Φράση – σταθερός συνδυασμός λέξεων, συνήθως με χαρακτήρα ιδιωτισμού, το περιεχόμενο του οποίου είναι διαφορετικό από αυτό που θα προέκυπτε κανονικά από τον συνδυασμό των σημασιών των λέξεων αυτών (π. χ. «φαύλος κύκλος», «λευκός θάνατος», «σπάω πλάκα» κ. λπ.)
A
τρώω / πίνω τον αβλέμμονα – για άνθρωπο εξαιρετικά λαίμαργο, αδηφάγο ή για κάποιον που καταναλώνει μεγάλη ποσότητα φαγητού ή ποτού.
άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε – όταν υπάρχει ασυνεννοησία, άλλα λέει ο ένας και άλλα ο άλλος ή όταν κάποιος αποφεύγει να μιλήσει για το θέμα που συζητείται.
περίοδος ισχνών / παχιών αγελάδων – περίοδος οικονομικής δυσπραγίας, φτώχιας / οικονομικής ευμάρειας, ευημερίας.
σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω – για όσους δείχνουν παθητική στάση απέναντι σε εχθρικές προκλήσεις.
κολάζω και άγιο – βάζω σε πειρασμό ακόμα και τον πιο ενάρετο άνθρωπο.
καρδιά αγκινάρα – για άνθρωπος ανοιχτόκαρδο, με μεγάλη καρδιά (που μπορεί να αγαπά πολλούς).
αγκώνας του τενίστα – επώδυνη φλεγμονή στο έξω μέρος του αγκώνα, η οποία προκαλείται από υπερβολική χρήση των μυών του πήχεως.
αγύριστο κεφάλι – αυτός που δεν πείθεται με τίποτα.
αδαμιαία περιβολή – πλήρης γύμνια.
ποιητική αδεία – η ελευθερία που αναγνωρίζεται στον ποιητή να αποκλίνει από τους συμβατικούς κανόνες της γλώσσας.
τα άδυτα των αδύτων – τα πιο βαθιά και απροσπέλαστα μέρη ή (εκκλης.) το πιο εσωτερικό μέρος του ναού, στο οποίο επιτρέπεται η είσοδος μόνο στους ιερείς.
νυν και αεί – τώρα και πάντοτε, αιώνια.
ζω με αέρα – τρώω ελάχιστα.
αέρας κοπανιστός - άδεια λόγια, χωρίς νόημα
ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου – α) ευχή για καλό ταξίδι και ευνοϊκό άνεμο, β) να σου πάνε όλα καλά, γ) είσαι ελεύθερος να φύγεις, δεν σε κρατάει κανείς.
μου στοιχίζει ο κούκος αηδόνι – ακριβοπληρώνω, πληρώνω για κάτι πολύ περισσότερο από την πραγματική του αξία.
αθώα περιστέρα – αυτός που παριστάνει τον αθώο.
έκτη αίσθηση – η ικανότητα να διαισθάνεται κανείς τι πρόκειται να συμβεί, η ικανότητα ενόρασης.
άκουσον-άκουσον! – για την έκφραση εκπλήξεως (συνήθως με δυσαρέσκεια).
άκουσον μεν, πάταξον δε – λέγεται, για να δείξει την ηρεμία και τη σταθερότητα που κρατά μέσα σε αναμμένη συζήτηση, όποιος αποβλέπει να βρεθεί η αλήθεια και να γίνει το σωστό.
ακράτεια γλώσσας – η ανικανότητα να ελέγχει κανείς τα λόγια του, η αμετροέπεια.
έχει ακριβά τα λόγια του – είναι πολύ συγκρατημένος και μετρημένος στα λόγια του.
στρίβω αλά γαλλικά – φεύγω κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός.
πληρώνουμε αλά γερμανικά – πληρώνουμε ο καθένας τα δικά του, το μερίδιο του στον λογαριασμό.
αλήθεια του Λα - Παλίς - φανερή κοινοτοπία.
άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς – για περιπτώσεις στις οποίες η αλλαγή είναι μόνο επιφανειακή και όχι ουσίας.
κοντός ψαλμός αλληλούια – η συζήτηση πρέπει να τελειώσει γρήγορα χωρίς πολλά λόγια και περιστροφές.
αλλού αυτά – μάταια προσπαθείς να με εξαπατήσεις.
ο τελευταίος τροχός της αμάξης – για πρόσωπα χωρίς μεγάλες αρμοδιότητες ή εξουσία.
τα εξ αμάξης – υβριστικά λόγια, τα οποία απευθύνονται επιθετικά προς κάποιον, με έντονα επιτιμητικό τρόπο (μετά την γκάφα του άκουσε ~)
σαν αμαρτία – για κάτι πολύ ελκυστικό, που βάζει σε πειρασμό.
αμελητέα ποσότητα – α) ποσότητα ιδιαίτερα μικρή για να ασκεί επίδραση, β) για ανθρώπους ασήμαντους, χωρίς ουσιαστική δύναμη.
μήτηρ αμήτωρ – κακή, άστοργη μητέρα.
πίνω το αμίλητο νερό – παύω να μιλώ, μένω εντελώς σιωπηλός, δεν βγάζω μιλιά.
αμπούλα βρόμας – αμπούλα που, όταν σπάσει, απελευθερώνει ανυπόφορα δύσοσμη ουσία, χρησιμοποιείται για τη βίαιη εκκένωση χώρων.
αμπρακαντάμπρα - όταν δεν ξέρουν τι λένε ή κάνουν μαγικά κόλπα.
όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες – όταν κανείς δραστηριοποιείται σε επικίνδυνους χώρους και συνάπτει σχέσεις με άτομα χαμηλού επιπέδου, κινδυνεύει να βρεθεί ο ίδιος μπλεγμένος.
ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω – για περιπτώσεις που κάποιος κατηγορεί τους άλλους για κάτι χωρίς να αναλογίζεται και τα δικά του σφάλματα ή τη δική του ευθύνη.
τον γνωρίζω απ’ την καλή και την ανάποδη – αποκτώ γνώση του χαρακτήρα κάποιου από όλες τις πλευρές του.
ανάρια-ανάρια το φιλί, για να ‘χει νοστιμάδα – η αναμονή αυξάνει τη λαχτάρα με αποτέλεσμά, όταν συμβεί το αναμενόμενο, να προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ευχαρίστηση.
ανεμοδούρα - για εκείνον που δεν έχει σταθερή γνώμη.
άνευ λόγου και αιτίας – χωρίς να υπάρχει εμφανής λόγος που να δικαιολογεί ό,τι συνέβη.
ρητορικά / ποιητικά άνθη – λεκτικά σχήματα που χρησιμοποιούνται για να στολίζει κανείς το λόγο του.
βίον ανθόσπαρτον – (ως ευχή σε νεόνυμφους), ζωή γεμάτη ευτυχία και χαρά.
άνθρακας ο θησαυρός – για να δηλωθεί διάψευση προσδοκιών.
το πλανάσθαι ανθρώπινον – τα σφάλματα αποτελούν μέρος της ανθρώπινης φύσης και είναι αναπόφευκτα.
ίδε ο άνθρωπος! – να τι είναι ο άνθρωπος.
ανιχνευτής ψεύδους – όργανο που καταγράφει τις μεταβολές που συμβαίνουν στις φυσιολογικές λειτουργίες ενός ατόμου που απαντά στις ερωτήσεις του ανακριτή και οι οποίες ερμηνεύονται ως ενδείξεις της πίεσης που αισθάνεται κανείς όταν ψεύδεται.
ανοιχτή λογαριασμοί – οι εκκρεμότητες, προβλήματα ή έριδες που δεν έχουν τελειώσει.
αντίπαλος δέος – ο φόβος για τον αντίπαλο, τον εχθρό, ο αμοιβαίος φόβος ανάμεσα σε αντίπαλους, που εξασφαλίζει ενότητα στο εσωτερικό των αντίπαλων στρατοπέδων / πλευρών και σχέση ισορροπίας μεταξύ τους.
αντιρρησίας συνειδήσεως – αυτός που λόγω θρησκευτικών ή πολιτικών, φιλοσοφικών πεποιθήσεων αρνείται τη στρατιωτική θητεία, τη στράτευση.
φάσκω και αντιφάσκω – οδηγούμαι σε συνεχή λογικά σφάλματά, μιλώ αυτοαναιρούμενος.
σε ανύποπτο χρόνο – σε στιγμή που ένα ζήτημά δεν έχει τεθεί.
ανώγια και κατώγια – για σπίτι με πολλούς ορόφους και πολλά διαμερίσματα, για οικοδόμημα πολυώροφο και πολυδαίδαλο.
αόρατο μελάνι – μελάνι που δεν φαίνεται πάνω στο χαρτί, αν δεν υποστεί ειδική επεξεργασία (π. χ. θέρμανση).
απαρνούμαι τα εγκόσμια – γίνομαι μονάχος ή κληρικός.
απειλώ θεούς και δαίμονες – εκφράζω και απευθύνω σε κάποιον έντονες απειλές.
καλούς απογόνους! – να αποκτήσετε καλά παιδιά!
αποδημητικό πτηνό – κάθε πουλί που αποδημεί, ταξιδεύει στα θερμά κλίματα, για να περάσει τον χειμώνα.
αποδιοπομπαίος τράγος - ο άνθρωπος στον οποίον επιρρίπτονται οι ευθύνες των άλλων.
αποδίδω τα ίσα – ανταποδίδω σε κάποιον το κακό που μου έκανε.
αποκύημα της φαντασίας του – το επινόημα, ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία κάποιου.
αποφώλιον τέρας – για τον χαρακτηρισμό εγκληματία που έχει προβεί σε ειδεχθή και αποτρόπαια εγκλήματα.
μη μου άπτου – λεπτεπίλεπτος, αυτός που δεν ανέχεται την παραμικρή ενόχληση ή ταλαιπωρία.
απύλωτο στόμα – για άνθρωπο που βωμολοχεί.
έχω απωθημένα – έχω καταπιεσμένες επιθυμίες ή συναισθήματα, τα οποία δεν έχω μπορέσει ως τώρα να εξωτερικεύσω.
καπνίζω αρειμανίως – καπνίζω πάρα πολύ, συνεχώς και πολλά τσιγάρα.
αρμενική βίζιτα - για επισκέπτη που κάθεται πολύ ώρα.
έχω τ’ αρχίδια – έχω το σθένος, την τόλμη και τη δύναμη.
βαρύς κι ασήκωτος – αυτό που δεν ανέχεται πειράγματα ή αστεία, που δεν εκδηλώνει τα συναισθήματά του.
κατά φαντασίαν ασθενής – αυτό που ασχολείται διαρκώς με την κατάσταση της υγείας του, πιστεύοντας ότι πάσχει από διάφορες αρρώστιες, ενώ στην πραγματικότητα είναι υγιής.
μεταξύ σοβαρού και αστείου – για κάτι σοβαρό που λέγεται με ήπιο τρόπο.
άσπονδος φίλος – για πρόσωπο που προσποιείται ότι είναι φίλος κάποιου, ενώ τον φθονεί.
μεσουρανεί το άστρο (κάποιου) – βρίσκεται στα ύψη η δόξα, η σταδιοδρομία κάποιου.
κλεινόν άστυ – η ξακουστή πόλη, η Αθήνα.
εκ του ασφαλούς – χωρίς κίνδυνο, από θέση που δεν έχει κινδύνους.
άσχημα σου πέφτει; – καλά δεν είναι; σε ωφελεί, έτσι δεν είναι;
θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι – θα γίνει σφοδρή σύγκρουση, δεν θα μείνει τίποτε όρθιο.
αυτός είναι ατσίδα - για έξυπνο και τετραπέρατο άνθρωπο.
μπαίνει το νερό στ’ αυλάκι – αρχίζει κάτι να λειτουργεί σωστά, να ακολουθεί τη σωστή πορεία.
αθξάνεσθε και πλυθύνεσθε – προτροπή του Θεού στο ανθρώπινο γένος να κάνει απογόνους.
και αύριο έχει ο Θεός – ως καθησυχαστική προτροπή σε κάποιον να μη στενοχωριέται, επειδή δεν πρόκειται κάτι να χαθεί, να ματαιωθεί.
αυτοί δεν έχουν άλογα, τα πόδια κουβαλάνε - ο Πωλ Βερλαίν για τους ποιητές αλήτες.
αυτός δε θα γεμίσει ούτε μπιστόλα - για υποψήφιους που δεν πρόκειται να συγκεντρώσουν ούτε 5-6 ψήφους
αυτός είναι για πανηγύρια - για κάποιον που δεν είναι στα καλά του
αυτός καλιγώνει τον ψύλλο - για να χαρακτηρίσει ανθρώπους ικανούς και τετραπέρατους.
άχθος αρούρης -βάρος της γης, για άνθρωπο που δεν είναι χρήσιμος, που παρασιτεί εις βάρος άλλων.
παίρνω τα αφτιά κάποιου – ενοχλώ κάποιον έντονα και συνεχώς.
αχίλλειος πτέρνα – το τρωτό, αδύνατο σημείο κάποιου, σημείο στο οποίο είναι κανείς ευπρόσβλητος, ευάλωτος.
ψάχνω βελόνες στ’ άχυρα – για πολύ δυσεύρετα πράγματα, για να δείξουμε πόσο μάταιη είναι η αναζήτησή τους.
στο άψε-σβήσε – ταχύτατα, αμέσως, πάρα πολύ γρήγορα.
τρώω/πίνω τον αγλεόρα – τρώω/πίνω υπερβολική ποσότητα φαγητού/ποτού.
αδήριτη ανάγκη – ανάγκη που δε μπορεί να αγνοηθεί.
δώρο άδωρων – για κάτι που δίνεται ή γίνεται καθυστερημένα ή άκαιρα, σε χρόνο που δεν ωφελεί πια.
άμμες δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρροντες – (εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροι) για να εκφραστεί η αυτοπεποίθηση των νέων ότι θα ξεπεράσουν τους μεγαλύτερους. Από τραγούδι των νεαρών Σπαρτιατών, που δήλωνε την επιθυμία τους να ξεπεράσουν τους προγόνους τους σε αξία.
άπαγε απ’ εμού – μακριά από μένα
αποφράδα ημέρα – δυσοίωνη ημέρα, η οποία θεωρείται ότι φέρνει κακό (η Τρίτη).
άρες μάρες κουκουνάρες – για λόγια χωρίς καμιά σημασία, κανέναν ειρμό, λογικό νόημα.
Β
πύργος της Βαβέλ – κατάσταση ασυνεννοησίας, δυσκολίας στην επικοινωνία, κυρίως λόγο της ύπαρξης διαφορετικών γλωσσών.
μετά βαΐων και κλάδων – με θριαμβευτικό τρόπο, με μεγάλο ενθουσιασμό ή και με μεγάλη επισημότητα.
βάζω τα γυαλιά σε κάποιον – αποδεικνύομαι ανώτερος κάποιου, τον ξεπερνώ.
βάζω τα πόδια στον ώμο – το βάζω στα πόδια, φεύγω τρέχοντας.
βαλτός είσαι; – επίτηδες το κάνεις;
τρελός παππάς σε βάφτισε – για πρόσωπα με παράξενη ή παράλογη συμπεριφορά.
εξ οικείων τα βέλη – για περιπτώσεις στις οποίες οι έχθρες και οι συκοφαντίες προέρχονται από πρόσωπα του συγγενικού ή φιλικού μας περιβάλλοντος.
τζάμπα και βερεσέ – χωρίς σοβαρό λόγο, αναίτια.
κέρατο βερνικωμένο – δύστροπος και σκληρός άνθρωπος.
κόβω τον βήχα κάποιου – θέτω τέλος στις απαιτήσεις κάποιου ή επαναφέρω κάποιον στην τάξη.
βλάκας με περικεφαλαία – πολύ ανόητος, χαρακτηριστικά ηλίθιος.
να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά – ευχητήριο για μακροζωία.
φωνή βοώντας εν τη ερήμω – για κάποιον που δεν τον λαμβάνουν οι άλλοι υπ’ όψιν, που η γνώμη του ή οι επισημάνσεις του δεν εισακούονται.
τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους – για κάποιον που, ενώ θέλει πολυτελή ή δύσκολα πράγματα, δεν έχει τη διάθεση ή τη δυνατότητα να υποστεί το ανάλογο κόστος.
εν βρασμό ψυχής – κατάσταση ψυχικής έντασης, αναστάτωσης που παρεμποδίζει τη σκέψη και την προμελετημένη δράση.
το ένα μου βρομά και τα’ άλλο μου μυρίζει – είμαι παράξενος και ιδιότροπος άνθρωπος, βρίσκω ελαττώματα στα πάντα.
πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμισε – πράγματα για τα οποία διαμαρτυρόμαστε, δυσανασχετούμε ή καταλαβαίνουμε πολύ καθυστερημένα.
Γ
είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα – για κάποιον που κατηγορεί άλλους για ελαττώματα που ο ίδιος έχει σε μεγαλύτερο βαθμό.
πιες το γάλα σου – σε κάποιον που είναι υπερβολικά άπειρος, για να παρεμβαίνει στις υποθέσεις εμπείρων.
γαλλικό φιλί – ερωτικό φιλί κατά το οποίο οι γλώσσες έρχονται σε επαφή.
δεν μου γεμίζει το μάτι – δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη.
στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα – για λανθασμένες επιλογές, που αναγνωρίζονται εκ των υστέρων.
δεν κρέμεται η γνώση απ' τα γένια - δηλαδή και ο νέος μπορεί να είναι σοφός
μου πάει γούρι – μου φέρνει καλή τύχη από τη στιγμή που το αποκτώ ή (για γεγονότα) μου συμβαίνει.
όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη – όλοι όσοι ανήκουν σε συγκεκριμένο χώρο (επαγγελματικό, πολιτικό, κοινωνικό κ.λπ.) έχουν κοινούς τρόπους συμπεριφοράς.
παίζω (κάτι) κορόνα γράμματα – θέτω (κάτι) σε κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω.
γυαλίζει το μάτι μου – έχω άγρια όψη, δίνω την εντύπωση ταραγμένου ψυχικά ατόμου.
καμαρώνω σαν το γύφτικο σκεπάρνι – καυχιέμαι, καμαρώνω με τρόπο επιδεικτικό και γελοίο.
αλά γκαρσόν – μόνο για άντρες, χωρίς συνοδεία γυναικών.
Δ
ο δαίμων του τυπογραφείου – ο δαίμονας που υποτίθεται ότι ευθύνεται για τα τυπογραφικά λάθη, τα οποία συχνά δημιουργούν παρεξηγήσεις.
έχω τα δάκρυα στην τσέπη – είμαι ευσυγκίνητος, κλαίω με το παραμικρό.
δρέπω δάφνες – διακρίνομαι, σημειώνω επιτυχίες, θριαμβεύω.
μέση δαχτυλίδι – πολύ λεπτή μέση, δαχτυλιδένια.
πέραν του δέοντος – περισσότερο από όσο αρμόζει ή επιβάλλεται, σε υπερβολικό βαθμό.
προσβολή της δημόσιας αιδούς – οτιδήποτε (πράξη, ενέργεια, χειρονομία κ.λπ.) προσβάλλει τα χρηστά ήθη, το κοινό περί αιδούς αίσθημα.
δια βραχέων – με λίγα λόγια, με συντομία.
όπως ο διάβολος το λιβάνι – με τόση αντιπάθεια ή φόβο, όση υποτίθεται ότι δείχνει ο Διάβολος για το λιβάνι.
γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο – αδιαφορώ, δεν δίνω σημασία.
προϊόντα της διανοίας – τα πνευματικά δημιουργήματα που υπόκεινται στην προστασία των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
γκρίζα διαφήμιση – η προβολή προϊόντος όχι στον προβλεπόμενο διαφημιστικό χώρο ή χρόνο, αλλά κατά τη διάρκεια της κανονικής ροής του προγράμματος ως στοιχείο του σκηνικού ή του σεναρίου.
πονάει το δοντάκι μου – είμαι ερωτευμένος.
χάθηκε ο ίσιος δρόμος; – ρώτησε η γκαμήλα, όταν την ρωτήσανε τι προτιμάει: ανήφορο ή κατήφορο.
δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται – όταν χάσει κανείς τη δύναμή του, όλοι τρέχουν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία εις βάρος του.
δούνε και λαβείν – οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες.
Ε
έκλυση ηθών – ο ηθικός εκπεσμός.
έλαμψε δια της απουσίας του - για γνωστούς ανθρώπους που απουσίασαν.
ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει! – ως ευχή σε νεκρό για αιώνια ανάπαυση.
καλή λευτεριά! – (ως ευχή σε έγκυο) να γεννήσεις καλά!
περνάω με ψωμί κι ελιά – ζω με υπερβολική λιτότητα.
εις τας Ελληνικάς καλένδας - εννοούμε ότι το ζήτημα δεν πρόκειται να ρυθμιστεί ποτέ.
εμβριθής βλαξ – (ως οξύμωρη έκφραση) για άνθρωπο φαινομενικά περισπούδαστο και βαθυστόχαστο, που είναι στην πραγματικότητα, ανόητος.
τα ενδότατα της ψυχής – οι μύχιες, οι πιο κρυμμένες σκέψεις, διαθέσεις, συναισθήματα κάποιου.
ενώπιος ενωπίω – πρόσωπο με πρόσωπο.
το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού – το να διαπράττει κανείς το ίδιο σφάλμα δυο φορές, δεν είναι χαρακτηριστικό σοφού ανθρώπου.
έπεα πτερόεντα - φτερωτά λόγια, λόγια χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα.
με το σεις και με το σας – με ευγενικούς τρόπους, με σεβασμό.
θέτω εκποδών – απομακρύνω (κάτι/κάποιον ενοχλητικό), βγάζω από τη μέση.
απορώ και εξίσταμαι – δοκιμάζω κατάπληξη, δεν μπορώ να καταλάβω.
εκ των ων ουκ άνευ – το λέμε. όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως κάτι είναι τόσο απαραίτητο, αντικαταστατό που χωρίς αυτό δεν γίνεται κάτι άλλο, δηλαδή είναι αντίστοιχο της λατινικής φράσεις «sine qua non».
Ζ
κάνω ζάφτι – επιβάλλομαι σε κάποιον υποτάσσοντάς τον στη δική μου θέληση και δύναμη.
στον πατέρα μου χρωστώ το ζειν, στο δάσκαλό μου το ευ ζειν – λόγια του Μεγάλου Αλέξανδρου που ένιωθε ευγνωμοσύνη στο δάσκαλό του, στον Αριστοτέλη.
ζεύομαι στη δουλειά – δουλεύω πολύ και εντατικά.
μην απλώνεις το ζωνάρι σου για καβγά – στον άνθρωπο που ψάχνει καβγά.
ζωή σε σας! – συλλυπητήρια ευχή στους συγγενής και οικείους προσώπου που πέθανε.
ούτε ζωγραφιστό να βλέπω – για πρόσωπο εξαιρετικά ανεπιθύμητο, δυσάρεστο.
κάνω ζάφτι – επιβάλλομαι υποτάσσοντας τον στη δική μου θέληση και δύναμη.
στη ζούλα – στα κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός.
Η
χρηστά ήθη – τα θεμιτά πρότυπα συμπεριφοράς του μέσου κοινωνικού ανθρώπου όπως αυτά προσδιορίζονται κατά συγκεκριμένη εποχή.
ήλιος και βροχή, παντρεύονται οι φτωχοί – για τα θλιβερά επακόλουθα της φτώχιας, την ατυχία και τη δυσμενή μεταχείριση όσων στερούνται οικονομικών μέσων.
νόστιμον ήμαρ – η μέρα της επιστροφής στην πατρίδα.
Θ
έχω φάει τη θάλασσα με το κουτάλι – έχω μεγάλη πείρα στη θάλασσα, έζησα όλη μου τη ζωή ταξιδεύοντας στη θάλασσα.
δια το θεαθήναι – μόνο και μόνο για να δει κανείς, για επίδειξη, για τα μάτια του κόσμου.
η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος – στίχοι του Σολωμού για την ευψυχία και την αδάμαστη θέληση των πολιορκημένων.
Ι
ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα – ως πρόσκληση σε κάποιον να πραγματοποιήσει κάτι που ισχυρίζεται ότι μπορεί.
δεύτερος και ιδρωμένος – για άτομο που έφτασε αργά και έχασε την ευκαιρία.
εν ιδρώτι του προσώπου σου – λόγια του Θεού στον Αδάμ μετά το «προπατορικό αμάρτημα».
το ιμάτιο του Αντισθένη – για κάποιον που καμαρώνει με φιλαρέσκεια για την ταπεινοσύνη του.
το δίκαιο του ισχυρότερου – για της περιπτώσεις στις οποίες εκείνος που έχει τη μεγαλύτερη δύναμη επιβάλλει τη θέλησή του στους ασθενέστερους.
ιψενικό τρίγωνο – το συζυγικό ζεύγος και ο εραστής που είναι φιλικό πρόσωπο και των δύο.
Κ
καβάλησε των Πήγασο - όταν κανένας είναι ποιητής ή κάνει τον ποιητή.
περνώ από καβδιανά δίκρανα – υφίσταμαι έντονο εξευτελισμό, εξαναγκαζόμενος να αποδεχτώ απαράδεκτους και ταπεινωτικούς όρους.
καλιγώνει και ψύλλο – είναι πολύ έξυπνος, πονηρός και καπάτσος.
η φτώχια θέλει καλοπέραση – οι δύσκολες συνθήκες ζωής, η στέρηση αγαθών επιβάλλει να διασκεδάζει κανείς, ώστε να γίνεται υποφερτή η ζωή του.
πατώ τον κάλο (κάποιου) – εκνευρίζω, ενοχλώ, θίγω (κάποιον) στο ευαίσθητο σημείο του.
ο καλός καλό δεν έχει – οι αγαθοί άνθρωποι συχνά δυστυχούν.
κάνω την πάπια – υποκρίνομαι ότι δεν καταλαβαίνω ή ότι δεν ξέρω τίποτα (σε μια υπόθεση) ώστε να μην μπλεχτώ σε αυτή.
βγάζω το καπέλο (σε κάποιον) – αναγνωρίζω την αξία και την υπεροχή (κάποιου), τον παραδέχομαι.
παλιά καραβάνα – άνθρωπος με πολλές εμπειρίες, που έχει «ψηθεί» στον τομέα του και έχει αποκτήσει πολλές πρακτικές γνώσεις.
ο καλός καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται – ο ικανός άνθρωπος φαίνεται στις δύσκολες περιπτώσεις, στα δύσκολα αποδεικνύεται ποιος είναι αξιόλογος.
πιπιλίζω σαν καραμέλα – επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια πράγματα.
τα καρποφόρα δέντρα πετροβολούνται – αυτός που αξίζει συκοφαντείται και πετροβολείται.
κάρτα μπιάνκα – η υπογραφή εν λευκώ, η απόλυτη πληρεξουσιότητα.
μου κατεβαίνει – μου έρχεται ξαφνικά και χωρίς προετοιμασία στο μυαλό, έχω αίφνης την ιδέα.
κατιούσα – η πορεία προς τα κάτω.
φιλάω κατουρημένες ποδιές – παρακαλώ με τρόπο εξευτελιστικό, προκειμένου να εξυπηρετηθώ.
σύμπλεγμα κατωτερότητας – η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο αισθάνεται έντονη ανασφάλεια και ανεπάρκεια σε σχέση με τους άλλους, νιώθει ότι είναι κατώτερο σε ικανότητες και αξία.
καψούρης - ερωτευμένος με πάθος άνδρας
μου ‘ρχεται κεραμίδα – λαμβάνω απροσδόκητη είδηση ή μου συμβαίνει ξαφνικά (κάτι).
μου 'ρχεται κουτί - μου τεριάζει ακρυβώς.
κεραυνός εν αιθρία – για οτιδήποτε προκύπτει ξαφνικά, χωρίς να μαρτυρείται ή να προμηνύεται από ανάλογα δεδομένα, που δημιουργεί κατάπληξη ως απροσδόκητο και εντυπωσιακό γεγονός.
πονάει δόντι, κόβει κεφάλι – για περιπτώσεις στις οποίες κάποιος, αντί να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα εντοπίζοντας τα αίτιά του και εξακριβώνοντας τις πραγματικές του διαστάσεις, καταφεύγει σε αυθαίρετες, παράλογες λύσεις.
η κόπρος του Αυγεία – συσσωρευμένα σκάνδαλα, παρανομίες και καταχρήσεις.
η γριά η κότα έχει το ζουμί – η ώριμη γυναίκα είναι καλύτερη ερωμένη.
κουβεντολόι - άσκοπη συζήτηση
κατά το κρείττον – κατά τον τρόπο που υπαγορεύει η ηθική.
κρασοπατέρας - μπεκρής.
κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου – προσπαθώ να μην παραδεχτώ κάτι ήδη φανερό, εθελοτυφλώ.
τετραγωνισμός του κύκλου – πρόβλημα που αναφέρεται στην κατασκευή τετραγώνου με εμβαδόν ίσο με το εμβαδόν δεδομένου κύκλου και το οποίο θεωρείται άλυτο με τη χρήση διαβήτη και κανόνα, κάθε δυσεπίλυτο ή άλυτο πρόβλημα.
έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο – για πρόσωπα που απέκτησαν όψιμα και ξαφνικά αξία και άρχισαν να συμπεριφέρονται αλαζονικά.
πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί – για άνθρωπο οκνηρό, που προφασίζεται συνεχώς ασθένεια
κωλοβρόντης - άτομο που φωνάσκει συνεχώς χωρίς να λέει τίποτα το ουσιαστικό
διυλίζω τον κώνωπα και καταπίνω την κάμηλο – για τους υποκριτές που επικρίνουν τα ασήμαντα σφάλματα των άλλων και συγχωρούν ή παραβλέπουν τα δικά τους βαρύτατα αμαρτήματα.
παίρνω κάβο – μπαίνω στο νόημα, αρχίζω να καταλαβαίνω.
έχω κάλο στον εγκέφαλο – παρουσιάζω μονομανία ή αδυναμία συνεννοήσεως.
Λ
λάθε βιώσας – να ζεις στην αφάνεια (λόγια του Επίκουρου).
λάμπω για της απουσίας μου – η απουσία μου γίνεται αισθητή και αφήνει κενό.
λατέρνα φορτωμένη – γυναίκα κατάφορτη από μπιζού και στολίδια διάφορα.
ξαναγύρισέ με στα λατομεία - απάντηση που έδωσε ο ποιητής Φιλόξενος στον τύραννο Συρακούσιας Διόνυσο όταν εκείνος ζήτησε τη γνώμη του για τα (κακά) ποιήματά του.
λίγδα - άτομο που απωθεί με το παρουσιαστικό του και κυρίως με τη βρώμικη ηθική του υπόσταση.
οι καιροί που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα – εποχές αφθονίας, μεγάλης ευμάρειας, ενδεχομένως και καλοπιστίας.
μπαίνω στο λούκι – αναγκάζομαι να προσαρμοστώ σε κάποιες συνθήκες, μεταβάλλοντας τον τρόπο της ζωής μου, συνήθως εντασσόμενος στο σύστημα.
ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του – ο κακός άνθρωπος πολύ δύσκολα αποβάλλει τις κακές του συνήθειες.
θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι – για αχάριστους ανθρώπους που βλάπτουν τους ευεργέτες τους.
λυκοφιλία - ψευτοφιλία
ομφάλιος λώρος – (μεταφορικά) κάθε μορφής (συναισθηματικός, οικονομικός, ψυχικός) σύνδεσμος, που μας κρατάει αναγκαστικά προσκολλημένους σε πρόσωπο ή κατάσταση, από τα οποία δεν είναι δυνατόν να αποκοπούμε.
Μ
δεν έχει μα και μου – δεν μπορείς να αρνηθείς, δεν θέλω αντιρρήσεις.
όλο μαγκιά, όλο κλανιά και κώλο κουβαρίστρα – για τον άντρα που παριστάνει τον ανδρείο.
μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε – για ανθρώπους που, ενώ μαλώνουν συνέχεια όταν συνυπάρχουν, δεν μπορούν από την άλλη πλευρά να ζήσουν απομακρυσμένοι.
μάλλιασε η γλώσσα μου – βαρέθηκα να λέω συνεχώς τα ίδια πράγματα (χωρίς αποτελέσματα).
μαουνιέρη - το βρομόστομο άτομο που έχει συνεχώς τη βρισιά στο στόμα του.
το (τον) έφαγε η μαρμάγκα – χάθηκε από πρόσωπο γης, εξαφανίστηκε.
μαύρο πρόβατο – ως χαρακτηρισμός προσώπου που διαφέρει από το σύνολο λόγο κάποιου συνήθως αρνητικού χαρακτηριστικού του ή που προκαλεί με τη στάση του την αντίδραση των υπολοίπων.
μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις – μην είσαι απόλυτος σε αυτά που λες, γιατί μπορεί να χρειαστεί να ανακαλέσεις ή να αναθεωρήσεις.
μέλι απο σφήκες - λόγος φαινομενικά ευγενικός που όμως κρύβει κίνδυνο.
μετρημένα τα λόγια σου! – ως αυστηρή σύσταση σε κάποιον να προσέχει πώς μιλάει, να ζυγίσει τα λόγια του, πριν τα εκστομίσει.
παίρνω τοις μετρητοίς – λαμβάνω σοβαρά υπ’ όψιν κάτι που δεν χρειάζεται τέτοια αντιμετώπιση.
τα τρία μηδενικά – το αποχωρητήριο, η τουαλέτα.
η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη – για το παρασκήνιο και τον χρόνο διεργασιών που προηγούνται κρίσιμων αποφάσεων και αναδείξεων προσώπων σε αξιώματα.
ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσης – μην κάνεις σε άλλον αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουν.
στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος – για περιπτώσεις στις οποίες επιβάλλεται κάποιος που δεν έχει πολλά προσόντα, ικανότητες, επειδή οι υπόλοιποι είναι ακόμη λιγότερο άξιοι, ικανοί.
από μουλωχτά σκυλιά να φοβάσαι – αυτοί που δεν ομιλούν είναι επικίνδυνοι.
μούτζες και στάχτες πάνω σου – μια τρομερή κατάρα που τη λένε σε μερικά μέρη της Δωδεκανήσου.
έχει καρδιά μπαξέ – είναι εύθυμος και καλόκαρδος.
μυρίζει μπαρούτι – πρόκειται να συμβεί κάτι κακό, αναμένονται δυσάρεστα γεγονότα.
έχει μπέσα – κρατάει τον λόγο του.
περνάει ακόμη η μπογιά μου – αν και δεν είμαι πια νέος, ωστόσο αρέσω ακόμη.
χάνω τον μπούσουλα – μπερδεύομαι, χάνω τον προσανατολισμό μου, δεν ξέρω που βρίσκομαι και που πηγαίνω, βρίσκομαι σε σύγχυση.
από μυλωνάς δεσπότης – γι’ αυτούς που προάγονται αλματωδώς χωρίς να το αξίζουν.
η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει – είναι τεμπέλης.
δεν βλέπω πέρα από τη μύτη μου – έχω πολύ μεγάλη μυωπία, είμαι στενοκέφαλος, δεν έχω την ικανότητα να διαβλέπω αιτίες ούτε να προβλέπω αποτελέσματα, εξελίξεις.
Ν
χειμερία νάρκη – κατάσταση χαμηλότατου μεταβολισμού και μειωμένης θερμοκρασίας του σώματος, που εκδηλώνεται με βύθισμα σε λήθαργο και παρατηρείται σε ορισμένα θηλαστικά, αμφίβια, ερπετά και ψάρια κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
μυρίζει ναφθαλίνη – είναι παλιάς εποχής, παλιομοδίτικο, ακατάλληλο για τη σημερινή εποχή.
σύληση νεκρού – η αφαίρεση από τον τάφο ή από το πτώμα πολύτιμων αντικειμένων με σκοπό τον πλουτισμό.
αθάνατο νερό – το νερό που, κατά τη λαϊκή αντίληψη, κάνει αθάνατο ή επαναφέρει κάποιον νεκρό στη ζωή.
πίνω νερό στο όνομα (κάποιου) – εκτιμώ υπολογίζω, δείχνω σεβασμό και απεριόριστη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο (κάποιου).
λέω το νερό νεράκι – διψάω πολύ
νόμος του Λύντς – η θανάτωση ή κακοποίηση προσώπου που κατηγορείται για εγκληματική πράξη από το πλήθος, χωρίς να προηγηθεί δίκη.
ντάλα μεσημέρι – την ώρα της ημέρας.
βγάζω ντελάλη – φωνάζω δυνατά ένα μυστικό ή το εμπιστεύομαι εκεί όπου δεν πρέπει.
έχω ντράβαλα – έχω φασαρίες, μπλεξίματα, αντιμετωπίζω σοβαρά προβλήματα (με κάποιον).
πύρρειος νίκη - η νίκη που επιτυγχάνεται με βαρύτατες απώλειες του νυκητή.
βαθιά νυχτωμένος – για πρόσωπα που δεν σχετίζονται με την πραγματικότητα, που αγνοούν τελείως πώς έχουν τα πράγματα.
στρέφω τα νώτα (σε κάποιον) – δείχνω αποστροφή ή περιφρόνηση για κάποιον ή εγκαταλείπω τη μάχη, τρέπομαι σε φυγή.
ντάλα μεσημέρι – το καταμεσήμερο, όταν ο ήλιος καίει δυνατότερα.
Ξ
γλωσσική ξενηλασία – η απόρριψη ξένων λέξεων από τη γλώσσα ενός λαού.
κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά – για περιπτώσεις που μαζί με τους ενόχους μιας υποθέσεως υφίστανται τις αρνητικές συνέπειες και οι αθώοι , η καταστροφή τους παρασύρει όλους χωρίς διάκριση.
βγάζω κι από τη μύγα ξίγγι – (για φιλάργυρους) προσπαθώ να βγάλω κέρδος ακόμα και από καταστάσεις που ελάχιστα μπορούν να αποφέρουν.
να πιει ξίδι (να ξεθυμώσει) – λέγεται περιφρονητικά για ανθρώπους που θυμώνουν εύκολα, που ο θυμός τους είναι αδιάφορος στους άλλους.
επί ξύλου κρεμάμενος – μόνος αβοήθητος, πάμφτωχος.
ξύνω κοιλιές – δεν κάνω τίποτα.
πού πας ξυπόλητος στ’ αγκάθια; – πού πας άοπλος, ανίσχυρος.
Ο
καθ’ οδόν – κατά τη διάρκεια πορείας ή ταξιδιού, πριν από το τέρμα πορείας ή ταξιδιού.
το εν οίκω μη εν δήμω – οι οικογενειακές υποθέσεις δεν πρέπει να κοινολογούνται στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
περί όνου σκιάς – για θέμα ανάξιος λόγου.
εξ απαλών ονύχων – από πολύ μικρή ηλικία.
ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω – αυτός που είναι ικανός να αντιληφθεί κάτι, ας το αντιληφθεί.
όπου ουρούν πολλοί μαζί, κυλάει ποτάμι - για τη δύναμη που έχει ο όχλος, η πλειοψηφία.
οφ-δι-ρέκορντ – χωρίς να καταγραφεί (κάτι), ανεπισήμως.
όχι παραπέρα απο το παπούτσι τσαγκάρη! - ο ζωγράφος Απέλλης (4 αιώνας π.χ) στον τσαγκάρη που έδειχνε τα λάθη στον ζωγράφο.
βράσε ορύζα – σε περιπτώσεις που αντιμετωπίζει κανείς δύσκολη κατάσταση, χωρίς δυνατότητα βελτίωσης.
Π
φουσκώνω σαν το παγώνι – περπατώ ή στήνομαι με έπαρση.
πανδαμάτωρ χρόνος – ο χρόνος όλα τα νικά, όλα τα δαμάζει.
έμεινα πανί με πανί - είμαι με άδειες τσέπες.
για τα πανηγύρια – (ως χαρακτηρισμός) για κάποιον που στερείται σοβαρότητας.
τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου – για κάτι που επαναλαμβάνεται μονότονα.
κάνω και το σκατό μου παξιμάδι – αξιοποιώ και τα πιο άχρηστα πράγματα, προσπαθώντας να κάνω οικονομία.
κάνω την πάπια - προσποιούμαι ότι δε γνωρίζω ή ότι δεν καταλαβαίνω, δε μιλάω και φροντίζω να περάσω απαρατήρητος.
πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλο - για φαύλους ανθρώπους
αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας – όποια και αν είναι η ιδιότητά σου, πρέπει να τηρείται η σειρά προτεραιότητας.
πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης – για ανθρώπους που η προσφορά τους δεν αναγνωρίζεται, αντιμετωπίζεται με αδιαφορία, υποτιμάται ή και λοιδορείται από τους άλλους χωρίς καμιά προοπτική ανταπόδοσης ή επαίνου.
θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι – για περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται ότι κάποιος θα γελοιοποιηθεί, ότι θα γίνει περίγελος των άλλων.
παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο – ας παρέλθει από μένα αυτό το ποτήρι, για περιπτώσεις στις οποίες εύχεται κανείς να αποφύγει μια δοκιμασία, να μην υποστεί ένα μαρτύριο.
πατάω την μπανανόφλουδα – πέφτω σε παγίδα.
το πείσμα βγάζει πρήσμα – η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που την έχει.
πενία τέχνας κατεργάζεται – οι στερήσεις και οι δυσκολίες αναγκάζουν τον άνθρωπο να γίνει εφευρετικός, να επινοεί πρωτότυπες λύσεις και έξυπνα τεχνάσματα.
είμαι της πεποιθήσεως – έχω την γνώμη.
το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον – δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει από τη μοίρα του.
κάνω την αθώα περιστερά – κάνω τον αθώο και ανίδεο, προσποιούμαι απόλυτη εντιμότητα ή αφέλεια.
ρίχνω μαύρη πέτρα πίσω μου – φεύγω από κάπου οριστικά και αμετάκλητα με την προοπτική να μην ξαναγυρίσω ποτέ.
δεν τον πιάνει το μάτι μου – δεν φαίνεται τόσο σημαντικός, όσο τελικώς αποδεικνύεται, δεν μου «γεμίζει το μάτι».
θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα – (ως απειλή συνήθως σε μικρό παιδί, που μιλά με άσχημο τρόπο ή απρέπεια) θα σε τιμωρήσω (είτε βάζοντας στην πραγματικότητα πιπέρι στη γλώσσα, είτε επιβάλλοντας άλλου είδους αυστηρή τιμωρία για να μη μιλάς έτσι).
πλανώμαι πλάνην οικτράν – βρίσκομε σε μεγάλη πλάνη.
αν δεν ξεσαμαρώσεις τον γάιδαρο, δεν βλέπεις τις πληγές του – σε περιπτώσεις που τα βάσανα κάποιου περνούν απαρατήρητα, όταν αυτό δεν διαμαρτύρεται ή δεν κάνει παράπονα, ο πόνος του μένει συχνά άγνωστος, κρυφός.
πνέει μένεα - είναι πολύ οργισμένος
μόνον ο σοφός είναι ποιητής – η φράση που τη χρωστάμε στους στωϊκούς.
πουλάω πνεύμα – λέω έξυπνα ή αστεία λόγια σε καταστάσεις που απαιτούν σοβαρότητα και περίσκεψη, λέω εξυπνάδες, ειρωνεύομαι.
πετάγομαι σαν την πορδή – παρεμβαίνω σε συζήτηση, χωρίς να μου το ζητήσει κανείς, άκαιρα.
να πρηστείς και να σκάσεις! – ως κατάρα σε κάποιον.
κάνω πριτς (σε κάποιον) – (ως εκφραστική δήλωση άρνησης) αρνούμαι κάτι (σε κάποιον) ανασηκώνοντας τον αγκώνα και χτυπώντας τον συνήθως ελαφρά με την παλάμη του άλλου χεριού συνοδεύοντας τη χειρονομία με τη λέξη «πριτς».
η προκοπή νικάει τη φτώχια – ο εργατικός και φιλόπονος ξεφεύγει από τη φτώχια.
αφήνω τα προσχήματα – εκδηλώνομαι απροκάλυπτα, μιλώ και ενεργώ ανοικτά, πέρα από τους τύπους.
εκ των προτέρων – από πριν.
από πρωίας μέχρις εσπέρας – από το πρωί μέχρι το βράδυ.
των πρωτινών τα λόγια, Θεού λόγια – οι κρίσεις των παλαιών είναι σοφές.
πατώ επί πτωμάτων – μετέρχομαι όλα τα μέσα αδίστακτα, βλάπτω άλλους, προκειμένου να πετύχω, να εξασφαλίσω αυτά που θέλω.
Ρ
όπου δεν πίπτει ο λόγος, πίπτει ο ράβδος – για περιπτώσεις που κάποιος δεν πείθεται με τα λόγια και πρέπει να συμμορφωθεί με τη βία.
ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει – για ανούσιες, τετριμμένες εργασίες, που ωστόσο απασχολούν κάποιον.
είναι να τον κλαίνε κι η ρέγκες – έχει υποστεί τέτοιο κακό, ώστε είναι άξιος να τον λυπούνται ακόμη και οι πιο ασήμαντοι, οι πιο μικροί.
ρέμπελο ασκέρι – άτακτο πλήθος, κυρίως εξεγερμένο, ο όχλος, ή οι αργόσχολοι χασομέρηδες.
ρηξικέλευθος - νεωτεριστής, ο τολμηρός καινοτόμος
κολοκύθια με ρίγανη – (ως σχόλιο) για ανούσια λόγια, σαχλαμάρες.
εν ριπή οφθαλμού – πάρα πολύ γρήγορα, στη στιγμή, ακαριαία.
ρόδα είναι και γυρίζει – η ζωή χαρακτηρίζεται από συνεχείς μεταβολές, τίποτε δεν είναι μόνιμο σε αυτόν τον κόσμο.
δεν υπάρχει ρόδο χωρίς αγκάθι – τίποτε δεν είναι τέλειο και εντελώς ακίνδυνο, ακόμη και το πιο καλό και όμορφο.
δια ροπάλου – με χτυπήματα, με βίαιο τρόπο.
έχει τα ρούχα της – για γυναίκες της περιόδου με αυξημένα νεύρα.
εν ρύμη του λόγου – στη ροή του λόγου, καθώς μιλάει κανείς
Σ
τον μήνα που δεν έχει Σάββατο – ποτέ, σε καμιά περίπτωση.
Σαρδανάπαλος - για ηδυπαθείς, άσωτους, ανώμαλους ανθρώπους.
Σαρδόνιο γέλως - δυνατό, ανοιχτόκαρδο ή σαρκαστικό και πικρόχολο γέλιο.
άσε τα σάπια! – άφησε τις πονηριές, μη λες ψέματα, μη συμπεριφέρεσαι διπλωματικά ή υποκριτικά.
η σάρα και η μάρα – μεγάλο πλήθος, συρφετός από ανθρώπους, κάθε λογής (κυρίως χαμηλού επιπέδου).
σερσέ λα φαμ – αναζητήσατε τη γυναίκα.
σιγή ιχθύος – απόλυτη σιγή.
με το νυ και με το σίγμα – με όλες τις λεπτομέρειες.
δεν σκαμπάζω γρυ – δεν ξέρω ή δεν καταλαβαίνω τίποτε δεν έχω καμιά γνώση (σε ένα θέμα ή αντικείμενο).
βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με – για κάποιον που, ενώ κατακρίνει τη συμπεριφορά και τα ελαττώματα άλλων, στην πραγματικότητα έχει τον ίδιο χαρακτήρα ή την ίδια συμπεριφορά.
εγώ το λέω του σκύλου μου και ο σκύλος στην ουρά του – για πράξεις η καθήκοντα που μεταβιβάζονται από τον έναν στον άλλον, με αποτέλεσμά να μην εκτελούνται ποτέ.
καλά στέφανα! – ευχή προς τους αρραβωνιασμένους για τον γάμο τους.
από στήθος – απέξω, εντελώς μνημονικά.
στήθος μάρμαρο, κοιλιά πατάτα κι από κάτω κρέμεται αγγούρι και ντομάτα – ειρωνικά για αυτόν που παριστάνει τον ανδρείο, ενώ δεν είναι.
μένω στήλη άλατος – μένω εντελώς ακίνητος από έκπληξη, εκπλήσσομαι εντονότατα.
δεν μετράει το πολύ, αλλά η ουσία του στίχου – η φράση του Γάλλου ποιητή Μποντλέρ.
από το στόμα μου το πήρες – με πρόλαβες, το ίδιο θα έλεγα κι εγώ.
στρόντιο 90 – ραδιενεργό ισότοπο στρόντιο, που αποτελεί ένα από τα προϊόντα της πυρηνικής σχάσης και είναι μία από τις πιο επικίνδυνες για το περιβάλλον ραδιενεργές ουσίες.
συβαρίτης - για άνθρωπο αβροδίαιτο, που ζει με μαλθακότητα και πολυτέλεια.
σε αγαστή σύμπνοια – σε πλήρη συμφωνία.
μεταξύ σφύρας και άκμονος – για κάποιον που βρίσκεται μεταξύ πολλών και δύσκολων καταστάσεων από τις οποίες δεν μπορεί να απαλλαγεί, διότι ξεφεύγοντας από τη μία πέφτει στην άλλη.
σώθηκαν τα ψέματα! – ήρθε η ώρα της αλήθειας.
έχω σώας τας φρένας – είμαι διανοητικώς, ψυχικώς υγιής.
το ρίχνω στο σορολόπ – συμπεριφέρομαι ανέμελα και αδιάφορα, χαζολογώ ή κάνω ότι μου έρχεται στο μυαλό.
με το στανιό – με το ζόρι.
Τ
μην τάξεις άγιου κερί και του παιδιού κουλούρι – μην υποσχεθείς σε κάποιον αυτό που κατεξοχήν επιθυμεί, γιατί θα είσαι αναγκασμένος να τηρήσεις πάση θυσία την υπόσχεσή σου, επειδή θα σου το ζητάει συνέχεια.
ανδρών επιφανών πάση γη τάφος – (επιτάφιος του Περικλή από τον Θουκυδίδη) για τους γενναίους, τάφος είναι οποιοδήποτε γη, ο θάνατος τους έχει οικουμενική διάσταση.
σημεία και τέρατα – για γεγονότα ή ενέργειες εξαιρετικά ασυνήθιστα, τρομακτικά, αξιοθαύμαστα ή κατακριτέα.
το τερπνόν μετά του ωφελίμου – για πράξεις που είναι ταυτόχρονα ευχάριστες και ωφέλιμες.
θέλει να τετραγωνίσει των κύκλο - για κάποιον που επιδιώκει κάτι ακατόρθωτο.
τι μέλλει γενέσθαι – τι πρόκειται να γίνει;
κυρία επί των τιμών – η κυρία που υποδέχεται επίσημα πρόσωπα (αρχηγούς κρατών, πρέσβεις κ. α.) και που ανήκει στην ιδιαίτερη ακολουθία βασίλισσας ή πριγκίπισσας.
του τα βγάζω με το τιρμπουσόνι – αποσπώ ομολογίες ή εκμυστηρεύσεις από κάποιον με μεγάλη δυσκολία.
τις αγορεύειν βούλεται; – ποιος θέλει να μιλήσει δημόσια, ποιος θέλει να πάρει τον λόγο;
τίνι τρόπω – με ποιον τρόπω.
ως εκ τούτο – όπως προκύπτει από τα προηγούμενα.
τι τραβάμε και δεν το μαρτυράμε! – σε περιπτώσεις στις οποίες κανείς αγανακτεί με μια κατάσταση ταλαιπωρείται πολύ, αλλά δεν διαμαρτύρεται.
έπαθε ψυχικό τραλαλά – ταράχτηκε πολύ, υπέστη νευρικό κλονισμό.
τρεις κι ο κούκκος – ελάχιστοι άνθρωποι.
η τρέλα δεν πάει στα βουνά, πηγαίνει στους ανθρώπους – η τρέλα είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου, όχι τη φύσης.
τρικυμία εν κρανίω – σύγχυση φρενών, η αναστάτωση του μυαλού.
τρίχες κατσάρες – για πράγματα που δεν έχουν καμιά αξία.
ιψενικό τρίγωνο - ο σύζυγος, η σύζυγος και ο εραστής.
τρύπια καπότα – για άτομα άχρηστα και σιχαμερά.
κρατάω τσίλιες – προσέχω μήπως εμφανιστεί κανείς (λ.χ. αστυνομικός) καθώς κάποιος άλλος εκτελεί παράνομη πράξη (λ.χ. διάρρηξη).
χωρίς τυμπανοκρούσεις – χωρίς να γίνει θόρυβος, χωρίς μεγάλη προβολή, διαφήμιση κ. λπ..
δεν βλέπει την τύφλα του – δεν βλέπει σχεδόν καθόλου, είναι θεόστραβος.
Υ
δίνω γην και ύδωρ – παραδίδομαι πλήρως στους εχθρούς.
χυδαίος υλισμός – απλουστευτική υλιστική θεώρηση, κατά την οποία ακόμα και το πνεύμα, η συνείδηση, οι ιδέες είναι άμεσα παράγωγα της ύλης.
υπεναντίες κρίσεις – κρίσεις με αντίθετο περιεχόμενο, από τις οποίες η μία είναι μερικώς καταφατική και η άλλη μερικός αποφατική και είτε είναι και οι δύο αληθείς είτε είναι η μία αληθής και η άλλη ψευδής. λ. χ «μερικοί δημοσιογράφοι είναι αντικειμενικοί» και «μερικοί δημοσιογράφοι δεν είναι αντικειμενικοί».
γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος – ο υπναράς και ο τεμπέλης δεν έχουν προκοπή, μένουν πάντοτε φτωχοί.
ύπνος τρέφεις το παιδί και ο ήλιος το μοσχάρι – για την ευεργετική επίδραση του ύπνου στην ανάπτυξη του παιδιού.
εκ των υστέρων – έπειτα από κάτι που έχει προηγηθεί, αφού έχει ήδη διαπραχθεί.
ή του ύψους ή του βάθους – για περιπτώσεις που κάτι / κάποιος δεν έχει σταθερότητα, αλλά μπορεί να κυμαίνεται από το ένα άκρο στο άλλο.
Φ
φαεινή ιδέα – θαυμάσια ιδέα, η ιδέα που έρχεται στο μυαλό κάποιου σαν φως που φώτισε, έλαμψε ξαφνικά.
πέμπτη φάλαγγα - οι συμπαθούντες του εχθρού στα μετόπισθεν
όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος – σε μια στιγμή μπορούν να συμβούν οι πιο απροσδόκητες εξελίξεις, να ανατραπούν τα πάντα.
φίδι κολοβό – για άτομο ύπουλο και πολύ επικίνδυνο.
φίλος ο Πλάτων, αλά φιλτέρα η αλήθεια – για να καταδυλώσουμε ότι μια γνώμη, για να γίνει αποδεχτή, πρέπει να βρίσκεται κοντά στην αλήθεια και όχι γιατί (απλά και μόνο) την είπε ο τάδε έγκριτος.
ο κόμπος έφτασε στο χτένι – η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο.
φόρμουλα - τύπος, κανόνας
όποιος δεν είδε κάστρο, βλέπει φούρνο και ξιπάζεται – για κάποιον που έχει ζήσει σε απομονωμένη περιοχή και εκπλήσσεται με μικροπράγματα.
των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν – για να τονιστεί η αξία της προνοητικότητας.
της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες – όποιος μπορεί να κάνει κάτι ριψοκίνδυνο, δεν φοβάται να μπει ακόμη και στη φυλακή.
φύσει αδύνατον – εντελώς αδύνατον.
έχω λερωμένη τη φωλιά μου – έχω διαπράξει επιλήψιμες πράξεις, έχω κάνει ατοπήματα.
ο διάολος δεν χαλάει τη φωλιά του – ο κακοποιός δεν βλάπτει αυτούς που τον υποθάλπουν.
φιλά προσκείμενος – ο οπαδός, αυτός που πρόσκειται πολιτικά, κοινωνικά κ.λ.π. σε πρόσωπο ή ιδεολογικό χώρο.
Χ
μαύρο χαβιάρι – για κάτι πολύ ακριβό, για κάτι που έχει απαγορευτικά υψηλή τιμή.
χάθηκε ο ίσιος δρόμος; - απάντηση της καμήλας, όταν τη ρωτήσανε τι προτιμάει ανήφορο ή κατήφορο.
χαΐρι και προκοπή να μη δεις – να μην προοδεύσεις καθόλου, να δυστυχήσεις στη ζωή σου .
γίνομαι χαλί να με πατήσεις – είμαι πρόθυμος να κάνω ό,τι μου ζητήσεις, να εκπληρώσω κάθε σου επιθυμία.
εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν – σε περιπτώσεις που κάποιος ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, την ώρα που συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα, συνταρακτικές εξελίξεις.
χάσμα νόμου – η έλλειψη διατάξεως νόμου, που να αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόβλημα, το νομικό κενό.
στο χείλος του γκρεμού – στα πρόθυρα της καταστροφής, λίγο πριν από την καταστροφή.
συν Αθήνα και χείρα κίνει – δεν πρέπει να περιμένεις να φέρει ο θεός ή η τύχη τα πράγματα ευνοϊκά, αλλά να προσπαθήσεις και συ προς την κατεύθυνση αυτή.
βάζω το χέρι μου στη φωτιά – είμαι απολύτως σίγουρος (για κάτι).
μαύρο χιούμορ – η σύλληψη και η αντιμετώπιση των δυσάρεστων πλευρών της ζωής, ιδίως όσων αφορούν στον θάνατο, μέσα από μια κωμική ή ευτράπελη οπτική.
ο χοίρος τη λάσπη κυνηγά – γι’ αυτόν που έχει συνηθίσει και συνεχώς επιδιώκει κακές συναναστροφές.
τώρα που μπήκες στον χορό, θα χορέψεις – όταν εμπλέκεται κανείς σε μια υπόθεση, πρέπει να μείνει μέχρι τέλους και να υποστεί όλες τις συνέπειες.
πρώτα βγαίν’ η ψυχή κι ύστερα το χούι – είναι αδύνατον να απαλλαγεί κανείς από τις κακές συνήθειες του.
κακό χρόνο να’ χεις – (ως κατάρα) για την δήλωση εχθρικής διάθεσης.
χρυσή μετριότητα – για κάποιον / κάτι που ακολουθεί τον μέσο όρο και δεν έχει κανένα σοβαρό ελάττωμα ούτε όμως και χάρισμα, ώστε να μην προκαλεί το ενδιαφέρον.
δώσε θάρρος στον χωριάτη, να σ’ ανέβει στο κρεβάτι – αν δώσεις θάρρος σε έναν άξεστο άνθρωπο, θα γίνει ξεδιάντροπος, δεν θα υπολογίζει πια κανέναν.
κακό χωριό τα λίγα σπίτια, μικρό χωριό, μεγάλη ζήλια – στις κλειστές κοινωνίες ή γενικότερα στις ολιγάριθμες κοινωνικές ομάδες αναπτύσσονται πιο εύκολα αντιζηλίες και έντονες αντιπάθειες.
έτσι κάνετε στο χωριό σου; – σε περιπτώσεις στις οποίες έχει κανείς ανάρμοστη συμπεριφορά.
Ψ
ψειρίζω τη μαϊμού – σπαταλώ τον χρόνο μου και ασχολούμαι με ασήμαντα πράγματα.
ομιλεί ο δέκατος τρίτος των ψευδαποστόλων - για εκείνους που μοιράζουν σωρό υποσχέσεις, για να τις ξεχάσουν αμέσως.
ψιλά γράμματα – για πράγματα που είναι δύσκολο να κατανοήσει ή να μάθει κανείς.
κακό ψόφο να’ χεις! – να έχεις κακό τέλος.
εν βρασμό ψυχής – ενόσω βρισκόταν σε κατάσταση ψυχικής ταραχής.
έχω ψώνιο (με κάτι) – μου αρέσει υπερβολικά (κάτι), ασχολούμαι συνεχώς με (κάτι).
που την ψώνισες; - που την βρήκες;
Τα περίεργα της ετοιμολογίας
(από το "Ετυμολογικό λεξικό" του Γ. Μπαμπινιώτη και όχι μόνο)
Ετυμολογία – ο επιστημονικός κλάδος της γλωσσολογίας που έχει ως αντικείμενο την αρχική μορφή και την αρχική σημασία κάθε λέξεως, ειδικότερα μελετά τόσο την προέλευση των λέξεων όσο και την πιθανή γενετική συγγένεια τους με αντίστοιχους τύπους των γλωσσών κοινής καταγωγής, με απώτερο στόχο την αναγωγή στο αρχικό τύπο (ρίζα, θέμα).
Βραχιγραφίες που χρησιμοποιούνται στο κείμενο
ΚΔ – Κενή Διαθήκη
ΙΕ – ινδοευρωπαϊκή γλώσσα
αρχ. – αρχαίος, αρχαία …
< – προέχεται από
γαλλ. – γαλλικό
ιταλ. – ιταλικό
λατ. – λατινικά
μεσν. – μεσαιωνικό
λ. – λέξη
άγαλμα - ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά).
Άρα για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα(ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και ιατρευόμαστε. Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική λέξη για το άγαλμα (που άλλο από Λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε σαν λέξη, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα. Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με την σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο George Orwell στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις.
ακρίδες – ενώ η ΚΔ αναφορικά με την τροφή του Ιωάννη του Βαπτιστή λέει ότι εκείνος έτρωγε ακρίδες, το παπαδαριό με σκοπό να χαρακτηριστεί ο Ιωάννης ως «χορτοφάγος» προσπαθούσαν να πείσουν τον κόσμο ότι η «ακρίς» πρέπει να μεταφραστεί «ακροβλάσταρο, κορυφή του βλαστού».
αλαζόνας – «ηρώας» της αρχ. Κωμωδίας όπου ο Αλαζόνας (καυχησιάρης στρατιώτης) αντιδιαστελλόταν συνήθως στον Είρωνα.
αλκοολ – αλ-κοολ, από αραβικά, το kuhul σημαίνει πούδρα που οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν για να βάφουν τα βλέφαρά τους. Η λέξη αναφέρονταν όχι μόνο σε πούδρα βαψίματος, αλλά και σε κάθε λεπτή σκόνη που παράγεται με διάφορους τρόπους ένας από τους οποίους ήταν η διαδικασία της απόσταξης. Στη συνέχεια όμως η λέξη αναφέρθηκε και σε άλλες ουσίες που προέρχονταν από απόσταξη, εκτός της πούδρας. Ένα από αυτά τα αποστάγματα είναι το alcohol vini «απόσταγμα οίνου», δηλαδή το οινόπνευμα. Τελικά, έφτασε να σημαίνει εξ ολοκλήρου το οινόπνευμα και κατ’ επέκταση κάθε ποτό που περιέχει αυτή την ουσία (ανεξάρτητα από το αν προέρχεται ή όχι από απόσταξη).
αμαρτία – αρχικά η λέξη σήμαινε την αστοχία στον φυσικό κόσμο, π.χ. «αστοχία στη βολή», αλλά σύντομα η σημασία της λέξης επεκτάθηκε μεταφορικά, για να δηλώσει γενικότερα αστοχία στην κρίση «αμαρτία γνώμης». Μετά πέρασε στην έννοια του ηθικού παραπτώματος, που αποτέλεσε και την κύρια σημασία της λέξης.
άνδρας – < ανήρ, που αναφερόταν στα αρχ. κατ’ εξοχήν στον ελεύθερο άνθρωπο. Στα αρχ. κείμενα ο Ζευς αποκαλείται ως «πατήρ ανδρών τε θεών». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δήλωση των σημασιών «άνδρας» και «άνθρωπος» από την ίδια λέξη είναι συνήθης σε πολλές γλώσσες, π.χ., γερμανικά Mann «άνδρας» – Mensh «άνθρωπος». Δηλαδή, το συμπέρασμα: η γυναίκα δεν είναι άνθρωπος!?
ανέκδοτο – με σημασία στα αρχ.«κόρη που δεν έχει δοθεί σε γάμο».
ανελκυστήρας – πολλές ελληνικές λέξεις είχαν προταθεί για την απόδοση του γαλλ. ascenseur: ανυψωτήρ, ανελκτήρ, ανέλκηθρον, ανασυρτήρ, αναδρομεύς, ανελκυστής, ανολκεύς, υψιφορεύς κ. α. Τελικά επικράτησε το ανελκυστήρας και το γαλλ. ασανσέρ.
ανακαλύπτω και αποκαλύπτω – στην Αρχαιότητα και οι δυο λέξεις είχαν την ίδια σημασία «αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω», μετά η λ. ανακαλύπτω απέκτησε τη σημερινή σημασία «φέρνω στο φως κάτι κρυμμένο ή που δεν υπήρχε προηγουμένως», ενώ η λ. αποκαλύπτω (αποκάλυψη) συνδέθηκε στενά με το ομώνυμο βιβλίο του Ιωάννη και λόγο του περιεχομένου του εν λόγο βιβλίου η λέξη απέκτησε και τη σημασία της ολοκληρωτικής καταστροφής.
βία – πιθανόν να συνδέεται με το αρχ. βινέω «σινουσιάζομαι». Δηλαδή η κάθε «άσκηση (επιβολή) δύναμης», από το πρόσωπο, ομάδα ή κράτος σημαίνει πως μας πηδάνε.
βλασφημώ – < αρχ. βλαψ-φημώ με ανομοίωση του ρήματος «βλάπτω» και παρασύνδεση προς τη λ. θυμός.
γαλαξίας – οι αρχ. χρησιμοποιούσαν τη φράση γαλαξίας κύκλος για να περιγράψουν το σύνολο των άστρων που φωτίζουν τον ουράνιο θόλο. Κατά τον αρχ. μύθο ο γαλαξίας σχυματίστηκε από το χυμένο γάλα της θεάς Ήρας, η οποία αποτραυήχτηκε ενώ θήλαζε τον Ηρακλή.
γαμπρός – τη σχέση της λέξεις με το «γαμώ» (νυμφεύω) αναγνωρίζει και ο διάσημος γλωσσολόγος. Όμως δεν τολμά να αναφέρει ότι το δεύτερο μέρος της λέξεις σίγουρα έχει σχέση (αφού είναι καταφανές!) με τη λέξη «εμπρός!», δηλαδή παροτρύνει τον νεόνυμφο «γάμα! εμπρός!».(μεταξύ σοβαρού και αστείου)
γκόμενα – προπολεμική λέξη παρμένη από την αργεντινή μάρκα μιας λακ γομοκόλλα Gomina για τα μαλλιά, που η χρήση της θεωριόταν το άκρον άωτο της γυναικείας ομορφιάς. Μετά τον πόλεμο η μάρκα αυτή χάθηκε, το γομάρισμα των μαλλιών πέρασε απ’ τη μόδα και μόνο οι θεατρίνες και οι γυναίκες ελαφρών ηθών συνέχισαν να το χρησιμοποιούν, με άλλα λόγια οι γυναίκες που έκαναν περισσότερο για ερωμένες παρά για σύζυγοι. Έτσι η λέξη κατάντησε να σημαίνει την ερωμένη.
γραβάτα – η λ. γεννήθηκε στη Γαλλία, αναφερόμενη σε ένα είδος λαιμοδέτη που φορούσαν οι Κροάτες στρατιώτες οι οποίοι υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στον γαλλικό στρατό.
δεξιός – ήδη στην Αρχαιότητα η δεξιά πλευρά συνδέθηκε με την ικανότητα, δηλαδή «ορθός, σωστός, επιδέξιος» (επειδή αυτό ισχύει για την πλειονότητα των ανθρώπων). Κατά τη Γαλλική Επανάσταση έγινε πολιτικός όρος, επειδή τα συντηρητικά κόμματα στη βουλή κάθισαν δεξιά, ως προς τον πρόεδρο.
δουλειά – η αρχ. λέξη δουλεία αναφερόταν στην υποδούλωση και, ως εκ τούτου, στην «καταναγκαστική εργασία, μετά απέκτησε τη σημασία «μισθωτή εργασία» και τελικά το σκατό έγινε χαλβάς, δηλαδή «εργασία, ασχολία». Η ερώτηση είναι: ποιοί το έκαναν;
έγκλημα – < αρχ. ρήμα εγκαλώ (απευθύνω επίσημη κατηγορία).
ελευθερία < διατείνεται ο' τι προέρχεται από «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά.
Ελλάδα – < από αρχ. Ελλάς, μικρή περιοχή της νότιας Θεσσαλίας (γη των Μυρμιδόνων Φθία, πατρίδα του μυθικού Αχιλλέα) και μετά δηλώνει γενικά την υπόλοιπη Ελλάδα πλην της Πελοποννήσου και των αποικιών της Μικράς Ασίας.
εργαλείο – και αυτή η λ. όπως και η λ. δουλειά έχει υποστεί την ίδια μετάλλαξη. Συνδέεται στενά με τις αρχ. λέξεις όργανο και όργια με σημασία «μυστηριακές πράξεις και τελετές προς τηνήν του Διονύσου, της Δήμητρας» (συνήθως σεξουαλικού περιεχομένου). Δηλαδή, κάποιοι είχαν το ενδιαφέρον να μας βάζουν στο χέρι άλλου είδους «εργαλείο»!?
ερμαφρόδιτος – μυθικός γιος τους Ερμή και της Αφροδίτης, ο οποίος παρουσίαζε χαρακτηριστικά και των δύο φύλων.
ζούγκλα – < Σανσκριτικά (αρχ. Ινδικά) και σήμαινε «άνυδρη και με λίγα δέντρα περιοχή». Αργότερα στην ινδική γλώσσα Χίντι η λ. σήμαινε «έρημη, ακατοίκητη και ακαλλιέργητη γη». Όμως… θαυμαστά τα έργα σου Κύριε! Πώς? στον 18ο αιώνα σταδιακά, με την βοήθεια του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ «Το βιβλίο της ζούγκλας», «Μόγλη», έφτασε στη σημασία «πυκνό δάσος με άγρια ζώα»?
θάλασσα – < αλς, δηλαδή αποτελείται από το «αλάτι».
Θεός – για την λ. δεν υπάρχει γενικώς παραδεκτή ετυμολογία. Αν παραδεχτούμε
ετυμολογικά πως η λ. πάρα πολύ μοιάζει με το αζτέκικο teotl’, πρέπει επίσης να
παραδεχτούμε πως μεταξύ της αρχαίας Ελλάδας και της αρχαίας Νότιας Αμερικής υπήρχαν επαφές, κάτι που η σημερινή επιστήμη δεν μπορεί να δεχτεί.
ιδιώτης – από τον 5ο αιώνα π.Χ. η αρχική σημασία «αυτός που δεν κατέχει δημόσιο αξίωμα, απλός πολίτης, κοινός». Αργότερα, επίσης στην αρχαία εποχή αποκτά σημασία «αδαής, ανεκπαίδευτος» με αποτέλεσμα με το χρόνο να σημαίνει «ανόητος, μώρος».
ιωβηλαίο – < εβραϊκό yobel που έχει σημασία «φυσώ κέρατο κριαριού ως σάλπιγγα». Η λ. Ιωβηλαίο αποτελούσε διευθέτηση του Μωσαϊκού Νόμου κατά την οποία κάθε πενήντα χρόνια απελευθερώνονταν οι δούλοι, χαρίζονταν τα χρέη και επιστρέφονταν τα κτήματα στον αρχικό τους κάτοχο.
κάθαρμα – σε αρχαιότατους χρόνους, όταν μια πόλη προσβαλόταν με επιδημία η άλλα θανατηφόρα κακά, θυσίαζαν για να εξιλεώσουν το Θεό, έναν από τους πολίτες, είτε εγκληματίας. Αυτούς, λοιπόν, που θυσίαζαν, τους αποκαλούσαν «καθάρματα» (απαλλαγή από το μόλυσμα, ο καθαρισμός, η κάθαρσις), δηλαδή αυτοί ήταν άχρηστη και φαύλοι.
κεράτωμα – με την μεταφορική σημασία «μοιχεία, συζηγική απιστία» συναντάτε ήδη από τον 2ο αιώνα μ.Χ., επειδή είχε παρατηρηθεί ότι τα κερασφόρα ζώα (ιδίως όσα ζούσαν κοντά στους ανθρώπους) δεν είχαν σταθερό σύντροφο κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
κλειτορίδα – < την τοπωνύμια Κλειτώρ (λοφίσκος στην Αρκαδία). Συνδέθηκε με το «μικρό ύψωμα, εξόγκωμα» της γυναίκας.
κονσομασιόν (απ’ τα γαλλικά «κατανάλωση») – η μισοπόρνη, η γυναίκα που κάθεται δίπλα στους πελάτες των μπαρ και τους κάνει να πίνουν (καταναλώνουν) πιάνοντας τους κουβέντα και αφήνοντας τους να την ψιλοπασπατεύουν.
κορόιδο – από το μεσαιωνικό «κουρόγιδο», δηλαδή το κουρεμένο γίδι (με αφορμή την διαπομπευμένη γυναίκα).
κρασί – < αρχ. κράμα, δηλαδή «ανάμιξη οίνου με νερό».
κρετίνος – < γαλλικό chretien, αρχική σημασία, «χριστιανός», το οποίο από τον 17ο αιώνα συναντάται στις διαλέκτους της Σαβόϊας και του Βαλέ (Ελβετία) με τη σημασία «αθώος, αγαθός». Μετά το 60 μ. Χ. επί Νέρωνος το λατ. επίθετο christianos τρέπεται σε γαλλ. chretien.
λωποδύτης – στην Αρχαιότητα ήταν κλέφτης ρούχων, κατά κανόνα λουομένων και προσκυνητών. Ήδη από την αρχ. εποχή η λ. αποκτά τη γενικότερη σημασία «μικροκλέφτης, απατεώνας».
μάγειρας – συνδέεται με το μαχαίρι και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το πολύ ενδιαφέρον γεγονός ότι στην αρχ. Ελληνική η λ. μάγειρας αναφερόταν τόσο σε αυτόν που μαγειρεύει όσο και σε αυτόν που σφάζει – πολλές φορές μάλιστα ήταν το ίδιο πρόσωπο.
μαϊντανός – αντιδάνειο, < τουρκικό maγadanoz, που < μεσαιωνικό ελληνιστικό «μακεδονήσι».
μαμαλίγκα – «είδος φαγητού με καλαμποκάλευρο» < ρουμανικό mamaliga, αρχική σημασία «χυλός καλαμποκάλευρου», πιθανόν δακικής αρχής.
μανιτάρι – < μεσαιωνικό (α)μανιτάρι(ον) < αμανίτ(ης), το οποίο ίσως προέρχεται από το αρχ. Τοπονύμιο Άμανος (όρος στη Μικρά Ασία).
μαυλίζω – < Μαυς, όνομα λυδικής μητέρας-θεάς, η οποία εθεωρείτο προστάτιδα των ιεροδούλων.
μαχαίρι – δεν έχει ετυμολογηθεί ικανοποιητικά. Υποστηρίζεται ότι συνδέεται με τα αρχ. μάχομαι ή μάγειρος.
μέγκλα! – ωραίο πράμα! (από το made in Ingland).
μελαγχολία – η αντίληψη ότι η ανθρώπινη διάθεση εξαρτάται από την ισορροπία ή τον βαθμό αναμίξεως στον οργανισμό διαφόρων σωματικών χυμών είναι αρκετά διαδεδομένη στην Αρχαιότητα. Ο Ιπποκράτης δίδασκε ότι οι χυμοί αυτοί είναι οι εξής: αίμα, χολή, μέλαινα χολή, φλέγμα. Κατά τούτο η μελαγχολία ορίζεται ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας της μέλαινας χολής, στο σώμα, πράγμα που οδηγεί σε αθυμία και σκυθρωπότητα.
μουσική – < αρχ. μουσική (τέχνη), αρχική σημασία «οποιαδήποτε τέχνη που προστατεύεται από τις Μούσες».
μπικίνι – το 1950 ο Γάλλος μηχανικός L. Reard σχεδίασε το εν λόγο μαγιό και το ονόμασε bikini, έχοντας κατά νου το τη φερώνυμη ατόλη του Ειρηνικού Ωκεανού, στην οποία η ΉΠΑ είχε πραγματοποιήσει πυρηνικές δοκιμές. Ο Reard προσδοκούσε ότι αυτό το μαγιό θα έκανε την εμφάνιση των γυναικών «εκρηκτική».
μωρέ – χρησιμοποιούταν ήδη στην αρχ. γλώσσα ως οικεία προσφώνηση με μειωτικό και κατόπιν συγκαταβατικό τόνο. Από αυτήν την προσφώνηση ερμηνεύονται οι τύποι μρε, μπρε, βρέ, ωρέ και το νεοελληνικό ρε.
νέγρος – τα τελευταία χρόνια η λ. νέγρος αποφεύγεται, όταν αναφέρεται σε μέλος της μαύρης φυλής (επειδή θεωρείται ότι έχει μειωτική χροιά και δουλοκτητική αφετηρία), και συνήθως προτιμάται το συνώνυμο μαύρος ή ο γεωγραφικός όρος Αφροαμερικανός.
οδύνη – < αρχ. οδύνη που αποτελεί μεταπτωτική βαθμίδα του ΙΕ ed – «τρώγω». Η σημασιολογική πορεία αποτυπώνει την αντίληψη του πόνου ως εκείνου που «κατατρώγει» κάποιον.
οικογένεια – η λ. οικογένεια με τη σύγχρονη σημασία άρχισε να χρησημοποιείται ως λόγιος τύπος αντί του λαϊκού φαμίλια στις αρχές του 20ου αιώνα.
ΟΚ – μεταξύ των διάφορων εκδοχών η πιο σωστή του συγκεκριμένου αμερικανισμού ίσως είναι η επόμενη: Η λέξη εμφανίζεται τη δεκαετία του 1830 στη Βοστόνη και τη Νέα Υόρκη ως ακρώνυμο της ανορθόγραφης παιγνιώδους φράσης oll korrekt αντί all korrekt «όλα σωστά, όλα εντάξει».
ορίστε – < το ορίζω. Ο τύπος προστακτικής ορίσατε συναντάται από το μεσν. εποχή με τη σημασία «διατάξτε!».
Όσκαρ – όταν θεσπίστηκε ως βραβείο το 1929, το αγαλματίδιο ήταν γνωστό απλός ως (αγγλ.) statuette και δε έφερε κανένα όνομα. Το 1931, όμως, η Margaret Herrici, βιβλιοθηκάριος της Ακαδημίας, είδε το αγαλματίδιο στο γραφείο ενός μέλους της Ακαδημίας και έκανε την εξής παρατήρηση: «Μου θυμίζει τον θείο μου Όσκαρ». Ένας δημοσιογράφος που έτυχε να είναι παρών δημοσίευσε το σχόλιο στην εφημερίδα την επόμενη ημέρα, με αποτέλεσμα η ονομασία να επικρατήσει.
ουτοπία – < ελληνογενές λ. που πλάστηκε με το αρνητικό μόριο ου και το ουσιαστικό τόπος από τον Άγγλο φιλόσοφο Thomas More (1478 – 1535) συγγραφέα βιβλίου «Περί της Ουτοπίας νήσου» όπου περιγράφει ένα ιδεώδες (ανύπαρκτο) κράτος, όπου την εξουσία έχει ο ορθός λόγος.
οχέντρα – «στρίγγλα, μέγαιρα». Σχηματίστηκε από συγχώνευση σε μια λέξη (συμφυρμό) των λέξεων εχ(ίδνα) και (σκολοπ)έντρα.
πέναλτι – αντιδάνειο, ως αγγλική ορολογία του κανονισμού ποδοσφαίρου εμφανίστηκε το 1885, όμως ως λέξη πρωτοεμφανίστηκε στον 16ο αιώνα με τη γενική σημασία «ποινή», και «τιμωρία για παράβαση νόμου». Ετυμολογικά ανάγεται μέσω μεσαιωνικού τύπου, στο λατινικό poеnalitas, < poenalis, που συνδέεται με την αρχαιοελληνική λ. «ποινή».
πλασέμπο – σταδιακά από φράση της Παλαιάς Γαλλικής όπως parter a placebo
«μιλώ για να ευχαριστήσω» και κατ’ επέκταση (ως ιατρικός όρος) «φαρμακευτική ουσία με παρηγορική (ανακουφιστική), όχι ιαματική λειτουργία – εικονικά φάρμακα».
πόλεμος – < μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος που απαντά στο ρήμα πελεμίζω «πάλλω (το δόρυ), τραντάζω, δονώ».
πορτοκάλι – < φράση arancio di Portogallo «φρούτο της Πορτογαλίας», επειδή επρόκειτο για φρούτο που Πορτογάλοι θαλασσοπόροι είχαν εισαγάγει στην Ευρώπη από την αμερικανική ήπειρο.
πρόβλημα – αρχ. λέξη με αρχική σημασία «οτιδήποτε κείται η τοποθετείται μπροστά, εμπόδιο» μετά στην γεωμετρία και φιλοσοφία απέκτησε σημασία «ζήτημα προς επίλυση ή συζήτηση».
προπαγάνδα – ο όρος propaganda αποτελεί συντομευμένη μορφή της πλήρους ονομασίας Congregatio de propaganda fide «Σύνοδος προς διάδοση της πίστεως» (έτος 1597), συνοδικό όργανο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
σαρδάμ – από το αναγραμματισμένο επώνυμο του ηθοποιού και σκηνοθέτη – Αχιλλέας Μαδράς (1875-1972).
σεξ – < λατ. sexus «φύλο (αρσενικό/θηλυκό). Στις ευρωπαϊκές γλώσσες η λ. αρχικός (12ος αιώνας) δήλωσε «τα διακριτικά χαρακτηριστικά του φύλλου», στον (14ο αι.) «το σύνολο των αδρών ή των γυναικών», και αργότερα (18ος αι.) «τα γεννητικά όργανα του ανθρώπου», και μόνο στον διεφθαρμένο 20ο αι. πήρε τη σημασία της λέξεις συνουσία.
σκέπτομαι – εφόσον η όραση είναι θεμελιώδης για την αντίληψη, δεν προξενεί απορία ότι όροι που αναφέρονται στη νοητική λειτουργία συχνά στηρίζονται στη βασική σημασία «βλέπω, παρατηρώ». Αυτό συνέβη με αρκετές λέξεις που προήλθαν από την ΙΕ ρίζα spek – «βλέπω, παρατηρώ προσεκτικά», η οποία παρουσιάζεται στην Ελληνική με ανιμετατεθειμένα τα σύμφωνα (σπεκ > σκεπ).
σκλάβος – < μεσν. «Σλάβος». Η σύνδεση των Σλάβων με τη σημ. «δούλος», οφείλεται στο γεγονός ότι μεγάλος αριθμός Σλάβων κατά τον Μεσαίωνα είχε υποδουλωθεί στους Γερμανούς (Γότθους) και στους Βυζαντινούς.
σλόγκαν – < κέλτικο (Σκωτίας) «πολεμική κραυγή».
σοβινισμός – μεταφορά του γαλλ. chauvinisme, από το επώνυμο του φανατικού πατριώτη Nichola Chauvin, ήρωα του θεατρικού έργου, υπέρμετρα αφοσιωμένου στον Ναπολέοντα.
σοφός – η λ. αναφέρεται από τον 7ο αι. π. Χ. στον Αρχίλοχο, όχι απλός στον άνθρωπο που έχει πολλές γνώσεις, αλλά κατ’ εξοχήν σε εκείνον που εφαρμόζει όσα ξέρει στην εξάσκηση τέχνης ή επιστήμης, που αποφασίζει με βάση την κατανόηση και την πείρα.
σπίτι – η λατ. λ. hospes σήμαινε «ξένος, φιλοξενούμενος» και η λ. hospitium «φιλοξενία». Κατόπιν το hospitium δήλωσε τον ξενώνα , το κτήριο όπου διαμένουν όσοι φιλοξενούνται. Τον 2ο αι. μ. Χ. μαρτυρείται στην Ελληνική ο εξελληνισμένος τύπος του hospitium ως οσπίτιον με τη σημασία «οικία».
στωικός – η λ. στοά δήλωνε στην Αρχ. μακρόστενο κτήριο στεγασμένο και κλειστό από τις τρεις πλευρές του με τοίχους. Στην αρχ. Αθήνα ήταν γνωστή η Ποικήλη Στοά όπου ο φιλόσοφος Ζήνων ο Κιτιεύς έδινε μαθήματα, γι’ αυτό οι οπαδοί του και οι μαθητές του αποκληθηκαν οι από στοάς και Στωικοί.
συμμορία – αρχ. σημασία «φορολογική υποδιαίρεση ή τάξη πλουσίων Αθηναίων» που το 377 π.Χ. διαιρέθηκαν σε 20 συμμορίες, στις οποίες επιβαλλόταν διαδοχικών υποχρέωση συμμετοχής στις πολεμικές δαπάνες.
συνουσία – αρχ. αρχική σημασία «συντροφιά, συναναστροφή, κυρίως για συζήτηση», ενώ αρχ. είναι και η σημασία «σεξουαλική επαφή».
τουρισμός - < αρχ. τόρνος. Η έννοια της «περιστροφής», βασική στη χρήση του εργαλείου, οδήγησε στην υιοθέτηση της λ. προκειμένου να δηλωθούν εργαλεία, εξαρτήματα και κινήσεις που περιλάμβαναν γύρισμα ή περιστροφή π.χ. γαλλ. tourniquet (τουρνικέ). Μετά η περιστροφή έγινε σταδιακά νοητή ως «περίπατος, βόλτα» και τελικά «ταξίδι, περιήγηση», πράγμα που οδήγησε σε λ. αντιδάνεια: τουρ, τουρισμός, τουρνέ, τουρνουά.
τουρτουρίζω – < ταρταρίζω «τρέμω από το ψύχος» < αρχ. Τάρταρ (ος), επειδή επρόκειτο για την σκοτεινή άβυσσο του κάτω κόσμου των αρχαίων)
τρόικα – αρχικώς στα ρωσικά «έλκηθρο ή άμαξα που σύρεται από τρία ζώα». Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917) και τη διάσπαση των ηγετών στη Σοβιετική Ένωση (1924 – 25) η λ. τρόικα χρησιμοποιήθηκε επίσης για να δηλώσει την ηγετική ομάδα (τριανδρία) που αποτελούσαν οι Ιωσήφ Στάλην, Γκριγκόρι Ζινόβιεφ και Λέων Κάμενεφ, στους οποίους αντιτίθεντο ο Τρότσκι και οι οπαδοί του. Έτσι η λ. κατέληξε να σημαίνει «πολιτική ηγεσία τριών προσώπων, ηγετική τριανδρία».
τσίρκο – αντιδάνειο από ιταλ. circo, αρχική σημασία «κύκλος, γύρος, κρίκος».
υπουργός – η λ. υπουργός επανήλθε σε χρήση μετά την ίδρυση του νεότερου ελληνικού κράτους του 19ο αιώνα, για να αντικαταστήσει την κοινή τότε λ. μινίστρος που < ιταλ. ministro < λατ. minister «υπηρέτης, διάκονος» και κατά του 16ο αιώνα απέκτησε τη σημασία «σύμβουλος του βασιλιά», πράγμα που οδήγησε στη σημερινή χρήση.
ωραίος – αρχική σημ. «αυτός που συμβαίνει την κατάλληλη ώρα ή αποχή» (π.χ. για φρούτα, αγροτικές εργασίες, ακόμη και για γάμο ή θάνατο. Για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έρθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι ένα φρούτο ούτε άγουρο ούτε σαπισμένο, και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή δεν μπορούμε να το απολαύσουμε.