Κ
Κούνδουρος– 1) Κολοβός, με κομμένη ουρά: σκυλί κουντούρι (Σπαν. (Ζώρ.) V 389). 2) Κοντός: κόβγει τα (ενν. τα ρούχα) ως τα γόνατα και κούντουρα τ’ αφήνει (Ερωτόκρ. Δ´ 579). 3) (Στη θέση εθν.): εν έτει ‚ςωοδ´ απήραν οι κούντουροι την Μεσημβρίαν (Byz. Kleinchron. Α´ 2141). Η λ. και τ. Κούνδουρος σε τοπων.: (Δωρ. Μον. XX), (Χρον. Μορ. P 1724). [<επίθ. κ{ΜΣΚ}όντουρος. Η λ. τον 9. αι. (βλ. Κριαράς 1988: Β´ 89· Kahane, GR I 571-2), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]
Κουντουράς– Απο το μεσ.ελλ.(9ος αιων.), κόντουρος ,ο κολοβός ή μεσ.ελλ. κουντούρα, είδος παπουτσιού.
Κούτρας/Κούτρης– Απο το δημώδ. κούτρα, το κεφάλι. Το επώνυμο ίσως με την έννοια του «κεφάλα». Ετυμολογικά προέρχεται απο το μεσν. κούτρα και αυτό με τη σειρά του απο το λατινικό scutra. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα(1304), αναφέρεται κάποιος Δημήτριος Κούτρας, πάροικος Λήμνου.
Κουτσομύτης– που έχει κομμένη μύτη, ως επώνυμο τον 11. αι στην Αλεξιάδα της Ειρήνης της Κομνηνής. Ταυτόσημο με το βυζ. Ρινότμητος, λόγω της συνήθους τιμωρίας να κόβουν την μύτη στον ένοχο.
Κουτσούκος– Από το τουρκ. kucuk, μικρός.
Κουτσούμπας– Από το διαλεκτ. κουτσουμπός, α άνευ κορυφής, ”κουτσουμπό κυπαρίσσι”, ”κουτσουμπή μύτη”, γενικά ο κολοβός. Ετυμολογικά σχετικό με το “κουτσός”.
Κρεμαστινός– Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από χωριό με το όνομα Κρεμαστή. Χωριά με αυτό το όνομα υπάρχουν στη Ρόδο, Ξάνθη, Λακωνία.
Κροντηράς– Από το δημωδ. κροντήρι, ο κρατήρας, από το μεσν. κροντήριον< κρυωρήριον, εκεί που κρυώνει το νερό. Συν την κατάλ. –άς, που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ.φαναράς, παπλωματάς, γαλατάς κτλ).
Κρούσκας– Από το αρβαν. krushk, ο κουμπάρος και ο ανύπαντρος συγγενής, <*kushker<λατιν. consocer”πεθερός” .
Κυρίτσης– τιμητικός τίτλ. 1) κύριος, άρχοντας, 2)αξιωματούχος: του κλήρου κυριτσάδες, <ουσ. κύρης + κατάλ. –ίτσης. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 11οαιώνα, (Κυρίτζης).
Κύρκος– Από το βαφτ. Κύρκος,<μεσν.Κύρικος(κύρ(ιος)+ικός) ή(και) του βαφτ. Κυρ(ιά)κος. Η ίδια αρχή σε πολλές παραλλαγές, φανερώνοντας τη διάδοσή του υποκορ. αυτού τύπου, όπως Κυρκόπουλος, Κυρκίδης, Κυρκάκης,Κύρκου, Κυρκούδης, Κυρκούσης κτλ.(ΑΝΧΜ)
Κωνσταντόπουλος: Γιος ή απόγονος του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος προέρχεται από το λατινικό Constantinus.
Λ
Λάγιος– Από το δημ. λάγιος, ονομασία προβάτων που έχουν μαύρο χρώμα,πρβλ. λαγιαρνί, <δάνειο από τα βλάχικα.
Λαμπέτης– Από το μεσν. λαμπέτης, ο λαμπρός, ο λάμπων. Σαν επώνυμο αναφέρεται για πρώτη φορά το 1320 ως επώνυμο κατοίκου της Χαλκιδικής, Λαμπέτης.
Λάσκαρης– Επώνυμο σημαντικής βυζαντινής οικογένειας. Χρησιμοποιείται και ως κύριο όνομα. Λάσκαρης<λάσκαρης «δάσκαλος»<ράσκαλης με αντιμετάθεση r-l<>r< δάσκαλος. Οι παραπάνω τύποι απαντούν στο μικρασιατικό ιδίωμα της Σίλλης(περ.Ικονίου) όπου ο ρωτακισμός αποτελεί γενικό κανόνα(πβ.δεξί-ρεξί,δεσπότης-ρεσπότσης).
Λαφαζάνης– Από το τουρκ.περσ. lafazan, ο φλύαρος, καυχηματίας.
Λέχος– Μητρωνυμικό, από το λεχώ-λεχώνα, 1) γυναίκα που γέννησε πρόσφατα και 2) (μτφ.) για άνθρωπο τεμπέλη και φυγόπονο,3) Από το ιδιωμ.(Αρκαδ.) λέχος, «η εν ύδατι αναλυομένη κόπρος των βοών, εν η εμβάλλουσι τα βαμβακερά υφάσματα άμα υφανθέντα. Μένουσιν δ’εν αυτή 3-4 ημέρας ταύτα, είτα εξάγουσιν αυτά(ξελεχώνουσι) και τα λευκαίνουσιν». Ίσως λέχος,παρατσούκλι, αυτού που έκανε αυτή τη δουλειά.
Λιάγκας– Μητρων. από το βαφτ. Λιάγκα, ιδιωμ. μορφή του Αλέκα< Αλεξάνδρα . Ή από το ιδιωμ.(Αιτ/νια) λιάγκας, ο πολύ αδύνατος.
Λιάπης– Από το αλβ. Lab-I, ο κάτοικος της Λιαπουριάς(η περιοχή γύρω από τη Χειμάρα).
Λιάρος– Από το ν.ε. λιάρος «ο σταχτόχρους με στίγματα», < βλαχ.leara ”ποικιλόχρωμος, για κατσίκια, πρόβατα κτλ», αλβ.larë“ίδια έννοια με τη βλάχ.”.
Λιβαθινός(Λειβαθινός)- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την περιοχή Λιβαθώ (Λειβαθώ) της Κεφαλλονιάς.Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού με πλούσια ναυτική παράδοση.
Λιβανός– Η ευρεία διάδοση του επιθέτου αυτού οφείλεται στο ότι το Λιβάνιος/ Λιβανός χρησιμοποιούταν/ χρησιμοποιείται και ως βαφτιστικό.Λιγότερο πιθανές οι περιπτώσεις :i) Αυτός που εμπορεύεται λιβάνι, ή ii) από την ονομασία που δίνεται στις μαυρο-κόκκινες κατσίκες. Πβ. Ψάρρος, Λιάρος, Νταβέλης, Ρ
Λοβέρδος– Επώνυμο από το ιταλ. κύριο όνομα Lombardo<αρχικά όνομα εθνότητας,τν Λομβαρδών-Λογγοβάρδων.
Λοΐζος/Λουΐζος/Αλοΐζος– Από το βαφτ. Λογίζος-Λοΐζος-Αλοΐζος, <βεν.Aloiso,γαλ.Loys. Βαφτιστικό που είχε ευρεία διάδοση σε ελληνικούς πληθυσμούς (νησιά, Πελ/σο, Θεσσαλία, Μακεδ.κτλ) την περίοδο της φραγκοκρατίας και βενετοκρατίας.
Λούβαρης/Λουβιάρης– Από το δημώδ. λουβιάρης, λωβιάρης, ο λεπρός, ο έχων λούβα/λώβα, <αρχ. ουσ. λώβη, συν την κατάλ. –(ι)άρης.
Λουλές –Από το δημωδ. λουλές, η πήλινη εστία του ναργιλέ, στην οποία τοποθετούνται τα κάρβουνα και ο καπνός, <τουρκ. Lule.
Λυμπέρης/Λυμπερόπουλος/Λυμπεράκος– Επώνυμο που προέρχεται από το βαφτιστικό Λυμπέρης, από το ιταλ.Libero>λατ.liber(ελευθερία).
Μ
Μαγκριώτης-, Από το βαφτ. Μαγκριώτης, χρησιμοποιούμενο κυρίως στη Θράκη. Μετέπεσε σε κύριο όνομα από κάποια παλιότερη βυζαντινή επωνυμία, όπως συνέβη με άλλα όπως Παλαιολόγος, Βάρδας, Κομνηνός, Δούκας-Δούκισα, Ασάνης-Ασάνω κτλ.
Μάζης– 1) Από το αρβαν. mëz (το ë προφέρεται κάπως μεταξύ -α- και –ε-, όπως το αγγλ. about), και σημαίνει πουλάρι, 2) από το αρβαν. mazë, η κρέμα, η κρούστα που δημιουργείται πάνω στο γάλα<σλαβ.mazъ-το λίπος. Πρβλ. Γκίζας.
Μάϊνας– Από το ρήμα μαϊνάρω, (ναυτ.) χαλαρώνω, κατεβάζω τα πανιά, <βεν. mainar.
Μαντάς– i) Ο κατασκευαστής ή πωλητής μαντών (μαντά, τα). Μάντα, είδος μανδύα <ιταλ. manta. Το επώνυμο σχηματίζεται από το ουσ. μάντα και την επαγγελ. κατάληξη –άς (βλέπε βαρελάς, ψωμάς, παπλωματάς κ.α.). ii) Από το τουρκ. mandaz, το βουβάλι. Ή από το μεσν./δημωδ. μάντης.
Μαρκεζίνης: Σχετικό με το μαρκήσιος, μαρκέζης. Τίτλος δυτικών ευγενών. <μεσν. λατ. marcensis – marquesius.
Μάτσας– Ίσως από το αρομ.(βλαχ.) mață,η γάτα.
Ματσούκας– Από τη λέξη ματσούκι, ραβδί χοντρό που απολήγει σε σφαιροειδή όγκο ή παλούκι, πάσσαλος. <μεσν. λατ. mazuca <λαϊκ. λατ. Matteūca. Ως επώνυμο τουλάχιστον από το 13ο αιώνα, Ματζούκης, Μιχαήλ, το 1293 στη Σμύρνη.
Μαυραγάνης– Από το ιδιωμ. μαυραγάνι, είδος σιταριού με μαύρο άγανο ή αγάνι (<ακάνιον<ακάνθιον).
Μελάς– Από το δημωδ. μελάς, ο παραγωγός ή έμπορος μελιού, μέλι συν το παραγ. επίθ. –άς. Διασημότερος φέρων του επίθετου αυτού, φυσικά ο Παύλος Μελάς. Ως επώνυμο, Μελάς, το συναντάμε πρώτη φορά, τουλάχιστον απ’ότι έχω βρει, το 14ο αιώνα στη Βέροια.
Μερκούρης– Από το βαφτ. Μερκούριος/Μερκούρης (Άγιος Μερκούριος)<λατ. Mercurius (ο Ρωμ. Ερμής).
Μουζάκης-: Από το αρβανίτικο muzaqi “μοσχάρι, δαμάλι” και σχετίζεται με το αλβαν. Τπνμ. Muzhake. Επίθετο ευγενούς μεσαιωνικής αλβανικής οικογένειας. Κάλλιστα μπορεί το επώνυμο να προέρχεται από το μεσν. ελλ. μουζάκιον «είδος παπουτσιού».<αραβ. ή περσ.
Μπαμπινιώτης– Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Μπαμπίνη, δημ. Αστακού, νομ. Αιτωλ/νίας.
Ν
Ναλμπάντης– Από το τουρκ. nalbant, ο πεταλωτής.
Νεγρεπόντης: Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Νεγρεπόντε, η Εύβοια στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Παρετυμολογικά από το τοπικό όνομα για ολόκληρη την Εύβοια, Έγριπος< Εύριπος, ο στενότερος πορθμός του Ευβοικού κόλπου, στη Χαλκίδα.
Νιάρχος: Από το σπάνιο βαφτιστικό Νέαρχος, όνομα αγίου που γιορτάζει στις 22 Απριλίου, <νε(ο)+-άρχος (άρχω).
Ξ
Ξηρός– Από τη λέξη ξηρός, ξερός, ο μη έχων υγρασία-νερό. Μτφ για ανθρώπους ο τραχύς, σκληρός. Ως επώνυμο ήδη από το 12ο αιώνα, Ξηρός Ιωάννης, αξιωματούχος του Βυζαντίου.
Ξηροτύρης– Από το ν.ε. ξηροτύρι, ξερό (στεγνό ή σκληρό) τυρί, ξηρός + ουσ. τυρί.
Ο
Οικονόμου (Οικονομόπουλος, Οικονομάκης κ.ο.κ.)- Συχνότατο ελληνικό επώνυμο, κυρίως λόγω της σημασίας της λέξης οικονόμος ως εκκλησιαστικός αξιωματούχος, κληρικός, υπεύθυνος κυρίως για την οικονομική διαχείριση εκκλησίας ή μοναστηριού.
Π
Παγανός– Από το μεσν. και δημωδ. παγάνος, ο πολίτης, αντίθ. ο στρατιωτικός, σύμφωνα με το Λεξ. Σουΐδα, «παγάνος, αστράτευτος». Ως επώνυμο τουλάχιστον, από το 13ο αιώνα σε Λήμνο, Χαλκιδική, Μεθώνη κ.α. Σύμφωνα με το μεσαιωνικό λεξικό του Εμ. Κριαρά, η λέξη δηλώνει τον αλλόθρησκο. Σύμφωνα με το Λεξ. Τριανταφυλλίδη η λέξη «παγανός» δηλώνει τον καλικάντζαρο, ενώ η λέξη προέρχεται από το ελληνιστικό παγανός (ο ειδωλολάτρης, ο αγρότης, ο αγροίκος), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό «paganus»>»pagus» που δήλωνε την ύπαιθρο ή το χωριό.
Πάγκαλος– Από το μεσν. πάγκαλος, υπερθ. παγκάλλιστος, 1) ο πάρα πολύ ωραίος, πανέμορφος, 2) ο πάρα πολύ ενάρετος, έντιμος, ηθικός< αρχ. επίθ. πάγκαλος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από το 13ο αιώνα, σε Θεσσ/κη, Κύπρο, Τραπεζούντα, Σέρρες, Χαλκιδική, κτλ.
Παλαιολόγος– Από το μτγν. ρημ. παλαιολογώ, λέω, ομιλώ περί αρχαίων-παλαιών πραγμάτων. Επώνυμο της τελευταίας δυναστείας του Βυζαντίου. Συνηθέστατο επώνυμο σήμερα, κυρίως λόγω της χρησιμοποίησης του «Παλαιολόγος» ως βαφτιστικού, όπως έγινε και με το Κομνηνός, Δούκας, Ράλλης (Ραλλού), Δούκας (Δούκισσα), Βάρδας κτλ.
Παξινός– Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τους Παξούς, Ιόνιο πέλαγος.
Παπαδόπουλος: Γιος ή απόγονος του παπά (παπαδοπαίδι), ίσως το πολυπληθέστερο όνομα στην Ελλάδα μαζί με την κατάληξη -οπουλος.
Παπαχελάς– Από το σύνηθες πρώτο συνθετικό παπάς, και το χελάς, ο ψαράς ή πωλητής χελιών. <μσν. χέλι < αρχ. ἐγχέλειον. Η κατάληξη –άς, από το ελνστ. επίθημα -ᾶς, δηλώνει το πρόσωπο που το επάγγελμά του είναι σχετικό με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, φτιάχνει ή πουλάει αυτός που φανερώνει η πρώτη λέξη, πρβλ. γάλα-γαλατάς, ψωμί-ψωμάς, ελνστ. χαρκωματ-ᾶς `χαλκωματάς΄ κτλ.
Παπούλιας– Από το δημωδ. παπούλιας-παπούλης, υποκορ.του παππούς, και ο γέρος ιερέας. Οι καταλ. –ούλης/-ούλιας, συνηθέστατες σε επώνυμα, προέρχεται από το μσν. επίθημα -ούλι(ν). Σε επώνυμα η κατάλ. -ούλης τουλάχιστον από τον 13αιώνα, πρβλ. Σακκούλης, Γιαννούλης (1402-Κρήτη), Φωτούλης (1318-Στρυμών), Καρδούλης(1303-Χαλκιδική) κτλ. Σήμερα βλ. Γιαννούλης-Γιαννούλιας, Φωτούλης- Φωτούλιας, κτλ.
Παπουτσής– παπουτσής, υποδηματοποιός, τσαγκάρης<τουρ. papuccu
Παρίσης– Από το βαφτ., κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, Παρίσης, <Κυπαρίσσης, από την ευχή: να γίνει ψηλός σαν κυπαρίσσσι, όπως Πολύζος – να έχει πολυζωΐα, Πολυζώης – το ίδιο, Ρίζος – να ριζώσει, Στέριος – να στεριώσει κτλ.
Πατακός– Από το ιδιωμ.(Κρήτη), πατακός, πατακιός, ο μικρόσωμος, ο άσχημος, αρχ. πάταικος.
Πεπονής: ν.ε. πεπόνι<μσν. πεπόνι< ελνστ. πεπόνιον υποκορ. του αρχ. (σίκυος) πέπων, αγγούρι ώριμο
Πρέκας/Πρέκκας– Από το ν.ε. διαλεκτ. πρέκι, οριζόντιος δοκός που τοποθετείται στο πάνω μέρος της πόρτας ή του παραθύρου, για να στηρίζει τον τοίχο από πάνω, μεσν. πριέκιον. Το επώνυμο εμφανίζεται κυρίως στα Δωδεκάνησα (Ρόδος, Κως κτλ), Κυκλάδες (Σαντορίνη,Αμοργός κτλ). (Λ.Μ), πρβλ. το ομόσημο επων. Γκλαβάνης – γκλαβάνι (σλαβ. αρχής).
Πρωτόπαπας– Ο πρωτοπρεσβύτερος. [μσν. πρωτοπαπάς < πρωτο- + παπάς και μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.].
Πρωτοψάλτης– Ο επικεφαλής των ψαλτών μιας εκκλησίας, μσν. πρωτοψάλτης < πρωτο- + ψάλτης
Πυλαρινός– Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την περιοχή Πύλαρος της Κεφαλλονιάς, από τις πιο ορεινές στο ΒΑ τμήμα του νησιού. Κυριότεροι οικισμοί τα Μακριώτικα και η Αγ.Ευφημία.
Ρ
Ρήγας: Από το νεοελληνικό ρήγας, λαϊκότροπα ο βασιλιάς (μεσαιωνικό ρήγας). Προέρχεται από το ελληνιστικό ρηξ, αιτιατική ρήγα, που προέρχεται από το λατινικό rex.
Ρουβάς– Από το διαλεκτ. (Λιτοχ.) ρουβός, σημαίνει= όχι ευθύς, ύπουλος, πονηρός. Και ως επίρρ. «με κοιτάει ρουβά», στραβά. Σύμφωνα με την Δούγα-Παπαδοπούλου προέρχεται: από το αρχ. ραιβός>ριβός (σημ.Στερ.Ελλ.) με στένωση του άτονου αι, κανονική στα βόρεια ιδιώματα> ρουβός, με χείλωση του ι>ου εξαιτίας του παρακείμενου χειλικού β.
Ρούσσος/Ρούσοπουλος– Από το ν.ε. ρούσος< για άνθρωπο με κοκκινωπά μαλλιά ή για ζώα με κοκκινωπό τρίχωμα,< μσν. ρούσος < λατ. russ(us). Το Ρουσόπουλος ως επώνυμο ήδη από τον 11ο αιώνα, βυζαντινού αξιωματούχου.
Σ
Σακελλάριος– Από το βυζαντ. Εκκλησιαστικό τίτλο σακελάριος<λατ. sacellarius-ο }βαλαντιοφύλακας, θησαυροφύλακας.
Σαμαράς, Προέρχεται από το προσηγορικό (κοινής έννοιας) ουσ. σαμάρι με την κατάληξη -ας με την οποία σχηματίζονται επαγγελματικά ουσιαστικά (ψωμάς, ψαράς, λαδάς, ωρολογάς). Στο σαμάρι υπάρχει η αρχαία ελληνική λέξη σάγμα (σέλλα, σαμάρι, εφίππον, από το ρήμα σάττω (φορτώνω, συσκευάζω) και τη λατινική κατάληξη -αριουμ- αριονσαγμάριο – σαμάριον – σαμάρι. Τη λέξη δανείστηκαν από μας οι Τούρκοι και την έχουν στη γλώσσα τους ως σεμέρ, όπως έχουν και το σεμερσί που σημαίνει σαμαράς.
Σαχίνης– Από το τουρκ. περσ. sahin, γεράκι.
Σβωλός– Σχετικό με το ουσ. σβόλος , μικρή μάζα ξεραμένης λάσπης από χώμα.
Σεκέρης– Από το τουρκ. seker, η ζάχαρη.
Σινόπουλος– Από το βαφτ. Σήνος, Σίνης, παραλλαγή του ονόματος Στασινός/Στασηνός < Αναστάσιος, σε διάφορες περιοχές όπως Μακεδονία, Κύμη, Πελ/σο κτλ.
Σκαραμαγκάς– Επώνυμο που δηλώνει τον κατασκευαστή σκαραμαγγίων, πολυτελές ύφασμα επί Βυζαντίου, συνήθως φερόμενο από τους αυτοκράτορες. Μεγάλη βυζαντινή οικογένεια με κλάδους σε Πόλη, Χίο και Αθήνα, εξ ου και το τοπωνύμιο Σκαραμαγκά Αττικής.
Σκλαβενίτης– Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τόπους όπως Σκλαβηνία, Σκλαβουνιά, τοπωνύμια που χαρακτηρίζουν περιοχές με σλαβική κατοίκηση. Επί Βυζαντίου οργανώθηκαν στα αυτοκρατορικά εδάφη αυτόνομα μορφώματα Σκλαβούνων (Σθλαβίνων).
Σκουτέλης– Από τη λέξη σκουτέλλι, το πήλινο πιάτο, μικρή γαβάθα < μσν. σκουτέλλι(ν) < σκουτέλλιον υποκορ. του σκουτέλλα < λατ. scutella{ΣΧΓ}
Σκουτέρης– Από το δημωδ. σκουτέρης, ο ποιμένας, ο τσοπιμένας, ο τσοπάνος, κυρίως ο προϊστάμενος στην στάνη.
Σόμπολος– Από το ουσ. σόμπολα, οι μικρές πέτρες που χρησιμοποιούνται για τα μεταξύ των μεγαλύτερων πετρών χάσματα στις οικοδομές. Ίσως ο χτίστης που είχε την ιδιότητα να τοποθετεί τα σόμπολα (και σομπολάκια) στο υπό κατασκευή κτίριο.
Σούρλας– Από το ιδιωμ. (Ήπειρ.) σούρλα, κάθε τι ψηλό που λήγει κωνοειδώς, π.χ. σουρκέφαλος, ο σχινοκέφαλος, που έχει μακρύ κεφάλι. Ετυμολογικά συνδέεται με το σλαβ. сурла, η προβοσκίδα ή η πίπα/σφυρίχτρα/φλογέρα. (MEYER)
Στασινόπουλος/Στασινός– Από το βαφτ. Στασηνός-Στασινός, παραλλαγή του ονομ. Αναστάσιος, ήδη από την παλαιολόγεια εποχή, σε περιοχές όπως Θεσσ/κη, Σέρρες, Πόλη, Χαλκιδική, Καστοριά, Καππαδοκία κτλ. Συνηθισμένο και στην Αρκαδία.
Στεφανόπουλος. Η κατάληξη σε -όπουλος είναι πατρωνυμικό του βαφτιστικού Στέφανος, το οποίο είναι αυτούσιο, το αρχαίο (ομηρικό) προσηγορικό ουσιαστικό στέφανος… στεφάνιον… στεφάνι. Οι παραγωγικές καταλήξεις -άνος, -άνον σχηματίζονται ουσιαστικά από ρήματα και δίνουν σ’ αυτά τη σημασία του οργάνου: στέφω –