Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

ΛΕΞΙΚΟ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ

Αβάζος- Από το τουρκ. avaz, κραυγή, βοή.{ΣΗΤΡ} ......
Αβάνης/Αβάνέας/Αβάνογλου- Από το δημώδ. αβάνης, ο συκοφάντης, μεσαιωνικό αβάνης<αραβ. hawan. Και αβανιά η συκοφαντία, η κακολογία. (Λ.Τ) (ΘΗΣΑΥ) .....
Αβάσταγος- Από το δημωδ. αβάσταγος, ο ασυγκράτητος, ο ανυπόμονος, μσν. αβάσταγος<ελνστ. βάστακτος. Ως επώνυμο, καταγράφεται το 1264, στην Κεφαλονιά. (BZP) (ΛΤ).....
Αβδελάς/Αβδελόπουλος- Από το δημώδ. αβδέλλα, η βδέλα, <αρχ. βδέλλα. Αβδελάς πιθανώς ο έμπορος βδελλών, ίσως για θεραπευτικούς λόγους. (Λ.Τ) (ΘΗΣΑΥ) .....
Αβράμης/Αβραμάκης/Αβραμόπουλος κοκ- Από το χριστ. βαφτ. Αβραάμ, εβρ.Abhraham, ο πατέρας πολλών εθνών. Αρκετά διαδεδομένο βαφτ. εξού και οι πολλές παραλλαγές του. Ως επώνυμο ήδη από τον 13ο αι. ως Αβράμος, ᾿Αβράμης (Κρητ.) , κτλ. (ΛΜ) (BZP) .....
Αγαπητός/Αγαπήτογλου/Αγαπητάκης/Αγαπητόπουλος κ.α. – Από το βαφτ. Αγαπητός, ήδη από την κλασσική εποχή, και όχι σπάνιο τη βυζαντινή περίοδο φτάνοντας ως τις μέρες μας. Ως επώνυμο συναντάται τον 14ος αιώνα καθώς αναφέρεται κάποιος ιερέας Ιωσήφ Αγαπητός στο Γαλατά της Πόλης, και ένας Αγαπητός το 1321 στο Νεοχώριον Χαλκιδικής κ.α.. (BZP) ......
Αγιομαυρίτης-Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την Αγία Μαύρα, η Λευκάδα τον μεσαίωνα.{ΤΠΝΜ}......
Αγοραστός- Από το επιθ.αγοραστός «αυτός που αποκτήθηκε με αγορά»<αγοράζω + παραγ.επίθ.-τός. Δηλώνει τα έκθετα παιδιά που υιοθετήθηκαν όπως και τα Βρετός, Πουλημένος, Πούλος.{ANX}.....
Αγουρίδας-Από το ουσ. αγουρίδα η· αγγουρίδα· αγουρίς, άγουρος καρπός αμπέλου.{ΜΣΚ}.... .
Αγραβάνης- Από το δημώδ. αγραβάνι, ο καρπός της αγραβανιάς, αλλιώς η κουτσουπιά, δύσκολα να ετυμολογηθεί ακριβώς η λέξη. (ΘΗΣΑΥ) ........
Αδρασκέλας- Από το δημωδ. αδρασκελιά, η δρασκελιά, το βήμα με μεγάλο άνοιγμα των σκεών, το ανοιχτό βήμα. Λογικά αδρασκελάς, αυτός που περπατάει με μεγάλα βήματα-δρασκελιές. Η λέξη από το ελνστ. διασκελίζομαι `κάνω μεγάλο βήμα΄. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ) .......
Αδραχτάς/Αδράχτας- Από το δημωδ. αδράχτι, το κυλινδρικό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο του μαλλιού, < μσν. αδράχτι<ελνστ. δράκτιον υποκορ. τουδρακτος.Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 15ο αι., αναφέρεται ένας Αδραχτάς Μιχαήλ. (ΛΤ) (BZP)
Αζάπης- Από το αραβοτουρκ. Azap, στρατιώτης ή ναύτης υποχρεωμένος να μένει άγαμος, ο ατίθασος μτφ.{ΣΗΤΡ}
Αζαρίας- Από το βαφτιστικό Αζαρίας, πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης. Το όνομα, στα εβραικά, σημαίνει «βοηθούμενος από τον Θεό», ενώ στην ελληνική λαϊκή κουλτούρα οι μητέρες έταζαν τα μωρά τους πριν γεννηθούν στον Άγιο Αζαρία, παρετυμολογώντας το όνομα ως «αζάρωτος» για να μη γεννηθεί το μωρό ζαρωμένο.
Αηδόνης- Από το δωμωδ. αηδόνι, ωδικό πτηνό, και μεταφορικά για πρόσωπα, ο καλλίφωνος, μσν. αηδόνι (ν) < ελνστ. ηδόνιον υποκορ. του αρχ. ηδών. (ΛΤ)
Αϊβαλιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Αϊβαλί της Μικρασίας, τις αρχαίες Κυδωνίες. Η ονομασία Αϊβαλί, λογικά σχετίζεται με την αρχική ονομασία, καθώς ayva είναι στα τούρκικα το κυδώνι. Η κατάλ. - (ι) ώτης, συνηθέστατη σε πατριδωνυμικά επώνυμα, πρβλ. Βολιώτης, Χαλκιδιώτης, Θασιώτης κτλ, από το αρχ. επίθ. –ώτης, πρβλ. δεσμώτης, Ηπειρώτης, Σικελιώτης, Παρπαριώτης κτλ. (ΛΤ)
Ακαρέπης- Από το το τουρκικό akrep, ο σκορπιός.
Ακίλας- Από το αραβ/τουρκ. akil, φρόνιμος, συνετός.{ΣΗΤΡ}
Άκουρος- Από το δημώδ. άκουρος, ο ακούρευτος, στερ. –α και αρχ. κουρά. (ΛΔΗΜ)
Άκρατος- Από το δημώδ. άκρατος, ο ανόθευτος, ο αμιγής και για χαρακτηρισμό ανθρώπου, ο γνήσιος, ο πραγματικός, <αρχ. επίθ. άκρατος. Η λέξη και σήμερα ιδιωματικά. {ΜΣΚ} (ΛΔΗΜ)
Ακρίδας-ν.ε. ακρίδα<αρχ.κρίς, αιτ. -ίδα{Λ.Τ.}
Αλαµπάντας-Από το διαλεκτ. αλαμπάντα=ανακατωσιά, επανάσταση.< ιταλ.εκφρα. alla banda (λαφυραγωγία) .{ΗΠΟΙΚ}
Αλατζάς-Σχετικό με το ν.ε. αλατζάς, βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας: Φουστάνι από αλατζά. <τουρκ. alaca –ς{Λ.Τ.}
Αλατερός- Από το δημωδ. επίθ. αλατερός, ο έχων πολύ αλάτι, ο αλμυρός, <μσν. αλατερόν<αρχ. άλας.
Αλαφούζος- Από το ιδιωμ. αλάφι, αντί ελάφι (και αλαφίνα αντί ελαφίνα) , και την ιδιωμ.υποκοριστική κατάληξη –ούζος, πρβλ. Γιαννούζος, Γαβρούζος κτλ. (ΛΔΗΜ)
Αλαβάνος- Σχετικό με το ιδιωμ. αλαμάνος, απάνθρωπος, αιμοβόρος. Ετυμολογικά συνδέεται με το φράγκικο alleman, ο Γερμανός, που πέρασε σε μερικές ελληνικές διαλέκτους ως χαρακτηρισμός, όπως κι άλλα εθνικά ονόματα λόγω στερεοτύπων που επικράτησαν στον λαό, Βούλγαρης, Αρναούτης, Τσιφούτης, Λιτζερίνος κτλ. (ΛΔΗΜ)
Αλεβίζος/Αλεβιζάκης/Αλεβιζόπουλος/Αλεβιζάτος- Από το παλαιότ. βαφτ. Αλεβίζος, ελληνοποίηση του ιταλ. Alviso και αυτό με τη σειρά του ιταλοποίηση του νορβ. Alvis, πρόσωπο της μυθολογίας των Νορβηγών.
Αλετράς- Ο κατασκευαστής αλετριών (αλέτρι, το) , <ουσ. άλετρον{ΗΠΓΛ}
Αλευράς- Από το ν.ε. αλευράς, ο αλευροπώλης, παροιμ. «αλευράς και πεινασμένος δε γίνεται». <αρχ. λευρον . Ως επώνυμο εμφανίζεται πρώτα, τουλάχιστον, το 1436. (ΛΔΗΜ)
Αλέφαντος- Μητρωνυμικό επώνυμο από το σπάνιο βαφτιστικό Αλεφαντώ (Ελεφαντώ) . Πολύ σπάνιο και σήμερα χρησιμοποιείται όμως. Λιγότερο πιθανό είναι το επώνυμο να προέρχεται από το δημωδ. αλεφάντης, οπή επι της στέγης ή η είσοδος οικήματος από την οποία εισέρχεται το φως.Πρβλ. παρόμοια επώνυμα Φεγγίτης, Γκλαβάνης (βλ.επών.) κτλ.Σε διάφορες περιοχές όπως την Κάρπαθο η λέξη “αλεφαντού” δηλώνει την υφάντρια, και είναι σχετικός με την παραλλαγή του επωνύμου Ανυφαντής/Αλυφαντής. (ΚΡΠΘ)
Αλικάκης (Αλικάκος) - Σχετικό με το τουρκ.alik, το φτιασίδι, η ερυθρότητα (ΕΠΜΑ)
Αλισανδράκης/Αλυσανδράκης- Από την ιταλική παραλλαγή το ονόματος Αλέξανδρος, Alissandro=Alessandro, συν την συνηθέστατη κατάληξη στην Κρήτη, -άκης. Το επώνυμο απαντάται στο Ρέθυμνο, Ρουμελή Μυλοπ. Και Πλάτανος Αμαρ.) . (ΚΡΗΤ)
Αλούπης-Από το ιδιωμ. αλουπού, η αλεπού, αρχ. αλώπηξ..Στην κεφαλλ. διάλ. αλούπι, ο ζωηρός, δραστήριος, πανούργος, σχετικό με την αλεπού.{ΓΚΕ}
Αλιτζερίνος/Λιτζερίνος- Από το δημώδες (α) λιτζερίνος, που εκτός από την πρωταρχική του σημασία (Αλγερινός) σήμαινε και τον πειρατή, τον κουρσάρο, φαινόμενο συνηθέστατο ανάμεσα σε ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα στη Μάνη. Η λέξη είχε και την έννοια του αρπακτικού και κακόπιστου ανθρώπου. (ΛΔΗΜ)
Αλφιέρης- Από το δημώδ. αλφιέρης, ο σημαιοφόρος, φλαμπουροφόρος, την περίοδο της τουρκοκρατίας/βενετοκρατίας, από το ιταλ. l’alfiere. (ΘΗΣΑΥ)
Αμανατίδης/Αμανετίδης/Αμανετόπουλος- Από το τουρκ. amanet, παρακαταθήκη, σύμφωνα με τον Βογιατζόγλου. Θεωρώ πιθανότερο να σχετίζεται με το (ομόριζο;) ν.ε. αμανέ<τουρκ. mân (i) - είδος λαϊκής μουσικής, πρβλ. αμανετζής. (ΕΠΜΑ)
Αμδίτης- Επώνυμο εθνικό που δηλώνει καταγωγή από περιοχή που ονομάζεται Αμδί, συν την κατάλ. –ίτης. Οικισμό Αμδί δεν βρήκα πουθενά, αμδί πάντως στην διάλεκτο της ανατολικής Θράκης (Σαράντα Εκκλησιών) , έλεγαν το αμμούδι, την άμμο.
Αμοιρίδης/Αμυράς- Ίσως να σχετίζεται με την λέξη άμοιρος, ο κακόμοιρος, αλλά θεωρώ ότι το –οι- προήλθε από λόγιο ορθογραφικό «εξελληνισμό». Είναι πιθανότερη η συσχέτιση του με το μεσν. αμιράς, ο άρχοντας, στρατηγός, που χρησιμοποιήθηκε και ως βαφτιστικό, εξού και η διάδοσή του. Η λέξη χρησιμοποιείται και θωπευτικά ως προσφώνηση, «αμιρά μου» (άρχοντα μου) , < <αραβ.amīr, η λέξη από τον 7ο αι. (μ.Χ) στα ελληνικά. Σαν επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα με μορφές όπως Αμηράλης (128-Σμύρνη) , Αμιρούτζης (Τραπεζ.) κτλ (ΜΣΚ) (ΛΤ) (BZP)
Αμπατζής -κατασκευαστής ή πωλητής χοντρών μάλλινων υφασμάτων ή ρούχων.<τουρκ.Abacι{ΜΣΚ}
Αμπράζης- Από το αραβ/τουρκ. ebras, ψωραλέος, αγροίκος.{ΣΗΤΡ}
Αναγνώστης/Αναγνωστόπουλος/Αναγνωστάκης- Από το ν.ε. αναγνώστης ο. 1) Aυτός που διαβάζει 2) Πρόσωπο με κατώτερο εκκλησιαστικό βαθμό <αρχ.ουσ. αναγνώστης.που βοηθεί το διάκονο και τον ιερέα στα έργα τους. Και σαν βαφτιστικό σε ορισμένες περιοχές όπως την Πελοπόννησο, εξού η ευρεία διάδοση του ως επώνυμο, με όλες τις παραλλαγές του. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, ως Αναγνώστου (Εύβοια) , ᾿Αναγνώστης (Θεσσ/κη) {ΣΗΤΡ} (BZP)
Αναλυτής- Από το μεσν./δημώδ. αναλυτής, αυτός που αναλύει λεπτομερώς τα πράγματα, από το αρχ. ρήμα αναλύω. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, καθώς αναφέρεται κάποιος Αναλυτής στην Κεφαλονιά το 1264, αλλά και το 1331/2 αναφέρεται κάποιος Κωνσταντίνος Αναλυτής, ιερέας-δωρητής της εκκλησίας των Ταξιαρχών στη Δεσφίνα Φωκίδας. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Αναματερός- Από το δημώδες αναματερό και αναματηρό, το δοχείο που μπαίνει το ανάμα. Ανάμα λέγεται στην εκκλησιαστική ορολογία το κόκκινο κρασί που χρησιμοποιείται για τη Θεία Ευχαριστία, <μεσν. νάμα με τη σημερινή σημασία< αρχ. νμα «τρεχούμενο νερό». (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Αναστασοβίτης- Επώνυμο εθνικό που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Αναστάσοβα της επαρχίας Καλαβρύτων, σήμ. Ανάσταση. Σλαβογενές τοπωνύμιο που δημιουργήθηκε από το βαφτ. Αναστάσιος, ως ανδρωνυμικό. {ΤΠΝΜ}
Αναστασόπουλος/Αναστασάκης κοκ- Από το βαφτ. Αναστάσιος, <αρχ. ανάστασις, έχει μορφές όπως Τάσιος, Τάσος, Σάκης, Τούσιας, Τσιάκος, κτλ.Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, με μορφές όπως, Αναστάς (Τραπεζ.) , Αναστάσης (Λήμν.) , Αναστασιόπουλος (Θεσσ/κη) , Άναστος (Τραπεζ.) , κτλ. (ΛΜ) (BZP)
Αναπλιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Ανάπλι<Ναύπλιο λαικτρ.{ΤΠΝΜ}
Ανδριόπουλος / Ανδρουλάκης /Ανδρικόπουλος/Ανδρίτσος/Ανδρούτσος κοκ- Από το βαφτ. Ανδρέας, και τις καταλ. 1) –ίκος, από την μεσν. υποκορ. κατάλ. –ίκι (ο) ν, πρβλ. πέρδιξ-περδίκιον κ.α., 2) –ίτσος, από το μεσν. υποκορ. επίθ. –ίτζι (ν) , -ίτσι (ν) , εξέλιξη του παλαιότερου –ίκιν, πρβλ. αστρίκιν/αστρίτσι, 3) –ούτσος, από το μεσν. επίθημα –ούτση (ς) -ικος< ιταλ. υποκορ. επίθημα ucc (io) , πρβλ. ιταλ. animaluccio “ζωάκι”. Ως επώνυμα με αυτούς τους τύπους, τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, όπου αναφέρονται Ανδρούτζος στη Βέροια, και ᾿Ανδριτζόπουλος στην Αιτωλία. (ΛΤ) (ΛΜ) (BZP) (DCHD)
Ανδρώνης- Από το βαφτ. Ανδρώνης, υποχωρητικά, < Ανδρόνικος. Το όνομα Ανδρόνικος ήταν πολύ διαδεδομένο στα ύστερα βυζαντινά χρόνια, ίσως λόγω των δύο αυτοκρατόρων Ανδρόνικων, 14ος αι.. Εμφανίζεται και σαν Ανδρωνάς τον 13ο αιώνα στη Θεσσ/κη.Και όνομα οικισμού στην Ηλεία, Αντ (δ) ρώνη (του) . (BZP) (ΑΝΧΜ)
Αντωνίου/Αντώναρος/Αντωνόπουλος κοκ- Από το βαφτ. Αντώνιος, όνομα αγιών, από το λατ. Antonius, άγνωστου ετύμου, ίσως ετρουσκικής αρχής. (ΛΤ)
Ανευλαβής- Από το μεσν. ανευλαβής, 1) ο μη ευλαβής, ο μη σεβόμενος ή μη φοβούμενος, και 2) ο θρησκευτικά ασεβής. (ΛΔΗΜ)
Ανυφαντής- Από το δημ. ανυφαντής (μεσν. ανυφάντης) , ο εξ επαγγέλματος υφαντής, αυτός που υφαίνει. Και Αλυφαντής, Αλφαντής. (ΛΔΗΜ)
Άντζας- Από το ιδιωμ. άντζα, η γάμπα, μσν. άντζα <μσνλατ. *ancia.. Ως επώνυμο αναφέρεται ήδη από τον 11οαιώνα.{Λ.Τ.}
Αξαόπουλος- α) Από το δημώδες αξάγι/αξάι, το εξάγιον, το αλεύρι που δίνεται για αμοιβή στο μυλωνά. β) Ίσως από διαλεκτ. μορφή (Πελ/σος) του δημωδ. επιθέτου άξαντος/άξαστος, ο αλανάριστος, αυτού που δεν μπορεί να λαναριστεί το μαλλί του. Η πρώτη εκδοχή πρέπει να θεωρηθεί επικρατέστερη. (ΛΔΗΜ)
Απέκης/Απόκης- Από το ιδιωμ. (Πελ/σο) απέκης/απόκης, ο Ρουμελιώτης, ο «απ’έκει», ο από απέναντι, από τη Στερεά Ελλάδα.
Απέργης- Από το μεσν. απέργης, ο αμαρτωλός, ό άνομος. Από το ουσ. απέργιν, η αμαρτία, ανομία. (TRAPP)
Απόκοτος- Από το μεσν. και δημωδ. επιθ. απόκοτος, ο υπερβολικά τολμηρός, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, < μσν. απόκοτος. (ΤΣΑΚΛ) (ΛΤ)
Αποσπόρης- Από το δημωδ. απόσπορο, κυριολ. το υπόλειμμα του σπόρου, μτφ. και συνήθ. χαρακτηρισμός του τελευταίου παιδιού μιας οικογένειας, αλλιώς το απογόνι, στερνοπαίδι. (ΛΔΗΜ)
Αποστολάκης/Αποστολάτος/Αποστολάκος κοκ- Από το βαφτ. Απόστολος-ης, αρχικά η λέξη, απόστολος, δήλωνε τον αγγελιοφόρο<αποστέλλω, διαδόθηκε λόγω των Δώδεκα Αποστόλων. Ως επώνυμο εμφανίζεται τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, ως Αποστόλης (1265-Σμύρνη) , Αποστολόπουλος (1284-Λήμνος) , κτλ. (ΛΜ) (BZP)
Αράπης/Αράπογλου- Από το δημωδ. αράπης, 1) αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή, ο μαύρος, ο νέγρος, 2) ο Άραβας, 3) ο πολύ μελαχρινός, μελαψός.<τουρκ. arap. Η κατάληξη –όγλου, σχεδόν κατά κανόνα κατάληξη Μικρασιατών, προέρχεται από το τουρκ. –oglu
Αρβάλης- Από το δημωδ. αρβάλι, ο αναρτήρας του κουβά, ή της μπακράτσας, το πιαστήρι, και ρήμα αρβαλώ/αρβαλίζω κάνω κρότο με αρβάλια, αρβάλη σύμφωνα με τον Ησύχιο, «τήγανον οστράκινον, Ταραντίνοι». (ΛΔΗΜ)
Αργύρης/Αργυράκης/Αργυρούσης κοκ- Από το βαφτ. Αργύρης<Αργύριος, μάρτυρας της Ορθοδ. Εκκλ., συντομευμένος τύπος του Ανάργυρος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα ως Αργύρης, Αργυρόπουλος, Αργυρός κτλ. Ως Αργυρόπουλος είναι γνωστός και ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο Γ’ (1028-1034) , και ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, σημαντικός λόγιος του 15ου αιώνα. (ΛΜ) (BZP)
Αρίδας- Από το δημωδ. αρίδα, 1) είδος τρυπανιού, και 2) αρίδα τα πόδια, «μάζεψε τις αρίδες σου», και αρίδας αυτός που έχει μακριά πόδια, αρχ.ρίς. (ΛΔΗΜ)
Αρμάγος-Αρμάος- Απο το βαφτ. Αρμάος-Αρμάγος, από το βενετσιάνικο armato, διαδεδομένο σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου (Ιόνιο, Κρήτη, Θεσσαλία, Σέρρες κτλ) . (ΑΝΧΜ)
Αρνάρης- Από το ν.ε. αρνάρης, ο έχων πρόβατα, αρνιά, ο προβατάς, πρβλ. Γιδάρης, Γελαδάρης κτλ. (ΛΔΗΜ)
Αρνιακός- Πατριδωνυμικό, δηλώνοντας καταγωγή από τοπωνύμιο όπως Αρνάς Πάρου και Άρνα Λακωνίας. Η κατάληξη –ιακός είναι αρκετά σπάνια, παρόμοιο σχηματισμός είναι το «Βυζαντιακός». Λιγότερο πιθανό, από το δημωδ. αρνιακό, το δέρμα του αρνιού, το αρνοτόμαρο, προβιά. Πιθανώς το επώνυμο δηλώνει κάποιον που επεξεργαζόταν την προβιά, ή την πουλούσε. (ΛΔΗΜ)
Αρφάνης/Αρφανίδης/Αρφανάκος/Αρφανάκης- Από το ιδιωμ. αρφανός, ο ορφανός. Ως επώνυμο με την πιο συνηθισμένη και αρχική μορφή της λέξης, ορφανός, εμφανίζεται : το 13ο αιώνα στη Κεφαλονιά ως Ορφανός, το 15ο αιώνα ως Ορφανόπουλος, το 1288 ένας Λέων Ορφανός στην Κω κ.α. Η λέξη από το αρχαίο «ορφανός». (ΛΔΗΜ) (BZP) (ΛΤ)
Αρώνης- Από το βαφτ. Αρώνης, η εξελληνισμένη μορφή του βιβλικού Ααρών. Ως επώνυμο (ή μορφή βαφτιστικού) συναντάται για πρώτη φορά το 1260 στην Τραπεζούντα. (BZP)
Ασκούνης/Ασκόπουλος- Από το δημωδ. ασκί, υποκορ. του ασκός, το ασκάκι, και ασκοπούλι. Συν την υποκορ. κατάλ. –ούνης (μσν. -ούνι < αρχ. υποκορ. επίθημα –ιον, πρβλ. κεντρούνι, βυζούνι, Βασιλούνης, Δεσπούνης κτλ) , και το Ασκόπουλος με την συνηθέστατη πατρωνυμική κατάλ. –όπουλος. Το επώνυμο πιθανώς σχηματίστηκε από το επαγγελματικό Ασκάς, ο κατασκευαστής ασκών. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Ασλάνης- Από το τουρκ. aslant, λιοντάρι.{ΣΗΤΡ}
Ασπιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Ασπάι της Κέρκυρας, πρβ.Ασπιωτάδες Κέρκυρας.{ΤΠΝΜ}
Ατματζίδης-Προέρχεται απο το τουρκ. ουσ. atmaca που δηλώνει ένα είδος γερακιού (accipiter gentilis) , το ξεφτέρι.Εμφανίζεται και ως Ατματζιάδης, Ατματζής, Ατματζάκης, κτλ. (ΕΠΜΑ)
Αυγενάκης/Αυγεράκης/Αυγέρης/Αυγερόπουλος κ.α.- Από το βαφτ. Αυγερινός, όνομα από το επίθετο του πλανήτη Αφροδίτη, όπως φαίνεται την αυγή ως το τελευταίο άστρο της νύχτας, <μεσν.<επιθ. Αυγερινός< αρχ. αυγή, κατά το εσπερινός, νυχτερινός κ.α. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, αναφέρεται κάποιος Αυγερηνός Ιωάννης στη Λήμνο το 1300. (ΛΜ) (BZP)
Αφιώνης- Από το ν.ε. αφιόνι, το όπιο<μσν. αφιόνι (ον) αντδ. < τουρκ. afyon -ι (ον) < περσ. < ελνστ.πιον.{ΔΟΦ}
Αχαμνός- Από το ιδιωμ. αχαμνός, ο άσχημος, ο αδύνατος, ο ισχνός, <μσν. αχαμνός, `αδύναμος΄ < χαμνός, < αρχ. χανος. (ΛΤ)

B

Βαβύλης- Από το όνομα αγίου της Εκκλησίας, Άγιος Βάβυλας, επίσκοπος Αντιόχειας τον 3οαιώνα, ή λέξη ίσως σχετίζεται με το αρχ. βαβύλας-βαβύας, σύμφωνα με τον Ησύχιο «ο βόρβορος, πηλός». Λιγότερα πιθανό, από τη κεφαλλ. Ιδιωμ. λέξη βαβύλα, είδος κανθάρου βαθυκόκκινου, εκφρ. «βαβύλα κεράσια» δλδ κατακόκκινα-ώριμα κεράσια.{ΓΚΕ}
Βαγενάς- Από το ν.ε. βαγένι-βαρέλι, < μεσν. βαγοίνιον. Ο Meyer την ετυμολογεί από το σλαβ. vagan “ξύλινη γαβάθα”. Πιθανώς από το <μεσν. λατ. vagna.{ΤΟΖ}
Βαγιωνάς/Βαγιόνης/Βαγιονάκης/Βαγιανόγλου κοκ- Από το βαφτ. Βάϊος, Βάγια, Βαγιώνα, <μτγν. βάιον, και βάγια, τα κλαδιά από φοίνικα, δάφνη κλπ, που δίνονται στους εκκλησιαζόμενους την Κυριακή των Βαΐων. (ΛΜ)
Βαζούρας/Βαβούρας- Από το δημωδ. βαβούρα, και βαζούρα ιδιωματικά, ο ενοχλητικός θόρυβος, η βοή, φασαρία, <μεσν. βαβούρα, ηχομιμ. < ελνστ. βαβ (άζω) `φωνάζω΄ -ούρα. (ΛΤ) {ΓΛΑΙΤ}
Βακράτσης- Από το τουρκ. bakrac, μικρό δοχείο για μεταφορά νερού, ν.ε. μπρακάτσια.Μπακράτσης/Βακράτσης ίσως ο κατασκευαστής ή έμπορων των συγκεκριμένων δοχείων.{ΣΗΤΡ}
Βαληνάκης- Από το πατριδωνυμικό Βαληνός/Βαλινός, ο καταγόμενος από το χωριό Βαλής του νομού Ηρακλείο, κατά το Πατρινός, Ζακυνθινός, Κομνηνός, Καντακουζηνός κτλ. {ΤΠΝΜ}
Βανδής- Από το μεσν. βάνδον, το. Στρατιωτική σημαία και συνεκδ. στρατιωτική μονάδα. <ουσ. βάνδα<μεσν. λατ. bandum.{ΜΣΚ}
Βαξεβάνης (Μπαχτσεβάνης) - Από το τουρκ. bahçıvan- bahçe- κήπος, ο περιβολάρης, με φωνητικό εξελληνισμό.{ΣΗΤΡ}
Βαρβάκης- Από την ιδιωμ. λέξη βαρβάκι, πουλί νυχτόβιο με μεγάλα στρογγυλά μάτια, και φυτό.{ΣΗΤΡ}
Βαρβαρίγος- Από το βενετσιάνικο επώνυμο Barbarigo, μάλιστα ο Agostino Barbarigo, ήταν δόγης της Βενετίας από το 1486 ως το 1501. Σύμφωνα με το Ιστορικό Λεξικό Ζακύνθου του Ζώη, η οικογένεια καταγόταν από την οικογένεια των Βαρβαρίγων της Βενετίας, αφού πρώτα είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη. Βαρβαρήγοι υπήρξαν και Προβλεπτές της Βενετίας, στη Ζάκυνθο. (ΛΞΖΑΚ)
Βαρβατσούλιας- Κεφαλλ. Ιδιωμ. λέξη βαρβατσούλια, η βαρειά οσμή που έχουν οι …εργένηδες τράγοι. Σχετικό με το «βαρβάτος» και την κατάληξη –ίλα (βλ.προβατίλα, ξινίλακ.α.) {ΓΚΕ}
Βαρβιτσιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Μπαρμπίτσα (Βαρβίτσα) της Λακωνίας, πατρίδα του μεγάλου προεπαναστατικού κλεφτη του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη.{ΤΠΝΜ}
Βαρδής/Βαρδινογιάννης- Από το βαφτ. όνομα Βαρδής, σύνηθες από Έλληνες σε βενετοκρατούμενες περιοχές (Κρήτη, Κυκλάδες κτλ) , από το βενετσιάνικο Baldin, εξελληνισμένο φωνητικά. Το βεν. Valdin με τη σειρά του προέρχεται αποτο αρχ.γερμ.Baldawin
Βαρθακούρης- Από το ιδιωμ. βαρθάκι, το βατράχι, συν την υποκορ. κατάληξ. –ούρης.
Βαρνακιώτης- Επώνυμο γνωστού αγωνιστή του ’21. Το επώνυμο εθνικό, δηλώνει καταγωγή από το χωριό Βάρνακας, οικ. νομού Αιτωλοακαρνανίας, δ. Αλυζίας.{ΤΠΝΜ}
Βασσάρας, -Σχετίζεται με το τοπωνύμιο Βασσαράς, χωριό της Λακωνίας. Δεν είναι σπάνιο (ούτε όμως και σύνηθες) να δημιουργούνται πατριδωνυμικά επώνυμα με την απλή πρόσθεση του τελικού -ς, όπως Λοιδωρίκης, Σαμοθράκης, Σαλονίκης κτλ. Όσον αφορά την ετυμολογία του τοπωνυμίου απο το οποίο προέρχεται πιθανώς και το επώνυμο, η επικρατέστερη άποψη είναι οτι σχετίζεται με την αρχ. και μεσν. ελλ. λέξη βάσσα-τόπος φαραγγώδους κοιλάδας. Την άποψη αυτή δέχεται ο καθ.Δ. Β. Βαγιακάκος, ‘ (Αρχαία καί μεσαιωνικά τοπωνύμια έκ Μάνης, Ελληνικά 15 (1957) , σελ. 207-208) .
Βασκαντάρης.Βασκαντήρας- Από την ηπειρ. ιδιωμ. λέξη βασκαντάρι/βασκαντήρα, όστρακο θαλάσσιο, όπου κρεμούν οι μητέρες στο λαιμό των παιδιών τους προς αποφυγή βασκανίας.{ΗΠΓΛ}
Βαφιάς/Βαφέας/Βαφειάδης/Βαφίδης/Βαφίνης/Βαφόπουλος- Από το δημωδ. βαφιάς, ο ελαιοχρωματιστής, ο μπογιατζής, <αρχ. βαφεύς.
Βεδούρης – Από το δημωδ. βεδούρι/βεδούρα, ξύλινο ποιμενικό δοχείο, καρδάρα, μτφ. ως επίθετο δηλώνει τον παχύ και βραχύσωμος άνθρωπο. (ΛΔΗΜ)
Βελέντζας- Από τη ν.ε. βελέντζα, χοντρό και βαρύ μάλλινο υφαντό με ή χωρίς φλόκια, που το χρησιμοποιούσαν ως κλινοσκέπασμα· (πρβ. φλοκάτη) . τουρκ. velenç (e) -α{ΣΗΤΡ}
Βελιμέζης- Από το τουρκ. bilmez, ο αμαθής, αχάριστος.{ΣΗΤΡ}
Βελόπουλος/Βελής/Βελίδης/Βελιδάκης/Βελλής κτλ- Από το τουρκ. veli, φύλακας, προστάτης, και άνθρωπος κοντά στον Θεό. Λιγότερα πιθανό από το δημώδ. βέλο, λεπτό και διαφανές ύφασμα, παλαιότερα. Ίσως με το δεύτερο να σχετίζεται και το επώνυμο Βελός, που αναφέρεται το 1264 στην Κεφαλονιά. (BZP) (ΕΠΜΣ)
Βέρρας/Βερόπουλος/Βεράκης/Βερίδης/Βερούσης κ.α.- Μητρωνυμικά επώνυμα από το θηλ. βαφτ. Βέρ (ρ) α, από το ιταλ. Vera, από το επίθ. vero<λατ. verus-αληθινός, σωστός-. (ΛΜ)
Βεργής- Επώνυμο από το βαφτ. Βεργής, ήδη από την παλαιολόγεια εποχή ως βαφτιστικό και ως επώνυμο (1370-Πόλη, 1301-Χαλκιδική, κτλ) . Το βαφτ., και ως Βεργής, Βέργος, Βέργω προήλθε από τη λέξη βεργί, ευλύγιστη ράβδος. Παρόμοια βαφτιστικά που βασίστηκαν σε αντικείμενα μπορούν να θεωρηθούν τα Συρμώ-Συρμή (σύρμα) , Βελούδω (βελούδω) , Μπαλάσης (μπαλάσι, είδος πολύτιμου λίθου) , Πιπερώ (πιπέρι) και αρκετά άλλα που δεν χρησιμοποιούνται πλέον. (BZP) (ΣΨΘΡΑ)
Βερεμής- Από το ν.ε. βερέμης, <τουρκ. verem, χτικιό, ο χτικιάρης και κατ’επέκταση ο δύστροπος.{ΣΗΤΡ}
Βερνίκος- Από το δημωδ. βερνίκι, ρευστή, ρητινώδης ουσία που χρησιμοποιείται ως επίχρισμα σε διάφορες επιφάνειες για στίλβωση ή και για προστασία, πιθανώς αυτός που έφερε το επώνυμο ήταν κατασκευαστής ή έμπορος του προϊόντος. ελνστ. βερενίκιον (Λ.Μ)
Βεσκούκης- Από το αρβαν. veshqok, ο έξυπνος, το ξεφτέρι. {ALBD}
Βετούλης- Από το ιδιωμ. βετούλι, το νεογέννητο κατσικάκι.{ΓΚΕ}
Βηλαράς-Από το μεσν./νεοελλ.βηλάρι, το. 1) Ύφασμα του αργαλειού, 2) Παραπέτασμα: να σηκώσουν τα βηλάρια του μίσκαν, <λατ. velarium, η λέξη στα ελληνικά :‑ιον τον 6. αι. και ‑ιν το 10. αι., {ΜΣΚ}
Βλάτης/Βλάττης- Από το δημωδ. βλάττι (ν) - βλατί, πολυτελές μεταξωτό ύφασμα, συν. πορφυρό, και συνεκδ. ένδυμα ή κάλυμμα από αυτό.Ως επώνυμο αναφέρεται ήδη από τον 14ο αιώνα ως Βλατής (Βλατής Θεόδωρος-Μητροπ.Θεσσ/κης{1371) , Βλατάς, Βλατερός κτλ (ΛΔΗΜ) (ΜΣΚ) (BZP)
Βλάχος/Βλαχογιάννης/Βλαχόπουλος/Βλαχάκης κτλ- Από το μεσν. & δημώδ. βλάχος, 1) ο βλαχόφωνος, ο ομιλών βλάχικη-λατινογενή διάλεκτο, 2) ο ορεσίβιος, και νομάδας ποιμένας, 3) ο άξεστος, αγροίκος, ο χωριάτης. Βλάχους λέγανε παραδείγματος χάρη και οι Χιώτες τους προύχοντες συμπατριώτες τους που ξενιτεύονταν στη Βλαχία, όπως επίσης βλάχους ονομάζουν οι Μανιάτες όλους τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα με τύπους όπως, Βλαχοϊάννης (1279-Χαλκ/κη) , Βλαχόπουλος (1316-Σέρρες, 1440-Πάτρα) , Βλάχος (1264- Κεφαλονιά) κτλ. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Βλίτας-από τη ν.ε. λέξη βλίτο, αρχ. ουσ. βλίτον{Λ.Τ.}
Βολουδάκης/Βολούδης- Επώνυμο Σφακιανής οικογένειας, που είναι κλάδος των Πατακών. Η μόνη ερμηνεία που μπορώ να δώσω όσον αφορά την ετυμολογία του επων. Βολούδης, είναι να σχετίζεται με το δημωδ. βόλος, μικρή σφαίρα από γυαλί, η μπίλια, <αρχ. βλος. Η κατάληξη –ούδης, από το υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, -ούδι, μσν. -ούδιν < ελνστ. –ούδιον. Σχετικό επώνυμο αναφέρεται στην Κρήτη (Κάλαμος) , τον 14ο αιώνα, Βόλακας, που σχηματίστηκε από το ίδιο θέμα και την μεγενθ. αρσενικών ονομάτων –άκας. (ΛΤ) (BZP)
Βορίδης/Βοριάς/Βορέας/Βοράκης- Από το δημ. βοριάς, βορέας, ο βόρειος άνεμος, μσν. βοριάς < αρχ. βορέας. Ίσως να χρησιμοποιήθηκε και σαν βαφτιστικό. Παρόμοια επίθετα Πουνέντης, Μαΐστρος, Σιρόκος κτλ. (ΛΤ)
Βόσκαρης- Από το δημωδ. βόσκαρης, ο βοσκός συν την υποκορ. καταλ. –άρης. (ΛΔΗΜ)
Βουλάρης- Από το μεσν. βουλάριος, ο γραμματέας της μητρόπολης, εντελταμένος να φυλάει τη σφραγίδα. (ΛΔΗΜ)
Βουρλής/Βούρλας/Βουρλός- Από το δημωδ. βούρλα, αλλιώς η μούρλα/μούρλια, η τρέλα, η μανία, πρβλ. βουρλίζω, βούρλισμα.< μσν. βουρλίζω `τρέμω σαν βούρλο΄<ελνστ. βρολον. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Βουζουνάρας- Από το ιδιωμ. βουζούνι-α, το απόστημα, το σπυρί-καλόγερος. Η λέξη βουζούνι, από το ιδιωμ. βουζ- ούνι<βύζα+-ούνι. Η κατάλ. –άρας ως μεγενθυτική, πρβλ. Κωνσταντάρας, Γιανναράς κτλ. (ΤΣΑΚΛ)
Βουλάρης- Από το μεσν. βουλάριος, ο γραμματέας της μητρόπολης, εντελταμένος να φυλάει τη σφραγίδα, τη βούλα. (ΛΔΗΜ)
Βουτσάς-από τη λέξη βούτσι+ επαγγελ. καταλ. -άς, βαρέλι. Β.=βαρελάς. (Τριαντ.) , < ελνστ. βούτις.{ΤΟΖ}
Βρεττός/Βρεττάκος- Απο το δημ. βρετός, ο ευρημένος, ο ευρετός, 1) “επί νηπίων, το υπό των οικείων του εγκαταλειφθέν και ευρεθέν υπό τινός, το έκθετον, 2) νήπιον υπό των γονέων του αποτεθέν έμρποσθεν της εκκλησίας, είτε εν τη οδώ, ινά αναλάβη την βάπτισιν του ο πρώτος τυχών διαβάτης. Σύμφωνα με τον Βαγιακάκο, «Μανιάται εις Ζάκυνθον», το όνομα Βρετός, ως βαφτιστικό, είναι σύνηθες στη Μάνη. Έτσι καλείται το εκτεθειμένο από τους γονείς του βρέφος και αργότερα ευρεθέν (βρετό) από άλλους, και ονομάζεται έτσι από πρόληψη πιστεύοντας ότι έτσι θα απόφευχθεί ο θάνατος του βρέφους. Σαν επώνυμο, τουλάχιστον, από τον 14ο αιώνα, με την αρχική μορφή Ευρετός, στην Χαλκιδική (1318) . Την ίδια έννοια έχει και το ιταλ. Esposito, πολύ διαδεδομένο επώνυμο στην Ιταλία. (BZP) (ΛΔΗΜ)
Βρούχας/Βρούχος/Βρουχάκης- Από το ιδιωμ. βρούχος, είδος μεγαλόσωμης ακρίδας, από το αρχ. βρούκος, Ησύχ.Γλώσσ. «βρούκος-ακριδών είδη Ίωνες. Κύπριοι δε την χλωράν ακρίδα βρούκαν». (ΤΣΑΚΛ)
Βουτσινάς-Από το δημωδ. βουτσίνα (βυτίνα, βουτίνα, μπουτίνα, μπουτινέλος) , είδος μεγάλος κάδου για ποιμενική χρήση, η βούτα ή βούτη αλλού. Η παραγωγική καταλ.-άς, δηλώνει επάγγελμα πρβλ. φαναράς, βαρελάς, βουτσάς, βαγενάς κτλ (ΛΔΗΜ)
Βρούβας-από τη λέξη βρούβα, είδος άγριου χόρτου.Και η έκφραση «τρώει βρούβες» για τον εύπιστο.{Λ.Τ.}
Βρούτσης/Βούρτσης- Από το μεσν. (και σημ.ιδιωμ.) βρουτσί (ν) , μικρή βούρτσα από τρίχες χοίρου, <ουσ. βρούτσα. Ως επώνυμο με τη μορφή Βούρτζης, ήδη τον 11ο αιώνα. (J.-Cl. Cheynet, C. Morrisson and W. Seibt) (BZP) (ΜΣΚ)
Βρυώνης- Από το μτγν/μεσν. βρυώνης, είδος αμπέλου.Επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή. Διευκρινιστικά ο γνωστός τουρκαλβανός Ομέρ Βρυώνης όφειλε το «επώνυμο» του στον τόπο καταγωγής του, χωριό Βρυώνη στη νότια Αλβανία. Και στα ν.ε. βρυωνιές είδος φυτού. (ΛΔΗΜ)
Βωβός- Από το μσν. βωβός, ο άλαλος, ως επώνυμο καταγράφεται τον 11ο αι. από τον Κεδρηνό (Georgius Cedrenus, Bonnae, 1838-1839, II, 451, 18) .{GLOBG}
Βώκος- Από το δημωδ. βώκος, ο μη αντιλαμβανόμενος, ο ανόητος, ο μπουνταλάς, <αρχ.βώκος, βούκος, ο γελαδάρης. Το επώνυμο Βώκος ήταν το επώνυμο της οικογένειας των Μιαούληδων, η οποία καταγόταν από τα Φυλλά Ευβοίας. (ΛΔΗΜ)

Γ

Γαβαλάς- Επώνυμο που εμφανίζεται ήδη από τον 11οαιώνα στην Ελλάδα, σχετίζεται:1) μεσν. γαβαλάν, «κεφαλάν» (Ησυχ.) , και ιδιωμ.γάβα και κάβα το κεφάλι ή 2) με το δημωδ. γάβαλο, ο κόπρος του αλόγου. (ΛΔΗΜ)
Γαζέπης- Από το τουρκ. gazap, θυμός, κατάρα.{ΣΗΤΡ}
Γαζής- Από το τουρκ. gazi, αγωνιστής, τροπαιούχος.{ΣΗΤΡ}
Γαϊτάνης- Από το ν.ε. γαϊτάνι (κορδόνι μεταξωτό) < ελνστ. γαϊετανόν <λατ.gaitanum. Και ως βαφτιστικό, σπάνιο βέβαια, ως και τις μέρες μας, πρβλ. Συρμώ/ Συρματένια/Συρμής.{ΤΟΖ}
Γαλακτερός- Από το ιδιωμ. γαλαχτερός, ο πλήρης γάλακτος. Για τα ζώα, γαλακτερά όσα ακόμα θηλάζουν.{ΓΚΕ}
Γαλάνης-γαλανός + καταλ. –ης.Βλ. καστανός-Καστάνης, στρογγυλός-Στρογγύλης.{ΤΟΖ}
Γάλαρης- Σχετικό με την ιδιωμ. λέξη γαλάρι. Το πρόβατο, το παράγων γάλα, αντιθέτως με τα στέρφα-στείρα. {ΓΣ}
Γαλατσίδας- Από το δημωδ. γαλατσίδα, γενική ονομασία διάφορων χόρτων με γαλακτώδη χυμό, μσν. γαλατσίδα < γαλατσίς, αιτ. -ίδα < γαλακτίς. (ΛΔΗΜ) {Λ.Τ.}
Γαλέος-ν.ε.γαλέος, είδος ψαριού, <αρχ.γαλεός{Λ.Τ.}
Γαλής- Από το τουρκ. gali, ακριβός, υπερτιμημένος.{ΣΗΤΡ}
Γαλιάτσος- Από το ν.ε. γαλιάτσος, κωπηλάτης σε γαλέρα, ουσ. γαλιότος <βεν. galioto· πβ. γαλιότης.{ΜΣΚ}
Γαλιφάς/Γαλιφός/Γαλιφάκης/Γαλύφας- Από το δημώδ. γαλίφης, γαλίφος, ο πλάνος, ο κόλακας, αυτός που προσπαθεί να πετύχει κάτι με γαλιφιές, με καλόπιασμα. <μεσν. γαλίφος<ιταλ. gaglioffo. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Γαργαλέλης/Γαργάλης- ν.ε. γαργάλι “η σκανδάλη του πυροβόλου όπλου/ είδος φυτού”. Και σχετικό τοπωνύμιο στη Μεσσηνία Γαργαλιάνοι. Πιθανότατα να σχετίζεται όμως με το ρήμα γαργαλώ.{ΤΟΖ}
Γαρμπής- Γαρμπής, ο νοτειοδυτικός άνεμος, συνήθως χειμερινός και βροχερός. Μτφ. ο βάναυσος. μσν.γαρμπής<βεν.garbin< αραβ.garbī.. Και σαν βαφτιστικό, σπάνια.{ΓΚΕ}
Γαρμπίλας- Ίσως σχετικό με το ν.ε. γαρμπίλι, ψιλό χαλίκι που χρησιμοποείται στην οικοδομική και στην οδοποιία· σύντριμμα.Πιθανότερο θεωρώ το ενδεχόμενο να προέρχεται από το σπάνιο βαφτιστικό Γαρμπής με την υποκοριστική κατάληξη –ίλας, κατά το Γεωργίλας. {ΜΣΚ}
Γαρώνης- Από το δημώδ. ρήμα γαρώνω, αλλιώς το αλατίζω, παστώνω. Από το ους. γάρος-η άρμη, από το αρχ. ουσ. γάρος, η λέξη και σήμερα ιδιωματικά. Το επώνυμο σχηματίστηκε όπως πολλά άλλα, π.χ. Βουλώνης (βουλώνει) , Κουτσοπίνης (κουτσοπίνει) , Κρυώνης (κρυώνει) , Περιμένης (περιμένει) , κ.α.. {ΜΣΚ} (ΛΔΗΜ)
Γάτσης-Γάτσης <Γάκης <Γεωργάκης, με τσιτακισμό. Ίσως σχετικό και με το διαλεκτικό γάτσος/γάτσης ο γάτος.{ΤΟΖ}
Γερακάρης- Αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά γεράκια. Ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή εμφανίζεται ως επώνυμο (1264-Κεφαλονιά) .{ΜΣΚ} (BZP)
Γεράνης/Γερανίδης- Από το ν.ε. γεράνι, καλλωπιστικό φυτό< ελνστ. γεράνιον.{Λ.Τ.}
Γεροντόπουλος/Γέρος/Γέρου/Γερούδης/Γερούσης κ.α.- Από το δημώδ. γέροντας, γέρος, ο ηλικιωμένος, < μσν. γέροντας < αρχ. γέρων, αιτ. –οντα. Και ως μοναχικό όνομα Γερόντιος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, με μορφές όπως Γεροδυάκος (sic) , το 1357 στην Πόλη, Γεροκαλάς, 1287 Πάφος, Γέρος το 1394-Λευκωσία, κτλ. (BZP) (ΛΤ)
Γεωργάς/Γεωργιάδης/Γεωργίου/Γεωργόπουλος/Γεωργούσης/Γεωργούλιας κ.α.- Από το βαφτ. Γεώργιος, ένα από τα δημοφιλέστερα βαφτιστικά στην Ελλάδα, όνομα αγίων, πατριαρχών, < αρχ. γεωργός. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, με μορφές όπως Γεωργίλας (1360-Σέρρες) , Γεωργίτζης (1271-Χαλκ/κη) , Γεωργιτζόπουλος (1375-Μυστράς) , Γεωργάς (1480-Κόρυνθο, Κύθηρα) κτλ (BZP) (ΛΜ)
Γιαβάσης- Από το τουρκ. yavas, μαλακός.{ΣΗΤΡ}
Γιαγκάσης- Από το ν.ε. γιαγκάσης, γιαγκάης (Ποντ.) . Από το τουρκ.yankaz=απατεώνας, άτακτος.{ΑΝΤΖ}
Γιαγκούλας- από το βαφτιστικό Γιάγκος+μεγεθ.καταλ. –ούλας. (Γιάγκος-Γιάννης-Ιωάννης) .{ΤΟΖ}
Γιακουμάτος/Γιακουμής/Γιακουμάκης/Γιακούμογλου κ.α.- Από το βαφτ. Γιακουμής, μορφή του Ιάκωβος. Ίσως επηρεασμένο από την βενετσ. εκδοχή του ίδιου ονόματος, Giacomo<υστερολατ. Jacomus/Jacobus<Ιάκωβος. Το Ιάκωβος αποτελεί εξελληνισμένη μορφή του αρχικού εβραϊκού Ιακώβ>Ya’akov, που συνδέεται με το εβρ. aqeb- φτέρνα-, επειδή σύμφωνα με τη βίβλο ο Ιακώβ γεννήθηκε δεύτερος κρατώντας τη φτέρνα του αδελφού του Ησαύ. (ΛΜ)
Γιαλαμάς- Από το τουρκ. yalama, ξεφλούδισμα, εξάνθημα στα χείλη.{ΣΗΤΡ}
Γιαλούρος- Από το ιδιωμ. γιαλούρι, πετεινός ακατάλληλος για καπόνι/καπόνι-Πετεινός ευνουχισμένος <πληθ. caponi του βεν. capon{ΣΗΤΡ}
Γιαλούσης/Γιαλουσάκης- Από το δημωδ. ο κάτοικος σε παράλιες περιοχές, κοντά σε γιαλούς, ή αυτός που ζει παραλιακά και ζει από την αλιεία και κατά συνέπεια ο άκληρος, ο φτωχός. (ΛΔΗΜ)
Γιαμαλάκης- Από το τουρκ. yamalak, μπαλωμένος.{ΣΗΤΡ}
Γιαννακάς/Γιαννάκης/Γιαννέλης/Γιαννόπουλος κτλ- Από το βαφτ. Γιάννης<Ιωάννης, δημοφιλέστατο όνομα στην Ελλάδα. Όνομα του Προδρόμου, αγιών, αυτοκρατόρων κτλ. Από το εβρ. Yokhanan-o Θεός έχει δείξει εύνοια-.Ως επώνυμο εμφανίζεται τουλάχιστον από τον 12ο αιώνα με μορφές όπως, Καλογιάννης (12ος) , Κουστουγιάννης (1378-Χαλ/κη) , Κουτζογιάννης (1415-Λήμνος) , Μουσογιάννης (1331-Κρήτη) , Παπαγιάννης (1445-Χαλκ/κη) , Παπαγιαννόπουλος (13ος-Τραπεζούντα) , Σγουρογιάννης (1331-Κρήτη) , Γιαννίτζης (1323-Κρήτη) , Τζουρουγιάννης (1319-Μακεδονία) , Γιαννούτζος (1391-Κέρκυρα) , Βλαχοϊάννης (1279-Ιερισσός) , Γιαννίκης (1374-Κύπρος) , Γιαννόπουλος (14ος) , Γιανούλας (1316-Σέρρες) , Δαιμονογιάννης (1248-Μονεμβασιά) , κτλ. (BZP) (ΛΜ)
Γιόλδασης- Από το τουρκ. yoldas, συνοδοιπόρος.{ΣΗΤΡ}
Γιουρλάς- Από τη λέξη γιουρλάς, εθελοντής ή τοπικός γενίτσαρος (της κυρίως Ελλάδας) , όχι του σουλτάνου, <τουρκ. yerli.{ΜΣΚ}
Γιουρούκης- Από το τουρκ.yürük, ο γρήγορος στα πόδια, ο νομάς, ο άσκοπα περιφερόμενος. (ΕΠΜΑ)
Γιούτσος-Από το τουρκ. yüçe=ο ψηλός, ο μεγάλος{ΣΗΤΡ}
Γκαγκάνης- Από το διαλεκτ. ν.ε. γκαγκάνι (Αμοργ., Πελ., Θεσσ., Μακεδ., Μύκ.) . Ο καρπός του γαιδουράγκαθου. Σκωπτικά οι κάτοικοι του Λιτόχωρου από τους κατοίκους των γειτονικών χωριών. Η λέξη απαντά στο ιδίωμα Πυλαίας Θεσσ/κης ως ‘γκάνι «αγκάθι». Προέρχεται από το ακάνιον, ακάνθιον του Ησύχιου, με επανάληψη στην πρώτη συλλαβή του συμφώνου της δεύτερης, πρβ.ίλερη>λίλερη, αβατσινιά>βαβατσινιά κ.α.{ΑΝΤΖ}
Γκάγκαρος- Από το δημωδ. γκάγκαρος, χαρακτηρισμός που δινόταν στους γηγενείς Aθηναίους, γκάγκαρο -ς < ιταλ. ganghero `στρόφιγγα΄ (σκωπτικά, επειδή υποτίθεται ότι μαντάλωναν την πόρτα τους) . {Λ.Τ.} (ΛΔΗΜ)
Γκαλίτσιος- Από το διαλεκ. (Ζαγόρι) , είδος πουλιού, γκαλίτσια (τα) , εν.γκαλίτσι, είδος γκαΐλας, κουρούνας, αλλά σε μικρότερο μέγεθος. Η λέξη διαλ. (Κοζ., Καστ.) {ΤΟΖ}
Γκανάτσιος- Απο την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτιστικού Αθανάσιος, Γκανάτσιος, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα (Σιάτιστα, Βελβ.) (ΒΕΛΒ)
Γκέρμπεσης- Από το αρβαν. gërbë, καμπούρα, <σλαβ.gбrba .Και όνομα οικισμών στην Πελοπόννησο, Γκέρμπεσης ήταν το επώνυμο αρβανίτη stratioto, μισθοφόρος των Βενετών, και όπως σνηθιζόταν ανταμοίβονταν με εκτάσεις-πρόνειες.{ALBD}
Γκιάτης/Γκλιάτης- Από το αρβαν.gjatë ”ο μακρύς, μακρουλός”.{ΤΟΖ}
Γκιζίκης- Από το τουρκ. gezig, κακό σπυρί, φαγούρα.{ΣΗΤΡ}
Γκίνης- Από την αρβαν. εκδοχή του βαφτ. Ιωάννης-Γιάννης.{ΤΟΖ}
Γκιόκας- Από την αρβαν. βαφτ. Γκιόκας<Γεώργιος.{ΤΟΖ}
Ή Γκιόκας- Από το τουρκ. gök, ο γαλάζιος, γαλαζωπός (ΕΠΜΑ)
Γκιουλέκας- Από το δημώδ. γκιουλέκας, πληθ. γκιουλέκηδες, ο νταής, ο ψευτοπαλικαράς: «Kάνει τον γκιουλέκα». Από το όνομα Αλβανού άτυχου επαναστάτη του 19ου αιώνα, Gjoleka. Το αλβανικό επίθετο Gjolekaπροέρχεται από τα βαφτ. Gjon-Ιωάννης και Leka-Αλέξανδρος {Λ.Τ.}
Γκλαβάνης- Από το σλαβ. glavan (glava=κεφάλι) , ο σπουδαίος, κύριος.{ΣΗΤΡ}
Γκόγκας- Το επίθετο που δίνουν οι Αλβανοί στους Βλάχους, “gogë”.{ΤΟΖ}
Γκολέμης-Από το σλαβ. golem, μεγάλος. Συχνό αρβανίτικο επώνυμο.{ΣΗΤΡ}
Γκολφινος (Γκολφινόπουλος κ.α.) - Συχνό επώνυμο κυρίως στην Αχαΐα, από το βαφτ. Γκολφίνος<εγκόλπιον το· γκόλφι· γκόλφιν·εγκόλφιον, α) Εγκόλπιο, φυλαχτό, ) (εκκλ.) το επιστήθιο του αρχιερέα που εικονίζει το Χριστό σαν επίσημο διακριτικό της αρχιερατικής εξουσίας, γενικ.) πράγμα πολύτιμο, κόσμημα.{Λ.Τ.}
Γκουλιάρας-Από το διαλεκτ. γκουλιάρας-είδος κούνιας, η τραμπάλα, από το ιταλ.gugla<λατ.agulia.{ΤΟΖ}
Γκούμας- Αρβανίτικη εκδοχή του Γιακουμής<Ιάκωβος.{ΤΟΖ}
Γκούντης/Γκουντίνας- Επώνυμα από τις καταγεγραμμένες μορφές του βαφτ. Κωνσταντίνος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, Γκούντης-Γκουντίνας. Η διαδρομή που έκαναν μέσα από τη φωνολογία των βορειοελλαδικών ιδιωμάτων (Βελβεντό, Κοζάνη, Σιάτιστα κ.α.) είναι κάπως έτσι Κωσταντής>Κουσταντής>Κουντής (που έχει δώσει επώνυμο) > Γκούντης. (ΒΕΛΒ)
Γκρίτζαλης- Από το διαλεκτ. (Ηπειρ.) γκρίζαλος=τραχύς, κακότροπος, φιλόνικος. Ίσως σχετικό με το σλαβ. gryzo=δαγκώνω, ροκανίζω.{ΤΟΖ}
Γοντζές- Από το τουρκ. gonce, , μπουμπούκι.{ΣΗΤΡ}
Γόντικας- Από τη γοντικοβελόνα των ραφτάδων-τερζήδων, ίσως γόντικας ο κατασκευαστής τέτοιων βελονών.{ΣΗΤΡ}
Γούλιαρης- Από το δημωδ. γούλιαρης, ο λαίμαργος, από το ουσ. γούλα<λατ.gula, το στομάχι των πουλερικών. (ΤΣΑΚΛ)
Γούργουλας- Από το ουσ.γούργουρας, ο. λαιμός (εσωτερικά) , λάρυγγας, φάρυγγας και είδος αγγείου. Σχετικό και το ρήμα γουργουρίζω. <λ. ηχοπ.{ΓΛ}
Γούρμος- Από το ιδιωμ. γούρμος, ο ώριμος, < αρχ. ριμος.
Γούσιας/Γούσας/Γούτος- Από το τα αντίστοιχα βαφτιστικά, μορφές του ονόμ.Γεώργιος, πρβ. Γεωργούσιας-Γεωργούσας-Γεωργούτος. Η κατάληξη –ούσης, και οι παραλλαγές της απαντάται ως υποκοριστική σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, ιδίως στα τσακώνικα (βλ. Το Λεξικό της Τσακωνικής Διαλέκτου, Θανάση Π. Κωστάκη) , και σε επώνυμα κυρίως στη Χίο, και ως πατριδωνυμικό. (ΕΕΛΟΝ)
Γραμματικός/Γραμματίκας/Γραμματικόπουλος κ.α.- Από το δημώδ. γραμματικός, ο γραμματέας, από το αρχ. ουσ. γραμματικός. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14οαιώνα, καθώς μεταξύ άλλων αναφέρονται οι Γεώργιος Γραμματικός-Βέρροια-1338, Γραμματικόπουλος-Κρήτη-1452, Μιχαήλ Γραμματικός-Ραδόλιβος (Σέρρες) -1316, κ.α. (ΛΔΗΜ) (BZP) {ΜΣΚ}
Γρίβας- Από το μεσν. γρίβας, άλογο που έχει χρώμα σταχτί, ψαρής, «εις ίππον γρίβαν επιβάς, Διγεν. Ζ3358) < παλαιοτ. γερμ. Ghræwaz μέσω των λατινικών.{ΜΣΚ}
Γρίζας- Από το ν.ε. γρίζα, φόρεμα χρώματος γκρίζου<γαλλ. gris ή ιταλ. griso.{ΜΣΚ}
Γρυπάρης/Γριπάρης- Από το δημωδ.γρυπάρης/γριπάρης, αυτός που ψαρεύει με γρίπο, συσκευή ανάλογη προς την τράτα ή ο κατασκευαστής γριπών, <ελνστ. γρπος `δίχτυ ψαρά΄. (ΛΔΗΜ) {ΜΣΚ}
Γρούτης- Διαλεκτ. (Χίος) , ο πολύ σιωπηλός, αλλά κακής φύσης άνθρωπος.{ΧΓΠ}
Γωβιός/Γοβιός- Από το δημωδ. γωβιός, είδος μικρού ψαριού, <αρχ. κωβιός. Επώνυμο Ευβοιώτη πρωταγωνιστή του ’21, (ΛΔΗΜ)

Δ

Δάβαρης (Δαβαράκης, Ντάβαρης) - Από το τουρκ. davar, η κατσίκα, το κοπάδι. (ΕΠΜΑ) Δαλάκης- Από το τουρκ. dalak, αιχμάλωτος, δούλος.{ΣΗΤΡ}
Δάλας- Ίσως από το αρβανίτικο dhalle=ξυνόγαλο, βλαχ.dala.{ΤΟΖ}
Δαμαλάς- Από το δημωδ. δαμάλι. Αλλιώς το μοσχάρι .<δαμάλιον.{ΜΣΚ}
Δαμανάκης/Δαμιανάκης- Από το βαφτ. Δαμιανός, και την (αρχικά υποκοριστική) κατάληξη –άκης. Το βαφτ. Αβέβαιου ετύμου, πιθανώς, σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, σχετίζεται με το αρχ. Δάμων.
Δεμέστικος/Δεμέστιχας- δομέστικος, αρχηγός, διοικητής, <λατ. domesticus{ΜΚΣ}
Δερβίσης- Από το τουρκ. dervis, μοναχός, φτωχός.{ΣΗΤΡ}
Δημηνάς- Από την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Δημήτριος, Δημηνάς. Η συγκεκριμένη μορφή του Δημήτρης απαντάται στα βορειοελλαδικά ιδιώματα (π.χ. Καταφύγι) . (ΒΕΛΒ)
Διγόνης/Διγγόνης-Από το ιδιωμ. διγόνι, διγγόνι, 1) ο δισέγγονος, 2) το όψιμο αρνί, κατσίκι ή δημητριακό και 3) το ζώο που βυζαίνει δύο μητέρες. (ΤΣΑΚΛ)
Διδάχος- Από το δημωδ. διδάχος, ο διδάσκαλος, και οικισμός στην Αχαΐα, Διδαχέϊκα. (ΛΔΗΜ)
Δικαίος-Από το μεσν. Δικαίος, τοποτηρητής, αναπληρωτής (πολιτικού ή θρησκευτικού άρχοντα) .Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγια εποχή.{ΜΣΚ} (BZP)
Διμισκής (Ντιμισκής) - Επώνυμο της μάνας του Καραϊσκάκη, της γνωστής καλόγριας. Η λέξη προέρχεται από το ν.ε. διμισκί<δαμασκί, προκ. για μαχαίρι, δαμασκηνό<βεν. damaschin, πβ.τουρκ. dimişkî{ΜΣΚ}
Δίπλας- Από το δημωδ. δίπλας/διπλάρι, ο δίδυμος. Επώνυμο γνωστού Σαρακατσάνου αγωνιστή του ’21. (ΛΔΗΜ)
Δισάκιας- Από το δημωδ. δισάκι, διπλός σάκος, ταγάρι, < ελνστ. δισάκκιον.
ΔογάνηςΝτογάνης- Από το τουρκ. dogan, γεράκι.{ΣΗΤΡ}
Δοκανάρης – Από το μεσν./δημώδ. δόκανο, ο δοκός, αλλιώς το δοκάνι, <αρχ. δοκός. Σχηματίστηκε με τη συνήθη επαγγελματική κατάληξη –άρης, βλ.βαρκάρης, γελαδάρης, λυράρης, περιβολάρης κ.τ.λ. . Προφανώς η λέξη δοκανάρης θα είχε τη σημασία του κατασκευαστή ή εμπόρου δοκάνων. (ΛΔΗΜ)
Δοξαράς- ο. κατασκευαστής τόξων, <ουσ. δοξάρι + κατάλ. –άς. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή.{ΜΣΚ} (BZP)
Δουδούμης- Από το αρβαν. ντουντούμ, το αρσ. κρεμμύδι, που το κάνουν σπόρους.{ΣΗΤΡ}
Δούκας- δουξ ο· δούκας, βυζ.στρατιωτικός ή πολιτικός διοικητής, άρχοντας, <λατ. Dux, Και όχι σπάνιο βαφτιστικό ήδη απο τη βυζαντινή εποχή λόγω της μεγάλης αυτοκρατορικής οικογένειας των Δουκών, όπως έδωσαν και οι άλλες σημαντικές μεσαιωνικές ελληνικές οικογένειες, βλ. Λάσκαρης/Λασκαρίνα, Δούκας/Δούκισα, Ράλλης/Ραλλού, Κομνηνός κ.α.{ΜΣΚ}
Δουλγέρης/Δουληγέρης- Από το τουρκ. dülger, ο μαραγκός.{ΣΗΤΡ}
Δουσμάνης/Ντουσμάνης- Από το τουρκ. dusman, εχθρός. Η οικογένεια αναφέρεται ήδη απο τον 15ο αιώνα και κλάδη της υπήρχαν/υπάρχουν σε Αθήνα και Κέρκυρα.{ΣΗΤΡ}
Δραγουμάνος- ο· τζουρτζουμάνος· τζουτζουμάνος. Διερμηνέας, <αραβ. tarğumān < ιταλ. dragomanno – βεν. dragoman.{ΜΣΚ}
Δραγώνας- Ίσως από το μεσν. και δημωδ. δραγόνος, στρατιώτης, πολεμιστής σε σώμα ελαφρού ιππικού, <αντιδ. γαλλ. dragon<λατ.draco<αρχ. δράκων. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, ως Δραγωνάς στη Χαλκιδική. (BZP) (ΛΜ)
Δρένιος/Ντρένιος- Από το δημωδ. δρένιος-ντρένιος, το ξύλο της οξύας και αυτό που έχει το χρώμα του. Μτφ. ο άμυαλος, ασυνείδητος, και αναίσθητος, < αρχ. επίθ. δρύινος.
Δρίτσας- Από το δημωδ.δρίτσα (συνηθ.πληθ.δρίτσες) , ναυτικός όρος, τα σχοινιά από τα οποία κρέμονταν οι αρτέμονες.<ιταλ.drizza.Πρβλ. σχετικά με τη ναυσιπλοία επώνυμα Μάϊνας, Μπαρμπαρέσος, Λαγουδέρης, Φλόκος κτλ συνήθως ιταλικής προέλευσης αφού τα ιταλικά (βενετικά) ήταν ηlinguafranca και περίπου επίσημη γλώσσα των ναυτικών την περίοδο της δικής μας τουρκοκρατίας. (ΛΔΗΜ)
Δρόλαπας- Από το δημωδ. δρόλαπας/δρολάπι, ο σφοδρός άνεμος συνοδευόμενος από έντονη βροχή, λαίλαψ.<υδρολαιλάπιον<αρχ.δρο- + λαλαψ.Πρβλ. σχετικά επών. (άνεμ.) Πουνέντης, Μαΐστρος, Μελτέμης κτλ (ΛΔΗΜ) (Λ.Τ)
Δρούγγας- Από το ηπειρωτικόδρούγκα «το αδράχτι χωρίς σφοντίλι», σχετικό με το βλαχ. druga «ρόκα για γνέσιμο», αλβ. drugë «αδράχτι», σλαβ. drongu «το κοντάρι».{ΤΟΖ}
Δυοβουνιώτης- Επώνυμο γνωστού αγωνιστή του ’21. Το επώνυμο δηλώνει καταγωγή από το χωριό Δύο Βουνά, ν. Φδιώτιδος, δ. Γοργοποτάμου.{ΤΠΝΜ}

Ε

Εμφιετζόγλου- Από το τουρκ.emfiye=το ταμπάκο, καπνός. Εμφιετζής ο παραγωγός καπνού.{ΣΗΤΡ}
Ευταξίας- Από το μεσν. ευταξίας, εκκλησιαστικό αξίωμα, ο υπεύθυνος για την τήρηση της ευταξίας την ώρα της λειτουργίας. (ΛΔΗΜ)

Ζ

Ζάβαλης- Από το τουρκ. zavalli, δυστυχισμένος, κακόμοιρος.{ΣΗΤΡ}
Ζαβιτσάνος-Επώνυμο που δηλώνει τον κάτοικο που προέρχεται από το χωριό Ζάβιτσα (σημ. Αρχοντοχώρι) της Αιτωλοακαρνανίας.Το τοπωνύμιο πιθανώς είναι σλαβικό και σχετίζεται με το σλαβ.zaba=βατράχι.{ΤΠΝΜ}
Ζαββός- Προέρχεται από τη ν.ε. λέξη ζαβός, που δηλώνει τον τρελό, άμυαλος. Αβέβαιης ετυμολογίας . (Λ.Μ)
Ζαβράκος- Από το αραβ.τουρκ. zavrak, βαρκάκι, είδος λαγηνιού.{ΣΗΤΡ}
Ζάβρας- Ίσως από το βλαχ. javra, το ζαγάρι, το κοπρόσκυλο.{ΤΟΖ}
Ζαγάρης- Από το μεσν. ζαγάριν, <αραβ.τουρκ. zagar, λαγωνικό.{ΣΗΤΡ}
Ζαγκανιάρης-σχετικό με το επίθετο δαγκανιάρης, που συνηθίζει να επιτίθεται και να δαγκώνει.{ΦΔΚ}
Ζαΐμης- κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας, ο ιδιοκτήτης ή επικαρπωτής γαιών που είχε την υποχρέωση, σε περίοδο πολέμου, να δίνει στο σουλτάνο ορισμένο αριθμό ιππέων, τουρκ. Zaîm{ΜΚΣ}
Ζάκουρας- Από το ιδιωμ. ζάκουρας, 1) το μέρος της δούγας που εξέχει από τον πάτο του ξύλινου βαρελιού, και μτφ.2) ο μικρόσωμος, βραχύσωμος άνθρωπος. <μεσν. (Λεξ.Σουιδα) ζάκορον, και ο υπηρέτης<διάκορος. (ΤΣΑΚΛ)
Ζαμάνης- Από το τουρκ. zaman, χρόνος, καιρός, ν.ε. ζαμάνι.{ΣΗΤΡ}
Ζαμπάκης- Από το ν.ε. ζαμπάκι, , ο κρίνος, τουρκ. zambak {ΣΗΤΡ}
Ζαμπέτας- Μητρων. επώνυμο σχετικό με το βαφτ. Ζαμπέτα, γυναικείο όνομα που διαδόθηκε στην Ελλάδα μετά την Βενετοκρατία/ Φραγκοκρατία, <ιταλ.Elisabetta<ελλην.Ελισάβετ<εβρ.Elisheva, που σημαίνει «όρκος Θεού». {ΚΥΘΝ}
Ζαμπίτης- Αστυνομικό όργανο κατά την τουρκοκρατία, < τουρκ. zâbit.{ΜΣΚ}
Ζαμπούνης- Ο ασθματικός, αδύνατος.<τουρκ.zabun{ΓΛ}
Ζαργάνης-είδος ψαριού, μσν.ζαργάνα, ζαργάνη < ελνστ.ζαργάν (η) {Λ.Τ.}
Ζαρίφης- Από το αραβ.τουρκ. zarif, χαριτωμένος, κομψός, λεπτός.{ΣΗΤΡ}
Ζάρκος- Από το ιδιωμ. ζάρκος/ζόρκος, ο γυμνός, άγν. ετυμ.Και ζαρκώνομαι, αλλιώς το ντύνωμαι. Ίσως σχετικό με το σάρκα. (ΜΣΚ) (ΛΔΗΜ)
Ζαρπαλής- Από το τουρκ. zarpali, ορμητικός, σφοδρός.{ΣΗΤΡ}
Ζάρπας- Από το τουρκ. zarp, ορμή. (;) {ΣΗΤΡ}
Ζαχείλας (Τζαχείλας) - Από το διαλεκτ. (βορ.Ελλ.) ζαχείλας, τζαχείλας ή τραχείλας, ο άνθρωπος με πρησμένα χείλη. (ΚΖΛ)
Ζέβλας- Από το ιδιωμ. (Στερεά Ελλάδα) ζέβλα, ξύλινο εξάρτημα σε σχήμα U απ’όπου δένονταν ο ζυγός για να γίνει το όργωμα. Σχετικό με το κοινό ζευγάς. {ΓΛΑΙΤ}
Ζεγγίνης- Από το τουρκ. zengin, πλούσιος.{ΣΗΤΡ}
Ζιώγας- Από την παραλλαγή του ονόματος Γεώργιος στη βόρεια Ελλάδα, χρησιμοποιούμενο και από βλαχόφωνους. Παρόμοιες παραλλαγές, Τζιώγας, Τζόγγας, Ζόγκας. {ΜΓΤΧ}
Ζόγκας- Από το αρβανίτικο zog, πτηνό, το πουλί. (ΧΡΑΡΒ)
Ζολότας- Από το οθωμανικό νόμισμα zolota (αργυρό νόμισμα αξίας 30 παράδων) και με τη σειρά του από το αρχ.σλαβ. zlato «χρυσός».{ΤΟΖ}
Ζορμπάς- Από το αραβ.τουρκ. zorba, ο ταραξίας, αντάρτης.{ΣΗΤΡ}
Ζουγλός/Ζουγλής/Ζουγλάς/Ζουγλάκης- Από το μεσν. ζουγλός, ο ανάπηρος, και ζουγλοχέρης ο κουλοχέρης. (ΜΣΚ)
Ζουλούμης- Από το αραβ.τουρκ. zulum, αδικία, πίεση.{ΣΗΤΡ}
Ζυγούρης-ζυγούρι, αρνί ηλικίας δύο χρόνων. μσν. ζυγούριν < ζυγ (ός) (επίθ.) –ούριν, (Τριαντ.) {ΤΟΖ}
Ζυμπρακάκης- Από ιδιωμ. ζύμπραγος <αρχ. σύμπραγής, ο δίδυμος.{ΣΗΤΡ}
Ζώτος- Από το αρβαν. ζοτ-ι, κύριος, θεός, άξιος. Εχει και τη σημασία του ιερέα.{ΣΗΤΡ}
Ζώχιος- Από το ιδιωμ. ζόχιοι, οι. Είδος χόρτου. Ο αρχ. σόγχος.{ΣΗΤΡ}

Θ

Θέμελης- Από το βαφτ. Θέμελης, και αυτό με τη σειρά του από το ουσ. θεμέλιο.{ΤΟΖ}
Θεριακός-Από το δημωδ. θεριακός, ο γερός, ο κοτσονάτος, μτφ. το θεριό. (ΛΔΗΜ)
μοςT ،- @|- δυνος, < μσν. απόκοτος. (ΤΣΑΚΛ) (ΛΤ)
Θερμός/Θερμογιάννης/Θερμολιάς/Θερμίδης- Από το δημωδ. θέρμη, η ζεστασιά, θερμός ο ζεστός. Μτφ. Ο ένθερμος, ο εγκάρδιος αλλά και ο ζωηρός και ευκίνητος, <αρχ. επίθ. θερμός.
Θρασκιάς- Από το διαλεκτικό θρασκιάς, ο άνεμος που φυσάει από τη Θράκη.Μτφ. ο Θρακιώτης.
 (ΗΜΕ)
Θράψας- Διαλεκτ. (Χίος) , θράψα, γεωργική σανίδα, κυρτή στο μπροστά μέρος, Για τη «θράυση» βώλων.Ίσως Θράψας ο κατασκευαστής τέτοιων σανιδών. {ΧΓΠ}

Ι

Ιντζές- Από το τουρκ. ince, λεπτός, φίνος, πονηρός.{ΣΗΤΡ}

Κ

Καβαδ (ί) άς-Απο το μεσ.ελλ. καβάδιν, μακρύ ένδυμα, ανδρικό και γυναικείο, (<τοπων. Κάβαδα της Καρμανίας) .{ΜΣΚ}
Καβάκας -ονομασία όρνιθας ωραίας και παχιάς, <ουσ. *κακκάβα <μτγν. κακκάβη{ΜΣΚ}
Καβάφης- Από το τουρκ. kavaf, τσαγκάρης.{ΣΗΤΡ}
Καβούκης- Από το ν.ε. καβούκι<τουρκ. kabuki “η φλούδα, το όστρακο”.{ΤΟΖ}
Καγιάς- Από το τουρκ. kaya, βράχος.{ΣΗΤΡ}
Καγκελίδης-Από το ν.ε. ουσ. καγκέλι, το κικλίδωμα, κάγκελο<ελνστ. κάγκελ (λ) ον < λατ. cancell (um) .{ΠΕ}
Καζάζης – Mεταξουργός, μεταξοπώλης, <τουρκ. kazaz{ΜΣΚ}
Καζάζης- Από το αραβ.τουρκ. kazaz, μεταξάς.{ΣΗΤΡ}
Καζίκης- Από το τουρκ. kazik, παλούκι.{ΣΗΤΡ}
Καϊμακάμης-ανώτερος διοικητικός αξιωματούχος επαρχίας του Οθωμανικού Κράτους, τοποτηρητής<τουρκ. kaymakam{ΜΣΚ}
Καΐρης- Από το τουρκ. kair, βάθος, σύρτη, στην Κρήτη ο φυλάργυρος.{ΣΗΤΡ}
Καϊσερλής- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την Καισάρεια της Καππαδιοκίας, Kayser στα τουρκικά. Συν την τουρκογενή κατάλ. –λής που δηλώνει προέλευση.{ΤΠΝΜ}
Κακαβάς/Κακκαβάς- Από το δημωδ. κακκάβι, είδος χάλκινου αγγείου, αλλιώς λεβέτι.< αρχ. ουσ. κακκάβιον. Κακκαβάς, ο κατασκευαστής των συγκεκριμένων αγγείων. (ΛΔΗΜ) {ΜΣΚ}
Κάκαβρος- Διαλεκτ. (Χίος) , κάκκαβρος, ο κόκορας. Ίσως από το κάκκαβος, ο «αρσενικός πέρδιξ».{ΧΓΠ}
Κάκαλος- Από το δημωδ. κάκαλο, κάκ (κ) αδο, και κάκανο, η ξερή «κρούστα» που καλύπτει τις πληγές. (ΛΔΗΜ)
Κακάνης/Κακανάς- Από το κοινό ν.ε. κάκανο, «το ηχερό γέλιο», ηχομ. «κα-κα-κα», πρβ.χάχας{ΤΟΖ}
Κακανιάρης- Από το δημωδ. κακανιάρης, ο χαχανιάρης, χάχας, αυτός που γελά χωρίς λόγο. (ΛΔΗΜ)
Κακάρας – κεφάλι (μεγεθ., ειρων.) , <ουσ. κάκαρον, ιδιωμ.{ΜΣΚ}
Καλαμίδης- ίσως από τη λέξη καλαμίδι, αλιευτικό καλάμι, <ουσ. καλάμιν + κατάλ.‑ίδιν{ΜΣΚ}
Καλαμούκης- Από τη λέξη καλάμι, καλαμάς-ο έμπορος καλαμιών, και την υποκορ. κατάληξη –ούκι>ούκης (πρβλ. πάλος-παλούκι, Γιάννης-Γιαννούκης κτλ) .
Καλαμπαλίκης–Από το ν.ε. ουσ.καλαμπαλίκι< τουρκ. kalabalιk, φασαρία, οχλαγωγία, πλήθος.{ΜΣΚ}
Καλαπόδης -ξύλινο ομοίωμα του κατώτερου τμήματος του ποδιού, σε φυσικό μέγεθος, επάνω στο οποίο οι υποδηματοποιοί συναρμολογούν τα δέρματα και κατασκευάζουν τα παπούτσια, μσν. καλαπόδιν < ελνστ. καλαπόδιον υποκορ. του αρχ. Καλάπους. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή (1288, Νάξος) . {ΜΣΚ} (BZP)
Καλαφάτης -τεχνίτης ειδικός στο καλαφάτισμα* πλοίου, από το μεσν. καλαφάτης, πιθ. <υστλατ. *calefa (c) tor καλαφατίζω. (Ναυτ.) βουλώνω με στουπί και πίσσα τις χαραμάδες πλοίου, επισκευάζω πλοίο. Ως επώνυμο ήδη απο τον 14ο αιώνα, καθώς αναφέρεται κάποιος Γεώργιος Καλαφάτης το 1336 στην Απάμεια. Γνωστός με αυτό το επώνυμο και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ‘Ε ο Καλαφάτης.{ΜΣΚ} (BZP)
Καλεντέρης- Από το τουρκ.περσ. kalender, απλοϊκός, αδιάφορος για τα κοσμικά.{ΣΗΤΡ}
Κάλεσης- Από το ιδιωμ. (Ηπειρ.) κάλεσης, «όνομα σκύλου ασπρόμαυρου», ή « μαλλιαρός». Η λέξη σαν χαρακτηρισμός προβάτων, πρέπει να το θεωρήσουμε αρβανίτικο, από το αρβ. kalesh, πρβ. βουλγ.kalesu, αρομ.calesu ”το πρόβατο με μαύρο μπάλωμα στο κεφάλι”.{ΤΟΖ}
Καληώρας- Επώνυμο που προήλθε ίσως από τη συνήθεια του φέροντα να χρησιμοποιεί τη φράση «καλη ώρα». Βλ. Καλημέρας, Πολυζώης κ.α.{ΓΚΕ}
Καλιακούδας- Από το ν.ε. καλιακούδα, πουλί με μαύρο πτέρωμα, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων, ίσως *κολοιακούδα με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] < κολοιακούδ (ι) -α < κόλοιακ (ας) -ούδι < αρχ. κολοι (ός) –ακας.{Λ.Τ.}
Καλιγάς ή Καλλικάς/Καλιγάρης.-πεταλωτής, <ουσ. καλίγι (ο) ν + κατάλ. ‑άς ή <ουσ. καλιγάριος. Ως επώνυμο ήδη απο τον 13ο-14ο αιώνα, καθώς αναφέρονται : ένας Θεόδωρος Καλιγάς στη Χαλκιδική, ένας Καλιγόπουλος το 1259 στη Σμύρνη, ένας Θεόδωρος Καλιγόπουλος το 1301 στις Σέρρες, ένας Θεόδωρος Καλιγάρης το 1264 στην Τραπεζούντα, κ.α.. {ΜΣΚ} (BZP)
Καλικούνης- Από το ιδιωμ. (Κύθηρα) καλκούνι, η τάπα των βαρελιών. Θεωρώ όμως πιο πιθανή την περίπτωση να πρόκειται για υποκοριστική μορφή του ονόματος Καλός, με δύο υποκοριστικές καταλήξεις (-ίκας, -ούνης) , φαινόμενο καθόλου σπάνιο, πρβ. Γιαννακουδέλης, Γιαννακόπουλος κτλ. {ΣΗΤΡ}
Καλίτσης/Καλίτζης- Από το βαφτ. Καλός, και την υποκορ. κατάληξη –ίτζης/ίτσης, διαδεδομένη στον ύστερο μεσαίωνα στα ελληνικά. Λιγότερο πιθανό, από το καλίγι (ο) ν το· καλίκι (ν) · καλίτσι (ν) , είδος υποδήματος.{ΜΣΚ}
Καλκάνης- Από το τουρκ. kalkan, ασπίδα.{ΣΗΤΡ}
Καλλέργης- Από το μεσν. καλλίεργος, «ο καλώς ειργασμένος». Γνωστή βυζαντινή οικογένεια, κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στην Κρήτη όπου και επιβιώνει μέχρι σήμερα. Ως επώνυμο ήδη απο την παλαιολόγια εποχή, αν και σίγουρα παλαιότερα, καθώς αναφέρονται: ένας Καλλιέργης το 1321 στη Θεσσαλονίκη γεννημένος στη Φιλαδέλφεια, ένας Αλέξανδρος Καλλιέργης το 1322 επίσκοπος Μυλοποτάμου στην Κρήτη, κ.α. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Καλλίνης- Πιθανότερα μητρωνυμικό από το θηλ.βαφτ. Καλλίνη (Καλός) , κατά το Αγγελίνη, Μηλίνη, Γεωργίνη κτλ. Λιγότερα πιθανό, από το τουρκ. kalin, χοντρός, παχύς. {ΣΗΤΡ}
Καλλιμάνης- Απο το ιδιωμ. καλλιμάνι-καλλιμάνα, μικρό αποδημητικό πουλί. (ΛΔΗΜ)
Καλίτσιος- Από την καταγεγραμμένη υποκοριστική μορφή του βαφτιστικού Χαρίσιος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, Καλίτσιος. (ΒΕΛΒ)
Καλογρίτσας- Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη καλογρίτσα, μικρό μαύρο κυάμιο, λη μητρωνυμικό από το επίθ. καλογρίτσα, υποκορ. του καλόγρια, μπορεί να χρησιμοποιούταν μεταφορικά για θρησκευόμενες γυναίκες, και όχι απαραίτητα για κυριολεκτικά μοναχές.{ΓΚΕ}
Καλοκύρης- Από τη λέξη καλός, και το κύρης, ο αφέντης, < μσν. κύρης < αρχ. κύριος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα, καθώς αναφέρεται κάποιος Γεώργιος Καλοκύρης από το Ιερόν (σημ.Anadolu Kavak) στο Βόσπορο. Πρβλ. και τα ιταλιώτικα σημερινά επώνυμα Calaciura/Caliciuri . (ΛΔΗΜ) (BZP)
Καλοτάς- Από το προσηγορικό καλόττα (κάλυμμα, σκουφί) και τη δηλωτική καταλ. –άς. (καλόττα<ιταλ.callota) . Οικογένεια Καλωτά άκμαζε στα Ιωάννινα τον 16οαιών. (Λαμπρίδης, Αγαθοεργήματα 16) .{ΤΟΖ}
Καλπάκης- Από το ν.ε. καλπάκι “το στρογγυλό κάλυμμα του κεφαλιού”< τουρκ. kalpak.{ΤΟΖ}
Κάλφας- Από το ν.ε. κάλφας, ο αρχιτεχνίτης, μάστορας, <τουρκ.kalfa.{ΜΣΚ}
Καμακάς- Απο τη λέξη καμακάς, ο καμακιστής, αυτός που ψαρεύει με το καμάκι.Καμάκι<<αρχ. κάμαξ. (ΛΔΗΜ)
Καματερός- ή καματηρός, ο φίλεργος, εργατικός (κάματος) , <αρχ. επίθ. καματηρός. Ως επώνυμο ήδη από τον 11ο αιώνα, και επώνυμο πατριάρχη του 12ουαιώνα, Καματερός Βασίλειος.{ΓΛ}
Καμζόλας/Καμζέλας- Από το ιδιωμ. καμζέλι, καμιζόλα, το εσωτερικό γυναικείο κοντό φόρεμα με κοντά μανίκια και ανοιχτό μπροστά και κοντό παιδικό παντελόνι που κάλυπτε το στήθος και κούμπωνε στην πλάτη, <βεν.camisola. {ΓΛΑΙΤ}
Καμινάς- Από το μεσν. καμινάς, ο καμινάρης-καμινευτής, αυτός που δουλεύει σε καμίνια. <μσν. καμίνι (ν) < ελνστ. καμίνιον υποκορ. του αρχ. κάμινος. Ως επώνυμο ήδη απο τον 13ο αιώνα καθώς αναφέρεται κάποιος Λέων Καμινάς. {TRABZ} (BZP)
Καμινάρης -αυτός που ανάβει το καμίνι (του λουτρού) , <ουσ. καμινάριος<ουσ. καμίνιον + κατάλ-άριος. και διαλεκτ. (Χίος) , καμινάρης, ο ασβεστοποιός, αρχ. καμινεύς. {ΜΣΚ} {ΧΓΠ}
Καμπανάρης- Απο τη λέξη καμπάνα (μεσν. λατ. campana) , και την κατάληξη -άρης.Ο κατασκευαστής καμπανών.Ως επώνυμο ήδη από τον 11ο αιώνα στην Πελοπόννησο (Καμπανάριος Μιχαήλ) και αργότερα με μορφές όπως Καμπανάρης (Ανδρέας) -Θεσσ/κη, 1421 και Καμπαναρόπουλος-Θεσσ/κη, 1320. {ΜΣΚ} (BZP)
Καμπάρδης- Προφανώς πρόκειται για σύνθετο αρβανίτικο επώνυμο με δεύτερο συνθετικό το bardhë-άσπρος. Το πρώτο συνθ. -κα, δεν μπορώ να το εξηγήσω.
Καμπάς-Ο κατασκευαστής γαμπών/καπών (κάπα ή καπάς) , πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα. <βεν.gaban.{ΜΣΚ} ή
Καμπάς- Από το τουρκ. kaba, ο χοντρός, άξεστος. (ΕΠΜΑ)
Καμπέρης- Από το αραβ.τουρκ. kamber, δούλος γεννημένος στο σπίτι του κυρίου του, πιστός δούλος.{ΣΗΤΡ}
Καναβός/Καναβής-i) Από το ιδιωμ. κανάβη, είδος αγριόπαπιας.ii) Από το ιδιωμ. κάναβος, ξύλινος σκελετός του τεχνίτη για το πρόπλασμα από κερί ή από πηλό.{ΣΗΤΡ} ή πιθανότερα αυτός που έχει το χρώμα της καννάβεως.< μσν. καννάβι (ν) < ελνστ. καννάβιον υποκορ. του αρχ. κάνναβις. Ως επώνυμο ήδη απο τον 13ο αιώνα καθώς αναφέρονται: ένας Μιχαήλ Καναβός το 1264 στην Κεφαλονιά, και ένας Νικηφόρος Καναβός το 1364 στην Πόλη. (ΛΔΗΜ) (ΛΤ) (BZP)
Κανακάρης-χαϊδεμένος, αγαπημένος, <ουσ. κανάκι* + κατάλ.-άρης<αρχ. ουσ. καναχή{ΜΣΚ}
Κανάκης-από τη λέξη κανάκια, χάδια.< <αρχ. ουσ. καναχή. Η λέξη χρησιμοποιούταν και ως βαφτιστικό. Ως επώνυμο το συναντάμαι το 1264 στη Κεφαλονιά, το 1338 στο χωριό Ψαλιδόφουρνα Χαλκιδικής καθώς αναφέρεται κάτοικος ονομαζόμενος Μανουήλ Κανάκης, , το 1355 κάποιος Νικόλαος Κανάκης στη Λήμνο, κ.α.. {ΜΣΚ} (BZP)
Κάνιστρας- Ο κατασκευαστής κάνιστρων, 1. πλατύ και άβαθο καλάθι· πανέρι, 2. εξάρτημα ανυψωτικού μηχανήματος, όπου τοποθετούνται τα υλικά που μεταφέρονται. < αρχ. κάνιστρον.{ΣΗΤΡ}
Κανλής -φονιάς, <τουρκ. Kanlι{ΜΣΚ}
Κανούτας- Από το ηπειρωτ. διαλεκ. κανούτα, κενούτα= «όνομα φαιόχρου κατσίκας», από το βλαχ.κανούτ «φαιός, ξανθός»<λατ.canutus.{ΗΠΟΙΚ}
Καντέρης- Από το αραβ.τουρκ. kaderi, μοιραίος.{ΣΗΤΡ}
Καντηλιέρης- Απο τη λέξη καντηλ (ι) έρι, το κηροπήγιο, ή λυχνία λαδιού.καντήλι<< ελνστ. κανδήλα. (ΛΔΗΜ)
Καντρής/Κατρής- Από το τουρκ. kadri, δυνατός, ευηπόληπτος.{ΣΗΤΡ}
Καπάνταης- Από το τουρκ.kabadayi, ο παλληκαράς (ΕΠΜΑ)
Καπασάς- Από το μσν. καπάσιον, καπάσι, κάλυμμα κεφαλής αξιωματούχων και ιερωμένων, σχετ.με την κάπα. {ΜΣΚ}
Καπάτος -αυτός που είναι ντυμένος με κάπα, <ουσ. κάπα + κατάλ.‑άτος{ΜΣΚ}
Καπερώνης- Ίσως από το ν.ε.καπερούνι, σκούφος, <γαλλ.chaperon{ΜΣΚ}
Καπιτζής –καπικής, φρουρός πύλης, <τουρκ. Kapιcι{ΜΣΚ}
Καπλάνης- Από το τουρκ. kaplan, τίγρης.{ΣΗΤΡ}
Κάππαρης- από τη λέξη κάππαρη, θαμνώδες φυτό και ο καρπός του, αρχ. ουσ. κάππαρις.{Λ.Τ.}
Κάπρης- καπρί, (λαϊκότρ.) , ο κάπρος. [μσν. καπρίν υποκορ. του αρχ. κάπρος `αγριογούρουνο΄.{ΤΟΖ}
Καπώνης- Από το ν.ε.καπόνι, πετεινός ευνουχισμένος <πληθ. caponi του βεν. capon{ΣΗΤΡ}
Καραβέλλας – είδος ιστιοφόρου μεγάλου εκτοπίσματος με τρεις ή τέσσερις ιστούς: [<ιταλ. caravella. Η λ. και σήμ. (‑έλα) ]{ΜΣΚ}
Καραβίας/Καραβιάς- Ο σύντροφος του εμπόρου. Ως λέξη πρωτοκαταγράφεται τον 6οαι. μ.Χ. στο Λειμωνάριο του Ιωάννη Μόσχου.{GLOBG}
Καραβιώτης- 1) Ο προερχόμενος από τοπωνύμιο σχετικό με το καράβι, όπως Καράβι, Καραβάς, κτλ, και 2) η λέξη καραβιώτης δήλωνε και τον ναύτη, ο καραβίσιος. (ΛΔΗΜ)
Καράβολας- Από το ιδιωμ. (Σύμη, Νίσυρος, Ίος, Σαντορ.κτλ) καράβολας, ο σαλίγκαρος, <ιταλ.caragollo. (MEYER)
Καραγάτσης- Από το ν.ε. καραγάτσι=η φτελιά (είδος δέντρου) <τουρκ. karaağaç{ΣΗΤΡ}
Καραγκιόζης- Από το τουρκ. karagoz, μαυρομάτης.{ΣΗΤΡ}
Καραγκούνης- καραγκούνης, «ο κάτοικος της πεδινής Θεσσαλίας που ασχολείται με τη γεωργία σε αντίθεση με τους Σαρακατσάνους και τους Βλάχους/ και μεταφ. ο φτωχός, ο αγροίκος. Ίσως από το τουρκ. Kara+guna «μαυρή κάπα». Οι Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας δεν πρέπει να συγχέονται με τους Καραγκούνηδες-Αρβανιτόβλαχους της Αιτωλοακαρνανίας.{ΤΟΖ}
Καρακάσης- Από το τουρκ. karakas, μαυροφρύδης.{ΣΗΤΡ}
Καράμανλης (Καραμάνης) κτλ) -Από το τουρκ. karaman, ο μαυριδερός, ή ο καταγόμενος από την Καραμανία. Παρόμοια μη πατριδωνυμική χρήση του παραγωγικού επιθήματος -li (λής) μπορούμε να τη συναντήσουμε στα νεοελληνικά λεξιλογικά δάνεια απο την τουρκική μερακλής, μπελαλής, παραλής (παράς-λεφτά) , σεβνταλής κτλ. Φυσικά η περίπτωση να σχετίζεται το επώνυμο με την περιοχή της Τουρκίας Karaman δεν είναι καθόλου απίθανη, απλώς δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι σε κάθε περίπτωση πως χρησιμοποιείται το παραγωγικό επίθημα -λής (τουρκ. li) (ΕΠΜΑ) και (ΛΜ)
Καραμουσαλής -είδος ιστιοφόρου πλοίου, [<ουσ. καραμουσαλί + κατάλ.‑ής <τουρκ. Karamusal{ΜΣΚ}
Καραμπέρης- Προσωνυμία που έδιναν άλλοτε οι Ζαγορήσιοι της Ηπείρου στους καμπίσιους Ηπειρώτες. Ίσως από το τουρκ. kara “μαύρος” + αραβ. Ber «ηστεριά» ή από το τουρκ.karabiber«μαυροπίπερο».{ΤΟΖ}
Καραντινός – Επώνυμο που ανήκει στα εθνικά και εμφανίζεται ήδη από τα βυζαντινά χρόνια. Τπνμ. Κάρανδα, τα στην περιοχή της Καρίας της Μικράς Ασίας. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Καραντηνός Δοσίθεος, Θεσσαλονίκη, 1385.{ΤΟΖ}
Καρατζάς- Από το τουρκ. karaca, μελαχρινός.{ΣΗΤΡ}
Καρβουνάρης-Κατασκευαστής ή πωλητής κάρβουνων, μσν.κάρβουνο (ν) κάρβων<λατ. Carbo. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή.{ΜΣΚ} (BZP)
Κάργας/Καργάκος- Απο το διαλεκτ. κάργας, ο “χλευαστικώς επιδεικνυόμενος ως δήθεν σπουδαίος-ανδρείος, κομπαστής:μη μας κάνεις τον κάργα.”. ή από το δημώδ. κάργα, γέμιση όπλου: «αντίς για κάργες βάνουσι τ’ αρνίθια και κρεμνούσι « (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42511) . [<βεν. carga]{ΜΣΚ} (ΛΔΗΜ)
Καρδάρας -κάδος: (Mάξιμ. Kαλλιουπ., K. Διαθ. Iω. δ´ 11 σχόλ) . [<ουσ. καλδάριον (10. αι., Soph.) <μεσν. λατ. Caldarium{ΜΣΚ}
Καρδάσης- Από το τουρκ. kardas-καρτνάσης, αδερφός, φίλος.{ΣΗΤΡ}
Καρελιάς- Ο κατασκευαστήςκαρελιών (καρέλια, τα) , όπως λέγονται στην Ήπειρο τακαρούλια «ο τροχίσκος της τροχαλίας ή και ολόκληρη η συσκευή, το καρούλι» .Καρέλι< καρούλι< λατ. carrulus.{ΤΟΖ}
Καρίπης (Καριπίδης) -έφιππος πολεμιστής του οθωμανικού στρατού: (Tάξ. θύρ. 18, 44) . [<τουρκ. garip{ΜΣΚ}
Καρκα (ν) τζάς ο. 1) Κεφάλι, «ξερό»· το μυαλό κάπ.: «Ειδέ πολλάκις δόξει την και φθάσει ο Καρκατζάς» - (Προδρ. I 35) . 2) Το πτηνό φραγκόκοτα: (Πουλολ. 219) . [<ουσ. καρκάτζι + κατάλ. ‑άς (πβ. Τσαβαρή, Πουλολ., σ. 147) ]{ΜΣΚ}
Κάρκαλης-καρκάλλιν, είδος φορέματος που έφθανε ως τα πόδια: το καρκάλλιν το λαμπρόν, το μεμαργαρωμένον (Καλλίμ. 1556) . [<ουσ. καρακάλλιν (ιδιωμ. σήμ., Κουκουλές, Αθ. 35, 1923, 193) <καρακάλλιον (5. αι., L‑S, Lampe) <καράκαλλον (4. αι., L‑S) <λατ. Caracalla{ΜΣΚ}
Καρκαλούσης- Στη Χίο ο μεταμφιεσμένος στις απόκριες, ο κουδουνάτος.{ΣΧΓ}
Καρλάυτης-Χαρλαύτης ή ΓαρλαύτηςΑυτός που έχει μεγάλα αυτιά (Πελοπ.) .{ΠΠΠ}
Καρναβάς-καρναβάς, κάλυμμα του κεφαλιού των κατώτερων κληρικών.{ΜΣΚ}
Καρούνης- Από το τουρκ. karun, ο βαθύπλουτος.
Καρπέτας-καρπέτα η, μακρύ γυναικείο φόρεμα που καλύπτει το σώμα από τη μέση και κάτω, φούστα<βεν.Carpeta{ΜΣΚ}
Καρπούζης-ν.ε. καρπούζι<τουρκ. karpuz{Λ.Τ.}
Καρτακάζας-καρτακάζα, τυροτρίφτης, [<βεν. gratacasa]{ΜΣΚ}
Καρτάλης- Από το τουρκ. kartal, αετός.{ΣΗΤΡ}
Καρτσανάς- ο κατασκευαστής καλτσών ή υποδημάτων: (Πουλολ. 331) . [πιθ. <ουσ.Κάρτσανάς/Κάρτσωνας-καρτσονάς <ουσ. καρτσόνι (πβ. καλτσόνι) + κατάλ. ‑άς, κατασκευαστής καλτσών.{ΜΣΚ}
Καρύδης- ν.ε. καρύδι, μσν.καρύδι< αρχ. καρύδιον{Λ.Τ.}
Καρυπίδης (Γκαριπίδης) - Από το τουρκ. garib=ο ξένος, και την κατάλ. –ίδης, πβ.Ξενίδης.{ΠΕ}
Καρύκης- Από το ιδιωμ. καρύκι, το «μήλο του Αδάμ», σχετικό με το κάρυον, το καρύδι. Καρύκης, επώνυμο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον 16οαιώνα, γόνος ιστορικής οικογένειας της Αθήνας. (ΛΔΗΜ)
Κασάλης/Κασαλιάς- Από το τουρκ. kasali, «αυτός που έχει ταμείο, θησαυρό».{ΤΟΖ}
Κασάπης- Από το τουρκ. kasap, ο κρεοπώλης, χασάπης.{ΣΗΤΡ}
Κασίδης (Κασιδόκωστας) - κασιδιάρης-που πάσχει από κασίδα* κασίδα η. Αρρώστια των τριχών του κεφαλιού: (Ιατροσ. κώδ. υνα´) . <ουσ. κασσίδιον{ΜΣΚ}
Κασιούρας- Από το βλαχ. caşu «τυρί» (<λατ.caseus) και την λατινογενή καταλ. –ura.{ΤΟΖ}
Κασνής- Από το ιδιωμ. (βορ.Ελλ.) κασνί, <τουρκ.kasni, είδος φυτού, το γάλβανο, η φερούλα.{ΤΟΖ}
Κασσαβέτης- Από το τουρκ. kasavet, λυπημένος, ανήσυχος.{ΣΗΤΡ}
Καστανάς- Απο το ν.ε. κάστανο< ελνστ.κάστανον, συν την επαγγελματική κατάληξη -άς (βλ. φαναράς, πιατάς, καρβουνάς κ.α.) . {Λ.Τ.}
Καταχανάς- Απο το δημωδ. καταχανάς, 1) το κακοποιό δαιμόνιο, βρικόλακας, 2) ο εφιάλτης, 3) ο αδηφάγος, άπληστος. (ΛΔΗΜ)
Κατεβάτης- Από το διαλ. κατεβάτης, <μεσν.καταβατόν, ο κατωφερής. Η λέξη χρησιμ. και στη λαική μετεωρολογία, ως προσδιορισμός δυνατών ανέμων και κακοκαιρίας.{ΤΟΖ}
Κατέλης/Κατάκης/Κατής- Ίσως σχετικό με το ν.ε. κατής<τουρκ.kadi, ο Τούρκος δικαστής επι τουρκοκρατίας, πρβ. επων. Πασσάς, Μπέης κτλ. Το Κατέλης πιθανότερα σχετικό με το ιταλ.catello=το μικρό σκυλί.πρβ. γενοβ. όνομα Κατελούζος.{ΤΟΖ}
Κατραμάδος- κατραμάδος, επίθ. 1) Aλειμμένος με πίσσα: τοίχο κατραμάδο (Bαρούχ. 6236) . 2) (Μεταφ., προκ. για αμπέλι) που το χώμα του είναι αδιαπέραστο: (αυτ. 6173) . [<βεν. catramado]{ΜΣΚ}
Κατραούρας- Από το ιδιωμ. (Αιτ/νια) κατράου, κατουράω, κατραούρας ο κατουρλής. {ΓΛΑΙΤ}
Κατσάκος- Από το τουρκ. kacak, δραπέτης, κλεφτης.{ΣΗΤΡ}
Κατσανέβας- Από το δημωδ. κατσανέβας, ο φορτοεκφορτωτής, χαμάλης {ΜΚΣ}
Κατσάνης- Από το τουρκ. kacan, εκείνος που φεύγει, ο φυγάς.{ΣΗΤΡ}
Κατσαντώνης- Επώνυμο περίφημου προεπαναστατικου Σαρακατσάνου κλέφτη. Κανονικό του όνομα Αντώνης Μακρυγιάννης. Το όνομα με το οποίο έγινε γνωστό ετυμολογείται από το τουρκ.kaçan”φυγάς” και το βαφτιστικό Αντώνης.{ΤΟΖ}
Κατσαχνιάς- Από το ιδιωμ. κατσαχνιά, η καταχνιά, η αραιή ομίχλη, <μσν. καταχνιά, <κατ (α) –αχν (ος) -ιά.. Πρβλ. παρόμοιας σημασίας επών. Κατσιφάρας.
Κατσηφάρας- Από το δημωδ. κατσιφάρα (Πελ/σο, Κρήτη, κτλ) , μτφ ο κατηφής, και κατσηφιά η ομίχλη.{ΜΚΣ}
Κατσίγαρης- καστιγαρίζω. Τιμωρώ: (Βουστρ. 3107‑8) . [<ιταλ. castigare. Τ. καστιορίζω]{ΜΣΚ}
Κατσίκης- Από το τουρκ. kacik, ν.ε.κατσίκι, ίσως ο βοσκός κατσικιών ή ο γρήγορος σαν κατσίκι.
Καφανταρης- Από το τουρκ.περσ. kafandar, σύντροφος, επιστήθιος φίλος.{ΣΗΤΡ}
Καφάς -σβέρκος: (Φορτουν. Δ´ 407) . <τουρκ. Kafa{ΜΣΚ}
Καφίρης – Απο το μεσν.δάνειο καφίρης, ο άπιστος, [<τουρκ. Kâfir]{ΜΣΚ}
Καφτάνης- Από το τουρκ. kaftan, πολυτελής μανδύας.{ΣΗΤΡ}
Καχραμάνος- Από το τουρκ. περσ. kahraman, ήρωας.{ΣΗΤΡ}
Καψάλης-Σχετικό με τη λέξη καψάλα.Σύμφωνα με το Λεξ. Τριανταφυλλίδη:καψάλα, καμμένο μέρος. [καψ- (καίω) -άλα]. Ως επώνυμο με τη παρόμοια μορφή Καψαλάς απαντάται τον 14ο αιώνα καθώς αναφέρεται κάποιος Καψαλάς στο Νεοχώριον Χαλκιδική. {ΤΟΖ} (BZP)
Καψής- Ίσως σχετικό με το μσν. κάψα, κάμψα, η κίστη, θήκη.{GLOBG}
Κελάρης- κελλάρης, υπεύθυνος για την αποθήκη τροφίμων, οικονόμος <μτγν. ουσ. κελλάριος{ΜΣΚ}
Κελεσίδης-Από το τουρκ.keles-ο κασσιδιάρης.{ΠΕ}
Κελέφας- κελεφός, επίθ. λεπρός: (Ασσίζ. 12422) . Η λ. ως παρων.: (Μαχ. 1817) . [μτγν. επίθ. κελεφός]{ΜΣΚ}
Κελλάρης/Κελάρης- Από το μσν.κελλάριος, ο υπεύθυνος για την αποθήκη τροφίμων, οικονόμος.{GLOBG}
Κέμος- Από το τουρκ. kem, ελλατωματικός.{ΣΗΤΡ}
Κεντέρης- Σχετικό με το τουρκ. keder, λύπη.{ΣΗΤΡ}
Κέπας- Από το αρβαν/ kjeπε, κρεμμύδι.{ΣΗΤΡ}
Κεφίλης- κεφίλης ο· κιφίλης. Εγγυητής- <τουρκ. Kefil{ΜΣΚ}
Κεχαγιάς- γραμματέας ανώτατου αξιωματούχου, <τουρκ. kehaya <περσ. Kethüda{ΜΣΚ}
Κιννάμος-όνομα Βυζ.ιστορ., κίνναμον το. είδος αρωματικού ξύλου, κανέλα: (Θησ. ΙΑ´ [287]) . [μτγν. ουσ. κίνναμον]{ΜΣΚ}
Κιόρης- Από το τουρκ. kör “τυφλός”.{ΤΟΖ}
Κιρμιζής- επίθ.· κερμεζής· χρεμεζής· Κόκκινος, ερυθρός, <τουρκ. kιrmιzι· πβ. ιταλ. chermisi, cremisi{ΜΣΚ}
Κίσσας- Από το δημωδ. κίσσα, είδος αποδημητικού πουλιού, <αρχ. κίσσα.
Κλαδάς- (όνομα Χειμαριώτη στρατιώτη) από το κλαδί, βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλωνάρι, κλαδί, βέργα, (βλ. Βεργής, Κλωνάρης, Κλάδος, Κλάρας) {ΜΣΚ}
Κλάπας- ν.ε. κλάπα, «ξύλινα έμβολα όπου στηρίζονται τα πλαίσια παραθύρων.θυρών κλπ.»Κλάπα< ίσως από το λατ. clava.{ΤΟΖ}
Κλαψής/Κλαψάκης/Κλαψιάρης- ν.ε. κλάψα, κλάμα.{ΤΟΖ}
Κλής- Συγκεκομμένος τύπος τουΠερικλής και Θεμιστοκλής.{ΤΟΖ}
Κλούρας- Από το ιδιωμ. (Αιτ/νια) , κλούρι/κλούρα, το κουλούρι/κουλούρα<μσν. κουλούρα < ελνστ. κολλούρα< αρχ. κολλύρα. (ΛΤ) {ΓΛΑΙΤ}
Κλωνάς/Κλωνάκης/Κλωναράς/Κλωναράκης, Κλωνάρης/Κλωναρίδης- από το μεσν./δημωδ. κλώνι, το κλωνάρι, το τρυφερό μικρό κλαδί, σαν χαρακτηρισμός ανθρώπου με την έννοια του παληκαριού, του νέου, < < ελνστ. κλωνίον υποκορ. του αρχ. κλών.
Κοίλιαρης-κοιλιάρης, επίθ.· ουδ. κοιλιάριν. Που έχει μεγάλη κοιλιά: χοντρός και κοιλιάρης (Ερμον. Δ 236) . [<ουσ. κοιλιά + κατάλ. ‑άρης]{ΜΣΚ}
Κοθρής- Απο το δημωδ. κοθρής, αυτός που μαζεύει υπολείμματα ψωμιού, ψίχες (αλλιώς κοθρί) , μτφ. ο ευτελής και συμφεροντολόγος, μεσν. κόδρα `γύρος ψωμιού, γύρος ταψιού΄<λατ. codra. (ΛΔΗΜ)
Κόκας- Από το αρβ. kokë-a «κεφάλι».{ΤΟΖ}
Κόκκαλης- Από το ν.ε. ους. κόκαλο, ή το μεγενθ. κόκαλος<αρχ.κόκκαλος, και την καταλ. –ης.{ΤΟΖ}
Κόκκας/Κίκιζας- Από το αρβαν. κοκje/κόκα, το κεφάλι.{ΣΗΤΡ}
Κοκκωτός- κοκκωτός, επίθ.· κουκκωτός. κατάστικτος, πιτσιλωτός, <ουσ. κόκκος + κατάλ. ‑ωτός{ΜΣΚ}
Κοκόνης- Από το διαλεκ. (Ηπειρ.) προσηγορικό κοκόνι, το μικρό σκυλί, υποκορ. του κοκόνα.{ΤΟΖ}
Κοκόζης- Από το τουρκ. kokoz, ο φτωχός, ενδεής. (ΕΠΜΑ)
Κολαούζης- οδηγός, μτφ. ο ενοχλητικός, <τουρκ. Kιlavuz{ΜΣΚ}
Κολιός-είδος ψαριού, αρχ.κολί (ας) . Στις περισσότερες περιπτώσεις πάντως πρέπει να σχετίζεται με την υποκοριστική μορφή του βαφτ. Νικόλαος>Νικολιός>Κολιός. βλ.παρακάτω. {Λ.Τ.}
Κολλιός/Κολιός- Από τα βαφτ. Κολλιός-Κολιός μορφές του Νικόλαος> Νικολιός>Κολιός. Οι Αρβανίτες χρησιμοποιούν την παραλλαγή Κόλλιας/Κόλιας, με τροπή του ο σε α, όπως παρατηρούμε και σε άλλες περιπτώσεις Νίκος-Νίκας, Ζερβός-Ζέρβας κτλ.
Κολοκούρης/Κωλοκούρας- Από το ιδιωμ. κουλουκούρα, κωλοκούρα, τα μαλλιά γύρω από την ουρά και τον κώλο του προβάτου, μεταφορικά το μπαξίσι, και κουλουκρίζω, κουρεύω τα πρόβατα. {ΓΛΑΙΤ}
Κολοκυθάς- από το ν.ε. κολοκύθι< μσν. Κολοκύθι<αρχ.κολοκύνθιονυποκορ. τουκολοκύνθη.{Λ.Τ.}
Κολτσίδας, Κολλιτσίδας-Επώνυμο (το πρώτο) Αιτωλοακαρνάνα αγωνιστή του Εικοσιένα. Είδος φυτού κολλητσίδα (Ηπειρ.) , αλλού αφορμοχόρτι, επιστ. Potentilla pedata.Kοινή ονομασία διάφορων φυτών, των οποίων οι βλαστοί ή τα σπέρματα περιέχουν κολλητική ουσία . Μεταφ. άνρωπος φορτικός που προσκολλαται απρόσκλητος.< μσν. κολλητσίδα < *κολλητίδα < κολλητ (ός) -ίς > -ίδα (Λεξ.Τριαντ.) .{ΔΟΦ}
Κομπωτής- Από το μεσν. και ιδιωμ. επιθ. κομπωτής, ο απατεώνας, από το ρήμα κομπώνω, εξαπατώ, ξεγελώ. Και μτφ. ο ψεύτικος, ο φαντασμένος, <Γλωσ.Ησυχ. κομβόω. Και ως όνομα γνωστής κωμόπολης της Άρτας, το Κομποτί, πατρίδας του Ν.Σκουφά, και χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, Κομπωτή. (ΜΣΚ) (ΛΔΗΜ)
Κονδυλάκης/Κονδύλης- Σχετικό με το ν.ε. κοντύλι, ειδική γραφίδα από σχιστόλιθο, με την οποία έγραφαν επάνω στην πλάκα οι πολύ μικροί μαθητές, < μσν. κοντύλι (ν) < ελνστ. κονδύλιον (προφ. [nd]) υποκορ. του αρχ. κόνδυλος.{Λ.Τ.}
Κονταξής (Κονταξόπουλος, Κονταξάκης, Κοντακτσής, Κοντακτζόγλου) -kundakçi-ο πυρπολητής, εξελληνισμένη ακουστικά kç-ξ *. (ΕΠΜΑ)
Κονταράτος-κονταράτος, επίθ. Οπλισμένος με κοντάρι, <ουσ. κοντάριον + κατάλ. –άτος. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Κονταράτος -1264 στην Κεφαλονιά, και τον 14ο στη Μεθώνη, και Πτελέα και Λεύκη Χαλκιδικής. {ΜΣΚ} (BZP)
Κοντζάς- ν.ε. κοντζάς ο. κάλυκας άνθους, μπουμπούκι: τριαντάφυλλα κοντζάδες (Διγ. Α 2845) . [<τουρκ. gonca ή konca]{ΜΣΚ}
Κόντης- α) Τίτλος ευγενείας στη φεουδαρχική Δύση, κόμης: (Δούκ. 8521‑2) · β) ως προσφών.: (Κορων., Μπούας 149) . [<ιταλ. conte - παλαιότ. γαλλ. Conte], πρβ.Δούκας, Μπέης κτλ.Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή.{ΜΚΣ} (BZP)
Κοντόσταυλος-κοντόσταβλος·. 1) Ανώτατος αξιωματικός (αξιωματικός τρίτος στην στρατιωτική ιεραρχία μετά τον πρωτοστάτορα και τον μεγάλο στρατοπεδάρχη) : <μεσν. λατ. Conestabulus. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, αναφέρεται κάποιος με επώνυμο Κοντόσταυλος το 1321 στη Χαλκιδική. (BZP)
Κοργιαλάς/Κοριαλάς- Από το ιδιωμ. (Αιτ/νια) κοριάλο/κουριάλου, εύληπτη τροφή παρασκευασμένη ειδικά για τους μελλοθάνατους, κοριαλάς ο παραγωγός της. {ΓΛΑΙΤ}
Κόρδας-i) χορδή μουσικού οργάνου, ii) έγχορδο μουσικό όργανο, iii) χορδή τόξου, μτφ ο κορδωτός, ευθυτενής.{ΜΣΚ}
Κορμαλός/Κορμαλάς- Από το δημωδ. κορμαλός, αλλιώς κορμαράς, ο σωματώδης, και μεγαλόσωμος. (ΛΔΗΜ)
Κορμπάκης/Κορμπόπουλος- Από το ιδιωμ. κόρμπα (η) , κόρμπος (ο) , ο μούλος, και κυρίως ο μαύρος, ο σκούρος, χαρακτηρισμών μαύρων αιγοπροβάτων. Η λέξη στα τσακώνικα, αλλά τουλάχιστον σε όλη την Πελοπόννησο, <λατ.corvus-κοράκι. (ΛΞΤΣ)
Κοροβέσης- Από το αρβαν. korroveshe, (korr + vesh) , είδος στάμνας, σαν επίθετο δηλώνει τον κουτσάφτη, τον χωρίς αυτιά. {ALBD}
Κορφιάς- Από το διαλεκτ. (Μάνη και αλλού) κορφιάς, κορφέας, η ανώτατη οριζόντια δοκός της στέγης, ετυμολογικά σχετικό με την κορυφή, πρβλ παρόμοιας σημασίας επώνυμα Γκλαβάνης, Πρέκκας. (ΛΔΗΜ)
Κορφιάτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την Κορφώ/Κορυφώ, αλλιώς η Κέρκυρα, η ονομασία καταγράφεται από την Άννα Κομνηνή-11ος αι.{ΤΠΝΜ}
Κοσκινάς -αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει κόσκινα: (Προδρ. III 198) . [<ουσ. κόσκινον + κατάλ. ‑άς]{ΜΣΚ}
Κόσκος- Από το αρβαν. κόσκε-α, κόκκαλο.{ΣΗΤΡ}
Κοτζαλής (Κοτσαλίδης, Κοτσαλής) - Από το τουρκ. kocali, η παντρεμένη γυναίκα. (EΠMA)
Κοτζαμάνης- Από το τουρκ. kocaman, μεγαλόσωμος.{ΣΗΤΡ}
Κοτζιάς- Από το τουρκ. koca, μεγάλος, πβ. κοτζάμ.{ΣΗΤΡ}
Κοτσάκης/Κοτσακίδης- Από το τουρκ. koçak «ανδρείος, θαραλέος». Σε πολλές περιπτώσεις το επώνυμο μπορεί να προέρχεται από τη μορφή του βαφτ. Κώστας-Κώτσος και την υποκοριστική κατάληξη –άκης.{ΤΟΖ}
Κότσιαρης/Κώτσιαρης- Από το βαφτ. Κότσιος<Κωνσταντίνος. Σχετικό με το βουλγ. Kоцо.{ΤΟΖ}
Κοτσώνης- Από το ιδιωμ. ρημ. κοτσώνω, επαίρομαι, κορδώνομαι, και κοτσώνης ο επηρμένος. Πιθανό είναι να είναι απλώς μια υποκορ. μορφή του ονόματος Κώστας>Κότσος, με την υποκορ. κατάληξη -ώνης (πρβλ. το υποκορ. επίθημα -όνι, βλ. κλεφτρόνι, στριφόνι κ.α.) . Παρόμοια σχηματίστηκαν επώνυμα όπως Γεωργιώνης, Γιαννακαρώνης, Διακώνης, Δροσώνης, κ.α. (ΛΔΗΜ)
Κουβαράς- Από το δημωδ. κουβαράς, ο κατασκευαστής, ο πωλητής κουβαριών νήματος., <αρχ. κόβαρος. Ως επώνυμο τουλάχιστον απο τον 14ο αιώνα, καθώς αναφέρεται στην Πάφο της Κύπρου κάποιος Μιχαήλ του Κουβαρά, το 1360 ένας πρωτοψάλτης Κουβαράς, το 1368 κάποιος χαρτοφύλαξ Θεόδωρος Κουβαράς κ.α. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Κούβελας-Από το μεσν. κουβέλι το. κυψέλη: της μέλισσας, <παλαιότ. γαλλ. cuvel (l) e, cubel{ΜΣΚ}
Κουλακμάνης- Από το τουρκ.kulak, αυτιάς, συν το επιτακτικό μόριο -μάν (ης) , “αυτάρας”. (ΕΠΜΑ)
Κουκής/Κουκκής/Κουκκίος- Σχετικό με το ν.ε. κουκκί, το όσπριο, < μσν. κουκκί (ν) < < ελνστ. κοκκίον υποκορ. του αρχ. κόκκος. πρβλ. Φασουλής, Νεράντζης, Ρεβύθης κτλ. Ως επώνυμο τουλάχιστον απο τον 14ο αιώνα, το 1348, καθώς αναφέρεται κάποιος πάροικος στις Σέρρες, Μιχαήλ Κουκκής. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Κουκουβάς-ο· κουκκουφιάς. κουκουβάγια, ηχοπ. λ. ή <ουσ. κουκούβα{ΜΣΚ}
Κουκούδης- κόκκος, κουκούτσι, <ουσ. κόκκος + κατάλ. ‑ούδι (το χαλάζι) {ΜΣΚ}
Κουκουζέλης- κουκουτσέλα, κουκουνάρα (παροιμ: απήρα εγώ παρ’ εκείνου … κουκουτσέλα, εκείνος δε παρ’ εμού βρύα, Σφρ., Χρον. 64) , [<ουσ. κουκούτσιν + κατάλ. -έλα{ΜΣΚ}
Κουκουλιός/Κουκουλός/Κουκουλόπουλος- Από τη καταγεγραμμένη υποκορ. μορφή του βαφτ. Νικόλαος, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, Κουκουλιός<Κουλιός< Κολιός<Νικολιός<Νικόλαος. (ΒΕΛΒ)
Κουκούμης/Κουκουμάς- Από το ουσ.κουκούμιν το. Χάλκινο δοχείο νερού· χύτρα. μτγν. ουσ. κουκκούμιον. Το δεύτερο επώνυμο σχηματίστηκε με την συχνή επαγγελματική κατάληξη –άς (βλ. Φαναράς, Καλαθάς, Πιατάς, κ.α.) . Ως επώνυμο τουλάχιστον απο τον 14ο αιώνα, καθώς αναφέρεται κτηματίας στην Βέροια το 1325 με το επώνυμο Κουκούμης, αλλά και ένας Νικόλαος Κουκουμάς τον 15ο αιώνα.{ΓΛ} (BZP)
Κουκούρης -ο. αγροίκος, άξεστος άνθρωπος: « Της χώρας είμαι εγώ άθρωπος και μη με λες κουκούρη» (Στάθ. Γ´ 427) . κούκουρον το. Φαρέτρα: τα κούκουρά του εβάσταινε, το απελατίκι εκράτει (Χρον. Μορ. H 5062) . [<μεσν. λατ. cucurum. Η λ. τον 7. αι.][<ουσ. κούκουρον* + κατάλ. ‑ης]{ΜΣΚ}
Κουλούκης- Από το μσν. κουλούκης, ουσ. *κυλάκιον <σκυλάκιον κουτάβι ή (υβριστ.) ανόητος, απερίσκεπτος. Εμφανίζεται ως επώνυμο τον 9οαιώνα, Theophanes ο και Ισαάκιος, Bonnae, 1839.{GLOBG}{ΜΣΚ}
Κούμαρης-κούμαρι, αγγείο πήλινο ή γυάλινο, κανάτι, μσν. κουκουμάριον με απλολ. [kuku > ku] υποκορ. του ελνστ.κούκουμ (α) -άριον (< λατ. cucuma) {ΜΣΚ}
Κουμάς- Επώνυμο σχετικό με το διαλεκτ. (Κρήτη) . κούμος, ορνιθώνας, καλύβι.{ΚΡΗΤ}
Κουμέλης- Από το ν.ε. κουμέλλα, μικρό πήλινο δοχείο όπου βάζουν συνήθως γάλα και γιαούρτι. <μτγν.καμέλλα=είδος ποτηριού.{ΑΝΤΖ}
Κουμπής- Συνηθισμένο επών. Σαρακατσάνων του Ζαγορίου από το ν.ε.κουμπί<μεσν.κομβίον, υποκρ. του αρχ.κόμβος. Στην περίπτωση των Ζαγοριτών χρησιμοποιείται μεταφορικά με τη σημασία του επιθέτουκουμπένιος-καλοκαμωμένος.{ΤΟΖ}
Κουμπουρης-κουμπούρι (λαϊκότρ.) το όπλο, και κυρίως το πιστόλι. [μσν. κουμπούρι `θηκάρι΄ < τουρκ. kubur -ι, κατά τη σημερ. σημ. της τουρκ. λ.: `πιστόλι του ιππικού΄]{ΜΣΚ}
Κουνάδ (β) ης-κουνάδι, κουνάβι, <σλαβ. kuna + κατάλ. ‑άδι{ΜΣΚ}
Κούνδουρος- 1) Κολοβός, με κομμένη ουρά: σκυλί κουντούρι (Σπαν. (Ζώρ.) V 389) . 2) Κοντός: κόβγει τα (ενν. τα ρούχα) ως τα γόνατα και κούντουρα τ’ αφήνει (Ερωτόκρ. Δ´ 579) . 3) (Στη θέση εθν.) : εν έτει ‚ςωοδ´ απήραν οι κούντουροι την Μεσημβρίαν (Byz. Kleinchron. Α´ 2141) . Η λ. και τ. Κούνδουρος σε τοπων.: (Δωρ. Μον. XX) , (Χρον. Μορ. P 1724) . [<επίθ. κ{ΜΣΚ}όντουρος. Η λ. τον 9. αι. (βλ. Κριαράς 1988: Β´ 89· Kahane, GR I 571-2) , στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]
Κουνέλης- κουνέλι, <ιταλ. coniglio{ΜΣΚ}
Κουνενός- κούνενα, μικρό πήλινο αγγείο που χρησιμοποιούνταν ως ποτήρι {ΜΣΚ}
Κουντουράς- Απο το μεσ.ελλ. (9ος αιων.) , κόντουρος, ο κολοβός ή μεσ.ελλ. κουντούρα, είδος παπουτσιού.{ΜΣΚ}
Κουντούρης (Κουντουράς) – κουντούρι το· κουντόρι. Είδος παπουτσιού· φρ. κρατώ κάπ. εις το κουντόρι = ακολουθώ κάπ. «κατά πόδας», παρακολουθώ κάπ., «έχω κάπ. στο χέρι»: (Χρον. Τόκκων 2836) . [ουδ. του επιθ. κούντουρος ως ουσ. ή <ουσ. κουντούρα]{ΜΣΚ}
Κούντουρος- (κοντός, ουρά) , ο κολοβός, Η λέξη και στον Σουΐδα (10ος αι.) =κούθουρον, τον κούντουρον.{GLOBG}
Κουρβούλης- Από το δημωδ. κουρβούλα, ο κορμός του αμπελιού, η κουρμούλα. Μτφ. ο αδρανής, ο ακίνητος. Ως επώνυμο τουλάχιστον απο τον 14ο αιώνα, καθώς αναφέρεται κάποιος Γεώργιος Κουρβουλέας στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Κουρεμάδης- Από το δημωδ. κουρεμάδι, κούρεμα σίρριζα με το ψαλίδι ή τη ψηλή χειρομηχανή. (ΓΛΗΛ)
Κουρής- Ίσως από το δημωδ.κούρης, ο περιφερόμενος εδώ και εκεί ασκόπως, φυγόπονος, άεργος. Ή σχετικό με το μεσν. κουρά, 1) κουρά (ως μέρος της τελετής της χειροτονίας ιερωμένου) , ή 2) η ιδιότητα του μοναχού. Ως επώνυμο, Κουρής, εμφανίζεται πρώτη φορά τον 13ο αιώνα, κάποιος Κουρής Κωνσταντίνος, στην Τραπεζούντα. (ΛΔΗΜ) (ΜΣΚ) (BZP)
Κουριέρης- ταχυδρόμος, <ιταλ. Corriere{ΜΣΚ}
Κουρκούλης- Από το διαλεκτ. (Ηπειρ.) κουρκούλι, η πέτρα, το λιθάρι.{ΤΟΖ}
Κουρκουμέλης- Ίσως σχετικό με το μσν. κούρκουμο, είδος χαλιναριού, φίμωτρο. <λατ. curcuma. H λ. στον Hσύχ. (6ος αι.) και στα Πτωχοπροδρομικά (12οςαι.) . Συν την ιταλογενή κατάληξη –έλης, που συνηθίζεται στη Μυτιλήνη, Αϊβαλί, Λήμνο, Ίμβρο κτλ.{GLOBG}
Κουρκουμπέτης- Από το βλαχ. curcubeta=το κολοκύθι, <λατ.curcubita. πρβλ. Κολοκύθας.{ΤΟΖ}
Κουρμούλης- Από το ιδιωμ. κουρμούλι, κορμός δέντρου, χαμόκλαδου.{ΣΗΤΡ}
Κουρούζης- κουρουζής ο. Παλαίμαχος γενίτσαρος, <τουρκ. Korucu{ΜΣΚ}
Κουρούκλος- κουρούκλα είδος τεύτλου, πιθ.<λατ.*colucula]{Λ.Τ.}
Κουρούνης- κουρούνα, κορώνη, είδος πουλιού, μτφ, «γίνομαι κουρούνα» = μεθώ υπερβολικά, <αρχ. ουσ. κορώνη{ΜΣΚ}
Κουρούπας (-ης, -ος) - πήλινο δοχείο, πιθάρι, <ουσ. κουρούπι + κατάλ. ‑α ή <ουσ. κορύπη{ΜΣΚ}
Κουρούπης/Κρούπης- Από το ν.ε. κουρούπι (και κρούπι με συγκοπή του άτονου ου) , »πήλινο δοχείο». <ουσ. κορύπη, μτφ. ο μεθυσμένος.{ΤΟΖ}
Κουρούσης- Από το τουρκ. kurus, το γρόσι.{ΤΟΖ}
Κουρσούνης- κουρσουνιά, τουφεκιά, <τουρκ. Kurşun{ΜΣΚ}
Κουρτέλας- κουρτέλλα, μαχαίρι, <βεν. Cortela{ΜΣΚ}
Κουρτέσης- κουρτέσης, θηλ. κουρτεσά, ευγενικός, λεπτός στους τρόπους, <μεσν. γαλλ. corteis ή <ιταλ. Cortese{ΜΣΚ}
Κουρτίδης- Από το τουρκ. kurt, λύκος.{ΣΗΤΡ}
Κούσκουρας / Κουσκούρης- Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη κούσκουρας, ο φλύαρος, πολυλογάς.{ΓΚΕ}
Κουτουμάνος- Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη κουτουμάνος, το μικρό ευτραφές κουτάβι, σπάνια και το μικρό παιδί με τα ίδια χαρακτηριστικά.{ΓΚΕ}
Κουτουρλός- Από το ιδιωματικό (Αιτωλοακαρνανία) κουρουρλός, ο κουτσάφτης, αυτός με κουτουρλεμένα (κουτσουρεμένα) τ’αφτιά. (ΙΛΝΕ)
Κούτρας/Κούτρης- Απο το δημώδ. κούτρα, το κεφάλι. Το επώνυμο ίσως με την έννοια του «κεφάλα». Ετυμολογικά προέρχεται απο το μεσν. κούτρα και αυτό με τη σειρά του απο το λατινικό scutra. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα (1304) , αναφέρεται κάποιος Δημήτριος Κούτρας, πάροικος Λήμνου. {Λ.Τ.} (BZP)
Κουτρούλης- κουρεμένος· φαλακρός, Xρον. Mορ. H 3061, σχετ. με το ουσ. κούτρα.{ΜΣΚ}
Κουτρούμπας- κουτρούβιν, είδος πήλινου δοχείου, πιθ. <ουσ. κουτρούπι (ον) <κούτρα, H λ. τον 11. αι..{ΜΣΚ}
Κουτσούμπας- Από το διαλεκτ. κουτσουμπός, α άνευ κορυφής, ”κουτσουμπό κυπαρίσσι”, ”κουτσουμπή μύτη”, γενικά ο κολοβός. Ετυμολογικά σχετικό με το “κουτσός”. (ΛΔΗΜ)
Κουτσομύτης- που έχει κομμένη μύτη, ως επώνυμο τον 11. αι στην Αλεξιάδα της Ειρήνης της Κομνηνής. Ταυτόσημο με το βυζ. Ρινότμητος, λόγω της συνήθους τιμωρίας να κόβουν την μύτη στον ένοχο.{ΜΣΚ}
Κουτσούκος- Από το τουρκ. kucuk, μικρός.{ΣΗΤΡ}
Κουτσουλιανός- Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη κουτσουλιανός, είδος πτηνού, ο κορυδαλός.{ΓΚΕ}
Κουτσούνης- ίσως από το δημωδ. κουτσούνα, η κούκλα.{ΜΣΚ}
Κουτσουρέλας/ης- Από το ιδιωμ. (Ζαγ.) κουτσουρέλα- η άτεκνη, σχετικό ετυμολογικά με το κουτσ (ος) . (MEYER)
Κουτσούτης- Από το διαλεκτ. (Χίος) , κουτσούτα αίγα, γίδα με κοντά αυτιά, πρβ. κουτσάφτης.{ΠΧΓ}
Κόφας- η· κούφα. μεγάλο κοφίνι, <βεν. cofa{ΜΣΚ}
Κραμπής- Από το δημωδ. κραμπί, το φυτό κράμβη, το λάχανο, <αρχ. ουσ. κραμβίον.
Κρανίδης- Από το μεσν. κρανίδι (ον) , το μικρό κράνος, μικρή περικεφαλαία. Και τοπωνύμιο, Κρανίδι στην Αργολίδα, ίσως από κάποιον πρώτο οικιστή του οικισμού, Κρανίδη. (ΛΔΗΜ)
Κρανιδιώτης-Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την κωμόπολη του Κρανιδιού Αργολίδας. Επώνυμο αδικοχαμένου πολιτικου.{ΤΠΝΜ}
Κρασάς- Το επώνυμο από το ν.ε. κρασί<μσν.κρασίν, κρασίον. Δηλώνει τον οινοπώλη, ή τον παραγωγό κρασιού. Εμφανίζεται ως επώνυμο τον 10ο αι. στο Theophanes Continuatus (198, 17) .{GLOBG}
Κρεμανταλάς-Από το επίθετο κρεμανταλάς ο, θηλ. κρεμανταλού, (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ ψηλού, άχαρου και άκομψου στις κινήσεις. < *κρεμομανταλάς< κρεμ (ώ) -ο- + μανταλ (άκι) -άς· κρεμανταλ (άς) –ού.{Λ.Τ.}
Κρεμαστινός- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από χωριό με το όνομα Κρεμαστη. Χωριά με αυτό το όνομα υπάρχουν στη Ρόδο, Ξάνθη, Λακωνία.{ΤΠΝΜ}
Κρέμος- Από το μεσν. κρέμμυον, το κρεμμύδι. Σαν επώνυμο αναφέρεται ήδη με τη μορφή Κρεμού, και Κρεμουλής-Κρεμμός τον 13ο και 14ο αιώνα αντίστοιχα. (ΛΔΗΜ) (BZP)
Κριεζής- Από το αρβαν. κρίε (κεφάλι) και το δεύτερο συνθ. –ζι (μαύρο) , δλδ ο μαυροκέφαλος.{ΣΗΤΡ}
Κριεκλόκης- Από το αρβαν. κρίε (κεφάλι) και κλόκε (άδειος) , ο κουφιοκέφαλος.{ΣΗΤΡ}
Κριεκούκης- Από το αρβαν. κρίε (κεφάλι) και κούκj-ι (κόκκινος) , ο κοκκινοτρίχης.{ΣΗΤΡ}
Κριεκούκης- Από το αρβαν. κρίε (κεφάλι) και μάδε (μεγάλος) , ο κεφάλας.{ΣΗΤΡ}
Κριθάρης-ν.ε. κριθάρι<μσν.κριθάρι (ν) < ελνστ.κριθάριονυποκορ. του αρχ.κριθή{Λ.Τ.}
Κρικέλης- κρικέλλιον το· κερκέλλι· κιρκέλλιν· κρικέλλι· κρικέλλιν, κρίκος, χαλκάς, <ουσ. κρίκελλος, H λ. τον 6. αι. (Μαυρίκ.Στρατ.1, 2) {ΜΣΚ}
Κριτής- Από τη λέξη κριτής, που εκτός της διαχρονικής της σημασίας, αυτός που κρίνει, επι Βυζαντίου, τίτλος αξιώματος, επιτηρητής της τάξης αναλόγως-κριτής του ιπποδρόμου, -κριτής του βήλου κτλ. Η λέξη σαν επώνυμο από την περίοδο των Παλαιολόγων, τουλάχιστον, ως Κριτής, Κριτόπουλος. (ΛΔΗΜ)
Κροκάς- Από το μεσν. κρόκα/κρόκη, το υφάδι, το δημωδ. κροκίδι, συν την παραγ. καταλ.-ας. Ως επώνυμο τον 14ο αιώνα, ως Κροκάς στο Άγιο Όρος, και ως Κροκκάς στην Ιερισσό (1300) . (ΛΔΗΜ) (BZP)
Κροκύδας- κροκύδα, μαλλί ξασμένο, αρχ. ουσ. κροκύς.{ΜΣΚ}
Κροντηράς- Από το δημωδ. κροντήρι, ο κρατήρας, από το μεσν. κροντήριον< κρυωρήριον, εκεί που κρυώνει το νερό. Συν την κατάλ. –άς, που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ.φαναράς, παπλωματάς, γαλατάς κτλ) .
Κρούσκας- Από το αρβαν. krushk, ο κουμπάρος, και ο ανύπαντρος συγγενής, <*kushker<λατιν.consocer”πεθερός”.{ALBD}
Κτενάς/Χτενάς- Από το δημωδ. χτένα, και την παραγ.καταλ.-άς, ο κατασκευαστής χτενών, το «κ» στην πρώτη εκδοχή ίσως οφείλεται σε «λόγια ευφωνία». < ελνστ. κτένιον. (ΛΔΗΜ) (Λ.Τ.)
Κυδώνης-ν.ε. κυδώνι, μσν.κυδώνι (ν) < ελνστ. κυδώνιον< αρχ. Κυδώνια μλα{Λ.Τ.}
Κυπαρίσσης-κυπαρίσσι, αρχ. ουσ.κυπάρισσος{Λ.Τ.}
Κυράνης/Κυράνας- Μητρων. επώνυμο από το βαφτ. Κυράν (ν) α, μεσν. κυράνα « η μητέρα», ίσως < κυρά και μεγενθ. καταλ. –άνα.{ΤΟΖ}
Κυριαζής- Από το βαφτ. Κυριαζής, παραλλαγή του Κυριάκος (Τριανταφυλλίδης, Ονόματα, σ.14) . Διαδεδομένο σε όλο τον ελληνικό χώρο, Κυριαζόπουλος, Κυριαζάκης, Κυριαζίδης, Κυριαζούδης κτλ. Επώνυμο του Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίου) . (ΑΝΧΜ)
Κυρίτσης- τιμητικός τίτλ. 1) κύριος, άρχοντας, 2) αξιωματούχος: του κλήρου κυριτσάδες, <ουσ. κύρης + κατάλ. –ίτσης. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 11οαιώνα, (Κυρίτζης) .{ΜΣΚ}
Κύρκας/Κύρκος- εραστής, ο «καλός», ο αγαπημένος, <ουσ. κύρης + κατάλ. ‑κας. {ΜΣΚ} ή (και)
Κύρκος- Από το βαφτ. Κύρκος, <μεσν.Κύρικος (κύρ (ιος) +ικός) ή (και) του βαφτ. Κυρ (ιά) κος. Η ίδια αρχή σε πολλές παραλλαγές, φανερώνοντας τη διάδοσή του υποκορ. αυτού τύπου, όπως Κυρκόπουλος, Κυρκίδης, Κυρκάκης, Κύρκου, Κυρκούδης, Κυρκούσης κτλ. (ΑΝΧΜ)
Κωσταρέλης- Από το βαφτ.Κώστας + μεγεθ.καταλ. –αράς+υποκορ. καταλ. –έλης.{ΤΟΖ}
Κωτάνος- Από τη εκδοχή του βαφτιστικού Κωνσταντίνος<Κώστας<Κώτας.{ΠΕ}


Λ

Λάβδας- Από το βλαχ.lavda=έπαινος, <λατ.laus-udis, laude.{ΤΟΖ}
Λαβδός- Από το δημωδ. λαβδός, αυτός που έχει στραβά πόδια έτσι ώστε να ενώνονται τα γόνατα, έχοντας σχήμα Λ, σχετική λέξη χαυδώνω. (ΛΔΗΜ)
Λαγάρας- Από το δημ. λαγάρα, υγρό απαλλαγμένο από κάθε ξένη ουσία, μτφ. ο καθαρός, και ο ειλικρινής, τίμιος, άψογος. Και λαγαρίζω : κάνω διαυγές ένα υγρό. Από το αρχαίο λαγαρός “ο χαλαρός, λεπτός, ευκίνητος”, η σημερινή σημασία μεσαιωνική. (ΛΔΗΜ)
Λάγιος- Από το δημ. λάγιος, ονομασία προβάτων που έχουν μαύρο χρώμα, πρβλ. λαγιαρνί, <δάνειο από τα βλάχικα. (ΛΔΗΜ)
Λαγκώνης- Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη λαγγώνι, πλευρό.{ΓΚΕ}
Λαζούρης/Λαζούρας- Από το μεσν (τουλαχ.7ος αιων.) και δημ. λαζούρι (ον) , πέτρα γαλάζια, μτφ. ίσως ο γαλανομάτης, γαλάνης, < μεσν. λατ. lazur. (ΛΔΗΜ)
Λαθούρης- Από το ν.ε. λαθούρι, ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών, lathirus sativus, < μσν. λαθούριν υποκορ. του αρχ. λάθ (υρος) –ούριν.{ΔΟΦ}
Λάλος- Από το μεσν. και δημωδ. λάλος, ο πολύ φλύαρος, αυτός που λαλεί (μιλάει) πολύ, συνεχώς. (ΛΔΗΜ)
Λαμπαδάριος- Ο επικεφαλής του αριστερού χορού στον πατριαρχικό ναό.{ΜΣΚ}
Λαμπέτης- Από το μεσν. λαμπέτης, ο λαμπρός, ο λάμπων. Σαν επώνυμο αναφέρεται για πρώτη φορά το 1320 ως επώνυμο κατοίκου της Χαλκιδικής, Λαμπέτης. Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού Έλλης Λαμπέτη, γεννημένη Έλλη Λούκου. (BZP) (ΛΔΗΜ)
Λαμπίρης- Ίσως από το δημωδ. λαμπύρι, το φυτό λαμπύρι, το αρχαίο ‘λάθυρος’.πρβλ. επών. Σχετικά με φυτά Κολτσίδας, Λαθούρης, Λιναράς, Μελικόκης (βλ.επων.) . (ΛΔΗΜ)
Λανάρης/Λαναράς- ο εριουργός, λανάρης< μεσ.λανάριος< λατ.lanarius.{ΤΟΖ}
Λαπαθιώτης-Ίσως σχετίζεται με τον οικισμό Λάπατα (σημ.Λαπάθεια) , δημ.Καλαβρύτων. Λαπατιώτης<Λαπαθιώτης με λόγιο εξελλην.πρβ. Μπακάλης<Βακάλης.{ΤΠΝΜ}
Λάπας- Από το ηπειρωτ.διαλεκτ. λάπα-λαπάς=η προβατίνα με τα αυτιά προς τα κάτω», <αλβ.lape-a=το δέρμα των σφαζομένων ζώων.{ΗΠΟΙΚ}
Λαπατάς- Από το ν.ε. λάπατον< είδος ποώδους φυτού που τρώγεται. [αρχ. λάπαθον, *λάπατον] (Τριαντ.}.{ΤΟΖ}
Λαρδάς- Από το ουσ. λαρδί, λίπος, κυρίως χοιρινό, που διατηρείται και καταναλώνεται παστό ή καπνιστό. μσν. λαρδί (ο) ν, υποκορ. του ελνστ. λάρδ (ος) (< λατ. lard (um) -ος `αλατισμένο κρέας΄) –ίον{Λ.Τ.}
Λάσκαρης- Επώνυμο σημαντικής βυζαντινής οικογένειας. Χρησιμοποιείται και ως κύριο όνομα. Λάσκαρης<λάσκαρης «δάσκαλος»<ράσκαλης με αντιμετάθεση r-l<>r< δάσκαλος. Οι παραπάνω τύποι απαντούν στο μικρασιατικό ιδίωμα της Σίλλης (περ.Ικονίου) όπου ο ρωτακισμός αποτελεί γενικό κανόνα (πβ.δεξί-ρεξί, δεσπότης-ρεσπότσης) {ANX}
Λαφαζάνης- Από το τουρκ.περσ. lafazan, ο φλύαρος, καυχηματίας.{ΣΗΤΡ}
Λαψάνης- Από το ν.ε. ιδιωμ. λάψανα, είδος χόρτου, η λέξη και στον Ησύχιο (6ος μ.Χ.) < «λαψάνη>· τν γρίων λαχάνωνσθιομένη».{GLOBG}
Λέκας- Αρβανίτικη εκδοχή του βαφτ. “Αλέξανδρος”.{ΤΟΖ}
Λεκκός/Λεκός- Από το ιδιωμ. (Τσακώνικό) λεκός (ο) , λεκό (το) , ο λευκός, και Λεκκάκος. Το τελευταίο μπορεί να συνδέεται με το αρβαν. Λέκας, υποκορ. του Αλέξανδρος. (ΛΞΤΣ)
Λεμόνης-ν.ε. λεμόνι<μσν.λεμόνι<λιμόνι ([i > e] από επίδρ. του [l];) < ιταλ. limon (e) -ι < αραβ., περσ. laymūn{Λ.Τ.}
Λέπουρας- Από το αρβαν. λjeπούρι, ο λαγός.{ΣΗΤΡ}
Λέτσος- Από το ιδιωμ. λέτσος, ο βρωμιάρης, ο κακοντυμένος, <ιταλ. lezzo `βρόμα΄. Ίσως και από υποκορ. μορφή του Νικόλαος>Νικολέτσος>Λέτσος. (ΛΔΗΜ) (Λ.Τ)
Λέχος- Μητρωνυμικό, από το λεχώ-λεχώνα, 1) γυναίκα που γέννησε πρόσφατα και 2) (μτφ.) για άνθρωπο τεμπέλη και φυγόπονο, 3) Από το ιδιωμ. (Αρκαδ.) λέχος, «η εν ύδατι αναλυομένη κόπρος των βοών, εν η εμβάλλουσι τα βαμβακερά υφάσματα άμα υφανθέντα. Μένουσιν δ’εν αυτή 3-4 ημέρας ταύτα, είτα εξάγουσιν αυτά (ξελεχώνουσι) και τα λευκαίνουσιν». Ίσως λέχος, παρατσούκλι, αυτού που έκανε αυτή τη δουλειά. (Λ.Τ.) (ΛΔΗΜ) {ΠΠΠ}
Λεχούδης- Από το δημωδ. λεχούδι, το νεογέννητο, το νεογνός, <λέχώ +-ούδι, μσν. λεχώνα < ελνστ. *λεχών. (Λ.Τ.) (ΛΔΗΜ)
Ληξούρης- Από το μεσν. λίξουρος, λιξουριάρης, λήξουρος, ο άπληστος, πλεονέκτης και ο λαίμαρχος, λιχούδης, λιγούρας. Το τοπωνύμιο Λιξούρι, προφανώς σχετίζεται ετυμολογικά. (ΜΣΚ) (ΛΔΗΜ)
Λιάγκας- Μητρων. από το βαφτ. Λιάγκα, ιδιωμ. μορφή του Αλέκα< Αλεξάνδρα . Ή από το ιδιωμ. (Αιτ/νια) λιάγκας, ο πολύ αδύνατος (ΚΖΛ) {ΓΛΑΙΤ}
Λιάλιας- Από την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Λάζαρος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα (π.χ. Σιάτιστα) . Ο διπλασιασμός μια συλλαβής του βαφτιστικού έχει δώσει αρκετές παραλλαγές σε πολλά ονόματα, π.χ. Κοκός<Κώστας, Μπάμπης<Χαράλαμπης, Κική<Αγγελική, Μίμης<Δημήτρης. (ΒΕΛΒ)
Λιάλιος- Από το αρβαν. λjαλjε, ο μικρότερος αδερφός αποκαλεί έτσι τον μεγαλύτερο.{ΣΗΤΡ}
Λιάμης- Από το αρβαν. λjαμε, αλώνι ή η αρβανίτικη υποκορ. εκδοχή του βαφτ. Χαράλαμπος.{ΣΗΤΡ}
Λιανός- Από το δημώδ. λιανός, ο λεπτός, λιγνός και στενός-στενόμακρος, από το μεσν. λειανός, αρχ. λείος + καταλ. –ανός. (ΛΤ)
Λιάπης- Από το αλβ. Lab-I, ο κάτοικος της Λιαπουριάς (η περιοχή γύρω από τη Χειμάρα) .{ΤΟΖ}
Λιάρος- Από το ν.ε. λιάρος «ο σταχτόχρους με στίγματα», < βλαχ.leara ”ποικιλόχρωμος, για κατσίκια, πρόβατα κτλ», αλβ.larë“ίδια έννοια με τη βλάχ.”.{ΤΟΖ}
Λιβαθινός (Λειβαθινός) - Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την περιοχή Λιβαθώ (Λειβαθώ) της Κεφαλλονιάς.Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού με πλούσια ναυτική παράδοση.{ΤΠΝΜ}
Λιβανός- Η ευρεία διάδοση του επιθέτου αυτού οφείλεται στο ότι το Λιβάνιος/ Λιβανός χρησιμοποιούταν/ χρησιμοποιείται και ως βαφτιστικό.Λιγότερο πιθανές οι περιπτώσεις :i) Αυτός που εμπορεύεται λιβάνι, ή ii) από την ονομασία που δίνεται στις μαυρο-κόκκινες κατσίκες. Πβ. Ψάρρος, Λιάρος, Νταβέλης, Ρούσος κ.α. {ΣΗΤΡ}
Λίλας- Μητρων. από το θηλ. βαφτ. Λίλα, χαϊδευτικό του Αμαλια, Ευαγγελία (Ηπειρ.) .{ΤΟΖ}
Λιναράς- Από το ν.ε. λινάρι, το φυτό λυνάρι, κλωστική ύλη από το λινάρι, < μτγν.λινάριον. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Λιναράς Νικόλαος το 1316 στις Σέρρες, κ.α. {GLOBG} (BZP)
Λινάρδος- Από το βαφτιστικό Λινάρδος, ελληνική μορφή του φράγκικου κύριου ονόματος Lenard, Linardo.
Λιόλιος- Λιόλιος- Το επώνυμο από μία από τις πολλές καταγεγραμμένες υποκορ. μορφές του βαφτ. Θόδωρος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα. Η συγκεκριμένη απαντάται σε περιοχές όπως το Καταφύγι και τα Σιάτιστα Μακεδονίας. Σύμφωνα με τον Μπόγκα (Ι 443) το “Λιόλιος” είναι αρβανίτικη παραλλαγή του Γεώργιος. Η μια εκδοχή δεν αποκλείει την άλλη. (ΒΕΛΒ) {ΤΟΖ}
Λιόντος/Λόντος- Από το βαφτ.Λιόντος<Λεόντιος, ένα από τα συνηθέστερα βαφτιστικά της Παλαιολόγειας εποχής.{ΤΟΖ}
Λιόπεσης- Από το αρβαν. λιόπë, η αγελάδα.{ΣΗΤΡ}
Λιότσης- Από το αρβαν. λjότσι, ο φίλος.{ΣΗΤΡ}
Λισγάρας- Από το διαλεκτ. λισγκάρι=το σκαλιστήρι<μεσν. λισγάριον υποκορ. του λίσγος.{ΗΠΟΙΚ}
Λοβέρδος- Επώνυμο από το ιταλ. κύριο όνομα Lombardo<αρχικά όνομα εθνότητας, τν Λομβαρδών-Λογγοβάρδων.{ΚΥΘΝ}
Λογαράς/Λαγαράς- Από το μεσν. λογαράς, αυτός που λέει πολλά λόγια, ο λογάς, ή από το ν.ε. λογάρι «το χρήμα, ο θησαυρός». Ως επώνυμο τουλάχιστον από την Παλαιολόγεια εποχή, τον 14οαιώνα αναφέρονται άτομα με το επώνμο Λογαράς σε Κωνσταντινούπολη, Σέρρες. {ΤΟΖ} (ΛΔΗΜ) (BZP)
Λογοθέτης-Αξίωμα στην αυλή των βυζαντινών αυτοκρατόρων· ανώτερος αυλικός. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, αναφέρονται άτομα με το επώνυμο Λογοθέτης, τον 13-14οαιώνα σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα. {ΜΣΚ} (BZP)
Λοΐζος/Λουΐζος/Αλοΐζος- Από το βαφτ. Λογίζος-Λοΐζος-Αλοΐζος, <βεν.Aloiso, γαλ.Loys. Βαφτιστικό που είχε ευρεία διάδοση σε ελληνικούς πληθυσμούς (νησιά, Πελ/σο, Θεσσαλία, Μακεδ.κτλ) την περίοδο της φραγκοκρατίας και βενετοκρατίας, (ΑΝΧΜ)
Λούβαρης/Λουβιάρης- Από το δημώδ. λουβιάρης, λωβιάρης, ο λεπρός, ο έχων λούβα/λώβα, <αρχ. ουσ. λώβη, συν την κατάλ. – (ι) άρης. (ΛΔΗΜ) (ΜΣΚ)
Λουλές –Από το δημωδ. λουλές, η πήλινη εστία του ναργιλέ, στην οποία τοποθετούνται τα κάρβουνα και ο καπνός, <τουρκ.Lule{ΜΣΚ}
Λουμάκης- Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη λουμάκι, ο παχύς και μεγαλόσωμος. Αλλού η λέξη λουμάκι έχει την έννοια του καινούργιου τρυφερού κλαδιού δένδρου, βλαστάρι, <ουσ. *λειμάκιον <αρχ. λείμαξ.{ΓΚΕ}
Λούπης-Από το ν.ε. λούπης, αρπακτικό πτηνό, ο ικτίνος, μτγν. ουσ. λούπης (<λατ. lupus) .{ΚΡΗΤ}
Λυμπέρης/Λυμπερόπουλος/Λυμπεράκος- Επώνυμο που προέρχεται από το βαφτιστικό Λυμπέρης, από το ιταλ.Libero<λατ.liber (ελευθερία) .{ΚΥΘΝ}
Λώλος- Από το ν.ε. λώλος, ο παλαβός, με ανέβασμα του τόνου, όπως συμβαίνει με αρκετά επίθετα. μσν. λωλός < αρχ.λωλώς (Λεξ.Τριαντ.) {ΤΟΖ}

Μ

Μαγγανάρης- Απο τη λέξη μάγγανον*βαρούλκο, μτφ. ο δόλιος, ο ψεύτης.Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Μαγγανάρης Ιωάννης -14ος-Κρήτη, Μαγγανάρης Ιωάννης 13ος- Ιερισσός.{ΜΣΚ} (BZP)
Μαγκλάρας/Μαγκλαράς- Από το δημωδ. μαγκλάρα-μαγκλαράς, ο νέος, υψηλόσωμος και άχαρος άνδρας. Ίσως σχετικό με το νταγκλαράς, με την ίδια σημασία, < dağlar ~αυτός που είναι σαν τα βουνά. (Λ.Τ.) (ΛΔΗΜ)
Μάγκος- Από το βλαχ.mangu “αυτός που δεν έχει το απιτούμενο βάρος”, ή το ομόριζο και ομόηχο αλβ.mangu “λειψοβαρής”, λατινικής αρχής και τα δύο>mancus.{ΤΟΖ}
Μαγκριώτης- Από το βαφτ. Μαγκριώτης, χρησιμοποιούμενο κυρίως στην Θράκη. Σύμφωνα με τον Ψάλτη, στα Θρακικά του, μετέπεσε σε κύριο όνομα από κάποια παλιότερη βυζαντινή επωνυμία, όπως συνέβη με άλλα όπως Παλαιολόγος, Βάρδας, Κομνηνός, Δούκας-Δούκισα, Ασάνης-Ασάνω κτλ. (ΣΨΘΡΑ)
Μαδέρης- Από το μαδέρι, χοντρή σανίδα ή δοκάρι που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο, < βεν. madero ή <ιταλ. madiere.{ΜΣΚ}
Μάζης- 1) Από το αρβαν. mëz, (το ë προφέρεται κάπως μεταξύ -α- και –ε-, όπως το αγγλ.about) , και σημαίνει πουλάρι, 2) από το αρβαν. mazë, η κρέμα, η κρούστα που δημιουργείται πάνω στο γάλα, <σλαβ.mazъ-το λίπος.Πρβλ. Γκίζας. {ALBD}
Μαζίλης-μαζίλης, μέλος έφιππου σώματος στη Βλαχία που το αποτελούσαν ευγενείς χωρίς ορισμένο αξίωμα, <τουρκ. mazul{ΜΣΚ}
Μάϊνας- Από το ρήμα μαϊνάρω, (ναυτ.) χαλαρώνω, κατεβάζω τα πανιά, <βεν. mainar.{ΜΣΚ}
Μακελλάρης-O σφαγέας, κρεοπώλης ή ο φρουρός, μτγν. ουσ. μακελλάριος (<λατ. macellarius) . Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Μακελάρης, πάροικος στις Σέρρες το 1317.{ΜΣΚ} (BZP)
Μαλάμας- Από το ν.ε. μάλαμα που έγινε και βαφτ. (Μαλάμω) . <μσν. μάλαμα < ελνστ. μάλαγμα `μαλακό υλικό΄{ΤΟΖ}
Μαλίκης- Από το αραβ.τουρκ. malik, ιδιοχτήτης, κυρίαρχος.{ΣΗΤΡ}
Μαλίτσιος- Μητρωνυμικό επώνυμο από την καταγεγραμμένη μορφή του θηλ. βαφτ. Μαρία, Μαλίτσιω, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα. Το συγκεκριμένο βαφτιστικό λόγω και της συχνότητάς του έχει δώσει πάρα πολλές υποκοριστικές μορφές όπως: Μαριώ, Μαλιώ, Μαριγώ, Μαριγούλα, κ.α. Η συγκεκριμένη μορφή απαντάται κυρίως στη Βέροια. (ΒΕΛΒ)
Μαμελετζής-Ο τοκογλύφος, <τουρκ. muameleci.{ΜΣΚ}
Μαμούρης- Από την ιδιωμ. λέξη μαμούρι, ο μικρός στην ηλικία υπηρέτης του σπιτιού, αυτός που κάνει τις αγγαρείες.Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Μαμούρης, κάτοικος της Κω, 1263.{ΓΚΕ} (BZP)
Μάνεσης- Από το αρβαν. μανεσë-α, η αργοπορία, λογικά Μάνεσης ο βραδύς, ο αργός. (ΧΡΑΡΒ)
Μανιάκης- Από το ελνστ. και μεσν. μανιάκης (ο) , το περιδέραιο. Και σαν τοπωνύμιο στην Πελ/σο, τόπος ιστορικής μάχης του ’21. Προφανώς όπως συνηθιζόταν η περιοχή είχε δοθεί σε βυζαντινό αξιωματούχο ως πρόνοια, αφού αναφέρεται και στρατηγός Μανιάκης τον 11οαιώνα. όχι ασυνήθιστό φαινόμενο όπως δείχνουν κι άλλα τοπωνύμια στην Πελ/σο και αλλού πρβλ Λεοντάρης, Πιγκέρνης, Σκαραμαγκάς, Καματερός κτλ (ΜΣΚ) (ΛΔΗΜ)
Μανίκας- Από τη λέξη μανίκα, i) Σιδερένια θωράκιση που προστατεύει τους βραχίονες πολεμιστή ή ii) Μανίκι ενδύματος. <λατ. – ιταλ. Manica. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, στη μορφή Μανίκης, το 1355 στο Μελένικο.{ΜΣΚ} (BZP)
Μανούκας- Από το βαφτ. Μάνος (Εμμανουήλ) και την καταλ. –ούκας, βλ. Γιάννης-Γιαννούκος-Γιαννούκας, Μαύρος-Μαυρούκος-Μαυρούκας.{ΤΟΖ}
Μάντακας- Από την ιδιωμ. (Κρήτη) λέξη μάντακας, τσιμπούρι των σκύλων ή άλλων ζώων.{ΣΗΤΡ}
Μαντάς- i) Ο κατασκευαστής ή πωλητής μαντών (μαντά, τα) . Μάντα, είδος μανδύα <ιταλ.manta. Το επώνυμο σχηματίζεται από το ουσ. μάντα και την επαγγελ. κατάληξη –άς (βλέπε βαρελάς, ψωμάς, παπλωματάς κ.α.) . ii) Από το τουρκ. mandaz, το βουβάλι. Ή από το μεσν/δημωδ. μάντης.{ΜΣΚ}
Μάντζαρης/Μάντζαρος- i) Από το επών. Μάντζιος (βλ.παραπάνω) και την κατάληξη –αρης (βλ.Γιάνναρης) και αντίστοιχα την καταλ. –αρος (βλ.Αντώναρος) .ii) Ή από το τουρκ. manzar, πρόσωπο.iii) από το τουρκ. mancar, ο Μαγιάρος, ο Ούγγρος, ίσως και η πιο πιθανή προέλευση καθώς πολύ Έλληνες έμποροι-έποικοι είχαν επαφές με την Ουγγαρία του 18-19ου αιώνα και όπως συνηθιζόταν στην πατρίδα του έπαιρναν σχετικό παρατσούκλι, πρβλ. σήμερα Αμερικάνος, Αυστραλός, Γερμανός για μετανάστες Έλληνες που επιστρέφουν στην Ελλάδα.{ΤΟΖ}
Μαντζουράνης-από τη λέξη μαντζουράνα (ποώδες αρωματικό φυτό που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό) , ίσως βεν. βεν. Mazorana{Λ.Τ.}
Μαργαρώνης- Μητρωνυμικό επώνυμο από το θηλ. βαφτ. Μαργαρόνα<ιταλ. Margaronne.{ΤΟΖ}
Μαργέλης- Ίσως σχετικό με το ρήμα μαργελώνω, στριφώνω, ρελιάζω για στόλισμα. <ουσ. μάργελλον ή μαργέλλιον <υστλατ. margella. Μάλλον πιο πιθανό είναι να πρόκειται για μητρωνυμικό επίθετο απο το θηλ. βαφτιστικό Μαρία στην υποκοριστική του μορφή Μαργέλι (το) . {ΜΣΚ}
Μαργιάννης- Μητρων. επώνυμο από τα βαφτ. Μαρία +Γιάννης>Μαργιάννη, δηλαδή η Μαρία η γυναίκα του Γιάννη, πρβ.επων. Ελενογιάννης κτλ.{ΤΟΖ}
Μαριδάκης-ν.ε. μαρίδα + -άκης, αρχ. σμαρίς, αιτ. -ίδα{Λ.Τ.}
Μαρκεζίνης- Σχετικό με το μαρκήσιος, μαρκέζης. Τίτλος δυτικών ευγενών. <μεσν. λατ. marcensis – marquesius.{ΜΣΚ}
Μαρούλης-από τη λέξη μαρούλι, ίσωςαμαρούλ (λ) ιον& λατ. επίθ.*amarul (l) us/*amarul (l) a (lactuca) . Κάλλιστα μπορεί να προέρχεται απο το βαφτιστικό Μάριος συν την υποκοριστική κατάληξη -ούλης. Ως κατάληξη επωνύμου τουλάχιστον απο το (περ.) 1300 αφού καταγράφεται κάτοικος της Λήμνου Ιωαννούλης, επίσης τον 13ο αιώνα στην Ιερισσό Χαλκιδικής καταγράφεται κάποιος Γεώργιος Κουτρούλης, κ.α. Το επίθετο Μαρούλης καταγράφεται αρκετές φορές όπως το 1305 ως επίθετο ενός “Μέγα Άρχοντος επι του Στρατού”, επίσης ένας Αλέξιος Μαρούλης ταβουλάριος στη Σμύρνη το 1274, ένας Δημήτριος Μαρούλης το 1322 στη Θεσσαλονίκη ως γιατρός κ.α. {Λ.Τ.} (BZP)
Μασαβέτης- Ίσως από τη λέξημουσαβέτε, σχέδιο εγγράφου· βιβλίο πρόχειρης καταγραφής της περιουσίας ή των εισοδημάτων κάπ. για φορολογικούς σκοπούς, <τουρκ.müs (e) vedde.{ΜΣΚ}
Μασούρας- σχετικό με το ν.ε. μασούρι, ποσότητα νήματος ή κλωστής μαζεμένη έτσι ώστε να σχηματίζει κύλινδρο, μσν. μασούριον < τουρκ. masur (a) (από τα περσ.) –ιον.{Λ.Τ.}
Ματαράς-1) Από τη λέξη μάτι συν την μεγενθ. επίθημα. –αράς, αυτός που έχει μεγάλα μάτια, ή λιγότερο πιθανό, 2) από το δημωδ. ματαράς (ο) , είδος δερμάτινου ασκού, παγουριού, για τη μεταφορά νερού, από κηνυγούς και αγρότες. 3) Και αρκετά πιθανό να προέρχεται απο την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτιστικού Δημήτριος, Μάτης/Μάτος/Μάτας, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, συν την μεγενθ. κατάληξη -αράς, βλ. Γιανναράς, Γεωργαράς, κ.α. Η ίδια μορφή του Δημήτριος έχει δώσει επίθετα όπως Ματάκος, Ματακούδης, κ.α. (ΛΔΗΜ) (ΒΕΛΒ)
Ματρακούκας-Από το ιδιωμ. ματρακούκα, αλλιώς η μανδραγόρα<αρχ.μανδραγόρας. (ΛΔΗΜ)
Μάτσας- Ίσως από το αρομ. (βλαχ.) mață, η γάτα.{ΤΟΖ}ή
Ματσούκας- Από τη λέξη ματσούκι, ραβδί χοντρό που απολήγει σε σφαιροειδή όγκο ή παλούκι, πάσσαλος. <μεσν. λατ. mazuca <λαϊκ. λατ. Matteūca. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13οαιώνα, Ματζούκης, Μιχαήλ, το 1293 στη Σμύρνη.{ΜΣΚ} (BZP)
Μαυραγάνης- Από το ιδιωμ. μαυραγάνι, είδος σιταριού με μαύρο άγανο ή αγάνι (<ακάνιον<ακάνθιον) .{ΣΗΤΡ}
Μαυροειδής/Μαυροειδάκος- Από το μεσν. μαυροειδής, ο μαυρουδερός, και ως κύριο όνομα, Μαυροειδής, στο Μεσαίωνα. <μαύρος + ουσ. είδος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14οαιώνα, Μαυροειδής Μιχαήλ, ιερέας στην Πόλη. (ΜΣΚ) (BZP)
Μέγας- Στη Χίο «μέγας» ο πρωτότοκος γιός.Αρχ. μέγας.{ΠΧΓ}
Μεθενίτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τα Μέθενα<Μέθανα, στην αργολική χερσόνησο.{ΤΠΝΜ}
Μεϊμάρης/Μεϊμεράκης- Από το τουρκ. mimar, ο αρχιτέκτωνας. (ΕΠΜΑ)
Μεϊντάνης- Σχετικό με το ους. μεϊντάνι, που σημαίνει πλατεία ανοιχτή/αγορά, από το τουκ.meydan., είχε και την έννοια του αντάρτη, του ζορμπά, επι τουρκοκρατίας.{ΜΣΚ}
Μελάς- Από το δημωδ.μελάς, ο παραγωγός ή έμπορος μελιού, μέλι συν το παραγ.επίθ. –άς. Διασημότερος φέρων του επίθετου αυτού, φυσικά ο Παύλος Μελάς. Ως επώνυμο, Μελάς, το συναντάμε πρώτη φορά, τουλάχιστόν απ’ότι έχω βρει, τον 14ο αιώνα στη Βέροια. (BZP) (ΛΔΗΜ)
Μελέκος- Από το τουρκ. melek, άγγελος. (?) {ΣΗΤΡ}
Μελιγαλάς- Από τις λέξεις μέλι και γάλα. Επώνυμο από τα βυζαντινά χρόνια, 14οςαιώνα, σε Χαλκιδική, Πόλη κτλ. Και τοπωνύμιο, στην Πελοπόννησο, Μελιγαλά (του) , πιθανώς παλαιότερου ιδιοκτήτη της περιοχής. (BZP) (ΛΔΗΜ)
Μελιδόνης- Από το ιδιωμ. μελιδόνα, το θηλυκό χταπόδι.Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, αναφέρονται Μεληδόνη Καλή, 1309, Πυργί-Εύβοια, το 1393 στα Τρίκαλα Μεληδόνης κ.α.{ΓΚΕ} (BZP)
Μελικόκης- Από τη λέξη μελικούκια, μελικόκκια, είδος φυτού, επιστ. Crataegus orientalis var. flabellata bois.{ΔΟΦ}
Μελίστας- Ίσως σχετικό με το μσν.μελιστής, παρόμοιας σημασίας με το κερματιστής, αυτός που κάνει συναλλαγές, αλλάζει νομίσματα.{GLOBG}
Μεντές/Μεντεσίδης- Απ ο το τουρκ.mentese «το θηλυκωτήρι, ο μεντερσές».{ΤΟΖ}
Μεξιάς/Μεξάς-Αρβανίτικο επώνυμο, εμφανίζεται στην Ελλάδα περίπου τον 15αι, ως όνομα Αρβανίτη Stratioti (μισθοφόρου στους Βενετούς) . Ετυμολογικά πιστεύω οτι συνδέεται με το αλβ.meksh (πληθ.meksha) το οποίο σημαίνει αρσενικό μοσχάρι (bull-calf) (VAED)
Μεράντζας- Επώνυμο από την ονομασία δέντρου, η μεράντζα, αλλιώς γαύρος, κάρπινος. Αγν.ετυμ.{ΤΟΖ}
Μεράς/Μεράκος- Από το δημωδ. μερί και μηρί, ο μηρός, το μπούτι, < μσν. μερίν < ελνστ. μηρίον, υποκορ. του μηρός. Η κατάληξη –άς, χρησιμοποιείται και για να τονίσει το νόημα του θέματος, πρβλ. αυτιάς, μυτάς κ.α. (ΛΤ)
Μέρκος- Από την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Μερκούριος, Μέρκος, στα βόρεια ιδιώματα (Μακεδονία, Ήπειρος, Θράκη κτλ.) . Χρησιμοποιείται και σήμερα ως υποκοριστικό. (ΒΕΛΒ)
Μερκούρης- Από το βαφτ. Μερκούριος/Μερκούρης (Άγιος Μερκούριος) <λατ. Mercurius (ο Ρωμ. Ερμής) .{ΜΣΚ}
Μεσάρης- Από το δημωδ. μεσάρης, ο μεσήλικας. (ΛΔΗΜ)
Μερσινιάς- Από το ν.ε. μυρσίνη, μερσίνη, η μυρτιά< < αρχ. μυρσίνη. Πιθανώς το επώνυμο λόγω του βαφτιστικού Μερσίνα απο το παραπάνω ουσιαστικό.{Λ.Τ.}
Μερτζάνης-Από το αραβ.τουρκ. mercan, κοράλλι. Χρησιμοποιείτο και ως βαφτιστικό.{ΣΗΤΡ}
Μηλιώρης- Ίσως σχετικό με το ιδιωμ. μηλιόρι, δλδ το θηλ. πρόβατο που δεν έχει γεννήσει ακόμα. Είναι συχνό το φαινόμενο να υιοθετούνται επώνυμα από τη ποιμενική ζωή και ειδικότερα από ειδικούς χαρακτηρισμούς των ζώων, βλ. Ζυγούρης, Βετούλης, Λιάρος κ.α.{ΓΚΕ}
Μιλιαράς/Μηλιαράς- 1) Από το ουσ. μιλιαράς, αυτός που κατασκευάζει, επισκευάζει και πουλεί μιλιάρια, λεβητοποιός, μιλιάριν το. ψηλό χάλκινο καζάνι, <λατ. miliarium.χαλκωματάς, <ουσ. μιλιάριν* + κατάλ. ‑άς. 2) Πολύ πιθανή είναι και η προέλευση απο τη μορφή του βαφτ. Μιχάλης, Μίλιος/Μήλιος συν το μεγεθ. επίθεμα -αράς, βλ. Γιανναράς, Κωσταράς, Νικολαράς κ.α. {ΜΣΚ}
Μιρανάς/Μιρανίδης, Μιράνογλου- Από το τουρ. miran «αρχηγός, τίτλος αξιώματος».{ΤΟΖ}
Μόρφος- Μητρωνυμικό από το θηλ. βαφτ. Μόρφω, και αυτό συγκεκομμένος τύπος του Ευμορφία.{ΤΟΖ}
Μοσχολούρης- Από το διαλεκ. μοσχολουριά, το δέντρο που παράγει το μοσχολούρι. (Χίος) .{ΠΧΓ}
Μουζάκης- : Από το αρβανίτικο muzaqi “μοσχάρι, δαμάλι” και σχετίζεται με το αλβαν. Τπνμ. Muzhake. Επίθετο ευγενούς μεσαιωνικής αλβανικής οικογένειας . Κάλλιστα μπορεί το επώνυμο να προέρχεται από το μεσν. ελλ. μουζάκιον «είδος παπουτσιού».<αραβ. ή περσ.{ΤΟΖ}
Μούζας/ος- Από το μεσν. μούζα, η μαυρίλα, η μούτζα.{ΤΟΖ}
Μουρίκης- i) Από το αραβ.τουρκ. muhrik, ο θλιβερός, ii) από την αρβαν. παραλλαγή του ονόματος Μαυρίκιος, iii) μουρίκι, σακί που κρεμούν από το λαιμό του ζώπυ για να τρώει.{ΣΗΤΡ}
Μούρτζινος/Μούρτζος- (Προκ. για χρώμα αλόγου) μαυροκόκκινος: οκτώ άλογα … τρία μούρτζινα, τρία κόκκινα κι ένα ψαρό μεγάλο (Ερωτόκρ. Β́ 383) . [<επίθ. *μούργινος <ουσ. μούργα + κατάλ. ‑ινος (Meyer, NS II 42, Τριαντ.) ή <μτγν. επίθ. μούρσινος <μύρσινος <ουσ. μυρσίνη (Κουκ., Αλεξ. Στ.) ή <αρχ. επίθ. αμόργινος (Andr., στη λ.) . Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]{ΜΣΚ}
Μουρχούτας- Από το ιδιωμ. (Αρκαδ.) μουρχούτα, πήλινο βαθύ πιάτο, αγν.ετυμ.
Μουτάφης/Μουταφτσής/Μουταφίδης- Από το τουρκ.mutaf=πλέκτης σχοινιών.{ΠΕ}
Μούτσιος- Από το βλαχ.mucio “ό νέος”.{ΤΟΖ}
Μπαζάκας- Από το βλαχ.bazaca“η μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς”.{ΤΟΖ}
Μπαϊρακτάρης-ο σημαιοφόρος, τουρ.bayrak{ΜΚΣ}
Μπακάλμπασης- ο αρχιθαλαμάρχης, τουρκ.{ΜΚΣ}
Μπαλαμπάνης/ Βαλαβάνης- Από το τουρκ. balaban, αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, πελώριος.{ΣΗΤΡ}
Μπαλάσης- Από το ουσ. μπαλάσιον, το μπαλάσι, πολύτιμος λίθος, είδος ρουμπινιού, <ιταλ.balascio.Και σαν βαφτιστικό παλαιότερα, εξου και η διάδοσή του ως επιθέτου.{ΜΣΚ}
Μπαλάσκας/Παλάσκας- Από το ν.ε. παλάσκα «μικρή δερμάτινη θήκη φυσιγγίων», από το τουρκ.palaska.{ΤΟΖ}
Μπαλάφας/Μπαλαφούτης- Από το ν.ε. μπαλάφα, η ανοησία, σαχλαμάρα, <άγν.ετύμου. (Λ.Μ)
Μπαλής- Από το μτγν. μεσν. μπαλής «είδος αξιώματος». Ο Μπούτουρας (Τα νεοελληνικά κύρια ονόματα, σ.110) το ανάγει στο βενετ. Bailo, όνομα αξιώματος, με αποβολή το ημιφώνου + -ής.{ANX}
Μπάλιος- Κυριολεκτικά προσδιορισμός αλόγου που έχει άσπρο κούτελο, <αρομ.bal’iŭ.{ΜΣΚ}
Μπαλτατζής-Ξυλοκόπος· στρατιώτης του οθωμανικού στρατού, ή κατασκευαστής μπαλτάδων (μπαλτάς, ο) , <τουρκ. baltacι.{ΜΣΚ}
Μπάμιας-από τη λέξη μπάμια, τουρκ. bamya (από τα αραβ.) {Λ.Τ.}
Μπάμπαλης- Από το ν.ε.μπάμπαλης (κυρίως στην Ήπειρο) που δηλώνει τον γέροντα, τον σεβάσμιο. Από το τουρκ. babali «ο πατέρας».{ΤΟΖ}
Μπαμπινιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Μπαμπίνη, δημ.Αστακού, νομ.Αιτωλ/νιας.{ΤΠΝΜ}
Μπάμπουρας- Από το διαλεκτ. μπάμπουρας, κολεόπτερο έντομο, σκαραβαίος, <μεσν. μπάμπουλας-μπαμπούλας<αρχ.βομβυλός. (Λ.Μ)
Μπάρδης- Από το αρβαν. μπάρδε, άσπρος.{ΣΗΤΡ}
Μπάρκας- Ο κοιλαράς, από το αρβ. bark-κοιλιά{ΤΟΖ}
Μπαρκουμάδης- Από το αρβ. bark “κοιλια” και το επιθ. προσδιορισμό madh-i «μεγάλος», και δηλώνει τον κοιλαρά.{ΤΟΖ}
Μπαρμπαρέσος- Πιθανώς, από το πατριδωνυμικό Μπαρμπαρέζος, ο προερχόμενος από την Μπαρμπαριά, την Αλγερία. Λιγότερο πιθανό, από τη λέξη μπαρμπαρέσα, ναυτ. όρος, το «απολάβειο».{ΣΗΤΡ}
Μπαρμπούνης-ν.ε. μπαρμπούνι<βεν. barbon -ι{Λ.Τ.}
Μπαρούνης- μπαρούς· παρούνης. — Βλ. και μπαρόνος. Βαρόνος. <ιταλ. barone· πβ. γαλλ. Baron. {ΜΣΚ}
Μπάρτζης- Από το ν.ε.μπάρτζο «κατσίκι μαύρο με κόκκινο πρόσωπο», μπάρτζα «κατσίκα φαιού χρώματος» από το Και στα σερβοκρ. barza “άσπρο πρόβατο”.βλαχ.bardzu«οσταχτίς» σχετικό ίσως με το αρβ. barδι «άσπρος».{ΤΟΖ}
Μπαρτζόκας- Από το βλαχ.bardzu “σταχτόχρωμος”και την βλαχ. υποκορ. καταλ. –oca.{ΤΟΖ}
Μπασάρας- Από τις λέξεις πασάς<τουρκ.pasa (με τροπή το π σε μπ) , και τη μεγεθ. Καταλ. –άρας.πρβ. Αναγνώστης-Αναγνωσταράς, Βασίλης-Βασιλαράς.{ΤΟΖ}
Μπασιάκος-Ίσως ομόριζο με το Μπασάρας (βλ.παραπάνω) , ή σχετικό με το τουρκ.bacak=πόδι, μπούτι.{ΤΟΖ}
Μπασιάς- Έτσι ονομάζει ο γυναικαδερφός τον άντρα της μεγαλύτερης αδερφής στην Θράκη, ίσως από το πασάς/ πασιάς.{ΣΗΤΡ}
Μπατακτσής- Ο κακοπληρωτής, ο χρεωκοπημένος, από το τουρκ.batakci.{ΛΛΑΔ}
Μπατάλης- Από το ηπειρ. διαλεκτ. μπατάλης, ο χαζός, από το τουρκ. batal «ο άνευ κύρους, ο απαράδεκτος) .{ΤΟΖ}
Μπατζής- Στην ηπειρωτική διάλεκτο μπατζής λέγεται αυτός «που μαζεύει τα γάλατα από το μπατζαργειό» όπου μπατζαργειό «το μέρος της στρούγκας, όπου η τυροκομία και βουτυροκομία». Η λέξη προέρχεται από το σλαβικόbač-βουκόλος και bačija- ο τόπος και η καλύβα όπου αρμέγονται το καλοκαίρι τα πρόβατα.{ΤΟΖ}
Μπαχούμης-Ο παχύς, εύσωμος. (Αρκαδ.) {ΠΠΠ}
Μπεγλής- Από το τουρκ. bencli, κρεατοελιά.{ΣΗΤΡ}
Μπεζεριάνος-μπαζιριάνης ο· μπεζεριάνης· μπεζιριάνης, ο πλανόδιος έμπορος, πραματευτής, <τουρκ. bazαrgân.{ΜΣΚ}
Μπέης (Βέης λογ.εξελλ.) - τίτλος ορισμένων υποτελών ηγεμόνων ή ανώτερων υπαλλήλων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τουρκ. bey `άρχοντας΄{ΜΚΣ}
Μπεκιάρης- Από το τουρκ. bekar «ο ανύπαντρος, ο εργένης».Η λέξη από τα τουρκ. στα αλβ., βλαχ., βουλγ.κτλ.{ΤΟΖ}
Μπεκτσής -ο. φύλακας, νυχτοφύλακας, <τουρκ.bekci.{ΜΣΚ}
Μπέλος (Μπελογιάννης κ.α.) - Από το ν.ε.μπέλος, χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει το λευκό πρόβατο, κατσίκα κ.α., μεταφορικά και για τον ανοιχτόχρωμο άνθρωπο. Από το σλαβικό bělú «λευκός». Παρόμοιες λέξεις και στα αρβανίτικα και στα βλάχικα.{ΤΟΖ}
Μπερδέσης- Από το δημωδ. μπερδέσης, ο μπερδευτής, αυτός που μπερδεύει.Μπερδεύω<μσν. εμπερδεύω<εμπεριδένω `δένω μέσα κι έξω΄<εν + αρχ. περιδέω. (Λ.Τ.) (ΛΔΗΜ)
Μπεντενιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από χωριό Μπεντένι. Χωριά με αυτό το όνομα υπάρχουν στο ν.Ηλείας μετονομασμένο ως Πεύκη, στην Αρκαδία-Σκοπή.{ΤΠΝΜ}
Μπερεκέτης (λογ.εξελλ.-Βερεκέτης) - Από το ν.ε. μπερεκέτι «αφθονία», και με τη σειρά του από το τουρκ. bereket με την ίδια σημασία.{ΤΟΖ}
Μπερμπάτης- Από το τουρκ. berbat, ο ρυπαρός, ακάθαρτος, χαλασμένος. (ΕΠΜΑ)
Μπίκος- Από το ν.ε. ουσ. μπίκος ο. τσάπα, <βεν. pico.{Λ.Τ.}
Μπίμπασης- Από το τουρκ.binbasi “ο ταγματάρχης”.{ΤΟΖ}
Μπίμπικας-Από το διαλεκτικό (Κρήτη) , μπίμπικα, που δηλώνει το ράμφος, τη μύτη, αγν.ετυμ.{ΚΡΗΤ}
Μπινιάρης- Από το παλαιοτ.ελλ. μπινιαρης-δίδυμος, λατ.bunarius. (Λ.Μ)
Μπίρης- Από το αρβαν. μbιρ-ι, ο γιός.{ΣΗΤΡ}
Μπίρμπας- Από το ιδιωμ. (Σύρος, κ.α.) , μπίρμπος/μπιρμπάντης, ο παλιάνθρωπος, <βενετ. birba. (MEYER)
Μπιρμπίλης- Από το λαικτρ. μπιρμπίλι, το αηδόνι, <τουρκ. bülbül (Λ.Μ)
Μπλάνας- Ίσως από το αρβ. blanë-a, σημάδι στο σώμα από πληγή ή αρρώστια.{ΤΟΖ}
Μπλέτσας- Από το ιδιωμ. (Ήπειρ.) , μπλέτσας/μπλετσάρης, γυμνός, πρβλ. μπλετσοπόδαρος-ξυπόλητος.<σλαβ.ples. (MEYER)
Μπόζης- Από το παλαιοτ.ελλ. μπόζης-φαιός, σταχτύς, <τουρκ.boz (Λ.Μ)
Μποϊλής- Ο ψηλός, από τη λέξη μπόι (ύψος) και το παραγωγικό επίθημα –λής (τουρκ. -li) . (Λ.Μ)
Μπόκος-Είδος πιθαριού, <διαλεκτ. ιταλ. bocco{ΜΣΚ}
Μπομπότας- Από το ν.ε. μπομπότα, το αλεύρι που προέρχεται από άλεσμα αραβόσιτου, <βεν.bobota
Μποβολής ή Μπόβολης κατ’ άλλους.
Κατάγογη από τον νομό Αιτ/νίας περιοχή Μεσολογγίου-παραχελωίτιδα.
Το επίθετο αυτό απαντάται στην περιοχή αυτή και στην Πελοπόννησο/Καλαμάτα,
Μάλλον από προγόνους προερχόμενους από την Αιτ/νία.
Έχει καταχωρηθεί και ως «Μπόβολας», αναφερόμενο σε πεσόντα αγωνιστή
κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου.
Πιστεύω ότι προέρχεται από το μπόβολας ή μποβόλιας, μποβόλι, μποβόλια δηλ. σαλίγκαρος,
όπως ονομάζεται στην Στερεά-Ελλάδα-Ήπειρο.
Απαντάται επίσης ευρέως και στην Ιταλία, ως «Bovoli» (το επίθετο της μητέρας
του τέως πρωθυπουργού Ματέο Ρέντζι), που και εκεί έχει την έννοια

του κοχλία-σαλίγκαρου-κυκλικής σκάλας, γεγονός που δεν αποκλείει και Ιταλική προέλευση.
Μπονάτσος- Από το διαλεκτ.μπουνάτσα (Αγιασ.) , τύπος ανδρικής βράκας χωρίς πτυχώσεις, χωρίς ”κύματα”, μεταφ. αφού μπουνάτσα δηλώνει και τη νηνεμία<βενετ.bonazza{ΛΛΑΔ}
Μπότης- Από το προσηγ. μπότης (και μπότι) , μικρό δοχείο για νερό, από το μεσν. εμπότης (σημ.Χίος) . Αλλά και υποκοριστική μορφή του βαφτ. Παναγιώτης στη βόρεια Ελλάδα.{ΤΟΖ}
Μπουγάς- Από το τουρκ. boga, ταύρος.{ΣΗΤΡ}
Μπούζας- Από το αρβ. buzës-χειλάς. Το προσηγ.μπούζα (χείλος) εμφανίζεται και σαν δάνειο στην ηπειρ. διαλ. {ΤΟΖ}
Μπούκουρας- Από το αρβαν. bukur, ο όμορφος.{ΣΗΤΡ}
Μπούμπουρας-Από το ν.ε. μπούμπουρας=είδος άγριας μέλισσας<ηχομιμητ.{Λ.Τ.}
Μπουντούρης/Βουδούρης- Από το τουρκ. bodur, κοντός, μικροκαμωμένος.{ΣΗΤΡ}
Μπουραζάνης- Από το ηπειρ. μπουραζάνα «είδος παντελονιού» σχετικό με το παντελόνι των Τούρκων σαλπιγκτών (borazan=σαλπιγκτής) .{ΤΟΖ}
Μπούρας- Από το αρβαν. burrë-i «ο άντρας, ο γενναίος».{ΤΟΖ}
Μπουρνάζος- Από το τουρκ. burnaz, μυταράς.{ΣΗΤΡ}
Μπούτσικας- Στο κεφαλλ. ιδίωμα, μπούτσικα λέγεται ένα είδος παπουτσιών χαμηλών από κακής ποιότητας χοντρού δέρματος.{ΓΚΕ}
Μπουτσιούκος- Από το τουρκ.buçuk, ο μισός.{ΣΗΤΡ}
Μπρούμας- Από το αρομ.bruma “πάγος, λευκός”, <λατ.bruma, ο χειμώνας.{ΤΟΖ}

Ν

Ναλμπάντης- Από το τουρκ. nalbant, ο πεταλωτής. (ΕΠΜΑ)
Νάτσιος- Απο την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Αθανάσιος στα βορειοελλαδικά ιδιώματα (Σιάτιστα, Καταφύγι, Βελβεντό κ.α.) . Αθανάσιος>Νάσιος>Νάτσιος. (ΒΕΛΒ)
Νεγρεπόντης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Νεγρεπόντε, η Εύβοια στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Παρετυμολογικά από το τοπικό όνομα για ολόκληρη την Εύβοια, Έγριπος< Εύριπος, ο στενότερος πορθμός του Ευβοικού κόλπου, στη Χαλκίδα.{ΤΠΝΜ}
Νιάκαρης –νιάκαρα, τύμπανα ή κρόταλα, «σάλπιγγες με τσι νιάκαρες» (Ερωτόκρ. Β́ 230) , <βεν.Gnacara{ΜΣΚ}
Νιάρχος- Από το σπάνιο βαφτιστικό Νέαρχος, όνομα αγίου που γιορτάζει στις 22 Απριλίου, <νε (ο) +-άρχος (άρχω) (Λ.Μ)
Νιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το νησί Ίος (Νιός λαικτ.) .{ΤΠΝΜ}
Νομικός- Στα επώνυμα χρησιμοποιείται η έννοια που έχει σαν εκκλησιαστικός κατώτερος αξιωματούχος.{ΜΣΚ}
Νόμπελος-Ευγενής· ευπατρίδης:άρχοντες και νόμπελους μεγάλους (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3426) . [<ιταλ.nobile]{ΜΣΚ}
Νοτάριος-ή νοτάρης, ο γραμματικός, βυζ.αξιωμ. <λατ.Notarius{ΜΣΚ}
Νούτσος- Από το βαφτ. Νούτσος συγκεκομμένος τύπος του Γιαννούτσος<Γιάννης +υποκορ. καταλ. –ούτσος (ιταλ.-uccio και –uzzo) .{ΤΟΖ}
Νταβατζής-ο προστάτης<τουρκ. dâvacι.{ΜΣΚ}
Νταβέλης- Από το βλάχ.daveli«όνομα που δίνεται σε ασπρόμαυρο σκύλο». Όνομα γνωστού Αρβανιτόβλαχου ληστή της Αττικής του 19ουαιώνα.{ΤΟΖ}
Νταγιαντάς- Από το ν.ε. νταγιαντώ= υπομένω, αντέχω< τουρκ. dayand.{Λ.Τ.}
Ντάγκας- Ίσως σχετικό με το τουρκ. dag=βουνό.{ΗΠΟΙΚ}
Νταγκλής- ο βουνίσιος, τουρκ. dag (βουνό) και κατ. –li.{ΜΚΣ}
Νταϊφάς/Ταϊφάς- Από το τουρκ. taife, ομάδα, σωματείο, κλέφτικη συμμορία.{ΣΗΤΡ}
Ντάλας- Από το τουρκ. dal, γυμνός.{ΣΗΤΡ}
Νταλιάνης (Δαλιάνης) - Από το ν.ε. νταλιάνι «είδος διχτυού», <τουρκ.dalyan «μεγάλο δίχτυ ψαριών».{ΤΟΖ}
Ντάφλας/Ντάφλης-Κυρίως μητρωνυμικά, από το βαφτ. Νταφλώ<υποκορ. του Τριανταφυλλιά, ή από το αρσ. Βαφτ. Ντάφλας <υποκορ. μορφή του Τριαντάφυλλος. (ΣΨΘΡΑ)
Ντελής- Σύνηθες πρώτο συνθετικό σε πολλά ελληνικά επίθετα, έχοντας την έννοια του τρελού, του θρασύ (Δεληγιάννης, Ντελής κ.α.) . Από το τουρκ. deli, τρελός.{ΣΗΤΡ}
Ντεμίρης- Από το τουρκ.demir “το σίδερο, ο σιδερένιος”, την ίδια καταγωγή και τα επών.Δεμερτζής
Ντέπος- Από την καταγεγραμμένη μορφή του θηλ. βαφτ. Δέσποινα-Δέσπω> Ντέσπω>Ντέπω. Η μορφή απαντάται στα βορειοελλαδικά ιδιώματα (π.χ. Βελβεντό) . (ΒΕΛΒ)
Ντερτιλής- Από το τουρκ. dertli, ο βασανισμένος, αυτός που έχει ντέρτι.{ΣΗΤΡ}
Ντόκος- Από το τουρκ. dok, ο χορτάτος.{ΣΗΤΡ}
Ντόνας-Από την καταγεγραμμένη μορφή του βαφτ. Αντώνης>μεγενθ. Αντώνας> Ντώνας (Ντόνας) . Πάρα πολλά δισύλλαβα επίθετα Ελλήνων είναι από τέτοιες υποκοριστικές μορφές συνηθισμένων βαφτιστικών. (ΒΕΛΒ)
Ντόριζας/Δόριζας- Αρβαν. επώνυμο ίσως από το αρβ. dorë-a, το χέρι, με την υποκορ. κατάλ. dorëza, μικροχέρης σύμφωνα με τον Μπίρη (Αρβανίτες …σελ.200) .{ΤΟΖ}
Ντούμας/Δούμας- Από το βαφτ.Ντούμας, μορφή του Δημήτριος, κυρίως από Βλάχους. Δούμας <Ντούμας, με λόγιο εξελλ. ντ>δ {ΤΑΧΚ}
Ντούνης (Ντουνάκης) - Το επώνυμο ίσως σχετίζεται με το τουρκ. (οθωμ) -dûnμίζερος, ασήμαντος.
Ντουνιάς/Δουνιάς- Από το τουρκ. dunya, κόσμος, γή.{ΣΗΤΡ}
Ντουντούνης- Από το τουρκ.tütün “καπνός”.{ΤΟΖ}
Ντούσκος- Από το αρβ.dushk-u «βαλανιδιά».{ΤΟΖ}
Νύσταζος- Αυτός που δεν είναι δραστήριος, ο κοιμισμένος.{ΣΗΤΡ}

Ξ

Ξεπαπαδάκος- Επώνυμο από παρατσούκλι που δινόταν σε ανθρώπους οι οποίοι έπαβαν να φέρουν το ιερατικό σχήμα, έπαβαν να είναι παπάδες, «ξεπαπάδες».
Ξηρός- Από τη λέξη ξηρός, ξερός, ο μη έχων υγρασία-νερό. Μτφ για ανθρώπους ο τραχύς, σκληρός. Ως επώνυμο ήδη από τον 12ο αιώνα, Ξηρός Ιωάννης, αξιωματούχος του Βυζαντίου. (ΛΔΗΜ)
Ξηροτύρης- Από το ν.ε. ξηροτύρι, ξερό (στεγνό ή σκληρό) τυρί, ξηρός + ουσ. τυρί.{ΜΣΚ}
Ξυπολιάς/Ξυπολιτάς- Από τις ιδιωμ. παραλλαγές του ξυπόλητος, ο ανυπόδητος, < σν. ξυπόλυτος < εξυπόλυτος.
Ξυρίσης- Από το ρήμα ξυρίζώ, στον μέλλ.τρίτ.προσ. ξυρίσει, καθόλου ασυνήθιστο να σχηματίζονται επώνυμα από τύπους ρημάτων, βλ.Ξεσφίγγης, και εισαγωγή «Ελληνικά επίθετα (Α-Λ) -ετυμολογία».
Ξωμερίτης- Από το δημωδ. ξωμερίτης, ο εξωμερίτης, ο έλθων από έξω μέρη, ξενοτοπίτης. (ΛΔΗΜ)


Ο

Οικονόμου (Οικονομόπουλος, Οικονομάκης κ.ο.κ.) - Συχνότατο ελληνικό επώνυμο, κυρίως λόγω της σημασίαςτης λέξηςοικονόμοςωςεκκλησιαστικός αξιωματούχος, κληρικός, υπεύθυνος κυρίως για την οικονομική διαχείριση εκκλησίας ή μοναστηριού.{Λ.Τ.}

Π

Παβούρης- Στη Χίο, παβούρι ο θαλάσσιος κάβουρας, ο μαλλιαρός.{ΣΧΓ}
Παγανός- Από το μεσν. και δημωδ. παγάνος, ο πολίτης, αντίθ. ο στρατιωτικός, σύμφωνα με το Λεξ.Σουΐδα, «παγάνος, αστράτευτος». Ως επώνυμο τουλάχιστον, από τον 13ο αιώνα σε Λήμνο, Χαλκιδική, Μεθώνη κτλ. Σύμφωνα με το μεσαιωνικό λεξικό του Εμ. Κριαρά η λέξη δηλώνει τον αλλόθρησκο. Σύμφωνα με το Λεξ. Τριανταφυλλίδη η λέξη “παγανός” δηλώνει τον καλικάντζαρο, ενώ η λέξη προέρχεται απο το ελληνιστικό παγανός (ο ειδωλολάτρης, ο αγρότης, ο αγροίκος) , το οποίο με τη σειρά του προέρχεται απο το λατινικό “paganus”>”pagus” που δήλωνε την ύπαιθρο, ή το χωριό. (BZP) (ΛΔΗΜ) {Λ.Τ.}
Παγδατής- Ίσως σχετίζεται με το μσν. βαγδάτιν, «ιμάτιον βαγδάτιν», < ύφασμα από τη Βαγδάτη.{ΜΣΚ}
Πάγκαλος- Από το μεσν. πάγκαλος, υπερθ.παγκάλλιστος, 1) ο πάρα πολύ ωραίος, πανέμορφος, 2) ο πάρα πολύ ενάρετος, έντιμος, ηθικός, < αρχ. επίθ. πάγκαλος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, σε Θεσσ/κη, Κύπρο, Τραπεζούντα, Σέρρες, Χαλκιδική, κτλ. (BZP) (ΜΣΚ)
Παγκράτης- Από την αρχ. λέξη παγκρατής, ο παντοδύναμος, πανίσχυρος, και όνομα αγίου, χρησιμοποιούμενο και ως βαφτιστικό. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα ως Παγκράτης και Παγκράτιος, στην Τραπεζούντα, Κύπρο, Πόλη, Κρήτη κτλ. (BZP) (ΛΔΗΜ)
Παδιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Πάδη, ν.Καρδίτσας.{ΤΠΝΜ}
Πάζης- ίσως από πάζι, είδος τεύτλου·παντζάρι, <τουρκ. pazi{ΜΣΚ}
Παλάβρας-Παλαύρας- Από το δημωδ. παλάβρα, ανόητος λόγος, κομπορρημοσύνη, < ισπαν. palavra `λέξη΄<λατ. parabola<ελνστ. παραβολή. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Παλαιολόγος- Από το μτγν.ρημ.παλαιολογώ, λέω, ομιλώ περί αρχαίων-παλαιών πραγμάτων. Επώνυμο της τελευταίας δυναστείας του Βυζαντίου. Συνηθέστατο επώνυμο σήμερα, κύριως λόγω της χρησιμοποίησης του «Παλαιολόγος» ως βαφτιστικού, όπως έγινε και με το Κομνηνός, Δούκας, Ράλλης (Ραλλού) , Δούκας (Δούκισσα) , Βάρδας κτλ. (ΛΔΗΜ)
Παλαμήδας-ν.ε. παλαμίδα<μσν.παλαμίδα < ελνστ.Παλαμίς<αρχ.πηλαμύς{Λ.Τ.}
Παλιούρης- παλιουρή η. φράχτης ή περίφραξη από παλιούρια, <μτγν. ουσ. παλιουρέα{ΜΣΚ}
Παλιούρος- ο· πάλουρος. Είδος αγκαθωτού θάμνου (παλιούρι) , αρχ. ουσ. παλίουρος.{ΜΣΚ}
Πάλλας/ – Από το ν.ε. πάλλα, <τουρκ. pala, σπαθί.{ΣΗΤΡ}
Παλούμπης- Από το αρβαν. pëllumb, το περιστέρι, από το λατινικό palumba, palumbus. (ΧΡΑΡΒ)
Παμπούκης-Από το τουρκ. pambuk, μπαμπάκι.{ΣΗΤΡ}
Πανέτσος-Επών. από το βαφτ.Πανέτσος, υποκορ. του Πάνος<Παναγιώτης, συν την κατάληξη –έτσος<ιταλ. –ezzo., πρβλ.Γιαννέτσος, Κωστέτσος κτλ.{ΤΟΖ}
Παννάς- Ο πωλητής πανιών (τα πανιά) , υφάσματα. Η κατάληξη –άς συνήθως δηλώνει επάγγελμα.{ΠΧΓ}
Πάντος/Παντίδης/Παντούδης/Παντούλης- Από το υποκορ. του βαφτ. Παντελής.
Παντούρης- πανδούρα η· μαντούρα· παντούρα. είδος μουσικού οργάνου. μτγν. ουσ. πανδούρα{ΜΣΚ}
Παξινός- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τους Παξούς, Ιόνιο πέλαγος.{ΤΠΝΜ}
Παπατρέχας-Από το δημωδ. παπατρέχας, ο παπάς που διαβάζει γρήγορα τις ακολουθίες, και γενικ. χαρακτηρισμός κάποιου που κάνει πράγματα γρήγορα χωρίς την προσοχή που πρέπει. (ΛΔΗΜ)
Παπαχελάς- Από το σύνηθες πρώτο συνθετικό παπάς, και το χελάς, ο ψαράς ή πωλητής χελιών. <μσν. χέλι < αρχ.γχέλειον. Η κατάληξη –άς, από το ελνστ. επίθημα -ς, δηλώνει το πρόσωπο που το επάγγελμά του είναι σχετικό με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, φτιάχνει ή πουλάει αυτός που φανερώνει η πρώτη λέξη, πρβλ. γάλα-γαλατάς, ψωμί-ψωμάς, ελνστ. χαρκωματ-ς `χαλκωματάς΄ κτλ. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Παπούλιας- Από το δημωδ. παπούλιας-παπούλης, υποκορ.του παππούς, και ο γέρος ιερέας. Οι κατάλ. –ούλης/-ούλιας, συνηθέστατες σε επώνυμα, προέρχεται από το μσν. επίθημα -ούλι (ν) . Σε επώνυμα η κατάλ.-ούλης τουλάχιστον από τον 13οαιώνα, πρβλ.Σακκούλης, Γιαννούλης (1402-Κρήτη) , Φωτούλης (1318-Στρυμών) , Καρδούλης (1303-Χαλκιδική) κτλ. Σήμερα βλ.Γιαννούλης-Γιαννούλιας, Φωτούλης- Φωτούλιας, κτλ (BZP) (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Παπουτσής- παπουτσής, υποδηματοποιός, τσαγκάρης, <τουρ. papuccu{ΜΣΚ}
Παρίσης- Από το βαφτ., κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, Παρίσης, <Κυπαρίσσης, από την ευχή-να γίνει ψηλός σαν κυπαρίσσσι, όπως Πολύζος-να έχει πολυζωΐα, Πολυζώης-το ίδιο, Ρίζος-να ριζώσει, Στέριος-να στεριώσει, κτλ. {ΜΓΤΧ}
Παρλάκης- Από το τουρκ. parlak, έξυπνος.{ΣΗΤΡ}
Πασπαλιάρης-Από το πασπαλιάρης «ο υπηρέτης του μύλου που πασπαλεύει το αλεύρι», από το πασπάλη<αρχ. πασπάλη και την λατινογενή κατάληξη –άρης< μσν –άριος< λατ. arius.{ΤΟΖ}
Πατακός- Από το ιδιωμ. (Κρήτη) , πατακός, πατακιός, ο μικρόσωμος, ο άσχημος, αρχ. πάταικος.{ΣΗΤΡ}
Πατακός- Διαλεκ. λέξη που χρησιμοποιείται στην Κρήτη ως περίπαιγμα μικρόσωμων και δύσμορφων ανθτώπων{ΣΗΤΡ}
Πατατούκας- Από το ν.ε. πατατούκα, είδος χοντρού και κοντού αντρικού παλτού. <βεν. patatuc (o) -α κατά τη λ. κάπα (αρχικά για ναυτικούς) .{ΣΗΤΡ}
Πατέλης- Από το διαλεκτ. πατέλης, πατελάρος=φαλακρός. Σύμφωνα με τον Καραποτόσογλου προερχ. από το λατ.patella υποκοριστικό του pateo, είμαι ανοιχτός. ;{ΚΕΣ}
Πατούχας- Από το ιδιωμ. πατούχας, αυτός που έχει μεγάλες πατούσες.{ΣΗΤΡ}
Πατρώνης- Από το ν.ε. πατρώνα «αφέντισσα» <ιταλ. padrone “κύριος, άρχοντας”.{ΤΟΖ}
Πατσός/Πατσουρός-ης/Πατσούρας- Από το δημωδ. πατσός, ο σιμός, ο πλακουτσομύτης, πατσομύτης. (ΛΔΗΜ)
Παφύλλης- Από το ν.ε. παφύλλι, υποκορ. του πάφυλλας< συμφ. τουρκ. pafta (μικρή μετταλική πλάκα) και του πληθ. φύλλα. Η λέξη από τα ελληνικά και στα βλαχ. pafil “o λευκοσίδηρος”.{ΤΟΖ}
Πελεκίδης- Από το ν.ε. πελέκι< μεσν. πελέκιον<αρχ. πέλεκυς και αρχ. πατρων. Καταλ. –ίδης.{ΤΟΖ}
Πέπανος- Από το αρχ & μεσν πέπανος και πεπανός, ο ώριμος, τρυφερός και μαλακός, βλ. Προδρ (2, 170) «-και συναγρίδα πεπανή, ω θε μου, μαγειρία». Ως επώνυμο αναφέρεται, τουλάχιστον, τον 13ο αιώνα σε Πόλη, Σέρρες, Χαλκιδική, Φιλαδέλφεια, Λέρος, κτλ.. Πέπανος (Αντώνιος) και Πατρινός ολυμπιονίκης του 1896. (BZP) (ΛΔΗΜ)
Πεπονής-ν.ε. πεπόνι<μσν.πεπόνι< ελνστ.πεπόνιον υποκορ. του αρχ. (σίκυος) πέπων `αγγούρι ώριμο΄{Λ.Τ.}
Περγούλης- Από το προσηγ. περγούλια “η κληματαριά”, <μσν.πέργουλο<λατ. pergula.{ΤΟΖ}
Περπέρης/Περπερίδης- Από το δημώδ. περπέρα, η φλύαρη γυναίκα, και περπέρης. <ελνστ. πέρπερος, ο κενόδοξος, ψευδολόγος, ο φαντασμένος. (ΛΔΗΜ)
Περισσάκης- Από το μσν. & δημωδ. περισσός, και περίσσιος, ο πλεονάζων, ο υπερβολικός. Η κατάληξη –άκης, συνηθέστερη στην Κρήτη. (ΛΔΗΜ)
Περτσέλης/Περτσελάκης- Από το ιδιωμ. (Λήμν.) περτσελό, το πρόβατος με πολλά χρώματα, και περτσούλα η φακίδα, περτσλιάρης ο φακιδιάρης.Λογικά σχετικό με το ‘παρδαλός’ με περίπου την ίδια έννοια. (ΛΞΛΜΝ)
Πετιμεζάς/Πετμεζάς- Επίθετο φημισμένου Καλαβρυτινού αγωνιστή της Επανάστασης.Από το ν.ε. πετιμέζι & πετμέζι 1. πολύ γλυκό και παχύρρευστο υγρό που παρασκευάζεται κυρίως από το βράσιμο του μούστου. 2. (μτφ.) οτιδήποτε έχει υπερβολικά γλυκιά γεύση: ~ τον έκανες τον καφέ. <τουρκ. pekmez -ι .{Λ.Τ.}
Πίβουλος- Από το δημωδ. πίβουλος, ο επίβουλος, ο δόλιος και πανούργος. (ΛΔΗΜ)
Πιγκέρνης- Από το μεσν. πιγκέρνης, ο επικέρνης, ο οινοχόος. Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας, και τοπωνύμιο σε Αττική και Αρκαδία, Πιγκέρνι ή σωστότερα Πιγκέρνη (του) . (ΛΔΗΜ)
Πιέρρος/Πιερρίδης/Περρής/Πιερράκος- Επώνυμο από το βαφτ. Πιέρος, μορφή του “Πέτρος” ύστερα απο φράγκικη επιρροή. <>
Πιπέρης- από το μπαχαρικό πιπέρι, μσν.πιπέρι (ον) υποκορ. του ελνστ.πίπεριπαράλλ. τ. του αρχ.πέπερι (ανατολ. προέλ.) {Λ.Τ.}
Πιπιλής/Πιπίλας- Από το δημωδ. ρήμα πιπιλίζω-πιπιλώ, πιπιλής αυτός που πιπιλίζει. Όπως έχουμε αναφέρει ξανά, δεν είναι καθόλου σπάνιο να σχηματίζονται επώνυμα από απλούς τύπους ρημάτων, πολλές φορές από το τρίτο ενικό πρόσωπο ενεστώτα, πρβλ. Αγρεύης (αγριεύει) , Ασημώνης (ασημώνει) , Βουλώνεις (βουλώνει) , Γαργαλής (γαργαλεί) , Γουρλώνης (γουρλώνει) , Δένης (δένει) , Κακιώνης (κακιώνει) , Κατέχης (κατέχει) , Κολώνης (κωλώνει) , Κουμαντάρης-Κουμανταράκης (κουμαντάρει) , Κουτσοπίνης (κουτσοπίνει) , Κρυώνης (κρυώνει) , κτλ βλ. εισαγωγή «Ελληνικά επίθετα (Α-Λ) -ετυμολογία», σχόλια Ανδριώτη. (ΛΔΗΜ)
Πιπίνης- Μητρωνυμικό από το βαφτ. Πιπίνη, υποκορ. του Δεσποίνη<Δέσποινα. Τη μορφή αυτή συνάντησα στις πηγές για την διάλεκτο των Σαράντα Εκκλησιών της ανατολικής Θράκης, προ των ανταλλαγών, δεν αποκλείεται να εμφανίζεται και σε άλλες περιοχές. (ΣΨΘΡΑ)
Πιστικός/Μπίστικος- Από το δημωδ. πιστικός-μπιστικός, ο μισθωτός βοσκός, έμπιστος συν την κατάλ. –ικός., < μσν. μπιστικός (στη νέα σημ.) < ελνστ. πιστικός `πιστός, έμπιστος΄. (ΛΤ)
Πιτσούνης/Πίτσουνας- Από το ν.ε. πιτσούνι< ιταλ. piccion (e) .{ΤΟΖ}
Πιττάρης- Στη Χίο πιττάρι λέγεται το χονδρό μαστίχι, μικρή πίττα μαστίχας.{ΣΧΓ}
Πλέστης- Από το αρβαν. πλjεσhτι, ψύλλος.{ΣΗΤΡ}
Πλώτας/Πλότας- Από το αρβαν.plotë, ο γεμάτος, απόλυτος, και ο σωστός. {ALBD}
Ποκάρης- Από το δημωδ. ποκάρι, η ποσότητα του μαλλιού που προέρχεται από το κούρεμα προβάτου, ίσως το επώνυμο με την έννοια του μαλλιαρού, ή του εμπόρου ποκαριού. (ΛΤ)
Πολυκανδριώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τη νήσο Πολύκανδρο, η Φολέγανδρος.{ΤΠΝΜ}
Πορτοκάλης-ν.ε. πορτοκάλι<ιταλ. portogallo{Λ.Τ.}
Πουλακίδας- Από το δημώδ. πουκακίδα, η πουλάδα, η μικρή κότα, υποκορ. του πουλιού. (Λ.Τ)
Πουλίκας- Μητρωνυμικό από το υποκορ. τύπο του βαφτ. Πούλια-Πουλίκα.{ΤΟΖ}
Πουλίτσας- Από το μεσν. πουλίτσι, πουλάκι.{ΣΗΤΡ}
Πουρνάρας- Από το ν.ε. πουρνάρι < μσν. *πουρνάριον < *πιρνάριον{Λ.Τ.}
Πράπας- Από το αρβαν. πράπε, ο ανάποδος (μτφ) , ο κακός άνθρωπος.{ΣΗΤΡ}
Πρασάς- Αυτός που εμπορεύεται ή παράγει πράσα. πράσο+καταλ. –άς, όπως λαχανάς, ψωμάς, λαδάς κτλ.{ΤΟΖ}
Πράτσικας- Από το σλαβ.pracka, βέργα.{ΣΗΤΡ}
Πρέντζας-Από το κεφαλλ. ιδιωμ. πρέντζα, το τυρί που τοποθετείται μέσα σε ασκό, σε άλλες περιοχές της Ελλάδας συναντιέται ως ασκοτύρι, τουλουμοτύρι και αυτός ο ασκός πρεντζάσκι.{ΓΚΕ}
Πρέκας/Πρέκκας- Από το ν.ε. διαλεκτ. πρέκι, οριζόντιος δοκός που τοποθετείται στο πάνω μέρος της πόρτας ή του παραθύρου, για να στηρίζει τον τοίχο από πάνω, μεσν. πριέκιον. Το επώνυμο εμφανίζεται κυρίως στα Δωδεκάνησα (Ρόδος, Κως, κτλ) , Κυκλαδες (Σαντορίνη, Αμοργός κτλ) . (Λ.Μ) , πρβλ. το ομόσημο επων. Γκλαβάνης-γκλαβάνι (σλαβ.αρχής) .
Πρέπος- Μητρων. επώνυμο από το σπάνιο θηλ. βαφτιστικό Πρέπω (από τη λέξη “πρέπει”) , χρησιμοποιούμενο στη βόρεια Ελλάδα. (ΒΕΛΒ)
Πρίσκας- Από το ιδιωμ. (Αχαΐα, Ηλεία κτλ) , πρίσκα, η (πρησμένη) κοιλιά, και πρίσκας ο κοίλιαρης, ο κοιλάρας, ο μπάκας.<μεσν. πρήσκω<αρχ. πρήθω. (ΛΤ)
Πρυόβολος (Πρυοβολάκης) - Από το ουσ. πρυόβολο, ο πυρίτης λίθος, η τσακμακόπετρα.{ΓΚΕ}
Πρωτόπαπας- Ο πρωτοπρεσβύτερος. [μσν. πρωτοπαπάς < πρωτο- + παπάς και μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]{ΜΣΚ}
Πρωτοψάλτης- Ο επικεφαλής των ψαλτών μιας εκκλησίας, μσν. πρωτοψάλτης < πρωτο- + ψάλτης{ΜΣΚ}
Πυλαρινός- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την περιοχή Πύλαρος της Κεφαλλονιάς, από τις πιο ορεινές στο ΒΑ τμήμα του νησιού. Κυριώτεροι οικισμοί τα Μακριώτικα και η Αγ.Ευφημία.{ΤΠΝΜ}
Πυργάκης/Πυργόπουλος/Πυργούσης/Πυργούδης- Από το παλαιότερο βαφτιστικό Πύργος, <προσηγ.πύργος. Και θηλ. Πυργού. (ΑΝΧΜ)
Πωρικός- Από το μεσν/δημωδ. πωρικό, αλλιώς το φρούτο, λόγια οπωρικό.< ελνστ. επιθ. πωρικός `. (ΛΤ)

Ρ

Ράγκος- Από το ιταλ. rancο “χωλός, κουτσός”.{ΤΟΖ}
Ραζής- Από το τουρκ.αραβ. razi, ο ευχαριστημένος, ικανοποιημένος.{ΣΗΤΡ}
Ραφανάς- Από το μσν. ραφάνη, η ράφανος, το δημωδ. ραφανίδα, ρεπάνι, < ελνστ. απάνιον υποκορ. του αρχ. *άπανος, άφανος. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Ραχωβίτσας- Επώνυμο εθνικό που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Ραχωβίτσα (σημ.Μαρμαράς) , ν.Σερρών.Το τπνμ. σλαβικό orahovo=καρυδότοπος. Αν και σπάνια μερικά επώνυμα σχηματίζονται με την απλή προσθήκη του τελικού –ς χωρίς ειδικές καταλήξεις (-ίτης, -ιώτης, -άνος, -αίος κτλ) , πρβ.Λιδωρίκης, Σαλονίκης, Σαμοθράκης κτλ.{ΤΠΝΜ}
Ρεβίθης-από τη λέξη ρεβίθι, μσν.*ρεβίθι (πρβ. μσν. ροβίθι) < ελνστ. ρεβίνθιον<υποκορ. του αρχ. ρέβινθος{Λ.Τ.}
Ρέγγας-ν.ε. ρέγγα<βεν. renga{Λ.Τ.}
Ρένεσης- Από το αρβαν. ρρένεσ-ι, ο ψεύτης. (ΧΡΑΡΒ)
Ρέππας- Από το δημωδ. ρέπας και ρέπης, ο περιφερόμενος, ο φυγόπονος, ρέμπελος, ρεμπεσκές. (ΛΔΗΜ)
Ρήγας, Παπαρήγας, Ρηγόπουλος, Παπαρρηγόπουλος- Από το ν.ε. ρήγας, λαικότροπα ο βασιλιάς, μσν. ρήγας < ελνστ. ήξ, αιτ.ῥῆγα < λατ. rex. Τα παραπάνω επώνυμα σχηματίζονται με τα σύνηθες πρώτο συνθ. παπάς, και την χαρακτηριστική καταλ. –όπουλος.{Λ.Τ.}
Ριγανάκος-από τη ν.ε. λέξη ρίγανη, μσν. *ρίγανη (πρβ. μσν.αρίγανη) < αρχ.ἡὀρίγαν (ος) {Λ.Τ.}
Ριζάρης- Σχετικό με το φυτό ριζάρι, φυτό που καλλιεργούνταν για την κόκκινη χρωστική ουσία που περιέχουν οι ρίζες του.< μσν. ριζάριν < ελνστ. ιζάριον υποκορ. του αρχ. ίζ (α) –άριον.Rubia tinctorum.{ΔΟΦ}
Ριζικάρης- Από το δημωδ. ριζικάρης, αυτός που έχει ή επιφέρει καλή μοίρα, καλό ριζικό, ο γουρλής. (ΛΔΗΜ)
Ρίτσος- Από το ιδιωμ. ρίτσος, ο ρήσος, λαικτρ.αιλουροειδές τετράποδο, που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες ζούσε στον βορά., <σλαβ.ris.Μτφ. δηλώνει τον γρήγορο, τον ταχύ, και εκφρ. Σαν το ρίτσο τρέχει. (ΛΔΗΜ)
Ροδοκανάκης- Από το ιδιωμ. (Χίος) ροδοκάνι, δοχείο γυάλινο ενωμένο σταυρωτά, με ροδόσταμα, ραντίζουν με αυτό σε ορισμένες γιορτές στην εκκλησία. Επώνυμα παλιάς οικογένειας της Χίου.{ΣΗΤΡ}
Ροκανάς/Ρούκουνας- Ίσως σχετικό με το ν.ε. ρουκάνα/ ροκάνα, εργαλείο του χεριού για την επεξεργασία ξύλινων επιφανειών· πλάνη, < ελνστ.υκάνη{ΜΣΚ}
Ρόκκος- Από το ιταλ. κύριο όνομα Rocco
Ρομπόλης- Από τη λέξη ρομπόλα, ποικιλία σταφυλιού, που καλλιεργείται στην Kεφαλλονιά, και το κρασί που παράγεται από αυτό. Άγνωστης ετυμολογίας.{ΓΚΕ}
Ρουβάς- Από το διαλεκτ. (Λιτοχ.) ρουβός, σημαίνει=όχι ευθύς, ύπουλος, πονηρός. Και ως επίρρ. «με κοιτάει ρουβά», στραβά. Σύμφωνα με την Δούγα-Παπαδοπούλου προέρχεται :από το αρχ. ραιβός>ριβός (σημ.Στερ.Ελλ.) με στένωση του άτονου αι, κανονική στα βόρεια ιδιώματα> ρουβός, με χείλωση του ι>ου εξαιτίας του παρακείμενου χειλικού β.{ΕΤΥΠ}
Ρουβέλας- Από το διαλεκτ. ρούβελλας. (Παξ., Αντιπαξ., Κερκυρα, Θεσπρ.) . Λέγεται το πουλί «Ερίθακος ο ερυθρόλαιμος». Η λέξη αρχαία (Ησύχιος, 5ος μ.Χ.) , ωςρόβιλλος, βασιλικός όρνις. Η αρχ. λέξη προέρχεται από το λατιν.rubellus, -a, -um, ο κοκκινωπός.{ΚΕΣ}
Ρουμπής- Από το ν.ε. ρόμπος, κόμπος, ρουμπί (Πελοπ.) , το κουρέλι.{ΣΗΤΡ}
Ρούσσος/Ρούσοπουλος- Από το ν.ε. ρούσος< για άνθρωπο με κοκκινωπά μαλλιά ή για ζώα με κοκκινωπό τρίχωμα, < μσν. ρούσος < λατ. russ (us) . Το Ρουσόπουλος ως επώνυμο ήδη από τον 11ο αιώνα, βυζαντινού αξιωματούχου (W.Seibt, Die byzantinischen Bleisiegel in Österreich I. Teil, Kaiserhof) . ({Λ.Τ.}

Σ

Σαβοργιαννάκης- Από το βενετ. επώνυμο Savorgnan=DiSavoia, και Σαβοργινάκης, Σαβοργίνης. Ορισμένες οικογένειες της βενετσιάνικης αριστοκρατίας, αν και μετά την τουρκική κατάκτηση στα τέλη του 17ου αιώνα κατέφυγαν στις βενετικές κτήσεις του Ιονίου ή στην Βενετία μαζί με Κρητικούς ευγενείς, παρέμειναν στο νησί και αφομοιώθηκαν από τον ντόπιο πληθυσμό. (ΚΡΗΤ)
Σαγιάς- Από το μεσν. . σαγιάς, ο. Είδος ενδύματος που φοριόταν πάνω από το πουκάμισο.{ΣΗΤΡ}
Σακελλάριος-Από το βυζαντ. Εκκλησιαστικό τίτλο σακελάριος<λατ. sacellarius-ο }βαλαντιοφύλακας, θησαυροφύλακας.{ΜΚΣ}
Σακκάς- Από το δημωδ. σακκάς, ο κατασκευαστής σάκκων, ή ακολουθώντας τον ίδιο σχηματισμό (-άς) από το τουρκ.saka=υδροφόρος.{ΠΕ}
Σακοράφας: Από το ν.ε. σακοράφα, μεγάλη και χοντρή βελόνα που χρησιμοποιείται για ράψιμο με σπάγγο<ελνστ. σακκοράφος.{Λ.Τ.}
Σαλιβαράς- Από το δημώδες σαλιβαράς/σαλλιβαράς, ο κατασκευαστής σαλιβαριών, χαλιναριών. (ΘΗΣΑΥ)
Σαλός/Σαλογιάννης/Σαλαγιάννης- Από το ιδιωμ. (Ήπ., και αλλού) σαλός, ο μωρός, τρελός, σχετικό με το ρήμα σαλεύω. (MEYER)
Σαμιαμίδας- Από το δημωδ. σιαμιαμίδι, είδος πολύ μικρής σαύρας, μολυντήρι, και χαρακτηρισμός για άνθρωπο μικρού αναστήματος.<αρχ. σαμιάμινθ (ος) . (MEYER)
Σαμολαδάς- Από το δημώδ. σαμολαδάς, ο έμπορος/παραγωγός σαμολαδιού, αλλιώς το σουσαμέλαιο. (ΘΗΣΑΥ)
Σαμπάνης- Από το τουρκ. saban, αλέτρι. Σαμπάνης λογικά ο αλετράς.{ΣΗΤΡ}
Σαράπης- Από το τουρκ.sarap, το κρασί.{ΤΟΖ}
Σαρδέλης- σαρδέλα < ιταλ. sardella·{Λ.Τ.}
Σαρικάς- Ο κατασκευαστής ή πωλητής σαρικιών, <τουρκ. sarik.{ΣΗΤΡ}
Σαρρής (Σαρηγιάννης) κ.α.- Από το τουρκικό sari “ ξανθός. xλωμός”.{ΤΟΖ}
Σαχίνης- Από το τουρκ.περσ. sahin, γεράκι.{ΣΗΤΡ}
Σβωλός- Σχετικό με το ουσ. σβόλος, μικρή μάζα ξεραμένης λάσπης από χώμα.{ΓΚΕ}
Σγούρδος-Από την κεφαλλ. ιδιωμ. λέξη σγούρδος, ο σβέρκος.{ΓΚΕ}
Σεϊτανίδης- Από το αραβ.τουρκ. seytan, ο σατανάς.{ΣΗΤΡ}
Σεκέρης- Από το τουρκ. seker, η ζάχαρη.{ΣΗΤΡ}
Σελάς- Από το επαγγελ. Σελάς-ο σελοποιός (σέλα+ επαγγ. καταλ. –άς.) {ΤΟΖ}
Σερεμέτης- Από το τουρκ. seremet, ατίθασος, ζωηρός.{ΣΗΤΡ}
Σερέτης- Από το τουρκ.sirret“o δύστροπος, κακότροπος”.{ΤΟΖ}
Σερέφης- Από το τουρκ. seref, τιμή, δόξα.{ΣΗΤΡ}
Σερίφης- Από το τουρκ. serif, έντιμος.{ΣΗΤΡ}
Σερσέμης- Από το τουρκ. sersem, νωθρός, ανόητος.{ΣΗΤΡ}
Σεφερλής- Από το τουρκ. seferli, αυτός που πάει σε πόλεμο (seferi) , ο πολεμιστής.{ΣΗΤΡ}
Σημιτζής-κουλουράς, από το τουρκ.simit, και την τουρκ. κατάληξη -ci, -τζής.{ΜΣΚ}
Σιάρας- Ίσως από το βλαχ. σjαρα=πριόνι<λατιν.serra-ae=πριόνι. Η λέξη δάνειο στην ηπειρ.διαλεκ.{ΗΠΟΙΚ}
Σιάφος/Σιαφάκας- Επώνυμα από την παραλλαγή του βαφτ. Ιωσήφ.Το δεύτερο σχηματίστηκε με την μεγενθ. αταλ. –άκας, πρβ. Γεωργάκας, Γιαννάκας κτλ.

Σινόπουλος- Από το βαφτ. Σήνος, Σίνης, παραλλαγή του ονόματος Στασινός/Στασηνός< Αναστάσιος, σε διάφορες περιοχές όπως Μακεδονία, Κύμη, Πελ/σο κτλ. (ΑΝΧΜ)
Σισμάνης /Σισμανίδης- Από το τουρκ. şişman, πολύσαρκος, παχύς.{ΣΗΤΡ}
Σκάκος- Ίσως μητρωνυμικό από το διαλεκτ. (Ηπειρ.) , κάκω “η θεία”.{ΤΟΖ}
Σκαραμαγκάς- Επώνυμο που δηλώνει τον κατασκευαστή σκαραμαγγίων, πολυτελές ύφασμα επι Βυζαντίου, συνήθως φερόμενο από τους αυτοκράτορες. Μεγάλη βυζαντινή οικογένεια με κλάδους σε Πόλη, Χίο και Αθήνα, εξού και το τοπωνύμιο Σκαραμαγκά Αττικής. (ΛΔΗΜ)
Σκαρμούτσος- Από το δημωδ, σκαρμούτσο, στήλη μεταλλικών κερμάτων σε χάρτινο περίβλημα, το φυσέκι, φουσέκι.<ιταλ. (ΛΔΗΜ)
Σκευάς-σχετίζεται με το υποκοριστικό του βαφτιστικού Παρασκευάς. Παρόμοια με το ανδρικό Σκευάς, χρησιμοποιούταν/-είται και το γυναικείο Σκευώ. Σημειωτέον οτι το όνομα Παρασκευάς/Παρασκευή ήταν πολύ συχνό σε ποιμενικούς πληθυσμούς, εξού και η Αγία Παρασκευή έχει αποκαλεστεί ως “Αγία των βλάχων”.
Σκιαδάς- Από τη λέξη σκιάδι< ελνστ. σκιάδειον (και σφαλερή γραφή σκιάδιον) . Είδος πλατύγυρου ψάθινου καπέλου το οποίο προστάτευε από τον ήλιο. Το επώνυμο «Σκιαδάς» δηλώνει τον κατασκευαστή αυτού του είδους ρουχισμού.{ΣΗΤΡ}
Σκιάς- Από τουρκ. eskiya, αντάρτης, ληστής.{ΣΗΤΡ}
Σκλαβενίτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τόπους όπως Σκαβηνία, Σκλαβουνιά, τοπωνύμια που χαρακτηρίζουν περιοχές με σλαβική κατοίκηση. Επι Βυζαντίου οργανώθηκαν στα αυτοκρατορικά εδάφη αυτόνομα μορφώματα Σκλαβούνων (Σθλαβίνων) , οι Σκλαβηνίες.{ΤΠΝΜ}
Σκορδάς-από τη ν.ε. λέξη σκόρδο, ελνστ. σκόρδον < αρχ.Σκόροδον{Λ.Τ.}
Σκορδύλης- Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας, αρχοντόπουλων, με μέλη στην Κρήτη, απο το μεσν. σκορδύλη, είδος ζώου των βάλτων. (ΓΛΗΣΥ)
Σκουλάς- Σχετικό με το ν.ε. σκουλί, σκούλα, σκουλούδι. Σύμφωνα με τον Κοραή (Άτακτα, τ.4, Παρίσι 1828-1835, σσ.519-520) , «σύναγμα λιναρίου πριν νεσθή».<αρχ. σκόλλυς.{ΚΕΣ}
Σκούλος- Από το ιδιωμ. (Κύθηρα) , σκούλος, η ράχη, το αμβλύ μέρος του πελεκιού.{ΣΗΤΡ}
Σκουντής- Από το ιδιωμ. (Κρήτη) σκουντί, το κυνηγετικό σκυλί, και τοπ.παροιμία, «το σκουντί από μητάτο κι ο άνθρωπος από γενιά». (ΛΔΗΜ)
Σκούρτης- Από το αρβαν. σhκούρτë (shkurtër) , κοντός.{ΣΗΤΡ}
Σκούτας- Από το ν.ε. σκουτί, χοντρό μάλλινο ύφασμα, <αρχ.σκυτίον υποκορ. του «σκύτος». (Λ.Μ)
Σκουτέλης- Από τη λέξη σκουτέλλι, το πήλινο πιάτο, μικρή γαβάθα < μσν. σκουτέλλι (ν) < σκουτέλλιον υποκορ. του σκουτέλλα < λατ. scutella{ΣΧΓ}
Σκουτέρης- Από το δημωδ. σκουτέρης, ο ποιμένας, ο τσοπάνος, κυρίως ο προιστάμενος στην στάνη, Κρυστάλλης, Ποιημ.Τραγ.Σταν.”ήθελα να’μουν τσέλιγγας να’μουν ένας σκουτέρης”. (ΛΔΗΜ)
Σμαΐλης- Επώνυμο από το σπάνιο βαφτιστικό Σμαΐλης<Σμαήλης<Ισμαήλ (γιος του Αβραάμ) , γιορτάζει στις 17 Ιουνίου. Ίσως και λόγω της χρησιμοποίησής του και από μουσουλμάνους έχασε έδαφος.
Σολιώτης- Επώνυμο Αχαιού αγωνιστή του ’21. Εθνικό, δηλώνει καταγωγή από το χωριό Σόλος, δ.Ακράτας, ένα από τα Κλουκινοχώρια.{ΣΗΤΡ}
Σόμπολος- Από το ουσ. σόμπολα, οι μικρές πέτρες που χρησιμοποιούνται για τα μεταξύ των μεγαλύτερων πετρών χάσματα στις οικοδομές. Ίσως ο χτίστης που είχε την ιδιότητα να τοποθετεί τα σόμπολα (και σομπολάκια) στο υπο κατασκευή κτίριο.{ΓΚΕ}
Σουγλέρης/Σουβλερός- Από το δημώδ. σουβλερός, σουγλερός, αυτός που έχει σχήμα σούβλας (ιδιωμ.σούγλα) , οξύ, μτφ. σε ανθρώπους αυτός που έχει σουβλερή μύτη, μυτερή. (ΛΔΗΜ)
Σουρμελής- Από το τουρκ. surme, σύρτης, χρυσό νήμα.{ΣΗΤΡ}
Σούτης (Σιούτης) - Από το επίθ. σιούτος «αυτός που δεν έχει κέρατα». Λέξη διαδεδομένη σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες με πιθανλη λατινική προέλευση. Βλαχ. sut, αλβ.shyt, σλαβ.šutu.{ΤΟΖ}
Σούρλας- Από το ιδιωμ. (Ήπειρ.) σούρλα, κάθε τι ψηλό που λήγει κωνοειδώς, π.χ. σουρκέφαλος, ο σχινοκέφαλος, που έχει μακρύ κεφάλι. Ετυμολογικά συνδέεται με το σλαβ. сурла, η προβοσκίδα ή η πίπα/σφυρίχτρα/φλογέρα. (MEYER)
Σουχλέρης- Από το ιδιωμ. (Κρήτη) σουχλί, ο παχύς αφρός που επιπλέει στον ορό από το γάλα.{ΣΗΤΡ}
Σπαθάς- Από το επαγγελματικό σπαθάς (σπαθί+ επαγγ. καταλ.-άς) . Σύνηθες επώνυμο επί Βυζαντίου ως Σπαθάς, Σπαθάρης, Σπαθάριος. Σπαθάριος ήταν βυζαντινό αξώμα. (μσν.σπάθα<αρχ.σπάθη) {ΤΟΖ}
Σπανάκης-από το ν.ε. σπανάκι< μσν. σπανάκι.{Λ.Τ.}
Σπανός-Από το ελλ. επίθετο σπανός, άντρας που από τη φύση του δεν έχει καθόλου γένια. μσν. σπανός σύντμ. του ελνστ. σπαν (οπώγων) `που έχει αραιά γένια΄ -ός (Τριαντ.) {ΤΟΖ}
Σπάτας- Από το αρβαν. σπάτε-α, το τσεκούρι.{ΣΗΤΡ}
Σπετσέρης- Από το ιταλ.spezieri, ο φαρμακοποιός. (Λ.Μ)
Σπηλιόπουλος- Από την εκδοχή του βαφτ.Σπυρίδων στην Αχαΐα και όχι μόνο, συν την χαρακτηριστική κατάλ. –όπουλος.
Σταβάρας- Από το ιδιωμ. σταβάρι, το τιμόνι του αλετριού, <αρχ. ιστοβοεύς.{ΣΗΤΡ}
Σταμπούλης- Από το το τουρκ.Istanbullu (εις την Πόλιν, πρβ.Ισμιρ<Εις Σμύρνη) .{ΤΟΖ}
Στασινόπουλος/Στασινός- Από το βαφτ. Στασηνός-Στασινός, παραλλαγή του ονομ. Αναστάσιος, ήδη από την παλαιολόγεια εποχή, σε περιοχές όπως Θεσσ/κη, Σέρρες, Πόλη, Χαλκιδική, Καστοριά, Καππαδοκία κτλ.Συνηθισμένο και στην Αρκαδία. (BZP) (ΑΝΧΜ)
Στούπας- Από το δημωδ. στούπα, στουπί (μάζα από υφαντικές ίνες) που βάζεται μέσα στα καλαμάρια για συγκράτηση του μελανιού.Και Στουπάς, ο κατασκευαστής ή έμπορος στουπιών, <μσν. στουπί < ελνστ. στουππίον < αρχ. στυππεον. (ΛΔΗΜ) (ΛΤ)
Στουρνάρης- Από το ν.ε. στουρνάρι, 1. (λαϊκότρ.) α. τσακμακόπετρα. β. κάθε πέτρα σκληρή και αιχμηρή, 2. (μτφ., οικ., μειωτ.) για άνθρωπο αμόρφωτο, άξεστο ή κουτό. < *στορυνάριον υποκορ. του ελνστ. στορύνη `νυστέρι΄, με επέκτ. της σημ. για κοφτερές πέτρες.{ΣΗΤΡ}
Στρέκλας- Από το ν.ε. στρέκλα<σλαβ.strukel, η αλογόμυγα.{ΗΠΓΛ}
Στρουμπουλός- Από το ν.ε. στρουμπουλός, ο παχύς με σ΄χημα σχεδόν σφαιρικό, από το αμαρτ. στρούμπος <αρχ. στρόμβος συν το παραγ. Επίθ. –ούλος, πρβ. παχουλός. (Λ.Μ)
Συγγρός/Τσιγγρός- Από το ιδιωματικό (Ποντ.Ίμβρος.) τσιγκρός, άρρωστος, αδύνατος.{ΣΗΤΡ}
Συρμός/Συρμόπουλος/Συρμάκης/Συρμούδης κοκ- Από το βαφτ. Σύρμος, Συρμώ, <σύρμα (η χρυσοκλωστή του κεντήματος) . Πολλά άλλα βαφτ. που χρησιμοποιούσαν παλιότερα έχουν εκλείψει σήμερα όπως Λεϊμονιά, Πύργος, Λοΐζος, Αυγέρης, Λυμπέρης κτλ (ΑΝΧΜ)
Σχορτσιανίτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Σχωρέτσανα (σημ.Καταρράκτης) , ν.Άρτας.{ΤΠΝΜ}
Σώχος- Από το ιδιωμ. (Τήνος) σόκος, μπικούνι, εργαλείο γλυπτικό της μαρμαροτεχνικής.{ΣΗΤΡ}
Σώχος/Τσώχος- Από τη λέξη σωχός και σωχούς, είδος φυτού, επιστ.sonchus oleraceus, ζώχος (Κεφαλλ.) , τσοχός (Ζακ.) , τσόχος (Σπάρτης) , < μσν. ζοχός & ζόχος < ελνστ. Σόγχος (Λεξ.Τριαντ.) .{Λ.Τ}

Τ

Ταβουλάρης- Απο το ελληνιστ. ταβουλάριος, ο γραμματοφύλακας, αρχειοφύλακας στο Βυζάντιο. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, με μορφές όπως Ταβουλλαρόπουλος, Ταβουλλάριος, τον 14οαιώνα σε Σέρρες, Θεσσαλονίκη. (ΛΔΗΜ)
Τάγαρης- Σχετικό με το ν.ε. ταγάρι<υποκορ. του ουσ. ταγή “σακίδιο για την ταγή των ζώων”.{ΤΟΖ}
Τάγγας- Ίσως σχετικό με τη δωμωδ. λέξη τσαγγός-ταγγός, αυτός που έχει αλλοιωθεί και έχει δυσάρεστη οσμή, μτφ. ο βρωμιάρης, < αρχ. ταγγός. (ΛΔΗΜ)
Ταγκαλάκης- Από το τουρκ. dangalak, ανόητος, ο ακατέργαστος.{ΣΗΤΡ}
Ταλαγάνης- Από το ν.ε. ταλαγάνι, το χειμωνιάτικο πανωφόρι των βοσκών (Ηπειρ.) , ταλαγκάνι, και είδος τυριού.
Ταμπάκης- Από το ν.ε. ταμπάκης, ο βυρσοδέψης, < τουρκ. tabak “το ίδιο”.{ΤΟΖ}
Τασιούλας- Απο την μορφή του βαφτ. Αναστάσιος, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα. Αναστάσιος>Τάσιος (για την ακρίβεια προφερόταν Τάσjoυς, ο) συν το μεγενθ. επίθημα –ούλας. (ΛΤ) (ΒΕΛΒ)
Τατούλης/Τατάς- Απο το τατάς (ή τάτας) , λέξη παιδική, ο μπαμπάς. Η λέξη έχει επιβιώσει σε διάφορες διαλέκτους, απο το αρχ. τάτα-τέττα, σύφμωνα με τον Ησύχιο: “τέττα· νεωτέρου πρός πρεσβύτερον τιμητική προσφώνησις”. (ΛΔΗΜ)
Τάτσης- Από το βαφτ. Τάτσης, από το βαφτ. Τάσης (<Αναστάσιος) με τσιτακισμό. Χρησιμοποιείται και στα αρβανίτικα.{ΤΟΖ}
Τεγόπουλος- Από το βαφτ. Τέγος, παραλλαγή του ονόματος Στέργιος στη βόρεια Ελλάδα, Τέγος<Τέλιος<Στέργιος. {ΤΑΧΚ}
Τενέντες- Από το δημώδ. τενέντες, ο υπολοχαγός, υποπλοίαρχος, την περίοδο της τουρκοκρατίας/βενετοκρατίας, όπου οι Έλληνες υπηρετούσαν ως μισθοφόροι ή ως υπόχρεοι (σεφερλήδες στην Οθωμανική αυτοκρατορία) σε διάφορα βασίλεια αλλά κυρίως στις Ιταλικές πολιτείες. Η λέξη από το ιταλ. tenente (di talcapitano) . (ΘΗΣΑΥ)
Τερεζάκης- Από το τουρκ. terazi, ζυγαριά.{ΣΗΤΡ}
Τζαμάρας- Από τη διαλεκτ. Λέξη τζαμάρα=είδος φλογέρας, μακρυά και βραχνή. Πρβ. αλβ. dzamare, βλαχ.dzamara. Προέρχεται από το τουρκικό zemmare<αραβ.zammara με παρόμοιο νόημα.{ΚΕΣ}
Τζανές/Τζανής/Τζανίδης/Τζανέτος/Τζανετάκος- Επώνυμα που προέρχονται από την φραγκ./ιταλ. παραλλαγή του ονόματος Ιωάννης- Janne. Όπως δείχνουν οι καταλήξεις των επωνύμων ήταν ευρέως διαδεδομένο.{ΚΥΘΝ}
Τζάντζαλος-Τσάτσαλος-Τζάτζαλος- Απο το μεσν. τζάνζαλον-δημ. τσάτσαλο, το τριμμένο ένδυμα, το κουρέλι, η λέξη στον Πτωχοπρόδρομο (12ος αιων.) ως τζαντζαλοφορεμένος. (ΛΔΗΜ)
Τζαρτζάνος- Από την ιδιωμ. λέξη τζαρτζάνι, πετεινός ψηλός.{ΣΗΤΡ}
Τζάχος- Από το Ζάχος<Ζαχαρίας με τροπή του ζ σε τζ.{ΤΟΖ}
Τζήρος/Τσίρος/Τσιρογιάννης/Τσιρονίκος κοκ- Από το μεσν. & δημωδ. τζήρος, τσίρος, κυριολ. άπαχο αποξηραμένο σκουμπρί, και μεταφορικά για ανθρώπους, ο πολύ αδύνατος, ο ξερακιανός, εξού και Τσιρογιάννης, Τσιρονίκος κ.α., ο αδύνατος Γιάννης, Νικός κοκ, <μσν. τσίρος ίσως < ελνστ. κιρρίς. (ΛΔΗΜ) (ΛΤ)
Τζιάνας- Από την καταγεγραμμένη μορφή του θηλ. βαφτιστικού Ιωάννα, στα βορειοελλαδικά ιδιώματα, Γιάννα>Τζιάνα. (ΒΕΛΒ)
Τζιμούρης/Τσιμούρης- Από το μεσν. τζιμούρι, αλλιώς το τσιμπούρι, ο κυνοραιστής. Μεταφορικά ο ενοχλητικός, αυτός που δεν ξεκολάει, <ελνστ. τσιμούριον. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιών. στη Χαλκιδική. (ΛΔΗΜ) (ΛΤ) (BZP)
Τζομάκας (Τζουμάκας) -Από το τουρκ. çomak, το ρόπαλο. (ΕΠΜΑ)
Τζουράς- Από το τουρκ. cura, το ξεφτέρι, κιρκινέζι ή είδος μουσ. οργάνου.{ΣΗΤΡ}
Τζούφας- Από το διαλεκτ. (Ηπειρ.) τζούφα (η) , και τσούφα, η τούφα <ιταλ.ciuffo «το τσουλούφι».{ΤΟΖ}
Τζώρτζης/Τζωρτζάτος/Τζωρτζίδης/Τζωρτζάκης- Επώνυμα που προέρχονται από τη φραγκ./ιταλ. παραλλαγή του ονόματος Γεώργιος<>
Τομπάζης- Από το τουρκ. tombaz, ποταμόπλοιο.{ΣΗΤΡ}
Τομπούλης- Από το τουρκ. tombul, ο χοντρός.{ΣΗΤΡ}
Τόπακας- Στη Χίο, και αντόπακας.1) «έγινες τόπακας εδώ»=μόνομος κάτοικος, 2) το στοιχειό (το φείδι κυρίως) του σπιτιού. Ετυμολογικά πιθανώς σχετίζεται με το «τόπος».{ΣΧΓ}
Τοπάλης- Από το τουρκ. topal, κουτσός.{ΣΗΤΡ}
Τούρλας- Από το ν.ε. τούρλα «ύψωμα στρογγυλό»< μεσν. τρούλλα (τρούλος) < λατ. trulla.{ΤΟΖ}
Τουτούνης- Από το τουρκ.tütün ”ο καπνός, ο ατμός”.{ΤΟΖ}
Τραχάς- Από το διαλεκτ. (Χίος) τραχάς, κλαδευτήρι, μαχαίρα καμπύλη, με την οποία κόβουν κλαδιά για τον φούρνο.{ΣΧΓ}
Τραχώνης- Από το διαλεκτ. (Χίος) , τραχώνι, 1) βράχος απότομος, 2) λίθος χειροπληθής. Το επών. Προφανώς μεταφ.{ΣΧΓ}
Τριβώλης- Από το ν.ε. τριβόλι είδος φυτού, tribulusterrestris. Ή σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφ. από το ν.ε. τριβόλι, αγκαθωτό ζιζάνιο· τρίβολος. «με πιάνουν τα διαόλια* μου και τα τριβόλια μου. διαόλια* και τριβόλια.», < [μσν. τριβό λι (ο) ν υποκορ. του αρχ. τρίβολος{ΔΟΦ}
Τρίμης- Από το αρβαν. τρίμ, ο αντρείος.{ΣΗΤΡ}
Τριτσώνης- Από το διαλεκτ. (Χίος) τριτσόνο, και τρίτσονας, έντομο όμοιο με την ακρίδα, σύμφωνα με τον Άμαντο ονομάστηκε έτσι επειδή τρύζει κατά την νύχτα.{ΣΧΓ}
Τριφύλλης- από το ν.ε. τριφύλλι, ελνστ.τριφύλλιονυποκορ. του αρχ.Τρίφυλλον{Λ.Τ.}
Τροκανάς- Ο κατασκευαστής/έμπορος τροκανιών (τροκάνι, το) , λη τρουκάνι, το βαρύ κουδούνι των προβάτων. (ΛΔΗΜ)
Τσαγγάς/Τζαγγάς- Από το μεσν. τζαγγάς και τσαγγάς, ο κατασκευαστής βασιλικών τζαγγίων, είδος υποδήματος. Ίδια σημασία και αρχή το ουσ. τσαγγάρης/τζαγγάρης. (ΛΔΗΜ)
Τσακίρης- Από το τουρκ. cakir, γαλανομάτης.{ΣΗΤΡ}
Τσάκος- Ίσως σχετικό με το ρήμα (προστ.) τσάκω<τσακώνω κατά τα αγνάντα<Αγνάντας, γαργάλα<Γαργάλας, κατέβα<Κατέβας.{ΤΟΖ}
Τσάλας- Από το αρβαν. τσhαλë, ο κουτσός.{ΣΗΤΡ}
Τσαλαμιδάς- Πιθανώς σχετικό με το μεσν. και νεωτ. καλαμίδι και καλαμιδάς ο κατασκευαστής του. Καλαμίδι είναι το αλιευτικό καλάμι. Η μετατρ. του κ σε τσ είναι συνηθισμένη σε αρκετές διαλέκτους της Ελλάδας (Κρητική, Κυκλαδίτικη, παλιά Αθηναική, Μανιάτικη, Κυμιώτικη κτλ) . Το επώνυμο Τσαλαμιδάς εμφανίζεται πρώτη φορά σε αργυρόβουλα του 1262 που αφορούν την Κεφαλονιά. (ΛΔΗΜ)
Τσαλαφατινός- Ίσως από το ν.ε. τσαλαπετεινός, πτηνό με μακρύ ράμφος, μακριά ουρά και μια χαρακτηριστική τούφα από φτερά στο κεφάλι, τσαλοπετεινός με προχωρ. αφομ. [a-o > a-a] < τσαλ (ί) -ο- + πετεινός.{ΣΗΤΡ}
Τσαλίκης- Από το τουρκ. çalik“καμπούρης”.{ΤΟΖ}
Τσαμαδός- Απο το διαλεκτ. τσαμαδό, άγριο σκυλί, επιθετικό, μτφ. άνθρωπος ισχυρογνώμων και πεισματάρης. (ΛΔΗΜ)
Τσανάκας- Από το τουρκ. canak, πιάτο, ν.ε. τσανάκι.{ΣΗΤΡ}
Τσαντίλας- Από το ν.ε. τσαντίλα «η σακούλα που στραγγίζουν το τυρί» και μτφ τσαντισμένος=νευριασμένος, <από το σλαβ. cedilo «σάκος για χλωρό τυρί».{ΤΟΖ}
Τσάπαρης- Από το τουρκ. çapar, ο αλμπίνος, ο σημαδεμένος.{ΣΗΤΡ}
Τσαπέλας- Σχετικό με τη λέξη τσαπέλα, αρμαθιά από αποξηραμένα σύκα, ιταλ. ciambella ή βεν. zambela.{Λ.Τ.}
Τσάρας/Τσιάρας- 1) Απο το ιδιωμ. τσάρα (ή) , το πτηνόν κίχλη, η τσίχλα, ή, 2) από το ιδιωμ. τσαρά, και τσερά, αλλιώς η κυρά (με τσιτακισμό κ>τσ) , η θειά, ή η μαμμή. (ΛΔΗΜ)
Τσάταλης-Από το διαλεκτ. (Αγιάσος) , τσατάλι, διχαλωτό ξύλο, από το τουρκ.catal, πιρούνι με δύο δόντια.{ΛΛΑΔ}
Τσεγγενές/Τσιγγενές- Απο το διαλεκτ. τσιγγενές, ο φιλάργυρος, ο φιλοχρήματος, τσιγγούνης, <τουρκ.çingen (e) . (ΛΔΗΜ)
Τσελέπης- Από το τουρκ.çelebi“οευγενής”.{ΤΟΖ}
Τσέλιγκας-ιδιοκτήτης μεγάλων κοπαδιών, αρχηγός τσελιγκάτου. σλαβ. çelnik.{Λ.Τ.}
Τσέλιος- Από την καταγεγραμμένη μορφή του συχνού στη βόρεια Ελλάδα βαφτιστικού Αστέριος. Αστέριος>Στέριος>Τσέλιος. Η μορφή αυτή συνηθ. στο Βελβεντό. (ΒΕΛΒ)
Τσεπέλης- Από το τουρκ.çepel-βρώμικος, ρυπαρός.{ΤΟΖ}
Τσιβής- Διαλεκτ. (Χίος) το τσιβί, αγριοραδίκι.{ΣΧΓ}
Τσιγαρίδας-Από τη λέξη τσιγαρίδα η, κομμάτια χοιρινού λίπους ξεροτηγανισμένα. 2. (μτφ.) για πολύ λεπτό άνθρωπο. [τσιγαρ (ίζω) -ίδα]{Λ.Τ.}
Τσίγκας- Από το ν.ε. τσίγκος<ιταλ. zinco.{ΤΟΖ}
Τσικλιτίρας- Από το δημωδ. τσικλιτάρα (η) , ο δρυοκολάπτης. (ΛΔΗΜ)
Τσικνιάς/Τσυκνιάς- Απο το ν.ε. τσυκνιάς, είδος αετού, <αρχ.κυκνίας.Μεταφορικά ο πολύ αδύνατος άνθρωπος. Σχηματίστηκε με τσιτακισμό του αρχ.πρβλ.τσίχλα<κίχλα, τσύρης<κύρης κτλ . (ΛΔΗΜ)
Τσικρικάς- Απο το διαλεκτ. τσικρίκι, ειδικό ξύλινο, χειροκίνητο μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του μαλλιού σε νήμα, <τουρκ. cikrik = ανέμη. Η κατάληξη -άς δηλώνεις επάγγλεμα, στην συγκεκριμένη περίπτωση του κατασκευαστή τσικρικιών. (ΛΔΗΜ)
Τσιλιμπής/ Τσιλιμπίδης -Ο μορφωμένος, ευγενής, από το τουρκ. celebi.{ΛΛΑΔ}
Τσίμης- Ίσως, από το διαλεκτ. (Ηπειρ.) τσίμι, ”το μικράκι”, υποκορ. του τσίμα<ιταλ.cima, η άκρη.{ΤΟΖ}
Τσινιάρης/Τσινάρης- Από το δημωδ. τσινάρης/τσινιάρης, από το ρήμα τσινάω και την κατάλ. –άρης, αυτός που κλοτσάει, και χορός στην Κρήτη, τσινιάρης.<μσν. τσιν (ώ) -άω, < *τινώ < τινάζω . (ΛΔΗΜ) (ΛΤ)
Τσιπέλης- Σχετικό με το ιταλ.cipolla=κρεμμύδι.{ΚΡΗΤ}
Τσιπλάκης/Τσιπλακίδης-Ο γυμνός, φτωχός, τουρκ. ciplak.{ΛΛΑΔ}
Τσιπούρας-μσν.τσιπούραίσως <*ἵππουραθηλ. του αρχ.ἵππουρος{Λ.Τ.}
Τσιριγώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Τσιρίγο, λαικτρ. τα Κύθηρα.{ΤΠΝΜ}
Τσιρώνης- Από το διαλεκτ. (Ηπειρ.) τσιρώνι-τσιρόνι, είδος μικρού ψαριού ή τσιρόνι, ο γρύλος, το τριζόνι.{ΤΟΖ}
Τσόγκας- Από το τουρκ. çoğ, κλεφτης.{ΣΗΤΡ}
Τσολάκης- Από το τουρκ. colak, μονοχέρης, κουλός.{ΣΗΤΡ}
Τσόνης- Από το προσηγ. τσόνι «ωδικό πτηνό σπίνος», από το βλαχ. čiona «το σπουργίτι».{ΤΟΖ}
Τσορβάς-τσορβάς, είδος πηχτής σούπας κυρίως με ρύζι. <τουρκ. çorba –ς.{Λ.Τ.}
Τσότρας-τσότρα η, (λαϊκότρ.) ξύλινο δοχείο, με πλατιά βάση που στενεύει προς τα πάνω, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί ή νερό. < τουρκ. çotra{Λ.Τ.}
Τσουδερός- Από το ιδιωμ. (Κρήτη) ρήμα τσουδίζω, τσουρουφλίζω.{ΣΗΤΡ}
Τσουλάκης- Από το ιδιωμ. (Αγιάσος) τσουλάκ’, από το τουρκ.cul, και την υποκορ. καταλ.-άκι.{ΛΛΑΔ}
Τσούλος- Από το ν.ε. τσούλος «κυρίως για τα ζώα χωρίς αυτιά». Από το βλαχ.čiul «πρόβατο με μικρά αυτιά».{ΤΟΖ}
Τσούντας/Τζούντας- Απο το διαλεκτ. τσούντα, το τελευταίο άκρο ενός αντικειμένου, όπως “η τσούντα του μουστακιού”. Προφανώς μτφ. ο μουστάκας.<τουρκ.cunda. (ΛΔΗΜ)
Τσουρούκης-Από το ιδιωμ. (Αγιάσος) , τσουρούκης, ο κακός μάστορας, κακοτεχνίτης,
Τσώκος-Από το διαλεκτ. τσόκος (Ηπειρ.) , το σφυρί του χτίστη, περιπαιχτικά χαρακτηρίζονταν οι κάτοικοι των Πραμάντων, επειδή βγάζουν πολλούς χτίστες, <ιταλ.ciocco, κομμάτι ξύλου.{ΤΟΖ}
Τυμπανάρης- Ο τυμπανιστής στο βυζαντινό στρατό. Η λέξη το 10οαι. στον Πορφυρογέννητο. (Constantinus Porphyrogennitus, Bonnae, 1829-1840.{GLOBG}

Υ

Υψηλάντης- Επώνυμο γνωστότατης Φαναριώτικης οικογένειας με σημαντικότατο ρόλο το Εικοσιένα. Το επώνυμο δηλώνει καταγωγή από το χωριό Υψήλ’ (Υψηλή) της περιφέρειας Όφεως του Πόντου συν την κατάληξη –άντης που δηλώνει και προέλευση.{ΠΕ}

Φ

Φαναρτζής-Απο το ελλ. φανάρι και την τουρκ. κατ. -τζής.{ΜΣΚ}
Φαρής/Φάρης- Από το μεσν. & δημωδ. φαρί, ο πολεμικός ίππος, Χρον.Μορέως «οι καβαλλάροι επέζεψαν απάνω εκ τα φαρία», < από τα αραβικά. (ΛΔΗΜ)
Φασούλας-από το ν.ε. φασόλι, μσν. φασόλιν < *φασιόλιο<ελνστ.φασίολος < αντδ. λατ. phasiolus <>Φάσηλος{Λ.Τ.}
Φηκάρης/Φουκάρης- Από το δημωδ. φηκάρι/φουκάρι, το θηκάρι, η θήκη, < < ελνστ. θηκάριον.
Φιλέρης-φιλέρι, ψιλόρωγο άσπρο σταφύλι{Λ.Τ.}
Φιλίνης- Μητρων. από το βαφτ. Φιλίνη, σπάνια μορφή του θηλ. βαφτ. Φιλιώ, υποκ. μορφή του Τριανταφυλλιώ-α, με την κατάληξη –ίνη, έχουν σχηματιστεί κι άλλα μητρωνυμικά επώνυμα όπως Αγγελίνης<Αγγελίνη (Αγγέλω) , Γεωργίνης<Γεωργίνη (Γεωργία) , Αναστασίνης<Αναστασίνη (Αναστασία) , Μηλίνης<Μηλίνη (Μηλιώ) κτλ .
Φιλής- Κύριο βυζαντινό όνομα, καταγράφεται τον 13ο αι. ΑπότονΠαχυμέρη (Georgius Pachymeres, Bonnae, 1835, I, 65) .{GLOBG}
Φλαμπουράρης-Απο το μεσ.ελλ. φλάμπουρον<υστλατ. flammula, ο σημαιοφόρος.{ΜΣΚ}
Φλάρης/Φλάρος- Από το δημωδ. φλάρος-φλάρης, ο καθολικός ιερέας, και εκφρ. –τον κακό σου το φλάρο-. <βεν. frar `καλόγερος΄. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Φλάσκας/Φλασκάς- Από το δημωδ. φλάσκας, αυτός που έχει φουσκωμένα μάγουλα, ο πρησκομάγουλος, από το φλάσκα-φλασκί, δοχείο νερού, κρασιού κ.α., <μσν. φλασκίον υποκορ. του φλάσκ (α) -ίον < μσνλατ. Flasca. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14οαιώνα, αναφέρεται κάποιος κάτοικος της περιοχής Σερρών, Φλασκάς Βασίλειος (ΛΤ) (ΛΔΗΜ) (BZP)
Φλούδας- Από τη ν.ε. λέξηφλούδα, μσν.φλούδι (ον) υποκορ. του ελνστ.φλοῦς (αρχ.φλοιός) {Λ.Τ.}
Φουντούλης- Από το τουρκ. fodul, ριψοκίνδυνος.{ΣΗΤΡ}
Φουρίκης- Από το αρβαν.φουρρίκ, φωλιά, κοτέτσι.{ΣΗΤΡ}
Φούρκας- Από το ν.ε. φούρκα, ξύλινος κυρίως πάσσαλος που καταλήγει σε διχάλα ή κρεμάλα, ελνστ. φοῦρκα < λατ. furca{Λ.Τ.}
Φουσέκης- Από το ν.ε. φουσέκι< τουρκ. fişek.{ΤΟΖ}
Φούφουλας-Από τη λέξη φουφούλα. το πίσω και κάτω μέρος της νησιώτικης βράκας που έχει σούρα και είναι φουσκωτό ή φαρδύ και σουρωτό παντελονάκι, κυρίως για παιδιά ή για γυναίκες, που συγκρατείται συνήθ. με τιράντες. Άγνωστης ετυμολογίας.{Λ.Τ.}
Φραγκέλης/Φραγγέλης- 1) Από το δημωδ. φραγκ (γγ) έλλι, το μαστίγιο, καμτσίκι, <λατ. fragellum, 2) Από το επίθετο Φράγκος που δήλωνε i) τον καθ’εαυτό Φράγκο (σημ.Γάλλο) , ii) τον καθολικό Έλληνα ή ξένο, iii) ή τονΈλληνα που ντυνόταν σαν τους Ευρωπαίους τον 19οαιώνα, φορούσε δηλαδή τα «φράγκικα». Η κατάληξη –έλης στα επώνυμα και –έλλι (ν) στα ουσιαστικά έχει περάσει στην ελληνική ήδη από τον μεσαίωνα ως υποκοριστικό επίθημα από το λατινικό –ellum. Πρβλ. κοπανέλι, κοκκινέλι, Αλεπουδέλης, Γιαννέλης κτλ.
Τη διάδοσή του όμως το επώνυμο με τις πολλές παραλλαγές του (Φραγκούλης, Φραγκιουδάκης, Φραγκάκος, Φραγκάκης, Φράγκογλου, Φραγκούδης, Φραγκούσης κτλ κτλ) την οφείλει στο γεγονός ότι το όνομα Φράγκος χρησιμοποιήθηκε ως βαφτιστικό σε όλο τον ελλαδικό χώρο (πρβλ. βαφτ.Βενετία) . (MEYER) (ΛΤ) (ΜΣΚ)
Φώκιας- Απο το ν.ε. φώκια<αρχ.φώκη{Λ.Τ.}
Φωτήλας- Επώνυμο προύχοντα της Αχαΐας, τον καιρό της Επανάστασης. Υποκορ. του Φώτης, πρβ. Γεωργιλάς (15ος αι.) , Γιαννίλας, κτλ.

Χ

Χαΐνης- Από το τουρκ. hain=αχάριστος, προδότης, αλλά και ο ρέμπελος, ο επαναστάτης.{ΣΗΤΡ}
Χαλβατζής-Απο το τουρκικό halva (<>
Χαλκιάς-χαλκιάς, (λαϊκότρ.) αυτός που κατεργάζεται το χαλκό. || σιδεράς. [μσν. χαλκιάς < χαλκέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. χαλκεύς, αιτ. -έα]{Λ.Τ.}
Χαμούρης- Από το ν.ε.χαμούρι (ζυμάρι) < τουρκ. hamur (μαλθακός) .{ΤΟΖ}
Χαράμης- Από το τουρκ. harami, κλέφτης, ληστής.{ΣΗΤΡ}
Χαρβαλιάς- Από το δημωδ. χάρβαλο, κάθε τι που δεν στέκει καλά, το αχρηστευμένο, το ερείπιο, μεταφορικά επι προσώπου, ο καταβεβλημένος από γερατιά ή αρρώστια.< μσν. χάρβαλον< < *χάλαβρον << αρχ. *χαλαβρός (τ. παράλλ. του αρχ. χαλαρός) .Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα με μορφές όπως Χαρβαλάς και Χαρβαλός, στην περιοχή της Χαλκιδικής. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ) (BZP)
Χαρδαβέλας- Από το ιδιωμ. χαρδαβέλα, ο κρίκος που μπαίνει στη μύτη του γουρουνιού για να μην σκάβει. Λογικά χαρδαβέλας ο κατασκευαστής ή πωλητής χαρδαβέλων. (ΓΛΗΛ)
Χαρδαλιάς- Από το τουρκ. hardalya, σινάπι, μουστάρδα.{ΣΗΤΡ}
Χαρμπής- Από το ουσ. χαρμπί «είδος διακοσμητικού μαχαιριδίου», <τουρκ.harbi.{ΤΟΖ}
Χαρτουλάριος-Βυζαντινό αξίωμα, υπεύθυνος Θησαυροφυλακίου.Εκκλησιαστικά ο υπεύθυνος ληξιαρχείουΕκκλησίας.{ΜΣΚ}
Χατζής- Σύνηθες πρόθεμα σε πολλά ελληνικά επίθετα (Χατζηνικολάου, Χατζηδημητρίου, Χατζόπουλος, Χατζίδης, Χατζηδάκης κ.α.) . Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη:Άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-) · έμπαινε πριν από βαφτιστικά ή οικογενειακά ονόματα ως τιμητικός τίτλος για να δηλώσει ότι ένας ορθόδοξος χριστιανός επισκέφτηκε ως προσκυνητής τους Άγιους Τόπους . < αραβ. hac προσκυνητής της Μέκκας.{Λ.Τ.}
Χαχάλης- Από το διαλεκτ. (Χίος) χαχάλι και χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, η χηλή του δέντρου μετά από την αποκοπή του κλαδιού μέχρι σπιθαμής από του κορμού.{ΣΧΓ}
Χελιουδάκης- Από το ιδιωμ. (Κρήτη) χέλιος, έτσι ονομάζονται οι κατσίκες και οι τράγοι που έχουν σκοτεινό χρώμα από πάνω (κεφάλι, ράχη, πλευρά) και άσπρο από κάτω.{ΣΗΤΡ}
Χιμέρης- Διαλεκτ. (Χίος) , χιμέρι ή χιμάρι, το μικρό ρίφι, κατσικάκι.{ΠΧΓ}
Χορταράς/Χορταρέας- Από το ν.ε. χορτάρι< μσν. χορτάρι < ελνστ. χορτάριον υποκορ. του αρχ. χόρτος.{Λ.Τ.}
Χουλιάρας- Από το δημωδ. χουλιάρα, το χουλιάρι, το κουτάλι, και μεταφορικά ως χαρακτηρισμός ανθρώπων αυτός που αναμειγνύεται σε ξένες υποθέσεις, ο συκοφάντης, ο κουτσομπόλης. Παρατσούκλι του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Χουλιάρι<ελνστ. κοχλιάριον (χοχλιάριον) . (ΛΤ) (ΛΔΗΜ)
Χουρμούζης/ Χουρμουζιάδης- Από τη λέξη χουρμούζι, είδος μαργαριταριού, που έχει πάρει το όνομα του από το νησί του Περσ. Κόλπου Χουρμούζ.{ΣΗΤΡ}
Χόχλακας- Διαλεκτ. (Χίος) , η πέτρα, λίθος, «θα σου σύρω ένα χόχλακα».{ΣΧΓ}
Χωραΐτης- Από το δημώδ. χωραΐτης, αυτός που διαμένει στη χώρα, στον κεντρικό οικισμού του νησιού, της περιοχής. Αντίθετα ο ξώμαχος ο οποίος κατοικεί στην ύπαιθρο. 

Ψ

Ψιμάρης/Ψιμούλης- Από το δημωδ. ψιμάρι, ψιμάκι, ο γεννηθείς αργά, και μτφ.ο αφελής.<αρχ. όψιμ (ος) –άρης, -ούλη; (ΛΔΗΜ) (Λ.Τ.)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΛΕΞΙΚΟ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ"
Related Posts with Thumbnails