Στα ιερά της Αγοράς τελούνταν
θυσίες από ιδιώτες και οργανώσεις. Λίγα ιερά βέβαια αποτελούσαν τόπο σημαντικών
θρησκευτικών εορτών, καθώς το κύριο θρησκευτικό κέντρο της πόλης ήταν η Ακρόπολη
και η ζώνη που εκτείνεται μπροστά στη νότια κλιτύ του ιερού βράχου. Λόγω όμως
της κεντρικότητας της θέσης της Αγοράς στην αθηναϊκή τοπογραφία, λόγω του
συμβολισμού της ως καρδιάς της πόλης, αλλά και για πρακτικούς λόγους, η Αγορά
ήταν επίσης θέατρο ποικίλων
δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια εορτών των οποίων η
κορύφωση λάμβανε χώρα αλλού.
Οι
σημαντικότερες τελετές που τελούνταν στην Αγορά της Αθήνας είναι οι εξής:
1.
Εορτή προς τιμήν του Ηφαίστου και λαμπαδηδρομία
Τα
Ηφαίστεια τελούνταν στο ιερό του θεού. Η ημερομηνία της εορτής στο αθηναϊκό
ημερολόγιο είναι άγνωστη. Πιθανόν να λάμβανε χώρα κατά τον τελευταίο μήνα της
άνοιξης, το Μουνιχιώνα (μέσα Απριλίου-μέσα Μαΐου). Κύρια πηγή γνώσης για την
εορτή αποτελεί μια αποσπασματική επιγραφή του 422 π.Χ., που αφορά την
αναδιοργάνωσή της.
Οι
σημαντικότερες εκδηλώσεις που σχετίζονται με την εορτή αυτή είναι οι
διθυραμβικοί χοροί προς τιμήν του θεού, η λαμπαδηδρομία και η πομπή προς το
ιερό, που κορυφωνόταν με τη θυσία μεγάλου αριθμού αιγοειδών. Η θέση της
συγκεκριμένης αγωνιστικής τελετής στην εορτή δικαιολογείται από το ρόλο του
Ηφαίστου ως θεότητας της φωτιάς.
2.
Τελετές κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Παναθηναίων
Η εορτή
των Παναθηναίων τελούνταν κατά τη διάρκεια του Εκατομβαιώνα, πρώτου μήνα του
αθηναϊκού ημερολογίου, το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου-μέσα Αυγούστου). Η πομπή
τελούνταν στις 28 του μήνα, ημέρα των γενεθλίων της θεάς. Κάθε τέσσερα χρόνια
όμως, ξεκινώντας από την αναδιοργάνωση της εορτής το 566 π.Χ. από τον επώνυμο
άρχοντα Ιπποκλείδη, τελούνταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα τα Μεγάλα Παναθήναια, που
περιλάμβαναν τότε θρησκευτικές τελετουργίες και αθλητικούς αγώνες.
Η εορτή
των Μεγάλων Παναθηναίων αφορά ιδιαίτερα την Αγορά της Αθήνας, καθώς το
μεγαλύτερο τμήμα της πομπής διέτρεχε το εμπορικό και διοικητικό κέντρο της
πόλης, μέσω της λεγόμενης Παναθηναϊκής Οδού. Επιπροσθέτως, μια σειρά αθλητικών
και μουσικών αγώνων, καθώς και δευτερεύοντα επεισόδια κατά τη διάρκεια της
πομπής αφορούν κτήρια και σημεία της Αγοράς. Ταυτόχρονα, πρόκειται με ασφάλεια
για το πλέον μαρτυρημένο θρησκευτικό γεγονός που συνδέεται με την Αγορά, αλλά
και την καλύτερα γνωστή εορτή του αθηναϊκού κράτους. Στοιχεία για την εορτή
είναι γνωστά από την Αρχαϊκή ως τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Η εορτή
αποκτά ιδιαίτερη λαμπρότητα κατά τη διάρκεια της αρχής των γιων του
Πεισιστράτου, και ιδιαίτερα του Ιππάρχου (527-514 π.Χ.), και αργότερα την
περίοδο του Περικλή, που ως αθλοθέτης το 442 π.Χ. έχτισε το Ωδείο. Την ίδια
περίπου εποχή η παναθηναϊκή πομπή απεικονίστηκε στην ιωνική ζωφόρο του
Παρθενώνα. Ιδιαίτερη λαμπρότητα όμως είχε η εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων και
κατά την Ελληνιστική περίοδο, με τη συμμετοχή ακόμη και βασιλέων από τα
ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής.
Η
διάρκεια της εορτής είναι άγνωστη. Με βάση τις τελετές και τους διάφορους
αγώνες, πρέπει να υπολογίσει κανείς τουλάχιστον τρεις ημέρες. Κατά πάσα
πιθανότητα όμως χρειαζόταν μία ολόκληρη εβδομάδα για την ολοκλήρωση όλων των
αγωνισμάτων. Σε πρόσφατη μελέτη υποστηρίχθηκε ότι η εορτή με τα μεθεόρτια πρέπει
να κρατούσε 8 ημέρες, από τις 23 ως τις 30 του μήνα, διάστημα κατά το οποίο η
εκκλησία του δήμου δε φαίνεται να συνεδριάζει. Το 2ο αι. μ.Χ., σύμφωνα με το
ρήτορα Αίλιο Αριστείδη, η διάρκεια της εορτής ήταν τετραήμερη. Μήνες πριν, η
πόλη έστελνε σε όλες τις ελληνικές πόλεις της Ελλάδας, της Ασίας και της
Ιταλίας, ειδικούς αγγελιαφόρους, τους σπονδοφόρους, για να καλέσουν τους Έλληνες
να συμμετάσχουν. Στην Ελληνιστική περίοδο, οι αγγελιαφόροι ταξίδευαν ως τον
Περσικό κόλπο και τη Βόρεια Αφρική.
Η εορτή
των Μεγάλων Παναθηναίων, όπως και κάθε άλλη μεγάλη εορτή, περιλάμβανε την πομπή,
που κατέληγε στο ιερό της θεάς και στη θυσία εκατοντάδων σφαγίων. Σημαντικό
στοιχείο της πομπής όμως ήταν και η περιφορά του πέπλου ως την Ακρόπολη, όπου
και έντυνε το ξόανο της θεάς που φυλασσόταν στο Ερέχθειο. Το φόρεμα της θεάς
ήταν έτσι και αλλιώς ένα μοναδικό, εξαιρετικό αντικείμενο, που ύφαιναν οι
εργαστίναι (εργάτριες), οι οποίες ανήκαν στις αριστοκρατικότερες οικογένειες της
πόλης. Το υφάδι στηνόταν από τις ιέρειες και τις αρρηφόρους εννέα μήνες πριν,
κατά τη διάρκεια της εορτής των Χαλκείων. Ο μάλλινος πέπλος ήταν ιστορημένος,
δηλαδή διακοσμημένος, με θέματα από τη γιγαντομαχία (μάχη Γιγάντων και ολύμπιων
θεών για την εξουσία), και ιδιαίτερα τη μάχη της Αθηνάς με τον Εγκέλαδο. Είχε
ζωηρά χρώματα (μπλε και κίτρινο αναφέρουν οι πηγές) και αποτελούσε αντικείμενο
θαυμασμού. Κάθε τέσσερα χρόνια ανανεωνόταν. Με την κατασκευή του κολοσσιαίου
αγάλματος της θεάς, ο πέπλος απέκτησε τεράστιες διαστάσεις και πήρε θέση ιστίου
ενός μεγάλου πλοίου τοποθετημένου σε ρόδες, με πλήρωμα ιερείς και ιέρειες με
χρυσά και πολύχρωμα στεφάνια. Το άρμα-πλοίο συρόταν από το Δίπυλο ως το
Ελευσίνιο. Σε εκείνο το σημείο ο πέπλος κατέβαινε και μεταφερόταν στα χέρια ως
το ιερό της Αθηνάς στην Ακρόπολη, ενώ το άρμα-πλοίο φυλασσόταν στον Άρειο Πάγο,
όπου το είδε ο Παυσανίας καθ’ οδόν προς την Ακρόπολη. Η τελετή αυτή μαρτυρείται
στον 4ο αι. π.Χ. και πιθανόν να μην αποτελούσε τμήμα των κλασικών
Παναθηναίων.
Στο
κέντρο της ζωφόρου του Παρθενώνα, πάνω από την ανατολική είσοδο του ναού,
απεικονίζεται ένα σύμπλεγμα πέντε μορφών: δύο μικρά κορίτσια προσεγγίζουν από τα
αριστερά μια μεγαλόπρεπη γυναίκα, που συνήθως ταυτίζεται με την ιέρεια της
Αθηνάς. Κάθε κορίτσι έχει στο κεφάλι του ένα σκαμνί και πάνω του ένα μαξιλάρι.
Πλάτη με πλάτη με τη θεά, ένας γενειοφόρος άνδρας διπλώνει με τη συνεργασία ενός
υπηρέτη το μεγάλου μεγέθους ύφασμα του πέπλου.
Τα
Μεγάλα Παναθήναια ήταν η καλύτερη ευκαιρία για την πόλη της Αθήνας να επιδείξει
το μεγαλείο της. Ολόκληρο το σώμα των κατοίκων της, πολίτες, γυναίκες και
μέτοικοι, όλων των ηλικιών, αλλά και αγήματα των συμμάχων πόλεων, συμμετείχαν
στην πομπή, απολαμβάνοντας διακριτούς ρόλους.
Την
οργάνωση της εορτής αναλάμβαναν οι αθλοθέται, δέκα τον αριθμό. Η θητεία τους
διαρκούσε 4 χρόνια, αλλά δεν είχαν καμία άλλη αρμοδιότητα. Επιλέγονταν με κλήρο,
ένας από κάθε φυλή. Ο ρόλος τους ήταν να οργανώσουν την πομπή, τους μουσικούς,
γυμνικούς και ιππικούς αγώνες, να κανονίσουν τα σχετικά με την κατασκευή του
πέπλου και των επάθλων και να τα προσφέρουν. Δειπνούσαν δημοσία δαπάνη στη Θόλο,
αρχίζοντας τις τελικές προετοιμασίες από την 4η ημέρα του μήνα.
Η πομπή
κατευθυνόταν από τις εσχατιές της πόλης στο θρησκευτικό της κέντρο. Σημείο
εκκίνησης, ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο, ήταν η περιοχή του Κεραμεικού εκτός του
τείχους της Αθήνας, ενώ κατά τον 5ο αι. π.Χ. οι συμμετέχοντες στην πομπή
συγκεντρώνονταν στο λεγόμενο Πομπείο, όπου φυλάσσονταν και τα ιδιαίτερα
εμβλήματα και αντικείμενα που ήταν απαραίτητα για την εκπλήρωση των διαφόρων
τελετουργιών προς τιμήν της θεάς. Η πομπή εισερχόταν στην Αγορά από τη
βορειοδυτική γωνία και κατόπιν έστριβε προς τα Ν-ΝΑ, διασχίζοντας το φαρδύ δρόμο
(10-20 μ.) που είναι γνωστός ως Παναθηναϊκή Οδός, ως την Ακρόπολη. Η Παναθηναϊκή
Οδός πλακοστρώθηκε μόλις τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Επικεφαλής της πομπής
τοποθετούνταν μαζί με τους ιερείς, οι κανηφόροι, κόρες από τις πλέον
αριστοκρατικές οικογένειες, οι οποίες κουβαλούσαν στην κεφαλή το λεγόμενο
κανούν, ένα καλάθι με προσφορές από σπόρους και κλαδιά. Πίσω τους περπατούσαν οι
διφροφόροι, κρατώντας σκαμνιά και παρασόλια, πιθανότατα για να υπηρετούν τις
κανηφόρους κατά τη διάρκεια της πομπής. Οι κανηφόροι πρέπει να ήταν ιδιαίτερα
φροντισμένες, με πλούσια ενδύματα και πολύτιμα κοσμήματα. Την εποχή του
Λυκούργου το αθηναϊκό κράτος παρείχε χρυσά κοσμήματα σε 100 κανηφόρους.
Στις
πρώτες θέσεις της πομπής τοποθετούνταν τιμητικά και οι εργαστίνες. Επιγραφές
αναφέρουν ότι μπορεί να εργάζονταν ως και 100 γυναίκες το χρόνο για την
κατασκευή του πέπλου της θεάς, αν και στη ζωφόρο του Παρθενώνα, η ομάδα αυτή
αντιπροσωπεύεται από τέσσερις κόρες που βαδίζουν με άδεια χέρια. Πλάι τους
συναντά κανείς κόρες που κρατούν αγγεία, καθώς και ένα λιβανιστήρι, εξαρτήματα
απαραίτητα για τη θυσία.
Η
ζωφόρος του Παρθενώνα τονίζει ιδιαίτερα την παρουσία των νέων έφιππων Αθηναίων
και των γενειοφόρων πάνοπλων ανδρών πάνω σε τέθριππα άρματα. Κατά τη διάρκεια
της πομπής, στο κέντρο της Αγοράς, έδιναν μια ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη παράσταση,
κατεβαίνοντας από το άρμα που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η άσκηση ονομάζεται
αποβατικός αγών και οι συμμετέχοντες αποβάτες. Εναλλακτικά έχει προταθεί η άποψη
ότι οι αποβάτες απλώς συνδύαζαν τη μεταφορά με άρμα με τον ένοπλο δρόμο, δηλαδή
σε κάποιο σημείο της διαδρομής (στο Ελευσίνιο) κατέβαιναν από το άρμα και
συνέχιζαν να τρέχουν ως το σημείο τερματισμού πεζοί. Σύμφωνα με φιλολογικές
μαρτυρίες, το αγώνισμα αυτό τελούνταν ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα ιππικά
αγωνίσματα στο χώρο της Αγοράς. Οι γραπτές πηγές σχετικά με την πομπή πάντως
εστιάζουν περισσότερο σε πεζοφόρα τμήματα που παρελαύνουν παρά σε έφιππους και
σε άρματα.
Στην
πομπή συμμετείχαν και οι γέροντες, οι λεγόμενοι θαλλοφόροι, οι οποίοι
επιλέγονταν με κριτήριο την ομορφιά τους. Αυτοί πορεύονταν κρατώντας χλωρά
κλαδιά, μάλλον από τις ελιές της Αθηνάς. Οι μη Αθηναίοι πολίτες, οι μέτοικοι,
λάμβαναν μέρος και αυτοί. Οι νεότεροι, εφόσον δεν είχαν το δικαίωμα να
συμμετέχουν ανάμεσα στα ένοπλα τμήματα της πορείας, μετέφεραν δίσκους με
προσφορές, φορώντας πορφυρά ενδύματα. Είναι οι λεγόμενοι σκαφηφόροι. Οι δίσκοι,
από ασήμι ή χαλκό, ήταν περιουσία του κράτους. Περιείχαν γλυκίσματα και κυψέλες.
Οι κόρες των μετοίκων μετέφεραν αγγεία για νερό, ενώ οι απελεύθεροι δούλοι και
άλλοι βάρβαροι κρατούσαν κλαδιά βελανιδιάς. Όσο για τους συμμάχους και τους
Αθηναίους αποίκους και κληρούχους, συμμετείχαν στην πομπή με αντιπροσωπεία η
οποία πρόσφερε στη θεά έναν ταύρο και μια πανοπλία. Οι σύμμαχοι υποχρεώθηκαν από
νόμο του 426/425 π.Χ. να συμμετέχουν. Στον 4ο αι. π.Χ., φαίνεται πως μόνο οι
άποικοι των Αθηνών συμμετείχαν στην πομπή.
Η πομπή
δεν ακολουθούσε μια ευθύγραμμη πορεία προς την Ακρόπολη, αλλά σταματούσε σε
αρκετά σημεία της Αγοράς, σε ιερά και βωμούς, για την τέλεση χορών και
προσφορών. Το γεγονός αυτό αναφέρεται από τον Ξενοφώντα, για τον ύστερο
5ο/πρώιμο 4ο αι. π.Χ., αλλά δεν είναι επακριβώς γνωστά όλα τα σημεία που
γίνονταν στάσεις.
Η
κατάληξη της πομπής στην Ακρόπολη ακολουθούνταν από θυσία στο βωμό μπροστά στον
Παρθενώνα, τουλάχιστον από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Στα 425 π.Χ. περίπου, ο
αριθμός των σφαγίων ήταν τεράστιος, αν σκεφθεί κανείς μόνο τις 400 αποικίες και
τις συμμάχους πόλεις που συμμετείχαν υποχρεωτικά στην εορτή. Η ίδια η πόλη
ξόδευε ένα αρκετά μεγάλο ποσό για τη θυσία μεγάλου αριθμού βοδιών και αγελάδων.
Εξάλλου, έχει υποστηριχθεί βάσιμα η άποψη ότι το όνομα του μήνα προέρχεται από
τα 100 σφάγια που προσφέρονταν στη θεά κατά τη διάρκειά του.
Το
κρέας τεμαχιζόταν και μοιραζόταν αρχικά στους αξιωματούχους και στα
σημαντικότερα τμήματα της πομπής (κανηφόροι), ενώ το υπόλοιπο μαγειρευόταν και
προσφερόταν στο λαό, όχι όμως στην Ακρόπολη, αλλά στον Κεραμεικό, όπου είχε
αρχίσει η πομπή.
Η φωτιά
αναβόταν από το δαυλό του νικητή μιας αξιοπερίεργης λαμπαδηδρομίας. Ξεκινούσε
από το βωμό του Έρωτα στην Ακαδημία, έξω από το Δίπυλο, και μάλλον τερμάτιζε
στην αρχή της ανηφόρας της Ακρόπολης. Η συνολική απόσταση ήταν περίπου 3 χλμ.,
γι’ αυτό και αποκαλείται από κάποιους συγγραφείς ο «μακρός δρόμος». Ο νικητής
του αγωνίσματος έπαιρνε μια υδρία και 30 δρχ. Το έθιμο ανάγεται πιθανόν στην
εποχή του Πεισιστράτου, που έχτισε το συγκεκριμένο βωμό.
Οι
αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν αρχικά στο χώρο της Αγοράς, προτού μεταφερθούν,
γύρω στο 330 π.Χ., στο στάδιο που έχτισε ο Λυκούργος στην περιοχή του Ιλισού.
Στο βόρειο τμήμα της Αγοράς έχει ανακαλυφθεί η θεμελίωση ενός σημείου εκκίνησης,
με θέσεις για 10 δρομείς, που έτρεχαν κατά μήκος της Παναθηναϊκής Οδού (που για
αυτό το λόγο αποκαλούνταν επίσης και δρόμος). Εκατέρωθεν της οδού έστηναν οι
νικητές (φυλές ή άτομα) αναθήματα που μνημόνευαν τις νίκες τους στα Παναθήναια
(ακόμη και αν τα αγωνίσματα λάμβαναν χώρα στο Στάδιο, το Ωδείο ή τον Ιππόδρομο,
δηλαδή εκτός Αγοράς).
Περιλάμβαναν τα εξής αγωνίσματα:
το στάδιο (αγώνα δρόμου), το πένταθλο (δίσκος, ακόντιο, άλμα, δρόμος, πάλη), την
πάλη, την πυγμαχία και το παγκράτιο. Υπήρχαν τρεις ηλικιακές κατηγορίες: αγόρια,
αγένειοι νέοι, άνδρες. Επίσης, πιθανόν από τον 4ο αι. π.Χ. να υπήρχε και ο
δρόμος των οπλιτών.
Οι
ιππικοί αγώνες αποτελούσαν ακόμη ένα σημαντικό αγωνιστικό στοιχείο της εορτής,
στην οποία η παρουσία έφιππων νέων, όπως τουλάχιστον μαρτυρά η ζωφόρος των
Παναθηναίων, ήταν ιδιαίτερα τονισμένη. Χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς
που ήταν ανοικτοί σε όλους και όσους που προορίζονταν μόνο για τους Αθηναίους
πολίτες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ο αγώνας αναβατών και οι αγώνες συνωρίδων
και τεθρίππων, σε δύο υποκατηγορίες, για άλογα και πουλάρια. Τα αγωνίσματα που
απευθύνονταν αποκλειστικά στους Αθηναίους, τα λεγόμενα πολεμιστήρια,
περιλάμβαναν τον αποβατικό αγώνα, τον ακοντισμό αφ’ ίππου, κούρσα με στρατιωτική
ενδυμασία σε άρμα και άλογο, και πομπή με συνωρίδα. Ένα ιδιαίτερο αγώνισμα ήταν
μια ψεύτικη μάχη ιππικού, η «αντιππασία». Τα περισσότερα από αυτά τελούνταν στον
ιππόδρομο της Αθήνας, που από τον 5ο αι. π.Χ. βρισκόταν κάπου στο Νέο
Φάληρο.
Τα
ομαδικά αθλήματα, στα οποία διαγωνίζονταν οι δέκα φυλές της Αττικής, είχαν
επίσης ιδιαίτερη θέση στο αθλητικό πρόγραμμα των Μεγάλων Παναθηναίων. Κυριότερο
ήταν το αγώνισμα του πυρριχίου, δηλ. του ένοπλου χορού που χόρεψε για πρώτη φορά
η Αθηνά για να γιορτάσει τη νίκη των θεών επί των Τιτάνων. Και εδώ υπήρχαν οι
τρεις ηλικιακές κατηγορίες που συναντάμε στα ατομικά αθλήματα. Το επόμενο άθλημα
ήταν αυτό της ευανδρίας, ένα είδος καλλιστείων για αγόρια, μια αποκλειστικά
αθηναϊκή ιδιαιτερότητα. Κάθε φυλή συμμετείχε με μια ομάδα απαρτιζόμενη από τους
πιο εντυπωσιακούς της νέους. Το ύψος και η σωματική δύναμη, καθώς και η ομορφιά,
έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Η λεμβοδρομία τελούνταν μάλλον στον Πειραιά, και
συγκεκριμένα από το κύριο λιμάνι ως το λιμάνι της Μουνιχίας.
Η εορτή
περιλάμβανε, από την εποχή του Ιππάρχου, ραψωδικούς αγώνες, με το διαγωνισμό των
ραψωδών στην από στήθους απαγγελία ραψωδιών από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Ο
κάθε ραψωδός έπρεπε να συνεχίσει από εκεί που σταματούσε ο προλαλήσας, έτσι ώστε
κατά τη διάρκεια του αγώνα να ακουστεί ολόκληρο το έπος. Οι μουσικοί αγώνες ήταν
επίσης ιδιαίτερα σημαντικοί. Από το 442 π.Χ. όμως, όταν ο Περικλής ίδρυσε το
Ωδείο που είναι γνωστό με το όνομά του, στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, όλοι οι
καλλιτεχνικοί αγώνες μεταφέρθηκαν εκεί. Παλαιότερα όμως τελούνταν στην Αγορά,
περίπου στο μέσο της μεγάλης πλατείας, σε ένα σημείο που αποκαλείται ορχήστρα.
Έχουν βρεθεί οπές στις οποίες έμπαιναν οι πάσσαλοι που στήριζαν τις ξύλινες
κερκίδες, τα λεγόμενα ικρία. Τραγικές παραστάσεις παρουσιάζονταν, υπό τη μορφή
τετραλογιών, στο Θέατρο του Διονύσου.
Για τα
έπαθλα πολύτιμες πληροφορίες παρέχουν επιγραφές και οι λεγόμενοι παναθηναϊκοί
αμφορείς. Πρόκειται για τα έπαθλα των αγώνων, αμφορείς πήλινοι, διακοσμημένοι με
τη μελανόμορφη τεχνική, γεμάτοι λάδι από τις ιερές ελιές της Αττικής στον
Ελαιώνα, οι οποίες σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από την πρώτη ελιά που
φύτεψε η ίδια η Αθηνά στην Αττική. Μόνο οι μουσικοί λάμβαναν διαφορετικό έπαθλο.
Οι κιθαρωδοί έπαιρναν χρυσοποίκιλτα στεφάνια αγριελιάς και χρηματικά έπαθλα.
Αναλόγως με τη θέση κατάταξης στο διαγωνισμό, ποίκιλλαν η αξία του στεφανιού και
το ύψος του χρηματικού ποσού. Οι αυλωδοί έπαιρναν κάπως χαμηλότερης αξίας έπαθλα
και χρηματικά ποσά, ενώ στους μονωδούς άρπας και αυλού δίνονταν μόνο
στεφάνια.
Οι δύο
πρώτοι νικητές των αθλητικών αγώνων λάμβαναν έπαθλα που κυμαίνονταν από 60 ως 5
αμφορείς. Στα ιππικά αγωνίσματα τα έπαθλα ήταν μεγαλύτερα. Στα ομαδικά
αγωνίσματα έπαθλο έπαιρνε μόνο η νικήτρια ομάδα. Στον πυρρίχιο και στο
διαγωνισμό της ευανδρίας η νικήτρια ομάδα έπαιρνε ένα βόδι και 100 δρχ. Την
εποχή του Αριστοτέλη, οι διαγωνιζόμενοι της νικήτριας ομάδας στην ευανδρία
λάμβαναν και μία ασπίδα.
Σύμφωνα
με μια πρόσφατη θεωρία, το πρόγραμμα της εορτής ήταν το εξής:
1η ημέρα: Μουσικοί και ραψωδικοί αγώνες
2η ημέρα: Αθλητικοί αγώνες αγοριών και αγένειων νέων
3η ημέρα: Αθλητικοί αγώνες ανδρών
4η
ημέρα: Ιππικά αγωνίσματα
5η ημέρα: Ομαδικά αγωνίσματα ανά
φυλή
6η ημέρα: Λαμπαδηδρομία και παννυχίδα (ολονυκτία).
Πομπή και θυσία
7η ημέρα: Αγώνας αποβατών και
λεμβοδρομία
8η ημέρα: Βραβεία, εορτασμοί
Δεν
υπήρχαν θεωρεία ή κερκίδες, πλην ενός περιορισμένου τμήματος στη θέση όπου τον
4ο αι. π.Χ. ανεγέρθηκε ο Ναός του Πατρώου Απόλλωνος. Στα μέσα του 3ου αι. π.Χ.,
ο φιλομακεδόνας πολιτικός Δημήτριος, απόγονος του Δημητρίου Φαληρέως, ανέγειρε
ένα βάθρο ψηλότερο από τη Στοά των Ερμών, προκειμένου να μπορέσει η Κορίνθια
εταίρα που ήταν ερωμένη του να παρακολουθήσει την πομπή των Παναθηναίων, γεγονός
που προκάλεσε αγανάκτηση.
3.
Συνάθροιση των υποψήφιων μυστών των Ελευσινίων Μυστηρίων
Τα
Μεγάλα Μυστήρια της Ελευσίνας ήταν μία από τις μεγαλύτερες εορτές του αθηναϊκού
κράτους. Τελούνταν στα μέσα του μήνα Βοηδρομιώνα, στο τέλος του καλοκαιριού. Την
εορτή σηματοδοτούσε μια κεντρόφυγος πομπή, αφού ένωνε το άστυ με την εσχατιά της
επικράτειας της πόλης, δηλ. το δήμο της Ελευσίνας. Στο χώρο πάνω από την Αγορά,
πιθανόν ήδη από τον ύστερο 6ο αι. π.Χ., είχε δημιουργηθεί ένα ιερό το οποίο ήταν
αφιερωμένο στις δύο θεές της Ελευσίνας, τη Δήμητρα και την Κόρη, το Ελευσίνιο
της πόλης. Εκεί μεταφέρονταν από το ιερό της Ελευσίνας ιερά αντικείμενα,
προκειμένου κατά τη διάρκεια της μεγάλης πομπής να επανατοποθετηθούν στην αρχική
τους θέση. Από τον 4ο αι. π.Χ. και εξής, οι έφηβοι της πόλης πήγαιναν στις 13
στην Ελευσίνα, διανυκτέρευαν σε ένα προάστιο της Αθήνας και επέστρεφαν στις 14,
συνοδεύοντας τις ιέρειες με τα «ιερά πράγματα» μέσα σε στρογγυλά κουτιά, που
ονομάζονταν κίσται, δεμένα με κόκκινες κορδέλες. Καταλήγοντας στο Ελευσίνιο, ο
αξιωματούχος με τον τίτλο «φαιδυντής (καθαριστής) των δύο θεών» ανέβαινε στην
Ακρόπολη προκειμένου να αναγγείλει στην ιέρεια της Αθηνάς ότι τα «ιερά πράγματα»
είχαν φθάσει με ασφάλεια στην πόλη. Πιθανόν να διέτρεχαν την Αγορά της Αθήνας σε
πομπή, κάτι τέτοιο όμως δεν αναφέρεται από τις πηγές μας.
Η εορτή
των Μεγάλων Μυστηρίων ξεκινούσε την επομένη, στις 15 του Βοηδρομιώνος, με την
τελετή που είναι γνωστή ως αγυρμός (συγκέντρωση). Ο άρχων βασιλέας, ο ανώτερος
θρησκευτικός άρχοντας της Αθήνας, που είχε το γενικό πρόσταγμα της εορτής των
Ελευσινίων Μυστηρίων, καλούσε το δήμο σε εορταστική συνάθροιση στην Ποικίλη
Στοά, όπου παρουσία των σημαντικότερων αξιωματούχων του Ελευσινίου ιερού, του
δαδούχου και του ιεροφάντη, γινόταν η επίσημη τελετή προκήρυξης της εορτής των
Μυστηρίων. Όσοι επιθυμούσαν να μυηθούν συγκεντρώνονταν εκεί και ακολουθούσε η
«πρόρρησις», μια διαδικασία που αποτελούσε, μετά την Κλασική περίοδο, καθήκον
ενός ειδικού αξιωματούχου, του ιεροκήρυκα, ο οποίος προερχόταν από το ιερό γένος
των κηρύκων. Με την πρόρρηση, που είχε συνταχθεί από τους δύο ανώτατους
αξιωματούχους του Ελευσινίου ιερού, καλούνταν οι υποψήφιοι για μύηση να
παρουσιαστούν. Το περιεχόμενο της πρόρρησης δεν είναι ακριβώς γνωστό. Απαγόρευε
τη συμμετοχή σε όσους δεν είχαν καθαρά χέρια, δηλαδή είχαν χύσει ανθρώπινο αίμα
ή ήταν υπαίτιοι ιεροσυλίας. Συμμετείχαν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, ελεύθεροι
και δούλοι, αλλά αποκλείονταν οι βάρβαροι. Οι συμμετέχοντες έπρεπε εξάλλου να
γνωρίζουν ελληνικά, ώστε να καταλαβαίνουν τους ιερούς λόγους που θα
επαναλάμβαναν κατά τη διάρκεια της μύησης. Στους ύστερους χρόνους πάντως
γίνονταν δεκτοί όλοι οι Ρωμαίοι πολίτες. Επίσης, οι υποψήφιοι μύστες έπρεπε να
μην έχουν το κακό στην ψυχή τους και να έχουν ζήσει σύμφωνα με την ανθρώπινη και
τη θεϊκή δικαιοσύνη. Όσοι δεν ικανοποιούσαν αυτούς τους όρους καλούνταν να
απόσχουν από τη μύηση. Ασφαλώς περισσότερο ο φόβος της ιεροσυλίας παρά η έρευνα
των αρχών ήταν συνθήκη ικανή για να αποκλείσει τους ανεπιθύμητους. Αναφέρεται
ότι και κάποιοι επώνυμοι, όπως ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, αποκλείστηκαν από τη
διαδικασία.
Είναι
πιθανό στο σημείο εκείνο να γινόταν κάποιου είδους καταγραφή των υποψηφίων, οι
οποίοι έπρεπε να αποδείξουν ότι είχαν προηγουμένως μυηθεί στα Μικρά Μυστήρια,
που τελούνταν στο ιερό εν Άγραις, στις όχθες του Ιλισού. Τους ζητούσαν επίσης να
καταβάλουν την εισφορά τους για τη μύηση, που στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. έφθανε
στο ποσό των 15 αττικών δραχμών, κάτι που αντιστοιχεί με 15 μεροκάματα
ανειδίκευτου εργάτη. Οι υποψήφιοι έπρεπε επίσης να πληρώνουν ένα ποσό ημερησίως,
κατά τη διάρκεια της εορτής, σε όλους τους εμπλεκόμενους αξιωματούχους και στους
μυσταγωγούς, τους προσωπικούς ξεναγούς του κάθε μύστη, που τον συνόδευαν στις
τελετές και προέρχονταν από τα δύο ιερά γένη, στους κήρυκες και στους
ευμολπίδες. Οι μυσταγωγοί ήταν προφανώς επιφορτισμένοι με το καθήκον να
καθοδηγήσουν τους υποψήφιους μύστες στις θυσίες και τις τελετουργικές πράξεις
που έπρεπε να κάνουν για να προετοιμαστούν για τη μύηση. Το ποσό που
συγκεντρωνόταν ήταν ιδιαίτερα υψηλό: μια επιγραφή του 4ου αι. π.Χ. αναφέρει ότι
έπρεπε να παραδοθεί στην ιέρεια των δύο θεών ποσό άνω των 15.000 δρχ.,
προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα της εορτής. Το υπόλοιπο ποσό που συγκέντρωναν
οι αξιωματούχοι προφανώς το μοιράζονταν μεταξύ τους. Μπορούμε να φανταστούμε ότι
οι υποψήφιοι για μύηση ήταν τουλάχιστον 1.000 άτομα τη φορά.
Στη
συνέχεια επιτρεπόταν στους υποψήφιους να εισέλθουν στο Ελευσίνιο και να δουν τα
«ιερά πράγματα», αφού προηγουμένως έπλεναν τα χέρια τους με καθαγιασμένο νερό σε
ένα λουτήριο έξω από το ιερό.
Την
επόμενη ημέρα, οι μύστες οργάνωναν μια πομπή που κατευθυνόταν στη θάλασσα του
Φαλήρου, προκειμένου να καθαρθούν με θαλασσινό νερό και να καταναλώσουν κρέας
χοίρου που ήταν το ιερό ζώο της Δήμητρας. Οι υπόλοιπες τελετές της εορτής δεν
αφορούσαν το χώρο της Αγοράς. Η χρήση της Αγοράς και της Ποικίλης Στοάς κατά τη
διάρκεια του αγυρμού δείχνει να έχει πρακτική παρά θρησκευτική σημασία, καθώς
ήταν το πιο πρόσφορο σημείο για τη συγκέντρωση ενός τόσο μεγάλου πλήθους,
βρισκόταν κοντά στην έδρα του άρχοντα βασιλέα, τη Βασίλειο Στοά, και ήταν
σχετικά εύκολα προσβάσιμη από το Ελευσίνιο της πόλης, που βρίσκεται ακριβώς πάνω
από την Αγορά.
4.
Εορτή του Διός Σωτήρος
Η εορτή αυτή ήταν η τελευταία
του αττικού έτους και λάμβανε χώρα την τελευταία μέρα του Σκιροφοριώνα.
Περιλάμβανε θυσία στο άγαλμα του Δία, ενδεχομένως στην Αγορά, μπροστά από τη
Στοά του Δία. Σε αυτή τη θυσία έπαιρναν μέρος όλοι οι αξιωματούχοι της πόλης, με
επικεφαλής τον άρχοντα βασιλέα. Συνακόλουθα, κάθε διοικητική δραστηριότητα,
καθώς επίσης και η λειτουργία των δικαστηρίων, έπαυαν την ημέρα εκείνη. Δεν
είναι γνωστό όμως αν στην εορτή συμμετείχε και ο λαός της Αθήνας ή αν αφορούσε
μόνο τους αξιωματούχους που έπρεπε να παραλάβουν ή να παραδώσουν την αρχή
(συμπεριλαμβανομένων των 500 βουλευτών). Ήταν κατ’ ουσίαν η εναρκτήρια τελετή
του νέου έτους, έκφραση ευγνωμοσύνης της πόλης προς το Δία για την προστασία του
κατά τη διάρκεια του παρελθόντος έτους και έκφραση της προσδοκίας για τη
συνέχιση της ευημερίας της πόλης κατά το επόμενο έτος. Η πρωιμότερη αναφορά στην
ιεροτελεστία αυτή βρίσκεται σε ένα λόγο του Λυσία που χρονολογείται στο 382
π.Χ.
5. Αγώνας οινοποσίας και ιερός
γάμος κατά τη διάρκεια των Ανθεστηρίων
Τα Ανθεστήρια εορτάζονταν κατά
τη διάρκεια του μήνα Ανθεστηριώνα, από τις 11 ως τις 13, διάστημα που
αντιστοιχεί περίπου με το τέλος του Φλεβάρη. Η εορτή περιλάμβανε διάφορες
δραστηριότητες σε αρκετά σημεία της πόλης, το επίκεντρο όμως των εορτασμών ήταν
το ιερό του Διονύσου εν Λίμναις, στην περιοχή της όχθης του Ιλισού. Η εορτή
αποτελούσε συνδυασμό οικιακών και δημόσιων δραστηριοτήτων. Στις δεύτερες αξίζει
να αναφέρει κανείς τις δύο τελετές που γεωγραφικά σχετίζονταν με την Αγορά της
Αθήνας. Η πρώτη, με την ονομασία Χόες, λάμβανε μέρος τη δεύτερη ημέρα της εορτής
στο Θεσμοθετείον, δηλ. την έδρα των αξιωματούχων που ήταν γνωστοί ως θεσμοθέται,
το οποίο πρόσφατα ο Camp ταύτισε με τη Στοά του Διός Ελευθερίου. Επρόκειτο για
έναν αγώνα οινοποσίας: οι συμμετέχοντες, υπό την αιγίδα του άρχοντα βασιλέα,
έπρεπε να πιουν απνευστί το περιεχόμενο ενός χου άκρατου οίνου (περίπου 3,2
λίτρα), καθισμένοι μόνοι σε ένα τραπέζι. Ο νικητής λάμβανε ως έπαθλο έναν ασκό
κρασί (όπως ο Δικαιόπολις στους Αχαρνείς του Αριστοφάνη). Η τελετή
πραγματοποιούνταν σε κλειστό χώρο. Αντίθετα, ο ιερός γάμος, ήταν ένας συνδυασμός
τελετών σε ανοικτό και κλειστό χώρο.
Ο ιερός γάμος ήταν η μυστική
ένωση του θεού Διονύσου με τη Βασιλίννα, τη σύζυγο του άρχοντα βασιλέα. Λάμβανε
χώρα στο Βουκόλειον, ένα κτήριο που δεν έχει ταυτιστεί με ακρίβεια αλλά
βρισκόταν κοντά στην Αγορά. Η τελετή όμως περιλάμβανε και την πομπή η οποία
συνόδευε τη Βασιλίννα ως νύφη του θεού στο Βουκόλειον, από το ιερό του Διονύσου.
Η πομπή ενδεχομένως να διέσχιζε την Αγορά.