Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

«Η άλλη Επανάσταση του 21: Ο Καποδίστριας και η πανώλη του 1828».


Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Σχέδιο εκ του φυσικού του Louis Letronne.
Λιθογραφία του Institut Lithographie της Βιέννης, 1829
Αν η σημερινή ελληνική κοινωνία μοιάζει να έχει μείνει κυριολεκτικώς αποσβολωμένη και άφωνη μπροστά σε μία κρίση  που ξεπερνάει την ίδια τη δυνατότητά της να τη συλλάβει, εν τούτοις οι πρόγονοί μας στο παρελθόν έζησαν στενά δεμένοι με την επιδημία, την καραντίνα και τον θάνατο. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, μόνο για δώδεκα χρόνια δεν αναφέρονται θάνατοι από κάποια επιδημία στον ελληνικό κόσμο. Η πανώλη (πανούκλα, θανατικό ή λοιμός) ήταν συχνότερη και φονικότερη, συνοδευόμενη όμως από τον τύφο, την ευλογιά, τη χολέρα, τη λέπρα.
Η πρώτη ελληνική αναφορά στην πανούκλα ήταν αυτή της Τραπεζούντας, το 1346. Και ακολούθησαν αναρίθμητες επιδημίες στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ιδιαίτερα φονικές δε υπήρξαν εκείνες της Θεσσαλονίκης, με 500 νεκρούς ημερησίως, το 1741, της  Ναύπακτου και της Λευκάδας, το 1743. Το 1751, ξέσπασε μια τρομακτική επιδημία στην Κωνσταντινούπολη την οποία ο, εγκατεστημένος στην περιοχή, Άγγλος γιατρός, Mordach Mackenzie, θεωρεί «ως την αγριότερη πανώλη» της εποχής από την οποία «οι Έλληνες και οι Αρμένιοι υποφέρουν περισσότερο» – και ανεβάζει τους νεκρούς σε 150.000, σημειώνει δε ότι πολλοί «καταφεύγουν στην Προύσα, τη Νικομήδεια, την Αδριανούπολη, τα νησιά», ενώ  και ο Άγγλος πρέσβης, Τζέιμς Πόρτερ, «εκτιμά, ότι η πανώλης του 1751 εξόντωσε 60.000 άτομα». Ο γνωστός λόγιος και «τυχοδιώκτης» Καισάριος Δαπόντες γράφει στον περιβόητο Καθρέπτη γυναικών για το ταξίδι του στον Όσιο Αυξέντιο, στη Νικομήδεια:

«Ὅταν ἐπῆγα δὲ κ’ ἐγὼ μὲ τὸν ἀλεξανδρείας
Εἰς τῆς πανούκλας τὸν καιρὸν τῆς τόσον φονουτρείας
ὁποῦ ἐκαταρήμαξε καὶ πόλιν καὶ χωρία,
Ὅτι πρὸ χρόνων ἱκανῶν δὲν ἔγινεν ὁμοία
(Κ. Δαπόντες, Καθρέπτης Γυναικών, τόμ. β΄178,180)

Και προφανώς δεν ήταν η μόνη επιδημία. Μια εξίσου φονική έξαρσή της θα εκδηλωθεί στην Κωνσταντινούπολη, το 1778, ενώ, λίγο πριν την Επανάσταση, η πανούκλα του 1812-1819 ήταν η πιο θανατηφόρα και ίσως αποτελεί μια από τις αιτίες που έκαναν τους Έλληνες να επαναστατήσουν. Πολλά νησιά του Αιγαίου ερήμωσαν· στη δε περιοχή του Τύρναβου, το 1812-1816, ένας άρρωστος Τάταρος από την Κωνσταντινούπολη μόλυνε τους κατοίκους και τα θύματα έφτασαν τις 8.600! Το 1814, η ίδια επιδημία έπληξε την Πόλη, τη Σμύρνη, τη Χίο, τη Σάμο και Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τον Πουκεβίλ «οι επιδημίες πανώλους στα 1814-1819 έπληξαν το ένα έκτο του πληθυσμού της Ευρώπης και το ένα πέμπτο των άλλων περιοχών».
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Επανάσταση δεν αντιμετώπιζε μόνο το τουρκικό γιαταγάνι και τις σφαγές αλλά ίσως οι έμμεσοι θάνατοι που προκλήθηκαν από τις δύσκολες υγειονομικές συνθήκες διεξαγωγής του αγώνα να προκάλεσαν ισάριθμους ή τουλάχιστον συγκρίσιμο αριθμό θανάτων με εκείνους που έπεσαν στα πεδία των μαχών. Τόσο από τη μόλυνση και την αδυναμία αντιμετώπισης των τραυμάτων όσο και από τις αναρίθμητες μικρότερες ή μεγαλύτερες επιδημίες.
Η πρώτη καταγεγραμμένη επιδημία μετά την κήρυξη της Επανάστασης εκδηλώθηκε στην Τρίπολη, είχε ως αιτία τον εξανθηματικό τύφο που προκάλεσε περίπου 3.000 θανάτους, ενώ επιδημία τύφου εκδηλώθηκε αργότερα, στο Ναύπλιο και σε άλλες πόλεις που τελούσαν υπό πολιορκία. Στο Μεσολόγγι ίσως οι θάνατοι από δυσεντερία να ξεπέρασαν εκείνους της ηρωικής Εξόδου.
Όμως, η τελευταία μεγάλη επιδημία την οποία αντιμετώπισαν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες στα 1828 να είναι σημαδιακή, κυρίως για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από τον Καποδίστρια, που μόλις πριν τρεις μήνες είχε φθάσει στην Ελλάδα, και όλους τους συνεργάτες του, που μπορούν τόσο να μας διδάξουν για το σήμερα όσο και να μας κάνουν να κατανοήσουμε από μια άλλη πλευρά το μεγαλείο αυτής της Επανάστασης.

«Αν περιστάσεως τυχούσης, πόλις τις

ή χωρίον είναι ύποπτα λοιμού, συγχρόνως

μετά την περιστοίχησιν

των υπό υγειονομικής γραμμής,

ανάγκη πάσα να ληφθώσιν

ευθέως τα εξής μέτρα:

Υποχρεούνται οι κάτοικοι να

μένουν εις τα ίδια,

εμποδίζεται πάσα θρησκευτική τελετή.

Δεν σημαίνονται οι κώδωνες».


Την Άνοιξη του 1828, εμφανίστηκε μια επιδημία πανώλους που την μετέδωσαν οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ, την «πανούκλα των φτωχών», όπως την έλεγαν οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι. Αυτή μεταδόθηκε αρχικώς στα νησιά, Ύδρα, Σπέτσες, Αίγινα και εν συνεχεία στο Άργος, την Αργολίδα και την περιοχή των Καλαβρύτων καθώς και στο στρατόπεδο των Μεγάρων. Για την αντιμετώπισή της ο Καποδίστριας πήρε ιδιαίτερα ενεργητικά μέτρα, βοηθούμενος και από τον Ελβετό φιλέλληνα γιατρό Louis-André Gosse (που μας άφησε και ένα σχετικό βιβλίο από όπου και όλες οι πληροφορίες που παρουσιάζουμε) καθώς και από τους Έλληνες γιατρούς και την υπόλοιπη διοίκηση.

Το άρθρο για την πανώλη, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΕΣΤΙΑ», στις 11/03/1879.

Εκτός από αυστηρά μέτρα καραντίνας και την απαγόρευση της μετακίνησης και των επαφών με τους ασθενείς ή όσους είχαν έλθει σε επαφή μαζί τους, απαγορεύτηκε και κάθε συνάθροιση σε δημόσιο χώρο, στις περιοχές που είχαν προσβληθεί από την επιδημία. Τέλος, στις 20 Αυγούστου, εξεδόθη ψήφισμα ειδικού νόμου «περί υγειονομικών διατάξεων» (Ψήφισμα 15 /20.8.1828) όπου, στο άρθρο 285 εδ.3, αναφέρεται πως  «Αν περιστάσεως τυχούσης, πόλις τις ή χωρίον είναι ύποπτα λοιμού, συγχρόνως μετά την περιστοίχησιν των υπό υγειονομικής γραμμής, ανάγκη πάσα να ληφθώσιν ευθέως τα εξής μέτρα: Υποχρεούνται οι κάτοικοι να μένουν εις τα ίδια, εμποδίζεται πάσα θρησκευτική τελετή. Δεν σημαίνονται οι κώδωνες».
Γράφει ο Gosse στο βιβλίο του: «Ωστόσο, σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, η Α.Ε. ο  κυβερνήτης Καποδίστριας έδειξε τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα, και έκανε τις μεγαλύτερες θυσίες. Από την πρώτη εμφάνιση της ασθένειας, παντού δημιουργήθηκαν επιτροπές υγιεινής, δημιουργήθηκαν καραντίνες σε όλα τα μέρη και καταρτίστηκε κώδικας υγιεινής. Μοιράστηκαν χρήματα και τρόφιμα στους απόρους, ενώ οι υγιείς πληθυσμοί απασχολήθηκαν σε δημόσια έργα, στάλθηκαν γιατροί όπου υπήρχε ανάγκη και με πυκνή αλληλογραφία γνώριζε η κυβέρνηση γνώριζε επακριβώς τι συνέβαινε, με μια λέξη δεν ξεχάστηκε τίποτε. Έτσι, ο Πρόεδρος, με τη βοήθεια του αδελφού του, του κόμη Βιάρου, και με τις προσπάθειες των κυβερνητών των επαρχιών, τον ζήλο των επισκόπων και των δημογερόντων και την πειθαρχία της μάζας του έθνους, κατόρθωσε να περιορίσει με επιτυχία τη μάστιγα στις διάφορες τοποθεσίες όπου εμφανίστηκε και να θωρακίσει τα επίφοβα σημεία».

Πορτραίτο του Ελβετού ιατρού Ανδρέα Λουδοβίκου Γκός (Louis-André Gosse, 1791 – 1873)

Για παράδειγμα, στις Σπέτσες, όπου διορίστηκε εκτάκτως ο Κωλέτης ως κυβερνήτης και από όπου – μαζί με την Ύδρα-  είχε ξεκινήσει η επιδημία, μέσα σε τρεις μήνες, αυτή τιθασεύτηκε και οι θάνατοι δεν ξεπέρασαν τους 15. Ανάμεσα στα άλλα μέτρα που πήρε, σε συνεργασία με τους αρχιερείς και τη επιτροπή δημόσιας υγιεινής που συγκρότησε, ήταν και τα εξής:
Έξοδος από την πόλη των κατοίκων από τα μολυσμένα σπίτια και εγκατάστασή τους σε καλύβες· ένας – ένας χωρίς να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, ακόμα και τα μέλη της ίδιας οικογένειας. Το κράτος θα προμηθεύσει βοηθούς για τους περιορισμένους σε καραντίνα (ένας «νοσηλευτής» ανά δέκα άτομα για να τους προμηθεύουν τρόφιμα και να τους εξυπηρετούν και ένας ανά τέσσερις για τους ήδη νοσούντες.) Οι υπόλοιποι κάτοικοι θα παραμείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους για τις λίγες μέρες που θα χρειαστεί, θα κλείσουν οι εκκλησίες και οι δημόσιοι χώροι και κανένα σκάφος δεν θα μπορεί να προσεγγίσει στο λιμάνι. 
Θα μπορούσα να συνεχίσω επί μακρόν για τα δρακόντεια και ταυτόχρονα γεμάτα ενσυναίσθηση μέτρα που ελήφθησαν και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που έγιναν ώστε να αποφευχθεί η παραπέρα επέκταση της επιδημίας και να τιθασευτεί η εξάπλωσή της. Και πράγματι, και δεν ξαπλώθηκε η επιδημία σε όλη την έκταση του τότε ελληνικού κράτους, τα δε κρούσματα περιορίστηκαν στα 1113 και οι θάνατοι στους 783, κάτι που αποτελούσε τεράστιο επίτευγμα για την εποχή και τις τότε συνθήκες.
Πρόκειται για μια διαφορετική, συνήθως αγνοημένη πλευρά της Επανάστασης αλλά και της σημαντικότερης πολιτικής φυσιογνωμίας που συνδέθηκε μαζί της, του Ιωάννη Καποδίστρια. Μια πλευρά που αξίζει να τη δούμε ενδελεχέστερα, τουλάχιστον σήμερα, καθώς η Εθνική Γιορτή που θα γιορταζόταν με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση φέτος μας βρίσκει σε «καραντίνα». Όμως το μυαλό, η σκέψη μας και τα λεγόμενά μας μπορούν να παραμένουν ελεύθερα και να στρέφονται όχι μόνο στους αγώνες του Νικηταρά στα Δερβενάκια αλλά και σε κείνους των ηρώων γιατρών (ο Gosse αρρώστησε και κινδύνευσε να πεθάνει ο ίδιος) και προπαντός του κυβερνήτη που ακόμα τον θυμούνται και τον κλαίνε οι Έλληνες για τον πρόωρο χαμό του.


Γιώργος Καραμπελιάς
To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο liberal.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "«Η άλλη Επανάσταση του 21: Ο Καποδίστριας και η πανώλη του 1828»."

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Από το Θουκυδίδη στον Κορονοϊό

Ο Θουκυδίδης, ο αντικειμενικότερος όλων των ιστορικών της αρχαιότητας, στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του, αμέσως μετά τον περίφημο Επιτάφιο του Περικλή, που αποτελεί έναν ύμνο στην αυτοπεποίθηση της πόλης, ένα εγκώμιο στη δύναμή της,  περιγράφει το διαβόητο λοιμό που ξέσπασε ξαφνικά στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου το καλοκαίρι του 430 π.Χ., ενώ οι Πελοποννήσιοι είχαν εισβάλει στην Αττική. Ο λοιμός αυτός ήταν μια καταστροφική επιδημία που κράτησε αρχικά δύο χρόνια και κυριολεκτικά αποδεκάτισε τον πληθυσμό της αρχαίας Αθήνας μέχρι το καλοκαίρι του 428 π.Χ.  Έπειτα από μία μικρή περίοδο ύφεσης η επιδημία εμφανίστηκε ξανά το χειμώνα του 427 π.Χ. και διήρκεσε μέχρι το χειμώνα του 426 π.Χ.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Θουκυδίδη επρόκειτο για άκρως μεταδοτική νόσο, που έπληττε τους ανθρώπους και τα ζώα. Όσοι προσβάλλονταν και διέφευγαν το θάνατο είχαν πλέον ανοσία. Χιλιάδες Αθηναίοι όμως βρήκαν φρικτό θάνατο. Υπολογίζεται ότι περίπου ένας στους τρεις κατοίκους της Αθήνας χάθηκε από την επιδημία. Ο Περικλής, ο ηγέτης που σηματοδότησε εκείνη την εποχή, ήταν ένας από τους χιλιάδες πολίτες που υπέκυψε χτυπημένος από τη νόσο. Και ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής ηγεσίας και των στρατιωτικών του στόλου και της ξηράς πέθανε κατά τη διάρκεια του λοιμού. Αυτή ήταν και μία, ίσως η κυριότερη, από της αιτίες της ήττας των Αθηναίων από τη Σπαρτιατική Συμμαχία στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αφού μετά το λοιμό την εξουσία στην πόλη ανέλαβαν διάφοροι αντικαταστάτες, τους οποίους ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει ως ανίκανους και αδύναμους. Η Αθήνα που εγκωμιάζει ο Περικλής στον «Επιτάφιο» υπέκυψε στο λοιμό.  Η θέα των αναρίθμητων νεκρικών πυρών στην πόλη έκανε τους Σπαρτιάτες να αποχωρήσουν για να αποφύγουν την επιδημία.

Λοιμός σε αρχαία πόλη, έργο του Φλαμανδού ζωγράφου Μίχιελ Σβέιρτς (Michiel Sweerts, 1618-1664), 17ος αιώνας, Los Angeles County Museum of Art (LACMA). Ο πίνακας θεωρείται ότι αναφέρεται στο λοιμό της Αθήνας ή έχει στοιχεία από αυτόν.

Ο Θουκυδίδης, ζώντας ο ίδιος από κοντά τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου και με την εμπειρία του ανθρώπου που νόσησε ο ίδιος, αφιερώνει  στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του εννέα κεφάλαια (Θουκ. ΙΙ 2.47-255) στον πρωτοφανή λοιμό που έπληξε την πόλη – κράτος της Αθήνας.
Ο ιστορικός, θέλοντας μεταξύ άλλων να είναι η μαρτυρία του και πρακτικά χρήσιμη, αν τυχόν εμφανιζόταν και πάλι κάποια ανάλογη επιδημία, περιγράφει με  λεπτομέρειες τα συμπτώματα και την εξελικτική της πορεία, καθώς και τις σοβαρές επιπτώσεις που είχε στην τότε αθηναϊκή κοινωνία. Αναφέρει την πορεία που ακολουθούσε η νόσος, τα εξωτερικά και εσωτερικά συμπτώματα, τα γενικά χαρακτηριστικά της, τις επιπτώσεις της στην κοινωνική συνοχή και την κατάρρευση των ηθικών φραγμών και αξιών που επέφερε ο λοιμός. Στην Αθήνα επικράτησε το χάος και η αβεβαιότητα. Τα ήθη χαλάρωσαν και επικράτησαν ανόσιες και παράνομες συμπεριφορές από τους ανθρώπους. Έβλεπαν ότι η ζωή τους είναι πρόσκαιρη, εφήμερη και αδιαφορούσαν για τα όσια και την εντιμότητα ακόμα και για τους νόμους των θεών, όπως αναφέρει ο ιστορικός. Εγκατέλειψαν ακόμα και την ελπίδα στους θεούς, άφηναν τη φαντασία τους να εξυφαίνει σενάρια συνωμοσίας. Κατηγορούσαν τον Περικλή για τα δεινά τους, ενώ συνωμοσιολογίες, προφητείες και χρησμοί ήρθαν στην επικαιρότητα και στις καθημερινές συζητήσεις.
Η βιωματική περιγραφή του λοιμού από τον Θουκυδίδη είναι από τα συγκλονιστικότερα χωρία της συγγραφής του. Ανεξάρτητα από την όποια επιστημονική αξία της περιγραφής, βέβαιη είναι η λογοτεχνική της αξία, αφού η περιγραφή αυτή αποτελεί το αρχέτυπο για τις περιγραφές λοιμών, ένα θέμα που άσκησε ιδιαίτερη έλξη στη λατινική και στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Το κείμενο του Θουκυδίδη για τον λοιμό στην αρχαία Αθήνα είναι ακόμα ζωντανό και επίκαιρο, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της πανδημίας του κορονοϊού που αντιμετωπίζει ο κόσμος μας. Ας την παρακολουθήσουμε σε μετάφραση Ε. Λαμπρίδη ελαφρώς διασκευασμένη:

«Πριν  περάσουν πολλές ημέρες από την ώρα που μπήκαν στην Αττική οι Λακεδαιμόνιοι, πρωτοφανερώθηκε στην Αθήνα αρρώστια, που λένε πως έπεσε άλλοτε και σε πολλούς τόπους, όπως γύρω στη Λήμνο και αλλού, αλλά πουθενά δεν θυμούνται να παρουσιάστηκε τόσο φοβερή, ούτε να χάλασε τόσους ανθρώπους. Οι γιατροί που κοίταζαν τους αρρώστους δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, γιατί δεν ήξεραν τη φύση του κακού, ενώ πέθαιναν και οι ίδιοι σε μεγαλύτερη αναλογία όσο περισσότερο τους πλησίαζαν. Κάθε άλλη ανθρώπινη τέχνη κι όλες οι παρακλήσεις που έκαναν στους ναούς και τα προσκυνήματα στα μαντεία κι άλλα τέτοια ήταν όλα του κάκου. Στο τέλος τα παράτησαν κι αυτά, γιατί τους χαντάκωσε το κακό.
Η αρρώστια ξεκίνησε, καθώς λένε, πρώτα–πρώτα από την Αιθιοπία, κατέβηκε ύστερα στην Αίγυπτο κι από κει στη Λιβύη και σε πολλά μέρη της μεγάλης επικράτειας του Πέρση βασιλιά.
Στην πολιτεία της Αθήνας φανερώθηκε ξαφνικά, αφού πείραξε μερικούς πρώτα στον Πειραιά. Οι Πειραιώτες είπαν πως οι Πελοποννήσιοι είχανε ρίξει φαρμάκι στα πηγάδια και τις στέρνες, γιατί δεν είχαν ακόμα βρύσες στον Πειραιά. Αργότερα όμως ήρθε και στην απάνω πολιτεία και τότε πέθαιναν πολύ περισσότεροι. 
Ο καθένας, λοιπόν, είτε γιατρός είναι είτε και άμαθος, λέει γι’ αυτό όσα ξέρει, από τι δηλαδή ήταν πιθανό να γεννήθηκε, και αναφέρει τις αιτίες που νομίζει πως ήταν αρκετά ισχυρές, για να φέρουν τέτοια μεγάλη αλλαγή σε μια κατάσταση από την υγεία στο θανατικό. Εγώ θα φανερώσω μόνο τι λογής ήταν και από τι συμπτώματα θα μπορούσε κανείς καλύτερα να εξετάσει το πράμα και να το γνωρίσει από πριν, ώστε να μην τα ‘χει εντελώς χαμένα, αν τύχει και ξανάρθει ποτέ, γιατί την πέρασα κι εγώ ο ίδιος και είδα πολλούς άλλους που υπέφεραν απ’ αυτή.
… Όσους δεν είχαν καμιά φανερή αιτία κακοδιαθεσίας, έξαφνα, ενώ ήταν πρωτύτερα εντελώς γεροί, τους έπιαναν πρώτα δυνατές θέρμες στο κεφάλι, κοκκίνιζαν τα μάτια τους και ερεθίζονταν πολύ, άναβαν και μάτωναν τα μέσα τους, ο φάρυγγας και η γλώσσα, και η αναπνοή τους έβγαινε παράξενη και βρωμούσε· Έπειτα άρχιζε δυνατό φτάρνισμα και βραχνάδα και σε λίγο το πάθημα κατέβαινε στο στήθος με δυνατό βήχα. Και, όταν έφτανε στην καρδιά, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή. Έβγαινε χολή από το στόμα και μάλιστα με δυνατούς πόνους. Μετά τους περισσότερους τους έπιανε ξερό ρέψιμο που τους έφερνε δυνατούς σπασμούς, που σε άλλους σταματούσαν ύστερα’ από λίγο, σε άλλους όμως κρατούσαν μέρες ολόκληρες.
Όποιον άρρωστο άγγιζες απ’ έξω, το κορμί του δεν ήταν ούτε υπερβολικά ζεστό, ούτε υγρό, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, γεμάτο εξανθήματα, μικρά σπυριά ή και πληγές. Από μέσα τους όμως ένιωθαν τέτοιο πυρετό, που δεν μπορούσαν να υποφέρουν να τους αγγίζουν ούτε τα πιο  ψιλά και μαλακά ρούχα ή σεντόνια και ήθελαν να μένουν γυμνοί. Ένιωθαν την πιο μεγάλη ανακούφιση, αν μπορούσαν να ριχτούν μέσα σε κρύο νερό. Και πολλοί δεν είχαν κανένα να τους κοιτάξει, έπεφταν μέσα σε πηγάδια βασανισμένοι από αδιάκοπη και ανυπόφορη δίψα και όσο νερό κι αν έπιναν δεν μπορούσαν να την σβήσουν.
Πάνω απ’ όλα όμως τους βασάνιζε η στενοχώρια που δεν μπορούσαν να βρουν ανακούφιση σε τίποτα και δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Το σώμα τους, όσον καιρό ήταν η αρρώστια στην οξεία φάση της, δε αδυνάτιζε, αλλά άντεχε στο βάσανο περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει. Οι περισσότεροι πέθαιναν ύστερα’ από εφτά ή εννιά ημέρες από τον ψηλό πυρετό, χωρίς να έχει εξαντληθεί εντελώς η δύναμή τους.
Αν περνούσαν αυτό το στάδιο, η αρρώστια κατέβαινε στην κοιλιά, όπου προκαλούσε έλκος, τους έπιανε δυνατή και ασταμάτητη διάρροια και πέθαιναν οι περισσότεροι σ’ αυτό το δεύτερο στάδιο από την  εξάντληση. Η αρρώστια διαπερνούσε όλο το σώμα. Ξεκινούσε από το κεφάλι, κατέβαινε σ᾽ ολόκληρο το σώμα και, αν κανείς άντεχε, περνούσε στα άκρα όπου φανερώνονταν τα σημάδια της. Πρόσβαλλε τα γεννητικά όργανα και τα χέρια και τα πόδια. Πολλοί σώθηκαν, άλλοι έμειναν παράλυτοι στα άκρα τους. Άλλοι  πάλι έχασαν το φως τους ή το θυμητικό τους. Ενώ δηλαδή άντεξαν την αρρώστια στην αρχή, ξέχασαν μόλις σηκώθηκαν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δε γνώριζαν ούτε τους πιο στενούς συγγενείς και φίλους τους.
Η μορφή της αρρώστιας ήταν τέτοια, ώστε οι λέξεις δεν φτάνουν για να την περιγράψει κανείς και πρόσβαλλε τον καθένα πιο βαριά απ’ όσο μπορεί να βαστάξει η ανθρώπινη φύση. Ότι δεν ήταν καμιά από τις συνηθισμένες αρρώστιες, φανερώθηκε κι από το γεγονός ότι τα όρνια και τα τετράποδα ζώα, όσα τρώνε ανθρώπινη σάρκα, παρόλο που είχαν μείνει πολλά κορμιά άταφα, δεν τα πλησίαζαν, ή, αν τα δοκίμαζαν, πέθαιναν κι αυτά.  Παρουσιάστηκε μάλιστα καθαρά ελάττωση των πουλιών αυτών και δεν τα έβλεπε κανείς ούτε αλλού, ούτε γύρω σε νεκρούς από την αρρώστια, ενώ τα σκυλιά, επειδή ζούνε μαζί με τον άνθρωπο, έδιναν ακόμα καλύτερη αφορμή να το παρατηρήσει κανείς αυτό.
Αυτά ήταν γενικά τα χαρακτηριστικά της αρρώστιας, αν και παραλείπω πολλά ασυνήθιστα συμπτώματα που διαφέραν από περίπτωση σε περίπτωση. Καμιά άλλη από τις συνηθισμένες αρρώστιες δε βασάνιζε τον κόσμο εκείνο τον καιρό. Γιατί κι αν τύχαινε να παρουσιαστεί καμιά, κατέληγε σε τούτη εδώ. Οι άνθρωποι πέθαιναν, άλλοι χωρίς περιποίηση και άλλοι, παρόλο που είχαν κάθε δυνατή φροντίδα. Δε βρέθηκε κανένα γιατρικό αυτής της αρρώστιας που να βοηθήσει τον άρρωστο, αν του το ‘δινε κανείς. Γιατί  ό,τι ωφελούσε τον ένα, το ίδιο χειροτέρευε τον άλλον και καμιά ανθρώπινη κράση, είτε ήταν πολύ δυνατή είτε τόσο αδύνατη, δε φάνηκε από μόνη της άξια ν’ αντισταθεί στην αρρώστια, ώστε να μην την πιάσει το κακό. Τους σάρωσε όλους, ακόμα κι εκείνους που είχαν την πιο περιποιημένη δίαιτα και τρόπο ζωής.
Χειρότερο απ’ όλα ήταν η κατάθλιψη που έπιανε τον καθένα μόλις ένιωθε πως αδιαθετούσε. Η ψυχική τους κατάσταση γύριζε στην απελπισία, αφήνονταν πολύ περισσότερο από την αρχή και δεν αντιδρούσαν. Τη μεγαλύτερη φθορά όμως την προξενούσε τούτο: Καθώς ο ένας περιποιόταν τον άλλον, κολλούσαν την αρρώστια και πέθαιναν αράδα σαν τα πρόβατα. Αν πάλι δεν ήθελαν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον από φόβο μην κολλήσουν, πέθαιναν οι άρρωστοι μόνοι κι έρημοι. Έτσι άδειασαν  πολλά σπίτια, γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει. Εκείνους πάλι που ήθελαν να φερθούνε καθώς πρέπει, γιατί ντρέπονταν να δείξουν πως λογαριάζουν τον εαυτό τους και πήγαιναν κοντά στους άρρωστους αγαπημένους τους, τους τσάκιζε η αρρώστια.
Στο τέλος ακόμα και οι συγγενείς παράτησαν τα μοιρολόγια των πεθαμένων αποκαμωμένοι από τη μεγάλη συμφορά.  Όμως εκείνοι που είχαν περάσει την αρρώστια και είχαν σωθεί, σπλαχνίζονταν περισσότερο τους άρρωστους και τους ετοιμοθάνατους και δε φοβούνταν. Ήξεραν τί σημαίνει η αρρώστια, ενώ οι ίδιοι δεν είχαν πια φόβο. Η αρρώστια δεν πρόσβαλλε ποτέ τον ίδιο άνθρωπο δεύτερη φορά ή, αν τούτο συνέβαινε, δεν ήταν θανατηφόρα. Οι άλλοι μακάριζαν όσους είχαν σωθεί, και οι ίδιοι απ᾽ την μεγάλη χαρά για τη σωτηρία τους, είχαν την μάταιη ελπίδα ότι δεν θα πέθαιναν πια ποτέ από άλλη αρρώστια.
Εκείνο που χειροτέρεψε πολύ την κατάσταση ήταν η συγκέντρωση μέσα στην πόλη όλου του πληθυσμού της υπαίθρου. Περισσότερο υπέφεραν οι πρόσφυγες, γιατί δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια, έμεναν σε πνιγηρές καλύβες μέσα στο καλοκαίρι και πέθαιναν ανάκατα ο ένας πάνω στον άλλο ή σέρνονταν μέσα στους δρόμους μισοπεθαμένοι, ενώ άλλοι, από την άσβηστη δίψα τους, μαζεύονταν γύρω από τις βρύσες. Οι περίβολοι των ναών, όπου είχαν κατασκηνώσει, ήταν γεμάτοι νεκρούς που πέθαιναν εκεί, γιατί καθώς φούντωνε το κακό, οι άνθρωποι, βασανισμένοι από την αρρώστια, έφταναν σε απόγνωση και αδιαφορούσαν πια για τα ιερά και τα όσια.  Όλες οι κανονικές τελετές, που συνηθίζονταν άλλοτε στις κηδείες, έγιναν άνω–κάτω και έθαβαν τους νεκρούς όπως μπορούσε ο καθένας. Πολλοί κατάντησαν να κηδεύουν τους δικούς τους χωρίς καμιά ντροπή, γιατί τους έλειπαν τα απαραίτητα, αφού τους είχαν πεθάνει τόσοι συγγενείς. Άλλοι αποθέταν τον δικό τους νεκρό σε ξένη έτοιμη πυρά κι έβαζαν φωτιά στα ξύλα κι άλλοι έριχναν τον νεκρό τους επάνω σε πυρά όπου καιγόταν άλλος νεκρός κι έφευγαν γρήγορα.
Η αρρώστια έδωσε την κυριότερη αφορμή για παρανομίες και σε άλλα πράματα. Γιατί, βλέποντας κανείς πως η τύχη γύριζε γρήγορα, τολμούσε εύκολα να κάνει πιο φανερά τώρα εκείνα που πρωτύτερα τα έκανε κρυφά ή δεν τα έκανε καθόλου. Πλούσιοι πέθαιναν ξαφνικά και φτωχοί, που δεν είχαν ποτέ τίποτε, τους κληρονομούσαν κι έπαιρναν αμέσως όλη τους την περιουσία.  Έτσι, οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιη η ζωή, βιάζονταν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανένας πια δεν είχε όρεξη να κοπιάσει για κάτι που άλλοτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο, επειδή σκεπτόταν ότι ήταν πιθανό να πεθάνει πριν το φτάσει.

Ο θρίαμβος του θανάτου, περ. 1562, έργο του Φλαμανδού ζωγράφου Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου (Pieter Bruegel περ. 1525-1530 – 1569). Μουσείο ντελ Πράδο, Μαδρίτη.

Το κέρδος με οποιοδήποτε μέσον και η ευχαρίστηση της στιγμής κατάντησε να θεωρείται και ωφέλιμο και σωστό. Ούτε ο φόβος των Θεών ούτε οι νόμοι των ανθρώπων τους συγκρατούσαν  πια. Έβλεπαν ότι όλοι πέθαιναν χωρίς διάκριση, δεν είχαν πια την αίσθηση για το τί ήταν ευσέβεια και τί δεν ήταν και κανείς δεν πίστευε πως θα γλυτώσει από την αρρώστια, για να δώσει λόγο και να τιμωρηθεί για τις άδικες πράξεις του. Όλοι θεωρούσαν ότι η τιμωρία, που κρεμόταν κιόλας πάνω στο κεφάλι τους, ήταν πολύ βαρύτερη από κάθε άλλη κι έπρεπε, προτού την υποστούν, να χαρούν κάτι απ’ τη ζω.
Τέτοιες ήταν οι συμφορές που πάθαιναν οι Αθηναίοι. Μέσα στην πολιτεία πέθαιναν οι άνθρωποι κι έξω στην ύπαιθρο τα κτήματά τους καταστρέφονταν. Και μέσα στα βάσανά τους θυμήθηκαν και ένα χρησμό, που έλεγαν οι γεροντότεροι πως το τραγουδούσαν άλλοτε: «Πόλεμος θά ‘ρθει Δωρικός, και μαζί μ’ αυτόν λιμός».  Και, όπως ήταν επόμενο, πολλές συζητήσεις άναβαν. Άλλοι υποστήριζαν πως δεν έλεγε ο στίχος «λοιμό» (επιδημία), αλλά «λιμό» (πείνα). Με όσα όμως δοκίμαζαν τότε επικράτησε η γνώμη, όπως ήταν φυσικό, πως η λέξη ήταν λοιμός (αρρώστια). Γιατί οι άνθρωποι εξηγούν ανάλογα με τα παθήματά τους.
Μου φαίνεται όμως ότι, αν καμιά φορά έρθει άλλος  Δωρικός πόλεμος και τύχει να πέσει πείνα, θα τον ερμηνεύουν όπως θα ταιριάζει στην περίσταση, δηλαδή όπως τους βολεύει.
Θυμήθηκαν ακόμα και ένα χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμονίους, όταν ρώτησαν το θεό αν πρέπει να κηρύξουν πόλεμο και τους προφήτεψε πως, αν πολεμήσουν μ’ όλη τους τη δύναμη θα νικήσουν, και ότι ο ίδιος θα τους βοηθήσει. Γι᾽ αυτό και θεωρούσαν ότι τα όσα συνέβαιναν είχαν σχέση με τον χρησμό, γιατί η επιδημία άρχισε μόλις είχαν κάνει εισβολή οι Πελοποννήσιοι.
Η αρρώστια ήταν βαριά στην Αθήνα και σ’ άλλα μέρη με σχετικά πυκνότερο πληθυσμό. Στην Πελοπόννησο δεν έπεσε, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, που δεν αξίζει τον κόπο να τις αναφέρει κανείς.  Αυτά λοιπόν ήταν όσα έγιναν με την αρρώστια».

Η αιτία που προκάλεσε τον λοιμό της Αθήνας αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ιστορίας της ιατρικής. Στα χρόνια που πέρασαν οι μελετητές ανέπτυξαν αρκετές θεωρίες και ταύτισαν τον λοιμό με δεκάδες σύγχρονες ασθένειες, όπως χολέρα, ελονοσία, ευλογιά, τύφο, βουβωνική πανώλη, Ιλαρά, σύνδρομο τοξικού shock, ασθένεια του άνθρακα, αιμορραγικός πυρετός (Έμπολα), μηνιγγίτιδα, κακοήθη οστρακιά κ.α., χωρίς όμως να καταφέρουν να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα για την αιτία που προκάλεσε τον λοιμό της Αθήνας. Σήμερα είναι λογικό να συσχετίζει κανείς το λοιμό της Αθήνας με την πανδημία του κορονοϊού, που ταλαιπωρεί τις περισσότερες χώρες του πλανήτη μας, επειδή και ο λοιμός εκείνος είχε τα χαρακτηριστικά πανδημίας, αφού κατά τον Θουκυδίδη, ξεκίνησε  από την Αιθιοπία, μεταδόθηκε στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και σε πολλά μέρη της Περσίας, δηλαδή απλώθηκε σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο.
Αν και η ακρίβεια και η αξιοπιστία Θουκυδίδη δεν αμφισβητούνται, η κλινική εικόνα της περιγραφής του λοιμού δεν ταιριάζει σε καμία από τις σύγχρονες μορφές λοιμώξεων. Άλλωστε ο ίδιος ο Θουκυδίδης δεν διέθετε εξειδικευμένες γνώσεις ιατρικής, ώστε να δώσει έμφαση σε ορισμένα σημεία και συμπτώματα της νόσου, που να αποτελούν παθολογικά χαρακτηριστικά για συγκεκριμένες παθήσεις. Τόνισε απλώς τα στοιχεία που τον εντυπωσίασαν περισσότερο, ίσως σε βάρος άλλων. Εξ άλλου η ίδια νόσος είναι δυνατόν να μην εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο σήμερα όπως στην αρχαιότητα.
Σίγουρα ο λοιμός του 5ου αιώνα π.Χ. δεν έχει σχέση με τη σημερινή πανδημία. Ο πολιτισμός δεν είχε βρει τον τρόπο να αναγνωρίζει μικρόβια και ιούς, όργανα δεν υπήρχαν εκτός από την παρατήρηση διά γυμνού οφθαλμού και η σημερινή τεχνολογία της ιατρικής ήταν αδιανόητη.
Και στο σημείο αυτό εμφανίζεται το ενδιαφέρον. Ενώ τα εργαλεία της Ιατρικής το 2020 απέχουν έτη φωτός απ’ αυτά του 5ου αιώνα π. Χ., η μέθοδος αναχαίτισης του εχθρού δεν αλλάζει. Η επιστήμη έχει χαρτογραφήσει τον ανθρώπινο οργανισμό, έχει υποσχεθεί την αθανασία με την τεχνητή νοημοσύνη, όμως όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν εχθρό σαν τον κορονοϊό, καταφεύγει στα σχέδια αμύνης που είχαν εκπονήσει οι πρόγονοι των σημερινών επιστημόνων χιλιάδες χρόνια πίσω. Αποφύγετε τους συνωστισμούς και τις συναθροίσεις.
Αποφύγετε την κοινωνική συναναστροφή, η οποία, ενώ είναι προϋπόθεση επιβίωσης του καθενός μας, σ’ αυτές τις περιπτώσεις μεταμορφώνεται σε απειλή. Αποφυγή του συνωστισμού εντός των τειχών τον 5ο αιώνα, αποφυγή συνωστισμών το 2020. Και όλα αυτά από την αδυναμία του ανθρώπου, όσο ισχυρός κι αν νομίζει ότι είναι, να αντιμετωπίσει κάτι που έρχεται έξω από αυτόν, μια καταστροφή που δεν κάνει διακρίσεις σε φύλλο, ηλικία, θρήσκευμα, οικονομικό και κοινωνικό status.
Το δίδαγμα που βγαίνει από τη σύγκριση της μικροβιακής επίθεσης τότε και σήμερα δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει όλες τις λοιμώδεις νόσους και τους ιούς που μεταλλάσσονται εδώ και εκατομμύρια χρόνια, ως πρώτοι κάτοικοι του πλανήτη χωρίς να παίρνουν την άδειά μας. Ο παντοδύναμος πολιτισμός μας, η εκπληκτικά εξελιγμένη τεχνολογίας μας τρέμει μπροστά σ’ έναν ιό, ο οποίος, όπως όλοι οι ιοί, θα εξουδετερωθεί μόλις τα εργαστήρια παράγουν το εμβόλιό του. Είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα βρεθεί το εμβόλιο. Όλη η ανθρώπινη ευφυΐα και γνώση πολεμάει την πανδημία! Μυριάδες εργαστήρια, αναρίθμητοι επιστήμονες, μαζί και η τεχνητή νοημοσύνη, συνδυάζουν απειράριθμα στοιχεία για να τον τσακίσουν. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα τα καταφέρουν στην επόμενη στροφή του δρόμου! Ως τότε όμως οι άνθρωποι και οι «θεωρίες συνωμοσίας» δεν αλλάζουν.

Φιλόλογος – Συγγραφέας 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Από το Θουκυδίδη στον Κορονοϊό"

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν ευφυέστεροι των σύγχρονων ανθρώπων!!!


Αν Αθηναίος του 1000 π.Χ. ερχόταν πίσω στη ζωή σήμερα, το πιθανότερο είναι ότι θα ήταν ευφυέστερος από όλους εμάς, υποστηρίζει ο Dr. Gerald Crabtree, κορυφαίος γενετιστής του Πανεπιστημίου Stanford των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, πρόσφατη έρευνα του οποίου αποκαλύπτει ότι ο άνθρωπος, με την πάροδο του χρόνου γίνεται όλο και λιγότερο ευφυής.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα του αυστραλιανού τύπου, ο Αμερικανός επιστήμονας υποστηρίζει ότι αναπόφευκτες αλλαγές στο γενετικό μας σύστημα, σε συνδυασμό με τεχνολογικές εξελίξεις, είχαν ως αποτέλεσμα να καταλήξουμε σε ένα ακρωτηριασμένο σώμα του πρώην εαυτού μας και πολύ λιγότερο ευφυείς από τους προγόνους μας.

Ο ίδιος θα πει ότι ο άνθρωπος βρισκόταν στην ακμή του όταν ήταν αναγκασμένος να παλέψει μ' όλες του τις δυνάμεις για να επιβιώσει, δεδομένου ότι τότε ήταν υποχρεωμένος να βασιστεί στο μνημονικό του, στο πρακτικό πνεύμα του και την ψυχολογική ισορροπία που του επέτρεπαν να εμπιστεύεται το ένστικτό του και να προσαρμόζεται στις περιστάσεις γρήγορα.

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, υποστηρίζει ο διακεκριμένος επιστήμονας, έχει άλλες απαιτήσεις από το σώμα και το μυαλό μας, η τεχνολογία όμως έχει αντικαταστήσει την ανάγκη να βασιζόμαστε στις φυσικές ικανότητες και τα ένστικτά μας. Επίσης, οι βιομηχανοποιημένες τροφές, δεν είναι ακριβώς η καλύτερη επιλογή για το σύστημά μας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι Βρετανοί επιστήμονες ανακάλυψαν πρόσφατα ότι τροφές που περιέχουν υψηλά επίπεδα φρουκτόζης ενδέχεται να μειώσουν δραστικά το IQ μας.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν ευφυέστεροι των σύγχρονων ανθρώπων!!!"

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Η πρώτη χειραψία χρονολογείται από τον 5ο π.Χ. αιώνα στην Ελλάδα

 

Η πρώτη χειραψία χρονολογείται από τον 5ο π.Χ. αιώνα στην Ελλάδα. Ήταν σύμβολο ειρήνης και αποδεικνύει πως ήταν χώρα ελεύθερη και μπορούσε ο καθένας να κυκλοφορεί χωρίς όπλα..
ΝΑ ΔΙΝΕΤΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ. ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΟΛΛΑ!



Στην Ακρόπολη των Αθηνών, σε μια πέτρινη πλατεία του 5ου π.Χ. αιώνα, απεικονίζεται η Ήρα και η Αθηνά να δίνουν τα χέρια.

Ο Έλληνας ποιητής Όμηρος περιγράφει την χειραψία αρκετές φορές ως επίδειξη εμπιστοσύνης στα έπη του "Οδύσσεια" και "Ιλιάδα". Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής, η χειραψία εξελίχθηκε σε αρπαγή από τον βραχίονα.

Κάποιοι ιστορικοί αναφέρουν ότι η σύγχρονη χειραψία έγινε δημοφιλής από τους Quakers του 17ου αιώνα, οι οποίοι πίστευαν ότι η χειρονομία αυτή ήταν πιο πειστική από το να βγάζει κάποιος το καπέλο και να υποκλίνεται (History.com). Σε μερικά πορτραίτα γάμου του 17ου αιώνα, ο σύζυγος και η σύζυγος δένουν τα χέρια τους ως σύμβολο της νομικής τους δέσμευσης. Στη Βικτοριανή εποχή, οι οδηγοί εθιμοτυπίας συνιστούσαν όπως η χειραψία παραμένει σταθερή.

Στις περισσότερες αγγλοσαξονικές και σκανδιναβικές χώρες η χειραψία παραμένει σταθερή, σε ορισμένες χώρες το υπερβολικό σφίξιμο θεωρείται αγένεια και σε κάποιες ασιατικές χώρες προτιμούν να δίνεται στην χειραψία μια πιο απαλή πινελιά..




Περισσότερα εδώ στα αγγλικά:
https://www.thevintagenews.com/2018/04/12/handshake/


Πηγή:
Μετάφραση - Nicos Kastanias


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ " Η πρώτη χειραψία χρονολογείται από τον 5ο π.Χ. αιώνα στην Ελλάδα"

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Πως έπαιρναν διαζύγιο στην Αρχαία Ελλάδα;

Σήμερα το διαζύγιο φαίνεται εύκολη υπόθεση, που τα ελληνικά δικαστήρια λύνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Πολλοί θεωρούν ότι η εξέλιξη των σχέσεων και η ισότητα των δύο φύλων έφερε και τις καλύτερες προϋποθέσεις για να βγαίνει κόσμια ένα διαζύγιο.
Πως ήταν όμως τα πράγματα για ένα γάμο που έληξε στην αρχαιότητα; Συγκεκριμένα στην αρχαία Ελλάδα είχαν καταγραφεί από τους ιστορικούς πολλά διαζύγια, Υπήρχαν δύο είδη διαζυγίων. Το κριτήριο ήταν ποιος ζητούσε το διαζύγιο.
Αν ο άνδρας του ζευγαριού ήθελε να χωρίσει, τότε έπρεπε να επιστρέψει στην οικογένεια της γυναίκας, την προίκα που είχα λάβει και να διασφαλίσει την οικονομική επιβίωση της συζύγου για τα πρώτα χρόνια, μετά το διαζύγιο.
Αν υπήρχαν παιδιά, τα κρατούσε ο σύζυγος, ενώ αν ξαναπαντρευόταν νεότερη γυναίκα από την πρώην σύζυγο, απαγορευόταν οι δημόσιες εμφανίσεις, μέχρι να ξαναπαντρευτεί και η ίδια.
Αν το διαζύγιο το ζητούσε η γυναίκα της οικογένειας, τότε έπρεπε να αποδείξει στον τοπικό Άρχοντα με αδιάσειστα στοιχεία, ότι συντρέχουν σοβαροί λόγοι για να διαλυθεί ο γάμος. Ο πιο σοβαρός λόγος που πάντα γινόταν δεκτός από τον Άρχοντα, ήταν η αδυναμία να προσφέρει ο σύζυγος, τα ελάχιστα για τη διαβίωση της συζύγου. Τα θέματα υγείας ήταν και αυτά από τους σοβαρούς λόγους για ένα διαζύγιο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η οικεία του σπιτιού περνούσε στην οικογένεια της συζύγου, μέχρι να ξαναπαντρευτεί,
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο πρώην σύζυγος αναλάμβανε να βρει καινούργιο σύντροφο για την πρώην γυναίκα του.

https://www.pronews.gr/istoria/818034_pos-epairnan-diazygio-stin-arhaia-ellada
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Πως έπαιρναν διαζύγιο στην Αρχαία Ελλάδα;"

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Κατάλογος των αριστοκρατικών ελληνικών οικογενειών

Οικόσημα Ελλήνων Ευγενών -  Γράφτηκε από  Κεφαλάς Αλέξανδρος  ----  

Οικόσημα Ελλήνων Ευγενών - Η Τέχνη της Εραλδικής στην Ελλάδα

Υπήρξαν ευγενείς στην Ελλάδα; Αριστοκρατικές οικογένειες με οικόσημα, φέουδα και γενεαλογία που φτάνει στα βάθη του χρόνου; -Μα φυσικά!--Δεν κατάγονται όλοι οι Έλληνες από ταπεινούς χωρικούς, καλοκάγαθους νησιώτες και πλούσιους, στην καλύτερη περίπτωση, μεγαλοαστούς. Το ελληνικό αρχοντολόι υπήρχε για αιώνες (από το Βυζάντιο ήδη), ακόμα και στα τετρακόσια χρόνια του οθωμανικού ζυγού, και εξαλείφθηκε μετά την επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. (Αριστερή φωτογραφία: Οίκος Γαβαλά)


Εκείνη την περίοδο ο θεσμός της φεουδαρχίας καταργήθηκε και πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 3§3 του ελληνικού συντάγματος: " Είς πολίτας Έλληνας τίτλοι ευγενείας ή διακρίσεως ούτε απονέμονται ,ούτε αναγνωρίζονται ". Μπορεί η λήθη του χρόνου και μια κακώς εννοούμενη εθνικιστική προσέγγιση της ιστορίας μας, που απορρίπτει συλλήβδην τις δυτικές επιρροές, να κυριαρχούν σήμερα στην αντίληψη του Νεοέλληνα, παρόλα αυτά αρκετοί φέρουν επίθετα που μαρτυρούν τη γαλαζοαίματη καταγωγή τους και δηλώνουν τον αριστοκρατικό οίκο από τον οποίο προέρχονται.
oikos-piertzovaliΟίκος Πιερτζοβάλη
Οι γνήσιες ελληνικές οικογένειες με οικόσημα ανήκουν συνήθως σε παλαιοβυζαντινούς αρχοντικούς οίκους (πχ. Κομνηνοί, Παλαιολόγοι, Κεφαλάδες, Χρυσολοράδες, Αγαλλιανοί κοκ). Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ή Λατινοκρατίας (1204-1566), όπου η Ελλάδα ήταν χωρισμένη σε πριγκιπάτα, δουκάτα και βαρονίες πολλοί Έλληνες φεουδάρχες διατήρησαν τη γη, τους δουλοπάροικους και τους τίτλους τους και αναγορεύθηκαν από τους Φράγκους κατακτητές σε ιππότες.

 Το ίδιο συνέβη και κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη και στα νησιά του Ιονίου, όπου μάλιστα υπήρχαν και τα λεγόμενα «Libro D' Oro», κατάλογοι κατά τα ενετικά πρότυπα δηλαδή των αριστοκρατικών οικογενειών. Μαζί με τους ντόπιους Έλληνες φεουδάρχες, βλέπουμε συχνά ιταλικές αρχοντικές οικογένειες, φραγκολεβαντίνους όπως τους ονομάζει ο λαός μας, (πχ. Αλιμπράντης, Ζηνόβιο, Καρούζο, Δελλαπόρτα, κοκ) εγκατεστημένες στα νησιά αυτά, όπως και πλούσιες οικογένειες που ανέβηκαν στις αριστοκρατικές τάξεις λόγω των χρηματικών κυρίως υπηρεσιών που προσέφεραν στους κατακτητές και στο δημόσιο ταμείο. Έτσι, το 1542 δημιουργήθηκε η Χρυσή Βίβλος της Ζακύνθου και το 1593 η νέα Χρυσή Βίβλος της Κεφαλονιάς και της Κέρκυρας.
oikosimo-kefala-marmaroΟίκος Κεφαλά
Το 1797, με το τέλος της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα, οι κατάλογοι αυτοί κάηκαν από τους Γάλλους στρατιώτες του Ναπολέοντα. Την ανασύσταση τους προσπάθησε να κάνει ο Ευγένιος Ραγκαβής με τη συγγραφή του έργου του «Η Χρυσή Βίβλος των Ιονίων Νήσων». Παρόλα αυτά τα ανάγλυφα οικόσημα στις οικίες, τις εκκλησίες και τους τάφους των εν λόγω οικογενειών, όπως και οι τίτλοι(πχ. Κόντε Ρώμας, Βαρώνος Σινάς κλπ) διατηρήθηκαν μέχρι και τις αρχές του εικοστού αι. Στις αριστοκρατικές αυτές οικογένειες, πρέπει να σημειώσουμε, δεν ανήκουν όλα τα επίθετα φραγκολεβαντίνικης προέλευσης, καθώς κάποια είναι δηλωτικά συνήθως τόπου καταγωγής, τα λεγόμενα πατριδωνύμια (πχ. Πρίντεζης, αυτός που προέρχεται από το Printezi της Ιταλίας) ή επαγγέλματος-ιδιότητας (π.χ. Αλιφιέρης ή Αλιφέρης ή Αλφέρης που σημαίνει σημαιοφόρος). Επίσης με την έλευση του Όθωνα ήρθαν αρκετοί Βαυαροί ευγενείς στην Ελλάδα, όπως και πλήθος Γερμανών στρατιωτών, που δε μπορούμε όμως να τους κατατάξουμε στην παλαιά ελληνική αριστοκρατία.

oikos-metaksaΟίκος ΜαταξάΗ επιστήμη της οικοσημολογίας, δηλαδή η συλλογή, καταγραφή, μελέτη και ανάλυση των εμβλημάτων που αποτελούν τους θυρεούς-οικόσημα, όχι μόνο των αριστοκρατικών οικογενειών αλλά και των εθνικών και εκκλησιαστικών ταγμάτων, ονομάζεται εραλδική. Στην Ελλάδα με την επιστήμη αυτή ασχολείται η Εραλδική & Γενεαλογική Εταιρεία Ελλάδος (ΕΓΕΕ). Στα αρχεία της και στα επιστημονικά δελτία που κατά καιρούς εκδίδει μπορεί κανείς να βρει σημαντικές ιστορικές πληροφορίες για τους ευγενείς της Ελλάδας. Η εταιρεία επίσης έχει πραγματοποιήσει τέσσερα σημαντικά επιστημονικά συνέδρια.

Τα οικόσημα συνήθως φέρουν σύμβολα και χρώματα που χαρακτηρίζουν την ιστορία και τα επιτεύγματα του εκάστοτε οίκου. Μπορεί να είναι απλά, σε αυτά ανήκουν τα ομιλούντα ή φανερά οικόσημα (πχ. Οίκος Κλαδά, φέρει ένα κλαδί, Οίκος Κεφαλά, δείχνει μια κεφαλή ανδρός, Οίκος Καλογερά, αναπαριστά έναν καλόγερο, ο Οίκος Σολωμού, το ψάρι σολωμός κοκ) ή πιο πολύπλοκα. Τα χρώματα επίσης είναι σημαντικά (πχ. κόκκινο, δηλωτικό αιματοχυσίας και κατά συνέπεια ανδρείας στη μάχη, γαλάζιο, δηλωτικό αγνότητας και ήθους κοκ) όπως και τα στέμματα στο άνω τμήμα που οι εξοχές τους δηλώνουν το βαθμό ευγενείας(πέντε εξοχές βαρώνος, δικέφαλος αετός, βυζαντινός αυτοκράτορας κοκ). Στην Ελλάδα ο μοναδικός εικαστικός καλλιτέχνης που αναλαμβάνει με αρτιότητα και επαγγελματισμό την έρευνα και ανασύσταση οικοσήμων είναι ο Ιωάννης Π. Βλαζάκης.

Ακολουθεί ένας πλήρης κατάλογος των αριστοκρατικών ελληνικών οικογενειών σύμφωνα με τα γνωστά ιστορικά αρχεία και τις πηγές που έχουν διασωθεί:

Α: Αβάσταγος, Αβούρης, Αβρ(α)άμη, Αγαλλιανού, Αγγέλου, Αγέλαστου, Αγκούρου, Αγιαποστολίτης, Αγουστόνης, Ακουίλα, Αλαμάνου, Αληπούτζα, Aλιμπράντης, Αλισάφη, Αλμπέρτο, Αλταβίλλα, Αλλαγκατέλα, Αλλαμάνου, Αλμπάνα, Αμοιραλή, Αναπλιώτη, Αναστάζη, Ανδρουτσέλη, Ανδρούτσος-Τρομπέττας, Ανεσίνη, Αννίνου, Ανκούσολ, Αντονάτο, Αντρηόλας, Αντρίζης, Αντίοχου, Αντρούτσος, Αντύπας, Αρακλιότης, Αργέντη, Αργυρόπουλος, Αργυρόπουλου, Αργυρού, Αρκούδη, Αρκουλή, Αρλιώτη, Αρταβάνη, Αρχολέου, Α(σ)σάνη, Ασημοπούλου, Ασπρουλιανού, Αυγερικού , Αυλωνίτη.
Β: Βαζαΐος, Βαλαρέτζος, Βάλβης, Βαλιέρ, Βαλλιάρη, Βαλσαμάκη, Βάλσαμος, Βαμβάτη, Βαρβάτη, Βαρβαρήγος, Βαρβιάνης, Βαρδάνης, Βάρδας, Βάρθη, Βαρζός, Βαρούχα, Βασάλλου, Βασιλάτου, Βατατζή, Βέγια, Βελέττης, Βέμπο, Βενάρδος, Βενετάντο, Βενέτος, Βενιέρ/Βενιέρη, Βεντούρας, Βεντουρής, Βεντραμίν, Βερβιτσιώτη, Βεργής, Βερίκιος, Βιδάλε, Βιτζαρά, Βιτούρης, Β(ου)ιτσαρά, Βλάσση, Βλασόπουλος-Βλασσόπουλου, Βλαστός/Βλαστού, Βολεντιέρας, Βονδιλάγκη, Βορήσης, Βουγλέσση, Βούλγαρης, Βούλτσος, Βούρου, Βραχλιώτη, Βροχίνη.
Γ: Γαβαλα, Γαήτας , Γαλάτη, Γαλέτος, Γαλιάτζας, Γάμπαρας, Γαμπριέλ, Γαρδέλης, Γαρζώνης, Γερακάρης, Γεράκη, Γερομεριάτη, Γεροπετρή, Γεωργάνος, Γιαλέλου, Γιαλινά, Γιαννόπουλος, Γιαργυρόπουλος, Γιράρδη, Γκαγκάδη, Γκαλιέλλο, Γκαζολίν, Γκαφίν, Γκεντιλίνη, Γκίκα, Γκίζης Γ(κ)λιοπούλου, Γκράντος, Γκοζαντίνων, Γκύλη, Γουσίδου, Γουλιανού, Γραμματικόπουλου, Γρατενίγος, Γκριμάνης, Γονέμη, Γράψα, Γριμάλδη(ι), Γρίτη, Γρυπάρης.
Δ: Δαβερώνα, Δάλλε, Δαμαλά, Δαμουλάτη, Δαμουλή, Δαμύλλου, Δάνδολος - Δανδόλου, Δαράτζου, Δαρίβας, Δαρέζης, Δαρμένου, Δελαζάρης, Δελλαγραμμάτη, Δελλαδέτσιμα, Δελλαπόρτα, Δελλα Ρόκκα, Δελέντα, Δενάζης, Δελιγότη, Δερώσσης, Δεσύλλας - Σιγούρος, Δετζώρτη, Διγότη, Δικόπουλος, Διπλοβατάτζη, Δόνδη, Δονάτος, Δομενεγίτης, Δοξαρά, Δούκα, Δουσμάνη, Δραγουμάνου, Δραμιτινού, Δώρια.
Ε: Επάρχου, Εβρετόπουλου.
Ζ: Ζαγκαρόλ, Ζάκκου Ζαμπέλης, Ζαχαριά, Ζερβού, Ζίφου, Ζουλάτη, Ζυγομαλά, Ζωγράφος, Ζωΐτσης, Ζωναράς.
Η: -
Θ: Θεοτόκη, Θερειανός.
Ι: Ιατρού, Ιγγλέση, Ιουστινιάνη, Ισιγόνης.
Κ: Καβαλάρη, Καβάλλης, Καβάσιλα, Καζανόβα, Κακαβέλλα, Κακοψόφη, Κακούρης, Καλανδρηνός, Καλάργας, Καλβοκορέση, Κάλβος, Καλέκας, Καλέτζης, Καλλέργης, Καλλιμάχη, Καλογερά, Καλοθέτη, Καλόφωνος, Καλουτά, Καλούτσικο, Καμάλη, Καμύλος, Καμινάρης, Κανάλ, Κανάλε, Καναλιώτη, Κανδήλας, Καντακουζηνού, Καντούνης, Καοτόρτα, Καούτζης, Καπαδόχα, Κάπαρη, Καπέλλος-Καπέλλου, Καπνίσης, Καποδίστρια, Καραβέλα, Καραβία, Καράλη, Καραντινός-Καραντινού, Καρατζά, Καρβελάς, Καριώτη, Κάρμπουρη, Καρούσου Καρρέρ, Καρτάνου, Κάρτσερη, Καρύδη, Καρυοφύλλη, Καστέλλη, Κάστρι, Κατελάνος, Κατήφορος, Κατσαϊτη, Καψάς, Καψοκέφαλος, Κεφαλά-Κεφαλάς, Κεφαλληνός/Μαλατέστας, Κερκυραίου, Κερκόφιλου, Κιγάλα, Κλαδά, Κλάδης, Κοκκίνη- Κοκκίνης, Κόκκος, Κόλας, Κολίβα, Κολλήτα, Κομνηνός-Κομνηνού, Κομούτος, Κομποθέρκα, Κονδοκάλη, Κονδύλη, Κόνταρης, Κονταράτος, Κονταρίνης, Κοντονής, Κοντοσταύλου, Κοντούτζης, Κονσόλα, Κόντη, Κόππο, Κοραής, Κορνάρος, Κορνέρ/Κορρέρ, Κορέση, Κορονέλλου, Κουαρτάνου-Καρτιάνου-Καρτάνου, Κουβαρά, Κουερίνης, Κουιρίνη, Κουκουλομάτης, Κουμπή, Κουλούρη, Κουρκουμέλλη, Κουρούμαλλος, Κούρσαρη, Κούρτζολάς, Κούτζης, Κουτούβαλης, Κρίσπη-Κρίσπο, Κροκίδα, Κυβετός, Κυρίαρχου, Κυπριανός-Κυπριανού.
Λ: Λάβαρο, Λαμπέτης, Λάνδου, Λάντζα, Λατούρο, Λάσκαρη, Λεκατσάς, Λεντεσούρη, Λεονταράρχη, Λεοντάρη, Λευκαδίτης, Λευκοκοίλου, Λεπενιώτη, Λιβάνης, Λίβιος, Λιβρίνα, Λισγάρα, Λοβέρδου, Λογοθέτης, Λο(ν)γκοβίτη, Λοκατέλλης, Λορενταν(ο) (Λούρδα), Λούζη, Λουκάνη, Λουμπάρδης, Λούντζης, Λουπίνα. Λούρου, Λούβρου, Λύδη.
Μ: Μαγδαληνός, Μαζαράκη, Μακέντο, Μακρής, Μαλατέστα, Μαλιπιέρος, Μαμωνά -Μαμωνάς, Μανδρικάρδης, Μάνεσης, Μανιατάκης, Μάνιος Μανολέτσος, Μάνου, Μανούσος, Μαντιγκούστι, Μαρίνης, Μαξίμου, Μερκάτης, Μαρίνου, Μαρκέτου, Μαρκορά, Μάρμορα, Μαρντίτος, Μάρουλλι, Μαρσέλλος, Μαρτελάος, Μαρτινέγκας, Μασακίτη, Μασάρης, Μάσου, Μάστη, Μάστρακα, Μάτεσης, Μάτζα, Ματσολένη, Μαύρου, Μαυρογένους, Μαυροκέφαλος, Μαυροκορδάτου, Μαυρομμάτη, Μαυρουδή, Μαυρογένη, Μαύρου, Μελισσηνός-Μελισσηνος, Μελισσουργός, Μελκή, Μέμο, Μεταξά, Μέτζο, Μιάνης, Μιδέη, Μικέλης, Μικέλι, Μιλίκης, Μίνιος- Μίνιου , Μινώτος, Μιστόρης, Μιχαλίτζης, Μοάτζος-Μοάτσο-Μουδάτσο-Μουντάτσο, Μοθωναίος, Μολίν, Μομφερράτου, Μονδίνος, Μόντε, Μορέλλης, Μοριωνά, Μοροζίνης, Μόρμορης, Μόρο, Μόστο, Μοστράτου, Μοσχοβίτης, Μόσχου, Μότας, Μοτσανέγα, Μοντζενίγος, Μουδάτζου, Μουλάς, Μουτζάν, Μουρούζη, Μουσελίμη, Μουστοξύδι, Μπαζέου, Μπαζιάνι-Μπαζιάνας, Μπάκου, Μπαρμπαρίγου, Μπάρμπαρο, Μπαρότσης-Μπαρότσι, Μπαρότσι, Μπασάν, Μπάφος- Μπάφου, Μπελάντα, Μπελόνια, Μπενεβίτη, Μπιζάς-Μπιζάνο, Μπλέσσα, Μπολάνης, Μπολντού, Μπόνο, Μποντιμιέρ, Μποριέζης, Μπόρσας Μπουζιάνης, Μπραγκαντίν, Μπουά.
Ν: Ναδάλ, Ναυπλιώτη, Νεγρεπόντη, Νέγρης, Νεόφυτου, Νεράτζης, Νερούλης-Νερουλού, Νικόπουλος, Νομικός, Νούτσιο, Ντα Κορώνια, Ντακουζάν, Νταμουσός, Ντάντολος, Ντε Λαστικ, Ντιέντο, Ντονάτος.
Ξ: Ξανθόπουλος.
Ο: Ογκλέζος, Οναβάλ, Οφιομάχου.
Π: Παίδης, Παδοβά, Πάγκαλη, Παλαιολόγος-Παλαιολόγου, Παλατιανού, Παλατσόλη, Παλατσουόλ, Παλλαδάς, Πανά, Παντίν, Πανιάλη, Πανιπέρη, Παντουβέρης, Παπαδάτος-Παπαδάτου, Παπαδοπόλη, Παπαδημητρίουλο, Παραμάνη, Παραστάθη Παρούτας, Πασκαλίγος, Πασπάτη, Παρένιο, Πεκατόρι, Πενδαμόντη, Περδικάρης, Πατέριου Πετρέτη, Πετροκόκκινου, Πήλικα, Πιενέρο. Πιέρη, Πιερτζοβάλη, Πινιατώρου, Πιτσαμάνου , Πλανούδη, Ποκατέρα, Πολίτη, Πολυλά, Πολλάρε, Πόθου, Πραματευτή, Πρασακάκη, Πρατούνα. Προσσαλένδη-Προσσαλέντης, Πούμπλια.
Ρ: Ραγγαβή, Ράλλη, Ραμαντάση, Ραμνίτου, Ραρτούρου, Ρεγγίνη-Ρεγγίνα, Ρέγκουλο. Ρεκανέζη, Ρέντη, Ρεσελέττη, Ρίζου, Ρίκκη, Ριμαντορο, Ρισικάρη, Ροδοκανάκη, Ροδοκέφαλου, Ροδοστάμου, Ροδίτη, Ρομανού, Ροσολύμου, Ρούσος, Ροίδη, Ρωμιού, Ρωσσέτη.
Σ: Σα(γ)κρέντο, Σαλβάγη, Σανούδος, Σαραντάρης, Σαραντηνού, Σαρρή, Σαχλίκη, Σγούτα, Σδρίν, Σεβαστόπουλου, Σεκιάρη, Σεριοποτάνου, Σιγάλα, Σιφάνδου, Σκαναβή, Σκαραμαγκά, Σκιάβων, Σκιαδά, Σκιριώτη, Σκορδίλη, Σκούρα, Σκούταρη, Σκυλίτση, Σολ(ω)ομού, Σομμαρίπα, Σορδίνα, Σουβλάκη, Σούτζου, Σοφιανός-Σοφιανού, Σπαδάς, Σπαδουλίνου, Σπανόπουλου, Σπαταφόρα, Σπεκιέρη, Σπέκου, Σπινέλλη, Σπρίτζη, Σπίρη, Σπ(ι)υρίδου, Σταμίτσα, Στατιέρι, Στέλλα, Στεφανόπουλος-Στεφανόπουλου, Στιάρχου, Στρατηγού, Συβάτη, Συνοδινού, Σφενδόνη, Σχινά.
Τ: Τζουλάτη, Τουρλίνι. Τριαντάφυλλου, Τριβόλη, Τριούλ(λ)ι, Τροίλου, Τρυφερού, Τσερούλη, Τσιγώνια, Τσιμάρα, Τσιτσίνια, Τυπάλδου.
Υ: Υψηλάντη.
Φ: Φόρτσα, Φ(ω)όσκολος, Φέστα, Φίντεου, Φίλιου, Φλώρος-Φλώρου, Φορσίγου, Φόρτιου, Φραγγίδου, Φραγκιάδη, Φραγκοπούλου, Φρά(ν)γκου, Φραντζή, Φωκά.
Χ: Χαρβούρη, Χαντζέρη, Χαντζηκομνηνού, Χέλμη, Χοϊδά, Χρυσοβελόνη, Χρυσολωράς, Χρυσοσκουλέου, Χωραφά.
Ψ:-
Ω:-
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Κατάλογος των αριστοκρατικών ελληνικών οικογενειών "
Related Posts with Thumbnails