολογία ότι δεν είχαν τα απαραίτητα χρήματα για κάτι τέτοιο και ότι από το φόβο των αντιποίνων των ντόπιων, δεν μπορούσαν να αφήσουν πίσω τις οικογένειες τους. Ταυτόχρονα του δήλωσαν ότι ο μισθός που τους έταζε η κυβέρνηση για την είσοδο τους στον στρατό, ήταν μικρός. Ο Μιαούλης τους απάντησε ότι δεν μπορούσε να γίνει καμιά διαπραγμάτευση επί των διαταγών και ακολούθως τους άφησε ξανά ελεύθερους για να συσκεφθούν. Ο ναύαρχος από τα πλοία που κατάσχεσε 41 έκαψε ή βύθισε, 29 έστειλε στον Πόρο για να κριθούν για την νομιμότητα της ναυσιπλοΐας τους, 6 πήρε μαζί του (τρία για επισκευή και τρία για να χρησιμοποιηθούν στον αποκλεισμό της Χίου) ενώ τρία καταστράφηκαν από τους ανέμους. Αμέσως μετά αναχώρησε για τη Χίο (28 Φεβρουαρίου) προκειμένου να την υπερασπιστεί από τους Τούρκους. Σε αναφορά του ωστόσο προς την κυβέρνηση και αφού εξέθετε τα όσα διαδραματίστηκαν, κατέγραφε ότι μερικά πλοία κατόρθωσαν να διαφύγουν πριν την άφιξη του. Διατυπώνει μάλιστα την άποψη, ότι οι πειρατές είχαν την κρυφή συγκατάθεση αισχροκερδών ανδρών που κατέχουν σημαντικές δημόσιες θέσεις. Ακόμα ενημέρωνε τον συνταγματάρχη Φαβιέρο ότι ορισμένοι από τους πειρατές (Διαμαντής, Ζορμπάς, Δουμπιώτης κ.α.) είχαν επιβιβασθεί σε δύο κατασχεθείσες γολέτες και κατευθύνονταν προς την έδρα της κυβέρνησης για να συναντηθούν με τον Καποδίστρια. Στο τέλος της επιχείρησης η κυβέρνηση διόρισε επιτροπή για να εξετάσει ποια από τα πλοία που είχαν συλληφθεί ήταν ένοχα και ποια απλά ύποπτα και να προχωρήσει νόμιμα στις απαραίτητες κατασχέσεις. Έτσι μέσα σε λίγες ημέρες, η επιχείρηση τελείωσε με επιτυχία. Το κύρος του Κυβερνήτη και η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του όπως και το γόητρο του Μιαούλη αυξήθηκαν.

Ωστόσο στις 28 Φεβρουαρίου 1828, οι δημογέροντες της Σκοπέλου απέστειλαν επιστολή στους πληρεξουσίους του νησιού τους και αφού τους εξιστορούν τα συμβάντα της επιχείρησης Μιαούλη, ζητούσαν τη συνδρομή τους προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι εναπομείναντες πειρατές στο νησί τους, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ αποθρασυνθεί και είχαν προχωρήσει σε ακόμα μεγαλύτερες καταστροφές και αυθαιρεσίες.

Έτσι ο Καποδίστριας τον Μάρτιο του 1828, ανέθεσε στους Αναστάσιο Παπαλουκά και Αντώνιο Κριεζή (που είχε χαρακτηρισθεί και ως δεξί χέρι του Μιαούλη) τη μεταφορά των πειρατών σε στρατόπεδο στην Ελευσίνα. Ταυτόχρονα απέστειλε στους πειρατές δέσμη διαταγών όπου τους διέταζε να δεχθούν τη μεταφορά τους. Ήταν δε τόσο το θάρρος που επέδειξε ο Κριεζής, ώστε η τόλμη του υμνήθηκε από τους ναύτες με τα λόγια «όποιος δεν θέλει να ζει, ας πάει με τον Κριεζή». Ακόμα οπλοφόροι προερχόμενοι από τις Σποράδες που βρίσκονταν στον Πόρο υπό τον Τώλιο Λαζόπουλο, διατάσσονταν να επιστρέψουν στους τόπους άφιξης τους και από κει να ακολουθήσουν τους υπόλοιπους πειρατές, στη μετακίνηση τους στο στρατόπεδο της Ελευσίνας. Τέλος, ο Καποδίστριας προέβλεψε και για τη περισυλλογή των επί της Θάσου δρώντων λιάπηδων και τη μεταφορά τους στην Ελευσίνα.

Ωστόσο, οι πειρατές Στυργιανός και Ιωάννης και Θεόδωρος Καρπούζης, παρακούοντας τις υποδείξεις του Κριεζή, ζήτησαν από την κοινότητα Σκοπέλου για να αναχωρήσουν για την Ελευσίνα, αποδεικτικά ότι παρέμειναν στο νησί τίμια και δεν ενόχλησαν. Όταν εφοδιάστηκαν με τα αποδεικτικά αντί να αναχωρήσουν, άρχισαν να διαπράττουν τις συνήθεις κακουργίες παίρνοντας με το μέρος τους όλους τους εναπομείναντες άτακτους. Όταν η δημογεροντία τους κάλεσε για να τους υπενθυμίσει τις αποφάσεις της κυβέρνησης, σύμφωνα με τις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να τους συλλάβει και να γνωστοποιήσει τα ονόματα τους στη κυβέρνηση, αυτοί απάντησαν με ύβρεις. Τότε οι δημογέροντες με την απειλή των όπλων τους συνέλαβαν και τους έστειλαν στην Αίγινα για να δικασθούν. Ακόμα οι ληστοπειρατές, δήλωναν ψευδώς ότι ο αριθμός των μελλόντων να αναχωρήσουν ήταν 500, με αποτέλεσμα να ναυλωθεί γολέτα από την Κριεζή που δεν γέμισε και να πληρώνονται σταλίες[1] από το ελληνικό κράτος. Τέλος ο Καρατάσος (με 200 στρατιώτες στη Σκιάθο) με την πρόφαση ότι υπάρχουν Τούρκοι στο Τρίκερι από τους οποίους κινδύνευαν οι οικογένειές τους, αρνήθηκε να μεταβεί στην Ελευσίνα, ενώ ταυτόχρονα 200 ληστές κρύφτηκαν στα βουνά της Σκοπέλου για να μην αναχωρήσουν για την Ελευσίνα.

Άξιο αναφοράς ακόμη είναι, ότι οι Νικόλας Κριεζώτης και Βάσος Μαυροβουνιώτης, ηγούντον μεγάλου σώματος στρατιωτών που υπερέβαινε τους 600 και οι οποίοι εκείνη την εποχή διαβιούσαν στους Πεταλιούς, (έπειτα από την αποτυχία τους να καταλάβουν το Τρίκερι, εκστρατεία που εγκατέλειψαν από έλλειψη τροφίμων) και δημιουργούσαν κινδύνους στους κατοίκους των παρακείμενων νήσων και περιοχών. Για τον λόγο αυτό, ο Καποδίστριας διέταξε και αυτούς να μεταβούν στην Ελευσίνα.

Έτσι μετά την μεταφορά των περισσοτέρων πειρατών, στις Βόρειες Σποράδες παρέμεινε μόνο ένας μικρός αριθμός, από κάποιους που κατόρθωσαν να κρυφτούν και άρχισαν να επιδίδονται ξανά στην τακτική της πειρατείας στα παράλια της Εύβοιας, της Ζαγοράς, της Σκιάθου, του Άθωνα και του Αγίου Ευστρατίου.

Ωστόσο και μετά από αυτές τις ενέργειες της κυβέρνησης, αρκετές ήταν οι περιπτώσεις πειρατείας που σημειώθηκαν. Στις 3-3-1828 οι ληστοπειρατές Μήτρος Λιακόπουλος, Γεώργιος Ζορμπάς και Σταύρος Βασιλείου, κούρσεψαν στο Στόμα Λιναριάς Σκύρου το εμπορικό πλοίο του Ρώσου υπηκόου Δήμητριου Κουντούρη. Στις 4-7-1828, ο Βασιλικός Δουμπιώτης κούρσεψε το πλοίο του Δημήτρη Κουναξή στην ερημονησίδα Σκυροπούλα και την επόμενη 5-7-28, πειρατές αποβιβάστηκαν στη τοποθεσία της Σκύρου, Άγιος Φωκάς συνελήφθησαν από τους εκεί φρουρούς και οδηγήθηκαν ενώπιον του επάρχου Αναστασίου Λόντου.

Σε αναφορά των Ιερών Μοναστηριών του Αγίου Όρους, προς τον Καποδίστρια στις 7-3-28, αναφέρεται ότι πειρατές με επικεφαλής των Κωνσταντή Δουμπιώτη αποβιβάζονταν στο Άγιο Όρος και έστηναν ενέδρες στους μοναχούς, ακρωτηριάζοντας και σκοτώνοντας τους. Σύμφωνα με την αναφορά, οι μοναχοί δεν τολμούσαν πλέον να βγουν από τα μοναστήρια τους ούτε για να μαζέψουν χόρτα, ενώ όσοι ζούσαν μέχρι τότε σε κελιά, είχαν καταφύγει στα μοναστήρια.

Στις 10-5-28 κοινή αναφορά από τα νησιά Σκοπέλου, Σκύρου και Σκιάθου αναφέρει ότι οι εναπομείναντες πειρατές τα εξουσιάζουν. Χαρακτηριστικά εξιστορείται ότι οι δημογέροντες δεν μπορούσαν να υποβάλλουν τα πλοία ούτε σε υγειονομικό έλεγχο, ενώ ο ιερομόναχος Γρηγόριος Κριεζώτης νεμόταν υπό τη σκιά του αδελφού του δύο μοναστήρια με μεγάλη περιουσία. Ακόμη τον Μάιο του 1828, με απόφαση της «Προσωρινής αντί θαλασσίου δικαστηρίου Επιτροπής» κατασχέθηκε η σκοπελίτικη γολέτα «Αθηνά» που είχε συλληφθεί από τον Μιαούλη να διαπράττει μυστικά πειρατεία για λογαριασμό διαφόρων άτακτων οπλαρχηγών.

Στις 12-6-28, οι Κων/νος Δουμπιώτης, Γεώργιος Ζορμπάς, Στεργιανός Μαρίνος και Δημ. Λακόπουλος υπόδικοι στις φυλακές της Αίγινας, υπέβαλαν αίτηση στον Καποδίστρια, σύμφωνα με την οποία αποποιούνται οποιαδήποτε ευθύνη για τις ληστείες τους και τις επιρρίπτουν στους στρατιώτες τους.

Στις 16-6-28, οι δημογέροντες Σκοπέλου αναφέρουν στον επίτροπο Βορείων Σποράδων Αναστάσιο Λόντο, ότι η πειρατεία έχει αναζωπυρωθεί. Αιτία είναι οι πειρατές που δραπέτευσαν από την Ελευσίνα που εγκαταστάθηκαν στην Σκιάθο. Κάποιοι από αυτούς είχαν σαν ορμητήριο το νησάκι Κυρά Παναγιά, έξω από το Άγιο Όρος. Οι υπόλοιποι με επικεφαλής τον Μήτρο Λιακόπουλο, αφού προσκύνησαν τον πασά της Ευρίπου Ομέρ, εγκαταστάθηκαν στο τουρκοκρατούμενο Ξηροχώρι της Βόρειας Εύβοιας και από εκεί σχεδίαζαν την κατάληψη των Βορείων Σποράδων, για να τις παραδώσουν στον Ομέρ.

Έγγραφο της κυβέρνησης προς τον έπαρχο Αναστάσιο Λόντο, αποτέλεσε την αφετηρία των προσπαθειών που αναπτύχθηκαν για τη σύλληψη του Λιακόπουλου ή και της οικογένειάς του, προκειμένου αυτός να παραδοθεί. Έτσι ο Λόντος στις 15-8-28, έφτασε στη Σκύρο συνέλαβε την οικογένεια του Λακόπουλου, κατάσχεσε τα πολλά και βαρύτιμα αντικείμενα του σπιτιού του και τη μετακίνησε στη Σκόπελο, φοβούμενος επίθεση του Λιακόπουλου για την απελευθέρωσή της.

Τελικά, θα περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα και θα απαιτηθούν επίμονες κυβερνητικές προσπάθειες και η ταυτόχρονη λήψη υπέρ των πειρατών ευεργετικών μέτρων, όταν θα κατατάσσονταν στα σώματα ασφαλείας, για να βρουν να νησιά των Βορείων Σποράδων την ηρεμία τους.





Η καταπολέμηση της πειρατείας στη Γραμβούσα

Η Γραμβούσα είναι χερσονησώδες ακρωτήριο του κόλπου της Κισσάμου και αποτελεί την βόρειο δυτική άκρη της Κρήτης. Το φρούριο ήταν δυσπρόσιτο και απόρθητο, επειδή βρισκόταν σε απόκρημνη και ανεμοδαρμένη θέση χωρίς καλό λιμάνι.

Στις 2 Αυγούστου 1825, έφοδος των Κρητών υπό τον Δημήτριο Καλλέργη κατέλαβε το φρούριο, με σκοπό να γίνει η έδρα της επαναστατικής επιτροπής της Κρήτης. Όμως η νησίδα εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα πειρατικά κέντρα. Οι πειρατές δεν ήταν μόνο Έλληνες και λήστευαν κάθε πλοίο. Για τον λόγο αυτό η ελληνική κυβέρνηση έστειλε στη Γραμβούσα τον ναύαρχο Κόχραν επιβαίνων της φρεγάτας Ελλάς. Όταν ο Κόχραν έφτασε εκεί, αντί να καταδιώξει τους πειρατές και να αιχμαλωτίσει τα πλοία, προέβη απλώς σε συστάσεις, οι οποίες όμως δεν τους αποθάρρυναν. Όταν η βρετανική φρεγάτα «Sibylla» δοκίμασε να τους καταδιώξει, αναγκάσθηκε να αποχωρήσει με 40 νεκρούς και τραυματίες. Οι επιδρομές από τη Γραμβούσα εκτείνοντας μέχρι τη Μάλτα και τις αφρικανικές ακτές, όπου στη νησίδα Ζέμπρα είχαν εγκαταστήσει πειρατική βάση. Επειδή οι ξένες δυνάμεις σχημάτιζαν νηοπομπές για την προστασία των πλοίων, οι επιδρομείς δεν δίσταζαν να προσβάλουν ακόμα και αυτές.

Το 1828, μετά την συμφωνία του Καποδίστρια με τον Κόρδιγκτον, στάλθηκε στη Γραμβούσα μοίρα υπό τον Βρετανό υποναύαρχο Στέινς που επέβαινε στη φρεγάτα «Isis». Η μοίρα περιλάμβανε ακόμα την βρετανική φρεγάτα «Cambrian» του Χάμιλτον, στην οποία επέβαινε και ο Μαυροκορδάτος ως επίτροπος της ελληνικής κυβέρνησης, λόχο του ελληνικού στρατού υπό τον Σκοτσέζο φιλέλληνα ταγματάρχη Έρκχαρτ, τη γαλλική φρεγάτα «Pomone» υπό τον πλοίαρχο Δε Ρεβενσώ και μερικά ακόμα πλοία. Ωστόσο το ορμητήριο των πειρατών, ήταν συγχρόνως και ορμητήριο των αγωνιστών που πολεμούσαν για την ελευθερία. Για τον λόγο αυτό, όταν η αγγλογαλλική δύναμη εμφανίστηκε έξω από τη Γραμβούσα, ο Βρετανός μοίραρχος έγραψε στην επιτροπή των Κρητικών που βρίσκονταν στο φρούριο, ότι είχε πάει εκεί για να εξαφανίσει την πειρατεία και όχι για να εμποδίσει τους αγώνες του νησιού για την ελευθερία. Έτσι απαίτησε τη παράδοση των 12 πειρατών, όλων των πειρατικών πλοίων και τη παράδοση του φρουρίου στην ελληνική κυβέρνηση.

Εκείνη την εποχή οι Κρητικοί προσπαθούσαν να μεταφέρουν από τη Γραμβούσα στα Σφακιά, τα στρατεύματα που είχαν πάει εκεί υπό τον Χατζη – Μιχάλη και άλλους μαζί με ορισμένες ντόπιες δυνάμεις, ώστε να ενισχύσουν τον αγώνα που είχε ξαναρχίσει. Πρότειναν στον ναύαρχο να μην εμποδίσει τη μεταφορά τους, υποσχόμενοι να του παραδώσουν έπειτα το φρούριο και τα πλοία τους όχι όμως και τους 12 ενόχους, με τη δικαιολογία ότι κανένας δεν βρισκόταν στο φρούριο. Την πρόταση αυτή την υποστήριξαν ο Χάμιλτον και ο Μαυροκορδάτος, ως σύμφωνη με το πνεύμα των οδηγιών της συμμαχίας. Ο Στέινς όμως ήταν άνθρωπος του γράμματος και όχι του πνεύματος των οδηγιών που είχε λάβει. Ακόμα δεν πίστευε τα λόγια της επιτροπής, επειδή ορισμένοι από τους δώδεκα πειρατές ήταν μέλη της, ενώ ταυτόχρονα θεώρησε προσβολή την ανυπακοή της. Κανονιοβόλησε λοιπόν από τη φρεγάτα του την «Isis», το φρούριο και τα πλοία που βρίσκονταν μπροστά του. Ήταν 19 Ιανουαρίου του 1828 και εκείνη τη στιγμή έπνεε σφοδρός λίβας. Η «Isis», παραπλέοντας την ξηρά για να βλάψει ακόμα περισσότερο τα πλοία, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε έναν ύφαλο και αναγκάστηκε να κάνει πίσω για να αποφύγει τον κίνδυνο. Με την ξαφνική όμως κίνηση της έπεσε στη «Cambrian», που έπλεε δίπλα της και τα δύο πλοία μπλέχτηκαν μεταξύ τους. Οι ναύτες έκοψαν τη γάμπια[2] του «Cambrian» για να τα χωρίσουν και η «Isis» σώθηκε αλλά το «Cambrian» κατευθύνθηκε προς τη ξηρά και μην μπορώντας να αλλάξει πορεία από τις ζημιές που είχε πάθει, χτύπησε στον ύφαλο και ναυάγησε. Κινδύνεψε επίσης και μια τρίτη φρεγάτα που ακολουθούσε τις άλλες δύο, αλλά γλύτωσε ρίχνοντας άγκυρα στη βαθιά θάλασσα. Τα ατυχήματα αυτά δεν εμπόδισαν τον Στέινς να πραγματοποιήσει τον σκοπό του. Από τα 12 μεγάλα πλοία που βρέθηκαν στο λιμάνι, τέσσερα καήκαν, τρία βυθίστηκαν και τα υπόλοιπα στάλθηκαν στη Μάλτα.

Για να σταματήσει τις εχθροπραξίες ο μοίραρχος, ζήτησε την παράδοση του φρουρίου και των 12 ενόχων. Οι Κρητικοί δέχονταν τον πρώτο όρο εξακολουθούσαν όμως να υποστηρίζουν ότι κανένας από τους 12 δεν βρισκόταν εκεί. Έτσι τα συμμαχικά πλοία άρχισαν την πολιορκία χωρίς να επιτρέπουν την έξοδο κανενός, επειδή όσο περισσότεροι ήταν μέσα στο φρούριο, τόσο ταχύτερα υπολογιζόταν η παράδοσή τους, από έλλειψη τροφίμων. Λεγόταν ότι υπήρχαν εκεί 7.000 άτομα. Στο μεταξύ αποβιβάστηκε ο λόχος υπό τον ΄Ερκχαρτ που είχαν σταλεί από την ελληνική κυβέρνηση. Η δύναμη όμως δεν ήταν όση απαιτούσε η κατάσταση και για τον λόγο αυτό αποβιβάστηκαν ακόμα 100 Άγγλογάλλοι ώστε να την ενισχύσουν. Όταν τους είδαν οι κλεισμένοι στο φρούριο, στην αρχή πανικοβλήθηκαν και στη συνέχεια άνοιξαν την πύλη για να διαπραγματευτούν, με την ελπίδα να τους πείσουν να ξαναγυρίσουν στα πλοία τους. Όμως, μόλις άνοιξε η πύλη, οι Αγγλογάλλοι όρμισαν και μπήκαν στο φρούριο, χωρίς να αντισταθεί κανένας και την άλλη μέρα μπήκαν και άλλοι διακόσιοι. Μόλις καταλήφθηκε το φρούριο, δόθηκε άδεια να φύγουν όσοι ήθελαν αλλά οι φύλακες πρόσεχαν στις πύλες για να μη διαφύγει κανένας από τους 12, οι οποίοι βρίσκονταν όπως υποστήριζε ο Στέινς, μέσα στο φρούριο.

Όταν οι Αγγλογάλλοι κατέλαβαν το φρούριο, ο φόβος των ενόχων που βρίσκονταν σ’ αυτό έγινε μεγαλύτερος, κυρίως επειδή ο Στέινς δεν έπαυε να αναζητεί τους δώδεκα, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατό τρόπο για τη σύλληψή τους. Οι περισσότεροι ένοπλοι Κρητικοί έμεναν κλεισμένοι στα σπίτια τους, έτοιμοι να προβάλουν αντίσταση, αν γινόταν χρήση βίας. Ενώ λοιπόν επικρατούσε διάχυτος φόβος, ειδοποιήθηκε ο μοίραρχος ότι οι Αγγλογάλλοι που βρίσκονταν στη ξηρά κινδύνευαν να εξοντωθούν κάποια συγκεκριμένη νύχτα με την ανατίναξη μιας υπονόμου. Αμέσως έτρεξε ο αρχηγός τους Στράνγουεϊ, στο σημείο εκείνο και συνέλαβε μερικούς τη στιγμή που τοποθετούσαν το μπαρούτι για την ανατίναξη του κτιρίου όπου έμεναν οι Αγγλογάλλοι, αποτρέποντας έτσι αυτή την ενέργεια. Όλοι οι κλεισμένοι στο φρούριο φοβήθηκαν και πολλοί από τους ενόχους δραπέτευσαν έντρομοι μέσα στη νύχτα αλλά συνελήφθησαν μερικοί (και μεταξύ τους και κάποιοι από τους 12). Μετά την αποκάλυψη της υπονόμου βγήκαν κι άλλοι στρατιώτες από τα συμμαχικά πλοία, το φρούριο εκκενώθηκε εντελώς, έφυγαν οι άνδρες του Χατζη – Μιχάλη και των άλλων, κατεδαφίστηκαν πολλά σπίτια κι έτσι τελείωσαν τα γεγονότα της Γραμβούσας.

Ο Καποδίστριας παρά την αποκάλυψη ότι επικεφαλής της πειρατικής αυτής εστίας ήταν το ίδιο το «Εθνικό Συμβούλιο» που είχε τη διεύθυνση του Αγώνα στην Κρήτη, ζήτησε και πέτυχε να παραδοθούν στην ελληνική κυβέρνηση για να δικασθούν από αυτή, όσοι είχαν συλληφθεί ως πειρατές και είχαν σταλεί από τους Βρετανούς στη Μάλτα. Ζήτησε ακόμα και πέτυχε επίσης, να παραδοθούν τα πλοία που είχαν καταληφθεί στη Γραμβούσα ως πειρατικά και είχαν σταλεί και αυτά στη Μάλτα (παραδόθηκαν με την υποχρέωση να μην αποδοθούν στους ιδιοκτήτες τους, αλλά να κρατηθούν για χρήση της ελληνικής κυβέρνησης). Με τις διεκδικήσεις του αυτές ο Καποδίστριας θέλησε προπάντων να μην παραβιασθεί η αρχή της «επικρατειακής ακεραιότητας», δηλαδή να υποδηλωθεί με την ευκαιρία αυτή, η ευθύνη και η εξουσία που η ελληνική κυβέρνηση αξίωνε στο έδαφος της Κρήτης.



ΗΡΕΜΗ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑ. ΦΩΤΟ: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΙΝ... http://www.panoramio.com/











Η καταπολέμηση της πειρατείας στο υπόλοιπο Αιγαίο

Ο Καποδίστριας για την καταστολή της πειρατείας στο υπόλοιπο Αιγαίο, επικαλέστηκε και τη βοήθεια των ξένων δυνάμεων. Έτσι ο Γάλλος συνταγματάρχης Φαβιέρος, διέθεσε για γολέτα υπό τον Ανάργυρο Λεμπέση για την δίωξη των πειρατών στη περιοχή των Οινουσών και της Μυτιλήνης. Συγχρόνως, οι Άγγλοι εκκαθάρισαν το Καστελόριζο, οι Αυστριακοί την Κασσάνδρα, τις Οινούσσες και τα Ψαρά και οι Γάλλοι ανέλαβαν τις υπόλοιπες περιοχές. Η δίωξη των πειρατών σε αυτές τις περιοχές του Αιγαίου ξεκίνησε στις 25 Οκτωβρίου 1828 και σε 18 μέρες πέτυχε το στόχο της.





Επίλογος – Συμπεράσματα

Με αυτές τις ενέργειες του Καποδίστρια, καταπολεμήθηκε σε μεγάλο βαθμό η πειρατεία και ολόκληρη η Ευρώπη τον επαίνεσε για τη δραστηριότητα και τις επιτυχίες του. Ωστόσο η εξάλειψη της πειρατείας δεν ήταν οριστική. Και αυτό οφείλεται και στις θαυμαστές ικανότητες των πειρατών. Είχαν τη δυνατότητα να απομακρύνονται σε σύντομο χρονικό διάστημα από το τόπο των πράξεων τους και να κρύβονται στις πολυπληθείς κολπώσεις των ακτών.

Έτσι οι προσπάθειες της κυβέρνησης του Καποδίστρια, για την καταπολέμηση των μεμονωμένων πλέον περιστατικών πειρατείας, συνεχίστηκαν και κατά το 1830, όπως αποδεικνύεται από επιστολή του Βιάρου Καποδίστρια υπουργού των Ναυτικών, προς τον αδελφό του Κυβερνήτη. Με τη συγκεκριμένη επιστολή του ο Βιάρος προτείνει την περιπολία πλοίων στο Αιγαίο, την επισκευή του πλοίου «Αγαμέμνονας» και την παροχή άδειας στα περιπλέοντα πλοία να κατάσχουν ή και να βυθίζουν όσα πλοία δεν έχουν τα απαραίτητα έγγραφα.

Ωστόσο ο Καποδίστριας γνώριζε ότι για να εξαλειφθεί η πειρατεία έπρεπε να εκλείψουν τα γενεσιουργά αίτιά της, δηλαδή τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που την προξενούσαν και τη συντηρούσαν. Για τον λόγο αυτό προσπάθησε να εντάξει στις ένοπλες δυνάμεις ή να απασχολήσει στην καλλιέργεια της γης τους άνεργους ναυτικούς και άτακτους στρατιωτικούς, και τους πρόσφυγες. Οι οικονομικές όμως δυσχέρειες του κράτους, απέτρεπαν την αξιοποίηση όλων αυτών των ανέργων, γεγονός που προκαλούσε τη δυσαρέσκειά τους εναντίον του Κυβερνήτη. Έτσι σιγά – σιγά η πειρατεία άρχισε να επανεμφανίζεται. Όσο λοιπόν καθυστερούσε η αποκατάσταση των ανέργων, τόσο δύσκολη ήταν η παντελής εξάλειψη της πειρατείας.

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια τα πειρατικά κρούσματα πολλαπλασιάστηκαν. Ήταν δε τέτοιο το θράσος τους που δεν δίστασαν να αιχμαλωτίσουν πλοίο του πολεμικού ναυτικού. Ακόμα στις πηγές αναφέρεται και η περίπτωση ενός πολεμικού πλοίου που μεταπήδησε σε πειρατικό. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια και οι συντονισμένες ενέργειες των επόμενων κυβερνήσεων για την καταπολέμηση του φαινομένου. Ωστόσο όποτε εξασθενούσε η κεντρική διοίκηση με αφορμή τις κυβερνητικές, συνταγματικές και πολιτειακές μεταβολές που έλαβαν χώρα μέχρι τα μέσα του δευτέρου μισού του 19ου αιώνος, η δράση των πειρατών αυξανόταν.









ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Κωνσταντινίδη Αναστ. Κωστή, Η ληστεία και η πειρατεία στη Σκύρο, Σκιάθο και Σκόπελο κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 μέχρι της αντιβασιλείας του Όθωνα, Ιστορική μελέτη βασισμένη αποκλειστικά επί εγγράφων, τόμος πρώτος, Αθήνα 1988

Ν. Α. Κεφαλληνιάδη, Πειρατεία, Κουρσάροι στο Αιγαίο, Εκδόσεις Φιλιππότης, Αθήνα, 1984

Αργυρός Σ. Φ. Η πειρατεία, ιστορία και θρύλοι, έκδοση 1956, σελίδες 9, 140, 145 – 150, έκδοση 1963

Κωνσταντινίδου Π. Τρύφ. Πλοιάρχου Β. Ν. ε. α., «Η πειρατεία και καταδρομή και οι Έλληνες», ανάτυπον εκ της Ναυτικής Επιθεωρήσεως, τεύχη 214 και 215, 1949

Κ. Παϊζης – Παραδέλης, Αντιναύαρχος ε. α., Πρόεδρος του Ναυτικού Μουσείου, «Η πειρατεία κατά τους χρόνους της Ελληνικής Επανάστασης και τα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια», Ναυτική Επιθεώρηση, τόμος 133ος, τεύχος 469, Μάιος – Ιούνιος 1991

Νίκος Βασιλάτος, Ιστορικός – Συγγραφέας, «Τα όπλα των Ελλήνων ναυτικών» Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, ένθετο Ιστορικά, τεύχος 171, 6 Φεβρουαρίου 2003

Αννίτα Πρασσά, δρος Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, προϊσταμένης Γενικών Αρχείων Κράτους Ν. Μαγνησίας, «Καποδίστριας και Μιαούλης», Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, ένθετο Ιστορικά, τεύχος 290,16 Ιουνίου 2005

Εγκυκλοπαίδεια Δομή, 23 τόμος, λήμμα πολεμική πειρατεία, σελίδες 419 – 420, έκδοση 2005

Εγκυκλοπαίδεια Πατριδογνωσία, εκδόσεις Έθνος της Κυριακής, τεύχος 23 Ανδρέας Μιαούλης, Θαλασσόλυκος στα δεκάξι, ναύαρχος στην Επανάσταση, τεύχος 33 Θεσσαλία, Πειρατές στο Αιγαίο, Αθήνα 2002

Τρικούπης Σπυρίδωνας, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, έκδοση Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, τόμοι Α΄, Β ΄, Γ ΄, και Δ ΄, Αθήνα 1993

Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, τόμος ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών Α. Ε., 1977


Περί Αλός

Κολοβός Γεώργιος
Ερευνητής-Συγγραφέας


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

--------------------------------------------------------------------------------



[1] Όρος του Ναυτικού Δικαίου που χρησιμοποιείται όταν οι ημέρες παραμονής για φόρτωση ή εκφόρτωση πλοίου χαρακτηρίζονται από χρονοτριβή, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση του ναυλωτή.

[2] Το δεύτερο μεγάλο πανί των ιστιοφόρων πλοίων

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ"
Related Posts with Thumbnails