Το παρόν αποτελεί μια συγκέντρωση μαρτυριών για το νόημα που έδιναν οι Έλληνες στην εθνική τους ταυτότητα, και το βάρος που απέδιδαν στα διάφορα στοιχεία που συνέθεταν αυτήν την ταυτότητα.
---Παράλληλα, πέρα από τον καταφατικό ορισμό της ελληνικότητας, θα προσπαθήσω να συγκεντρώσω στοιχεία για τη σχέση των Ελλήνων με τους βαρβάρους, και τα στοιχεία που θεωρούσαν πως τους διαφοροποιούν από αυτούς.
Τέλος, θα ασχοληθώ με την Ελληνική εθνογένεση, την διαδικασία δηλαδή με την οποία απέκτησαν οι Έλληνες αυτήν την εθνική συνείδηση. Αρχικά θα επικεντρωθώ στην αρχαία περίοδο, αν και πιθανώς στο μέλλον να επεκταθώ και στις κατοπινές περιόδους της πορείας του Ελληνισμού, και τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων έως τη σημερινή εποχή. Το έργο αυτό θα συμπληρώνεται σταδιακά με νέα στοιχεία.
---ΠΗΓΕΣ-----
Ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς, ο συγγραφέας της ιστορίας των Περσικών πολέμων, έδωσε τον ακόλουθο ορισμό του «Έλληνικού», δηλαδή της ελληνικότητας, στην Ιστορία του (8, 144):
τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα
ΜΕΤ. το Ελληνικόν, το οποίο είναι όμαιμον και ομόγλωσσο και έχει κοινούς τόπους ιδρυθέντες για τους θεούς και θυσίες και παρόμοια ήθη
Ο Ηροδοτος (1, 148) κοροϊδεύει τον ισχυρισμό των Ιώνων των δώδεκα πόλεων της Μικράς Ασίας πως είναι περισσότερο Ίωνες από τους υπόλοιπους, αναφέροντας τα διάφορα έθνη με τα οποία έχουν αναμιχθεί:
Τούτων δὴ εἵνεκα καὶ οἱ Ἴωνες δυώδεκα πόλις ἐποιήσαντο, ἐπεὶ ὥς γέ τι μᾶλλον οὗτοι Ἴωνές εἰσι τῶν ἄλλων Ἰώνων ἢ κάλλιόν τι γεγόνασι, μωρίη πολλὴ λέγειν, τῶν Ἄβαντες μὲν ἐξ Εὐβοίης εἰσὶ οὐκ ἐλαχίστη μοῖρα, τοῖσι Ἰωνίης μέτα οὐδὲ τοῦ οὐνόματος οὐδέν, Μινύαι δὲ Ὀρχομένιοί σφι ἀναμεμίχαται καὶ Καδμεῖοι καὶ Δρύοπες καὶ Φωκέες ἀποδάσμιοι καὶ Μολοσσοὶ καὶ Ἀρκάδες Πελασγοὶ καὶ Δωριέες Ἐπιδαύριοι, ἄλλα τε ἔθνεα πολλὰ ἀναμεμίχαται. Οἱ δὲ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ πρυτανηίου τοῦ Ἀθηναίων ὁρμηθέντες καὶ νομίζοντες γενναιότατοι εἶναι Ἰώνων, οὗτοι δὲ οὐ γυναῖκας ἠγάγοντο ἐς τὴν ἀποικίην ἀλλὰ Καείρας ἔσχον, τῶν ἐφόνευσαν τοὺς γονέας.
ΜΕΤ. Γι' αυτούς τους λόγους οι Ίωνες έχτισαν δώδεκα πόλεις επειδή είναι τάχα αυτοί περισσότερο Ίωνες από τους άλλους Ίωνες, ή με πιο καλή καταγωγή, μιλώντας με πολλή μωρία, αφού κατάγονται από τους Άβαντες από την Εύβοια σε σημαντικό βαθμό, και αναμίχθηκαν με Μίνυες από τον Ορχομενό και Καδμείους και Δρύοπες και αποδάσμιους Φωκαείς και Μολοσσούς και Πελασγούς από την Αρκαδία και Δωριείς από την Επίδαυρο, και με πολλά άλλα έθνη. Αυτοί ξεκίνησαν από το πρυτανείο των Αθηνών, νομίζοντας πως έχουν την πιο ευγενική καταγωγή, όμως δεν πήραν γυναίκες μαζί τους στην αποικία αλλά πήραν γυναίκες από την Καρία, αφού φόνευσαν τους γονείς τους.
Στη συνέχεια (1, 147), αποδέχεται ειρωνικά τον ισχυρισμό τους, αναγνωρίζοντας πως χρησιμοποιούν το όνομα περισσότερο από τους άλλους Ίωνες:
Ἀλλὰ γὰρ περιέχονται τοῦ οὐνόματος μᾶλλόν τι τῶν ἄλλων Ἰώνων, ἔστωσαν δὴ καὶ οἱ καθαρῶς γεγονότες Ἴωνες.
Αλλά μιας και χρησιμοποιούν το όνομα περισσότερο από τους άλλους Ίωνες, ας είναι λοιπόν Ίωνες με καθαρή καταγωγή.
Ο Ηρόδοτος (1, 58) αναφέρει πως το Ελληνικό έθνος είχε την ίδια γλώσσα, αποσχίσθηκε από το Πελασγικό, και μεγάλωσε με την προσθήκη άλλων βαρβαρικών εθνών, και κυρίως του Πελασγικού.
Φαίνεται δηλαδή πως οι Έλληνες αποτελούσαν έναν κλάδο του ευρύτερου Πελασγικού έθνους, ο οποίος μίλησε Ελληνικά. Στη συνέχεια προσεχώρησαν σε αυτούς τόσο Πελασγοί οι οποίοι δεν μιλούσαν Ελληνικά, αλλά και άλλοι βάρβαροι:
τὸ δὲ Ἑλληνικὸν γλώσσῃ μὲν ἐπείτε ἐγένετο αἰεί κοτε τῇ αὐτῇ διαχρᾶται, ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι: ἀποσχισθὲν μέντοι ἀπὸ τοῦ Πελασγικοῦ ἐόν ἀσθενές, ἀπό σμικροῦ τεο τὴν ἀρχὴν ὁρμώμενον αὔξηται ἐς πλῆθος τῶν ἐθνέων, Πελασγῶν μάλιστα προσκεχωρηκότων αὐτῷ καὶ ἄλλων ἐθνέων βαρβάρων συχνῶν. πρόσθε δὲ ὦν ἔμοιγε δοκέει οὐδὲ τὸ Πελασγικὸν ἔθνος, ἐὸν βάρβαρον, οὐδαμὰ μεγάλως αὐξηθῆναι.
ΜΕΤ. Το Ελληνικό έθνος είχε πάντοτε την ίδια γλώσσα: αφού αποσχίσθηκε από το Πελασγικό ήταν ασθενές, αλλά από μικρό που ήταν αρχικά αυξήθηκε μέσω των πολλών προσχωρήσεων σε αυτό Πελασγών και άλλων βαρβαρικών εθνών. Μου φαίνεται πως το Πελασγικό έθνος, δεν μεγάλωσε όταν ήταν βαρβαρικό.
Ο Θουκυδίδης (Ιστορία, 1, 3) αναφέρει πως το Ελληνικό όνομα δεν ήταν σε κοινή χρήση έως ότου πολλά άλλα έθνη και ιδιαίτερα το Πελασγικό το υιοθέτησαν μέσω των σχέσεών τους με τον Έλληνα και τους γιούς του:
δοκεῖ δέ μοι, οὐδὲ τοὔνομα τοῦτο ξύμπασά πω εἶχεν, ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος καὶ πάνυ οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη, κατὰ ἔθνη δὲ ἄλλα τε καὶ τὸ Πελασγικὸν ἐπὶ πλεῖστον ἀφ' ἑαυτῶν τὴν ἐπωνυμίαν παρέχεσθαι, Ἕλληνος δὲ καὶ τῶν παίδων αὐτοῦ ἐν τῇ Φθιώτιδι ἰσχυσάντων, καὶ ἐπαγομένων αὐτοὺς ἐπ' ὠφελίᾳ ἐς τὰς ἄλλας πόλεις, καθ' ἑκάστους μὲν ἤδη τῇ ὁμιλίᾳ μᾶλλον καλεῖσθαι Ἕλληνας, οὐ μέντοι πολλοῦ γε χρόνου [ἐδύνατο] καὶ ἅπασιν ἐκνικῆσαι.
ΜΕΤ. Μου φαίνεται πως ούτε το όνομα είχε καθολική αποδοχή, αλλά πριν από τον Έλληνα το γιο του Δευκαλίωνα δεν υπήρχε, και διάφορες ονομασίες, και επί το πλείστον η Πελασγική χρησιμοποιούνταν για τα έθνη, όταν όμως ο Έλλην και οι γιοί του έγιναν ισχυροί στη Φθιώτιδα, και πήγαν προς βοήθεια στις άλλες πόλεις, με την αμοιβαία συναναστροφή επικράτησε η ονομασία, αλλά και πάλι μετά από πολύ χρόνο κατόρθωσε να επιβληθεί σε όλους.
O Ισοκράτης ο Αθηναίος, ρήτορας και πολιτικός, μιλώντας πιθανώς στους Ολυμπιακους αγώνες, έδωσε έναν διαφορετικό ορισμό της Ελληνικότητας, θέλοντας να αναδείξει την αίγλη της Αθηναϊκής παιδείας (Πανηγυρικός, 50):
καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.
ΜΕΤ. και έκανε το όνομα των Ελλήνων να μην δηλώνει πλέον την καταγωγή αλλά τη διανόηση, και περισσότερο να καλούνται Έλληνες αυτοί που μετέχουν στη δικιά μας παιδεία παρά στην κοινή φύση.
Το Ελληνικό όνομα δεν ήταν πάντοτε σε ευρεία χρήση, ούτε ήταν δηλωτικό της ίδιας οντότητας. Στον Όμηρο (B, 684-5) οι Έλληνες είναι μαζί με τον Αχιλλέα, και όχι όλοι οι συμμετέχοντες στην Τρωϊκή εκστρατεία:
Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοί,
τῶν αὖ πεντήκοντα νεῶν ἦν ἀρχὸς Ἀχιλλεύς.
ΜΕΤ. αυτοί που λεγόντουσαν Μυρμιδόνες και Έλληνες και Αχαιοί, αυτοί είχαν πενήντα καράβια με αρχηγό τον Αχιλλέα
Παραταύτα, ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, σύγχρονος του Ιπποκράτη και πολύ νεώτερος του Ομήρου μας λέει (Μετεωρολογικά, 352b) πως οι Έλληνες πριν αποκτήσουν αυτό το όνομα ήταν γνωστοί ως Γραικοί:
ᾤκουν γὰρ οἱ Σελλοὶ ἐνταῦθα καὶ οἱ καλούμενοι τότε μὲν Γραικοὶ νῦν δ’ Ἕλληνες
ΜΕΤ. Γιατί κατοικούσαν εκεί οι Σελλοί και οι τότε καλούμενοι Γραικοί που τώρα λέγονται Έλληνες
Πολλοί συγγραφείς, βασιζόμενοι στον ορισμό του Ισοκράτη, υποστηρίζουν πως η ελληνικότητα δεν έχει φυλετικό περιεχόμενο. Ωστόσο, στους αρχαίους Ολυμπιακούς αγώνες η συμμετοχή βασιζόταν σαφώς στην Ελληνικότητα, η οποία νομιζόταν με βάση την καταγωγή, όπως αποδεικνύει ο τρόπος με τον οποίο κατάφερε να λάβει μέρος σε αυτούς ο Αλέξανδρος Α' ο Μακεδών (Ηρόδοτος, 5, 22):
Ἀλέξανδρος δὲ ἐπειδὴ ἀπέδεξε ὡς εἴη Ἀργεῖος, ἐκρίθη τε εἶναι Ἕλλην καὶ ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ.
ΜΕΤ. Ο Αλέξανδρος επειδή απέδειξε πως είναι Αργείος, κρίθηκε πως είναι Έλληνας και αγωνιζόμενος στο δρόμο του σταδίου ήρθε πρώτος.
Ο ίδιος ο Ισοκράτης δεν θεωρούσε τον παράγοντα της καταγωγής ως ασήμαντο, αλλά περηφανευόταν για την καθαρότητα της καταγωγής των Αθηναίων (Πανηγυρικός, 24) υποστηρίζοντας πως σε αντίθεση με άλλους, οι Αθηναίοι δεν ήταν «μιγάδες»:
Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ’ ἐρήμην καταλαβόντες οὐδ’ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες
ΜΕΤ. Γιατί σ' αυτήν εδώ τη χώρα κατοικούμε, χωρίς να έχουμε διώξει άλλους από αυτήν, ούτε καταλαμβάνοντάς την όταν ήταν ακατοίκητη, ούτε αναμεμιγμένοι από πολλά έθνη
Ο Πλάτων ο Αθηναίος φιλόσοφος, δεν αφήνει επίσης καμιά αμφιβολία για το γεγονός πως η καταγωγή έπαιζε σημαντικό ρόλο στον ορισμό της ελληνικότητας (Μενέξενος, 245c-d), κάνοντας σαφή διαχωρισμό ανάμεσα σε φύσει και νόμω Έλληνες:
μόνοι δὲ ἡμεῖς οὐκ ἐτολμήσαμεν οὔτε ἐκδοῦναι οὔτε ὀμόσαι. οὕτω δή τοι τό γε τῆς πόλεως γενναῖον καὶ ἐλεύθερον βέβαιόν τε καὶ ὑγιές ἐστιν καὶ φύσει μισοβάρβαρον, διὰ τὸ εἰλικρινῶς εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων. οὐ γὰρ Πέλοπες οὐδὲ Κάδμοι οὐδὲ Αἴγυπτοί τε καὶ Δαναοὶ οὐδὲ ἄλλοι πολλοὶ φύσει μὲν βάρβαροι ὄντες, νόμῳ δὲ Ἕλληνες, συνοικοῦσιν ἡμῖν, ἀλλ’ αὐτοὶ Ἕλληνες, οὐ μειξοβάρβαροι οἰκοῦμεν, ὅθεν καθαρὸν τὸ μῖσος ἐντέτηκε τῇ πόλει τῆς ἀλλοτρίας φύσεως.
ΜΕΤ. μόνοι εμείς δεν τολμήσαμε ούτε να παραδοθούμε ούτε να ορκιστούμε. Γιατί είναι τόσο ευγενικό, ελεύθερο και βέβαιο το φρόνημα της πόλης και φυσικά μισεί το βαρβαρικό, επειδή αληθινά είμαστε Έλληνες μη αναμεμιγμένοι με βαρβάρους.
Ούτε Πέλοπες ούτε Κάδμοι ούτε Αιγύπτιοι ούτε Δαναοί ούτε άλλοι πολλοί που είναι στη φύση τους βάρβαροι, αλλά κατά σύμβαση Έλληνες, συζούν με μας, αλλά Έλληνες, όχι ανάμικτοι με βαρβάρους κατοικούμε, και γι' αυτό το μίσος της ξένης φύσης καθαρά κληρονομήθηκε στην πόλη μας.
Πολύ αργότερα, ο γεωγράφος Στράβων από την Αμάσεια (Γεωγραφικά, 17, 1) παρατηρεί για τους Αλεξανδρείς πως αν και ήταν μιγάδες, ήταν Έλληνες γιατί θυμόντουσαν τον Ελληνικό τρόπο ζωής.
καὶ γὰρ εἰ μιγάδες, Ἕλληνες ὅμως ἀνέκαθεν ἦσαν καὶ ἐμέμνηντο τοῦ κοινοῦ τῶν Ἑλλήνων ἔθους
ΜΕΤ. αν και μιγάδες, ήταν ανέκαθεν Έλληνες και θυμόντουσαν τον κοινό τρόπο ζωής των Ελλήνων
Ο Στράβων αναφέρεται και στο παρελθόν, λέγοντας πως οι άλλοι λαοί (εκτός από τους Κάρες που ως μισθοφόροι ήταν διασπαρμένοι σ' όλη την Ελλάδα) σπάνια μάθαιναν Ελληνικά και υιοθετούσαν τον Ελληνικό τρόπο ζωής (Γεωγραφικά, 14, 2):
τῶν γὰρ ἄλλων οὔτ’ ἐπιπλεκομένων πω σφόδρα τοῖς Ἕλλησιν, οὔτ’ ἐπιχειρούντων ἑλληνικῶς ζῆν ἢ μανθάνειν τὴν ἡμετέραν διάλεκτον, πλὴν εἴ τινες σπάνιοι καὶ κατὰ τύχην ἐπεμίχθησαν καὶ κατ’ ἄνδρα ὀλίγοις τῶν Ἑλλήνων τισίν·
ΜΕΤ. Οι άλλοι [εκτός από τους Κάρες] δεν έρχονταν σε στενή επαφή με τους Έλληνες, ούτε επιχειρούσαν να ζουν Ελληνικά ή να μάθουν τη δικιά μας γλώσσα, εκτός από σπάνιες και κατα τύχη μεμονωμένες περιπτώσεις που αναμίχθηκαν με τους Έλληνες.
Στην ίδια χρονική περίοδο ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, 1, 89) αναφέρει πώς επέρχεται ο αφελληνισμός στους Έλληνες που συγκατοικούν κοντά με βαρβάρους.
ἐπεὶ ἄλλοι γε συχνοὶ ἐν βαρβάροις οἰκοῦντες ὀλίγου χρόνου διελθόντος ἅπαν τὸ Ἑλληνικὸν ἀπέμαθον, ὡς μήτε φωνὴν Ἑλλάδα φθέγγεσθαι μήτε ἐπιτηδεύμασιν Ἑλλήνων χρῆσθαι, μήτε θεοὺς τοὺς αὐτοὺς νομίζειν, μήτε νόμους τοὺς ἐπιεικεῖς, ᾧ μάλιστα διαλλάσσει φύσις Ἑλλὰς βαρβάρου
ΜΕΤ. επειδή άλλοι οι οποίοι συγκατοίκησαν ανάμεσα σε βαρβάρους, με το πέρασμα λίγου χρόνο ξέμαθαν κάθε τι Ελληνικό, έτσι ώστε ούτε Ελληνικά μιλούσανε, ούτε χρησιμοποιούσανε τα επιτηδεύματα των Ελλήνων, ούτε αναγνώριζαν τους ίδιους θεούς, ούτε τους επιεικείς νόμους, που περισσότερο διαχωρίζουν την Ελληνική από την βαρβαρική φύση
Ο Αισχίνης κατηγορεί τον Δημοσθένη (Κατά Κτησιφώντος, 172) ότι είναι ελληνίζων βάρβαρος λόγω της καταγωγής της μητέρας του. Βέβαια, εδώ υπάρχει εμπάθεια λόγω της πολιτικής αντιπαλότητας, όμως το γεγονός πως χρησιμοποιείται αυτός ο τρόπος επίθεσης αποδεικνύει τη σημασία που είχε η καταγωγή για έναν Αθηναίο της εποχής εκείνης.
Οὐκοῦν ἀπὸ μὲν τοῦ πάππου πολέμιος ἂν εἴη τῷ δήμῳ, θάνατον γὰρ αὐτοῦ τῶν προγόνων κατέγνωτε, τὰ δ’ ἀπὸ τῆς μητρὸς Σκύθης βάρβαρος ἑλληνίζων τῇ φωνῇ· ὅθεν καὶ τὴν πονηρίαν οὐκ ἐπιχώριός ἐστι.
MET. Λοιπόν από τον παππού του είναι εχθρός του δήμου, γιατί αυτός καταδικάστηκε σε θάνατο από τους προγόνους σας, και από τη μεριά της μητέρας του είναι Σκύθης βάρβαρος που μιλάει Ελληνικά, άρα και η κακία του δεν είναι ντόπιας προέλευσης.
ΤΟΥ ΔΙΗΝΕΚΗ ΠΟΝΤΙΚΟΥ