Τίποτα δεν χρειάζεται μετάφραση, αν είσαι Έλληνας, εδώ στο Σαλέντο της Απουλίας... |
Μερικά ελληνικά επίθετα που εκφράζουν προέλευση από ένα μέρος είναι πολύ συχνά. Έχουμε έτσι:
- anò: Romanò (από Ρώμη), Serranò (από Σέρρες) - και στα ελληνικά λέμε: Βραζιλιάνος, Ιταλιάνος, Παριζιάνος, κλπ.
- eo: Cotroneo (από τον Κρότωνα / Crotone), Messineo (από την Μεσσήνη / Messina), Romeo (από την Ρώμη / Rome) -
- itano: Jeracitano (από την Γέλα, Γέρασα / Gerace), Locritano (από τους Λοκρούς / Locri), Militano (από την Μίλητο / Μίλατο / Μέλιτο / Μελίτη / Melito RC ή Miletus CZ), Reitano και Riggitano (από το Ρήγιο / Reggio), Tarsitano (από την Ταρσία, Ταρσό / Tarsia), Votano (από την Βότα / Μπόβα) -
- oti: Chiaravalloti, Geracioti (Γελασώτης/Γερασωτης, από την Γέλα / Γέρασα / Gerace), Liparoti (από τα νησιά Λιπάρες / Lipari), Squillacioti (Σκυλακιώτης), Seminaroti, κλπ.
- iti: Bruzzaniti (από το Bruzzano), Catanzariti (από το Catanzaro), Mammoliti (από την Μάμμολα / Mammola), Palermiti (από τον Πάνορμο, Πανορμίτης / Παλέρμο), Taverniti (από την Ταβέρνα) - και στα ελληνικά λέμε: Ροδίτης, Λευκαδίτης, κλπ.
Η κατάληξη - à (με περικομμένη έμφαση, στα ελληνικά) δείχνει το επάγγελμα ενός προγόνου:
Barillà (βαρελάς, κατασκευαστής βαρελιών), Cutellà (κουταλάς, κατασκευαστής κουταλιών), Lagana (λαχανάς, παραγωγός/πωλητής λαχανικών), Scutellà (σκουτελάς, κατασκευαστής σκουτιών/αγγείων), Zuccalà (τσουκαλάς, κατασκευαστής τσουκαλιών, αγγειοπλάστης), κλπ.
Τα επώνυμα που τελειώνουν σε -ari είναι επίσης ελληνικής προελεύσεως, αλλά ασαφή:
Cuppari, Gurnari (Γούναρης), Licari, Muccari, Scullari, Siclari (κατασκευαστής σίκλων / κάδων), Sclapari. Φαίνεται να ανήκουν σε ένα πρωτότυπο, αυτοχθόνων και Ελλήνων.
Πήρε 7-8 αιώνες αυτός ο σχηματισμός των ιταλικών επωνύμων – ΠΗΓΗ: Mimmo Codispoti.
Ο Γερμανός γλωσσολόγος G. Rohlfs[1], βάσει του πλούσιου διαλεκτικού υλικού που είχε συλλέξει στο νότιο τμήμα της Ιταλίας, μετά από πολλά χρόνια έρευνας, ισχυρίσθηκε την άμεση καταγωγή τους από τον αποικισμό των Ελλήνων, που μετανάστευσαν στην Magna Graecia.
Ιδού, λοιπόν, κάποια, κατά αλφαβητική σειρά:
Alampi (risplendente), Amendolia (mandorlo), Amuso (grossolano, rozzo), Andidero (dono in contraccambio), Anghelone (Άγγελος, κλπ. messaggero), Arcudi (Αρκουδης, κλπ. piccolo orso), Argurio (Αργυρίου, κλπ. moneta d’argento), Attinà (Αθηναίος, κλπ. pettinaio), Azzarà (pescatore);
Bambace (Βαμβακάς, κλπ. cotone), Barillà (Βαρελάς, κλπ. bottaio), Buccafurri (Μπούκας, κλπ. bocca di forno);
Caccamo (grande caldaia dei pastori), Caliciuri (buon signore), Calogero (Καλόγερος, κλπ. monaco), Calanna (Καλάννος, κλπ. buona Anna), Calù (καλός, κλπ. buono), Camini (Καμίνης, κλπ. fornace), Cananzi (il prediletto), Cannatà (Κανατάς, κλπ. fabbricatore di vasi di creta), Cannavò (Κανναβός, κλπ. grigio), Cannistrà (fabbricatore di canestri), Cardìa (cuore), Caridi (Καρύδης, κλπ. noce), Cartellà (Καρτελάς, κλπ. chi fa o vende ceste), Cartolaro (funzionario addetto all’ufficio del catasto), Catona (tenda), Catricalà (Κατρίκαλος, κλπ. sorta di trappola per uccelli), Ceraso (ciliegia), Chiofalo (testardo), Chilà (uomo dalle grosse labbra), Chinigò (Κυνηγος, κλπ. cacciatore), Chiriaco (Κυριάκος, κλπ. del signore), Chiriatti (signor sarto), Chiricò (Κύρηκος, κλπ. clericale), Cilea (ventre), Codispoti (signore di casa), Comerci (imposta, dogana), Comi (Κόμης, κλπ. alto funzionario bizantino), Condò (Κοντός, κλπ. corto), Crea (carne), Crisafi (Χρυσάφης, κλπ. oro), Crisanti (fiore d'oro) Crisafulli (oro), Criserà (chi fa o vende setacci), Crupi (tosato), Cundari (Lancia), Curatola (capo dei mandriani), Curìa (Κουρέας, κλπ. barbiere); Curmaci (tronco), Cutellà (chi fa cucchiai), Cuzzocrea (di carne mozza);
Dascola (Δάσκαλος, κλπ. maestro), Dattola (dito);
Facciolà (Φακιόλης, κλπ. chi fa o vende fazzoletti da capo), Fagà (Φαγάς, κλπ. chi mangia molto), Falcomatà (calderaio), Fallà (bosco di sugheri), Fantò (visibile), Farace (incisione), Fascì (fascio), Filastò (amuleto), Filocalo (Φιλοκαλος, κλπ. amante del bello), Floccari (chioccia), Foti (Φώτης, κλπ. luce), Fotia (Φωτιας, κλπ. fuoco), Frega (pozzo), Furnari (Φούρναρης, κλπ. fornaio);
Galatà (Γαλατάς, κλπ. lattaio), Galipò (difficile); Gerace (sparviero);
Jerinò (gru);
Lacaria (albero di noce), Laganà (Λαγανάς, Λαχανάς, κλπ. venditore di ortaggio), Lagano (cavolo), Lanatà (chi vende pelli di animali), Lardì (lardo), Lauria (Λαυρίας, Λαυράνος, κλπ. piccoli cenobi), Leandro (Λέανδρος, κλπ. santo), Liano (Λιανός, κλπ. minuto, magro), Licari (lupo), Lico (Λύκος, κλπ. lupo), Logoteta (Λοφοθέτης, κλπ. amministratore), Lojero (vecchio);
Macrì (Μακρής, κλπ. il lungo), Macellari (Μακελλάρης, κλπ. macellaio), Magaraci (Μαζαράκης, κλπ. grande ruscello), Malacrinò (Μελαχροινός, κλπ. bruno), Mallamace (oro), Mallamo (Μάλαμας, κλπ. oro), Mammì (levatrice), Managò (Μοναχός, κλπ. monaco), Mandaglio (piccolo chiavistello), Manglaviti (ufficiale bizantino in funzione di guardia del corpo), Manti (Μάντης, κλπ. indovino), Marafioti (luogo di finocchi), Megale (Μεγάλος, κλπ. grande), Melìa (Μέλης, Μελιας, κλπ. frassino), Melissari (Μελισσάρης, κλπ. apicultore), Melisurgo (Μελισσουργός, κλπ. produttore di miele) Messineo (Μεσσήνιος, κλπ. di Messina), Mezzòtero (il maggiore), Miraglia (ammiraglio), Mirarchi (Μοίρας, κλπ. alto grado militare, generale), Monorchio (con un solo testicolo), Musicò (Μουσικός, κλπ. musicale);
Natoli (Ανατολάκης, κλπ. orientale), Nisticò (Νηστικός, κλπ. digiuno);
Ollìo (ghiro);
Pachì (Παχής, Παχύς, Πάτσης, κλπ. grasso), Palamara (Παλαμάρης, κλπ. gomena), Pangallo (Πάγκαλος, κλπ. molto buono), Papalia (Παπαλιάς, κλπ. prete Elia), Papasidero (Παπασιδέρης, κλπ. prete Isidoro), Pedace (Παιδάκης, κλπ. bambino), Pedullà (Παιδούλας, κλπ. farfalla), Pellicanò (Πελεκάνος, κλπ. picchio verde), Pennestrì (segatore), Piria (Πυριάς, κλπ. pettirosso), Piromalli (Πυρόμαλλος, κλπ. chi ha i capelli rossi), Piscopo (Επίσκοπος, κλπ. vescovo), Pitasi (Πέτασος, κλπ. cappello), Polifroni (Πολυχρόνης, κλπ. di molti anni), Politanò (Πολίτης, κλπ. della città), Politi (Πολίτης, κλπ. cittadino), Praticò (attivo), Pristerà (luogo di colombi), Privitera (prete), Prochilo (manuale), Puja (vento di terra), Puterà (chi fabbrica bicchieri);
Rodano (Ροδανός, κλπ. rosso), Rodinò (Ροδινός, κλπ. rosso), Rodotà (Ροδοτάς, κλπ. pieno di rose), Romanò (Ρωμανός, κλπ. romano), Romeo (Ρωμαίος, κλπ. di Roma), Rudi (Ρούδης, κλπ. melagrana);
Sbano (sbarbato), Scalì (Σκαλής, κλπ. gradino), Schimizzi (Σημιτζής, κλπ. brutto), Schirò (Σκύρος, κλπ. duro), Scirtò (Σκιρτός, κλπ. curvato), Scordo (Σκόρδος, κλπ. aglio), Scutellà (Σκουτελάς, κλπ. chi fa scodelle), Sgro (dai capelli ricciuti), Sindona (Σινδώνης, κλπ. lenzuolo), Sirti (Σύρτης, κλπ. tirabrace del forno), Sismo (terremoto), Sorgonà (fabbricante di grosse e alte ceste per tenervi il pane), Spanò (Σπανός, κλπ. sbarbato), Spinà (Σπίνος, κλπ. cuneo), Straticò (Στρατηγός, κλπ. capo militare);
Tambo (abbagliato), Trimarchi (capo di una squadra militare), Tripepi (degno di Dio), Tripodi (Τριπόδης, κλπ. treppiede), Triveri (povero);
Villari (membro virile);
Zangari (Τσαγκάρης, κλπ. calzolaio), Zema (brodo), Zerbi (Ζερβός, κλπ. mancino), Zimmaro (Ζυμάρης, κλπ. capretto), Z’inghinì (parente), Zuccalà (Τσουκαλάς, κλπ. pentolaio).
Του Γιώργου Λεκάκη
http://www.arxeion-politismou.gr/2020/11/italika-epitheta-ellinikis-proelefsis.html