Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ


Αλέξανδρου Κόντου
 Εισαγωγή
 Το φορολογικό σύστημα συμβάλλει τα μέγιστα στη λειτουργία του κράτους. Κάθε φορολόγηση προϋποθέτει μια κάποια κοινωνική δομή. Μπορούμε να πούμε πως η φορολόγηση οφείλει την καταγωγή της στην προσπάθεια να συσσωρεύσουμε και να εξασφαλίσουμε τα απαραίτητα για τη ζωή· αυτή η συσσώρευση δεν είναι μια ιδιότητα που χαρακτηρίζει αποκλειστικά τον άνθρωπο και την κοινωνία του.
Κάθε οργανισμός, είτε φυτικός είναι αυτός είτε ζωικός, έχει σα βασική του φροντίδα να ζήσει. Συνήθως μιλάμε για το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Μια κοινωνία ζώων σχηματίζεται κανονικά με την προοπτική να βοηθήσει να ζήσουν όλα τα μέλη της. Γι’ αυτό προσπαθεί να εξασφαλίσει υποφερτά τις συνθήκες που θα της επιτρέψουν να συνεχίσει να υπάρχει σαν κοινωνικό σύνολο. Τα άτομα ζουν μέσα σε κάθε κοινωνικό σύνολο, κατά μέσο όρο τουλάχιστο, μια ζωή υποφερτή, και κάθε άτομο επιδιώκει να προμηθευτεί τα υλικά μέσα που θα του επιτρέψουν να φέρει σε πέρας αυτό του το στόχο. Όμως ο άνθρωπος δεν αρκείται μονάχα στο να ζήσει, γιατί είναι το μόνο έμβιο που, επιπλέον, έχει την τάση να βελτιώνει με διάλογο τη ζωή του, τη μοίρα του. Είναι άλλο ζήτημα το ότι δεν τα καταφέρνει πάντα. Ο Αριστοτέλης (*) λέει: «Ἡ δ’ ἐκ πλειόνων κωμῶν κοινωνία τέλειος πόλις, ἤδη πάσης ἔχουσα πέρας τῆς αὐταρκείας, ὡς ἔπος εἰπεῖν, γινομένη μὲν τοῦ ζῆν ἕνεκεν, οὖσα δὲ τοῦ εὖ ζῆν» (Η κοινωνία που προέρχεται από περισσότερες κωμοπόλεις είναι τέλεια πόλη, γιατί έχει ήδη φέρει σε πέρας τη γενική αυτάρκεια, όπως λέμε· γιατί γίνεται βέβαια για να διευκολύνει τη ζωή, υπάρχει όμως για να διευκολύνει την καλοζωία) (Πολ. 1252β 27-30).
Έτσι οι άνθρωποι παίρνουν τα μέτρα τους μακροπρόθεσμα για τους  απογόνους τους, οργανώνονται σε κοινωνίες πολιτικές, οι οποίες λειτουργούν με βάση νόμους, που αλλάζουν διαρκώς. Αυτό άλλωστε σημαίνει πολιτικοί νόμοι, νόμοι που αλλάζουν σύμφωνα με συλλογικές ανθρώπινες αποφάσεις σε αντίθεση με τους φυσικούς νόμους, στους οποίους η ανθρώπινη βούληση δεν μπορεί να επέμβει άμεσα, αλλά μόνο να τους αξιοποιήσει.
Ο Άνθρωπος λοιπόν με τους νόμους του, τους πολιτικούς νόμους, ρυθμίζει τις υποθέσεις του σύμφωνα με τις συνθήκες που υπάρχουν κάθε φορά και ανάλογα με τον τρόπο που του φαίνεται καλύτερος, καλλιεργεί τη γη και, όπως λέει ο Σοφοκλής: «Πολλὰ τὰ δεινὰ κ’ οὐδὲν ἄν-/ θρώπου δεινότερον πέλει· /…θεῶν / τε τὰν ὑπερτάταν, Γᾶν / ἄφθιτον, ἀκαμάταν ἀποτρύεται, / ἰλλομένων ἀρότρων ἔτος εἰς ἔτος / ἱππείῳ γένει πολεύων.» (Πολλά ‘ναι τα θάματα, / πιο θάμ’ απ’ τον άνθρωπο τίποτα· /…και την τρανύτερη μες στους θεούς / την άφθαρτη ακάματη Γη, / καταπονάει με τ’ αλέτρια, που χρόνο με το χρόνο / πάνε κι έρχονται αλογόσυρτ’ απάνω της / οργώνοντάς την.) (1). Η πόλη, ή ανθρώπινες συναθροίσεις πιο πολυάνθρωπες, έχουν δημιουργήσει το σύνολο των θεσμών που ονομάζεται Κράτος. Η φιλοσοφία για την κοινωνική οργάνωση κάθε ανθρώπινης κοινωνίας ακολουθεί τις κατευθυντήριες γραμμές εκείνων που αποτελούν την άρχουσα ομάδα κάθε κοινωνίας. Στις πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες οι γυναίκες είχαν την κοινωνική πρωτοκαθεδρία. Το πολιτικό καθεστώς είχε χαρακτήρα καθαρά γυναικοκρατικό-ισοκρατικό: οι γυναίκες είχαν την πρωτοκαθεδρία λόγω της γέννας και της γαλακτοφορίας, αλλά οι άνδρες δε θεωρούνταν πρόσωπα δεύτερης κατηγορίας, όπως θεωρούνται οι γυναίκες στις πατριαρχικές κοινωνίες. Στις πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες οι άνθρωποι ήταν ίσοι.
Στην Κρήτη, στις κρητικές πόλεις, επειδή το γυναικοκαρατικό-ισοκρατικό καθεστώς διάρκεσε μέχρι την έκρηξη της Θήρας (1650 περίπου π.Χ.), αναγνώριζαν το δικαίωμα στη ζωή σ’ όλους. Την κοινωνική πρωτοκαθεδρία την είχαν, βέβαια, οι γυναίκες, αλλά η συμμετοχή των ανδρών στη διαχείριση της εξουσίας δεν αποκλειόταν, όπως φαίνεται από τη κεντρική θέση του Μίνωα στην κρητική κοινωνία. Αυτή ήταν άλλωστε η βασική αρχή του γυναικοκρατικού καθεστώτος: οι γυναίκες διαμορφώνουν τη φιλοσοφία του καθεστώτος, σκιαγραφούν τις γενικές πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές του καθεστώτος, αλλά οι άνδρες δεν αποκλείονται από τη διαχείριση της εξουσίας. Εξάλλου και η νοοτροπία των ανδρών στο γυναικοκρατικό καθεστώς είναι γυναικοκρατική κι όχι ακόμα πατριαρχική. Γι’ αυτό στην Κρήτη κανένας δεν αποκλείεται από τη  συμμετοχή στη διαχείριση της εξουσίας εξαιτίας του φύλου του. Σ’ όλες τις πόλεις του νησιού ο εφοδιασμός σε τροφές ήταν δημόσια υπόθεση και ρυθμιζόταν προς όφελος της όλης κοινότητας. Γιατί όλος ο κόσμος ζούσε σα μια ενιαία κοινότητα. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε πυρηνική οικογένεια, δηλαδή το ανδρόγυνο με τα παιδιά τους, ήταν, φαίνεται, κάτι το άγνωστο την εποχή εκείνη στο νησί: οι γυναίκες ζούσαν όλες μαζί και οι άνδρες όλοι μαζί, ξεχωριστά, κατά τον Αριστοτέλη, για να αποφεύγουν τις πολυάριθμες γεννήσεις, πράγμα το οποίο προκάλεσε την ομοφυλοφιλία, πάντα κατά το Σταγειρίτη φιλόσοφο (Πολ. Β, 1272β 12-27). Ήταν ένα είδος κοινοτικής ζωής, όλοι εργάζονταν για όλους, τα γεύματα ήσαν κοινά δεν υπήρχε σύστημα φορολογικό με τη σημερινή έννοια. Στην Κρήτη κανείς δεν αποκλειόταν από τη συμμετοχή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην εξουσία, κανείς δεν πλήρωνε φόρους. Μέσα στα «ανάκτορα», τα οποία ο Πολ Φορ τα θεωρεί ιερά τεμένη, οι Κρητικοί συγκέντρωναν τα κοινά αγαθά. Άλλωστε το κρητικό σύστημα των πολιτικών -και στη συνέχεια των οικονομικών- θεσμών, δηλαδή το κρητικό γυναικοκρατικό σύστημα, δε φαίνεται να ευνόησε τη δημιουργία χρήματος, παρά την ευρύτατα διαδομένη χρήση των ευγενών μετάλλων. Στα ανάκτορα-τεμένη, που οι δροσερές τους αποθήκες έπαιζαν το ρόλο των σημερινών ψυγείων, συγκέντρωναν κυρίως τρόφιμα, όχι χρήματα. Αν συγκεντρώνονταν και μέταλλα, τα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή εργαλείων, όπλων, αν χρειαζόταν, και κοσμημάτων, όχι νομισμάτων. Τολμούμε να γενικεύσουμε και να πούμε πως η χρήση του νομίσματος δεν είναι θεσμός γυναικοκρατικός.
Με τη Γεωργική Επανάσταση γεννήθηκε η ανάγκη για μόνιμη εγκατάσταση για την καλλιέργεια της γης. Η μόνιμη εγκατάσταση γέννησε την ανάγκη για υπεράσπιση της γης που καλλιεργούνταν. Έτσι γεννήθηκε η ανάγκη του πολέμου. Κι επειδή το ανδρικό σώμα είναι καταλληλότερο για τη διεξαγωγή του πολέμου, η κοινωνική πρωτοκαθεδρία πέρασε από τη γυναίκα στον άνδρα. Όχι όμως σ’ όλους τους άνδρες. Την ικανότητα για τη διεξαγωγή του πολέμου δεν την έχουν ίδια όλοι οι άνδρες. Έτσι η κοινωνική πρωτοκαθεδρία δεν πέρασε σ’ όλους τους άνδρες αλλά στους καλύτερους πολεμιστές. Αυτοί κατέληξαν να γίνουν αρχηγοί πρώτα στο άμεσο περιβάλλον τους, δημιούργησαν το θεσμό της οικογένειας με κεντρικό πρόσωπο τους ίδιους τους αρχηγούς-πατέρες, τους πατριάρχες. Και γεννήθηκε η Πατριαρχία. Η διαχείριση της εξουσίας πέρασε στα χέρια, όχι όλων των ανδρών, αλλά στα χέρια της πατριαρχικής Ολιγαρχίας ή της πατριαρχικής Μοναρχίας, κάτι που διαρκεί μέχρι τις μέρες μας. Η Πατριαρχία υποχρεώνει όλο τον κόσμο να πληρώνει φόρους, έτσι ώστε η  άρχουσα τάξη της να μπορεί να ζει παρασιτικά με δούλους και να βάζει το κράτος της να λειτουργεί. Το χρήμα είναι μια εφεύρεση της πατριαρχικής εποχής της Ανθρωπότητας και συνδέεται με τη διευκόλυνση του εμπορίου αλλά και με το θεσμό της φορολόγησης και της συσσώρευσης πλούτου. Οι μεγάλοι ανατολίτες βασιλιάδες, ο Κροίσος, ο Δαρείος ήταν πάμπλουτοι και διέθεταν δωμάτια γεμάτα με ράβδους χρυσού ή κάτι ανάλογο (2).
Στην Αττική, στην Αθήνα, το πέρασμα από τη Γυναικοκρατία στην Πατριαρχία φαίνεται να πραγματοποιήθηκε την εποχή του Κέκροπα, 1544/3- 1495/4 π.Χ., (3). Κι ακόμα είναι γνωστό πως η Αττική, ήταν κερματισμένη σε τέσσερις μικρές πόλεις, κώμες, το Μαραθώνα, την Οινόη, την Προβάλινθο και την Τρικόρυθο, με ενδεχόμενα γύρω τους μικρότερα πολίσματα. Όλα αυτά ο Κέκροπας, κάνοντας τον Πρώτο Συνοικισμό της Αττικής, θέλησε να τα ενώσει διοικητικά και τα ονόμασε Αθήνες (Ἀθῆναι), στον πληθυντικό, επειδή ήσαν πολλά, καθιερώνοντας, με την ψήφο των κατοίκων της Αττικής -τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών, οι οποίες είχαν μέχρι τον Κέκροπα δικαίωμα ψήφου- την Αθηνά σα θεά προστάτιδα της χώρας.
Αργότερα ο Ίωνας, το 1350 περίπου, θα επιχειρήσει το Δεύτερο Συνοικισμό της Αττικής, θα ενισχύσει την Πατριαρχία, εισάγοντας τη λατρεία του Πατρώου Απόλλωνα και θα αναδιοργανώσει πολιτικο-στρατιωτικά την Αττική, αντικαθιστώντας τις τέσσερις πανάρχαιες φυλές της Αττικής τη Διάδα, την Αθηναΐδα, την Ποσειδωνιάδα και την Ηφαιστιάδα με νέες, που τις ονόμασε από τους τέσσερις γιους του. Έτσι οι φυλές μετονομάστηκαν σε α) Γελέοντες ή Τελέοντες από τον Γελέοντα [Γελέων, -οντος στα αρχαία], β) Όπλητες απο τον Όπλητα [Ὅπλης, -ητος, στα αρχαία] γ) Αιγικορείς από τον Αιγικορέα [Αἰγικόρευς, -εως ή -ρεύς, -έως, στα αρχαία] και δ) Αργαδείς από τον Αργάδη [Ἀργάδης, -ου, στα αρχαία] (Ηρόδ. Ε, 66, Η, 94 και Θ, 44· και Πλουτ. Σόλωνας, 23).
Ο Θησέας, 1229/8-1200/1199 π.Χ., γυρνώντας από την Κρήτη θα πραγματοποιήσει τον Τρίτο Συνοικισμό της Αττικής. Όμως ο Θησέας, καθοδηγημένος, καθώς φαίνεται, από τους Κρήτες, που γυναικοκρατούνταν από τα πανάρχαια προϊστορικά χρόνια μέχρι την εποχή του ακόμα αλλά και ήσαν η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της Μεσογείου, χωρίς παρ’ όλ’ αυτά επεκτατικές τάσεις, επανέφερε μερικά τους γυναικοκρατικούς-ισοκρατικούς (4) θεσμούς, εισάγοντας τη λατρεία της Μητέρας των θεών, Ρέας, και πείθοντας όλους τους πολίτες των αττικών κωμών και πολισμάτων να καταγράψουν τα ονόματά τους στο ναό της Ρέας, το Μητρώο, να ζήσουν με ενιαία διοίκηση και   να συμμετέχουν στη διαχείρισή της ικανοποιητικά εξισωμένοι.
Φαίνεται πως ήταν πολύ παλιά συνήθεια στους Έλληνες (5) οι  πλουσιότεροι να ξοδεύουν χρήματα για το Κοινόν, την πόλη, το σύνολο των συμπολιτών τους (6). Η συνήθεια αυτή δεν ήταν άσχετη με τα συσσίτια της  γυναικοκρατικής Κρήτης, που τα βρίσκουμε και στη Σπάρτη. Και στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα, κατ’ επίδραση της Κρήτης, οι πλούσιοι ήταν επιφορτισμένοι με τα έξοδα της πόλης, -του κράτους, θα λέγαμε σήμερα- ήδη από την εποχή του Θησέα (7). Οι πλούσιοι όμως, επειδή πια ζούσαν σε κοινωνικές συνθήκες πατριαρχικές, δεν άργησαν να περιορίσουν τις γυναικοκρατικές-ισοκρατικές μεταρρυθμίσεις του Θησέα και δε δέχονταν να συμμετέχουν και οι φτωχοί, οι Θήτες στη διαχείριση της Αρχικής (Διοικητικο-Εκτελεστικής) λειτουργίας της εξουσίας, η οποία τότε φαίνεται να ήταν ακόμα ενιαία με τη Δικανική. Και οι φτωχοί πάλι, επειδή δε συμμετείχαν έτσι κι αλλιώς στα έξοδα της υποτυπώδους κρατικής λειτουργίας, είχαν, φαίνεται, αποδεχθεί αυτό τον αποκλεισμό. Μετείχαν όμως στην Εκκλησία του Δήμου, τη Νομοθετική λειτουργία της εξουσίας, δικαίωμα απαραβίαστο (2, 3) (8) στον Ελληνικό Χώρο (9).
Να επαναλάβουμε προς αποφυγή κάθε αμφισβήτησης ότι η ελευθερία του πρώτου βαθμού, δηλαδή η συμμετοχή και στις τρεις λειτουργίες της εξουσίας προοριζόταν μόνο για εκείνους που μπορούσαν να συμμετέχουν στα έξοδα λειτουργίας του Κοινού, της πόλης (10), ενώ οι φτωχοί στερούνταν τελείως τα πολιτικά τους δικαιώματα, όταν, χάνοντας τα ακίνητα περιουσιακά τους στοιχεία, βρίσκονταν συχνά χρεωμένοι και γίνονταν δούλοι στους πλούσιους πιστωτές τους (1-3). Κάτι ανάλογο συνέβαινε άλλωστε στη Σπάρτη ακόμα και στα κλασικά χρόνια (11).
Πάντως η ανάμνηση της παλιάς ισοκρατικής-δημοκρατικής κατάστασης, κατά την οποία όλος ο κόσμος νεμόταν τα πολιτικά δικαιώματα παρέμενε ζωντανή στην παράδοση, που μιλούσε για «πάτρια δημοκρατία» (Πολ. Β, 1273β 38 και Ε, 1305α 29)· γι’ αυτό μπορούμε να υποστηρίξουμε πως ήδη ο Θησέας είχε διανείμει τον συνοικισμένο-συνδιοικούμενο πληθυσμό της Αττικής ή -πιο σωστά- το Δήμο των Αθηναίων, σε 48 ναυκραρίες, οι οποίες έδωσαν τα 50 πλοία που πήγαν στην Τροία (Όμηρος, Ιλιάδα, Β, 547). Από αυτά τα πλοία από ένα ανήκε σε κάθε ναυκραρία (Πολυδεύκης, Ὀνομαστικόν, Η, 130), ένα θα ήταν του βασιλιά Μενεσθέα κι ένα θα ήταν το ταχυδρομικό.
Και να πώς ο Θησέας έκανε το δικό του Συνοικισμό. Συμπλήρωσε την κάθετη, θα λέγαμε, διαίρεση του Ίωνα με μια οριζόντια τριχοτόμηση (τριττύες)  (12), (Αριστ. αποσπ. 3-5 του Αθηναϊκού Πολιτεύματος [της Αθηναίων Πολιτείας]· και Πλούτ. Θησέας, 25). Έτσι οι 4 φυλές της Αττικής χωρίστηκαν σε 3 τριττύες, που καθεμιά περιείχε τέσσερις ναυκραρίες, μία από κάθε ιωνική φυλή. Έτσι η όλη Αττική είχε 4 φυλές × 3 τριττύες = 12 τριττύες. Και 12 τριττύες × 4 ναυκραρίες = 48 ναυκραρίες. Η ναυκραρία ήταν η τερματική διοικητική (και φυσικά και φορολογική) υποδιαίρεση της Αττικής από το Θησέα μέχρι και τον Σόλωνα· ο Κλεισθένης όμως τα «μετέβαλε» (8, 3 και 21, 5).
  Υπολογισμός του αριθμού των πολιτών της Μεταβολής (1η Μεταβολή) του Θησέα.
 Κατά την προνομισματική περίοδο της Ανθρωπότητας, οι πληρωμές και η συσσώρευση πλούτου γίνονταν με βάση τα μέταλλα, τα αγαθά και την ενδεχόμενη δυνατότητα για εργασία. Έτσι τα ενιαύσια έσοδα της Αθήνας δεν είναι δυνατό να εκτιμηθούν την εποχή του Θησέα, μια και δεν είχε ακόμα εφευρεθεί το νόμισμα. Όμως είναι δυνατό να υπολογισθεί ο αριθμός των πολιτών.
Ο αριθμός των πολιτών με ελευθερία πρώτου βαθμού, τον καιρό του Θησέα, δίνεται από το γινόμενο που βγαίνει από τα Αποσπάσματα 3-4 της Αθηναίων Πολιτείας (14): 4 φυλές × 3 τριττύες × 30 γένη × 30 πολίτες = 10800 πολίτες. Αυτοί ήταν χωρισμένοι σε δύο τάξεις τους Γεωργούς και τους Δημιουργούς· οι τάξεις αυτές ήταν επιφορτισμένες με τα έξοδα της πόλης. Υπήρχε όμως και μεγάλος αριθμός Θητών, δηλαδή πολιτών με ελευθερία δεύτερου βαθμού, όπως φαίνεται και από τον Όμηρο (Οδ. σ, 357-361), οι οποίοι έπαιρναν βέβαια μέρος στην Εκκλησία του Δήμου, αλλά η ελεύθερη έκφραση της γνώμης τους θα πρέπει να ήταν προβληματική· οι πλούσιοι θα επέβαλλαν την άποψή τους, αν όχι πάντα, πάντως αρκετά συχνά, αν και όχι χωρίς αντιδράσεις από τη μεριά των φτωχότερων, όπως περιγράφεται στην Αθηναίων Πολιτεία (εδ. 2).
Υπολογισμός του αριθμού των πολιτών κατά περιουσιακή κλίμακα (τίμημα) και των ενιαυσίων εσόδων της Αθήνας στη Μεταβολή (2η Μεταβολή) του Δράκοντα.
Το ελληνικό φορολογικό σύστημα βασιζόταν κυρίως στην άμεση φορολόγηση, πρώτα γιατί είναι πιο δίκαιη (13) και, συνεπώς, πιο κοντά στην  αρχαιοελληνική δημοκρατική νοοτροπία. Και θα πρέπει να μη λησμονούμε πως και σήμερα οι άμεσοι φόροι θεωρούνται πιο δίκαιοι (14).
Θα δούμε τον αριθμό των πολιτών και των ετήσιων τακτικών εσόδων της Αθήνας στη Μεταβολή του Δράκοντα [624/3 π.Χ.], του Σόλωνα και του Κλεισθένη. Η χρήση του νομίσματος μόλις είχε θεσμοθετηθεί (15) και το νόμισμα ήταν βέβαια μεταλλικό. Οι υποδιαιρέσεις της δραχμής σε μεταλλικά  νομίσματα θα ήσαν αρκετά δύσκολο να κατασκευάζονται σε μεγάλες ποσότητες. Αυτή η τεχνική δυσκολία θα έκανε την έμμεση φορολογία όχι και τόσο εφαρμόσιμη (16) και για λόγους τεχνικούς κι όχι μόνο ιδεολογικούς.
Θεμελιώδης πολιτικο-οικονομική αρχή των ισοκρατικών ελληνικών πόλεων ήταν ότι πλήρη πολιτικά δικαιώματα (ελευθερία πρώτου βαθμού) είχαν μόνο όσοι συμμετείχαν στα έξοδα της πόλης, όσοι φορολογούνταν. Ο θεσμός αυτός διαπαιδαγωγούσε τους πλουσιότερους να θεωρούν τιμή τους να ξοδεύουν για την πόλη τους. Την εποχή του Δράκοντα οι Αθηναίοι φορολογούμενοι πολίτες φαίνεται πως ήδη χωρίζονταν σε δύο φορολογικές κλίμακες: εκείνη των 100 μνων (17), ας τους ονομάσουμε «εκατομνίτες», και εκείνη των 10 μνων, ας τους ονομάσουμε «δεκαμνίτες» (4, 2).
Στο εδάφιο 4, 2 της Αθηναίων Πολιτείας του Αριστοτέλη δίνεται η εντύπωση, αλλά δε λέγεται αναφανδόν ότι πρώτος ο Δράκοντας εισήγαγε τη φορολογία στην Αθήνα. Από την άλλη μεριά ο Αριστοτέλης λέει ρητά (Πολ. Β, 1274β 15-19) πως οι αλλαγές του Δράκοντα δεν ήταν πολιτειακού χαρακτήρα, αλλά πως απλώς ο τελευταίος δημιούργησε και δικούς του νόμους βελτιώνοντας το πολίτευμα, που ήδη προϋπήρχε, χωρίς όμως να το αλλάξει. Έτσι μπορούμε με αρκετή βεβαιότητα να κάνουμε την υπόθεση πως στην Αθήνα υπήρχαν πριν το Δράκοντα οι δύο φορολογικές κλίμακες, αν και, όπως ειπώθηκε, η εφεύρεση, κοπή του νομίσματος ήταν καινοφανής. Οι εκφράσεις «ἀριστίνδην» και «πλουτίνδην» των εδαφίων 3, 1 και 6, αντιστοιχούν μάλλον σ’ αυτές τις δύο φορολογικές κλίμακες: οι πλούσιοι παλιοί μεγαλοκτηματίες ήσαν οι «άριστοι» με τις 100 μνες και οι απλώς «πλούσιοι» ήσαν οι δεύτεροι με τις 10 μνες. Αργότερα αυτές οι φορολογικές κλίμακες μπορεί να αποδόθηκαν στο Δράκοντα, επειδή κάπως τις «μετέβαλε» με τη Μεταβολή του, όπως θα το  δούμε αμέσως. Και είναι επίσης πιθανό οι άριστοι και οι απλώς πλούσιοι να αντιστοιχούν στους Γεωργούς και τους Δημιουργούς των Αποσπασμάτων· αυτούς τους αναφέραμε ήδη, μιλώντας για το Θησέα.
Το πιθανότερο λοιπόν είναι πως ο Δράκοντας βρήκε τις δύο φορολογικές κλίμακες να υπάρχουν. Απλώς καθόρισε μονάχα το φόρο σε νομίσματα, μια και μόλις τότε πρωτοεμφανίστηκε το νόμισμα -και μάλιστα οι αιγινήτικες χελώνες- όπως επίσης κατέγραψε τους νόμους του, γιατί πάλι μόλις τότε είχε εμφανιστεί η ευρεία χρήση της αλφαβητικής γραφής. Βέβαια και πριν την εισαγωγή του νομίσματος υπήρχε η φορολογία, μόνο που αποδιδόταν σε μέταλλα ή αγαθά συλλεγμένα στις δημόσιες αποθήκες, σε ανάληψη έργων (3, 4) ή σε προσφερμένη εργασία και διατροφή των εργαζομένων. Οι αλλαγές του Δράκοντα ήταν λίγες κι όχι επαρκείς, έτσι ώστε η Μεταβολή του να θεωρηθεί πολιτειακού χαρακτήρα. Θα ήταν πολύ αντιφατικό για τον Αριστοτέλη από τη μια να λέει ότι ο Δράκοντας δεν έκανε πολιτειακή Μεταβολή και από την άλλη να του αποδίδει βαθιές πολιτειακές αλλαγές, όπως είναι η θέσπιση της φορολογίας. Κατά τον Αριστοτέλη (Πολ. Β, 1273β 33-34) μόνο ο Σόλωνας και ο Λυκούργος έκαναν τόσο πολλές αλλαγές -ανάμεσά τους και οικονομικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις- έτσι ώστε οι Μεταβολές τους να θεωρηθούν πολιτειακού χαρακτήρα. Όπως και να έχει το ζήτημα, την εποχή του Δράκοντα υπήρχαν πια δύο μόνο φορολογικές κλίμακες.
Η πρώτη αλλαγή του Δράκοντα ήταν να διαιρέσει τους ήδη φορολογούμενους Αθηναίους αλλά μαζί τους και εκείνους που δεν φορολογούνταν και είχαν όμως τη δυνατότητα να προμηθευθούν πανοπλία, σε τρία τιμήματα ή περιουσιακές τάξεις α) τους Εξακοσιομέδιμνους -και όχι Πεντακοσιομέδιμνους- (18), β) τους Ιππείς και γ) τους Ζευγίτες. Οι 600μέδιμνοι είχαν παραγωγή 600 μέδιμνους, οι Ιππείς μπορούσαν να τρέφουν ένα τουλάχιστο άλογο και να υπηρετούν στο ιππικό, όταν θα χρειαζόταν, και οι Ζευγίτες μπορούσαν να τρέφουν ένα ζευγάρι βόδια για το όργωμα.
Να σημειώσουμε ότι ο Δράκοντας φαίνεται να καθόρισε με ακρίβεια μόνο το τίμημα, την περιουσιακή κατάσταση, της πρώτης τάξης, της τάξης των 600μεδίμνων και στο περίπου το τίμημα της τάξης του Ιππέα και της τάξης του Ζευγίτη, μια και για το Δράκοντα οι τάξεις αυτές ήσαν πολιτικές, δηλαδή είχαν διαφοροποιημένα μεταξύ τους πολιτικά δικαιώματα μονάχα· δεν ήταν ακόμα φορολογικές κλίμακες· οι φορολογικές κλίμακες την εποχή του Δράκοντα ήταν οι «εκατομνίτες» και οι «δεκαμνίτες».
Αυτές οι τρεις τάξεις συνεισέφεραν πάντως στα έξοδα της πόλης,πληρώνοντας ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα πρόστιμα σε περίπτωση απουσίας τους από τις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου και τις συνεδριάσεις της Βουλής των 401, την οποία την είχε θεσπίσει ο ίδιος ο Δράκοντας, καταργώντας τη 48μελή Βουλή των Ναυκράρων, όχι όμως και τους ναυκράρους· αυτούς τους κατάργησε ο Κλεισθένης (8, 3 και 21, 5). Το  πρόστιμο για την πρώτη τάξη ήταν τρεις δραχμές, για τη δεύτερη, δύο και για την τρίτη, μία (4, 3). Αυτό σημαίνει πως, αν οι 600μέδιμνοι ήσαν χ, οι Ιππείς θα ήσαν 1,5χ και οι Ζευγίτες 3χ.
Ας δούμε λοιπόν πόσοι ήσαν οι φορολογούμενοι της εποχής του Δράκοντα.
Είναι αυτονόητο ότι οι 600μέδιμνοι του Δράκοντα, λόγω της καλύτερης οικονομικής τους κατάστασης, λόγω δηλαδή του μεγαλύτερού τους τιμήματος, για να χρησιμοποιήσουμε τον αρχαιοελληνικό όρο, ήσαν λιγότεροι από τους 500μέδιμνους του Σόλωνα, οι οποίοι, όπως θα δούμε ήταν 1200. Κάνουμε λοιπόν την υπόθεση πως οι 600μέδιμνοι του Δράκοντα θα ήταν 1000. Και πώς όμως αποτολμούμε αυτή την υπόθεση; Έχουμε κάθε λόγο να υποθέσουμε πως ο Σόλωνας, αν και θέλησε να μειώσει την κατά πολίτη 500μέδιμνο φορολόγηση, δε θα ήθελε να μειώσει και τα ενδεχόμενα έσοδα της πόλης· έτσι αύξησε τον αριθμό των φορολογούμενων και από 1000 τους έκανε 1200, επειδή 1000×600=1200×500. Δηλαδή η ανώτατη-πλουσιότερη, πολιτική τάξη του Δράκοντα σα σύνολο και η ανώτατη-πλουσιότερη πολιτική τάξη και φορολογούμενη κλίμακα του Σόλωνα σα σύνολο είχαν την ίδια περιουσιακή ισχύ· έτσι η ανώτατη φορολογική κλίμακα του Σόλωνα θα πλήρωνε όσα θα πλήρωνε και η πλουσιότερη πολιτική τάξη του Δράκοντα, αν πλήρωνε φόρο. Γίνεται βέβαια και η «δημοκρατική υπόθεση» πως κάθε τάξη σα σύνολο πλήρωνε τον ίδιο φόρο. (19).
Αφού λοιπόν οι 600μέδιμνοι του Δράκοντα ήσαν 1000, υπολογίζουμε πως οι Ιππείς στη δική του Μεταβολή ήσαν 1500 και οι Ζευγίτες 3000· κατά τα ειπωμένα χ=1000, 1,5χ=1500 και 3χ=3000. Έτσι φαίνεται ότι το σύνολο των πολιτών με πλήρη πολιτικά δικαιώματα ήταν 5500, όταν κλήθηκε ο Δράκοντας να νομοθετήσει στην Αθήνα. Να σημειώσουμε πως ο αριθμός των 5000 πολιτών σαν κατώτατος ξαναπροτάθηκε για την Αθήνα, το 411 π.Χ. (29, 5). Θέλουμε να γίνει σαφές ότι δεν προτείναμε τυχαία και αβασάνιστα τον αριθμό 5500.
Ας δούμε τώρα πώς κατανέμονταν οι 5500 πολίτες στις δύο φορολογικές κλίμακες: σ’ εκείνη των «εκατομνιτών» και εκείνη των «δεκαμνιτών» (4, 2).
Τον καιρό του Δράκοντα, τα τακτικά ετήσια έσοδα της πόλης ήσαν οι φόροι που πλήρωναν αυτοί οι 5500 πολίτες. Η κατανομή τους στις δύο φορολογικές κλίμακες δίνεται από την εξίσωση χ+10χ=5500. Η εξίσωση βγαίνει με βάση τα ακόλουθα. Ο λόγος των δύο φορολογικών κλιμάκων (100 μνες και 10 μνες), στις οποίες είχαν κατανεμηθεί οι 5500 πολίτες ήταν 10÷1. Αυτό  σημαίνει πως σ’ ένα πολίτη της πλουσιότερης φορολογικής κλίμακας αντιστοιχούσαν 10 πολίτες της λιγότερο πλούσιας, υποθέτοντας πάντα, κατά τη «δημοκρατική υπόθεση», πως οι φορολογικές τάξεις πλήρωναν τον ίδιο φόρο. Την υπόθεση αυτή τη δεχτήκαμε και στη Μεταβολή του Σόλωνα με βάση τις πληροφορίες του Πολυδεύκη. Αν λοιπόν οι πολίτες των 100 μνων ήταν χ, οι πολίτες των 10 μνων θα ήσαν 10χ· και καταλήγουμε στην εξίσωση χ+10χ=5500. Έτσι βγαίνει πως οι «εκατομνίτες» πολίτες ήσαν 500, ενώ οι «δεκαμνίτες» πολίτες ήταν 5000. Κι αφού πια συμπεράναμε πόσοι ήσαν οι «εκατομνίτες» και πόσοι οι «δεκαμνίτες», ας προσθέσουμε το συμπέρασμα πως τους Εξακοσιομέδιμνους του Δράκοντα θα τους συνθέτανε οι 500 «εκατομνίτες» και οι 500 πλουσιότεροι «δεκαμνίτες» .Κι επειδή 1 μνα=100 δρχ. και ο ετήσιος φόρος ήταν η δεκάτη (20), το 1/10 της φορολογήσιμης περιουσίας (16, 6), τα τακτικά ετήσια έσοδα της Αθήνας την εποχή αυτή ήταν 500×1000=5000×100=500.000 δραχμές αιγινήτικες το ποσό που πλήρωνε κάθε φορολογική κλίμακα μόνη της. Και οι δύο μαζί οι φορολογικές κλίμακες πλήρωναν 500.000×2=1.000.000 αιγινήτικες δραχμές ή 1.000.000÷6000=166 τάλαντα αιγινήτικα και 4000 αιγινήτικες δραχμές. Να επισημάνουμε ότι 1 τάλαντο αιγινήτικο = 6.000 δραχμές αιγινήτικες, αλλά 10.000 δραχμές αττικές. Επομένως οι 1.000.000 αιγινήτικες δραχμές αντιστοιχούσαν σε περισσότερες αττικές δραχμές, επειδή η αττική-σολώνεια δραχμή ήταν υποτιμημένη σε σχέση με την αιγινήτικη (21).
 Αναλυτικότερα.
 6.000 αιγιν. δρχ. αντιστοιχούν σε 10.000 αττικές δρχ.
1.000.000 αιγιν. δρχ. αντιστοιχούν σε χ
χ=10.000×1.000.000÷6000=1.666.666 δρχ. ή 278 αττικά τάλαντα περίπου.
Ο θεσμός των λειτουργιών και των έκτακτων εισφορών, που ήταν πολύ παλιός (Αριστ. Πολ. Ε, 1310β 21-22), καθώς και τα πρόστιμα για τις απουσίες στις συνελεύσεις της Εκκλησίας ή στις συνεδριάσεις της Βουλής αύξαναν τα έσοδα του δημόσιου θησαυροφυλάκιου του αθηναϊκού Κοινού.
Κύριος όμως στόχος της Μεταβολής του Δράκοντα δεν ήταν η  ανακατανομή των φορολογούμενων Αθηναίων σε τρεις περιουσιακές-πολιτικές τάξεις. Με τους νόμους του επεξέτεινε κυρίως τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα και σε τάξεις λιγότερο πλούσιες, αρκεί τα μέλη τους να είχαν την οικονομική δυνατότητα να προμηθεύονται τον απαραίτητο βαρύ οπλισμό, ώστε να συμμετέχουν στη λεγόμενη οπλιτική φάλαγγα, η οποία αποτελούσε το κύριο   μέρος του στρατεύματος και ουσιαστικά υπεράσπιζε την ελευθερία (δηλαδή τα πολιτικά δικαιώματα) των πολιτών. Αυτή είναι η πρώτη διεύρυνση του πολιτικού σώματος των Αθηναίων, του Δήμου, μετά τις διάφορες συρρικνώσεις του από την εποχή του Θησέα λόγω της απώλειας των πολιτικών δικαιωμάτων κάποιων πολιτών εξαιτίας οικονομικών δυσχερειών (2, 2-3). Η διεύρυνση του Δήμου συνάδει με το όλο αρχαιοελληνικό δημοκρατικό πνεύμα. Άλλωστε ήταν ο μόνος τρόπος για να σταματήσουν οι εμφύλιες διαμάχες που ήδη επισημαίνονται από τον Αριστοτέλη (2, 1).
Έτσι είναι σαφές ότι με τη Μεταβολή του Δράκοντα η βαρύτητα για την απόκτηση των πολιτικών δικαιωμάτων αρχίζει να μετακινείται από την οικονομική ευχέρεια στη βούληση να υπερασπίσουν την πόλη: όποιος διακινδυνεύει τη ζωή του για την πόλη, τη διακινδυνεύει για τα πολιτικά   δικαιώματα κατ’ ουσία, άρα του αξίζει να γίνει πολίτης. Και στην ιστορία της Αθήνας συνέβηκε αρκετές φορές δούλοι, μη Έλληνες μάλιστα, να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα, επειδή πολέμησαν για την Αθήνα (22). Άλλωστε με βάση αυτό το σκεπτικό κι αυτή τη διαδικασία η εξουσία πέρασε αργότερα ολοκληρωτικά στα χέρια του Δήμου στην Αθήνα (27, 1). Το κριτήριο αυτό πρέπει μάλιστα να ήταν παλαιότερο και γενικευμένο στον Ελληνικό Χώρο τουλάχιστο, γι’ αυτό πάντα το ανώτατο πολιτειακό όργανο ήταν η Εκκλησία του Δήμου. Με αυτό το κριτήριο, τη συμμετοχή στην υπεράσπιση της πόλης, γίνονταν και οι Συνοικισμοί-Συνδιοικήσεις. Έτσι φαίνεται να ενέργησε και ο Θησέας. Βέβαια αργότερα τα χρέη και ο δανεισμός με εχέγγυο το σώμα οδήγησε στη δουλεία και την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων (2, 2) και άρχισε να γίνεται δεκτό να αναθέτεται η Αρχική λειτουργία της εξουσίας στους πλουσιότερους, χωρίς ποτέ να πάψει να υπερέχει η Νομοθετική λειτουργία της εξουσίας και να είναι πάντα η Εκκλησία του Δήμου το ανώτατο πολιτειακό όργανο, μια κι αυτή ασκούσε τη Νομοθετική.
Η διεύρυνση του πολιτικού σώματος ήταν η ουσιαστική αλλαγή του Δράκοντα. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί και κάτι άλλο. Ο Αριστοτέλης στο οικείο εδάφιο (4, 2) λέει χαρακτηριστικά: «Ἀπεδέδοτο μὲν ἡ πολιτεία τοῖς ὅπλα παρεχομένοις.» (Είχε ξαναδοθεί βέβαια το πολίτευμα [τα πλήρη πολιτικά  δικαιώματα] σ’ όσους παρείχαν στον εαυτό τους πανοπλία.) Το ρήμαἀποδίδωμι της αρχαίας σημαίνει, όπως και το αντίστοιχο αποδίδω της δημοτικής, δίνω πίσω, δίνω πάλι, ξαναδίνω κάτι σ’ αυτόν που του ανήκε και του έχει αφαιρεθεί. Έτσι γίνεται σαφές ότι η Δημοκρατία, δηλαδή η άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων από πολλούς κι όχι μόνο από τους πλούσιους και από τους αριστοκράτες, που τους λέγανε, ήταν υπόθεση πολύ παλιά στους Αθηναίους και στους Έλληνες γενικότερα. Τα πολιτικά όμως δικαιώματα, όπως το ίδιο το ρήμα υπονοεί, πότε αφαιρούνταν και πότε ξαναδίνονταν ανάλογα με τη μεταβολή των πολιτικών συνθηκών και το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων. Φυσικά οι αλλαγές των πολιτικών συνθηκών και συσχετισμών οφείλονταν σαφώς στις οικονομικές διαφορές, που εντείνονταν με το πέρασμα του χρόνου, και οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι, ενώ οι φτωχοί φτωχότεροι και χρεώνονταν στους πλούσιους. Στόχος λοιπόν του Δράκοντα, όπως το δηλώνει το ρήμα «ξαναδίνω», ήταν να ξαναπάρουν πίσω πλήρη τα πολιτικά τους δικαιώματα περισσότεροι πολίτες. Έτσι θα μπορούσε να θεωρηθεί βέβαιο πως με τη Μεταβολή του Δράκοντα γίνανε δεκτοί στο πολιτικό σώμα σα Ζευγίτες, δηλαδή με ελευθερία [σχεδόν] πρώτου βαθμού, και άλλοι πολίτες, οι οποίοι ήσαν αφορολόγητοι και δε συμπεριλαμβάνονταν στους 5500, μια και δε δήλωναν φορολογήσιμη περιουσία πάνω από 10 μνες, αλλά παρ’ όλ’ αυτά είχαν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν την πανοπλία και να συμμετέχουν στην οπλιτική φάλαγγα. Και βέβαια το σύνολο των πολιτών των τριών πλούσιων τάξεων με τη διεύρυνση της Μεταβολής του Δράκοντα θα πρέπει να έτεινε να εξισωθεί με εκείνον της Μεταβολής του Θησέα. Στη Μεταβολή του Δράκοντα αναφέρονται ρητά οι τρεις πλούσιες τάξεις (4, 3) και υπονοούνται οι Θήτες στο εδάφιο 4, 5, αλλά στη Μεταβολή του Σόλωνα αναφέρονται ρητά και οι τέσσερις τάξεις και μάλιστα σα να προϋπήρχαν (7, 3). Άρα το σύνολο των Αθηναίων πολιτών πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερο από τους 10800 του Θησέα.
Τα αξιώματα ο Δράκοντας τα μοίρασε με κριτήριο τις περιουσίες, τα τιμήματα (23). Με το γενικό όρο «τὰς δ΄ἄλλας ἀρχάς» σημαίνονται οι 401 βουλευτές, οι 80 εφέτες του Δράκοντα, καθώς και κάθε άλλο χαμηλότερο αξίωμα, στο οποίο μπορούσαν να κληρωθούν και οι αφορολόγητοι Ζευγίτες. Όποιος δήλωνε φορολογήσιμη περιουσία τουλάχιστο δέκα μνες ήταν δυνατό να εκλεγεί ένας από τους Εννέα άρχοντες (24) ή ταμίας, ενώ για να εκλεγεί Στρατηγός ή Ίππαρχος έπρεπε να δηλώνει φορολογήσιμη περιουσία τουλάχιστο εκατό μνες.
Είναι φυσικά αυτονόητο πως κάθε Αθηναίος πολίτης, από εκείνους που είχαν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν πανοπλία, μπορούσε να αποφύγει τα πρόστιμα, συμμετέχοντας στις συνελεύσεις της Εκκλησίας και τις συνεδριάσεις της Βουλής. Όπως ήταν επόμενο, οι λιγότερο πλούσιοι ήταν πιο τακτικοί στις συνελεύσεις και τις συνεδριάσεις, ενώ οι πιο ευκατάστατοι από  αυτούς μπορούσαν να προσφέρουν στον εαυτό τους την πολυτέλεια να λείπουν και να πληρώνουν το ανάλογο πρόστιμο. Αυτό το στρατήγημα του Δράκοντα ωθούσε και τους πιο πλούσιους να ασχολούνται με τα κοινά, ενώ οι λιγότερο πλούσιοι αποτελούσαν πάντα την πλειονότητα στις συνελεύσεις.
Ο υπόλοιπος πληθυσμός δεν πλήρωνε ούτε φόρους ούτε πρόστιμα και είχε περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή μετείχε μόνο στην Εκκλησία του Δήμου, στη Νομοθετική (πολίτες δεύτερου βαθμού ελευθερίας), και ζούσε κυρίως από τη μισθωτή του εργασία: αυτοί ήσαν οι Θήτες. Οι Θήτες δηλαδή δε μετείχαν ούτε στο Δικανικό ούτε στο Αρχικό μόριο του πολιτεύματος (2, 3). Ο Σόλωνας πάντως με τη δική του διεύρυνση επέφερε την τελική εξίσωση των τριών πλούσιων και φορολογούμενων πια τάξεων με τον αριθμό 10800 (12, 4), και μεγάλωσε κι άλλο και τον αριθμό των Θητών· έκανε πολίτες Αθηναίους πολλούς μέτοικους που έμεναν από καιρό στην Αθήνα.
Υπολογισμός του αριθμού των πολιτών κατά περιουσιακή κλίμακα (τίμημα) και των ενιαυσίων εσόδων της Αθήνας στη  Μεταβολή (3η Μεταβολή) του Σόλωνα.
Είναι εμφανής η προσπάθεια του Σόλωνα να διευρύνει κι άλλο το σώμα των πολιτών. Αυτή είναι η δεύτερη διεύρυνση του σώματος των πολιτών, του Δήμου. Η διεύρυνση άρχισε με τη ρητή μείωση του ανώτατου τιμήματος από 600 μέδιμνους σε 500. Γιατί φυσικά η ρητή μείωση του ανώτατου τιμήματος είχε σα συνέπεια να καταταγούν σ’ αυτό περισσότεροι πολίτες. Η ταυτόχρονη υποτίμηση, όπως θα δούμε, της αττικής δραχμής είχε σα συνέπεια τη διεύρυνση και των άλλων δύο τιμημάτων.
Έτσι ο αριθμός των πολιτών με ελευθερία πρώτου βαθμού στη Μεταβολή του Σόλωνα δίνεται από την εξίσωση χ+2χ+6χ=10800. Ο αριθμός 10800 είναι ο γνωστός αριθμός των πολιτών της Μεταβολής του Θησέα. Αυτό τον αριθμό ο Σόλωνας τον επανέφερε κατά τα λεγόμενά του (12, 4). Το πρώτο μέλος της εξίσωσης συνάγεται από τον Πολυδεύκη, ο οποίος λέει (Ὀνομαστικόν, Η, 130) πως η ελεύθερη, δηλαδή η φορολογήσιμη, περιουσία των Αθηναίων πολιτών ήταν: του 500μέδιμνου ένα τάλαντο (6000 δρχ.), του  Ιππέα ή 300μέδιμνου μισό τάλαντο (3000 δρχ.) (25) και του Ζευγίτη ή 200μέδιμνου 1/6 του τάλαντου (1000 δρχ.). Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Σόλωνας καθόρισε επακριβώς και το τίμημα και των δύο άλλων φορολογικών κλιμάκων σε 300 και 200 μεδίμνους αντίστοιχα.
Η πληροφορία του Πολυδεύκη, για την ισότητα στην φορολόγηση μέσα στην ίδια φορολογική τάξη αλλά και την αντίστροφα προοδευτική φορολόγηση των λιγότερο πλούσιων τάξεων, κάνει κατάδηλη την ευρύτερη έννοια της ισότητας, που διακήρυσσε η Δημοκρατία. Το όλο νομικό πλαίσιο μας επιτρέπει, όπως είδαμε («δημοκρατική υπόθεση», και σημ. 19), να υπολογίζουμε πως η κάθε τάξη πλήρωνε σα σύνολο το ίδιο ποσό στα ταμεία της πόλης. Αυτή η υπόθεση διεισάγει το συμπέρασμα πως σε κάθε 500μέδιμνο αντιστοιχούσαν δύο 300μέδιμνοι και έξι 200μέδιμνοι. Αν λοιπόν χ είναι οι 500μέδιμνοι, τότε οι 300μέδιμνοι είναι 2χ και οι 200μέδιμνοι 6χ. Έτσι έχουμε την εξίσωση χ+2χ+6χ=10800. Άρα χ=1200. Το γεγονός πως η λύση της εξίσωσης δίνει σαν αποτέλεσμα φυσικό αριθμό ενισχύει την ορθότητα της υπόθεσής της, γιατί είναι αυτονόητο πως αν υπήρχαν υπόλοιπα και κλάσματα δε θα μπορούσαν να αναφέρονται σε πρόσωπα.
Το χ=1200 επιβεβαιώνεται και από το Δημοσθένη (Περὶ τῶν συμμοριῶν, 16 και 19), ο οποίος λέει ότι οι πλουσιότεροι Αθηναίοι, οι 500μέδιμνοι, χωρίζονταν σε 60 συμμορίες 20μελείς και ήταν υπεύθυνοι για την κατασκευή των τριήρων: ας μη λησμονούμε ότι η βασική υποχρέωση των ναυκραριών και των ναυκράρων, κατά τον Πολυδεύκη (Πολυδ. Ὀνομαστικόν, Η, 130) ήταν η κατασκευή μιας τριήρους. Ο Κλεισθένης θα αντικαταστήσει τη ναυκραρία με το δήμο και το ναύκραρο με το δήμαρχο (21, 5).
Σύμφωνα λοιπόν με την εξίσωση στη Μεταβολή του Σόλωνα οι 500μέδιμνοι ήσαν 1200, οι 300μέδιμνοι, 2400 και οι 200μέδιμνοι, 7200. Ας επαναλάβουμε πως με το Σόλωνα γίνεται μία δεύτερη διεύρυνση του σώματος των πολιτών· έτσι το σώμα των πολιτών με ελευθερία πρώτου βαθμού στη Μεταβολή του Σόλωνα εξισώνεται με το σώμα των πολιτών της Μεταβολής του Θησέα. Η πρώτη διεύρυνση, που έγινε από το Δράκοντα κρίθηκε, ανεπαρκής, γιατί δεν απέτρεπε την εμφύλια διαμάχη· έτσι κλήθηκε ο Σόλωνας (5, 1-2), για να τη συμπληρώσει με δραστικότερα μέτρα.
Κι επειδή ο φόρος ήταν η δεκάτη, δηλαδή το 10% του φορολογήσιμου εισοδήματός τους, πλήρωναν στο δημόσιο ταμείο: 600 δρχ. × 1200 = 300 δρχ. × 2400 = 100×7200 = 720.000 δρχ. κάθε φορολογική κλίμακα ή 720.000 δρχ. × 3=2.160.000 δρχ. και οι τρεις μαζί. Το ποσό αυτό εκφρασμένο σε τάλαντα είναι: 2.160.000÷6000=360. Να σημειωθεί ότι 1 αττική δραχμή = 30 ευρά (ή 10.000 δρχ. περίπου).
Όμως οι Αθηναίοι πολίτες μαζί με τους Θήτες γίνανε πολύ περισσότεροι με τη Μεταβολή του Σόλωνα, όπως θα δούμε σε λίγο.
  Σύγκριση των Μεταβολών του Δράκοντα και του Σόλωνα.
 Ο Δράκοντας δείχθηκε ρηξικέλευθος στον πολιτικό τομέα κυρίως και δευτερευόντως στον οικονομικό. Τα πολιτικά του μέτρα ήταν τρία. Το πρώτο ήταν ότι διεύρυνε το σώμα των πολιτών με ελευθερία πρώτου βαθμού  με το να κάνει πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα (ελευθερία πρώτου βαθμού) περισσότερους από 5500 πολίτες· βέβαια υπήρχαν κάποιες μικροδιαφορές στη συμμετοχή στα αξιώματα προς όφελος των πιο πλούσιων. Δεύτερο πολιτικό μέτρο ήταν πως μετέτρεψε τις δύο φορολογικές κλίμακες σε τρεις πολιτικές (περιουσιακές) τάξεις με βάση την περιουσία, το τίμημα, όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Είναι σαφές από το αρχαίο κείμενο (4, 2) ότι πριν το Δράκοντα πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν μόνο όσοι είχαν φορολογήσιμη περιουσία 100 μνων και πάνω, δηλαδή γύρω στους 500 πολίτες. Οι υπόλοιποι είχαν ελευθερία δεύτερου βαθμού. Ο Δράκοντας με τη Μεταβολή του πραγματοποίησε την πρώτη διεύρυνση του πολιτικού σώματος.
Το τρίτο πολιτικό μέτρο του Δράκοντα ήταν η σαφής διάκριση του Δικανικού μορίου του πολιτεύματος από το Αρχικό (Διοικητικο-Εκτελεστικό), με τη θέσπιση του 80μελούς σώματος των εφετών σαν ανώτατου δικαστηρίου (26). Το ότι οι 80 εφέτες ήταν το ανώτατο δικαστήριο της Μεταβολής του Δράκοντα φαίνεται από τη σημασία της λέξης, που έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα. Οι εφέτες δίκαζαν δευτεροβάθμια, ή και πρωτοβάθμια, αλλά η απόφασή τους θα ήταν πιθανότατα οριστική και αμετάκλητη, όπως θα γίνει αργότερα με την Ηλιαία του Σόλωνα. Βέβαια το πιθανότερο είναι πως οι εφέτες ήταν κι αυτοί κληρωτοί, όπως και οι βουλευτές και οι αρεοπαγίτες, κείτονταν δηλαδή μέσα στα γενικότερα δημοκρατικά πλαίσια του ελληνικού πολιτισμού.
Το μόνο οικονομικό μέτρο του Δράκοντα είναι τα πρόστιμα, που καθιέρωσε για απουσίες στις συνελεύσεις. Με βάση μάλιστα τα πρόστιμα αυτά χώρισε τους πολίτες με ελευθερία πρώτου βαθμού στις τρεις γνωστές οικονομικές-περιουσιακές τάξεις, χωρίς όμως και να αλλάξει τις φορολογικές κλίμακες (27). Έτσι έδειξε το δρόμο στο Σόλωνα, ο οποίος τις πολιτικο- οικονομικές τάξεις του Δράκοντα τις έκανε και φορολογικές. Είναι σαφές πως   και το οικονομικό μέτρο του Δράκοντα είχε πολιτικό χαρακτήρα.
Και του Σόλωνα τα πολιτικά μέτρα ήταν τρία. Το πρώτο ήταν ότι διεύρυνε κι αυτός και μάλιστα κατά πολύ περισσότερο αριθμητικά το σώμα των πολιτών και εκείνων με ελευθερία πρώτου βαθμού αλλά και εκείνων με ελευθερία δεύτερου βαθμού· Έπειτα, σα δεύτερο πολιτικό μέτρο ο Σόλωνας, συνεχιστής αλλά και υπερκεραστής του Δράκοντα θέσπισε την Ηλιαία σαν ανώτατο δικαστήριο, που ήταν πολυπληθέστερη από τους εφέτες του Δράκοντα (28) και φυσικά κληρωτή. Τρίτο πολιτικό μέτρο του ήταν το ότι στην Ηλιαία μετείχαν και οι Θήτες.
Τα μέτρα αυτά άλλαξαν το αθηναϊκό πολίτευμα ριζικά. Κατά τη γνώμη του Αριστοτέλη, ο Σόλωνας είναι δημιουργός πολιτεύματος κι όχι απλός δημιουργός νόμων. Γιατί ο Σόλωνας, θεσπίζοντας την Ηλιαία και τα συμπαρομαρτούντα της (αύξηση του αριθμού των δικαστών-ηλιαστών και Θήτες στην Ηλιαία), παρέδωσε ουσιαστικά τη Δικανική λειτουργία, το Δικανικό μόριο του πολιτεύματος, στους Θήτες, την πενέστερη τάξη των πολιτών, οι οποίοι έχοντας ήδη την πλειοψηφία στην Εκκλησία του Δήμου, έγιναν κύριοι του όλου πολιτεύματος (9, 1). Και αυτό είναι αυτονόητο, γιατί οι νόμοι της Στατιστικής ευνοούν τις πλειονότητες. Φαίνεται πως από τη Μεταβολή του Σόλωνα κι έπειτα οι Αθηναίοι να έγιναν 30.000, όπως λέει ο Ηρόδοτος (Ε, 97, 2) και άλλοι αρχαίοι (29) συγγραφείς, και από αυτούς τα δύο τρίτα περίπου ήταν Θήτες, μια και οι τρεις ανώτερες-πλουσιότερες τάξεις ήταν 10800 (30). Η σημαντική αυτή αύξηση των πολιτών φαίνεται ότι έκανε τον Αριστοτέλη να θεωρεί το Σόλωνα εισηγητή πολιτεύματος κι όχι απλό νομοθέτη. Γιατί το σπουδαιότερο σ’ ένα πολίτευμα είναι ο αριθμός των πολιτών με πλήρη πολιτικά δικαιώματα.
Τα οικονομικά μέτρα του Σόλωνα ήταν τέσσερα. Το πρώτο ήταν η σεισάχθεια, η ακύρωση των χρεών πάνω στη γη. Με αυτή πολλοί μικροκτηματίες, Θήτες στην πλειονότητά τους, επανήλθαν στην κατάσταση του ελεύθερου πολίτη. Δεύτερο οικονομικό μέτρο ήταν η καταγραφή των πολιτών και της δεύτερης και της τρίτης περιουσιακής τάξης του Δράκοντα με κριτήριο την παραγωγή: οι Ιππείς και οι Ζευγίτες του Δράκοντα ονομάστηκαν 300μέδιμνοι και 200μέδιμνοι αντίστοιχα και παραδόθηκαν από τότε στην Ιστορία με διπλό όνομα: Ιππείς ή 300μέδιμνοι και Ζευγίτες ή 200μέδιμνοι. Τρίτο οικονομικό μέτρο ήταν η υποτίμηση (Δες σημ. 21) της δραχμής κατά 30% ή 40% περίπου (10, 2). Η αιγινήτικη δραχμή αντικαταστάθηκε από την αττική ή σολώνεια. Αυτό έγινε αιτία να αυξηθεί η ονομαστική αξία των περιουσιών και  να μειωθεί η πραγματική αξία των χρεών. Όποιος ήταν 200μεδίμνος με την υποτίμηση της δραχμής έγινε 300μεδίμνος. Κι όποιος χρωστούσε τρεις αιγινήτικες δραχμές έδινε τρεις αττικές, που ήταν περίπου δύο αιγινήτικες, και είχε ξοφλήσει το χρέος του. Έτσι πραγματοποιήθηκε μια τεχνητή γενική μετάθεση προς τις πλουσιότερες τάξεις και οι πιο ευκατάστατοι Θήτες έγιναν 200μέδιμνοι-Ζευγίτες. Και να μην ξεχνάμε πως η πρώτη περιουσιακή τάξη του Δράκοντα οι 600μέδιμνοι, αντικαταστάθηκαν από το Σόλωνα με τους 600μέδιμνους, που λόγω του μικρότερου οικονομικού κριτηρίου (τιμήματος) βρέθηκαν να είναι περισσότεροι. Και συνέβηκε χαρακτηριστικά το ακόλουθο: η πλουσιότερη φορολογική κλίμακα του Δράκοντα, αυτοί των 100 μνων, ήσαν 500, οι 600μέδιμνοι του Δράκοντα γίνανε 1000 και οι 500μέδιμνοι του Σόλωνα 1200. Κάτι ανάλογο έγινε και με όλους τους άλλους. Οι Θήτες βέβαια παρέμειναν αφορολόγητοι. Να επισημάνουμε πως οι τυραννίες έπαιρναν φόρους από όλους τους πολίτες, όπως έκανε ο Πεισίστρατος (16, 6) και οι γιοι του (Θουκ. ΣΤ’, 54). Στις τυραννίες άλλωστε, όπως συνηθίζεται, πολιτικά δικαιώματα κατ’ ουσία είχαν και έχουν μόνο οι τύραννοι και η παρέα τους.
Από τη μια μεριά λοιπόν ο Σόλωνας μεγάλωσε το φορολογικό σώμα, ενώ παράλληλα μείωσε τον κατά πολίτη φόρο. Με την αύξηση όμως των φορολογούμενων αυξήθηκαν τα έσοδα της Αθήνας: με τη Μεταβολή του Δράκοντα ήσαν 278 αττικά τάλαντα τα τακτικά, αλλά υπήρχαν και έκτακτα από τα πρόστιμα και τις ενδεχόμενες λειτουργίες, ενώ ο Σόλωνας κατάργησε τα πρόστιμα, αλλά τα έσοδα τα τακτικά γίνηκαν 360 αττικά τάλαντα. Τα έκτακτα των λειτουργιών θα πρέπει πάντα να λαμβάνονται υπόψη κι ας μην είναι δυνατός ο ακριβής υπολογισμός τους.
Κι ακόμα· το Αθηναϊκό Κράτος έγινε Δημοκρατία με τη στενή σημασία της λέξης: το κράτος, η δύναμη, του Δήμου. Πραγματικά, ο Δήμος, οι φτωχοί, οι Θήτες, οι οποίοι ζούσαν κυρίως με τη μισθωτή τους εργασία και σπάνια κατείχαν λίγη γη, έγιναν η κυρίαρχη και -σχεδόν προνομιούχα- τάξη στην Αθήνα, όπως λέει ο Αριστοτέλης, (9, 1), με την έννοια ότι 1. δεν πλήρωναν φόρους, 2. δε διακινδύνευαν, κατά κανόνα, τη ζωή τους κατά τις πεζομαχίες, αφού δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να προμηθευθούν πανοπλία και να συμμετέχουν στην οπλιτική φάλαγγα και 3. είχαν, ουσιαστικά, την εξουσία της πόλης στα χέρια τους, επειδή ήσαν πολυαριθμότεροι -έφταναν τα 2/3 του εκλογικού σώματος- και σ’ όλα τα συλλογικά πολιτειακά όργανα υπερείχαν, μια και οι νόμοι της Στατιστικής εργάζονται πάντα υπέρ του πλήθους και το 99,14% των αξιωμάτων, μετά το Σόλωνα, ήσαν κληρωτά. Αιρετοί -και με πολιτικές  αρμοδιότητες- ήσαν μόνο οι δέκα στρατηγοί. Αυτοί αντιπροσώπευαν το 0,6% των αξιωμάτων στην αρχαία Αθήνα. Έτσι οι τρεις φορολογικές κλίμακες: 1. πλήρωναν φόρους, για να λειτουργεί το κράτος, 2. επιβαρύνονταν με τον κίνδυνο του πεζού πολέμου -αν σκεφθεί κανείς πως στις σημερινές εποχές οι γόνοι των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων κάνουν συνήθως τη στρατιωτική τους θητεία σε κάποια περίβλεπτη θέση…- και 3. δεν είχαν την εξουσία, γιατί πάντα ήσαν μειοψηφία στην Εκκλησία του Δήμου, στην Ηλιαία, στη Βουλή, στα διάφορα 10μελή πολιτειακά όργανα.
 Υπολογισμός των ενιαυσίων εσόδων της Αθήνας στη  Μεταβολή (4η Μεταβολή) του Πεισίστρατου και των Πεισιστρατιδών.
 Τα ετήσια τακτικά έσοδα της πόλης από τη φορολογία των τριών πρώτων τάξεων ήταν 360 τάλαντα σύμφωνα με τη φορολογική ρύθμιση του Σόλωνα. Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η φορολόγηση των Θητών, που το αποτέλεσμά της δε θα ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο, μια και οι Θήτες ήταν πολυάριθμοι, γύρω στις 20.000. Αν λοιπόν υπολογίσουμε σε 100 μέδιμνους δηλαδή 100 αττικές δραχμές το μέσο ενιαύσιο εισόδημα των Θητών και 10 δραχμές τον μέσο ετήσιο φόρο καθενός από τους Θήτες, τότε οι Θήτες θα πλήρωναν 20.000 × 10 = 200.000 δραχμές ή 200.000 ÷ 6.000 = 33 τάλαντα και 2.000 αττικές δραχμές. Δηλαδή το συνολικό ποσό θα γινόταν 393 τάλαντα και 2.000 αττικές δραχμές.
Τα ετήσια τακτικά έσοδα της πόλης τον καιρό των Πεισιστρατιδών πρέπει να ήταν το μισό της εποχής του ίδιου του Πεισίστρατου, γιατί κατά το Θουκυδίδη (ΣΤ’ 54, 5) η φορολογία δεν ήταν πια η «δεκάτη» αλλά η «εικοστή». Έτσι τα υπολογίζουμε στα 186 τάλαντα και 4000 αττικές δραχμές.
  Υπολογισμός του αριθμού των πολιτών κατά φορολογική κλίμακα για κάθε δήμο στη Μεταβολή (5η μεταβολή) του Κλεισθένη.
(Τα τακτικά ετήσια έσοδα ήταν τα ίδια με εκείνα της Μεταβολής του Σόλωνα.)
 Ο Κλεισθένης διένειμε το διαμορφωμένο ήδη από τη Μεταβολή τουΣόλωνα σώμα των πολιτών σε δέκα φυλές (21, 6) και 100 δήμους (Ηρόδ. Ε΄, 69). Οι τριττύες ή φ(ρ)ατρίες ονομάστηκαν και έθνη, (Απόσπασμα 5) για να αποσυνδεθεί προφανώς το πολιτικό σώμα από τις συγγένειες (31). Αντίστοιχα διανεμήθηκε και το φορολογικό σώμα. Έτσι κάθε κλεισθένεια φυλή είχε 1080 πολίτες οικογενειάρχες φορολογούμενους και κάθε δήμος 108. Η γνωστή   εξίσωση, που δίνει χ=1200, δηλώνει τελικά πως κάθε κλεισθένειος δήμος είχε 12 500μέδιμνους, 24 300μέδιμνους και 72 200μέδιμνους. Είδαμε ότι οι 1200 500μεδίμνους για όλη την πόλη επισημαίνονται από το Δημοσθένη (Περί συμμοριών, 16 και 19) διανεμημένοι σε είκοσι συμμορίες, 60 κατά συμμορία, επιφορτισμένοι με τον εξοπλισμό των τριήρων της πόλης.
Να θυμίσουμε πως το πολιτικό σώμα ήταν το άθροισμα του φορολογικού σώματος και των Θητών, οι οποίοι τον καιρό της δημοκρατίας ήσαν πάντα αφορολόγητοι και αποτελούσαν τα 2/3 περίπου του όλου πολιτικού σώματος. Δες και σημ. 29 και 30. Άρα από τις 30000 οι 20000 περίπου ήταν Θήτες, που βέβαια δεν πολέμησαν στο Μαραθώνα, αλλά περίμεναν την έκβαση της μάχης στα σπίτια τους, γιατί δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να προμηθευτούν την πανοπλία που θα τους έκανε ικανούς να συμμετάσχουν στην οπλιτική φάλαγγα. Οι Θήτες ζούσαν σε μεγάλο βαθμό σε βάρος του δημόσιου ταμείου (32), το οποίο το τροφοδοτούσαν οι φορολογικές τάξεις. Βέβαια ένας μικρός αριθμός Θητών πρέπει να πήραν μέρος στη Μάχη του Μαραθώνα, πολεμώντας σαν ψιλοί, δηλαδή ελαφρά οπλισμένοι.
Για τις ναυκραρίες όμως τόσο στη Μεταβολή του Δράκοντα (4, 2) όσο και στη Μεταβολή του Σόλωνα (7, 3) ξέρουμε πως οι βουλευτές κληρώνονταν ανάμεσα στις τρεις πρώτες τάξεις. Όλες βέβαια οι ναυκραρίες παρείχαν στην πόλη την ίδια οικονομική συμβολή. Κι επειδή το 400, που είναι ο αριθμός των βουλευτών, δεν είναι διαιρετό με το 48, που είναι ο αριθμός των ναυκραριών, μπορούμε να υποθέσουμε πως 32 ναυκραρίες παρείχαν οχτώ βουλευτές, ενώ 16 ναυκραρίες παρείχαν εννιά (32×8+16×9=400).
Είναι επίσης πολύ πιθανό οι 16 ναυκραρίες με τους 9 βουλευτές να ανήκαν στην περιοχή που ήταν πολυπληθέστερη και που αργότερα ο Κλεισθένης την ονόμασε άστυ.
  Η ΕΜΜΕΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ.
 Η φορολόγηση στην Αρχαία Ελλάδα ήταν κατά κανόνα άμεση. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι αυτή προσιδίαζε προς το δημοκρατικό πολίτευμα σαν δικαιότερη κι έπειτα η κοπή των μεταλλικών νομισμάτων ήταν πάντα ένας τεχνικός ανασταλτικός παράγοντας· η εφεύρεση του χαρτιού και η χρήση του χαρτονομίσματος διευκόλυνε ποικιλότροπα τα πράγματα στις μεταγενέστερες εποχές.
Η πόλη όμως εισέπραττε δασμούς για είδη που εισάγονταν· αυτοί βέβαια μεταφράζονταν σε έμμεσους φόρους, μια και βάραιναν τελικά τον αγοραστή. Τα εμπορεύματα που φορολογούνταν ήταν είδη πολυτελείας, ενώ σιτάρι και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, αν και εισαγμένα, δε φαίνεται να φορολογούνταν, όπως δε φορολογούνταν άλλωστε τα εγχώρια είδη· αντίθετα η πώληση των ειδών πρώτης ανάγκης -του σταριού τουλάχιστο- ήταν υποχρεωτική· τα 2/3 κάθε φορτίου σταριού, που περνούσε από την Αττική, παρέμενε και πωλούνταν στη χώρα και είναι απίθανο το εισαγμένο στάρι να πουλιόταν ακριβότερο από το εγχώριο τη στιγμή που οι τιμές ελέγχονταν αυστηρά και ήταν ενιαίες (51, 3-4). Μάλιστα μερικών ειδών πρώτης ανάγκης, όπως των σύκων, απαγορευόταν η εξαγωγή, με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχε επάρκεια για τη διατροφή των πολιτών και γενικότερα των κατοίκων της χώρας. Ουσιαστικά από τα αγροτικά προϊόντα της Αττικής εξαγόταν μόνο το λάδι, γιατί αυτουνού μονάχα η παραγωγή υπερκάλυπτε τις εγχώριες ανάγκες.
Οι αγοραστές των φορολογημένων εμπορευμάτων, δηλαδή των ειδών πολυτελείας, ήσαν, κατά κανόνα, πλούσιοι. Έτσι πάλι τους φόρους ήταν οι πλούσιοι που τους πλήρωναν, ακόμα και αν η φορολόγηση ήταν έμμεση.
  ΑΛΛΑ ΕΣΟΔΑ.
 Οι λειτουργίες και η εισφορά.
 Όμως εκτός από τον ετήσιο φόρο τους, οι πλούσιοι Αθηναίοι ήσαν υποχρεωμένοι να εκτελούν και τις λειτουργίες, που τους όριζε ο Eπώνυμος Άρχοντας ή κάποια άλλη αρμόδια αρχή (27, 3 και 29, 5 και 56, 3). Πρβλ. επίσης 43, 5.
Οι λέξεις λειτουργός-λειτουργία, δημιουργός-δημιουργία, λαός-δήμος, πρέπει να συσχετισθούν τόσο μεταξύ τους όσο και με τη λέξη λῆιτον (= σπίτι του λαού), που σήμαινε το πρυτανείο, το ενδιαίτημα των πρυτάνεων, των κυβερνητικών βουλευτών, στη Φθιώτιδα (33)· το ζεύγος λαός-δήμος είναι το πρώτο συνθετικό αντίστοιχα στα δύο πρώτα ζεύγη· η λέξηλῆιτον και ο αττικός τύπος «λεώς» [=λαός] και το σύγχρονο «λεωφορείο» μας διασαφηνίζουν  ενδεχόμενες αμφιβολίες· δεύτερο συνθετικό τους είναι η λέξη έργον. Ο Ησύχιος διασώζει και τις λέξεις λείτωρ και λείτειραι (ιερέας, ιέρειες) και στις επιγραφές (IG 9 (2).397.1, 1228.3) βρίσκουμε το ρήμα λειτορεύω, (είμαι ιερέας). Η ετυμολογική συγγένεια των λέξεων συνεπάγεται και τη σημασιολογική: η «λειτουργία» και η «δημιουργία» είναι έργα, υπηρεσίες για το Λαό, το Δήμο, αντίστοιχα, πολιτικές ή θρησκευτικές, που προσφέρονταν από κάποιο πλούσιο ή κάποιο ιερέα που καλούσε τις θεϊκές δυνάμεις για το καλό του Λαού. Ο Αριστοτέλης μάλιστα επισημαίνει πως σε καιρούς παλιότερους χρησιμοποιούνταν η λέξη «δημιουργία» στη χρήση της λέξης «λειτουργία» (Πολ. Ε, 1310β 22). Η λέξη «δημιουργός», που χρησιμοποιείται, όπως έχει επισημανθεί πολλές φορές, σαν ονομασία μιας από τις πλούσιες τάξεις της Αθήνας, επιβεβαιώνει τη ρήση του Αριστοτέλη.
Οι κύριες και πολύ δαπανηρές λειτουργίες (34) ήσαν: α) η τριηραρχία, β) η χορηγία, γ) η γυμνασιαρχία, δ) η εστίαση, ε) η αρχιθεωρία και ζ) η αρρηφορία ή ερρηφορία. Δε σκοπεύουμε να αναλύσουμε κάθε λειτουργία, αλλά μόνο να επισημάνουμε πως στη δημοκρατική Αθήνα τα έξοδα της πόλης-κράτους τα είχαν αναλάβει, με βάση τα δημοκρατικά θέσμια, οι οικονομικά ευρωστότεροι  και ποτέ οι φτωχοί.
Ένας άλλος έκτακτος φόρος ήταν η εισφορά (35) που τον πλήρωναν οι πλούσιοι Αθηναίοι σε περίπτωση πολέμου, για τις ανάγκες της πόλης.
 Η αντίδοση
Ο κυριότερος όμως θεσμός του αθηναϊκού φορολογικού   συστήματος, αυτός δηλαδή που κρατούσε το σύστημα των λειτουργιών σε εγρήγορση, απέτρεπε κάθε ιδέα για απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων και εμπόδιζε τη φοροδιαφυγή, χωρίς ανάγκη ηλεκτρονικής διοργάνωσης, ήταν η αντίδοση.
Τι ήταν όμως η αντίδοση; Η λέξη βγαίνει από το ρήμα αντιδίνω, «ἀντιδίδωμι» στα αρχαία, το οποίο σημαίνει δίνω κάτι για κάτι που μου έδωσαν, ανταλλάσσω. Η αντίδοση ήταν μια ανταλλαγή, αλλά όχι μια κοινή και  συνηθισμένη ανταλλαγή· ήταν η ανταλλαγή των περιουσιών. Πότε γινόταν αυτή;
Η περιουσιακή κατάσταση κάθε Αθηναίου ήταν από γνωστή ως πολύ καλά γνωστή από τον τρόπο της ζωής του, από τη φορολογική κλίμακα, στην οποία είχε δηλώσει ο ίδιος ότι ανήκε· οι ομοδημότες, ομοφυλέτες, συμπολίτες του έβλεπαν τη ζωή του. Οι διάφορες λειτουργίες πάλι ήταν συνεισφορές στα έξοδα υπέρ του Αθηναϊκού Δήμου, που τις αναλάμβαναν πολύ συχνά αυτόβουλα οι πλούσιοι Αθηναίοι. Όμως οι λειτουργίες δεν ήταν προαιρετικές αλλά υποχρεωτικές για τους πλούσιους Αθηναίους κι αν υπήρχε αδιαφορία για την ανάληψή τους οι κάθε φορά αρμόδιοι άρχοντες, με βάση τους καταλόγους των πολιτών, όριζαν τον πολίτη που είχε σειρά να «λειτουργήσει». Κανείς δε μπορούσε να αρνηθεί τη λειτουργία, εκτός αν είχε ξαναλειτουργήσει πρόσφατα και μέσα στα χρονικά όρια, που επιφέρανε απαλλαγή από τις λειτουργίες, ακριβώς εξαιτίας πολύ πρόσφατης ανάληψης. Κανείς δε μπορούσε να αρνηθεί να λειτουργήσει· μπορούσε όμως να ισχυρισθεί πως δεν ήταν επαρκώς πλούσιος, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στα έξοδα και να υποδείξει κάποιον άλλο πλουσιότερό του, που θα μπορούσε να αναλάβει τη λειτουργία. Ο υποδειγμένος ή εκείνος που έκανε την υπόδειξη μπορούσε να δεχθεί να κάνει τη λειτουργία, με τον όρο να δεχθεί ο αντίδικός του να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους, έτσι ώστε να φανεί ποιος είναι πλουσιότερος. Είναι φανερό πως ένας τέτοιος θεσμός δεν ευνοούσε με κανένα τρόπο την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων.
Βέβαια παρόμοιοι θεσμοί είναι αδιανόητοι μέσα στο πλαίσιο των θεσμών των σύγχρονων πολιτευμάτων, που είναι όλα ολιγαρχικές παραλλαγές παρά τις ποικιλωνυμίες τους. Δείχνει όμως πως δεν είναι η μη ανάπτυξη της τεχνολογίας το αίτιο που ευνοεί τη φοροδιαφυγή αλλά το πλαίσιο των μη δημοκρατικών θεσμών. Αντίθετα απλοί δημοκρατικοί θεσμοί είναι πολύ πιο αποτελεσματικοί. Και τελικά μόνο τέτοιοι θεσμοί μπορούν να παραγάγουν Παρθενώνες, θέατρο, επιστήμη, φιλοσοφία, ελεύθερη σκέψη.
  Ανακεφαλαίωση και επίλογος
 Ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό. Ο άνθρωπος δεν είναι ούτε ζώο θρησκευτικό, όπως θέλουν να τον παραστήσουν οι διάφορες θρησκείες, ούτε ζώο οικονομικο-παραγωγικό, όπως θέλουν να τον παρουσιάσουν οι διάφορες οικονομικές θεωρίες και ιδιαίτερα ο Μαρξισμός. Δεν είναι καν ζώο εργαζόμενο. Δε ζει, για να εργάζεται, όπως η μέλισσα και το μυρμήγκι, αλλά εργάζεται, για  να ζει. Ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό κι εκείνο που κυρίως τον ενδιαφέρει δεν είναι τόσο η οικονομική ανάπτυξη όσο η συμμετοχή στην πολιτική απόφαση. Γιατί η πολιτική απόφαση είναι εκείνη που θα ρυθμίσει και την οικονομική ανάπτυξη, αυτή, η πολιτική απόφαση, είναι η υποδομή των ανθρώπινων κοινωνιών και όλα τα άλλα, και η οικονομική ανάπτυξη μαζί, είναι το εποικοδόμημα και εξαρτώνται από το χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας πάντα θα βοηθάει τον άνθρωπο σ’ όλους τους τομείς της ζωής του. Όμως η σωστή χρήση της θα διέπεται πάντα από τους πολιτικούς θεσμούς, από το πολίτευμα. Έτσι η Ιστορία έχει καταστήσει πασιφανές ότι η Δημοκρατία είναι πιο αποτελεσματική και κάνει τη ζωή του ανθρώπου πιο ευχάριστη, πιο ευτυχισμένη, πιο παραγωγική από άποψη πνευματική και πιο εναρμονισμένη στον άνθρωπο από άποψη υλική και οικολογική· ακόμα κι αν η τεχνολογία της είναι υποδεέστερη. Αυτό δεν καταδεικνύει ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, παρά τις ελλείψεις και τα ελαττώματα που θα μπορούσε κανείς να του καταλογίσει;
Αν το σύγχρονο οικονομικό ιδεώδες είναι η αλληλεξάρτηση, που υπάρχει στην παγκόσμια αγορά, το οικονομικό ιδεώδες της αρχαίας ελληνικής πόλης-κράτους ήταν η αυτάρκεια (Αριστ. Πολ. Α, 1252β 27-30). Η αυτάρκεια σα βασικό οικονομικό αίτημα βρίσκεται σ’ όλες τις μικρές κοινωνίες, παρά το εμπόριο που αναπτύσσεται κατά καιρούς και κατά τόπους, και το οποίο δε θεραπεύει πάντα ανάγκες ζωτικές. Η οικονομική αλληλεξάρτηση συμπορεύεται με την κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη και από πλευρά πολιτική προϋποθέτει το μεγάλο συγκεντρωτικό και με ολιγαρχικούς θεσμούς οργανωμένο κράτος, ενώ από πλευρά τεχνική προϋποθέτει την εξέλιξη των συγκοινωνιών και των επικοινωνιών. Γιατί ακόμα και αν υποθέσουμε πως υπάρχει η πρώτη, (η ολιγαρχική πολιτική προϋπόθεση) και δεν υπάρχει και η δεύτερη (η ανάπτυξη της επικοινωνίας), τότε το μεγάλο συγκεντρωτικό κράτος, θα στηρίζεται κυρίως στην προσπάθεια για αυτάρκεια, για λόγους καθαρά τεχνικούς. Όμως όποιο και να είναι το οικονομικό ιδεώδες, όποια κι αν είναι η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η πολιτική κατάσταση έχει τον πρωτεύοντα ρόλο.
Ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός βασιζόταν όχι απλώς στην αποκέντρωση, προς την οποία λένε ότι τείνουν τα σύγχρονα κράτη, αλλά σε κάτι πολύ πιο δημοκρατικό και πολύ πιο αποτελεσματικό: τον πολυκεντρισμό. Κάθε ελληνική πόλη σχεδόν αποτελούσε κι ένα πολιτικο-πολιτιστικό κέντρο, χωρίς βέβαια να χαθεί ποτέ από τα μάτια των Ελλήνων το ενιαίο του πολιτισμού τους και η έντονη αλληλεπίδραση. Η μελέτη της Ιστορίας  αποφαίνεται ότι κανένας πολιτισμός δε στάθηκε τόσο πολυκεντρικός και συνάμα τόσο ενιαίος, όσο ο Ελληνικός.
Ο ελληνικός πολυκεντρισμός είναι προφανής από το γεγονός ότι οι   ελληνικές πόλεις-κράτη αναπτύχθηκαν με βάση την ελευθερία και την αυτονομία στον πολιτικό τομέα και την αυτάρκεια στον οικονομικό. «Αὐτάρκης γὰρ ἡ πόλις, τὸ δὲ δοῦλον οὐκ αὔταρκες» λέει αλλού ο Αριστοτέλης (Πολ. Δ, 1291α, 10). Η αυτάρκεια αυτή των ελληνικών πόλεων στηριζόταν στη φορολόγηση μόνο των πλούσιων μελών της κοινότητας. Και η κοινότητα τα διαχειριζόταν με βάση τις κοινές ανάγκες, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τους πενέστερους. Γι’ αυτό και οι Έλληνες μιλούσαν για το Κοινό των Αθηναίων, το Κοινό των Θηβαίων, το Κοινό των Μηλίων, το Κοινό των Ναξίων κ.λπ. και δε χρησιμοποίησαν ποτέ τον όρο «κράτος» με τη σημερινή έννοια.
Οι ευπορότερες τάξεις, επειδή είχαν το βάρος της φορολόγησης, είχαν αρχικά μόνο αυτοί πλήρη πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή συμμετοχή και στις τρεις λειτουργίες της εξουσίας (ελευθερία πρώτου βαθμού). Οι φτωχότεροι αρχαίοι Έλληνες πολίτες είχαν συμμετοχή μόνο στη Νομοθετική λειτουργία της εξουσίας· Εκκλησία του Δήμου ή Απέλλα ή Αλία ονομαζόταν συνήθως το σχετικό πολιτειακό όργανο (ελευθερία δεύτερου βαθμού). Όμως, όπως καθένας το αντιλαμβάνεται, η ελευθερία δεύτερου βαθμού των αρχαίων Ελλήνων ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που έχουν οι πολίτες των σύγχρονων Κοινοβουλευτικών Ολιγαρχιών. Και επί πλέον: όσοι είχαν αυτή την ελευθερία δεν πλήρωναν φόρους.
Ο Θησέας έφερε τη Δημοκρατία στην Αττική. Όμως επειδή δε θέσπισε θεσμούς, που να εμποδίζουν τη δημιουργία μεγάλων περιουσίων, όπως έκανε αργότερα ο Σόλωνας, γρήγορα οι πλούσιοι γίνανε πιο πλούσιοι και οι φτωχοί, φτωχότεροι, με αποτέλεσμα να χάνουν ακόμα και τα πολιτικά τους δικαιώματα (1-3). Έτσι τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα, λίγο πριν το Δράκοντα, τα είχαν πια μόνο οι πλούσιοι (3, 6). Όμως τελικά επικράτησε, με κοινή συναίνεση, η Δημοκρατία σαν πολίτευμα και ελευθερία πρώτου βαθμού δόθηκε σ’ όλους, ακόμα και σ’ εκείνους που ήσαν ατελείς, αφορολόγητοι. Έτσι είχε αποσυνδεθεί η συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας από τη συμμετοχή στα έξοδα του Κοινού, της πόλης.
Άλλωστε το δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο παρακώλυσε, όπως βασικά νομοθετήθηκε από το Σόλωνα, το σχηματισμό τεράστιων περιουσιών. Η δόμηση υπέρλαμπρων ιδιωτικών οικημάτων, η με κάθε τρόπο επίδειξη ιδιωτικού πλούτου ήταν αδιανόητη, κατά την ακμή της Δημοκρατίας, δηλαδή  κατά την κλασική περίοδο. Αν κάποιος έκανε το λάθος της επίδειξης, γρήγορα κάποια πρόσθετη λειτουργία θα του έκοβε την επιδεικτική διάθεση.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι στη Δημοκρατία οι πλούσιοι πλήρωναν τα έξοδα του Κοινού και οι φτωχοί ασκούσαν την εξουσία: κάτι το αδιανόητο, ακόμη και για το πιο προηγμένο από τα σημερινά πολιτεύματα, όπως είναι ο Κοινοβουλευτισμός δυτικού τύπου, στον οποίο ζούμε. Γιατί ο Κοινοβουλευτισμός και οι ποικιλώνυμες παραλλαγές του δεν είναι παρά ολιγαρχικές πολιτειακές παραλλαγές.
Για την κλασική Ελληνική Αρχαιότητα ήταν αναπόφευκτο οι πενέστεροι να έχουν την εξουσία στα χέρια τους. Κι αυτό γιατί ήταν πάντα περισσότεροι και η αρχή να κατισχύει η γνώμη των πολλών είναι η βασική δημοκρατική αρχή. Η κατάσταση αυτή ήταν αποδεκτή από τις πλουσιότερες τάξεις, που χωρίς ιδιαίτερη βαρυγκόμηση ανταποκρίνονταν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις απέναντι στο Δήμο και την πόλη. Έτσι όμως κερδιζόταν η κοινωνική γαλήνη και η εγκληματικότητα ήταν μηδενική. Φαίνεται πως οι πλούσιοι της Ελληνικής Αρχαιότητας είχαν διαπιστώσει ότι, όπως είναι πολύ δύσκολο να παραμείνεις καθαρός, ζώντας ανάμεσα σε βρόμικους, ή υγιής, ζώντας ανάμεσα σε αρρώστους, είναι το ίδιο δύσκολο να παραμένεις χορτάτος και να ευημερείς, ζώντας ανάμεσα σε πεινασμένους και εξαθλιωμένους.
Το δημοκρατικό οικονομικό ιδεώδες δεν ήταν η οικονομική ανάπτυξη. Αυτή λίγο ως πολύ θεωρούνταν σαν κάτι το δοσμένο, το αυτονόητο. Το οικονομικό αίτημα της Δημοκρατίας ήταν η ανακατανομή του πλούτου, η προσπάθεια για να γίνει η ζωή όλων των πολιτών ευφρόσυνη, χαρούμενη, ευτυχισμένη. Ο Επιτάφιος, όπως μας τον διασώζει ο Θουκυδίδης, είναι μια σύντομη περιγραφή της σκέψης και της πράξης της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, κάτι ανάλογο με αυτό που θα το ονομάζαμε σήμερα λόγο απολογητικό του κυβερνητικού έργου ή και προγραμματικές δηλώσεις. Και αναφέρεται βέβαια ο Περικλής στην εμπορική τους ανάπτυξη, αλλά για να πει ότι αυτή την απολάμβανε όλος ο Δήμος των Αθηναίων κι όχι λίγοι προνομιούχοι.
Και μια κι έγινε λόγος για τον Επιτάφιο, αξίζει να τονίσουμε ποιο ήταν το πολιτικό ιδεώδες της Δημοκρατίας για το Πανελλήνιο. Γιατί αυτό δεν το επισημαίνει με σαφήνεια ο ολιγαρχικός Αθηναίος ιστορικός, αλλά μπορεί να το οσφρανθεί κανείς και μέσα από τις ολιγαρχικές του γραμμές. Το πολιτικό ιδεώδες της Δημοκρατίας, της Αθήνας, του Δήμου των Αθηναίων, δεν ήταν η ιμπεριαλιστική επέκταση, όπως συχνά λέγεται. Η προσπάθεια των Αθηναίων   δημοκρατών ήταν η συνένωση και αλληλοϋποστήριξη των απανταχού ελληνικών πόλεων, έτσι ώστε να ζουν ειρηνικά και ευτυχισμένα, χωρίς φόβο για τους Πέρσες στην Ανατολή και τους Καρχηδόνιους στη Δύση. Ο συνήθης ορισμός του ιμπεριαλισμού είναι: η από μια αναπτυγμένη βιομηχανική δύναμη κατάληψη άλλων χωρών, για την απόκτηση φτηνών πρώτων υλών και η χρησιμοποίηση των κατειλημμένων χωρών σαν αγορών των βιομηχανικών της προϊόντων. Η Αθήνα δεν είχε καμιά βιομηχανία ούτε ανάγκη από πρώτες ύλες. Οι κεραμικές της βιοτεχνίες δεν ήταν πιο παραγωγικές από τις αντίστοιχες των άλλων ελληνικών πόλεων και το κοκκινόχωμα της Αττικής επαρκούσε για τις ανάγκες της αττικής αγγειοπλαστικής. Καμιά ξένη, μη ελληνική, πόλη δεν καταλήφθηκε ούτε προσκλήθηκε να συμμετάσχει στη Δηλιακή Συμμαχία. Στη Δηλιακή Συμμαχία ήταν μόνο ελληνικές πόλεις. Όταν όμως οι Αθηναίοι και οι Σύμμαχοί τους εκμηδένισαν με πολύ ιδρώτα και περισσότερο αίμα τον περσικό κίνδυνο στην Ανατολή και αποθάρρυναν τον καρχηδονιακό στη Δύση, οι κατά πόλεις Έλληνες ολιγαρχικοί και πλούσιοι, που κατά τα δημοκρατικά θέσμια ήταν επιφορτισμένοι με τις εισφορές στη Δηλιακή Συμμαχία, βαρέθηκαν να πληρώνουν φόρους και άρχισαν να μιλάνε για «αυτονομία» και «ελευθερία», δηλαδή για διάλυση της Πανελλήνιας Ένωσης, ενώ οι Πέρσες και οι Καρχηδόνιοι καραδοκούσαν. Για παράδειγμα: Το 409 π.Χ. μετά την αθηναϊκή αποτυχία στη Σικελία, οι Καρχηδόνιοι ισοπέδωσαν τον Ακράγαντα. Αργότερα, το 387, οι Πέρσες με την Ανταλκίδεια ή Βασίλεια Ειρήνη έγιναν ρυθμιστές των Ελληνικών Πραγμάτων.
Κι ας επανέλθουμε. Το οικονομικό ιδεώδες της Δημοκρατίας δεν αδιαφορεί για την οικονομική ανάπτυξη. Όμως ο Επιτάφιος μιλάει και για ουσιαστική συμμετοχή του πλήθους τόσο στις πολιτικές διαδικασίες και γενικότερα στην πολιτική λειτουργία όσο και στην οικονομική ευμάρεια. Και αυτό το οικονομικό ιδεώδες της Δημοκρατίας πραγματοποιούνταν από τη μια μεριά μέσω της τακτικής και αναλογικής φορολόγησης των ευπορότερων για τα τρέχοντα έξοδα του κράτους και, από την άλλη, μέσω της ανάληψης των λειτουργιών από τους πιο εύπορους προς όφελος των οικονομικά ασθενέστερων.
Κανείς στην Αθήνα δεν είχε την επιλογή να αρνηθεί να φέρει σε πέρας μια λειτουργία, που θα του ανέθετε το αρμόδιο κληρωτό ενιαύσιο πολιτειακό όργανο· το μόνο που επιτρεπόταν ήταν να υποδείξει κάποιον άλλο πλουσιότερό του, ώστε να κάνει εκείνος τη λειτουργία. Αυτός ο άλλος, αλλά και οποιοσδήποτε Αθηναίος, που καλούνταν να επιτελέσει κάποια λειτουργία,είχε το δικαίωμα να κάνει τέτοια υπόδειξη και μάλιστα μπορούσε να ζητήσει να γίνει ανταλλαγή περιουσιών αντίδοση, και ο πραγματικά πλουσιότερος να αναλάβει τη λειτουργία. Ποιος λοιπόν θα δεχόταν να ανταλλάξει την περιουσία του, για να μην κάνει τη λειτουργία, αν δεν ήταν πραγματικά λιγότερο πλούσιος; Αυτός ο θεσμός ήταν η περίφημη αντίδοση, η οποία απέκλειε κάθε ευκαιρία για φοροδιαφυγή ή ελπίδα για μη ανακατανομή του πλούτου.
Δεν παρείχε λοιπόν καμιά πολιτική δύναμη ο πλούτος στην αρχαία Αθήνα, όπου ο μόνος πολιτικά δυνατός ήταν ο Δήμος. Οι δημοκρατικοί θεσμοί καθόριζαν πολύ συγκεκριμένα τον τρόπο με τον οποίο οι πλούσιοι μπορούσαν να διαθέσουν τα λεφτά τους. Ο πλούτος στην αρχαία Αθήνα έδινε μόνο τη δυνατότητα να ξοδέψει κανείς για την πόλη και οι πλούσιοι διαπαιδαγωγούνταν από τους δημοκρατικούς θεσμούς όχι στο να φοροδιαφεύγουν, αλλά στο να θεωρούν μεγάλη τους τιμή να ευεργετήσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την πατρίδα και τους συμπολίτες τους. Έτσι χαίρονταν τα πλούτη τους χωρίς φόβους και άγχη και δίχως τη συνδρομή σωματοφυλάκων. Η Αθήνα στάθηκε το μόνο πραγματικά λαϊκό κράτος, όπου οι φτωχότεροι, οι Θήτες, αποτελούσαν τα 2/3 του πληθυσμού: 1) δεν πλήρωναν κανένα φόρο, ούτε άμεσο ούτε έμμεσο, 2) δεν είχαν ουσιαστικά τον κίνδυνο του πεζού πολέμου (στρατεύονταν κυρίως στο ναυτικό) και 3) και είχαν την εξουσία, μια και σε όλα τα κέντρα των αποφάσεων είχαν την πλειοψηφία και τα 99% των αξιωμάτων ήταν κληρωτά και οι νόμοι της Στατιστικής τούς ευνοούσαν. Αντίθετα οι πλούσιοι: 1) πλήρωναν φόρους, 2) είχαν τον κίνδυνο του πεζού πολέμου (στρατεύονταν κυρίως στο πεζικό) και 3) και δεν είχαν την εξουσία, μια και σε όλα τα κέντρα των αποφάσεων είχαν τη μειοψηφία και, επειδή τα 99% των αξιωμάτων ήταν κληρωτά, οι νόμοι της Στατιστικής δεν τους ευνοούσαν καθόλου.
Τα σύγχρονα βέβαια πολιτεύματα, παρά τις διάφορες ηχηρές ονομασίες τους, είναι σαφώς αντιλαϊκά. Οι σύγχρονοι κοινοβουλευτικοί θεσμοί είναι σαφώς ολιγαρχικοί. Οι Κοινοβουλευτικές Ολιγαρχίες εισπράττουν το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων τους από τις πιο φτωχές τάξεις, από τη μια μεριά χάρη στην έμμεση φορολόγηση, και από την άλλη, επειδή οι πιο φτωχοί είναι συνήθως μισθωτοί ή συνταξιούχοι και δε μπορούν να κρύψουν τα βασικά, τουλάχιστο, έσοδά τους. Κι ακόμα: Οι πιο πλούσιοι που ασκούν συνήθως ελευθέρια επαγγέλματα έχουν περισσότερες ευκαιρίες να φοροδιαφύγουν και έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν τεράστιες περιουσίες. Όμως, κατ’ αυτό τον τρόπο, οι σύγχρονοι μεγιστάνες του πλούτου ζουν συνήθως –και   δικαιολογημένα- με το φόβο κάποιας επίθεσης κλεφτών ή τρομοκρατών. Και κάλλιστα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Ποιος είναι πιο ευτυχισμένος ο Λάτσης, ο Βαρδινογιάννης ή οποιοσδήποτε σύγχρονος μεγιστάνας του πλούτου Έλληνας ή ξένος, που είναι υποχρεωμένος να ζει, ο ίδιος και οι πλησιέστεροι συγγενείς του, περιχαρακωμένοι στο αρχοντικό τους, στη σκιά των σωματοφυλάκων τους, ή ο Κίμωνας που, υποχρεωμένος από τα θέσμια της Αθηναϊκής Πολιτείας να διαθέτει αφειδώς τα πλούτη του για την πόλη και τους συμπατριώτες του, είχε πάντα το σπίτι και τους κήπους του ανοικτούς και προσιτούς σ’ οποιοδήποτε Αθηναίο και κυκλοφορούσε ελεύθερα παντού, χωρίς το φόβο καμιάς τρομοκρατικής επίθεσης;; …….
Η Ελλάδα το μεγαλείο της το οφείλει στη Δημοκρατία και μόνο. Ο Ελληνικός Πολιτισμός είναι ένας λαϊκός πολιτισμός που δε δέχτηκε ποτέ ούτε δόγματα ούτε ιερά βιβλία ούτε αρχηγούς· όσοι στον ελληνικό χώρο θέλησαν να «το παίξουν χαρισματικοί αρχηγοί» γρήγορα τα βρήκαν σκούρα με τους συμπολίτες τους, που δεν το είχαν σε τίποτα να τους θεωρήσουν ύποπτους για τυραννία. Και είναι γνωστό ποια τύχη περίμενε τους τυράννους στην Ελλάδα: ήταν πολύ δύσκολο να βρεις γέρο τύραννο· οι συμπολίτες του δεν του χαρίζανε την ευκαιρία να γεράσει !…
Οι Έλληνες, εφευρίσκοντας, χάρη σε διάφορες συγκυρίες τη Δημοκρατία, χωρίς ποτέ να πιστέψουν πως ήταν ή είναι κάποια ανώτερη φυλή, δημιούργησαν ό,τι δημιούργησαν. Η ερμηνεία του Ελληνικού Πολιτισμού είναι τόσο απλή, που δύσκολα δέχονται να την καταλάβουν όσοι δεν αρέσκονται στο δημοκρατικό πνεύμα αλλά αντίθετα διέπονται από πνεύμα ελιτίστικο. Σε χρόνους κατοπινούς μέχρι και σύγχρονους, πολλοί μελετητές και παρακοιμώμενοι ή παρατρεχάμενοι των διάφορων αντιδημοκρατικά οργανωμένων εξουσιών προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το «ελληνικό θαύμα» με όρους φυλετικούς ή μεταφυσικούς. Αυτός ο ίδιος ο όρος «θαύμα» δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να δείχνει την αδυναμία να γίνει αντιληπτό το γιατί και το πώς του Ελληνικού Πολιτισμού. Γιατί η λέξη «θαύμα» παραπέμπει σε καταστάσεις έξω από τη φυσική νομοτέλεια και την κοινωνική πραγμάτωση. Συχνά πολλή φαιδρότητα χαρακτηρίζει τις προσπάθειες ερμηνείας του Ελληνικού Πολιτισμού που τον αποδίδουν σε … όντα που έχουν έρθει από το Υπερπέραν κ.λπ κ.λπ. Κι όμως η ερμηνεία είναι τόσο απλή, σαν το αυγό του Κολόμβου: η Δημοκρατία έφτιαξε την Ελλάδα, γιατί έγινε αιτία να εφευρεθεί η φωνητική-αλφαβητική γραφή και να αξιοποιηθεί ο εγκέφαλος πλήθος ανθρώπων, πολιτών και μη πολιτών, ανδρών και γυναικών, πράγμα που δε θέλησαν και δε μπόρεσαν να  κάνουν τα μη δημοκρατικά πολιτεύματα. Όμως οι τόσο απλές και οφθαλμοφανείς ερμηνείες είναι πολύ δύσκολο να γίνουν αποδεκτές.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ"
Related Posts with Thumbnails