Τα αρχαία μνημεία των ονομάτων.----
Για παράδειγμα, η εκφορά της λέξης «δέντρο» αρκεί για να κατανοήσει κάποιος που μιλάει την ελληνική γλώσσα ότι πρόκειται για πολυετές φυτό μεγάλων διαστάσεων. Κάθε λέξη/όνομα στην αρχική διαμόρφωσή της έχει κατά κανόνα σημασία περιγραφική, η οποία όμως μπορεί να μεταβληθεί με τη χρήση και ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες.
Ετσι τα ονόματα αποκτούν μια σημασιολογική στρωματογραφία, από τη μελέτη της οποίας μπορεί κανείς να αναχθεί στην αρχή και να αναζητήσει τους λόγους δημιουργίας τους. Αυτό μάλιστα μπορεί να γίνει συσχετίζοντας το αρχικό όνομα με την πολιτισμική φάση κατά την οποία εντοπίζεται αρχαιολογικά η αρχική εμφάνιση ή χρήση του σημαινόμενου πράγματος.
Ενα επιφώνημα
Αν υποθέσουμε ότι η λέξη «αλς» ξεκίνησε από ένα επιφώνημα, με το οποίο αυτός που δοκίμασε να σβήσει τη δίψα του, με γάργαρο πεντακάθαρο νερό σε μιαν ακρογιαλιά στη θάλασσα, εκδήλωσε την απέχθειά του για την αλμυρή γεύση
. Με τον καιρό το επιφώνημα αυτό έγινε το σύμβολο λεκτικής επικοινωνίας για να μεταδώσει ακριβώς αυτό το μήνυμα: ότι το νερό αυτό ήταν ακατάλληλο τόσο για πόση όσο και για άρδευση. Φαίνεται δε ότι το νόημα του απόμακρου και ταυτόχρονα επικίνδυνου κρύβεται στη σημασία που έχει η λέξη «αλς» στον Ομηρο: τη θάλασσα όταν τη βλέπει κανείς από την ξηρά. Η παρουσία της ρίζας στις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής ως συνθετικού σε άλλες λέξεις (π. χ. αμφίαλος) δείχνει μακρά χρήση, κατά τη διάρκεια της οποίας το επιφώνημα εξελίχθηκε σε εύπλαστο τριτόκλιτο όνομα που άνετα συντίθεται με άλλες ρίζες.
Τη μακρά και συνεχή χρήση του ονόματος υποδηλώνουν επίσης τα πολλά παράγωγά του με ρίζες, όπως άλ-, άλι-, άλο-, άλμ-, άλυκ-, από τις οποίες έχουν προκύψει εκατοντάδες ονομάτων, επιθέτων, ρημάτων, επιρρημάτων κ. λπ. Το γεγονός δε ότι με την αρχική ρίζα καλύφθηκαν τόσο πολλές και τόσο ποικίλες ανάγκες της ελληνικής γλώσσας (π. χ. άλιος/ήλιος, άλως/αλώνι, αλογόνο) δείχνει αφ' ενός τη στενή σχέση της αιγαιακής κοινωνίας με τη θάλασσα και αφ' ετέρου την ισχυρή επίδραση του υγρού αυτού στοιχείου στην ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής (βλ. «Κ» 7 Δεκεμβρίου 2008). Το όνομα στον πληθυντικό (άλες) χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα με τη σημασία του κοινού αλατιού, για το οποίο από τον Αριστοτέλη και μετά χρησιμοποιείται ο όρος «άλας».
Ο Ομηρος για τη θάλασσα χρησιμοποιεί επίσης τα ονόματα «πόρος» και «πόντος». Αν και νεότερα του αλς, τα ονόματα αυτά είναι επίσης πολύ παλιά, σύμφωνα με την ετυμολογία τους. Παράγωγο του ρήματος πείρω (= διαπερνώ, διασχίζω) το όνομα «πόρος» σημαίνει τον θαλάσσιο δρόμο (πρβλ. πέραμα, πορεία, πορθμός).
Ομοίως η λέξη «πόντος» σημαίνει το στενό πέρασμα που συνδέει δύο θάλασσες (π. χ. Ελλήσποντος), κατ' επέκταση δε και την ανοιχτή θάλασσα (πρβλ. λατ. pons, -tis = γέφυρα). Από τις σημασίες αυτές προκύπτει ότι εκείνοι που επινόησαν τα αντίστοιχα ονόματα είχαν πάψει να φοβούνται τη θάλασσα, αφού στο μεταξύ την είχαν μετατρέψει σε δρόμο επικοινωνίας. Από τη διακίνηση και τη διάδοση του μηλιακού οψιανού γνωρίζουμε ότι αυτό είχε συμβεί ήδη από την 7η χιλιετία π. Χ. (βλ. «Κ» 19 Οκτωβρίου 2008), οπότε η αναγωγή της δημιουργίας των ονομάτων «πόρος» και «πόντος» σ' εκείνη την περίοδο δεν πρέπει να αφίσταται και πολύ της πραγματικότητας.
Γλωσσικά δάνεια
Στην πληθώρα των ονομάτων που χρησιμοποιούνται σε κάθε γλώσσα εντάσσονται και εκείνα που είτε είναι δάνεια από άλλες γλώσσες είτε έχουν δοθεί σε αγαθά εισηγμένα από άλλους τόπους. Συχνά δε τα τελευταία αυτά ονόματα είναι άσχετα από εκείνα που είχαν δοθεί στα αντίστοιχα αγαθά στον τόπο προέλευσής τους. Για παράδειγμα, στην ιαπωνική η λέξη «sayonara» σημαίνει «εις το επανιδείν, καλή αvτάμωση».
Ωστόσο, το όνομα αυτό μπήκε στο ελληνικό λεξιλόγιο συνοδεύοντας τα πλαστικά ανατολίτικα πρόχειρα σανδάλια, τις «σαγιονάρες», που κατακλύζουν τις ελληνικές ακρογιαλιές το καλοκαίρι. Το ίδιο είχε συμβεί μερικές δεκαετίες νωρίτερα με τον ιδιόρρυθμο σκούφο που οι Ελληνες τον υιοθέτησαν με το όνομα «τραγιάσκα», επειδή άκουσαν Ρουμάνους εκδρομείς στο λιμάνι του Πειραιά να κραυγάζουν «trašasca Grecia!» (ζήτω η Ελλάδα) πετώντας τις σκούφιες τους στον αέρα.
Οτι κάτι παρόμοιο συνέβαινε και στην αρχαιότητα το πληροφορούμαστε ευθέως από τον περιηγητή Παυσανία (2ος αι. μ. Χ.), ο οποίος αναφέρει ότι τα υφάδια από τα οποία οι Κινέζοι (Σήρες) κατασκευάζουν τις εσθήτες τους παράγονται από κάποιο «ζωύφιον …, οv σήρα καλούσιv Ελληvες, υπό δε αυτών Σηρών άλλο πoυ τι και ου σηρ ονoμάζεται» (Ηλιακώv Β XXVI: 6).
Οι Ελληνες δηλαδή ονόμασαν τον μεταξοσκώληκα σήρα (δηλ. Κινέζο), ενώ οι ίδιοι οι Κινέζοι έχουν άλλο όνομα γι' αυτόν. Υστερα από αυτή την πληροφορία κατανοούμε πώς στην ελληνική γλώσσα η διαδικασία παραγωγής φυσικού μεταξιού έγινε «σηροτροφία» (κινεζοτροφία!).
Ο Παυσαvίας επίσης μας πληροφορεί ότι από όλες τις περιοχές της Ελλάδας η Ηλεία ήταν η μόνη στην οποία καλλιεργούνταν η βύσσος και ότι από τη βύσσο παράγονταν κλωστές για πολύ λεπτά υφάσματα (Ηλιακώv Α, V: 2. Β, XXVI: 6). Ακόμη παλιότερα (5ος αι. π. Χ.), ο Ηρόδοτος αναφέρει τελαμώνες «σινδόνος βυσσίνης» (λεπτούς επιδέσμους), με τους οποίους οι μεν Αιγύπτιοι περιτύλιγαν τις μούμιες μετά την ταρίχευση (II: 86), οι δε Πέρσες έδεναν τα τραύματα (VII, 181). Από δε τον γεωγράφο Στράβωνα (δεύτερο μισό 1ου αι. π. Χ. - πρώτο τέταρτο 1ου αι. μ. Χ.) μαθαίνουμε ότι στην Ινδία το άνθος ορισμένων δέντρων είναι μαλλί, από το οποίο υφαίνονται λεπτά υφάσματα (15. Ι. 21). Προφανώς πρόκειται για το βαμβάκι, η καλλιέργεια του οποίου, λίγο μετά το 3000 π. Χ., έχει αρχαιολογικά τεκμηριωθεί στο νότιο τμήμα της κοιλάδας του Ινδού ποταμού, όπου ήκμασε μεγάλος πρωτοαστικός πολιτισμός. Ισως για τον λόγο αυτό νεότεροι συγγραφείς ερμηνεύουν το όνομα «βύσσος», του Ηροδότου και του Παυσανία, ως «ιvδικό βαμβάκι».
Από την Ινδία
Εκείνο που δεν υποψιαζόμαστε είναι η μεγάλη παλαιότητα του ονόματος «σινδών» ή «σινδόνη» των αρχαίων ή του δικού μας «σεντόνι». Αν και, σύμφωνα με τα λεξικά, πρόκειται για σημιτικό δάνειο που σημαίνει λεπτό ύφασμα, η πραγματικότητα φαίνεται πως είναι κάπως διαφορετική.
Η περιοχή όπου εντοπίστηκε η αρχαιότερη καλλιέργειά του είναι αυτή που, όπως προαναφέρθηκε, γνώρισε τον μεγάλο πρωτοαστικό πολιτισμό της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και είναι ακριβώς αυτή που έδωσε το όνομα σε ολόκληρη τη χώρα (Ινδία): η περιοχή Sind. Κατάλοιπα από λεπτά βαμβακερά υφάσματα έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικές συνάφειες της 3ης χιλιετίας π. Χ. στο Mohenjo Daro, αλλά και στο μεγάλο εμπορικό λιμάνι Lothal, από όπου ενδεχομένως γινόταν εξαγωγή τους. Πότε ακριβώς το βαμβακερό ύφασμα έφτασε στην Ελλάδα δεν το γνωρίζουμε. Είδαμε όμως ότι το ύφασμα αυτό ο Ηρόδοτος το αναφέρει με το όνομα «σινδών».
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι οι Ελληνες δέχτηκαν αυτό το εξωτικό αγαθό δίνοντάς του το όνομα της χώρας προελεύσεως «sindhu». Πιθανώς από την ελληνική «σινδόνη» προέκυψε το αραβικό «zaytuni», το οποίο με τη σειρά του έδωσε το όνομα στο ατλάζι (satin). Χτυπητό παράδειγμα που δείχνει πώς εξωτικά αγαθά έχουν ονομαστεί από τη χώρα προελεύσεώς τους αποτελεί και ο όρος «china» (Kίνα), ο οποίος στην αγγλική γλώσσα σημαίνει συλλήβδην τα πορσελάνινα σκεύη.
Αν και λίγα, τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν είναι αρκετά για να δείξουν ότι και τα ονόματα αποτελούν μνημεία, στα οποία έχουν καταγραφεί κομμάτια από την ιστορία της ανθρωπότητας, και δεν πρέπει να αγνοούνται από την ιστορική έρευνα. Αλλωστε αυτό υποστήριζε και ο Αντισθένης, μαθητής του Σωκράτη και ιδρυτής της Σχολής των Κυνικών (444-370 π. Χ.), διακηρύσσοντας το περίφημο «αρχή παιδεύσεως η των ονομάτων επίσκεψις».
* Ο κ. Χρ. Γ. Ντούμας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ"
Επάνω στη σημασία και στην εκφορά των λέξεων έχουν καταγραφεί κομμάτια από την ιστορία της ανθρωπότητας
Η πιεστική ανάγκη του ανθρώπου να μεταδώσει πληρoφoρίες συνέβαλε στην ανάπτυξη των φωνητικών του οργάνων κατά τρόπο ώστε να μπορέσει να εκφράζεται με έναρθρο λόγο. Από τη μελέτη σκελετικών απολιθωμάτων προκύπτει ότι το απαραίτητο για την ομιλία υοειδές οστούν είχε διαμορφωθεί στον ανθρώπινο λάρυγγα τουλάχιστον από την εποχή του Νεάντερταλ.
Η ανάπτυξη δε των δυνατοτήτων ομιλίας είχε ως επακόλουθο την ταχεία αύξηση τόσο του όγκου όσο και των πολύπλοκων δυνατοτήτων του ανθρώπινου μυαλού. Ετσι, ανάλογα με τις προκλήσεις που δεχόταν, ο άνθρωπος μπορούσε πλέον να κατασκευάζει λέξεις/ονόματα που συμβόλιζαν πραγματικά αντικείμενα. Αρκούσε, επομένως, η εκφορά ενός τέτοιου συμβόλου/ονόματος για να αναπλαστεί και να μεταδοθεί η εικόνα του αντίστοιχου αντικειμένου, εφ' όσον βεβαίως ο δέκτης του μηνύματος ήταν ή είναι μέλος της κοινότητας που χρησιμοποιεί τον ίδιο λεκτικό κώδικα επικοινωνίας, την ίδια γλώσσα.Για παράδειγμα, η εκφορά της λέξης «δέντρο» αρκεί για να κατανοήσει κάποιος που μιλάει την ελληνική γλώσσα ότι πρόκειται για πολυετές φυτό μεγάλων διαστάσεων. Κάθε λέξη/όνομα στην αρχική διαμόρφωσή της έχει κατά κανόνα σημασία περιγραφική, η οποία όμως μπορεί να μεταβληθεί με τη χρήση και ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες.
Ετσι τα ονόματα αποκτούν μια σημασιολογική στρωματογραφία, από τη μελέτη της οποίας μπορεί κανείς να αναχθεί στην αρχή και να αναζητήσει τους λόγους δημιουργίας τους. Αυτό μάλιστα μπορεί να γίνει συσχετίζοντας το αρχικό όνομα με την πολιτισμική φάση κατά την οποία εντοπίζεται αρχαιολογικά η αρχική εμφάνιση ή χρήση του σημαινόμενου πράγματος.
Ενα επιφώνημα
Αν υποθέσουμε ότι η λέξη «αλς» ξεκίνησε από ένα επιφώνημα, με το οποίο αυτός που δοκίμασε να σβήσει τη δίψα του, με γάργαρο πεντακάθαρο νερό σε μιαν ακρογιαλιά στη θάλασσα, εκδήλωσε την απέχθειά του για την αλμυρή γεύση
. Με τον καιρό το επιφώνημα αυτό έγινε το σύμβολο λεκτικής επικοινωνίας για να μεταδώσει ακριβώς αυτό το μήνυμα: ότι το νερό αυτό ήταν ακατάλληλο τόσο για πόση όσο και για άρδευση. Φαίνεται δε ότι το νόημα του απόμακρου και ταυτόχρονα επικίνδυνου κρύβεται στη σημασία που έχει η λέξη «αλς» στον Ομηρο: τη θάλασσα όταν τη βλέπει κανείς από την ξηρά. Η παρουσία της ρίζας στις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής ως συνθετικού σε άλλες λέξεις (π. χ. αμφίαλος) δείχνει μακρά χρήση, κατά τη διάρκεια της οποίας το επιφώνημα εξελίχθηκε σε εύπλαστο τριτόκλιτο όνομα που άνετα συντίθεται με άλλες ρίζες.
Τη μακρά και συνεχή χρήση του ονόματος υποδηλώνουν επίσης τα πολλά παράγωγά του με ρίζες, όπως άλ-, άλι-, άλο-, άλμ-, άλυκ-, από τις οποίες έχουν προκύψει εκατοντάδες ονομάτων, επιθέτων, ρημάτων, επιρρημάτων κ. λπ. Το γεγονός δε ότι με την αρχική ρίζα καλύφθηκαν τόσο πολλές και τόσο ποικίλες ανάγκες της ελληνικής γλώσσας (π. χ. άλιος/ήλιος, άλως/αλώνι, αλογόνο) δείχνει αφ' ενός τη στενή σχέση της αιγαιακής κοινωνίας με τη θάλασσα και αφ' ετέρου την ισχυρή επίδραση του υγρού αυτού στοιχείου στην ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής (βλ. «Κ» 7 Δεκεμβρίου 2008). Το όνομα στον πληθυντικό (άλες) χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα με τη σημασία του κοινού αλατιού, για το οποίο από τον Αριστοτέλη και μετά χρησιμοποιείται ο όρος «άλας».
Ο Ομηρος για τη θάλασσα χρησιμοποιεί επίσης τα ονόματα «πόρος» και «πόντος». Αν και νεότερα του αλς, τα ονόματα αυτά είναι επίσης πολύ παλιά, σύμφωνα με την ετυμολογία τους. Παράγωγο του ρήματος πείρω (= διαπερνώ, διασχίζω) το όνομα «πόρος» σημαίνει τον θαλάσσιο δρόμο (πρβλ. πέραμα, πορεία, πορθμός).
Ομοίως η λέξη «πόντος» σημαίνει το στενό πέρασμα που συνδέει δύο θάλασσες (π. χ. Ελλήσποντος), κατ' επέκταση δε και την ανοιχτή θάλασσα (πρβλ. λατ. pons, -tis = γέφυρα). Από τις σημασίες αυτές προκύπτει ότι εκείνοι που επινόησαν τα αντίστοιχα ονόματα είχαν πάψει να φοβούνται τη θάλασσα, αφού στο μεταξύ την είχαν μετατρέψει σε δρόμο επικοινωνίας. Από τη διακίνηση και τη διάδοση του μηλιακού οψιανού γνωρίζουμε ότι αυτό είχε συμβεί ήδη από την 7η χιλιετία π. Χ. (βλ. «Κ» 19 Οκτωβρίου 2008), οπότε η αναγωγή της δημιουργίας των ονομάτων «πόρος» και «πόντος» σ' εκείνη την περίοδο δεν πρέπει να αφίσταται και πολύ της πραγματικότητας.
Γλωσσικά δάνεια
Στην πληθώρα των ονομάτων που χρησιμοποιούνται σε κάθε γλώσσα εντάσσονται και εκείνα που είτε είναι δάνεια από άλλες γλώσσες είτε έχουν δοθεί σε αγαθά εισηγμένα από άλλους τόπους. Συχνά δε τα τελευταία αυτά ονόματα είναι άσχετα από εκείνα που είχαν δοθεί στα αντίστοιχα αγαθά στον τόπο προέλευσής τους. Για παράδειγμα, στην ιαπωνική η λέξη «sayonara» σημαίνει «εις το επανιδείν, καλή αvτάμωση».
Ωστόσο, το όνομα αυτό μπήκε στο ελληνικό λεξιλόγιο συνοδεύοντας τα πλαστικά ανατολίτικα πρόχειρα σανδάλια, τις «σαγιονάρες», που κατακλύζουν τις ελληνικές ακρογιαλιές το καλοκαίρι. Το ίδιο είχε συμβεί μερικές δεκαετίες νωρίτερα με τον ιδιόρρυθμο σκούφο που οι Ελληνες τον υιοθέτησαν με το όνομα «τραγιάσκα», επειδή άκουσαν Ρουμάνους εκδρομείς στο λιμάνι του Πειραιά να κραυγάζουν «trašasca Grecia!» (ζήτω η Ελλάδα) πετώντας τις σκούφιες τους στον αέρα.
Οτι κάτι παρόμοιο συνέβαινε και στην αρχαιότητα το πληροφορούμαστε ευθέως από τον περιηγητή Παυσανία (2ος αι. μ. Χ.), ο οποίος αναφέρει ότι τα υφάδια από τα οποία οι Κινέζοι (Σήρες) κατασκευάζουν τις εσθήτες τους παράγονται από κάποιο «ζωύφιον …, οv σήρα καλούσιv Ελληvες, υπό δε αυτών Σηρών άλλο πoυ τι και ου σηρ ονoμάζεται» (Ηλιακώv Β XXVI: 6).
Οι Ελληνες δηλαδή ονόμασαν τον μεταξοσκώληκα σήρα (δηλ. Κινέζο), ενώ οι ίδιοι οι Κινέζοι έχουν άλλο όνομα γι' αυτόν. Υστερα από αυτή την πληροφορία κατανοούμε πώς στην ελληνική γλώσσα η διαδικασία παραγωγής φυσικού μεταξιού έγινε «σηροτροφία» (κινεζοτροφία!).
Ο Παυσαvίας επίσης μας πληροφορεί ότι από όλες τις περιοχές της Ελλάδας η Ηλεία ήταν η μόνη στην οποία καλλιεργούνταν η βύσσος και ότι από τη βύσσο παράγονταν κλωστές για πολύ λεπτά υφάσματα (Ηλιακώv Α, V: 2. Β, XXVI: 6). Ακόμη παλιότερα (5ος αι. π. Χ.), ο Ηρόδοτος αναφέρει τελαμώνες «σινδόνος βυσσίνης» (λεπτούς επιδέσμους), με τους οποίους οι μεν Αιγύπτιοι περιτύλιγαν τις μούμιες μετά την ταρίχευση (II: 86), οι δε Πέρσες έδεναν τα τραύματα (VII, 181). Από δε τον γεωγράφο Στράβωνα (δεύτερο μισό 1ου αι. π. Χ. - πρώτο τέταρτο 1ου αι. μ. Χ.) μαθαίνουμε ότι στην Ινδία το άνθος ορισμένων δέντρων είναι μαλλί, από το οποίο υφαίνονται λεπτά υφάσματα (15. Ι. 21). Προφανώς πρόκειται για το βαμβάκι, η καλλιέργεια του οποίου, λίγο μετά το 3000 π. Χ., έχει αρχαιολογικά τεκμηριωθεί στο νότιο τμήμα της κοιλάδας του Ινδού ποταμού, όπου ήκμασε μεγάλος πρωτοαστικός πολιτισμός. Ισως για τον λόγο αυτό νεότεροι συγγραφείς ερμηνεύουν το όνομα «βύσσος», του Ηροδότου και του Παυσανία, ως «ιvδικό βαμβάκι».
Από την Ινδία
Εκείνο που δεν υποψιαζόμαστε είναι η μεγάλη παλαιότητα του ονόματος «σινδών» ή «σινδόνη» των αρχαίων ή του δικού μας «σεντόνι». Αν και, σύμφωνα με τα λεξικά, πρόκειται για σημιτικό δάνειο που σημαίνει λεπτό ύφασμα, η πραγματικότητα φαίνεται πως είναι κάπως διαφορετική.
Η περιοχή όπου εντοπίστηκε η αρχαιότερη καλλιέργειά του είναι αυτή που, όπως προαναφέρθηκε, γνώρισε τον μεγάλο πρωτοαστικό πολιτισμό της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και είναι ακριβώς αυτή που έδωσε το όνομα σε ολόκληρη τη χώρα (Ινδία): η περιοχή Sind. Κατάλοιπα από λεπτά βαμβακερά υφάσματα έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικές συνάφειες της 3ης χιλιετίας π. Χ. στο Mohenjo Daro, αλλά και στο μεγάλο εμπορικό λιμάνι Lothal, από όπου ενδεχομένως γινόταν εξαγωγή τους. Πότε ακριβώς το βαμβακερό ύφασμα έφτασε στην Ελλάδα δεν το γνωρίζουμε. Είδαμε όμως ότι το ύφασμα αυτό ο Ηρόδοτος το αναφέρει με το όνομα «σινδών».
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι οι Ελληνες δέχτηκαν αυτό το εξωτικό αγαθό δίνοντάς του το όνομα της χώρας προελεύσεως «sindhu». Πιθανώς από την ελληνική «σινδόνη» προέκυψε το αραβικό «zaytuni», το οποίο με τη σειρά του έδωσε το όνομα στο ατλάζι (satin). Χτυπητό παράδειγμα που δείχνει πώς εξωτικά αγαθά έχουν ονομαστεί από τη χώρα προελεύσεώς τους αποτελεί και ο όρος «china» (Kίνα), ο οποίος στην αγγλική γλώσσα σημαίνει συλλήβδην τα πορσελάνινα σκεύη.
Αν και λίγα, τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν είναι αρκετά για να δείξουν ότι και τα ονόματα αποτελούν μνημεία, στα οποία έχουν καταγραφεί κομμάτια από την ιστορία της ανθρωπότητας, και δεν πρέπει να αγνοούνται από την ιστορική έρευνα. Αλλωστε αυτό υποστήριζε και ο Αντισθένης, μαθητής του Σωκράτη και ιδρυτής της Σχολής των Κυνικών (444-370 π. Χ.), διακηρύσσοντας το περίφημο «αρχή παιδεύσεως η των ονομάτων επίσκεψις».
* Ο κ. Χρ. Γ. Ντούμας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.