Το μαντείο του Άμμωνα, μέσω των Ελλήνων της Κυρηναϊκής ήταν παλαιόθεν γνωστό στους Έλληνες της κυρίως Ελλάδας, που πίστευαν ότι από εκεί είχε φθάσει η σχετική τέχνη στο αρχαιότερο μαντείο τους, εκείνο της Δωδώνης. Έχαιρε μεγάλου σεβασμού (ο Αριστοφάνης θεωρούσε το Μαντείο του Άμμωνα ως το δεύτερο σημαντικότερο μετά από εκείνο των Δελφών, ο Πίνδαρος είχε ιδρύσει στη Θήβα ναό του Άμμωνα και οι Αθηναίοι είχαν στείλει επίσημη αντιπροσωπεία κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, για να πάρουν χρησμό).
Είχε τη φήμη του αλάνθαστου και κατά καιρούς το είχαν συμβουλευθεί πολλοί Έλληνες ήρωες, μεταξύ των οποίων ο Περσέας, όταν ο Πολυδέκτης τον έστειλε να σκοτώσει τη Γοργόνα και ο Ηρακλής, όταν πήγε στη Λιβύη για να αντιμετωπίσει τον Ανταίο. Επίσης ο Φίλιππος μετά από ένα ενύπνιο (όνειρο) έστειλε τον Χαίρωνα τον Μεγαλοπολίτη στο μαντείο των Δελφών, για να ζητήσει χρησμό και ο Απόλλων απάντησε ότι όφειλε να τιμά και να θυσιάζει στον Άμμωνα περισσότερο απ’ όσο στους άλλους θεούς και ότι θα έχανε το μάτι εκείνο, με το οποίο είχε δει από τη χαραμάδα τον Άμμωνα με μορφή ερπετού να κοιμάται με την Ολυμπιάδα. Ο Αλέξανδρος υποτίθεται ότι ήθελε να μιμηθεί τον Περσέα και τον Ηρακλή (εγγονό του Περσέα), επειδή καταγόταν κι απ’ τους δύο και επιπλέον απέδιδε μέρος της καταγωγής του στον Άμμωνα (σύμφωνα με το ενύπνιο του πατέρα του) αν και το τελευταίο κατά πάσα πιθανότητα είναι μεταγενέστερη επινόηση.
Από τις εκβολές του Νείλου, όπου είχε οριοθετήσει την πόλη του, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε με ένα ελαφρύ και ταχυκίνητο απόσπασμα συνοδείας για το μαντείο του Άμμωνα Ρα στην όαση Σίουα, ένα δύσκολο ταξίδι περίπου 530 χλμ ή 2.867 σταδίων, δηλαδή περίπου 15 σταθμών. Κανένας από τους αρχαίους ιστορικούς δεν αναφέρει πόσο στρατό πήρε μαζί του ο Αλέξανδρος, αλλά θα πρέπει να θεωρούμε ως δεδομένο ότι ήταν ελαφροί πεζοί και ιππείς, ίσως υπασπιστές και πρόδρομοι, ενώ για τη μεταφορά των εφοδίων ο Κούρτιος λέει ότι χρησιμοποιήθηκαν καμήλες. Προχώρησε παραλιακά, ώστε να έχει την υποστήριξη του στόλου, διέσχισε την όχι εντελώς άνυδρη έρημο και μετά από 1.600 στάδια (περίπου 295 χλμ) έφτασε στο Παραιτόνιο (Μάρσα Ματρούχ). Εκεί τον συνάντησαν πρέσβεις από τις ελληνικές πόλεις της Κυρηναϊκής. Του παρέδωσαν ένα στεφάνι, 300 ἵππους πολεμιστάς, 5 εξαιρετικά τέθριππα (ίσως ένα από κάθε μέλος της Πεντάπολης) πολλά άλλα μεγαλοπρεπή δώρα και συνήψαν μαζί του σύμφωνο φιλίας και συμμαχίας.
Στο Παραιτόνιο ανεφοδιάστηκαν για τελευταία φορά από το στόλο, στράφηκα νότια και μπήκαν στην έρημο, που ήταν αμμώδης και άνυδρη και όπου ο Καμβύσης έχασε 50.000 άνδρες σε μία αμμοθύελλα. Στα 1.388 στάδια ή 7 περίπου σταθμούς, που απέμεναν ως το μαντείο, δεν θα χρειαζόταν να ανεφοδιασθούν σε τρόφιμα, αλλά το νερό θα τους έφτανε μόνο για τέσσερεις ημέρες. Προχωρούσαν κυρίως το βράδυ, λίγο πριν τη δύση του ηλίου μέχρι λίγο μετά την ανατολή του, ώστε να αποφεύγουν τον εξοντωτικό ήλιο της ερήμου. Ο Αλέξανδρος εφάρμοσε αυτήν την τακτική και στις άλλες ερήμους, που χρειάσθηκε να διασχίσει. Την τέταρτη ημέρα από την τελευταία υδροληψία ένας ισχυρός νότιος άνεμος σήκωσε αμμοθύελλα, που κατέστρεψε όλα τα μονοπάτια, τα ίχνη και τα σημάδια επί του δρομολογίου με συνέπεια οι οδηγοί να χάσουν τον προσανατολισμό τους. Το απόθεμα του νερού εξαντλήθηκε, αλλά με παρέμβαση του Άμμωνα, ο οποίος σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς ήθελε ο Αλέξανδρος να φτάσει στο μαντείο του, έβρεξε ξαφνικά και το απόσπασμα μπόρεσε να υδροδοτηθεί για άλλες τέσσερις ημέρες.
Εκτός από τη βροχή ο Άμμων τους έστειλε κι άλλη βοήθεια. Κατά τον Καλλισθένη μπροστά από το απόσπασμα πετούσαν κοράκια, που κράζοντας τους έδειχναν την πορεία και βοηθούσαν να βρουν το κύριο σώμα, όσοι έχαναν το δρόμο μέσα στη νύχτα. Κατά τον Αριστόβουλο τα κοράκια ήταν δύο και ίσως δεν είναι χωρίς σημασία αυτή η διήγηση, αφού κατά την παράδοση της περιοχής μέχρι και σήμερα το πέταγμα δύο κοράκων (ούτε ενός ούτε περισσοτέρων από δύο) θεωρείται ευτυχής οιωνός για τους αυτόχθονες, που ξεκινούν ταξίδι για την όαση Σίουα. Κατά τον Πτολεμαίο δεν ήταν κοράκια, αλλά δύο δράκοντες με ανθρώπινη φωνή.
Το μαντείο του Άμμωνα βρισκόταν σε όαση μέσα στην αμμώδη και άνυδρη έρημο της Λιβύης. Το μέγιστο πλάτος της όασης ήταν 40 στάδια (περίπου 7,5 χλμ) και ήταν γεμάτη ήμερα δένδρα, ελιές και φοίνικες. Εκεί βρισκόταν και η μοναδική πηγή της περιοχής, της οποίας το νερό άλλαζε θερμοκρασία στη διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Το μεσημέρι έφτανε να είναι σχεδόν παγωμένο, στη συνέχεια η θερμοκρασία του ανέβαινε, τα μεσάνυχτα έφτανε στο υψηλότερο σημείο και μετά άρχιζε πάλι να ψυχραίνει. Εκεί κοντά υπήρχαν αλατωρυχεία, τα οποία έδιναν εξαιρετικής ποιότητας αλάτι, καθαρό σαν κρύσταλλο. Μερικά κομμάτια του ήταν μεγαλύτερα από 3 δακτύλους (περίπου 5,5 εκ.) και ήταν περιζήτητο στις θυσίες.
Εφόσον η αποτύπωση των ορίων της Αλεξάνδρειας έγινε την 20η Ιανουαρίου 331 π.Χ., ο Αλέξανδρος πρέπει να εισήλθε στον περιτειχισμένο χώρο του μαντείου την τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου, ή την πρώτη του Φεβρουαρίου, ανάλογα με την ταχύτητα που κάλυψε τους 15 σταθμούς από τον Νείλο ως το μαντείο. Αν ο σχεδιασμός της Αλεξάνδρειας έγινε κατά την επιστροφή του από το μαντείο του Άμμωνα, τότε η επίσκεψη στο μαντείο πρέπει να έγινε το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου. Για το τι ακριβώς συνέβη στο μαντείο έχουμε πολλές παραλλαγές και στην αρχαιότητα ίσως να υπήρχαν ακόμη περισσότερες, αφού το θέμα και μεταφυσικό ήταν και τη θεοποίηση του Αλεξάνδρου αφορούσε. Το λογικό είναι να υποθέσουμε ότι οι «σύμβουλοι επικοινωνίας» του Αλεξάνδρου κατασκεύασαν μία συγκεκριμένη ιστορία, η οποία παραλλάχθηκε στη συνέχεια από τους διάφορους ιστορικούς και μυθιστοριογράφους ανάλογα με το ύφος και τις αντιλήψεις του καθενός.
Στην παραλλαγή του Πλούταρχου ο προφήτης του μαντείου για λόγους φιλοφρόνησης φέρεται να προσφώνησε τον Αλέξανδρο στα ελληνικά, αλλά επειδή δεν τα μιλούσε καλά αντί να πει «ὦ, παιδίον» είπε «ὦ, παιδίος». Αμέσως διαδόθηκε (δηλαδή, κάποιος φρόντισε να διαδοθεί) η φήμη ότι ο προφήτης προσφώνησε τον Αλέξανδρο «ὦ, παῑ Διός». Δηλαδή ο Αλέξανδρος φέρεται να εκμεταλλεύθηκε τα άσχημα Ελληνικά του Αιγύπτιου ιερέα, για να διακηρύξει ότι ένα παγκόσμιας αναγνώρισης μαντείο τον αναγνώριζε ως γιο του ανώτατου θεού της Αιγύπτου. Στην παραλλαγή του Διόδωρου και του Κούρτιου ο προφήτης φέρεται να είπε «χαίρε, παιδί μου και αυτή η προσφώνηση είναι από τον θεό» και ο Αλέξανδρος να απάντησε «Το δέχομαι, πατέρα, και στο εξής θα αποκαλούμαι γιος σου». Εδώ ο πονηρός ιερέας φέρεται να έσπευσε να προσφέρει στον Αλέξανδρο αυτό, που ήθελε. Σε αμφότερες τις παραλλαγές ο Αλέξανδρος, πάντοτε γενναιόδωρος προς τους συνεργάτες του, αφιέρωσε στον ναό σημαντικά αναθήματα. Ο Ιουστίνος λέει ότι είχε στείλει νωρίτερα ανθρώπους του για να δωροδοκήσουν τους ιερείς και να πουν αυτά που εκείνος ήθελε να ακούσει. Έτσι, όταν μπήκε στον ναό οι ιερείς τον ζητωκραύγασαν «αυθόρμητα» ως γιο του Άμμωνα. Ο Αρριανός, που δεν εγκρίνει την επιλογή του Αλεξάνδρου να ανακηρυχθεί θεός, λέει λακωνικά ότι ο Αλέξανδρος «άκουσε αυτά, που επιθυμούσε».
Μέχρι την επίσκεψή του στο μαντείο του Άμμωνα, ο Αλέξανδρος δεν είχε εκδηλώσει καμία πρόθεση να θεοποιηθεί, όμως τα περιγραφόμενα ως περιστατικά κατά την εκεί επίσκεψή του, δείχνουν ότι η απόφασή του ήταν ήδη ειλημμένη. Στην Αίγυπτο, όπου ο ανώτατος άρχων ήταν γιος θεού, του ήταν ασφαλώς χρήσιμο να τον αναγνωρίσει ως γιο του ο ανώτατος θεός της χώρας. Εκεί άκουσε από τον φιλόσοφο Ψάμμωνα ότι όλοι οι άνθρωποι διοικούνται από τον θεό, άρα θα τους διοικούσε ευκολότερα, αν ήταν κι ο ίδιος θεός. Αυτές οι πολύ χρήσιμες επαφές και συζητήσεις πρέπει να έγιναν στη Μέμφιδα, την πρωτεύουσα του ενωμένου βασιλείου της Αιγύπτου.
Είδαμε ότι η Αίγυπτος συχνά επαναστατούσε κατά των Περσών και η τελευταία της εξέγερση έδωσε την ευκαιρία στον Φίλιππο να κηρύξει τον πόλεμο στην Περσία, για να τον τερματίσει αμέσως μόλις η Αίγυπτος επανυποτάχθηκε. Το γεγονός ότι δεν επαναστάτησε ξανά μετά την κατάκτησή της από τον Αλέξανδρος είναι χωρίς αμφιβολία αποτέλεσμα συμφωνίας του Αλεξάνδρου με το πανίσχυρο Αιγυπτιακό ιερατείο. Ο Αλέξανδρος σεβάστηκε την Αιγυπτιακή θρησκεία (εξ’ ού και ο ναός της Ίσιδας στην Αλεξάνδρεια) τον τοπικό τρόπο διοίκησης, τα προνόμια του ιερατείου και σε αντάλλαγμα εκείνο τον αναγνώρισε ως Φαραώ καταργώντας τις παλιές δυναστείες. Ως Φαραώ έπρεπε να είναι και γιος του Άμμωνα, καταλληλότεροι δε για την αναγνώρισή του ήταν οι ιερείς του μαντείου, οι οποίοι ασφαλώς θα έλαβαν τις σχετικές οδηγίες, προς τις οποίες και συμμορφώθηκαν, επισφραγίζοντας τη συμφωνία.
Την ίδια πολιτική (δηλαδή την ίδια συμφωνία) εφήρμοσε αργότερα ο Πτολεμαίος και η δυναστεία, που ίδρυσε. Είναι αδύνατον να δούμε μέσα από το πέπλο της προπαγάνδας πότε αποφάσισε ο Αλέξανδρος να γίνει γιος θεού, πάντως από την όαση Σίουα και μετά άρχισε να μορφοποιεί και να υλοποιεί τη διαδικασία θεοποίησής του. Οι βάρβαροι, οι ασπόνδυλοι αυλοκόλακες και οι πάντοτε αδίστακτοι επικοινωνιολόγοι, που πρόθυμα τον προσφωνούσαν «γιο του Δία», άρχισαν να του γίνονται όλο και πιο χρήσιμοι και να αποκτούν όλο και περισσότερη δύναμη.
Παραδίδεται ακόμη ότι, στην ερώτηση του Αλεξάνδρου αν είχε τιμωρήσει όλους τους φονιάδες του πατέρα του, ο προφήτης τον πρόσταξε επιτακτικά να μη βλασφημεί, διότι πατέρας του ήταν ο Άμμων (τον οποίο οι Έλληνες αντιστοίχιζαν προς τον Δία) τον οποίο ουδείς μπορούσε να σκοτώσει και ότι οι φονιάδες του θνητού Φιλίππου είχαν εν πάσει περιπτώσει τιμωρηθεί όλοι. Ο Αλέξανδρος φυσικά δεν ήταν θρησκόληπτος και η συνωμοσία για τη δολοφονία του πατέρα του είχε εξιχνιαστεί, άρα δεν μπορεί να ήταν δική του η αμφιβολία, στην οποία ζητούσε απάντηση.
Η δυσμένεια του Φιλίππου, στην οποία είχε πέσει παλαιοτέρα ο ίδιος και η Ολυμπιάδα, πυροδότησαν τις εικασίες (από τότε μέχρι και σήμερα) ότι ο Αλέξανδρος κι η μητέρα του είχαν συμμετάσχει στη συνομωσία. Η διαβεβαίωση του θεού ότι δεν υπήρχαν ατιμώρητοι συνωμότες πρέπει να σκόπευε στην οριστική απαλλαγή τους απ’ αυτές τις υποψίες. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος ρώτησε, αν ο θεός θα τον κάνει κυρίαρχο όλων των ανθρώπων και φυσικά ο προφήτης απάντησε ότι αυτή ήταν η θέληση του θεού. Θα ήταν άλλωστε παράλογο να αρνηθεί ο θεός στο γιο του την κυριαρχία εφ’ όλων των δημιουργημάτων του.
Αφού πήρε από τον Άμμωνα ένα εξαιρετικό εργαλείο διοίκησης των Ασιατών, επέστρεψε στη Μέμφιδα είτε από τον ίδιο δρόμο (κατά τον Αριστόβουλο) είτε κατευθείαν (κατά τον Πτολεμαίο). Την άποψη του Αριστόβουλου ενισχύουν οι ιστορικοί, που τοποθετούν το σχεδιασμό της Αλεξάνδρειας κατά την επιστροφή. Την άποψη του Πτολεμαίου φαίνεται να ενισχύουν δύο σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα στο ένα από τα δύο δρομολόγια, που χρησιμοποιούσαν τα καραβάνια μέχρι πριν από 200 χρόνια, για να φτάσουν από την όαση Σίουα στο Νείλο. Συγκεκριμένα στην όαση Μπαχαρίγια, τη σημαντικότερη στο δρόμο των καραβανιών, καθώς και στο τέρμα του ίδιου δρόμου, λίγο έξω από το Φαγιούμ, ανακαλύφθηκαν αντίστοιχα δύο μικροί αιγυπτιακοί ναοί αφιερωμένοι στη λατρεία του θεού-Φαραώ Αλεξάνδρου. Επειδή ο Αρριανός είναι κατά πολύ ακριβέστερος από τους υπόλοιπους σωζόμενους ιστορικούς, δεχόμαστε ότι ο Αλέξανδρος σχεδίασε την Αλεξάνδρεια κατά τη μετάβαση, άρα δεν ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει από το ίδιο δρομολόγιο. Επειδή δε βασικό χαρακτηριστικό του Αλεξάνδρου ήταν η ταχύτητα, δεχόμαστε την άποψη του Πτολεμαίου, την οποία θεωρούμε ότι επιβεβαιώνουν οι δύο Αιγυπτιακοί ναΐσκοι.
Ο Αλέξανδρος επιστρέφοντας στα τέλη Ιανουαρίου ή αρχές Φεβρουαρίου 331 π.Χ στη Μέμφιδα, βρήκε να τον περιμένουν πολλές πρεσβείες από την Ελλάδα και εκείνος τους ικανοποίησε όλα τα αιτήματα. Παρέλαβε και ενισχύσεις από τον Αντίπατρο, 400 Έλληνες μισθοφόρους υπό τον Μένοιτο του Ηγήσανδρου και 500 Θράκες ιππείς υπό τον Ασκληπιόδωρο του Ευνίκου. Έκανε πάλι θυσίες, παρέλαση, αθλητικούς και μουσικούς αγώνες και τακτοποίησε τα διοικητικά ζητήματα της σατραπείας. Όπως είχε συμφωνηθεί στην παράδοση της Αιγύπτου, επέλεξε δύο Αιγυπτίους νομάρχες, το Δολόασπη και τον Πετίση, και τους ανέθεσε εξ ημισείας τη διοίκηση της χώρας. Επειδή όμως αρνήθηκε ο Πετίσης, την ανέλαβε όλη ο Δολόασπης.
Στο φρουραρχείο της Μέμφιδας τοποθέτησε τον εταίρο Πανταλέοντα από την Πύδνα και στου Πηλουσίου τον εταίρο Πολέμωνα του Μεγακλή από την Πέλλα. Στο Σώμα των Μισθοφόρων όρισε αρχηγό τον Λυκίδα τον Αιτωλό, γραμματέα όρισε τον εταίρο Εύγνωστο του Ξενοφάντη και επόπτες τον Αισχύλο και τον Έφιππο. Έδωσε τη διοίκηση της Λιβύης στον Απολλώνιο του Χαρίνου. Το αραβικό τμήμα της Αιγύπτου, προς την πλευρά της Ηρωούπολης το ανέθεσε σε έναν Έλληνα της Αιγύπτου, τον Ηρομένη από τη Ναύκρατη, ο οποίος έπρεπε να αφήσει τους νομάρχες να διοικούν κατά τις παλιές συνήθειες, ενώ είχε την προσωπική ευθύνη για τη συλλογή των φόρων. Ναύαρχο του στόλου στην Αίγυπτο όρισε τον Πολέμωνα του Θηραμένη. Μοίρασε την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση της Αιγύπτου στους Πευκέστα του Μακαρτάτη και Βάλακρο του Αμύντα, επειδή η χώρα ήταν μεγάλη και πλούσια και δεν του άρεσε η ιδέα να αφήσει την ηγεσία της σε ένα μόνο άνθρωπο μετά από κάποια δυσάρεστα πράγματα, που είχε πληροφορηθεί για τον Φιλώτα, τον έμπιστο διοικητή του εταιρικού ιππικού.
Όταν ο Παρμενίων κατέσχεσε τα σκευοφόρα των Περσών στη Δαμασκό, ανάμεσα στα λάφυρα ήταν και κάποια Αντιγόνη, μία ωραία γυναίκα από την Πύδνα της Μακεδονίας, που την πήρε ως ερωμένη ο Φιλώτας. Της καυχιόταν για τις επιτυχίες, τις δικές του και του πατέρα του, του Παρμενίωνα, της έλεγε ακόμη ότι ο Αλέξανδρος είναι μειράκιον (παιδαρέλι) και ότι κατείχε την εξουσία χάρη στον ίδιο και τον Παρμενίωνα. Η Αντιγόνη τα είπε σε κάποιον, εκείνος σε κάποιον άλλο, και όπως συμβαίνει συνήθως, από στόμα σε στόμα έφτασαν στα αφτιά του Κρατερού, ο οποίος την οδήγησε ενώπιον του Αλεξάνδρου. Ο Φιλώτας δεν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα, αλλά δεν ήταν ασήμαντο να αμφισβητείται ο βασιλιάς και αρχιστράτηγος της εκστρατείας από τον διοικητή του εταιρικού ιππικού και γιο του υποδιοικητή της στρατιάς. Έτσι ο Αλέξανδρος τη διέταξε να διατηρήσει τις σχέσεις της με τον Φιλώτα και να τον κρατάει ενήμερο.
Οι πληροφορίες, που έδινε η Αντιγόνη ήταν χωρίς αμφιβολία επαρκείς, για να απομακρυνθεί ο Φιλώτας από το αξίωμά του, το οποίο πάνω απ’ όλα απαιτούσε άτομο εμπιστοσύνης. Όμως ο πατέρας του Φιλώτα, ο Παρμενίων, είχε αποδείξει την πίστη του στον Αλέξανδρο μετά τον οποίο ήταν ο δεύτερος ισχυρότερος αξιωματικός της στρατιάς. Ο αδελφός του Φιλώτα, ο Νικάνωρ, κατείχε μία άλλη νευραλγική και τιμητική θέση, ήταν ο διοικητής των υπασπιστών των εταίρων και είχε διατελέσει αρχηγός του στόλου κατά τις επιχειρήσεις στη Μίλητο. Η συμπεριφορά του Φιλώτα ήταν λοιπόν ενοχλητική και κατακριτέα, αλλά όσο την περιόριζε στον στενό προσωπικό του κύκλο, ο Αλέξανδρος δεν έπαιρνε μέτρα εναντίον του. Περιοριζόταν να καταγράφει τις πληροφορίες και να επιφυλάσσεται για το μέλλον.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Αρριανός Γ.3, Γ.4., Γ.26
Διόδωρος ΙΖ.49.2-6, 51.1-4
Πλούταρχος Αλέξανδρος 3.1-2, 26.12, 27. 48.-49.2
Κούρτιος 4.7.12-28
Ιουστίνος 11.11.6-9
Ηρόδοτος Γ.25