Βρισκόμαστε στα 1916-1917. Είναι τα χρόνια που λαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση και γνωρίζει τη μεγαλύτερη ένταση ο Εθνικός Διχασμός, που γεννιέται και οξύνεται σαν αποτέλεσμα εσωτερικών και εξωτερικών αντιθέσεων που βρίσκονται σε μια διαρκή αλληλεπίδραση. Η Ευρώπη, διηρημένη από το 1904 σε δυο εχθρικά στρατόπεδα, προετοιμάζεται για τον πόλεμο. Τα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα
|
η "τριανδρία της "Εθνικής άμυνας" |
προσπαθούν να προσελκύσουν στο δικό τους στρατόπεδο τα μικρά κράτη, σαν δορυφόρους τους. Οι αντιθέσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών, καθώς μεταφέρονται στον ελλαδικό χώρο, φορτώνουν με τα περιεχόμενα και τις σημασίες τους τις εσωτερικές αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Οι φιλελεύθερες δυνάμεις της αστικής τάξης, συνασπισμένες υπό την ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, που προωθούν τον εκσυγχρονισμό του κράτους και ολοκληρώνουν τον εμπορομεσιτικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια αυτά, επιμένουν στην πολιτική που θέλει την Ελλάδα στο πλευρό των παραδοσιακών συμμάχων της, στο πλευρό της Αντάντ, επιδιώκοντας εδαφικά οφέλη. Αντίθετα, οι εκπρόσωποι του νεό¬φερτου πρωσικού ιμπεριαλισμού, που ήδη από τα πρώτα χρόνια του αιώνα είχε κάνει την εμφάνιση του στον οικονομικό τομέα με τραπεζικές επενδύσεις και στον πολιτιστικό με το νιτσεϊσμό, βρίσκουν πολιτικό στήριγμα στη «Μικρή Αυλή» του διαδόχου Κωνσταντίνου και της αδελφής του Γερμανού αυτοκράτορα Σοφίας, και επιμένουν στην ουδετερότητα της Ελλάδας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Μ' αυτούς θα ταχθούν, μετά και από την πείνα που προκάλεσε ο αποκλεισμός της νοτιότερης Ελλάδας από τις δυνάμεις της Αντάντ, που απέβλεπε στο να εξαναγκάσει τη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών να εισέλθει στο πλευρό της στον πόλεμο, ένα μεγάλο μέρος των μικροαστικών και λαϊκών στρωμάτων των πόλεων και της υπαίθρου. Όλα αυτά, όπως είναι γνωστό, οδήγησαν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας και στο χωρισμό του κράτους σε «Κράτος των Αθηνών» και σε «Κράτος της Θεσσαλονίκης». Η προσωρινή κυβέρνηση Βενιζέλου, στην προσπάθεια της να στρατολογήσει άνδρες για τη δημιουργία ισχυρού στρατού, ήρθε σε σύγκρουση, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, με τα κοινωνικά αυτά στρώματα. Νομίζω ότι κάτι ανάλογο συνέβη και στη Νάξο το 1917.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1916 φθάνει στο λιμάνι της Νάξου το ατμόπλοιο «Έλδα» με δύναμη 80 ανδρών περίπου, υπό τον ανθυπολοχαγό Νικόλαο Ρουσσάκη και τον πολιτικό αντιπρόσωπο της κυβέρνησης
|
η Νάξος το 1910 |
της Θεσσαλονίκης Τσιριμωνάκη. Το «Έλδα» συνοδευόταν από αγγλικό ανιχνευτικό αλιευτικό. Η στρατιωτική δύναμη έγινε δεκτή από τους κατοίκους της Νάξου χωρίς καμιά αντίσταση ή επιθετική διάθεση. Μετά και από τη «διαβεβαίωση» του δημάρχου της πόλης καθώς και του αστυνομικού διευθυντή Αριστείδη Καλούτση, ο στρατός και δύναμη χωροφυλακής στρατοπέδευσαν στο δημοτικό σχολείο της πόλης. Κλήθηκαν τότε οι πρόεδροι όλων των Κοινοτήτων για να δηλώσουν ότι αναγνωρίζουν ως νόμιμη την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Οι πρόεδροι της Μονής και τ' Απεραθιού αρνήθηκαν. Το απόσπασμα βάδισε εναντίον της Μονής όπου η πρώτη ενέργεια ήταν να αφαιρεθεί από τους κατοίκους κάθε τι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αντίσταση.
«Μπαίνανε μες τα σπίτια οι στρατιώτες και ψάχνανε. Αν ήθελε νά ‘βρουνε τουφέκι, μαχαίρι, ξυράφι, το παίρνανε για ν' αφοπλίσουνε τσ' αθρώποι»,αφηγείται η γερόντισσα, πια, Φωτεινή Χαμηλοθώρη. Αφού περικύκλωσαν το χωριό έκαναν έφοδο και μπήκαν μέσα. Οι Μονιάτες τους αντιμετώπισαν με γιουχαϊτά και βρισιές όπως «Κάτω οι προδότες, ζήτω ο Βασιλιάς». Μάζεψαν τέλος τον κόσμο στην πλατεία και έγιναν κάποια μικροεπεισόδια. Μια γερόντισσα, δηλαδή, έβαλε μέσα στην τσέπη της στάχτη και τους την πέταξε, κάποιος άλλος πέταξε μια πέτρα χωρίς να επιτύχει το στόχο του. Στη συνέχεια συνέλαβαν τον πρόεδρο της Κοινότητας μαζί με 19 άλλα άτομα και τους έστειλαν με αγγλικό αλιευτικό στη Σύρο, όπου τους απαγγέλθηκε κατηγορία «επί εξυβρίσει και εσχάτη προδοσία». Μόλις αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Ερμουπόλεως, ο πρόεδρος εδάρη από τον στρατιωτικό διοικητή Αιγαίου, Νικόστρατο Καλομενόπουλο, και οι άλλοι διαπομπεύτηκαν από τους βενιζελικούς της Σύρου. Μετά απ' όλ' αυτά υπογράφτηκε στη Μονή το πρωτόκολλο αναγνώρισης της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης και ο ανθυπολοχαγός Ρουσσάκης ξεκίνησε για τ' Απεράθου.
Στ' Απεράθου φιλοξενήθηκε για τέσσερις μέρες από τους κατοίκους αλλά στάθηκε αδύνατο να τους πείσει να «προσχωρήσουν εις την Εθνικήν Κυβέρνησιν». Στο διάστημα αυτό οι Άγγλοι συμφώνησαν με τους Απεραθίτες να αναγνωριστούν ουδέτε¬ροι για όσο καιρό θα διαρκούσε ο πόλεμος. Οι όροι της συμφωνίας ήσαν: α) ο λαός της Απειράνθου να παραδίδει όπως και πρώτα σμύριδα και β) να
|
Βασιλιάς Κωνσταντίνος |
δεχθεί βενιζελική αστυνομία. Για λόγους, όμως, που μέχρι σήμερα δεν έχουν γίνει γνωστοί η συμφωνία αυτή δεν υπογράφτηκε. Ο Ρουσσάκης αφού εξάντλησε όλα τα περιθώρια για να τους πείσει με ειρηνικά μέσα επέστρεψε στην Τραγαία και απέκλεισε τ' Απεράθου.
Οι Απεραθίτες είχαν κυνηγετικά όπλα, ελάχιστα όπλα τύπου γκρα, μερικά παλιά περίστροφα και λίγα πυρομαχικά. Είχαν όμως δυναμίτιδα την οποία χρησιμοποιούσαν για την εξόρυξη της σμύριδας και την κατείχαν βάσει ειδικών νόμων. Τη νύχτα, όταν κατάλαβαν ότι είχαν περικυκλωθεί, άναβαν φωτιές στις βουνοκορφές του χωριού και έριχναν φυσίγγια δυναμίτιδας για να διασκεδάζουν αλλά και για να δείξουν ότι έχουν οπλισμό. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη 1916, οπότε ήρθε στη Νάξο από τη Σύρο όλη η στρατιωτική δύναμη του Αιγαίου με αρχηγό τον υπολογαχό, Δ. Σαμαρτζή, που προσπάθησε, καλώντας στην Τραγαία τους θεωρούμενους ως υποκινητές του λαού, να τους πείσει να υπογράψουν πρωτόκολλο αναγνώρισης της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης. Συγχρόνως το τορπιλοβόλο «Θέτις» άραξε στον όρμο Μουτσούνα — το κοντινότερο σημείο τ' Απεραθιού από τη θάλασσα - απ' όπου ο υπολοχαγός Σαμαρτζής, έστειλε
το ακόλουθο τελεσίγραφο:
«Προς τους κατοίκους Απειράνθου.
Εξαντληθέντων πάντων των μέσων της επιεικείας, πάντων των στοιχείων της υπομο¬νής, οφειλομένων εις την ελπίδα ότι ηθέλετε σκεφθεί πραγματικότερον, ευρίσκομαι εις την ανάγκη να σας δηλώσω ότι η κατάστασις αύτη δεν είναι ανεκτή πλέον, και ότι θα επιβληθεί το κράτος του νόμου, ότι παρουσιάζεται απόλυτος πλέον η ανάγκη της ησυχίας της νήσου... Σας προσκαλώ όπως, αφού σκεφθήτε ωριμότατα, αφού αφήσητε κατά μέρος κάθε ελατήριον το οποίο σας έκαμε να δημιουργηθεί η υφισταμένη κατάστα¬σις, να υπογράψητε την προσχώρησιν, συγχρόνως δε φέρετε το ψήφισμα και παραδώσητε τα όπλα μέρχι της έκτης μεταμεσημβρινής ώρας. Εγώ θα ευρίσκομαι εν Χαλκί (Τραγαία). Από της ώρας εκείνης εάν δεν δηλώσητε προθύμως προσχώρησιν και δεν παραδώσητε τα υπάρχοντα όπλα εις εμέ, τα οποία θα σας επιστραφώσιν εν καιρώ, θα θεωρηθήτε ως εχθροί, το χωρίον θα κηρυχθή εις κατάστασιν πολιορκίας, θα κηρυχθή ο στρατιωτικός νόμος, θα συσταθή έκτακτον Στρατοδικείον και θα κτυπηθήτε από ξηράς και θαλάσσης. Δε μας εξέλειπε και η τελευταία ελπίς ότι θα σκεφθήτε πραγματικώς πλέον.
Εκ του πολεμικού «Θέτις» ώρα 10.05'
Ο διοικητής της εν Νάξω στρατιωτικής δυνάμεως
Δ. ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ υπολ. πεζικού»Το τελεσίγραφο έγινε γνωστό σ' ολόκληρο τον απεραθίτικο λαό ο οποίος, όμως, το έκρινε «ανάξιον οιασδήποτε απαντήσεως». Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε η γνώμη του Κολέα (Εμμ. Ζευγώλη) για τη λήψη της απόφασης. Μετά την απάντηση αυτή, την επόμενη μέρα 2 Ιανουαρίου 1917, ημέρα Δευτέρα, χαράματα σχεδόν, η στρατιωτική δύναμη προχωρεί προς το χωριό σε τάξη μάχης. Μόλις το αντελήφθησαν οι κάτοικοι ανέβηκαν στα δώματα των σπιτιών τους, άλλοι ανέβηκαν στη θέση Αγ. Παρασκευή (απ' αυτή την είσοδο θα έμπαινε ο στρατός στο χωριό).
|
Ναξιώτες το 1910 |
Ο πρόεδρος της κοινότητας έσπευσε αμέσως να συναντήσει τον Σαμαρτζή, που του έθεσε προθεσμία δεκαπέντε λεπτών για να εκτελέσει το τελεσίγραφο. Ο πρόεδρος, βενιζελικός ο ίδιος, αρνήθηκε μεταφέροντας στον Σαμαρτζή την άποψη των κατοίκων, ότι δηλαδή θεωρούν ως αλλαξοπιστία την προσχώρηση. Μ' έναν ελιγμό, ο πρόεδρος προσπάθησε να αποφύγει το κακό. Είπε ότι δεν βλέπει το λόγο για τον οποίο θα πρέπει να καταστραφεί το χωριό, αφού μπορεί κάλλιστα να εισέλθει και αν κάποιος πάθει οτιδήποτε, θα μπορούσε να κρατηθούν ο πρόεδρος και άλλοι ως όμηροι και υπεύθυνοι για κάθε καταστροφή. Ο Σαμαρτζής αρνήθηκε και τότε ο πρόεδρος επέστρεψε και ανακοίνωσε στους συγκεντρωμένους κατοίκους την απόφαση του υπολοχαγού. Ακολουθεί νέα άρνηση των κατοίκων. Τότε ο υπολοχαγός αρχίζει να εκτελεί το σχέδιο του.
Στις 9 περίπου το πρωί το τορπιλοβόλο «Θέτις» από τον όρμο της Μουτσούνας άρχισε να βάλει κατά του χωριού δεν είχε όμως ορατότητα και γι' αυτό οι βολές που έριξαν δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ο δε υπολοχαγός Σαμαρτζής διέταξε τα πυρά ομαδόν με επαναληπτικά όπλα τύπου γκρα και ενός πολυβόλου, εναντίον του συγκεντρωμένου πλήθους που απείχε μόλις 80 περίπου βήματα από τους στρατιώτες. Κατόπιν με έφοδο ο στρατός μπήκε στο χωριό όπου συνέχισε τις βιαιότητες.
Σκότωσαν με ξιφολόχη έξω από το σπίτι του το γέρο-Μπελιώτη, μέσα δεστο σπίτι του με χειροβομβίδα το Σταύρο Ν. Σταυριανό, όπως επίσης και τον Μιχαήλ Γρατσία ο οποίος τόλμησε να πει: «Βρε παιδιά, μα Τουρκιά μας ήβρηκε;». Εσύλησαν ακόμη αρκετούς, όπως το Δημήτρη Εμ. Βάσιλα, το Βασίλη Ιωαν. Καραπάτη και την Ειρήνη Εμ. Κώτσου της οποίας της έκοψαν το δάχτυλο για να αφαιρέσουν το δαχτυλίδι που φορούσε.Το χωριό ολόκληρο, μετά την υπόδειξη του παπά Φραγκίσκου, σήκωσε λευκές σημαίες.
Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν 32 νεκροί και 44 πληγωμένοι, από τους οποίους οι 15 έμειναν ανάπηροι. Μετά συνέλαβαν περίπου 120 άνδρες, οι οποίοι αφού περισυνέλεξαν τα πτώματα, τα έθαψαν σε κοινό λάκκο χωρίς καμιά θρησκευτική τελετή και, στη συνέχεια, φυλακίστηκαν για μια βδομάδα στην εκκλησία. Απ' αυτούς 80 μεταφέρθηκαν στο Δημοτικό Σχολείο της Χώρας. Αφού κρατήθηκαν εκεί για δέκα περίπου ημέρες αποφυλακίστηκαν όλοι, εκτός από την κλάση του 1916 που τους επιστράτευσαν και τους έστειλαν στη Σύρο. Τη διαταγή της αποφυλάκισης έδωσε ο Νικόστρατος Καλομενόπουλος, στρατιωτικός διοικητής Αιγαίου, που είχε έρθει από τη Σύρο για να ενημερωθεί για την κατάσταση. Η διοίκηση του αγγλικού πολεμικού ναυτικού μαθαίνοντας την ύπαρξη πληγωμένων έστειλε γιατρό και είδη νοσηλείας. Αμέσως μετά επεβλήθη στ' Απεράθου στρατιωτικός νόμος. Το κοινοτικό συμβούλιο τ' Απεράθου με το παρακάτω πρακτικό αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τελικά το νέο καθεστώς:
«ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΕΙΡΑΝΘΟΥ.
Λαβόν υπ' όψιν ότι τα πρακτικά της σημερινής συνεδριάσεως, εν οις γίνεται λόγος περί προσχωρήσεως εις την Εθνικήν Κυβέρνησιν και έχον την γνώμην ότι η μέχρι σήμε¬ρα ασκηθείσα πολιτική, παρά την εκπεφρασμένη γνώμη του ελληνικού λαού και τα συνταγματικά δικαιώματα, απομακρύνουσα το έθνος από το πλευρό των ευεργέτιδων δυνάμεων δεν ανταποκρίνεται ούτε προς τις παραδόσεις, ούτε προς το φρόνημα αυτού, ή αντιστρατεύεται προς τα πραγματικά εθνικά συμφέροντα, ευρισκόμενα εις άκραν αντί¬θεσιν, προς τα συμφέροντα των πατροπαράδοτων αυτού εχθρών. Και ότι η ίδια αύτη πολιτική υπεβίβασε το κράτος από της περιοπής εις ην είχε αναβαθμιστεί δια των δύο νικηφόρων πολέμων, εις την σημερινήν αυτού αθλιότητα και ούτως διατρέχει μέγιστον κίνδυνον η ελληνική φυλή. Αποφαίνεται παμψηφεί: Προσχωρεί εις την Προσωρινήν Κυβέρνησιν με την πεποίθηση ότι αυτή θέλει περισώσει το κινδυνεύον ελληνικόν έθνος.
Εγένετο και εξεδώθη εν Απειράνθω εν τω κοινοτικώ καταστήματι
σήμερον την 5ην Φεβρουαρίου 1917 έτους
ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ.
Ο πρόεδρος Γ.Ν. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
Τα μέλη: Ι. ΣΚΛΗΡΑΚΗΣ, ΜΙΧ. Ν. ΠΡΩΤΟΝΟΤΑΡΙΟΣ, Ι. ΕΜΜ. ΚΑΜ¬ΠΟΥΡΗΣ, Ε.Γ. ΜΠΟΥΓΙΟΥΚΑΣ, Γ.Α. ΓΡΑΤΣΙΑΣ, ΗΛ. ΗΛΙΑΔΗΣ, ΝΙΚ.Γ. ΚΑΤΙΝΑΣ, Λ.Γ. ΠΑΝΤΕΛΗΣ».Την ίδια μέρα, 5 Φεβρουαρίου 1917, καταργήθηκε ο στρατιωτικός νόμος με την παρακάτω ανακοίνωση:
«ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΕΙΡΑΝΘΟΥ.
Λαβόντες υπ' όψιν την μετά την προσχώρησιν υμών ελληνοπρεπή διαγωγήν σας, δι' ης αποδεικνύεται ότι ο λαός της Απειράνθου μένει πιστός εις τα πάτρια ιδεώδη, αίρομεν τον στρατιωτικόν νόμον. Πεποιθότες ότι και εις το μέλλον θα εμμείνητε πιστοί και ακραιφνείς υποστηρικταί του εθνικού μας αγώνος.
Απείρανθος 5η Φεβρουαρίου 1917.
Ο εν Νάξω αντιπρόσωπος του Γενικού Στρατιωτικού Διοικητού
Ν. ΡΟΥΣΣΑΚΗΣ ανθυπολοχαγός πεζικού».
Τα γεγονότα κατά την άποψη των Βενιζελικών
Την πρώτη αναφορά των βενιζελικών για το θέμα της Απειράνθου τη συναντάμε στο
τηλεγράφημα του ίδιου του Βενιζέλου. «Γεγονότα Νάξου έθλιψαν ημάς. Αποστείλατε τάχιστα ενισχύσεις εις τους μαχόμενους άνδρας μας κατά επιστράτων Νάξου. Ανάγκην αποσπάσωμεν ωραίαν νήσον από κράτους προδοτών Αθηνών. Μη φεισθήτε ουδενός». Για τους βενιζελικούς, μέσα στο κλίμα της γενικής έντασης και του διχασμού, και θεωρώντας τους προδότες της Αθήνας εμπόδιο για την ολοκλήρωση των σχεδίων τα οποία επαγγέλονταν, τα γεγονότα της Απειράνθου ήσαν η μοιραία, η αναγκαία κατάληξη της αντίστασης «ην οργάνωσαν γνωστοί
αντιδραστικοί», οι οποίοι κατάφεραν να εμπνεύσουν τέτοιο τυφλό φανατισμό στους οπαδούς τους ώστε «μεθ' όλα τα ληφθέντα προς αυτούς ευγενή μέτρα ου μόνον δεν έστερξαν να προσχωρήσωσιν εις το εθνικόν κίνημα και εξακολουθήσωσιν τας εργασίας των, υπό την προστασίαν του νέου καθεστώτος, αλλά καθ' εκάστην χλευαστικότατα προεκάλουν τον στρατόν, ρίπτοντας δυναμίτιδας και πυροβολούντες, όστις και έθεσεν αυτούς εν αποκλεισμό».
«Κατά τα αιματηρά γεγονότα που ηκολούθησαν εφονεύθηκαν υπό των διεξαγόντων την αντίδρασιν και πολλά γυναικόπαιδα, εν οις και η αδελφή του υπολοχαγού Σκευοφύλακος μετά του τέκνου της».Οι Απειράνθιοι, οι ορεσέβιοι τούτοι και γενναίοι άνδρες, φιλοπάτριδες και ειλικρινείς, έπιπτον θύματα ηθικών αυτουργών, αλλαχού διαμενόντων, έπιπτον θύματα της νοσηράς καθολικής καταστάσεως ήτις επεκράτη τότε».
«Μετά την άσκοπον αιματοχυσίαν η τάξις όχι μόνον αποκατέστη αλλά και το κοινοτικόν συμβούλιον Απειράνθου ανεγνώρισε πλήρως το νέον καθεστώς, προς τιμήν δε των Απειρανθίων πρέπει να λεχθεί ότι μόλις και απηλλάγησαν των ηθικών δηλητηριάσεων, αμέ-σως και πρώτοι έσπευσαν εις την φωνήν της πατρίδος, να υπηρετήσωσιν υπό τας σημαίας του εθνικού στρατού της Αμύνης, εις ου και υπηρετούν επίλεκτοι Απειράνθιοι αξιωματικοί». Διακρίνουμε λοιπόν μια προσπάθεια δικαιολόγησης της υπόθεσης από τη μεριά των βενιζελικών. Οι Απεραθίτες αντιμετωπίζονται σαν τα θύματα της κατάστασης που επικρατούσε τότε, αλλά ήσαν ανταγωνιστές άξιοι σεβασμού.
Τα γεγονότα όπως τα είδαν οι αντιβενιζελικοίΓια τους αντιβενιζελικούς, βέβαια, τα γεγονότα δεν ήταν παρά «κακούργημα, ο παρόμοιον δεν απαντάται εν τη ανθρωπινή ιστορία, δια τα τε προκαλέσαντα τούτο ελατήρια, ως και δια την ψυχραιμίαν μεθ' ης εξετελέσθη». Κατά τον αποκλεισμόν δε «φαινομενικώς μόνον κατέλαβαν στρατιωτικώς δήθεν την δυτικήν οροσειράν του δήμου επί της οποίας την νύκτα ήναπτον πυρά, ενίοτε δε και έρριπτον φυσίγγια δυναμίτιδας, ουχί κατά των στρατιωτικών του αποκλεισμού, αλλά διασκεδάζοντες μεταξύ των και ίνα εμπνεύσωσιν αμοιβαίον θάρρος».
Έπειτα «ουδείς επίστευεν ότι η παθητική αντίστασις τούτων θα κατεβάλετο δια της βίας των όπλων, αλλά δια του αποκλεισμού μάλλον και άλλων ηπιότερων μέσων, αποκλειόμενης της επιδειχθείσης αγριότητας». Κατά την περίοδο που ακολούθησε την αιματοχυσία, «και μέχρι σχεδόν της καταλύσεως της τυραννίας οι κάτοικοι διετέλεσαν υπό αληθή τρομοκρατίαν. Οι αστυνομικοί σταθμάρχαι, ελλείψει πραγματικής βασιλείας, εθεώρουν εαυτούς ανωτέρους παντός άρχοντος... Ούτω και δια το ελάχιστον έτι, άνδρας πρώτης γραμμής, πολλάκις μόλις επιστρέψαντες εκ του μετώπου, γέροντας και γυναίκας άξιους παντός σεβασμού συνελάμβανον και έδερον ανηλεώς... ήσαν ούτοι οι μάλλον μισητοί υπήκοοι της καταλυθείσης τυραννίας. Η απειλή της εξορίας ήτο η τρομερότερα όλων». Για τους αντιβενιζελικούς η αντίσταση ήταν αυθόρμητη. Οι Απεραθίτες σαν μοναδικό γνώρισμα της πορείας τους είχαν την ιδεολογία τους.
Πηγή http://naxios.blogspot.com