ΗΘΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
<<Καταλάβαμε καθαρά και έγκαιρα πως
καθυποτάσσοντας ξένους λαούς αναλαμβάνουμε μιαν ευθύνη για την ευημερία τους.
Τούτη η συνείδηση της ευθύνης διακρίνει
τους βαρβάρους κατακτητές από τους κοσμοκράτορες.
Μονάχα ο Mέγας Αλέξανδρος είχε την
συνείδηση τούτης της ευθύνης.
Ευτυχώς για την δόξα της Ρώμης , πέθανε
νέος , γιατί αλλιώς θα ήτανε οι Έλληνες σήμερα οι άρχοντες του κόσμου.>>
Περιδιαβαίνοντας τα κεφάλαια της ιστορίας
των Ελλήνων διαπιστώνει κανείς ότι ο Έλληνας είναι εγωιστής το άτομό του είναι
«πάντων χρημάτων μέτρον» κατά το ρητό
του Πρωταγόρα.
Αδέσμευτο , αυθαίρετο και ατίθασο , αλλά
και αληθινά ελεύθερο , ορθώνεται το «εγώ»
των Ελλήνων.
Χάρις σε αυτό σκεφτήκανε πηγαία, πρώτοι
αυτοί , όσα οι άλλοι αναγκάζονται σήμερα να σκεφθούν σύμφωνα με την σκέψη τους.
Χάρις σε αυτό βλέπουμε με τα μάτια τους και
όχι με τα μάτια εκείνων που είδαν πριν από αυτούς.
Χάρις σε αυτό η σχέση τους με το σύμπαν ,
με τα πράγματα και τους ανθρώπους δεν μπαγιατεύει , αλλά είναι πάντα νέα ,
δροσερή και το κάθε τι , χάρις σε αυτό το «εγώ» αντιχτυπάει σαν πρωτοφανέρωτο στην ψυχή τους.
Είναι όμως και του καλού και του κακού πηγή
τούτο το χάρισμα.
Το ίδιο «εγώ» που οικοδομεί τα ιδανικά πολιτικά συστήματα, αυτό διαλύει και
τις πραγματικές πολιτείες των ανθρώπων.
Και ήρθανε καιροί όπου ο ελληνικός εγωισμός
ξέχασε την τέχνη που οικοδομεί τους ιδανικούς κόσμους, αλλά δεν ξέχασε την
τέχνη που γκρεμίζει τις πραγματικές πολιτείες.
Το ελληνικό άτομο περιφρονεί τον νόμο.
Δεν παραδέχεται άλλη κρίση δικαίου παρά την
ατομική του , που δυστυχώς στηρίζεται σε ατομικά κριτήρια.
Είναι να απορεί κανείς πως η πατρίδα των
πιο μεγάλων νομοθετών , έχει τόση λίγη πίστη στον νόμο.
Και όμως από τέτοιες αντιθέσεις πλέκεται η
ψυχή των ανθρώπων και η πορεία της ζωής τους.
Σπάνια οι Έλληνες πείθονται «τοις κείνων ρήμασι».
Πείθονται μόνο στα ρήματα τα δικά τους και
ή αλλάζουν τους νόμους κάθε λίγο ανάλογα με τα κέφια της στιγμής , η όταν δεν
μπορούν να τους αλλάξουν , τους αντιμετωπίζουν σαν εχθρικές δυνάμεις και τότε
μεταχειρίζονται εναντίον τους ή τη βία ή τον δόλο.
Α! πόσο την χαίρεται ο Έλληνας την εύστροφη
καταδολίευσή τους , τους σοφιστικούς διαλογισμούς που μεταβάλλουν τους νόμους
σε ράκη!
Ο Έλληνας έχει αδύνατη μνήμη , έχει
λιγότερη συνέχεια στον πολιτικό του βίο.
Είναι ανυπόμονος και κάθε τόσο , μόλις
δυσκολέψουν λίγο τα πράγματα, αποφασίζει ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Αν θέλει κάποιος να σαγηνεύσει τους Έλληνες
αρκεί να τους πει ;
«Σας υπόσχομαι αλλαγή» , «Θα θεσπίσω νέους νόμους»
Αυτό αρκεί.
Με αυτό χορταίνει η ανυπομονησία τους , το
αψίκορο πάθος τους.
Μέσα στους πιο πολλούς Έλληνες , άμα σκάψει
κάποιος λίγο , θα βρει ένα ισχνό υπερόπτη Κοριολανό , έναν άσημο
εκδικητικό Αλκιβιάδη , ένα εγώ μεγαλύτερο
από την πατρίδα.
Όχι βέβαια σε όλους , αλλιώς δεν θα υπήρχε
σαν λαός σήμερα .
Οι Έλληνες λίγα πράγματα σέβονται και
σπάνια όλοι τους τα ίδια.
Για να κρίνουν αν ένας νόμος είναι δίκαιος
, θα τον μετρήσουν με το μέτρο της προσωπικής τους περίπτωσης ακόμα κι όταν
υπεύθυνα τον κρίνουν στα δικαστήρια.
Ο Έλληνας ζητεί από τον νόμο δικαιοσύνη για
την δική του προσωπική περίπτωση.
Εάν τύχει και ο νόμος , δίκαιος στην
ολότητά του και δεν ταιριάζει σε λίγες περιπτώσεις όπως η δική του , δεν μπορεί
αυτό να το παραδεχτεί.
Και εν τούτοις 2.500 χρόνια τώρα το
διακήρυξε ο μεγάλος Πλάτων , πως τέτοια είναι η μοίρα και η φύση των νόμων
, πως άλλο νόμος και άλλο δικαιοσύνη.
Το διακήρυξε αυτό και ο Αριστοτέλης
, διαχωρίζοντας το δίκαιο από το επιεικές.
Δεν δέχεται να θυσιάσει την δική του
περίπτωση , το δικό του εγώ σε έναν νόμο σκόπιμο και δίκαιο στην γενικότητά
του.
Του αρέσει να δίνει στον ασθενέστερο , στον
αβοήθητο.
Είναι κι αυτό ένας τρόπος υπεροχής….
Δεν χάνει τον καιρό του σε επαίνους ο
Έλληνας.
Δεν χαίρεται τον έπαινο.
Χαίρεται όμως τον ψόγο και γι αυτόν πάντα
βρίσκει καιρό.
Για την κατανόηση , την αληθινή, αυτήν που
βγαίνει από την συμπάθεια δεν θέλει τίποτε να θυσιάσει.
Το κίνητρο της δικαιοσύνης δεν τον κινεί
για να επαινέσει ότι αξίζει τον έπαινο.
Όχι πως δεν θα ήθελε να είναι δίκαιος ,
αλλά δεν αντιλαμβάνεται καν την αδικία που κάνει στον άλλο.
Θαυμάζει ότι είναι ο δικός του κόσμος.
Κάθε άλλον τον υποτιμά !
Όταν ένας πολίτης άξιος , δεν αναγνωρίζεται
κατά την αξία του , λέει ο Έλληνας: αφού δεν αναγνωρίζομαι εγώ ο αξιώτερός του
, τι πειράζει αν και αυτός δεν αναγνωρίζεται;
Ο εγωκεντρισμός αφαιρεί από τον Έλληνα την
δυνατότητα να είναι δίκαιος.
Μόνον όταν δημιουργηθούν συμφέροντα που
συμβαίνει να είναι κοινά σε πολλά άτομα μαζί , βλέπεις την συναδέλφωση και την
αλληλεγγύη.
Στον κάθε Έλληνα τα ιδανικά είναι ατομικά.
Γι αυτό οι πολιτικές του φατρίες είναι
φατρίες συμφερόντων, και το ιδανικό του κάθε ηγέτη είναι ο εαυτός του.
Κινούμενος από την ίδια εγωπάθεια , την
ρίζα αυτή του κάθε ελληνικού κακού , ο Έλληνας δεν συγχωρεί στον συμπολίτη του
καμία προκοπή.
Όποιον τον ξεπεράσει , ο Έλληνας τον φθονεί
με πάθος και αν είναι στο χέρι του να τον γκρεμίσει από εκεί που ανέβηκε θα το
κάνει.
Μα το πιο σημαντικό , για να καταλάβουμε
τον Έλληνα , είναι να σπουδάσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει τον
φθόνο του, τον τρόπο που εφηύρε για να γκρεμίζει καλύτερα.
Είναι ένας τρόπος κομψός.
Δεν του αρέσει η χοντροκομμένη δολοφονία
στους διαδρόμους, αλλά η λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ένα είδος αναίμακτου , ηθικού
φόνου, ενός φόνου διακριτικότερου και εντελέστερου, που αφήνει του
δολοφονημένου την σάρκα σχεδόν ανέπαφη , να περιφέρει την ατίμωση και την
γύμνια της στους δρόμους και στις πλατείες.
Γιατί και την συκοφαντία, την έχουνε
αναγάγει σε τέχνη οι θαυμάσιοι, και φιλότεχνοι Έλληνες , οι πρώτοι δημιουργοί
του καλού και του κακού λόγου.
Το να επινοήσεις ένα ψέμα για κάποιον και
να το διαλαλήσεις , αυτό είναι κοινότυπο και άτεχνο.
Σε πιάνει ο άλλος από το αυτί και σε
αποδείχνει εύκολα συκοφάντη και σε εξευτελίζει.
Η τέχνη είναι να συκοφαντείς χωρίς να
ενσωματώνεις πουθενά ολόκληρη την συκοφαντία, μόνο να την αφήνεις να την
συνάγουν οι άλλοι από τα συμφραζόμενα και έτσι ασυνείδητα να υποβάλλεται σε
όποιον την ακούει.
Η τέχνη είναι να βρίσκεις τον διφορούμενο
λόγο , που άμα σε ρωτήσουν γιατί τον είπες , να μπορείς να πεις πως τον είπες
με την καλή σημασία, και πάλι εκείνος που τον ακούει να αισθάνεται πως πρέπει
να τον εννοήσει με την κακή του σημασία.
Αυτό είναι το αγχέμαχο όπλο με το οποίο
πολεμάει ο Έλληνας τον Έλληνα , ο ηγέτης τον ηγέτη , ο φιλόσοφος τον φιλόσοφο ,
ο ποιητής τον ποιητή αλλά και ο ανάξιος τον άξιο , ο ουσιαστικά αδύνατος τον
ουσιαστικά δυνατό.
Θα απορήσει κανείς σε τι κοινωνική περιωπή
βάζουν οι Έλληνες τους δεξιοτέχνες της συκοφαντίας!!
Απλά τους φοβούνται οι πολλοί και οι καλοί
, και τους υπολήπτονται οι χρησμοθήρες.
Το ανυπότακτο σε κάθε πειθαρχία , η
περιφρόνηση των άλλων και ο φθόνος , η αρρωστημένη διόγκωση της ατομικότητας
σπρώχνουν σχεδόν τον Έλληνα να θεωρεί τον εαυτό του πρώτο ανάμεσα στους άλλους.
Αδιαφορώντας για όλους και για όλα ,
παραβλέποντας ότι γίνηκε πριν και ότι γίνεται γύρω του, αρχίζει κάθε φορά από
την αρχή και δεν αμφιβάλλει πως πορεύεται πρώτος τον δρόμο το σωστό.
Ταλαιπωρεί από αιώνες την Ελληνική ζωή η
υπέρμετρη εμπιστοσύνη του Έλληνα στην προσωπική του γνώμη και στις προσωπικές
του δυνατότητες.
Παρά να υποβάλει τη σκέψη του στην βάσανο
μιας ομαδικής συζήτησης , προτιμάει να ριψοκινδυνεύει με μόνες τις προσωπικές
του δυνάμεις.
Αν προσέξουμε τις συσκέψεις των ηγετών των
πολιτικών ομάδων τους με τους δήθεν συνεργάτες τους θα δούμε ότι οι
περισσότερες είναι προσχήματα.
Ο ηγέτης λέει την γνώμη του , βελτιώνει την
διατύπωσή της με τις πολλές επαναλήψεις , χωρίς ούτε να περιμένει , ούτε να
θέλει καμία αντιγνωμία.
Και οι συνεργάτες του το ξέρουν καλά αυτό
και πάνε σε αυτές τις συσκέψεις ή για να μάθουν τα νέα της ημέρας ή για να
βρουν ευκαιρία να κολακέψουν τον ηγέτη.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Έλληνας πολιτικός
ανακυκλώνεται μόνος του μέσα στις δικές του σκέψεις , γιατί πιστεύει πως αυτές
αρκούν για το έργο του , ή το χειρότερο γιατί η χρησιμοποίηση και των άλλων
στην εκτέλεσή του , θα περιόριζε την κυριότητά του επάνω στο έργο , θα το έκανε
περισσότερο τέλειο , αλλά λιγότερο δικό του , και εκείνο που προέχει για τον
Έλληνα δεν είναι το πρώτο , αλλά το δεύτερο.
Έτσι σε πρώτη μοίρα έρχεται η τιμή του και
σε δεύτερη η αξία του έργου.
Αυτή είναι η αδυναμία του πολιτικού ήθους
που παρατηρεί κανείς στους Έλληνες δημόσιους άνδρες.
Η αρετή της μετριοφροσύνης απουσίαζε και
απουσιάζει πάντα από την ελληνική πολιτική ζωή.
Αυτή η μοιραία για την τύχη των Ελλήνων
εγωπάθεια φέρνει και ένα άλλο χειρότερο δεινό :
Όπου βασιλεύει , τα έργα σχεδιάζονται πάντα
μέσα στα στενά όρια της ατομικότητας, σύντομα και βιαστικά, για να συντελεστούν
όλα , πριν το πρόσωπο εκλείψει.
Η πολιτική όμως που θεμελιώνει τα μεγάλα
έθνη ΔΕΝ σηκώνει ούτε βιασύνη , ούτε συντομία.
Σχεδιάζεται σε έκταση αιώνων.
ΔΕΝ προσδένεται σε άτομα, αλλά σε ομάδες προσώπων , σε διαδοχικές
γενιές.
Στην εκτύλιξή της εξαφανίζεται το εφήμερο
άτομο και παίρνουν την πρώτη θέση , διαρκέστερες υποστάσεις , λαοί ,
οικογένειες ,πολιτικές μερίδες , η κοινωνικές τάξεις.
Τα εδραία πολιτικά έργα μέσα στην ιστορία
είναι υπέρ προσωπικά .
Και δυστυχώς, οι Έλληνες μόνο σε προσωπικά
έργα επιδίδονται με ζήλο.
Γι αυτό ή δεν φτάνουν ως την τελείωση ενός
άξιου πολιτικού έργου , ή όταν φτάσουν φέρνει μέσα του το έργο του το ίδιο το
σπέρμα της φθοράς.
Και αυτό είναι δίκαιο.
Γιατί σκοπός των Ελλήνων
είναι η πρόσκαιρη λάμψη του πρόσκαιρου ατόμου , όχι η μόνιμη απρόσωπη ευόδωση
του ιδίου του έργου.
Έπρεπε εξαιρετικά ευνοϊκές περιστάσεις να
συντρέξουν με την μεγαλοφυΐα του Μεγάλου
Αλέξανδρου του Μακεδόνα για να αποκτήσουν για λίγα χρόνια οι Έλληνες μια κυρίαρχη πολιτική θέση στην οικουμένη.
Αλλά και εκεί το έργο , στηριγμένο σε ένα
πρόσωπο , όχι σε μιαν κοινότητα ανθρώπων , ούτε σε μία πολύχρονη παράδοση ,
μόλις εξαφανίστηκε ο δημιουργός του , διαλύθηκε μέσα σε χέρια των ιδίων εκείνων
ανθρώπων που όταν ο Αλέξανδρος ζούσε , στάθηκαν οι απαραίτητοι συντελεστές του.
Αλλά το έργο, το διαπιστώνει εύκολα κανείς,
δεν ήταν δικό τους!
Δεν τους είχε κάνει ο αυταρχικός ηγέτης
κοινωνούς στην τιμή του έργου , αλλά θήτες του
γιγάντιου εγωισμού του.
Με αυτά και αυτά δεν θέλω να πω ότι λείπει
η πολιτική σκέψη από την Ελλάδα.
Απεναντίας πιστεύω πως αφθονεί, περισσότερο
μάλιστα απ’ όσο φαντάζεται όποιος βλέπει τα πράγματα από έξω.
Μόνο που δεν μας είναι αισθητή η παρουσία
της , γιατί οι άνδρες που την κατέχουν φθείρονται ο ένας από τον άλλον σε μιαν
αδιάκοπη πεισματική και το πιο συχνά , μάταιη σύγκρουση.
Εάν λείπει κάτι των Ελλήνων πολιτικών, δεν
είναι ούτε η δύναμη της σκέψης , ούτε η αγωνιστική διάθεση.
Στο χαρακτήρα , στο ήθος φωλιάζει η
αρρώστια.
Φωλιάζει στην άρνησή τους να δεχθούν να
εξαφανίσουν το άτομό τους για την ευόδωση ενός ομαδικού έργου.
Δεν κρίνουν ποτέ με δικαιοσύνη το
συναγωνιστή τους και γι αυτό δεν υποτάσσονται ποτέ στην υπεροχή του.
Δεν έχουν την υπομονή μέσα στον κύκλο των
ισοτίμων , να περιμένουν με την τάξη του κλήρου η της ηλικίας την σειρά τους.
Ξεχνούν το όταν ψάχνεις να βρεις τι είναι σωστό συμβιβάζεσαι
και συμβαδίζεις με την ηθική του κόσμου.
Όταν επιδιώκεις το ωφέλιμο εκμαιεύεις το ήθος από την ψυχή
σου.
Έτσι διασπαθίζοντας την δύναμη και τις
αρετές του κατάντησε ο λαός με την υψηλότερη και πλουσιότερη στην θεωρία
πολιτική σκέψη, να μείνει τόσο πίσω στις πρακτικές πολιτικές του επιδόσεις.
Τα δεινά , όσα υπέφεραν ως τα σήμερα οι
Έλληνες , και όσα θα υποφέρουν στο μέλλον , μία έχουν κύρια και πρώτη πηγή :
την φιλοπρωτία , την νόμιμη θυγατέρα του
τρομερού τους εγωισμού.
Μάταια ξεχώρισε ο μεγάλος Αριστοτέλης την «δημοκρατία»
(Σ.Μ. οχλοκρατία) από την «πολιτεία» (Σ.Μ. ορθή δημοκρατία).
Η θέλησή των Ελλήνων για ισότητα , άμα την
αναλύσει κανείς , θα δει ότι δεν απορρέει από την αγάπη της δικαιοσύνης , αλλά
από τον φθόνο της υπέρτερης αξίας.
«Μια που εγώ , λέει ο Έλληνας, δεν είμαι
άξιος να ανέβω ψηλότερα από σένα τότε τουλάχιστον και εσύ να μην ανέβεις από
μένα ψηλότερα.
Συμβιβάζομαι με την ισότητα».
Συμβιβάζεται με την ισότητα ο Έλληνας ,
γιατί τι άλλο είναι παρά συμβιβασμός να πιστεύεις ανομολόγητα πως αξίζεις την
πρώτη θέση και να δέχεσαι μία ίση με των άλλων !
Μέσα του λοιπόν δεν αδικεί τόσο ο Έλληνας ,
όσο πλανάται.
Γεννήθηκε με την ψευδαίσθηση της
υπεροχής .
Και ύστερα θα συναντήσει κανείς και μεταξύ
των Ελλήνων την άλλη ψευδαίσθηση που τους κάνει να υπερτιμούν την μία αρετή που
έχουν και να υποτιμούν τις άλλες που τους λείπουν.
Έχω δει δειλούς που φαντάζονταν πως μπορούν
να ξεπεράσουν όλους μονάχα με την εξυπνάδα τους και ανδρείους που πίστευαν πως
φτάνει για να ξεπεράσουν όλους η ανδρεία τους.
Είδα έξυπνους που φαντάζονταν ότι δεν
χρειάζεται για να γίνουν πρώτοι , ούτε η επιστήμη , ούτε η αρετή.
Είδα κάτι σοφούς που ήθελαν να σταθούν
επάνω από τους έξυπνους και από τους ανδρείους με μόνη την επιστήμη και την
σοφία.
Πόσο αλήθεια άμαθοι της ζωής μπορεί να
είναι αυτοί οι αφεντάδες της γνώσης!
Και έχω δει τέλος και κάτι ενάρετους , που
δεν το χώνευαν να μην είναι πρώτοι στη κοινωνική ζωή , αφού ήταν πρώτοι στην
αρετή.
Και βέβαια δεν στασίαζαν όπως οι βάναυσοι
και οι κακοί , αλλά αποσύρονταν σιωπηλοί και απογοητευμένοι, αφήνοντας την
διοίκηση της χώρας στα χέρια των δημαγωγών και των συκοφαντών , ή
δηλητηρίαζαν την ίδια τους την αρετή και τους ωραίους της λόγους με την πίκρα
της αποτυχίας των , σαν οι ηγεσίες των πολιτικών ομάδων να μην ήταν μοιραία
υποταγμένες στις ιδιοτροπίες της τύχης και του χρόνου και σε λογής άλλους
συνδυασμούς δυνάμεων που συνεχώς τις απομακρύνουν από την ιδεατή τους μορφή και
τις παραδίνουν στα χέρια των ανάξιων η των μέτριων.
Τέτοια είναι τα πάθη και οι αδυναμίες που
φθείρουν τους ηγέτες μας.
Όσο για τους οπαδούς των ηγετών αυτών,
έχουν και αυτοί την ιδιοτυπία τους στον μακάριο αυτό τόπο που λέγεται ΕΛΛΑΣ.
Είναι οπαδοί, πραγματικοί οπαδοί , μόνο
όσοι έχασαν οριστικά την ελπίδα να γίνουν και αυτοί ηγέτες.
Ελάχιστοι είναι οι οπαδοί από πίστη
ιδεολογική η από πίστη στον ηγέτη.
Οι πολλοί είναι πειθαναγκασμένοι από τα
πράγματα , γιατί ατύχησαν , γιατί βαρέθηκαν η λιγοψύχησαν.
Γι αυτό είναι και όλοι προσωρινοί , άπιστοι
, ενεδρεύοντες οπαδοί.
Μα και αυτοί που μένουν και όσο μένουν
οπαδοί , προσπαθούν συνεχώς να αναποδογυρίσουν την τάξη της ηγεσίας και να
διευθύνουν αυτοί από το παρασκήνιο τον ηγέτη.
Γι αυτό και βλέπει κανείς τόσο συχνά να
είναι περιζήτητοι οι μέτριοι ηγέτες που προσφέρονται ευκολότερα στην
παρασκηνιακή ηγεσία των οπαδών τους.
Σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει σημασία να
ξέρει κανείς ποιος είναι ο ονομαστικός ηγέτης μιας πολιτικής ομάδας αλλά ποιοι
εκ του αφανούς τον διευθύνουν.
Βλέπουμε λοιπόν ότι είναι μερικοί άνθρωποι
που δεν είναι προικισμένοι με τα χαρίσματα με τα οποία αποκτά κανείς τα
φαινόμενα της ηγεσίας αλλά μόνο με εκείνα που χρειάζονται για την ουσία της ,
δηλαδή για την άσκηση της εξουσίας .
Είναι αναγκασμένοι λοιπόν οι τέτοιοι να
περιορίζονται στον ρόλο του υποβολέα και να αφήσουν τους άλλους που κατέχουν τα
φαινόμενα να χαριεντίζονται επάνω στην σκηνή.
Όμως θα έλεγα να μην παραπονιόμαστε τόσο
πολύ για την Ελληνική εγωπάθεια γιατί έχει και την εξαίσια πλευρά της η
υπερτροφία αυτή της προσωπικότητας.
Έχει την πλευρά την δημιουργική , στην
φιλοσοφία , στην ποίηση , στις τέχνες , στις επιστήμες , ακόμη και στο εμπόριο
και στον πόλεμο.
Από αυτήν αναβλύζει όλη η δόξα των Ελλήνων.
Φοβάμαι μονάχα πως φτάσαμε στον καιρό , που
η φωτεινή πλευρά της προσωπικότητάς των ΕΛΛΗΝΩΝ
πηγαίνει όλο μικραίνοντας και αντίθετα η σκοτεινή όλο και αυξάνει , και δεν
ξέρω , δεν μπορώ να ξέρω αν αυτός ο κατήφορος μπορεί ποτέ πια να
σταματήσει!!!!!!
Ο εγωισμός δεν κάνει τους Έλληνες μόνο
κακούς πολίτες ,τους κάνει και καλούς στρατιώτες στον πόλεμο.
Έχουνε αιώνων τρόπαια που μέσα στην μνήμη
τους γίνονται σαν νόμοι άγραφοι και επιβάλλουν την περιφρόνηση της κακουχίας
και του κινδύνου.
Να μην συγχέουμε την παρακμή της Ελλάδας
σήμερα ,που έχει κατά κύριο λόγο τις εμφύλιες έριδες , με την ατομική
γενναιότητα καθώς και την πολεμική δεξιοτεχνία των Ελλήνων .
Δεν είναι μόνο στον πόλεμο ο Έλληνας γενναίος
και άξιος μαχητής , αλλά και στην ειρήνη.
Ακριβώς γιατί η γενναιότητά του δεν είναι συλλογική , σαν των περισσοτέρων λαών , αλλά ατομική , γι αυτό δεν φοβάται , και εκεί που βρίσκεται μόνος του
, να ριψοκινδυνεύσει, στην ξενιτιά , στο παράτολμο ταξίδι , στην εξερεύνηση του
αγνώστου.
Γι αυτό και τόλμησε τέτοια που οι άλλοι δεν
θα τολμούσαν ποτέ.
Αναρωτιέται κανείς γιατί τα τολμάει αυτά τα
παράτολμα ο Έλληνας;
Επειδή είναι γενναίος ο Έλληνας , είναι και παίκτης.
Παίζει την περιουσία του, την ζωή του και
κάποτε την τιμή του.
Γεννήθηκε για να σκέπτεται μόνος , για να
δρα μόνος , για να μάχεται μόνος και γι αυτό δεν φοβάται την μοναξιά.
Οι Έλληνες δεν δέχονται , όσο αφήνεται η
φύση τους ελεύθερη , να μοιραστούν τίποτε με κανέναν.
Μπορεί οι Έλληνες να είναι υπερόπτες αλλά είναι και φιλότιμοι!
Μπορεί να είναι γκρεμισμένοι κοσμοκράτορες,
αλλά ποτέ όμως τόσο χαμηλά πεσμένοι ώστε να ξεχάσουν τι ήταν κάποτε !
Η πολυσύνθετη ψυχή τους χωράει κάθε λογής
αντιφάσεις.
Δεν πρέπει ποτέ να δώσεις την εντύπωση στον
Έλληνα ότι του αφαίρεσες την ελευθερία του.
Άφησε τον , όσο μπορείς, να ταράζεται, να
θορυβεί , και να ικανοποιεί την πολιτική του μανία.
Παρ’ όλα αυτά ακόμη και σήμερα οι Έλληνες
διατηρούν τα ίχνη μερικών αρετών που μοιάζουν με την χόβολη μίας μεγάλης
πυρράς.
Μελετητές της ψυχής των ατόμων και του
όχλου , θα δεις τους Έλληνες να εκτελούν μερικούς θαυμάσιους ελιγμούς , να
χαράζουν πολιτικά σχέδια περίλαμπρα , με μια ευκινησία στην σκέψη και μια
γοργότητα στις αντιδράσεις που κανείς άλλος λαός δεν έφτασε.
Μόνο που ύστερα θα μελαγχολήσει κανείς
βλέποντας πως είναι πια ασήμαντοι οι σκοποί για τους οποίους ξοδεύονται αυτά τα
εξαίσια χαρίσματα.
Καθώς οι Έλληνες τρέφονται
από την οπτασία των περασμένων τους μεγαλείων και δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τις σημερινές τους
διαστάσεις, ταλαιπωρούν πολύ κόσμο με την αξίωσή τους να μην επεμβαίνουν στη
ζωή και τα αυτοτροφοδοτούμενα προβλήματα τους.
Επιμέλεια παρουσίασης : Γιώργος Χαβαλές