ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΥΡΙΩΝ ΑΝΔΡΙΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
Άγγελος: Από το αρχαίο ρήµα αγγέλλω (µεταφέρω κάποιο µήνυµα, µια είδηση).
— Άνθρωπος του Θεού, αξιολάτρευτος που έχει ψυχή και αισθήµατα αγγελικά.
Αγησίλαος: Αρχαίο όνοµα από το ουσιαστικό άγησις ή ήγησις (καθοδήγηση, αρχηγία) < ηγούµαι + το ουσιαστικό λαός· αυτός που θαυµάζεται από το λαό.
— Προσωπικότητα µε στρατιωτικά και ηγετικά προσόντα, που οδηγεί τους άλλους εκεί που επιθυµεί.
Αθανάσιος: Από το ουσιαστικό αθανασία < α - στερητικό + θάνατος' αθάνατος, αιώνιος.
— Χαρισµατικό δηµιούργηµα του θεού, µε ιδιάζουσες ανησυχίες και φιλόκαλες διαθέσεις.
Αλέξανδρος: Αρχαίο όνοµα από το ρήµα αλέξω (αποκρούω, προστατεύω) + το ουσιαστικό ανήρ, γεν. ανδρός, αυτός που προστατεύει τους ανθρώπους, ο υπερασπιστής τους, ο βοηθός τους.
— Γενναίος, κοινωνικός και δηµοφιλής, που µάχεται και αγωνίζεται για το καλό των συνανθρώπων και της πατρίδας του.
Ανάργυρος: Από το αν - στερητικό + το αρχαίο ουσιαστικό άργυρος χωρίς χρήµατα και µεταγενέστερα αυτός που δίνει δωρεάν, που δεν εξαγοράζεται, ο αδέκαστος.
— Εκείνος που προσφέρει τις υπηρεσίες του χωρίς χρηµατικά ή άλλου είδους ανταλλάγµατα.
Αναστάσιος: Από το ουσιαστικό ανάστασις <ανίστηµι (εγείρω) <ανά + ίστηµι (στέκοµαι) αυτός που αναστήθηκε, ο αναγεννηµένος, ο αιώνιος.
— Σοβαρός, ευσυνείδητος, υπεύθυνος, αποτελεσµατικός.
Ανδρέας: Από το αρχαίο ουσιαστικό ανήρ, γεν. ανδρός ο ανδρείος, ο πραγµατικός άντρας, ο πολεµιστής, ο γενναίος.
— Εκείνος που έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ισχυρού φύλου: θάρρος, δύναµη, αποφασιστικότητα, τόλµη.
Αντώνιος: Από το λατινικό Antonius, το οποίο είναι άγνωστης ετυµολογίας ο εξυµνήσιµος, ο ανεκτίµητος, ο εκλεκτός.
— Πιστός, που δεν προδίδει τις ιδέες και τους φίλους του.
Βασίλειος: Από το αρχαίο επίθετο βασίλειος < βασιλεύς.
— Eυγενικός και αγαπητός, που θεµελιώνει ενάρετα και έντιµα την ευτυχία του όταν ασχολείται µε τα κοινά.
Γεώργιος: Από το αρχαίο ουσιαστικό γεωργός < γη + έργον, δηλαδή αυτός που καλλιεργεί τη γη.
— Άνθρωπος της φύσης, της ζωής, του µόχθου, της εργασίας, προκοµµένος και τίµιος.
Γρηγόριος: Μεσαιωνικό όνοµα από το ρήµα γρηγορώ (άγρυπνος, αυτός που γρηγορεί < µεταγενέστερο γρηγορώ (αγρυπνώ, φρουρώ).
— Ευέλικτος, διπλωµάτης, ανοιχτοχέρης, επιδέξιος, καλόβολσς και καλοπροαίρετος.
Δηµήτριος: Αρχαίο όνοµα από το επίθετο δηµήτριος (αυτός που έχει σχέση µε τη θεά Δήµητρα).
— Eκείνoς που παράγει και δηµιουργεί υλικά, κυρίως, αγαθά επινοητικός, αυτόνοµος κι ολιγαρκής.
Δηµοσθένης: Αρχαίο όνοµα από το ουσιαστικό δήµος + την κατάληξη -σθένης <σθένος (δύναµη ) – το σθένος του δήµου, η δύναµη του λαού.
— Άνθρωπος λαϊκός, µε δύναµη και εξουσία.
Διονύσιος: Από το αρχαίο όνοµα Διόνυσος Ι Διόνυσσος / Ζόνυσσος < Διόσνυσος αβέβαιης ετυµολογίας ως προς το δεύτερο συστατικό, η πιο αληθοφανής υπόθεση το συνδέει µε το Νύσα / Νύσσα, νύµφες που θεωρούνταν τροφοί του Διονύσου.
— Αυτός που έχει θεϊκή προέλευση, µε πνευµατικές εµβαθύνσεις και αναζητήσεις.
Ελευθέριος: Από το αρχαίο επίθετο ελευθέριος <ελεύθερος.
— Λεβέντικη και γενναιόδωρη προσωπικότητα ο εραστής, ο κήρυκας και πρόµαχος της ελευθερίας.
Ευάγγελος: Αρχαίο όνοµα από το επίρρηµα ευ - (καλά, εύκολα) + το ουσιαστικό άγγελος (αυτός που φέρει καλές ειδήσεις).
— Καλοπροαίρετος, καλοσυνάτος και αισιόδοξος.
Ευκλείδης: Αρχαίο όνοµα από το ουσιαστικό εύκλεια < ευκλεής < ευ + κλέος (δόξα).
— Ο ένδοξος, ο τιµηµένος.
Ευστάθιος: Από το αρχαίο επίθετο ευσταθής (σταθερός, ακλόνητος).
— Ήρεµoς, ήσυχος, ο σταθερός στις απόψεις και στις αποφάσεις του.
Ηλίας: Από το εβραϊκό Eliyahu (θεός µου είναι ο Γιαχβέ )- αυτός που έχει θεία δύναµη.
— Βαθύτατα θρησκευόµενος, µε έντονους φιλοσοφικούς προβληµατισµούς και ρεαλιστικές τοποθετήσεις.
Θεμιστοκλής: Αρχαίο όνομα από το Θέμις (η θεά της δικαιοσύνης ) + καταληξη –κλής <κλέος (δόξα ) Ο υπερασπιστής του δικαίου.
— Είναι ο δίκαιος ο ειρηνόφιλος.
Θεόδωρος: Από το θεο - + το ουσιαστικό δώρον δηλ. το δώρο του θεού.
— Καλόβουλος, χαρισµατικός, αισιόδοξος, εύχαρις και δηµιουργικός.
Θωμάς: Εξελληνισμένη μορφή του αραμαικού Te ΄ öma (δίδυμος).
— Άτομο που εύκολα επηρεάζεται και πείθεται.
Ιάκωβος: Από το εβραϊκό Ya'akov, που πιθανόν συνδέεται µε το επίσης εβραϊκό aqeb (φτέρνα) ή µε το aqab (υποσκελίζω).
— Θριαµβευτής αγώνων, ικανότατος, τεχνίτης και παραπλανητικός.
Ιάσων: Αρχαίο όνοµα, πιθανόν από το ιάσθαι, απαρέµφατο του ιώµαι =(θεραπεύω)- ο θεραπευτής.
— Εκείνος που παρηγορεί, συµπαρίσταται και κατανοεί.
Ιωάννης: Από το εβραϊκό Υ(eh)okhanan, o Θεός, ο Γιαχ, αυτός που δείχνει εύνοια ο τυχερός, ο αγαθός.
— Τυχερός, χαρισµατικός, που έχει την εύνοια του Θεού, καλότυχος και καλόψυχος.
Κυριάκος: Από τη λέξη κύριος δηλαδή αυτός που είναι αφιερωμένος και ανήκει ολόψυχα στον Κύριο.
Κωνσταντίνος: Από το λατινικό Cοnstantinus < constans (σταθερός, βέβαιος).
— Εκείνος που έχει σταθερό και ισχυρό χαρακτήρα, εµµένει στις ιδέες του, αγωνίζεται νόµιµα και αναδεικνύεται χωρίς τυµπανοκρουσίες.
Μάριος: Από το λατινικό marius < mare (θάλασσα)- ο θαλασσινός.
— Ταξιδιάρης, θαλασσόφιλoς, περιγραφικός, στοχαστής.
Μιχαήλ: Από το εβραϊκό MΪkhael (ποιος είναι σαν το Θεό;)-αυτός που είναι όµοιος µε το Θεό.
— Θεοσεβής, αγνός, γαλήνιος, παρηγορητικός, συµπονετικός.
Νικήτας: Από το αρχαίο ουσιαστικό νίκη, ο νικητής.
— Μεθοδικός, ευφυής, στρατηγικός, θριαμβευτής, λαοφιλής.
Νικόλαος: Από τα αρχαία ουσιαστικά νίκη + λαός η νίκη του λαού, ο λαϊκός καταξιωμένος νικητής.
— Φιλολαϊκός, φιλόνομος, εξουσιαστής, πλανευτής και δημαγωγός.
Ορέστης: Αρχαίο όνομα από το ουσιαστικό όρος γεν. όρους < όρεσ-ος, ήδη μυκηναϊκό O-re-ta·ο ορεινός, ο κάτοικος των βουνών //από το όρος + ίσταμαι (στέκομαι, τοποθετούμαι)·ο άνθρωπος του βουνού, ο ορεσίβιος, ο βουνίσιος.
— Εξελικτικός, φυσιολάτρης, ερευνητής, ονειροπόλος.
Παναγιώτης: Από το Παναγία (η Θεοτόκος, η μητέρα του Χριστού)·αυτός που είναι άγιος, πάναγνος.
— Πανάρετος, παναληθής, ήρεμη και αγαθή προσωπικότητα, μειλίχια και σεβαστική.
Παντελής: Μεσαιωνικό όνομα από το πάν, παντ(ο)-, γεν. παντός + το επίθετο ελεήμων: αυτός που όλους ελεεί, ο ελεήμων, ο ευσπλαχνικός.
— Φιλάνθρωπος, αγαπητός, συμπονετικός, καλοπροαίρετος, καλόκαρδος.
Παύλος: Από το λατινικό paulus (μικρός)· ταπεινός, σεμνός. Αναφέρεται στο πρόσωπο του διώκτη του χριστιανισμού Σαούλ ή Σαύλος (αυτός που ορμητικά ποθεί), που μετονομάστηκε Παύλος (ο πολύ μικρός από τους Αποστόλους ), προς τιμήν του ρωμαίου ανθύπατου της Κύπρου Παύλου που τον έκανε χριστιανό.
— Άνθρωπος της λεπτομέρειας, της τυπικότητας, της ηρεμίας και της απλότητας.
Πέτρος: Από το αρχαίο ουσιαστικό πέτρος (πέτρα)· o σταθερός, ο ακλόνητος.
— Σταθερός. σκληρός, αμετάκλητος, προσηλωμένος, έμπιστος, αβέβαιος.
Ραφαήλ: Από το εβραϊκό Rafae’l (ο θεός έχει θεραπεύσει, ο θείος θεραπευτής).
— O Προσηλωμένος, o ήσυχος, o ακούραστος, o θεοσεβής.
Σπυρίδων: Άγνωστης ετυμολογίας // ίσως από το αρχαίο σπυρίς, γεν. σπυρίδος (ψαροκόφινο, ζεμπίλι, πλεκτό σκεύος)· το εκλεκτό σκεύος του Θεού, ο άνθρωπος του Θεoύ.
— Φιλάνθρωπος, φιλαλήθης, μετριόφρων, συνετός.
Σταύρος: Από το σταυρός με αναβιβασμό του τόνου ·το όνομα προέκυψε από τη γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και της θεοποιήσεως και ιερού συμβολισμού του σταυρού του Κυρίου.
— Βαθύτατα θρησκευόµενο άτοµο, έτοιµο να δοκιµαστεί, να τυραννιστεί για κάποιον υψηλό σκοπό ή για να υπερασπίσει ένα υψηλό ιδεώδες.
Στυλιανός: Ίσως από το αρχαίο ουσιαστικό στύλος, ο σταθερός ο υποστηρικτής·ο στύλος του σπιτιού αλλά κι ευχετικό να στεριώσει σαν στύλος, να γίνει η κολόνα του σπιτιού.
— Βοηθός, ακούραστος, µετρηµένος σε λόγια, οικογενειάρχης, ενήµερος.
Σωτήριος: Από το αρχαίο επίθετο σωτήριος // από το αρχαίο ουσιαστικό σωτήρ (λυτρωτής, σωτήρας, αυτός που σώζει από το κακό, ο προστάτης, ο Ιησούς Χριστός.
Φίλιππας: Αρχαίο όνοµα από τα ουσιαστικά φίλος + ίππος αυτός που αγαπά τα άλογα ή την ιππασία.
— Άνθρωπος της ενέργειας, της δράσης, της περιπέτειας και της ανάδειξης.
Χρήστος: Παράλληλη γραφή του Χρίστος // από το επίθετο χρηστός ( ο χρήσιµος, ο ηθικός, ο πιστός, ο ανδρείος, ο κατάλληλος).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΥΡΙΩΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
Αγγελική: Θηλυκή προσαρμογή του Άγγελος.
Ακριβή: Από το αρχαίο επίθετο ακριβής
— Καλόβολη, συμπονετική, απλοχέρα και απαιτητική.
Αθανασία: Χριστιανικό. Θηλυκή μορφή του Αθανάσιος.
Αικατερίνη: Θρησκευτικό. Πιθανόν από το αρχαίο επίθετο εκάτερος = (καθένας από τους δύο). Αποφασιστική, απόλυτη, διαλλακτική, ενήμερη και κοινωνική.
Αιμιλία: Από το λατιν. Aemulus(ζηλωτής, θαυμαστής).
— Ενεργητική, γεμάτη ζήλο, προθυμία και δραστηριότητα.
Αναστασία: Θρησκευτικό. Θηλυκή μορφή του Αναστάσιος.
Ανθή: Από το αρχαίο ουσιαστικό άνθος. Αυτή που ανθίζει, η λουλουδένια. Νεοελληνικό όνομα που αποδίδεται και επιθυμεί να μεταδώσει τη θαλερότητα, την ακμάδα, την ομορφιά και τη ζωντάνια του άνθους.
— Χαρούμενη, καλοπροαίρετη και καλοσυνάτη.
Ανθούλα: Υποκοριστικό του Ανθή.
Άννα: Από το εβραϊκό (Hannah=εύνοια, χάρη ). Αυτή που έχει δεχτεί την εύνοια του θεού.
— Χαρισματική, έντιμη, κοινωνική και κοσμαγάπητη.
Αντωνία: Λατινικό. Θηλυκή μορφή του Αντώνιος.
Αρλίντα: Ξενικό.
Άντζελα: Ξενική μορφή του Αγγέλα.
Ασπασία: Αρχαίο όνομα, θηλυκό του επιθέτου ασπάσιος =χαρούμενος, ευτυχισμένος.
— Αγαπημένη, προσφιλής με ηγετικά οξυδερκή και μακρόπνοα σχέδια.
Βασιλική: Από το αρχαίο επίθετο βασιλικός, αυτή που ανήκει στο βασιλιά.
— Ναζιάρα, καμωματού, σκερτσόζα, αγγελοκαμωμένη, διπλωματού, ικανότατη, εύστροφη, πανέξυπνη κι επίμονη.
Γαβριέλα: Από το εβραϊκό (tabhriel= δύναμή μου είναι ο θεός μου
Γεωργία: Θηλυκή μορφή του Γεώργιος.
Γιολάντα: Παραφθορά του Βιολάνθη, υποκοριστικό του Ιολάνδη. Από το λατινικό (Julius = Ιούλιος, Ιουλία).
— Φιλόκαλη, ρομαντική, ποιητική, δημιουργική πρωτότυπη.
Γρηγορία: Μεσαιωνικό. Ευέλικτη, διπλωμάτισσα, ανοιχτοχέρα, επιδέξια, καλόβολη, καλοπροαίρετη.
Δήμητρα: Αρχαίο όνομα από το Δημήτηρ / Δαμάτηρ / Δωμάτηρ, αβέβαιης ετυμολογίας. Το β΄ συνθετικό περιέχει τη λέξη μήτηρ και το α΄ συνθετικό ταυτίζεται μάλλον με το αρχαιότατο δά (γη), δηλ. μητέρα γη. Η καλλιεργήτρια, παραγωγός, και δημιουργός αγαθών.
— Εκείνη που παράγει και δημιουργεί αγαθά, επινοητική, αυτόνομη, και ολιγαρκής.
Διονυσία: Αρχαίο. Θηλυκή μορφή του Διονύσιος.
Ειρήνη: Αρχαιοελληνικό όνομα από το ουσιαστικό ειρήνη (ησυχία, ηρεμία, ομαλότητα) Αυτή που έχει δημιουργική διάθεση, γαλήνια, ήρεμη, πνευματική και διπλωμάτισσα.
Ελένη: Αρχαιοελληνικό όνομα άγνωστης ετυμολογίας. Ίσως Ελένη (από την λέξη σέλας = λάμψη, φεγγοβολή ).Η εκθαμβωτική.
— Επιβλητική, σίγουρη, καθοριστική, όμορφη, θελκτική και μοιραία.
Ευαγγελία: Θηλυκή μορφή του Ευάγγελος.
Ευγενία: Αρχαίο όνομα από το επίθετο ευγενής (ευγενικός, που έχει καλούς τρόπους). Εκείνη που διαπνέεται από υψηλά συναισθήματα.
Ευθυμία: Από το αρχαίο επίθετο εύθυμος (καλόκαρδος, αστείος, αυτός που πάντα είναι χαρούμενος). Χαρούμενη, αισιόδοξη, ανθρωπίστρια και αγαπητή.
Ευσταθία: Αρχαίο όνομα. Θηλυκή μορφή του Ευστάθιος.
Ευτυχία: Από το αρχαίο ουσιαστικό ευτυχία. Μακάρια και πληθωρική προσωπικότητα με ήθος.
Ευφροσύνη: Αρχαίο όνομα από το ουσ. Ευφροσύνη = βαθιά χαρά, μεγάλη ψυχική ευχαρίστηση.
— Καλόβολη, καλλιεπής, καλοδεχούμενη καλόπιστη μα και επαναστάτρια, προοδευτική και φιλόδοξη.
Ζωή: Αρχαιοελληνικό. Από το αρχαίο ουσιαστικό ζωή. Αυτή που έχει και δίνει ζωή, η ζωντανή, η αλέγρα, η δραστήρια. Ενεργητική, ευέλικτη, διορθωτική, έξυπνη, αποφασιστική και πρωτοπόρα.
Ηλιάνα: Εβραϊκό όνομα.Θηλυκή μορφή του αντρικού ονόματος Ηλιανός / Ηλίας. Σημαίνει ο θεός μου είναι ο Γιαχβέ που έχει θεία δύναμη. Είναι σύνθετο όνομα που ως πρώτο συνθετικό έχει το αντρικό όνομα Ηλίας και δεύτερο διάφορα γυναικεία ονόματα.
— Πληθωρική, φανταχτερή, εύθικτη, διαχυτική και αέρινη.
Ιωάννα: Εβραϊκό όνομα. Θηλυκή μορφή του Ιωάννης. Τυχερή, χαρισματική, που έχει την εύνοια του θεού, καλότυχη και καλόψυχη.
Κλημεντία: Θηλυκή μορφή του Κλήμης. Από το λατινικό Clementia = επιείκεια, ηπιότητα, ευμένεια.
— Αυτή που είναι φιλεύσπλαχνη.
Κυριακή: Αρχαίο. (Κυριάκος< κύριος) // Από την ονομασία της πρώτης ημέρας της εβδομάδας. Ευχάριστη, γενναία, ανώτερη, και θαρραλέα προσωπικότητα. Αυτή που επιζητά τα πρωτεία, η πρώτη, αυτή που διακρίνεται.
Κωνσταντίνα: Λατινικό όνομα. Θηλυκή μορφή του Κωνσταντίνος.
Λουίζα: Από την τευτονική λέξη που σημαίνει φημισμένη πολεμίστρια. Αγαπητή, υπομονετική, τολμηρή, αποφασιστική.
Λυδία:
Μαρία: Από το εβραϊκό Marjam Αυτή που πικράθηκε, αλλά υψώθηκε και δοξάστηκε, δικαιώθηκε. Από την αιγυπτιακή ρίζα mrh (δυνατός, εύφορος, γόνιμος) // Από την εβραϊκή λέξη που σημαίνει το ανατέλλον άστρο της αυγής τον αυγερινό.
— Δυναμική, φρόνιμη, εντυπωσιακή, γλυκιά, πρόσχαρη.
Μάρθα: Από το αραμαικό Marta.
— Καθαρή, σεμνή, δραστήρια, συμπαθής, φιλόξενη, φίλη.
Μαριάννα: Σύνθετο όνομα από το Μαρία και Άννα.
Μαρίνα: Από το λατινικό marinus (θαλάσσιος)
Μελίνα: Μεσαιωνικό όνομα από το αρχαίο ρήμα μελετώ άνθρωπος της μελέτης.
— Βιβλιόφιλος, ερευνητής, πολυμαθής, ευγενικός και πράος άνθρωπος.
Μελπομένη: Αρχαίο όνομα από το ρήμα μέλπω ( ψάλλω, τραγουδώ), Αυτή που τραγουδάει, που είναι αοιδός.
— Ανέμελη, διασκεδαστική, ατάραχη, μεγαλόψυχη.
Νεφέλη: Αρχαίο όνομα από το ουσιαστικό νεφέλη(το σύννεφο, το νέφος).
— Χειμαρρώδης, ανανεωτική, δροσερή, γλυκιά.
Νίκη: Από το ουσιαστικό νίκη.
— Νικήτρια και μεθοδική.
Νικολέτα: Θηλυκή μορφή του Νικόλαος.
Ολυμπία: Από την ονομασία του θεϊκού βουνού Όλυμπος.
— Αυτή που είναι επιβλητική, ακριβοδίκαιη, περίοπτη, ξεχωριστή, λαμπερή, επιμελής, ακούραστη, φλύαρη.
Παναγιώτα: Θρησκευτικό (από το Παναγία η Θεοτόκος, η μητέρα του Χριστού).
— Πανάρετη, παναληθής, ήρεμη και αγαθή προσωπικότητα, μειλίχια και σεβαστική.
Παρασκευή: Από το ουσιαστικό παρασκευή(παρά+-σκευή<σκευάζω (τακτοποιώ)
— Αυτή που είναι πρόθυμη, προστατευτική, σαρκαστική, σκληρή μα και δίκαιη.
Πηνελόπη: Αρχαίο όνομα από το ουσιαστικό πηνέλοψ=είδος πάπιας.
— Υπομονετική, φιλόστοργη, τίμια, πιστή, αγωνίστρια.
Σοφία: Από το αρχαίο ουσιαστικό σοφία(πολυγνωσία, πολυμάθεια). Αυτή που προσωποποιεί τη γνώση, η σοφή.
— Προοδευτική, επιτυχημένη, καλοδιάθετη, φιλότιμη, καλλιεργημένη, οργανωτική.
Σταυρούλα: Χριστιανικό όνομα. Θηλυκή μορφή του Σταύρος.
Στέλλα: Από το λατινικό stella (άστρο). Αυτή που είναι όμορφη σαν άστρο.
— Καθοδηγήτρια, συμπαραστάτης, στοργική, ενάρετη.
Φλωρεντία: Όνομα προερχόμενο από το λατινικό Florentia (πόλη της Ιταλίας).
— Σοβαρή, αξιοπρεπής, τίμια, ευαίσθητη, δημιουργική.
Φρειδερίκη: Από τευτονική λέξη που σημαίνει τη βασίλισσα της ειρήνης.
— Κακομαθημένη, δύστροπη, προστατευτική, ευρυμαθής, διπλωμάτισσα.
Φωτεινή: Από το αρχαίο επίθετο φωτεινός. Καθάρια, γλυκιά και τίμια, με ήθος, αξιοπρέπεια, και ανθρωπιά.
Χαρίκλεια: Αρχαίο όνομα από το ουσιαστικό χάρις ( η χάρη, το χάρισμα )+ κλέος (δόξα, καλή φήμη ).Αυτή που έχει χάρη και δόξα.
— Ευγενική, υποτακτική, ήρεμη, μελαγχολική, απλή, ευκολοϊκανοποίητη.
Χριστίνα: Από το Χριστός με αναβιβασμό του τόνου (αυτός που έχει λάβει το χρίσμα, ο κεχρισμένος), που χρησιμοποιήθηκε για να αποδοθεί το εβραϊκό Μεσσίας (χριστός, χρισμένος, από το όνομα του Μεσσία, του Ιησού Χριστού, του Γιου του Θεού).
— Εκλεκτή, απεσταλμένη του Κυρίου, επιλεκτική, ανώτερη, συμπονετική δημιουργική, εργατική, ειλικρινής, φιλάνθρωπος, δραστήρια και καλότυχη.
Χρυσούλα: Από το αρχαίο ουσιαστικό χρυσός (δηλαδή αυτή που είναι πολύτιμη σαν χρυσάφι).