«Καλώς ήρτετε»: με αυτή τη φράση στα χείλη και με χαρούμενα πρόσωπα μας υποδέχονται σε μια Ελλάδα που η καρδιά της χτυπά έξω από τα δικά της όρια. Η Ελληνόφωνη Καλαβρία σαν τραγούδι φερμένο μέσα από τους αιώνες, ταξιδεμένο στις θάλασσες της Μεσογείου επιβιώνει χάρη στους κατοίκους της. Το μαγευτικό οδοιπορικό στα πιο απομονωμένα και φτωχικά σπλάχνα της Ιταλίας, όπου οι άνθρωποι μιλούν μια αρχαία δωρική γλώσσα, τα γκρεκάνικα, και σύσσωμοι καρδιοχτυπούν για να μη σβήσει η Μεγάλη Ελλάδα, είναι κάτι παραπάνω από συγκινητικό
Στον κόσμο της Ελληνόφωνης Καλαβρίας με μύησε πριν από πολλά χρόνια ο φίλος μου Carmelo Nucera, ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει όλη του τη ζωή στη διάσωση της γκρεκάνικης γλώσσας και της ελληνικής κουλτούρας ετούτου του τόπου.
Πέρασε καιρός από τότε, αλλά πάντα οι βαθιές επιθυμίες εκπληρώνονται... Οταν το αεροπλάνο προσγειωνόταν στο Ρήγιο της Καλαβρίας, δεκάδες πρωτόγνωρα συναισθήματα μας πλημμύρισαν ενώ το τοπίο πλάνευε απροκάλυπτα τη ματιά μας.
Από το παράθυρο ξεπρόβαλλαν πρώτα τα τραχιά βουνά του Ασπρομόντε ποτισμένα με ιστορία και μνήμες από μια Ελλάδα που στοίχειωσε σθεναρά στα δύσβατα μονοπάτια των Ελληνόφωνων χωριών της Καλαβρίας.
Και φυσικά η θάλασσα, με το γνωστό Stretto της Μεσσήνας, το στενό υδάτινο πέρασμα που ενώνει την Καλαβρία με τη Σικελία και μπολιάζει με την καλή της αύρα σκαριά και ταξιδευτές, και προσδοκίες των κατοίκων της φτωχικής Καλαβρίας για ένα καλύτερο «αύριο».
Τον 8ο αιώνα π.χ. ξεκίνησαν όλα
Ολα ξεκίνησαν στα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα όταν Ελληνες άποικοι εγκαταστάθηκαν στα ανατολικά παράλια της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, χαρίζοντας σε αυτό το ελληνικό τμήμα το όνομα Μεγάλη Ελλάδα.
Στην Καλαβρία ιδρύθηκαν και ήκμασαν σημαντικές ελληνικές αποικίες, όπως το Ρήγιο από τους Χαλκιδείς το 715 π.Χ., το οποίο αργότερα κατοίκησαν Μεσσήνιοι πρόσφυγες. Οι Λοκροί ιδρύθηκαν από Δωριείς της Λοκρίδας το 673 π.Χ. και πήραν το προσωνύμιο Επιζεφύριοι από το ακρωτήριο Ζεφύριο.
Οι πόλεις Κρότων και Σύβαρις, από τα πιο πλούσια κράτη της Ιταλίας, ιδρύθηκαν από μετανάστες Αχαιούς τον 8ο αι. π.Χ. και έπαιξαν σημαντικό πολιτιστικό και εμπορικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή.
Από τον 6ο αι. μ.Χ. και μετά εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Βυζαντινοί στρατιωτικοί και πολιτικοί υπάλληλοι, καθώς ο στρατηγός του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, Βελισάριος, το 535 μ.Χ. αποβιβάστηκε στη Σικελία και απελευθέρωσε το νησί και την Καλαβρία από τους Γότθους.
Αργότερα επικάθισαν στην Καλαβρία Ελληνες της Καρχηδόνας μετά την κατάληψη της Αφρικής από τους Αραβες, Ελληνες της Σικελίας μετά την κατάληψη του νησιού από τους Αραβες το 823 μ.Χ. και εικονολάτρες από τις ανατολικές βυζαντινές επαρχίες κατά την εικονομαχία (726-843 μ.Χ.) οι οποίοι και ίδρυσαν ερημητήρια και μοναστήρια σε όλη την περιοχή.
Η Καλαβρία υπήρξε για τους Βυζαντινούς ένα σημαντικό οχυρό προς τη Δύση για την αναχαίτιση των βαρβάρων. Η ακμή της τοποθετείται τον 9ο έως και τον 11ο αι. μ.Χ. οπότε κατακτήθηκε από τους Νορμανδούς, έγινε Δουκάτο και εκδιώχθηκαν οι Βυζαντινοί. Τον 12ο αι. μ.Χ. έληξε η βυζαντινή κυριαρχία στην Κάτω Ιταλία και παρά τις ξένες κυριαρχίες οι κάτοικοι διατήρησαν την ελληνικότητά τους, τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους.
Οι μεταναστεύσεις πληθυσμών στην Κάτω Ιταλία συνεχίστηκαν και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η Ελληνόφωνη περιοχή της Καλαβρίας τον 16ο αι. μ.Χ. απλωνόταν σε όλη τη Νότια Ιταλία. Σήμερα περιορίζεται στην οροσειρά του Ασπρομόντε και αποτελείται από τα ελληνόφωνα χωριά Αμεντολέα, Βούα, Γιαλός του Βούα, Βουνί, Ροχούδι, Γκαλιτσανό, Κοντοφούρι, Χωρίο Βουνί, Χωρίο Ροχούδι.
Οι λιγοστοί κάτοικοι των χωριών, γεωργοί και κτηνοτρόφοι στην πλειονότητά τους, διατηρούν τη γκρεκάνικη γλώσσα, ήθη και έθιμα από την παράδοση που κληρονόμησαν και κυρίως τη μουσική και τα τραγούδια αιώνων που σμιλεύτηκαν στη συνείδησή τους. Δηλώνουν Ελληνες, είναι περήφανοι για την καταγωγή τους, ορθώνουν το ανάστημά τους μέσα στα βουβά σοκάκια της απομόνωσης και ανάβουν κεριά για να υποδηλώσουν την ελληνικότητά τους. Είναι η τρανταχτή και μοναδική πια απόδειξη πως εκεί χτυπά ακόμα μια καρδιά ελληνική.
«Tα γκρεκάνικα πρέπει να επιζήσουν»
Πινακίδες, ευχές, συζητήσεις. Λέξεις και φράσεις γκρεκάνικες που μοιάζουν να ξεπετάγονται από τους στίχους της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Από τον μικρότερο έως τον γεροντότερο, σε τούτα τα μέρη, οι άνθρωποι μιλούν και τραγουδούν την γκρεκάνικη γλώσσα, προσπαθώντας να μείνουν συνδεδεμένοι αιώνια με την ελληνική καταγωγή τους. Η ελληνική γλώσσα της Καλαβρίας επιβιώνει αιώνες ολόκληρους στα δύσβατα χωριά του Ασπρομόντε και οι φωνές των ανθρώπων που επιμένουν ελληνικά μοιάζουν να αγωνίζονται για τη διατήρηση της κοινής μας γλώσσας.
Τα γκρεκάνικα είναι μια αρχαία διάλεκτος με ιταλικές προσμείξεις. Η διάλεκτος αυτή είναι μετεξέλιξη της αρχαίας δωρικής διαλέκτου και διατηρεί ομηρικές λέξεις. H γλώσσα ήταν ισχυρή και αντιστάθηκε στην ιταλική, και ακόμη και όσες ιταλικές λέξεις εισχώρησαν σε αυτήν, φόρεσαν... ελληνικό χιτώνα.
Οι γεροντότεροι κάτοικοι της Ελληνόφωνης Καλαβρίας μιλούν τα γκρεκάνικα στην καθημερινότητά τους. Οι μακρινοί αυτοί απόγονοι των πρώτων Ελλήνων μεταναστών αρνούνται να μιλήσουν ιταλικά και ωθούν τους νέους να διδάσκονται τα γκρεκάνικα.
Μάχονται να διατηρήσουν τη γλώσσα γιατί με τον λόγο τους κρατούν ζωντανή την ελληνική τους ταυτότητα και αντιπαλεύονται εκείνους τους λίγους ντόπιους που ακόμα και σήμερα θεωρούν τα γκρεκάνικα κατώτερη γλώσσα, τη γλώσσα των φτωχών βοσκών.
Στην Καλαβρία το τοπικό Σύνταγμα ρυθμίζει νόμιμα τη χρήση της γλώσσας από την ελληνόφωνη μειονότητα. Γι' αυτό τον λόγο στο Ροχούδι, στο Κοντοφούρι, στην Αμεντολέα, στο Γκαλιτσανό, στη Μπόβα Μαρίνα η γλώσσα που ακούγεται είναι «i glossa tu grecani», δηλαδή «η γλώσσα του Ελληνα» και μάλιστα διδάσκεται με πείσμα.
Η γκρεκάνικη γλώσσα αργοσβήνει σήμερα, ωστόσο υπάρχουν κάποιοι περήφανοι Eλληνες που αρνούνται να υποταχτούν στις επιταγές των καιρών και διδάσκουν στα σπίτια και στη Bιβλιοθήκη της Bova Marina και των άλλων χωριών τα γκρεκάνικα. Δάσκαλοι και μαθητές κρατάνε ζωντανή σε λευκό χαρτί τη γλώσσα αιώνων. Τα τραγούδια έχουν ιδιαίτερη θέση στο μάθημα, καθώς το κάνουν πιο ευχάριστο και εύκολο. Παράλληλα είναι ίσως και ένας φόρος τιμής αφού χάρη στα τραγούδια η γλώσσα μεταφέρθηκε στους αιώνες.
Η διάσωση της σπουδαίας γκρεκάνικης γλώσσας δεν είναι μόνο υπόθεση των ντόπιων. Πριν από λίγο καιρό επιστήμονες από την Ευρώπη κλήθηκαν σε ένα συνέδριο με θέμα τη «διάσωση της γκρεκάνικης γλώσσας», στη Bova Marina, το οποίο οργάνωσε το Κέντρο Συντονισμού των Ελλήνων της Καλαβρίας. Την Ελλάδα εκπροσώπησαν η καθηγήτρια του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Στέλλα Πριοβόλου, και η υποφαινόμενη Ιστορικός - Επικοινωνιολόγος Βασιλική Μπαφατάκη. Οι ομιλητές και οι κάτοικοι της περιοχής υποδέχτηκαν με χαρά το 1ο γκρεκάνικο λεξικό του Filippo Violi και υποσχέθηκαν ότι τα ελληνικά της Καλαβρίας θα ανθίσουν στις λεκτικές αγκαλιές των νέων. Η Ζωή Παπαδοπούλου και ο Γρηγόρης Κοκούσης είναι δάσκαλοι ελληνικών και ζουν με τους τρεις γιους τους στη Bova Marina, εδώ και δύο χρόνια. «Ηρθαμε στην Καλαβρία με πολύ κέφι και όρεξη για να διδάξουμε τα ελληνικά. Δυστυχώς, τα παιδιά γνωρίζουν τη γλώσσα μόνο από τα ακούσματα των παππούδων τους.
Ομως ευτυχώς η διδασκαλία πιάνει τόπο καθώς μαθαίνοντας σωστά τη γλώσσα νιώθουν ότι βρίσκονται κοντά σε εκείνους, ότι συνεννοούνται απόλυτα. Τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικες έχουν μεγάλη λαχτάρα να μάθουν τα νέα ελληνικά και να ταξιδέψουν στην Ελλάδα», λέει ο Γρηγόρης. Η Ζωή διδάσκει ελληνικά στις 3 τελευταίες τάξεις του δημοτικού και στο γυμνάσιο:
«Τα ελληνικά είναι ένα μάθημα που αρέσει στα παιδιά. Δυσκολεύονται με τη γλώσσα κι έτσι με τραγούδια κι άλλες δραστηριότητες προσπαθούμε να κάνουμε το μάθημα πιο ευχάριστο. Τους μεταλαμπαδεύουμε την αγάπη μας για τη γλώσσα, και κατ' επέκταση για την Ελλάδα» λέει.
Με ταμπουρέλο και τσεραμέντo
Η μουσική της ελληνόφωνης Καλαβρίας, με γλυκόπικρους αλλά και χαρούμενους ρυθμούς, σταλάζει τις μνήμες της Μεγάλης Ελλάδας με τραγούδια της χαράς και της αγάπης, νανουρίσματα και μοιρολόγια. Με τα παραδοσιακά όργανα, την «τσεραμέντα» (είδος τσαμπούνας), το «οργανέτο» (μια μικρή και πρωτόγονη παραλλαγή του ακορντεόν), τη βυζαντινή καλαβρέζικη λύρα και το «ταμπουρέλο» δένουν το χθες με το σήμερα. Η πανάρχαια γλώσσα γίνεται τραγούδι και σχεδόν όλοι οι Ελληνες της Καλαβρίας τραγουδούν στα γκρεκάνικα και παίζουν μουσική, λες και είναι γραμμένη στα γονίδιά τους. O Sergio di Giorgio, μουσικός και κατασκευαστής παραδοσιακών οργάνων της Καλαβρίας, με καταγωγή από τη γιαγιά του από τη Θεσσαλονίκη, μας είπε: «Νιώθω μια ελληνικότητα σε όλα, στα επίθετα, στη γλώσσα, στην καταγωγή γενικότερα. Παίζουμε μουσική με όλα τα παραδοσιακά όργανα της περιοχής, τα οποία και κατασκευάζω. Η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της προφορικής κουλτούρας του τόπου από πατέρα στον γιο. Είμαι ευτυχής που μπορώ να συμβάλλω κι εγώ σε αυτό».
Οδοιπορικό στα χωριά της Μεγάλης Ελλάδας
Το Ρήγιο είναι μια πόλη που απλώνεται πλάι στη θάλασσα και ανακαλεί αρχαίες μνήμες του αποικισμού της Μεγάλης Ελλάδας. Τα νεοκλασικά της κτίρια διαφόρων αρχιτεκτονικών επιρροών και η βόλτα κατά μήκος της παραλίας με τα φοινικόδεντρα ανοίγουν εκστασιακά τη ματιά.
Οι κάτοικοι καλοντυμένοι και φιλόξενοι κρατούν τις ελληνικές συνήθειες των κερασμάτων, οπότε εύκολα ο ένας καφές διαδέχεται τον άλλον. Το Ρήγιο αποτελεί ξεκάθαρα μια γη ελληνική που ζητά ανάσα από τη μητέρα Ελλάδα για να ελευθερώσει τον πολιτισμό, την κουλτούρα και την ιστορία της Μεγάλης Ελλάδας.
Οι αρχέτυπες μνήμες οδηγούν το ταξίδι μας στις ψηλές κορυφές τις Καλαβρίας. Ο δρόμος είναι γεμάτος μαιανδρισμούς. Πάνω στις σχισμάδες των βουνών σε υψόμετρο 900-1.000 μέτρων απελευθερώνονται τα είδωλα και οι ζωές των Ελληνόφωνων χωριών, που βιώνουν το ίδιο φως, την ίδια βροχή και τον ίδιο άνεμο αιώνες τώρα.
Τα περισσότερα χωριά αντικρίζουν τον χείμαρρο Amendolea στην κοίτη του οποίου μοιάζει να κυλά ασήμι χάρη στο λαμπερό φως του ήλιου.
Η Bova Marina (Γιαλός του Βούα), είναι μια παραλιακή κωμόπολη όπου βρήκαν καταφύγιο οι κάτοικοι της ορεινής Bova, οι οποίοι φροντίζουν και διατηρούν σαν κερί αναστάσιμο την πολιτιστική και γλωσσική τους κληρονομιά. Εκεί μάλιστα, βρίσκεται το Κέντρο Ελληνόφωνων Σπουδών, όπου διδάσκονται τα γκρεκάνικα, μια μικρή λαογραφική συλλογή και η Βιβλιοθήκη με πολλά ελληνικά βιβλία.
«Τα γκρεκάνικα της Καλαβρίας που μιλάμε μέχρι σήμερα εδώ είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός γλωσσικής αξίας, ένα μνημείο που δεν το βλέπουμε, αλλά το ακούμε», μας λέει ο καθηγητής Elio Cotronei. Η έννοια και η προσπάθεια των ανθρώπων για τη διάσωση των γκρεκάνικων είναι διαρκής: «Προσπαθούμε να μη σβήσει ο πολιτισμός και η γλώσσα αιώνων. Η Ελλάδα πρέπει να είναι κοντά μας και να μην ξεχνάει αυτή τη γωνιά της» παρατηρεί ο Carmelo Nucera, πρόεδρος του Συλλόγου Apo?diafazzi.
Τα γκρεκάνικα τα μιλά από μικρός («platago ti glοssa» όπως λέγεται) και ο Pepe Zindatta, πρόεδρος του Κέντρου Συντονισμού της Καλαβρίας: «Θέλουμε να ζήσει η γλώσσα και να πάει μπροστά. Και όχι μόνο η γλώσσα. Διατηρούμε τα ήθη και τα έθιμά μας και κυρίως τη μουσική μας. Εγώ παίζω ταμπουρέλο, τσαμπούνα, λύρα της Καλαβρίας και φλάουτο. Εχουμε το ίδιο αίμα και μιλούμε την ίδια γλώσσα, είμαστε αδέλφια, όπως λέει κι ένα τραγούδι μας».
Ακρογωνιαίος λίθος για τη διάσωση της γκρεκάνικης γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού στην Καλαβρία είναι ο παιδίατρος Tito Squillaci που διδάσκει ελληνικά:
«Εμαθα ελληνικά από τους παππούδες και τους γονείς μου, γιατί ένιωσα μια ανάγκη εσωτερική να κρατήσω τις ρίζες μου. Τα νέα ελληνικά τα έμαθα στο πανεπιστήμιο και πήγα δύο φορές στη Θεσσαλονίκη. Είμαι ο μόνος εδώ που μιλώ στο σπίτι, στα 3 παιδιά μου, μόνο ελληνικά. Εμείς είμαστε εθνικά, πολιτιστικά, γλωσσικά Ελληνες, αλλά Ιταλοί πολίτες. Ο τόπος μιλά 2.800 χρόνια το γκρέκο - είμαστε κομμάτι της Ρωμιοσύνης. Διδάσκω τη γλώσσα, γιατί όλοι πρέπει να μάθουν την ελληνική ιστορία».
Σε ένα παλιό μοναστήρι της Bova Marina συναντήσαμε μια ομάδα παιδιών με ελληνική καταγωγή να κάνει πρόβα για μια θεατρική παράσταση. Ενθουσιάστηκαν από την επίσκεψή μας και μας μίλησαν για τη μεγάλη τους αγάπη για την Ελλάδα ενώ ευχήθηκαν να τους επισκέπτονται πιο συχνά Ελληνες, να μην τους ξεχνούν.
Ανάλογα συναισθήματα εισπράξαμε και στο εστιατόριο «Μεσόγειος» όπου μας υποδέχτηκαν εγκάρδια ο ιδιοκτήτης και φιλόλογος Salvatore Dienni και η γυναίκα του Alba. Μας τράταραν τις λιχουδιές της περιοχής, αλλά και πολλά ελληνικά εδέσματα, όπως σουβλάκι και τζατζίκι.
«Διδάσκω στο γυμνάσιο τη νεοελληνική γλώσσα, αλλά κάθε Σαββατοκύριακο κάνω μάθημα και σε αρκετά άτομα στο Νέο Ροχούδι», μας είπε ο Salvatore και συμπλήρωσε: «Αισθάνομαι πνευματικά Ελληνας. Οι Ελληνες πρέπει να επισκέπτονται την περιοχή και να γίνονται επισκέψεις μαθητών, όπως γίνονται από τα δικά μας σχολεία στην Ελλάδα. Στο εστιατόριό μας συνδέουμε τη γαστρονομία που κληρονομήσαμε με την ελληνική. Ευχόμαστε «kala pramata» σε όλους τους Ελληνες και ζούμε με την προσδοκία να μας θυμούνται πάντα».
Γνωρίζοντας την... ελληνική γη
Το τζιπ σταματά για να θαυμάσουμε τον εντυπωσιακό Πενταδάκτυλο, τον βράχο με τα... πέντε δάκτυλα και το κάστρο απ' όπου η θέα προς το ηφαίστειο της Αίτνας είναι μαγευτική καθώς μοιάζει να αιωρείται.
Στα πρανή του βράχου είναι κτισμένος ο παλιός εγκαταλελειμμένος, σήμερα, οικισμός με την εκκλησία να δεσπόζει. Η σιωπή είναι απόλυτη, ενώ οι λιγοστές ανθρώπινες και φευγαλέες φιγούρες που διασχίζουν τα καλντερίμια μοιάζουν περισσότερο με φαντάσματα. Ευτυχώς, κάποια σπίτια και μαγαζιά έχουν αρχίσει να αναστηλώνονται ζωντανεύοντας την ελπίδα.
Διασχίζουμε το ποτάμι Amendolea με τις εντυπωσιακές λευκές και καλοσχηματισμένες πιέτες της άμμου και προσεγγίζουμε το φιλόξενο χωριό Condofuri (Κοντοφούρι) στην καρδιά του Ασπρομόντε. Τα σπίτια και οι δρόμοι έχουν μεγάλα σκαλοπάτια και μπαλκόνια με ανθισμένα λουλούδια. Στους δρόμους του είδαμε γουρούνια και πρόβατα να τριγυρίζουν αμέριμνα χωρίς να φοβούνται την ανθρώπινη παρουσία.
Επόμενος σταθμός είναι το χωριό Αmendolea (Αμεντολέα) κτισμένο στη θέση της αρχαίας Περίπολης. Η εγκατάλειψη «φωνάζει», καθώς μόνο οι φροντισμένοι ναοί και κυρίως εκείνος της Αγίας Αικατερίνης με το διώροφο καμπαναριό, δείχνουν σημάδια ζωής. Η νέα Αμεντολέα είναι κτισμένη πλάι στην παλιά και κατοικείται από μερικές εκατοντάδες ανθρώπους που παλεύουν να ζήσουν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Το ανέβασμα στο Castello Roffo (Κάστρο Ρόφο) ζωντανεύει τις θύμησες άλλων εποχών. Περπατάμε στα σοκάκια και μέσα από τα ερείπια αντικρίζουμε την απαράμιλλη θέα στο ποτάμι.
Στη συνέχεια πηγαίνουμε στο επίσης εγκαταλελειμμένο χωριό Roccaforte με τους πολλούς ελαιώνες, λίγο μακρύτερα από το οποίο βρίσκεται το Chorio di Roccaforte, ένας μικρός αγροτικός οικισμός κοντά στον ποταμό.
Περνάμε στην απέναντι πλευρά του βουνού στο παλιό Rogudi (Ροχούδι), δίπλα στον ποταμό Αμεντολέα, και η απόλυτη εγκατάλειψη μας πληγώνει. Οι πλημμύρες και οι κατολισθήσεις ανάγκασαν τους κατοίκους να φύγουν και να ιδρύσουν το νέο Ροχούδι. Περπατώντας στα στενά σοκάκια, βλέπουμε δείγματα υψηλής αρχιτεκτονικής αλλοτινών καιρών, αλλά τα πάντα είναι πλέον βουβά. Μόνο ένας τσοπάνος φυλά το χωριό με τα λιγοστά του πρόβατα.
Λίγο μετά φτάνουμε στο χωριό Rocca di Trago (Ρόκα ντι Τράγο) που πήρε το όνομά του από έναν τεράστιο βράχο σε σχήμα τράγου. Θαρρείς πως είναι σμιλευμένο πάνω στον βράχο ενώ οι γύρω εντυπωσιακοί βράχινοι σχηματισμοί δίνουν μια απερίγραπτη ομορφιά στο τοπίο.
Στον δρόμο μας συναντούμε μια καλύβα από πέτρα και ξύλο. Εκεί οι δασοφύλακες της περιοχής μας κερνάνε καφέ και γκράπα δίπλα στο τζάκι και μας μιλούν για τη μοναχική ζωή που επέλεξαν, γιατί δεν είχαν καμία διέξοδο, καθώς σκαλίζουν ξύλινες κουτάλες για να σπάσουν τις μοναχικές και κουρασμένες κουβέντες τους.
Συνεχίζουμε έως την ορεινή Βοva (Μπούα) με τους 500 κατοίκους, και αντικρίζουμε το επιβλητικό κάστρο της, σε υψόμετρο 800 μέτρων. Η θέα στο Ιόνιο είναι θαυμαστή, όπως και ο καθεδρικός ναός, αλλά την παράσταση κλέβει ο κόσμος που μας καλωσορίζει στα γκρεκάνικα στην πλατεία με το παλιό τρένο.
Στα λαβυρινθώδη στενά σοκάκια της με τα λιτά παλιά σπίτια, αλλά και τα ανακαινισμένα, καιροφυλακτούν ανθρώπινες φιγούρες. Εκεί συναντάμε έναν τεχνίτη γυαλιού που κατασκευάζει από κοσμήματα έως διακοσμητικά για το σπίτι. «Δεν ήθελα να φύγω από τον τόπο μου κι έτσι αποφάσισα να μείνω στο χωριό. Μ' αρέσει η ηρεμία και η φύση εδώ». Στο ψηλότερο σημείο του χωριού βρίσκεται η «σπηλιά της αγάπης», όπου οι νεαροί ακόμα και σήμερα δίνουν τα ραντεβού τους.
Στην παραλία Pasquale συναντάμε μοναχικούς ψαράδες που μας κερνούν κρασί και στην όμορφη αμμουδερή παραλία της Brancaleone (Μπρανκαλεόνε), όπου βρίσκει καταφύγιο η χελώνα καρέτα καρέτα, εντυπωσιαζόμαστε από ένα μεγάλο βυζαντινό παλαιοχριστιανικό μνημείο, την εκκλησιά της Αγίας Μαρίας Tridetti που αναστηλώνεται.
Στο Palizzi (Παλίτζι), ένα χωριό απίστευτης ομορφιάς, θαυμάζουμε το κάστρο και στα ανθισμένα σοκάκια του συναντάμε κάποιους κατοίκους στερημένους από κουβέντες. Τα παλιά σπίτια είναι ανακαινισμένα και στολίζονται από λουλούδια ενώ η εκκλησιά με τον κυκλικό υπερυψωμένο τρούλο τραβά τα βλέμματα.
Η Ακρόπολη της Μεγάλης Ελλάδας
Το Γκαλιτσανό, είναι σκαρφαλωμένο σαν αετοφωλιά στις βουνοκορφές της Καλαβρίας και επί χιλιάδες χρόνια θεωρείται «η Ακρόπολη της Μεγάλης Ελλάδας». Ετσι την αποκαλούν οι κάτοικοι που μιλούν τα γκρεκάνικα και διατηρούν την ελληνική παράδοση, τη μαγειρική, τα ήθη και τα έθιμα των παππούδων τους.
Εκεί συναντήσαμε τον αρχιτέκτονα Mimmo Νucera, και μιλήσαμε στη νεοελληνική γλώσσα. Ο Mimmo έπειτα από αρκετά χρόνια δουλειάς στο εξωτερικό και σε διάφορα μέρη της Ιταλίας, επέστρεψε στο χωριό που γεννήθηκε και ζει μόνος.
«Αγαπάω πολύ το Γκαλιτσανό και μου αρέσει η ηρεμία. Το χωριό έχει λίγους κατοίκους, γύρω στους 60 και είναι στιγμές που νομίζεις ότι ζεις σε έρημους δρόμους».
Παρέα με τον Μimmo με αφετηρία την πλατεία Alimos, περιδιαβήκαμε τα στενά δρομάκια του χωριού, αλλά και της θύμησης. Είχαμε στιγμές στιγμές την αίσθηση ότι τα σπίτια και οι άνθρωποι βάραιναν από το πέρασμα του χρόνου και την απομόνωση. Κάποιες υπερήλικες φιγούρες στον δρόμο, ανάμεσα στα ερειπωμένα κτίρια μας έδωσαν το καλωσόρισμα σε γκρεκάνικη ντοπιολαλιά. Ορισμένοι από αυτούς σκαλίζουν ακόμα περίτεχνα το ξύλο και φτιάχνουν σκούπες. Τα φτωχά σπλάχνα της γης δίνουν λιγοστούς καρπούς κι οι άνθρωποι παλεύουν για την επιβίωση.
Ο Αntonio με τη γυναίκα του και τον γιο του, χοιροσβοσκοί μια ολάκερη ζωή, μας παρέσυραν στο σπίτι τους και μας κέρασαν ένα ποτήρι κρασί. Ο Antonio έπιασε το οργανέτο και ο γιος του το ταμπουρέλο κι άρχισαν το τραγούδι, μια καθημερινή τους συνήθεια.
Στη συνέχεια ανεβήκαμε στην ορθόδοξη εκκλησιά, την Παναγία της Ελλάδας, όπου μια φορά το μήνα η λειτουργία γίνεται ορθόδοξα. Πλάι στην εικόνα της Παναγιάς ήταν τοποθετημένα λιγοστά λουλούδια και σημειώματα με τα ονόματα των κατοίκων. Ο Mimmo μας οδήγησε στην «πηγή της αγάπης», και επέμενε να πιούμε νερό για να βρούμε την αληθινή αγάπη. Και πράγματι, ίσως βρήκαμε ένα κομμάτι της στα ξεχασμένα ελληνόφωνα χωριά.
Fast Info
Το τραγούδι
Το τραγούδι, φωνή εσώτερη της μεγάλης κληρονομιάς στη γκρεκάνικη γλώσσα, είναι πολιτισμός και διασκέδαση. Ο Enzo Crupi από το 12μελές μουσικό συγκρότημα «Μεγάλη Ελλάδα» που παίζει μαντολίνο και κιθάρα μας λέει: «Είμαι μέλος του συγκροτήματος 15 χρόνια, και προσπαθούμε να διατηρήσουμε συνήθειες, ήθη και έθιμα, και κυρίως τη γλώσσα μας. Εμείς τραγουδάμε γκρεκάνικα, αλλά και πολλά ελληνικά τραγούδια. Τα καλοκαίρια ερχόμαστε και παίζουμε στην Ελλάδα και είναι μεγάλη χαρά που ο κόσμος συμμετέχει στον χορό μας». Η Silvia Corona, η νεαρή φοιτήτρια του γκρουπ που τραγουδά, μας λέει ότι αισθάνεται και Ελληνίδα. «Μιλώ λίγα γκρεκάνικα, αλλά μέσα από τα τραγούδια κάνω προόδους. Το μήνυμα των τραγουδιών μας είναι να μην ξεχάσουμε ποτέ τις ρίζες μας και στις περιοδείες μας με ευχαριστεί η αποδοχή της μεγάλης κουλτούρας μας».
Ο διονυσιακός χορός
Στο ελληνόφωνο Ινστιτούτο της Βova Marina ήρθαν να μας καλωσορίσουν τα λαογραφικά και μουσικά συγκροτήματα της περιοχής. Η μουσική και το τραγούδι ήχησε και ο ξέφρενος χορός ξεκίνησε. Τα πόδια μας ηλεκτρίστηκαν και η ψυχή μας αναθάρρησε. Η δασκάλα που μαθαίνει χορό στα μικρά παιδιά Patrizia Tuscano μας είπε: «Τα παιδιά ενθουσιάζονται με τους χορούς και είναι μέσα στο αίμα τους. Αισθάνονται περηφάνια που συνεχίζουν τον χορό των προγόνων τους». Η ταραντέλα πίτσικα, ο θεραπευτικός διονυσιακός χορός, συνδέεται με την αρχαία ελληνική αποικία του Τάραντα και με τον ταραντισμό, μια μορφή κρίσης μανίας που οφειλόταν σε τσίμπημα αράχνης. Οταν η ταραντούλα τσιμπούσε κάποιον χωρικό για τη θεραπεία του γινόταν μουσικός εξορκισμός. Οι μουσικοί πήγαιναν στο σπίτι του αρρώστου και έπαιζαν 12 διαφορετικά μοτίβα. Στη μελωδία που αντιστοιχούσε στο χρώμα και στο μέγεθος της αράχνης άρχιζε έναν ξέφρενο μιμητικό χορό μιμούμενος τις κινήσεις της αράχνης. Μπορούσε να κρατήσει 3 ολόκληρες μέρες και το άτομο θεραπευμένο πλέον έπεφτε στο πάτωμα. Πολλές κινήσεις του χορού είναι συμβολισμοί που βρίσκονται στα αρχαία αγγεία, όπου οι γυναίκες χορεύουν και παίζουν ταμπουρέλο, είδος ντεφιού, που στην αρχαία Ελλάδα το έπαιζαν οι βακχίδες, οι ακόλουθες του Θεού Διονύσου.
Oι ελληνικές πινακίδες
Στα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας η Eλλάδα είναι παρούσα. Οι ήχοι, οι μυρωδιές αλλά και οι ελληνικές πινακίδες με την γκρεκάνικη γραφή στις εισόδους των χωριών, όπως στον Γκαλιτσανό «Kalos Irtete sto Gallicianό» συγκινούν. Περπατώντας στα μικρά μεσαιωνικά δρομάκια των χωριών παρατηρείς τις πινακίδες με τα ονόματα των δρόμων: Οδός Παναγίας της Ελλάδος, Oδός Φειδία κ.λπ., όπου με μαεστρία ξαφνιάζουν το παρόν και αποκαλύπτουν τη ελληνική δύναμη του τόπου και των ξεχασμένων κατοίκων του.
Η μεσαιωνική Σκύλλα
Μια μικρή Βενετία, όπου το κύμα χτυπά τις πόρτες των σπιτιών και προσφέρεται για μία γοητευτική περιπλάνηση. Η μεσαιωνική πόλη Scilla (Σκύλλα) είναι ένα παραθαλάσσιο θέρετρο στην Costa Viola και η τυπική συνοικία των ψαράδων που δένουν τις βάρκες τους ανάμεσα στα σπίτια. Τα στενά σοκάκια σκορπούν αρώματα και εικόνες αξέχαστες, ενώ το επιβλητικό κάστρο επιβάλλεται. Ο θρύλος που θέλει τις Σειρήνες να κατοικούν εδώ και να μαγεύουν με το τραγούδι τους ταξιδιώτες, εντείνει την ήδη γοητευτική ατμόσφαιρα. Πριν φύγετε από την περιοχή αξίζει να επισκεφτείτε και την όμορφη χρυσαφένια παραλία του Canattello με τα σμαραγδένια νερά που είναι πόλος έλξης τους καλοκαιρινούς μήνες.
Τα μπρούντζινα αγάλματα του Riace
Στην επιβλητική σάλα της Περιφέρειας του Reggio Calabria βρίσκονται δύο μπρούντζινα ελληνικά αγάλματα του 5ου αιώνα, οι πολεμιστές του Riace (Ριάκι), στην τρίτη αποκατάσταση και συντήρηση από έμπειρους αρχαιολόγους, καθώς η αλμύρα αιώνων έφθειρε τους Ελληνες πολεμιστές που κοιμόνταν αιώνες στον βυθό του Ιονίου. Βρέθηκαν στις 16 Αυγούστου 1972 στη θάλασσα του Ιονίου, σε βάθος 8 μέτρων, 300 μέτρα από την ακτή, από τον δύτη Mariottini. Πιστεύεται από τους ερευνητές ότι πρόκειται για δύο πολεμιστές του Αργους που πολεμούσαν ενάντια στη Θήβα.
10 ιστορίες από τη Μεγάλη Ελλάδα
H Carmela με τις «lestopitas»
1 Περιδιαβαίνοντας τα στενά σοκάκια της ορεινής Bova, συναντήσαμε την Carmela Romeo παρέα με τον εγγονό της. Ενθουσιασμένη με την επίσκεψή μας στο χωριό της, μας καλωσόρισε στα γκρεκάνικα. «Kalosirtete, me lene Karmela, den platago kala ellinika» (δε μιλώ καλά ελληνικά). Η κυρία Καρμέλα μας παρέσυρε κυριολεκτικά στο σπίτι της, ένα φτωχικό στο κέντρο του χωριού που το ζέσταινε μια ξυλόσομπα. «Παλιά είχε ζωή η Bova και όλοι μιλούσαν ελληνικά. Τώρα είμαστε λιγοστοί κάτοικοι και η γλώσσα χάνεται». Περιχαρής μας κέρασε «lestopitas», μια παραδοσιακή τηγανίτα φτιαγμένη από αλεύρι και νερό, τηγανισμένη με αλάτι, την οποία μας την πρόσφερε με σαλάμι. «Πρέπει τα παιδιά μας να μάθουν γκρεκάνικα για να θυμούνται...» μας είπε. «Δεν πρέπει να μας παραμελεί η Ελλάδα, είμαστε Ελληνες κι εμείς».
Domenico Milea: «Παρέα με το ταμπουρέλο»
2 Η δύναμη που έπαιζε ταμπουρέλο παρέα με νεαρούς μουσικούς ο 85χρονος Domenico Milea από τη Bova Marina, στη γιορτή που έστησαν αυθόρμητα για την επίσκεψή μας, μας συγκίνησε. Ο παππούς με τη βραχνή φωνή μας κάλεσε στο σπίτι που ζει μόνος, μας ξεδίπλωσε τις αναμνήσεις του και μας αφηγήθηκε τις συναυλίες που έδινε στην Ελλάδα. Σπουδαίος μουσικός των παραδοσιακών οργάνων της ελληνόφωνης Καλαβρίας έμαθε το οργανέτο από 7 χρονών, την τσαμπούνα και το ταμπουρέλο από τα 14 του χρόνια, ακούγοντας τους συγγενείς και τους φίλους του. «Ο παππούς μου και οι θείοι μου από την ορεινή Bova δεν μας μιλούσαν ιταλικά, αλλά ελληνικά» μας διηγείται. «Εγώ ξέρω λίγα γκρεκάνικα, αλλά είμαι Ελληνας. Γνωρίζω και αγαπώ τον ήχο της ελληνικής μουσικής, εκείνο τον αλέγκρο ρυθμό που βγαίνει από αυτά τα βουνά και γίνεται έκφραση με τον χορό, την ταραντέλα. Μου αρέσει πάρα πολύ να βλέπω τα νέα παιδιά της περιοχής να παίζουν τα παραδοσιακά όργανα και να χορεύουν. Η μουσική, το τραγούδι και ο χορός είναι η ελπίδα να σωθούν τα γκρεκάνικα. Οι νέοι πρέπει να μάθουν τη γλώσσα του τόπου, δεν πρέπει να χαθεί».
Οι χορευτές της άμμου
3 Πάνω στην αμμώδη παραλία της Bova Marina νέοι μουσικοί και χορευτές του παραδοσιακού συγκροτήματος Irizema αγγίζουν με τον συμβολικό χορό τους την ιστορία και την παράδοση της ελληνόφωνης Καλαβρίας. Οι χορεύτριες κρατούν στα χέρια τα στάχυα της εύφορης γης και οι νέοι αξίνες που θυμίζουν την τρίαινα του Ποσειδώνα. Το θέαμα πλάι στο κύμα εκστασιάζει. Οι μουσικοί παίζουν στους ρυθμούς της ταραντέλας, τα μπαστούνια των χορευτών συναντιούνται και οι πλουμιστές φούστες των κοριτσιών φέρνουν στροφές. Ενα ζευγάρι χορεύει ερωτικά πάνω στην καυτή άμμο σαν να αναπαριστά τη ζωγραφιά που απεικονίζεται στο σκληρό κατσικίσιο δέρμα του ταμπουρέλου. Περήφανα μας λένε ότι θέλουν να συνεχίσουν την παράδοση, κι ότι ο χορός και το τραγούδι είναι μέρος της κουλτούρας που κληρονόμησαν.
Ο αγιογράφος Domenico Candela
4 Οι εκκλησιές της Καλαβρίας είναι στολισμένες με βυζαντινές εικόνες, τις οποίες οι Ελληνες της Καλαβρίας, κρατούν σαν ιερά κειμήλια πίστης και αφοσίωσης. Ο λόγιος αγιογράφος Domenico Candela ζωγραφίζει στο εργαστήρι του εικόνες ακολουθώντας τα βυζαντινά πρότυπα, γιατί προσδοκά να περάσει το παρελθόν της πίστης μέσα στο παρόν της εικονογραφίας του. «Αποφάσισα να ασχοληθώ με την εικονογραφία έπειτα από μια έρευνα που έγινε και το αποτέλεσμα ήταν ότι ελάχιστα δείγματα έχουν διασωθεί. Προσπαθώ να αποδώσω με τα έργα μου τη βυζαντινή θρησκευτικότητα του τόπου, η οποία ακόμη και σήμερα είναι διάχυτη στους ύμνους, στις εικόνες, στις εκκλησιές. Είμαι ορθόδοξος και ήθελα κι εγώ να συνεισφέρω στη θρησκευτική μνήμη του τόπου. Η γιαγιά κι η μητέρα μου μιλούσαν ελληνικά. Επιδιώκω με την τέχνη μου να δώσω ένα μήνυμα πίστης που άλλοι θέλουν να σβήσουν».
Tο άστρο του Νότου
5 Συναντήσαμε τoυς χορευτές του συγκροτήματος «La stella del Sud» (Το άστρο του Νότου) στην Bova Marina. Νέοι και παιδιά γεμάτα πάθος αφήνονται στους ρυθμούς της ταραντέλας? Η δασκάλα τους, η Fortunata Talamara, με μια υπέροχη ελληνική προφορά μας λέει ότι στόχος τους είναι να διαδώσουν σε όλο τον κόσμο τη μεγάλη καλλιτεχνική τους προίκα και τις ελληνικές τους ρίζες. «Εκείνο που λέμε στα παιδιά είναι να συνεχίσουν την παράδοση του χορού, να μην τη λησμονήσουν... Ο πρώτος χορός που πάντα χορεύουμε είναι ο KALOSIRTATE, ένας παραδοσιακός χορός που συμβολίζει το φλερτ ενός άντρα σε μια κοπέλα. Κατόπιν την παρουσιάζει στους γονείς του, στους συγγενείς του και έτσι ξετυλίγεται μια μικρή ιστορία. Το συγκρότημα έχει 24 ενήλικες και πολλά παιδιά. Τα κοστούμια των γυναικών ακολουθούν χρωματικά την αρχαία παράδοση, εκτός από τις φούστες, ενώ τα αγόρια φοράνε την αυθεντική φορεσιά του βοσκού.
Το σκαρί του καπετάν Pasquale
6 Με ένα τελάρο φρέσκια ψαριά μας καλωσόρισε στα γκρεκάνικα ο καπετάν Pasquale, από την Bova Marina. Μια ζωή ολάκερη την πέρασε στα πέλαγα. Το ηλιοκαμένο του πρόσωπο κι η αλισάχνη που στολίζει θαμπά το πρόσωπό του μαρτυρά τις φουρτούνες και τις νηνεμίες της ζωής του. «Από μικρό παιδί είμαι στη βάρκα και ψαρεύω. Παλιά υπήρχε πολύ ψάρι, τώρα κι αυτά λιγόστεψαν, όπως κι οι άνθρωποι που ζούμε εδώ», μας λέει. «Θυμάμαι τα γλέντια που κάναμε, τραγουδώντας και χορεύοντας στα ελληνικά, όταν υπήρχαν μεγάλες ψαριές και ειδικά του ξιφία... τώρα όλα άλλαξαν. Πολλά σκαριά εγκαταλείφθηκαν, και λίγοι είμαστε οι ψαράδες που κουβαλάμε την αλμύρα στα σπίτια μας». Οταν απομακρυνόμαστε, μας φώναξε «Να ξανάρθετε να φάμε ψάρι, μη μας ξεχάσετε κι εσείς».
Η μουσική ιεροτελεστία της Καλαβρίας
7 Η μουσική για τους Ελληνες της Καλαβρίας είναι κουλτούρα και τρόπος ζωής. Επισκεφτήκαμε το Sergio di Giorgio, μουσικό και κατασκευαστή μουσικών οργάνων στο εργαστήριό του στο Ρήγιο. Τον βρήκαμε να σκαλίζει το ξύλο με ευλάβεια. Μουσικά παραδοσιακά όργανα στολίζουν τον χώρο του. «Εμαθα να κατασκευάζω την τσαμπούνα, την Καλαβρέζικη λύρα που μοιάζει με την αρχαία λύρα, το ταμπουρέλο, τα διπλά φλάουτο από έναν μεγάλο δάσκαλο, τον Leo Romeo. Η τσαμπούνα φτιάχνεται από ανθεκτικό δέρμα κατσίκας και χρειάζεται έναν μήνα να κατασκευαστεί. Εχει πέντε καλάμια και μοιάζει σαν το όμποε. Ο ήχος της με συναρπάζει, βγάζει ένα αρχέγονο άκουσμα». Φούσκωναν τα μάγουλά του όταν μας έπαιξε τσαμπούνα κι ο αέρας που έπαιρνε γινόταν μυστηριακός, ο αρχαίος ήχος μας συγκίνησε. «Παλιά, στα χωριά πολλές οικογένειες είχαν τσαμπούνα. Αν ο πατέρας ήταν μουσικός όλα τα αρσενικά του σπιτιού έπρεπε να έχουν από μια σε ανάμνησή του. Η μουσική και το τραγούδι για εμάς είναι ιεροτελεστία, μια καθημερινή προσευχή», καταλήγει.
Η τσαμπούνα του Giuseppe
8 Ο ήχος της τσαμπούνας ήχησε από την ανάσα του νεαρού Giuseppe Micheli. «Παίζω από μικρό παιδί με τους φίλους μου. Για εμάς τους νέους η μουσική είναι διασκέδαση, νοσταλγία για τον καιρό των παππούδων μας, καημός και χαρά. Σχεδόν όλοι εδώ, μικροί και μεγάλοι παίζουν και τραγουδούν, χορεύουν και πολύ συχνά ξεπηδούν από την παρέα αυτοσχέδια γλέντια. Με τη μουσική δεν λησμονάμε ότι είμαστε Ελληνες».
Η χορωδία των παιδιών τραγουδά γκρεκάνικα
9 Η ελπίδα να σωθεί η Μεγάλη Ελλάδα αναδύεται σαν ευεργετικό αρωματικό έλαιο, όταν συναντάμε παιδιά του δημοτικού να τραγουδούν στα γκρεκάνικα και να απολαμβάνουν την προκλητική επίδειξη μπροστά μας. Οι αγγελικές φωνούλες ξεδιπλώνουν τα παλιά τραγούδια του τόπου. Η 10χρονη Mariangela Triolo, μας λέει: «Μ' αρέσει η γλώσσα και επιθυμώ να σωθεί η κουλτούρα της περιοχής, γι' αυτό τραγουδάω. Μαθαίνω και νέα ελληνικά στο σχολείο και είμαι πολύ καλή μαθήτρια». Ο Pasquale Toscano, 10 χρόνων, είναι στη χορωδία του δημοτικού και μας εκμυστηρεύεται: «Τραγουδώντας μαθαίνω γρήγορα τα γκρεκάνικα. Μου αρέσουν πολύ οι λέξεις των τραγουδιών αλλά και ο ρυθμός της μουσικής. Για μας είναι διασκέδαση αλλά έτσι θα σώσουμε και την ιστορία του τόπου μας».
Οι μακαρούνες της Alba
10 Μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα αναδύονται μυρωδιές από παραδοσιακά φαγητά, κληρονομήματα από προηγούμενες γενιές. Στη Bova Marina, σε μια ελληνική ταβέρνα με το όνομα «Mediterraneo», η ιδιοκτήτρια Alba Pangalo ζυμώνει τις μακαρούνες, με αλεύρι, νερό, γάλα κι αβγά. Περνά ανάμεσα στο ζυμάρι ένα καλάμι για να γίνει η μεγάλη τρύπα στο μακαρόνι. «Προσπαθούμε να διατηρήσουμε τη γαστρονομία της περιοχής. Οι μακαρούνες ήταν το φτωχικό πιάτο των παππούδων μας και εξακολουθεί να είναι κυρίως πιάτο και στις μέρες μας», μας λέει. Πίνοντας ένα ποτήρι μοσχάτο κρασί στην πετρόκτιστη ταβέρνα της, μας σερβίρει την «παρμετζάνα». Ενα ακόμα πιάτο του τόπου, με σπανάκι, τριμμένο ψωμί τηγανισμένα σε λάδι και στολισμένο με παρμετζάνα. Οι γεύσεις του τόπου ευτυχώς διατηρούνται κι ας σερβίρονται παρέα με ένα ποτήρι γκράπα.
Διαμονή
ΡΗΓΙΟ
Φιλοξενία 4* με θέα στο μεγαλειώδες Στενό της Μεσσήνης. Ολες οι σύγχρονες παροχές επενδύονται με μια κλασική - μοντέρνα διακόσμηση.
Albanuova Hotel (Via Marsala, 20, Reggio Calabria, tel +39 0965 331356, www.albanuovahotel.it ). Στο ιστορικό κέντρο, σε απόσταση αναπνοής από τα περισσότερα τουριστικά αξιοθέατα, λίγα μέτρα από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Φιλόξενο προσωπικό και πεντακάθαρα δωμάτια.
Hotel Continental (Via Vincenzo Florio 10, Reggio Calabria, tel. +39 0965 812181-24990, www.hotelcontinentalrc.it). Υπηρεσίες τριών αστέρων, δυο βήματα από το Εθνικό Μουσείο της Μεγάλης Ελλάδας (Magna Graecia).
ΣΚΥΛΛΑ
Hotel Palazzo Krataiis (Via Omiccioli 26, Scilla, Reggio Calabria, tel. +39 0965 754022, www.krataiis.it ). Η καλαισθησία αντικατοπτρίζεται πιστά, εντός του 18ου αιώνα κτιρίου, στην καρδιά της μεσαιωνικής πόλης.
Le Piccole Grotte (Via Grotte 10, Chianalea - Scilla, Reggio Calabria, tel. +39 3382 096727
www.lepiccolegrotte.it). «Μπαλκόνι» στο ψαροχώρι Chianalea της Scilla, σε 4 άνετα, low badget δωμάτια. Κλιματισμός, ασύρματη σύνδεση και πρωινό, περιλαμβάνονται στις επαρκείς παροχές.
Φαγητό
ΡΗΓΙΟ
Officina Del Gusto (Via Placido Geraci, 17-19, Reggio Calabria, tel. +39 0965 332830, www.officinadelgusto.net). Kρέας ή ψάρι, εξαίρετα μαγειρεμένα, σε ευχάριστο περιβάλλον. Παραδοσιακές συνταγές φτιαγμένες με αρίστης ποιότητας υλικά, συνοδεύονται με περισσότερες από 300 ετικέτες κρασιού. Στα συν οι θεματικές βραδιές γευσιγνωσίας και οινογευσίας που διοργανώνονται.
ΣΚΥΛΛΑ
Principe di Scilla (Via Grotte 2, Chianalea - Scilla, Reggio Calabria, tel. +39 0965 704324, www.ubais.it ). Ρομαντικό γεύμα με θέα στον βράχο της Scilla, εντός του ομώνυμου, εκλεπτυσμένου ξενοδοχείου. Ντόπια ψάρια και θαλασσινά μαγειρεύονται με μαεστρία και σερβίρονται «σπαρταριστά», όπως πρέπει δηλαδή, σε ένα κατεξοχήν ψαροχώρι!
Bleu de Toi (Via Grotte 40, Chianalea - Scilla, Reggio Calabria, tel: +39 0965 790585, www.bleudetoi.it ). Η παλιά αποθήκη ψαράδων έχει μετατραπεί σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο. Στο μενού κυριαρχούν γεύσεις της θάλασσας και τα τοπικά κρασιά.
Ristorante il Casato (Via Annunziata 25, Chianalea - Scilla, Reggio Calabria, tel. +39 0965 790 430, www.ilcasatoscilla.it/ ). Μπείτε στο σκάφος σας και ρίξτε άγκυρα, κατευθείαν στην αποβάθρα του εστιατορίου! Αν ο καιρός το επιτρέπει, δειπνήστε στην πλατφόρμα, πάνω στο κύμα. Πέτρινες καμάρες και ειδυλλιακός φωτισμός ανάγουν το γεύμα σας σε μοναδική εμπειρία.
Βίκυ Μπαφατάκη