Η στοίχιση των ονομάτων---
Οι περιπέτειες βαφτιστικών και επωνύμων αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αναπόσπαστο κομμάτι του ευρύτερου μακεδονικού ζητήματος -αλλά και των διαδικασιών εθνικής συγκρότησης στα Βαλκάνια εν γένει.-- Ακολουθώντας έναν απαράβατο κανόνα, τα ονόματα των κατοίκων -και ιδίως οι καταλήξεις τους- τροποιούνταν ανάλογα με την εκάστοτε πολιτική (εθνική) συγκυρία στην περιοχή.--
Η σερβική Μακεδονία του Μεσοπολέμου αποτελεί το πιο κλασικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας. --
Αμέσως μετά την κατάληψή της από το σερβικό στρατό το 1912-13, οι χριστιανοί κάτοικοί της υποχρεώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες να προσθέσουν την κατάληξη -ιτς στα επώνυμά τους.
Το 1915 ο βουλγαρικός στρατός καταλαμβάνει την περιοχή και οι καταλήξεις μετατρέπονται σε -ωφ και -εφ, για να ξαναγίνουν -ιτς μετά τη συμμαχική νίκη του 1918. Ανάλογη μεταβολή θα επιβληθεί και στη διάρκεια της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής (1941-44). Η τελευταία αλλαγή θα γίνει μετά την ίδρυση της ομόσπονδης ΛΔ Μακεδονίας, το 1944, όταν πολλά επώνυμα αποκτούν τις καταλήξεις -όφσκι ή -έφσκι (ενώ άλλα διατηρούν το -ωφ ή -εφ).
Στην ελληνική Μακεδονία, η ανάλογη διαδικασία υπήρξε περισσότερο σταδιακή και λιγότερο πανηγυρική, εξίσου όμως μαζική.
Η εγκατάλειψη ή τροποποίηση των "ξενικών" επιθέτων και βαφτιστικών και η υιοθέτηση αρχαιοελληνικών ήταν ήδη μια υπαρκτή διαδικασία στην ελεύθερη Ελλάδα και τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς, από τις αρχές ήδη του ΙΘ' άι.
Πρόκειται για μια συμβολική κίνηση "επιστροφής στις ρίζες", στενά συνδεδεμένη με το ρομαντικό κλίμα της εποχής και με πρωτεργάτες κυρίως τους δασκάλους των ελληνικών σχολείων. "Κάτι ανάλογο έγινε και στον αιώνα μας, με το μεγάλωμα της Ελλάδας στα 1912 και ύστερα από την προσφυγική μετοικεσία του 1923", σημειώνει λακωνικά στο σχετικό βιβλίο του ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, "ιδίως από τους νομάρχες και σωματάρχες στους κληρωτούς της Μακεδονίας" ("Τα οικογενειακά μας ονόματα", σ.140).
Με το Β.Δ. της 5/2/1918, αρμόδιος για "την πρόσληψιν και την διόρθωσιν επωνύμων και τας διορθώσεις εγγραφών εν τοις μητρώοις αρρένων" καθίσταται ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας -αρμοδιότητα που αργότερα θα μεταβιβαστεί στο διευθυντή της Διοικήσεως του Υπ.Εσωτ. (1922) και στο νομάρχη (1938).
Στις τοπικές τέλος εφημερίδες του 1930, συναντά κανείς ανακοινώσεις των ΤΤΤ (των ΕΛΤΑ της εποχής) που προειδοποιούν το κοινό ότι "επιστολαί με το επώνυμον των παραληπτών φέρον την κατάληξιν εις -ωφ, -βιτς κλπ εν ώ τούτοι είναι Ελληνες εγγεγραμμένοι εις τα οικεία δημοτολόγια με επώνυμα Ελληνικής καταλήξεως" δεν πρόκειται να διακινούνται.
Για τις λεπτομέρειες αυτής της ονοματολογικής κοσμογονίας, σποραδικές πληροφορίες αντλούμε από διάφορες πηγές. Η ριζικότερη μεταβολή συντελέστηκε, φυσικά, στις σλαβόφωνες περιφέρειες. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία ενός δασκάλου από την περιοχή της Φλώρινας: "Το Κούφεφ έγινε Κούφες - Κούφης, Τάντσεφ - Τάντσες - Τάντσης - Ταντσίδης. Αλλαξαν και οι ρίζες ονομάτων, όπως: το Ιβάνοφ έγινε Κωστόπουλος, Νόβακοφ - Ιωακειμίδης, Ντήμτσεφ - Δημητριάδης, Νόβατσεφ - Χρηστίδης, Γκράτσσοφ - Ιωαννίδης (του οπλαρχηγού Σίμου).
Ο Μπόρις έγινε Παναγιώτης, Βύρων ή Περικλής, ο Στόϊτσε - Ιωάννης, ο Τράαν - Τραγιανός, ο Τσβέτκο - Στέφανος, η Στογιάνκα - Στυλιανή, η Στόϊα - Σοφία, η Μένκα - Μελπομένη, η Ντόστα - Θεοδότα, η Τζβέζντα - Αστέρω, η Μπόζζνα - Χριστίνα. Ανεύθυνα, αυθαίρετα, ετσιθελικά" (Παύλος Κούφης "Αλωνα Φλώρινας. Αγώνες και θυσίες", Αθήνα 1990, σ.54).
Ανάλογες είναι οι παρατηρήσεις μιας κοινωνικής ανθρωπολόγου από ένα χωριό των Σερρών: "Στον καλύτερα διατηρημένο επιτάφιο σταυρό που είδαμε και που φέρει χρονολογία 1843, είναι σκαλισμένο το όνομα Χαριτζέ, που είναι όνομα σύνηθες στην περιοχή.
Οπως προκύπτει από τα μητρώα του χωριού, το όνομα αυτό δατηρήθηκε ώς την αρχή της ελληνικής διοίκησης, οπότε και μεταγράφηκε σε Χαριζάνης. Εκτοτε, διακόπτεται η παράδοση που θέλει να ονομάζεται ο πρωτότοκος γιός με το όνομα του παππού του και το Χαριζάνης εγκαταλείφθηκε μια φορά για να γίνει Ευριπίδης και μια άλλη για να γίνει Βασίλειος" (Δώρα Λαφαζάνη "Μικτά χωριά του κάτω Στρυμόνα: εθνότητα, κοινότητα και εντοπιότητα", περ. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 63, 1997).
Η ίδια θα συνδέσει την παρουσία της Κρητικής Χωροφυλακής στην περιοχή με "το εκ πρώτης όψεως παράδοξο γεγονός, ότι από μια χρονική στιγμή και έπειτα η μακεδονική ύπαιθρος γέμισε από κρητικά επώνυμα".
Αλλαγές αυτού του είδους σημειώνονται ακόμα και σε κοινότητες που οι στατιστικές της εποχής καταγράφουν ως ελληνόφωνες πριν από το 1912. "Στην Ασσηρο", διαβάζουμε σε άλλη διατριβή, "σλαβόηχα επώνυμα που περιέχονταν στο παλιό δημοτολόγιο του 1918 είναι απόντα από το καινούριο δημοτολόγιο που άνοιξε στη δεκαετία του '50. Ακόμα και τα βαφτιστικά ονόματα γυναικών, όπως Βελίκα ή Ντόνα, μεταμορφώθηκαν σε ελληνικά ονόματα" (Anastasia Karakasidou "Fields of wheat, hills of blood", Σικάγο 1997, σ.189).
(Ελευθεροτυπία, 18/7/1998)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ"
Οι περιπέτειες βαφτιστικών και επωνύμων αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αναπόσπαστο κομμάτι του ευρύτερου μακεδονικού ζητήματος -αλλά και των διαδικασιών εθνικής συγκρότησης στα Βαλκάνια εν γένει.-- Ακολουθώντας έναν απαράβατο κανόνα, τα ονόματα των κατοίκων -και ιδίως οι καταλήξεις τους- τροποιούνταν ανάλογα με την εκάστοτε πολιτική (εθνική) συγκυρία στην περιοχή.--
Η σερβική Μακεδονία του Μεσοπολέμου αποτελεί το πιο κλασικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας. --
Αμέσως μετά την κατάληψή της από το σερβικό στρατό το 1912-13, οι χριστιανοί κάτοικοί της υποχρεώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες να προσθέσουν την κατάληξη -ιτς στα επώνυμά τους.
Το 1915 ο βουλγαρικός στρατός καταλαμβάνει την περιοχή και οι καταλήξεις μετατρέπονται σε -ωφ και -εφ, για να ξαναγίνουν -ιτς μετά τη συμμαχική νίκη του 1918. Ανάλογη μεταβολή θα επιβληθεί και στη διάρκεια της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής (1941-44). Η τελευταία αλλαγή θα γίνει μετά την ίδρυση της ομόσπονδης ΛΔ Μακεδονίας, το 1944, όταν πολλά επώνυμα αποκτούν τις καταλήξεις -όφσκι ή -έφσκι (ενώ άλλα διατηρούν το -ωφ ή -εφ).
Στην ελληνική Μακεδονία, η ανάλογη διαδικασία υπήρξε περισσότερο σταδιακή και λιγότερο πανηγυρική, εξίσου όμως μαζική.
Η εγκατάλειψη ή τροποποίηση των "ξενικών" επιθέτων και βαφτιστικών και η υιοθέτηση αρχαιοελληνικών ήταν ήδη μια υπαρκτή διαδικασία στην ελεύθερη Ελλάδα και τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς, από τις αρχές ήδη του ΙΘ' άι.
Πρόκειται για μια συμβολική κίνηση "επιστροφής στις ρίζες", στενά συνδεδεμένη με το ρομαντικό κλίμα της εποχής και με πρωτεργάτες κυρίως τους δασκάλους των ελληνικών σχολείων. "Κάτι ανάλογο έγινε και στον αιώνα μας, με το μεγάλωμα της Ελλάδας στα 1912 και ύστερα από την προσφυγική μετοικεσία του 1923", σημειώνει λακωνικά στο σχετικό βιβλίο του ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, "ιδίως από τους νομάρχες και σωματάρχες στους κληρωτούς της Μακεδονίας" ("Τα οικογενειακά μας ονόματα", σ.140).
Με το Β.Δ. της 5/2/1918, αρμόδιος για "την πρόσληψιν και την διόρθωσιν επωνύμων και τας διορθώσεις εγγραφών εν τοις μητρώοις αρρένων" καθίσταται ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας -αρμοδιότητα που αργότερα θα μεταβιβαστεί στο διευθυντή της Διοικήσεως του Υπ.Εσωτ. (1922) και στο νομάρχη (1938).
Στις τοπικές τέλος εφημερίδες του 1930, συναντά κανείς ανακοινώσεις των ΤΤΤ (των ΕΛΤΑ της εποχής) που προειδοποιούν το κοινό ότι "επιστολαί με το επώνυμον των παραληπτών φέρον την κατάληξιν εις -ωφ, -βιτς κλπ εν ώ τούτοι είναι Ελληνες εγγεγραμμένοι εις τα οικεία δημοτολόγια με επώνυμα Ελληνικής καταλήξεως" δεν πρόκειται να διακινούνται.
Για τις λεπτομέρειες αυτής της ονοματολογικής κοσμογονίας, σποραδικές πληροφορίες αντλούμε από διάφορες πηγές. Η ριζικότερη μεταβολή συντελέστηκε, φυσικά, στις σλαβόφωνες περιφέρειες. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία ενός δασκάλου από την περιοχή της Φλώρινας: "Το Κούφεφ έγινε Κούφες - Κούφης, Τάντσεφ - Τάντσες - Τάντσης - Ταντσίδης. Αλλαξαν και οι ρίζες ονομάτων, όπως: το Ιβάνοφ έγινε Κωστόπουλος, Νόβακοφ - Ιωακειμίδης, Ντήμτσεφ - Δημητριάδης, Νόβατσεφ - Χρηστίδης, Γκράτσσοφ - Ιωαννίδης (του οπλαρχηγού Σίμου).
Ο Μπόρις έγινε Παναγιώτης, Βύρων ή Περικλής, ο Στόϊτσε - Ιωάννης, ο Τράαν - Τραγιανός, ο Τσβέτκο - Στέφανος, η Στογιάνκα - Στυλιανή, η Στόϊα - Σοφία, η Μένκα - Μελπομένη, η Ντόστα - Θεοδότα, η Τζβέζντα - Αστέρω, η Μπόζζνα - Χριστίνα. Ανεύθυνα, αυθαίρετα, ετσιθελικά" (Παύλος Κούφης "Αλωνα Φλώρινας. Αγώνες και θυσίες", Αθήνα 1990, σ.54).
Ανάλογες είναι οι παρατηρήσεις μιας κοινωνικής ανθρωπολόγου από ένα χωριό των Σερρών: "Στον καλύτερα διατηρημένο επιτάφιο σταυρό που είδαμε και που φέρει χρονολογία 1843, είναι σκαλισμένο το όνομα Χαριτζέ, που είναι όνομα σύνηθες στην περιοχή.
Οπως προκύπτει από τα μητρώα του χωριού, το όνομα αυτό δατηρήθηκε ώς την αρχή της ελληνικής διοίκησης, οπότε και μεταγράφηκε σε Χαριζάνης. Εκτοτε, διακόπτεται η παράδοση που θέλει να ονομάζεται ο πρωτότοκος γιός με το όνομα του παππού του και το Χαριζάνης εγκαταλείφθηκε μια φορά για να γίνει Ευριπίδης και μια άλλη για να γίνει Βασίλειος" (Δώρα Λαφαζάνη "Μικτά χωριά του κάτω Στρυμόνα: εθνότητα, κοινότητα και εντοπιότητα", περ. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 63, 1997).
Η ίδια θα συνδέσει την παρουσία της Κρητικής Χωροφυλακής στην περιοχή με "το εκ πρώτης όψεως παράδοξο γεγονός, ότι από μια χρονική στιγμή και έπειτα η μακεδονική ύπαιθρος γέμισε από κρητικά επώνυμα".
Αλλαγές αυτού του είδους σημειώνονται ακόμα και σε κοινότητες που οι στατιστικές της εποχής καταγράφουν ως ελληνόφωνες πριν από το 1912. "Στην Ασσηρο", διαβάζουμε σε άλλη διατριβή, "σλαβόηχα επώνυμα που περιέχονταν στο παλιό δημοτολόγιο του 1918 είναι απόντα από το καινούριο δημοτολόγιο που άνοιξε στη δεκαετία του '50. Ακόμα και τα βαφτιστικά ονόματα γυναικών, όπως Βελίκα ή Ντόνα, μεταμορφώθηκαν σε ελληνικά ονόματα" (Anastasia Karakasidou "Fields of wheat, hills of blood", Σικάγο 1997, σ.189).
(Ελευθεροτυπία, 18/7/1998)